Γεώργιος Σουρής

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Γιώργος Σουρής, Έλληνας σατιρικός ποιητής, που αποκλήθηκε «σύγχρονος Αριστοφάνης», δημοσιογράφος και εκδότης, γεννήθηκε την 1η Φεβρουαρίου 1853 στην Ερμούπολη της Σύρου ή σύμφωνα με άλλη πηγή στα Κύθηρα [1] και πέθανε στις 26 Αυγούστου 1919, στο εξοχικό του σπίτι στο Νέο Φάληρο. Κηδεύτηκε στο Ναό της ζωοδόχου Πηγής, όπου τον επικήδειο εκφώνησε ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Μελέτιος [Μεταξάκης] και τάφηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, όπου υπάρχει προτομή του, με δημόσια δαπάνη και του αποδόθηκαν τιμές στρατηγού.

Γεώργιος Σουρής
Σουρής.jpg
Γέννηση: 1η Φεβρουαρίου 1853
Τόπος: Ερμούπολη, Σύρος ή Κύθηρα (Ελλάδα)
Σύζυγος: Μαρία, [Μαρή], Κωνσταντινίδη
Τέκνα: Κρίτων, Αλεξάνδρα, Έλλη σύζυγος Μοσχονά, Ηρώ σύζυγος Ιωάννη Χαλμούκου, Μυρτώ σύζυγος Νικολάου Δουμπιώτη
Υπηκοότητα: Ελληνική
Ασχολία: Δημοσιογράφος, εκδότης
Θάνατος: 26 Αυγούστου 1919
Τόπος: Αθήνα, Αττική (Ελλάδα)

Ήταν παντρεμένος από τις 30 Ιανουαρίου 1881 με τη Μαρία, [Μαρή], Κωνσταντινίδη [2], η οποία πέθανε στις 23 Απριλίου 1934, το γένος Αργέντη Ροδοκανάκη από τη Χίο, με την οποία απέκτησαν πέντε παιδιά, τον Κρίτωνα ανώτερο τραπεζικό υπάλληλο-ποιητή και την Αλεξάνδρα που δεν παντρεύτηκαν και δεν απέκτησαν κληρονόμους, την Έλλη σύζυγο Μοσχονά, την Ηρώ σύζυγο Ιωάννη Χαλμούκου που πέθανε το 1973 και τη Μυρτώ σύζυγο Νικολάου Δουμπιώτη.

Βιογραφία

Ο πατέρας του Σουρή που είχε καταγωγή από τα Κύθηρα και η μητέρα του που καταγόταν από τη Χίο κατοικούσαν στη Σύρο όπου ο πατέρας του διατηρούσε εμπορική επιχείρηση. Παρακολούθησε μαθήματα βασικής εκπαιδεύσεως στη γενέτειρά του και μαθήματα γυμνασίου στην Αθήνα ως το 1870 που τέλειωσε το σχολείο. Η εύπορη οικογένεια του χρεοκὀπησε και εγκατέλειψε την αρχική της πρόθεση να τον χειροτονήσει ιερέα, ενώ μόλις αποφοίτησε από το γυμνάσιο τον έστειλαν στο Ταϊγάνιο, το Ταγκανρόγκ, στη Ρωσία για να ακολουθήσει εμπορική σταδιοδρομία, κοντά σ' ένα θείο του σιτέμπορο, όμως δεν του άρεσε το εμπόριο και ήταν αφηρημένος, την ίδια ώρα που γέμιζε τετράδια, με στίχους που έγραφε κρυφά. Αποδείχτηκε λοιπόν ακατάλληλος για το εμπόριο και επέστρεψε στην Ελλάδα, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου εργάστηκε ως γραφέας συμβολαιογραφείου και συμμετείχε σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θιάσων καθώς ήδη από την ηλικία των δεκαπέντε χρόνων είχε συμμετάσχει σε μια παράσταση τραγωδίας στο θέατρο Ηρώδου του Αττικού.

