Μιχαήλ Γούδας

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Μιχάλης Γούδας, Έλληνας εθνικιστής, ανώτατος στρατιωτικός με τον βαθμό του Υποναυάρχου ε.α. στο Ελληνικό Βασιλικό Πολεμικό Ναυτικό, υποστηρικτής του θεσμού της Βασιλείας, πολιτικός που διατέλεσε βουλευτής και υπουργός στις κυβερνήσεις των Δημητρίου Γούναρη και Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, καταδικασμένος σε ισόβια, στην «Δίκη των Έξι», ως πρωταίτιος της Μικρασιατικής καταστροφής, ιστορικός και συγγραφέας, γεννήθηκε το 1868 στην Αθήνα και πέθανε στις 3 Νοεμβρίου 1931 [1] στο Παρίσι.

Μιχαήλ Γούδας (Υποναύαρχος)

Ήταν παντρεμένος με την Ελένη Ζώτου, κόρη του υποναυάρχου Κοσμά Ζώτου, και από το γάμο του δεν απέκτησε παιδιά.

Βιογραφία

Η οικογένεια Γούδα κατάγεται από το χωριό Γραμμένο στου νομού Ιωαννίνων στην έως τώρα ελεύθερη Ελληνική Ήπειρο, όπου φέρεται να εγκαταστάθηκε περί το 1750 και σίγουρα πριν την Εθνεγερσία του 1821. Πρόγονοι του Μιχαήλ, θείοι του πατέρα του, υπήρξαν οι οι αγωνιστές του 1821 αδερφοί Βασίλειος Γούδας, αντιστράτηγος της νέας Ελλάδος και πρώτος γραμματικός του Μάρκου Μπότσαρη και Σταύρος Γούδας, ένα από τα πρωτοπαλίκαρα του Γεωργίου Καραϊσκάκη. Παππούς του Μιχαήλ ήταν ο Νικόλαος, γνωστός ως Κολιό Γούδας, που από τον πρώτο του γάμο απέκτησε τέσσερα τέκνα. Τρεις θυγατέρες, την Αλεξάνδρα σύζυγο Ι. Λειβαδέως, την Ειρήνη σύζυγο Γιαννάκη Δήμου και την Παρασκευή που φονεύθηκε στο Σούλι, καθώς κι ένα γιο, τον Αναστάσιο Γούδα, που γεννήθηκαν στο Γραμμένο. Ο Νικόλαος Γούδας παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο, μετά τον θάνατο της πρώτης του συζύγου, κι απέκτησε τέσσερα ακόμη τέκνα, τον Κωνσταντίνο, τον Δημήτριο, τον Γεώργιο και την Κούλα σύζυγο Κωνσταντίνου Νούλη [2]. Πατέρας του Μιχαήλ ήταν ο Αναστάσιος Γούδας, πολύτεκνος ιατροφιλόσοφος και συγγραφέας. Μεταξύ των αδελφών του Μιχαήλ περιλαμβάνονταν, ο δικηγόρος Ελευθέριος Γούδας [3] και η Ελένη. Ο Μιχαήλ μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στη Μέση εκπαίδευση κατατάχθηκε στη Σχολή Δοκίμων το 1884, αμέσως μόλις ιδρύθηκε, και το 1888 αποφοίτησε με το βαθμό του Σημαιοφόρου.

Τον Οκτώβριο του 1895, ο Υποπλοίαρχος Γούδας επιμελήθηκε το περιοδικό με τίτλο «Δημοσιεύσεις Ανακοινούμεναι τοις Αξιωματικοίς του Πολεμικού Ναυτικού». Το περιοδικό ήταν υπηρεσιακό, εκδιδόταν από το υπουργείο των Ναυτικών και εκτυπωνόταν στο Εθνικό Τυπογραφείο. Στο τέλος κάθε τεύχους παρέχονταν πληροφορίες σχετικά με τις εξελίξεις στα ξένα Ναυτικά, προερχόμενες από τις σχετικές εκδόσεις τους. Τις πληροφορίες αυτές σταχυολογούσε ο Γούδας που επιδείκνυε αξιόλογη έφεση στην έρευνα ναυτικών θεμάτων. Το 1897 οι «Δημοσιεύσεις» αντικαταστάθηκαν από την «Ναυτικήν Επιθεώρησιν», το πρώτο τεύχος της οποίας κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 1897. Η έκδοση ήταν μηνιαία, είχε ακριβώς την ίδια ύλη και δομή με τις «Δημοσιεύσεις» και, όπως αναφέρεται στο έγγραφο του υπουργού των Ναυτικών Λεβίδη, τη διεύθυνσή της είχε και πάλι ο Γούδας, ο οποίος «....και επιμελώς προς τον σκοπόν τούτον ειργάσθη και ως προς την εκλογήν και επεξεργασίαν της ύλης πολλήν επεδείξατο εγκράτειαν ειδικών γνώσεων» [4].

