Ιωάννης Καμπύσης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Γιάννης Καμπύσης, Έλληνας δημοτικιστής πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, κριτικός, ποιητής και μεταφραστής, που μαζί με τους Κωνσταντίνο Χατζόπουλο, Ζαχαρία Παπαντωνίου και Λάμπρο Πορφύρα, θεωρούνται οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι του συμβολισμού στην Ελλάδα, γεννήθηκε στις 3 Ιουνίου 1872 [1] στα Βουνάρια, στην Κορώνη του Νομού Μεσσηνίας στην Πελοπόννησο και πέθανε στις 23 Νοεμβρίου 1901, στο πατρικό του σπίτι στην οδό Οικονόμου 15, στη συνοικία Εξάρχεια της Αθήνας από φυματίωση.

Ιωάννης Καμπύσης

Βιογραφία

Γονείς του ήταν ο αγιογράφος Αναστάσιος Καμβύσης και η Καλλιόπη Τριγγέτα, μορφωμένη και με καταγωγή από πλούσια οικογένεια της Κορώνης, οι οποίοι απέκτησαν ακόμη δύο παιδιά τα οποία πέθαναν σε νεαρή ηλικία και επικέντρωσαν το ενδιαφέρον τους στην ανατροφή του Ιωάννη. Τελείωσε το Δημοτικό και το Σχολαρχείο στη γενέτειρά του και από το 1884 ως το 1888 τελείωσε το Γυμνάσιο Καλαμάτας, όπου μέσω του Γιάννη Αποστολάκη, πήρε μέρος σε ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις. Το καλοκαίρι του 1888 η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα, όπου από το 1888 ως το 1894 σπούδασε στη Νομική Σχολή, από την οποία αποφοίτησε χωρίς να εργαστεί ως δικηγόρος. Εργάστηκε για τρία χρόνια ως υπάλληλος του υπουργείου Οικονομικών, όμως τον Οκτώβριο του 1898 παραιτήθηκε και έφυγε στη Γερμανία, όπου δέχτηκε έντονη επίδραση από τα κοινωνικά και ιδεολογικά ρεύματα της εποχής, ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με το σοσιαλιστικό κίνημα και γοητεύτηκε από τον τρόπο σκέψης των Γερμανών και τη νοοτροπία των βόρειων διανοούμενων.

Η επίσκεψή του τον προβλημάτισε και τον ενθουσίασε, ώστε να σκεφτεί να εργαστεί για το καλό της Ελλάδας, ακολουθώντας το παράδειγμα της Γερμανίας. Επηρεάστηκε βαθιά από τις ιδέες του Φρειδερίκου Νίτσε και πίστεψε στην ιδέα του μεγάλου ηγέτη, όμως τον Ιούλιο του 1899, σοβαρά προβλήματα υγείας τον υποχρέωσαν να επιστρέψει στην Ελλάδα. Ήταν επηρεασμένος από τους Χάουπτμαν και Ίψεν, και η επίδραση τους ήταν φανερή στα έργα του. Χαρακτηριστικό του είναι ότι προσπαθεί να εισάγει στα έργα του προβλήματα κοινωνικής υφής. Συνεργάστηκε με το περιοδικό «Τέχνη» και «Το περιοδικό μας» και εξέδωσε το 1901, μαζί με τον Δημήτρη Χατζόπουλο τη λογοτεχνική επιθεώρηση, «Διόνυσος».

Λίγους μήνες πριν το θάνατο του μετακόμισε κι εγκαταστάθηκε στον Πόρο, σε μια μάταιη προσπάθεια να ανακόψει την φθίνουσα πορεία της υγείας του. Συνεργάστηκε ως κριτικός με τη «Νέα Εστία», τη «Φιλολογική Ηχώ» Κωνσταντινουπόλεως, την «Τέχνη», της οποίας υπήρξε συνιδρυτής με τον Κώστα Χατζόπουλο και τον Ιωάννη Γρυπάρη, το «Διόνυσος» και «Το περιοδικόν μας». Στην κηδεία του εκφώνησε τον επικήδειο ο Κωστής Παλαμάς, ενώ η εφημερίδα «Εστία» με εντολή του εκδότη της, του αφιέρωσε χώρο στην πρώτη της σελίδα.

Εργογραφία

Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1895 με τη δημοσίευση του διηγήματος «Παουλίνα–Παουλίνα» στην εφημερίδα «Καλαματιανή» στην Καλαμάτα. Εμπλούτιζε το έργο του με στοιχεία κοινωνικής κριτικής κατά τα πρότυπα του Νικόλαου Πολίτη, δίχως να ασπάζεται τις ακραίες θέσεις του Γιάννη Ψυχάρη. Ο Μανώλης Καλομοίρης που γνωρίστηκε το 1908 με τη μητέρα του, μέσω του Τάκη Ταγκόπουλου, εκδότη του περιοδικού «Ο Νουμάς», και εκείνη του χάρισε όλα τα έργα του, μελοποίησε τα έργα του «το Δαχτυλίδι της Μάνας» και το Δεκέμβριο του 1944, την «Ανατολή». Ήταν από τους πρώτους δημοτικιστές συγγραφείς, έγραψε ψυχολογικά και κοινωνικά δράματα παραμυθοδράματα και ονειροδράματα, όπως

Θεατρικά

  • «Η γιορτή του»,
  • «Μυστικό του γάμου», [Αθήνα, τυπογραφείο Κορίννης, 1896],
  • «Η φάρσα της ζωής», [Αθήνα, τυπογραφείο Κορίννης, 1896],
  • «Η μις Άννα Κούξλεϋ», [Αθήνα, «Τυπογραφείο της Εστίας», 1897],
  • «Οι Κούρδοι», [Αθήνα, «Τυπογραφείο της Εστίας», 1897],

Το έργο γράφτηκε το 1896 και παραστάθηκε για πρώτη φορά το 1903 από τη Νέα Σκηνή του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, συγκαταλέγονται στην 1η δραματουργική περίοδο των αστικών δραμάτων, που ακολουθεί το ιψενικό πρότυπο. Διαδραματίζεται σ’ ένα φτωχικό σπίτι με θέα στο δρόμο και εσωτερική αυλή κάποιας λαϊκής γειτονιάς της Αθήνας.