Η γνωριμία του με τη σύζυγο του

Γνωρίστηκε με την μετέπειτα σύζυγό του το 1873, όταν εκείνη μαζί με τη μητέρα της έφτασαν στην Αθήνα από την Κωνσταντινούπολη για να τελειώσει τις εγκύκλιες σπουδές της και στη συνέχεια όπως είχαν προσυμφωνήσει με τον προστάτη τους Εμμανουήλ Ροδοκανάκη, να μεταβούν στο Μάντσεστερ της Αγγλίας για περαιτέρω σπουδές. Στο σπίτι που εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, συγκατοικούσαν με τον 30άχρονο Γεώργιο Σουρή, ο οποίος εργάζονταν ως «αντιγραφεύς» συμβολαιογραφείων και ενοικίαζε δωμάτιο στον ίδιο χώρο και ανέλαβε να προγυμνάσει τη 14χρονη Μαρία. Μια μέρα ο Σουρής της έγραψε στο τετράδιο της, «Σ' αγαπώ», κι αυτή του απάντησε, «Κι εγώ». Σύμφωνη με τη σχέση τους ήταν και η μητέρα της.

Όταν η Μαρία αποφοίτησε από το Γυμνάσιο, ενημέρωσαν για το γεγονός το Ροδοκανάκη κι εκείνος απέσυρε την οικονομική του υποστήριξη στις δύο γυναίκες. Η Μαρία αναγκάστηκε να παραδίδει μαθήματα γαλλικής κι ελληνικής σε κορίτσια οικογενειακών τους φίλων, ενώ η μητέρα της εργάστηκε ως προϊσταμένη στο τμήμα πωλήσεων των Απόρων Γυναικών. Στην υπόθεση της επικείμενης επισημοποιήσεως των σχέσεων τους ενεπλάκησαν και φίλοι της οικογένειας Κωνσταντινίδη. Έτσι ο Ανδρέας Συγγρός, αντιτάχθηκε, όπως και ο Ροδοκανάκης, στον επικείμενο γάμο αφού θεωρούσε τον ποιητή ανάξιο της νύφης. Αντιθέτως ο Μιχαήλ Μελάς, μετέπειτα Δήμαρχος Αθηναίων εγκρίνει τη σχέση και ανέθεσε στη μεγαλύτερη κόρη του να στεφανώσει το νεαρό ζευγάρι. Από εκείνη την εποχή ο Σουρής ήδη ξεκινά τη συγγραφή στίχων, τους οποίους όμως δεν θεωρεί καλούς και διαρκώς παροτρύνει τη σύζυγό του να τους καταστρέψει.

Δημοσιογραφική δραστηριότητα

Ο Σουρής πρωτοδημοσίευσε ποιήματα του το 1872, στο περιοδικό «Φως», όμως αφοσιώθηκε στη σατιρική ποίηση, γράφοντας σε περιοδικά και εφημερίδες, όπως «Αρχίλοχος», «Ραμπαγάς» του Κλεάνθη Τριανταφύλλου, «Ασμοδαίος» του Εμμανουήλ Ροΐδη και «Μη Χάνεσαι» του Βλάσση Γαβριηλίδη. Στις 2 Απριλίου 1883 άρχισε την έκδοση της έμμετρης σατιρικής εφημερίδας «Ρωμηός», που τη διέκοψε τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, ώστε να προετοιμαστεί για τις εισαγωγικές εξετάσεις του στη Φιλοσοφική Σχολή, στις οποίες απορρίφθηκε από τον καθηγητή Σεμιτέλο, τον οποίο έκανε αργότερα πασίγνωστο στο Πανελλήνιο με τους σατιρικούς του στίχους, στο μάθημα της μετρικής «...μετά πολλών επαίνων...», όπως διακωμωδούσε αναγγέλλοντας το γεγονός [3]. Η απόρριψη του προκάλεσε τις αντιδράσεις των Αθηναϊκών εφημερίδων καθώς και των ομότεχνων του ενώ ο ίδιος ανακοίνωσε την επιστροφή του στη δημοσιογραφία και στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδος του, που επανακυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1884, παρουσίασε την πολιτική του θέση. Συνέχισε την έκδοση της εφημερίδος, την οποία έγραφε μόνος του με εξαίρεση κάποια άρθρα του Δημητρίου Κόκκου στα πρώτα φύλλα, για τα επόμενα 36 χρόνια και οκτώ μήνες κάθε Σάββατο, έως τις 17 Νοεμβρίου 1918, με μια μικρή διακοπή την εποχή των Επιστράτων μετά τα Νοεμβριανά του 1916, συμπληρώνοντας συνολικά 1.444 τεύχη καθώς και 2 παραρτήματα. Ζούσε τη οικογένεια του αποκλειστικά από τις σημαντικές πωλήσεις της εφημερίδος του, που όμως δεν του απέφεραν εξ ίσου σημαντικά έσοδα λόγω της χαμηλής τιμής πωλήσεως, κι αυτό αποτέλεσε αφορμή να του πει ο τραπεζίτης και πολιτικός Στέφανος Σκουλούδης, «...Άν είχατε γεννηθεί Γάλλος, θα ήσαστε εκατομμυριούχος».

Διορίστηκε στο τμήμα Στατιστικής του Υπουργείου Εσωτερικών από τον τότε πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη, όμως απολύθηκε από τη θέση μετά την ανατροπή της Κυβερνήσεως και επέστρεψε στην έκδοση της εφημερίδος «Ρωμηός», που αποτέλεσε έκτοτε το μοναδικό μέσο βιοπορισμού του, σημειώνοντας μεγάλη κυκλοφορία και πολυάριθμες πωλήσεις. Η σατιρική κριτική του δεν του δημιούργησε προβλήματα διώξεων, αντίθετα διατηρούσε καλές σχέσεις με τους Έλληνες βασιλείς και το Παλάτι και το 1880 χαιρέτισε με στίχους τη γέννηση του πρίγκιπα Χριστοφόρου. Άσκησε έντονη κριτική στις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, εξαιτίας της στάσεως που είχαν υιοθετήσει στο Ανατολικό ζήτημα και το 1886 στράφηκε εναντίον του Γερμανού Καγκελάριου Ότο φον Μπίσμαρκ [4]. Έγραψε έμμετρα στα οποία είναι ευδιάκριτος ο έντονος πατριωτισμός του, ενώ στις εθνικές κρίσεις εγκατέλειπε τη σκωπτική του διάθεση και ασκούσε ουσιαστική σάτιρα. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1890 εντάχθηκε ως μέλος στην «Εθνική Εταιρεία» [5]. Με τη βοήθεια ενός μικρού βοηθού, του Νίκου με το παρατσούκλι «Νίκος ο Πράσινος», ετοιμάζονταν τα δέματα για την αποστολή στην επαρχία ενώ από την πλευρά της η Μαρία Κωνσταντινίδη-Σουρή έχει δώσει εντολή στον τυπογράφο, μετά την εκτύπωση της εφημερίδος, να της επιστρέφει τα χειρόγραφα με τα οποία δημιουργήθηκε ένα αρχείο του ποιητή, χρονικής διάρκειας 36 ετών.

Δίωξη και κατάσχεση της εφημερίδος

Το 1897 ήταν η μοναδική φορά που απαγορεύτηκε η κυκλοφορία της εφημερίδος του και διώχθηκε ποινικά με αφορμή στίχους εναντίον του προσώπου της βασίλισσας Όλγας, στη διάρκεια της τελευταίας Κρητικής Επαναστάσεως, όταν με την Κρήτη επαναστατημένη ήταν ορατό το ενδεχόμενο ενός πολέμου με την Τουρκία. Την ίδια ώρα ο Ρώσικος στόλος πού ναυλοχούσε στον Πειραιά παρέθετε στη ναυαρχίδα του, κοσμικές δεξιώσεις στους οποίες ήταν παρούσα η τότε βασίλισσα Όλγα, που ήταν ρωσικής καταγωγής. Ο Σουρής με διάλογο μεταξύ του Φασουλή και της συζύγου του, καυτηρίασε τον κοσμοπολιτισμό των Αθηναίων [6] και στράφηκε ευθέως εναντίον της Βασίλισσας Όλγας. Μόλις κυκλοφόρησε ο Ρωμηός του Σαββάτου στις 25 Ιανουαρίου 1897, στον οποίο δημοσιεύτηκαν οι στίχοι, με διαταγή της Εισαγγελέως κατασχέθησαν τα φύλλα, με συνέπεια οι πολίτες να τρέχουν να προμηθευτούν την εφημερίδα, που η τιμή της εκτινάχθηκε αρχικά στις 25 κι έφτασε στις 100 δραχμές. Παράλληλα διατάχθηκε η σύλληψη του. Οι φίλοι του τον φυγάδευσαν και τον έκρυβαν για σαράντα μέρες, ενώ η έκδοση της εφημερίδος συνεχίστηκε και στο πλευρό του στάθηκαν με άρθρα και δημοσιεύματα όλες οι εφημερίδες που καταφέρθηκαν εναντίον της διώξεως του.