Πρόκειται για τρίπρακτο κοινωνικό δράμα, με πέντε σκηνικά πρόσωπα και τρία αθέατα, το οποίο διακρίνεται για τη λιτή πλοκή του και την κλιμακωτή ανάπτυξη της υπόθεσης η 1η πράξη δίνει έμφαση στον κοινωνικό περίγυρο και την ψυχολογία των προσώπων, η 2η αποτελεί τη διαπλοκή μύθου, και η 3η τη δραματική κορύφωση. Αγγίζει το θέμα των σχέσεων στην οικογένεια και την επίδρασής τους από εξωγενείς παράγοντες. Σε ότι αφορά τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν, ο Πέτρος αντιπροσωπεύει την καταπιεσμένη εργατική τάξη, ο Βάσος τη μεγαλοαστική τάξη, η Αννέζα, τα θύματα της ταξικής εξάρτησης, το ζεύγος των Αρμενίων την αποχή από το κοινωνικό σύστημα και οι Κούρδοι τους οικονομικά ισχυρούς που κρύβονται πίσω από μια υποκριτική ηθική για να εξοντώνουν πολύπλευρα τους οικονομικά και κοινωνικά ασθενέστερους.

  • «Το δαχτυλίδι της μάνας», [Αθήνα, Κ.Μαίσνερ-Ν.Καργαδούρης, 1898],
  • «Στα σύγνεφα», [Αθήνα, έκδοση του περριοδικού Τέχνη», 1899],
  • «Ανατολή», [Αθήνα, Κ.Μαίσνερ-Ν.Καργαδούρης, 1901],
  • «Οχτροί και φίλοι», [το 1909, νουβέλα],
  • «Αρήγιαννος».

Ποίηση

  • «Το βιβλίο των συντριμμιών», γραμμένο στη Γερμανία, [Αθήνα, Κ.Μαίσνερ - Ν.Καργαδούρης, 1900]

Μεταφράσεις

Υπήρξε ένας από τους πρώτους μεταφραστές του Φρειδερίκου Νίτσε στην Ελλάδα, με το έργο

  • «Διονύσου διθύραμβοι», [Ποιήματα του Φρειδερίκου Νίτσε. Αθήνα, Κ.Μαίσνερ - Ν.Καργαδούρης, 1900],
  • «Προμηθεύς», [του Γκαίτε],
  • «Δεσποινίς Τζούλια», [του Στρίντμπεργκ],
  • «ο Κατακτητής», [του Κνουτ Χάμσουν].

Συγκεντρωτικές εκδόσεις

  • «Διηγήματα», [Αθήνα, Νεφέλη, 1989],
  • «Άπαντα», [επιμέλεια Γεώργιος Βαλέτας, Αθήνα, εκδόσεις Πηγής, 1972],
  • «Οχτροί και φίλοι και άλλα διηγήματα», [Αθήνα, «Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη», 1997].

Το 1992 φιλοξενήθηκε αφιέρωμα για το έργο του στο περιοδικό «Αιολικά Γράμματα».

«Το δαχτυλίδι της μάνας» (απόσπασμα)

Κλειούνε τα μάτια μου κι ακούω τη μυρουδιά.
Λούσε με, μάγεψέ με, κοίμησέ με,
κοίμησέ με στη χιλιομύριστή σου την ποδιά
και πες μου εκείνο που δε λέμε.

Σαν όνειρο ας μου έρθει ο λόγος σου,
γιγάντιος κόσμος δε θα γκρεμιστεί,
δε θα φκιαστεί μόνο η σκιά βεργόλιγνου
κυπαρισσιού θα πέσει απάνω μου πιστή.

Έγραψαν

«Η νεοελληνική κοινωνία εξακολουθεί να αγνοεί το μεγάλο πρωτοπόρο του θεάτρου μας, της πεζογραφίας και της κριτικής. Το έργο και η προσωπικότητά του δεν έχει πάρει ακόμα τη θέση που του ανήκει στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Όμως οι «Κούρδοι» σφράγισαν το νεοελληνικό θέατρο κι η επίδρασή τους φτάνει ως το «Φιντανάκι» του Παντελή Χορν και την «Αυλή των θαυμάτων»του Καμπανέλλη. Το «Δαχτυλίδι της μάνας» (θεατρικό) αποτελεί προφητικό κείμενο».

αναγνωρίζει ότι, έγραψε αστικό θέατρο πριν από τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, όμως είχε την ατυχία να μην μπορέσει να δημοσιεύσει αμέσως το έργο του, να μην ανεβαστεί νωρίς στη σκηνή, και τελικά να πεθάνει νέος, σε αντίθεση με τον Ξενόπουλο που κυριάρχησε όλο το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Ο θεατρολόγος αμφισβητεί έτσι τον τίτλο ο «Πατέρας» του Νεοελληνικού θεάτρου που του έχουν αποδώσει, καθώς προηγήθηκε ο Καμπύσης.

Εξωτερικές συνδέσεις

Παραπομπές

  1. [Άλκης Θρύλος, Περιοδικό «Νέα Εστία», τεύχος 297, σελίδα 591]