Η προσωπικότητα του

Έπασχε από τόσο σοβαρή μυωπία που απαλλάχθηκε από τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις γιατί κάνοντας μεταβολή, παρά λίγο να βγάλει το μάτι του αξιωματικού του με τη ξιφολόγχη. Οι οικείοι του έλεγαν ότι για τον ίδιο λόγο χαιρετούσε απ’ τα ανοιχτά παράθυρα τα κανάτια στα γύρω μπαλκόνια, νομίζοντας ότι είναι οι γείτονες, ενώ διηγούνταν ότι κάποτε πέρασε τη γάτα του που κοιμόταν στον καναπέ για εφημερίδα και την άρπαξε να την διαβάσει. Ήταν πνευματικός άνθρωπος και λόγιος με υψηλή ευφυΐα, ταπεινός και δειλός ως χαρακτήρας, ο οποίος επηρέασε βαθύτατα την εποχή του, «...ήταν ολιγόλογος, σοβαρός και μελαγχολικός την όψιν, άκακος ως αρνίον και πρότυπον καλού χριστιανού και οικογενειάρχου..», ενώ η γυναίκα του θεωρούσε ότι είχε έξι παιδιά, καθώς ο σύζυγός της «...ήταν αδέξιος και ανέμελος..» και ως εκ τούτου είχε ανάγκη μητρικής στοργής και φροντίδας [7], κι όπως έγραψε ο Γεώργιος Στρατήγης, «...η Μαρί μεγάλωσεν 6 παιδιά...», ενώ ο θάνατός του υπήρξε το μεγαλύτερο πλήγμα της ζωής της.

Περίφημο ήταν το φιλολογικό του σαλόνι στο σπίτι του στην οδό Πινακωτών 15, τη μετέπειτα οδό Χαριλάου Τρικούπη, κι αργότερα στην οδό 1ης Σεπτεμβρίου, στο οποίο σύχναζαν ποιητές και συγγραφείς της εποχής του, όπως οι Κωστής Παλαμάς, Γιάννης Πολέμης, Γιώργος Δροσίνης, Αριστομένης Προβελέγγιος, Μπάμπης Άννινος, Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Μιλτιάδης Μαλακάσης και πολλοί άλλοι. Η προτομή του που βρίσκεται στο Α΄νεκροταφείο είναι έργο του γλύπτη Νικολάου Γεωργαντή κι αυτή που βρίσκεται από το 1932 στην είσοδο του Ζαππείου, είναι έργο του γλύπτη Γεωργίου Δημητριάδη, ενώ προτομές του υπάρχουν στη Σύρο, στην είσοδο της Βιβλιοθήκης και τη Χίο.

Διακρίσεις

Το 1886 παρασημοφορήθηκε από τον Χαρίλαο Τρικούπη. Τιμήθηκε επίσης με

  • το Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος, το 1911,
  • το Βασιλικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών, το 1915,
  • τον Ανώτατο Ταξιάρχη του Σωτήρος, μετά το θάνατό του.

Προτάθηκε πέντε φορές για το Νόμπελ Λογοτεχνίας,

  • τo 1906, με πρωτοβουλία της Βουλής ύστερα από πρόταση του Προέδρου της Βουλής Νικολάου Λεβίδη και άλλων 100 από τους βουλευτές, την οποία συνυπέγραψαν το Πανεπιστήμιο Αθηνών με τον καθηγητή Φιλολογίας και Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεώργιο Χατζιδάκι, 9 μέλη της «Ενώσεως Ελλήνων Καλλιτεχνών», φιλολογικοί σύλλογοι, Έλληνες αλλά και ξένοι λόγιοι,
  • το 1908,
  • το 1909, από τον Φιλολογικό Όμιλο «Παρνασσός» καθώς επίσης από τους Δημήτριο Πατσόπουλο και Παύλο Καρολίδη,
  • το 1911, από την «Ελληνική Φιλολογική Εταιρεία» Κωνσταντινουπόλεως,
  • το 1912, εκ νέου από τον Γεώργιο Χατζιδάκι.

Εργογραφία

Η γλώσσα του Σουρή είναι μεικτή και ακατάστατη, καθώς χρησιμοποιούσε δίχως διάκριση τύπους και λέξεις της δημοτικής, της καθαρεύουσας και νεόπλαστους δικούς του, αρκεί να ταίριαζαν στις ομοιοκαταληξίες του. Το έργο του συνάντησε ομόφωνη αναγνώριση από τους κριτικούς, τους ομότεχνους του και το αναγνωστικό κοινό της εποχής του κι όχι μόνο, με εξαιρέσεις το φιλόλογο και δημοτικιστή Γιάννη Ψυχάρη με τον οποίο καθώς και με τους δημοτικιστές είχε συγκρουσθεί με σφοδρότητα, και το συγγραφέα Εμμανουήλ Ροΐδη, οι οποίοι τον χαρακτηρίζουν «..ευφυή στιχοπλόκο», ενώ ο Ανδρέας Καραντώνης τον αποκαλεί «...στιχουργό ή στιχοπλόκο». Με εγκωμιαστικούς χαρακτηρισμούς στο Γεώργιο Σουρή και το έργο του έχουν αναφερθεί σε κριτικές τους ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, που έγραψε, «..Χαίρε Σουρή, συ όστις απέδειξες ότι υπάρχει ακόμη ελληνική ευφυΐα..», ο Ούλριχ Βιλάμοβιτς Γερμανός φιλόσοφος και ελληνιστής, ο ποιητής Κωστής Παλαμάς που τον αποκαλεί «..γόητα ποιητήν..», ο λογοτέχνης Ιωάννης Γρυπάρης, ο συγγραφέας Ιωάννης Κονδυλάκης που πήρε αφορμή για την κριτική του από το έμμετρο του Σουρή «Ο Φασουλής φιλόσοφος», ο Γεώργιος Τσκόπουλος και ο ιστορικός Τάσος Βουρνάς.

Σήμερα η λογοτεχνική αξία του έργου του αμφισβητείται από τους κριτικούς, οι οποίοι το θεωρούν περισσότερο ντοκουμέντο ιστορικό, παρά λογοτεχνικό, χωρίς να αρνούνται τις βασικές του αρετές, που είναι η καταπληκτική στιχουργική ευχέρεια, το χιούμορ και η ευφυΐα. Η καθηγήτρια Λίνα Χατζοπούλου του Πανεπιστημίου Κρήτης θεωρεί ότι οι έπαινοι που του αποδίδονταν από το λογοτεχνικό και πολιτικό κόσμο της εποχής του, οφείλονταν μάλλον στην λαμπερή προσωπικότητα του και στον ευχάριστο χαρακτήρα του και όχι στο ποιητικό του έργο. Πολλά από τα ποιήματά του μελοποιήθηκαν και ερμηνεύτηκαν από γνωστούς Έλληνες καλλιτέχνες [8].

Ο «Ρωμηός»

Η κυριότερη προσφορά του είναι η ολόκληρα έμμετρη σατιρική εφημερίδα, ακόμη και στον τίτλο της [9],

  • Ο «Ρωμηός»,

Σαββατιάτικη εβδομαδιαία έμμετρη τετρασέλιδη, με θέματα κοινωνικά και πολιτικά, της οποίας τον τίτλο είχε εμπνευστεί ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης. Σ' αυτή με κεντρικούς ήρωες το «Φασουλή» και τον «Περικλέτο» σατίριζε, καυτηρίαζε, ειρωνευόταν όλα τα πολιτικά, κοινωνικά και πνευματικά γεγονότα της ζωής με ευγένεια και καλόκεφη διάθεση, δίχως κακία και σημείωσε μεγάλη κυκλοφοριακή επιτυχία.

Συγγραφικό έργο

Δημοσίευσε ποιητικές συλλογές, ημερολόγια και μικρές έμμετρες κωμωδίες, που παρουσιάστηκαν στο θέατρο, ενώ στο τεράστιο σε όγκο έργο του περιλαμβάνονται άρθρα και δημοσιεύματα στα «Ημερολόγια του Ρωμηού».

Ποιητικές συλλογές

Το πρώτο του ποιητικό έργο ήταν η

  • «Συλλογή Λυρικών Ασμάτων» το 1873 και ακολούθησε η συλλογή
  • «Τα τραγούδια μου» που το 1876 τιμήθηκε με έπαινο στο Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό,

και συνέχισε με τις συλλογές,

  • «Λόγοι φιλιππικοί Θεοδώρου Δεληγιάννη», το 1878,
  • «Ο Φασουλής φιλόσοφος»,
  • «Ανατολικόν ζήτημα»,
  • «Τα αποκρηάτικα», το 1880,
  • «Κυανή βίβλος της Ελλάδος», το 1881,
  • «Ποιήματα (1882-1892)», σε έξι τόμους.

Θεατρικά

  • «Από γαμβρός παράνυμφος», το 1873,
  • «Άλλα αντ' άλλων», κωμωδία, το 1880,
  • «Η επιστρατεία», το 1880,
  • «Η επιδημία», αναφέρεται στο κρίσιμο καλοκαίρι που πέρασε η Αθήνα με την επιδημία του κοιλιακού τύφου, το 1881,
  • «Αράμπης», το 1882,
  • «Ο αναπαραδιάρης», κωμωδία που σατιρίζει την φορολογική πολιτική του Ελληνικού Κράτους σε βάρος του λαού, το 1884,
  • «Δεν έχει τα προσόντα», το 1885,
  • «Η περιφέρεια», κωμωδία σε μια πράξη που πραγματεύεται την προεκλογική περιοδεία που κάνει ένας βουλευτής σε κάποιο χωριό της Ελλάδας, το 1886
  • «Πατατράκας ο Νεόγαμβρος», η οποία εκφράζει την αναστάτωση που δημιούργησε στην Αθήνα η επιστράτευση για τα «Θεσσαλικά», που ματαιώθηκε με την επέμβαση των ξένων δυνάμεων,
  • «Η χειραφέτησις», σε τρεις πράξεις, το 1901.

Μεταφράσεις

Μετέφρασε τις

  • «Νεφέλες» του Αριστοφάνη, που παραστάθηκαν το 1900 σε έμμετρη απόδοση στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών και στην Αίγυπτο το 1901 με δική του σκηνοθεσία και απέσπασαν διθυραμβικές κριτικές.

Το σπίτι στο Νέο Φάληρο και το τέλος του

Για πολλά χρόνια τους καλοκαιρινούς μήνες διέκοπτε, για δύο μήνες, την έκδοση της εφημερίδος του και απολάμβανε οικογενειακώς τις διακοπές του σε μισθωμένη κατοικία της οικογένειας Αντωνιάδη, στη σημερινή οδό Γεωργίου Σουρή στον αριθμό 1 στην περιοχή του σημερινού Νέου Φαλήρου. Τον Ιανουάριο του 1892 με τη συμπαράσταση του Δημητρίου Σγούτα, ο οποίος ήταν πρόεδρος Οικοδομικής Εταιρείας που ανήκε στην «Πιστωτική Τράπεζα», απέκτησε ιδιόκτητη διώροφη εξοχική κατοικία στο Φάληρο στην οδό Θρασύβουλου Ζαΐμη, τότε στον αριθμό 9 και με τη σημερινή αρίθμηση της οδού στον αριθμό 18. Η κατοικία κτίστηκε από τον εργολάβο Δηλαβέρη, σε οικόπεδο 400 τετραγωνικών μέτρων περίπου και μεταβιβάστηκε στο Σουρή με παρακράτηση κυριότητος, έναντι του ποσού των 12.545 δραχμών με υποχρέωση να καταβάλλει 334,40 δραχμές το μήνα. Τα εγκαίνια της πραγματοποιήθηκαν στις 12 Ιανουαρίου 1892 και πρώτη ημερομηνία καταβολής δόσεως ορίστηκε η 1η Απριλίου 1892.

Η δευτερότοκη κόρη του ποιητή, η Μυρτώ Δουμπιώτη, διέσωσε μια φωτογραφία από το «Φιλολογικό Σαλόνι» το οποίο διοργάνωσε σε σταθερή βάση η Μαρία Σουρή. Στη φωτογραφία απεικονίζονται οι Ι. Δαμβέργης, Μπάμπης Άννινος, Γεώργιος Ροϊλός, Άδωνις Κύρου, Κρίτων Σουρής (γιος του), Κωστής Παλαμάς, Γεώργιος Στρατήγης, Ιωάννης Πολέμης, ο Περικλής Γιαννόπουλος, ο ίδιος ο ποιητής, η κόρη του Έλλη Σουρή-Μοσχονά, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Γεώργιος Πωπ, ο Μιλτιάδης Μαλακάσης, ο Γεράσιμος Βώκος, ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος ή Ζαν Μωρεάς, η πεθερά του Δέσποινα Κωνσταντινίδου και ο Ανδρέας Καρκαβίτσας. Στο σπίτι αυτό –που ήταν η μοναδική ιδιόκτητη κατοικία του- αποσύρθηκε ο Σουρής τον Νοέμβριο του 1918, όταν αρρώστησε από γρίπη κι αναγκάστηκε να διακόψει οριστικά την έκδοση της εφημερίδος «Ρωμηός» κι εκεί πέθανε τον Αύγουστο του 1919, βυθίζοντας στη θλίψη τη σύζυγο του, που έκτοτε έζησε απομονωμένη ως το θάνατο της στις 23 Απριλίου 1934.

Βιβλιογραφία

  • [«Γεώργιος Σουρής και η εποχή του», Κρίτων Γεωρ. Σουρής, 1949, Αθήνα.]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. Γεώργιος Σουρής, ο μέγιστος των μεγίστων
  2. [H Μαρία (Μαρή) Κωνσταντινίδη ήταν ομογενής από την Κωνσταντινούπολη, μέλος της εκεί χιακής κοινότητας και μετεγκατασταθείσα παιδούλα στην Αθήνα στο τελευταίο πέμπτο του 19ου αιώνα, για να παρακολουθήσει τα μαθήματα του Αρσακείου.]
  3. [«Μετά μεγάλης μου χαράς, στους φίλους αναγγέλλω,/πως εξετάσθην, των θυρών ερμητικώς κλεισμένων,/στον πολυγένη Φιντικλή και τον σπανό Σεμτέλο/και απερρίφθην μυστικά, μετά πολλών επαίνων!/Λοιπόν και πάλιν, Έλληνες, αρχίζομε σαν πρώτα,/πάλι «Ρωμηός» και ξάπλωμα, πάλι ζωή και κόττα!»]
  4. [Ποίημα «Στην Ευρώπη», «Άπαντα Γεωργίου Σουρή», εκδόσεις «Γιοβάνης», τόμος 4ος. Το ποίημα γράφτηκε από τις 9 Μαΐου και την ανάληψη της πρωθυπουργίας από το Χαρίλαο Τρικούπη, έως τις 24 Μαΐου όταν τερματίστηκε ο ναυτικός αποκλεισμός και αναφέρεται στον Γερμανό καγκελάριο στις δύο τελευταίες στροφές του.]
  5. [Η «Εθνική Εταιρία» ήταν μια οργάνωση αξιωματικών που ιδρύθηκε στην Αθήνα στις 12 Νοεμβρίου του 1894 κι έφτασε στην ακμή της μετά το Σεπτέμβριο του 1895, όταν τροποποιήθηκε το καταστατικό της και μέλη της μπορούσαν να είναι και μη στρατιωτικοί. Σε αυτή συμμετείχαν και πολύ γνωστά ονόματα της ελληνικής κοινωνίας, όπως οι καθηγητές του Πανεπιστημίου της Αθήνας Σπυρίδων Λάμπρος, Νικόλαος Πολίτης, Γεώργιος Χατζιδάκις, ο Κωστής Παλαμάς, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, ο Νικηφόρος Λύτρας, ο Παύλος Μελάς, που θεωρείται από τους ιδρυτές της, ο Παναγιώτης Δαγκλής καθώς και ο Λεωνίδας Παρασκευόπουλος.]
  6. [«Φασουλής»- Αν και βλέπω κάπως σκούρους και δύσκολους τους καιρούς,/μα κ' εφέτος σαν και πρώτα θα λυσσάξω στους χορούς,/κι αν ξανάρχισε στην Κρήτη φόνων και σφαγών αντάρα/μα δεν δίνω μια πεντάρα./Να με μέλει; και γιατί;/ο χορός καλά κρατεί/ως εδώ δεν φθάνει θρήνος, μήτε βρόντος, μήτε βόλι..
    «Η Φασουλή»-Τώρα πλέον Ρωσική κυβερνά πολιτική/και θα γίνω βέρα Ρούσα και θα πάω στον Περαία/με τους Ρώσους τους μπεκρήδες να γλεντήσουμε παρέα..
    «Φασουλής»-Κυρά Γιώργαινα να λείψουν τα μεθύσια τα πολλά/κυρά Γιώργαινα σου λέω δεν στεκόμαστε καλά...]
  7. Γεώργιος Σουρής, Σύντομος Αυτοβιογραφία μου Περιοδικό «Εστία», έτος 1887, σελίδες 647-948
  8. Γιώργος Σουρής (Στιχουργός)
  9. [«Ο Ρωμηός, εφημερίς-που την γράφει ο Σουρής»]