Ο Γούδας συμμετείχε στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 ως αξιωματικός του ευδρόμου «Ναύαρχος Μιαούλης» και στους δύο Βαλκανικούς Πολέμους της περιόδου 1912-1913 ως αντιπλοίαρχος, κυβερνήτης του τορπιλοβόλου «Κανάρης». Χρημάτισε Νομάρχης Δράμας, καθηγητής στην Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και αποστρατεύτηκε με τον βαθμό του υποναυάρχου μετά από αίτηση του, στις 10 Μαρτίου 1915, προκειμένου να πολιτευθεί.

Πολιτική δράση

Στις εκλογές της 31ης Μαΐου 1915, ο Γούδας εξελέγη βουλευτής Δράμας. Το Φθινόπωρο του 1917 συνελήφθη από την κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου με την κατηγορία του ουδετερόφιλου και φυλακίστηκε [5] επί μακρόν στις φυλακές Αβέρωφ, μαζί με εκατοντάδες πολιτικοί αντίπαλοι της κυβερνήσεως καθώς και τον τότε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Θεόκλητο Α'. Ο Γούδας επανεκλέχθηκε, στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, πληρεξούσιος Δράμας στην Γ' Εθνική Συνέλευση για την περίοδο 1920-1922, με το Λαϊκό Κόμμα του Δημητρίου Γούναρη.

Ο Γούδας διατέλεσε Υπουργός:

  • Εσωτερικών από τις 2 Μαρτίου έως τις 3 Μαΐου 1922 στη κυβέρνηση του Δημητρίου Γούναρη [6], ενώ ενδιαμέσως, από τις 25 Μαρτίου και έως τις 3 Μαΐου 1922, του ανατέθηκε η Διεύθυνση του Υπουργείου των Οικονομικών,
  • Εθνικής Οικονομίας, από τις 9 Μαΐου έως τις 16 Ιουνίου 1922 και Ταχυδρομείων-Τηλεγράφων-Τηλεφώνων, από τις 20 Μαΐου έως τις 28 Αυγούστου 1922, στην κυβέρνηση του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη [7].

Σύλληψη

Στις 10 Σεπτεμβρίου 1922 εκδηλώθηκε το κίνημα των Βενιζελικών συνταγματαρχών Νικόλαου Πλαστήρα, Στυλιανού Γονατά και του αντιπλοίαρχου Δημητρίου Φωκά, διοικητή της ναυτικής βάσεως στη Χίο, οι οποίοι απαίτησαν την παραίτηση της κυβέρνησης και την απομάκρυνση του βασιλιά Κωνσταντίνου, που στις 14 Σεπτεμβρίου 1922 υποκύπτοντας στο τελεσίγραφο των επαναστατημένων μονάδων που βρίσκονταν στα ανοιχτά του Λαυρίου, παραιτήθηκε από τον θρόνο αφήνοντας τη θέση του στον πρωτότοκο γιο του Γεώργιο, και απομακρύνθηκε από την Ελλάδα. Η επαναστατική επιτροπή διόρισε την κυβέρνηση του Σωτηρίου Κροκιδά, ο οποίος στις 14 Νοεμβρίου, αντικαταστάθηκε από τον Στυλιανό Γονατά. Υπουργός Στρατιωτικών ανέλαβε ο Θεόδωρος Πάγκαλος που ανακηρύχθηκε «δικτάτωρ Αρχηγός της Επαναστάσεως», ενώ έντονη δράση ανέλαβαν αξιωματικοί οπαδοί των ακραίων λύσεων, όπως οι Αλέξανδρος Οθωναίος, Γεώργιος Χατζηκυριάκος και ο Γεώργιος Κονδύλης.

Ο Γούδας συνελήφθη στο σπίτι του στις 14 Σεπτεμβρίου 1922 και αρχικά μεταφέρθηκε και κρατήθηκε στον προαύλιο χώρο της Καθολικής Εκκλησία Αθηνών, απέναντι από τα γραφεία της εφημερίδος «Ελεύθερον Βήμα», όπου είχε εγκατασταθεί ο Πάγκαλος, όμως στη συνέχεια μεταφέρθηκε στα κρατητήρια της Αστυνομικής Διευθύνσεως στην οδό Πατησίων και στη συνέχεια στις «Φυλακές Αβέρωφ». Παραπέμφθηκε σε δίκη που ξεκίνησε στις 30 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου, όταν δικάστηκε από έκτακτο επαναστατικό στρατοδικείο με πρόεδρο τον Αλέξανδρο Οθωναίο, ως ένας από τους υπεύθυνους της μικρασιατικής καταστροφής. Οι κρατούμενοι μεταφέρθηκαν στις φυλακές Αβέρωφ. Σύμφωνα με την άποψη του ιστορικού της αριστεράς Γιάννη Κορδάτου, την οποία επιβεβαίωσε αργότερα ο Κώστας Δεσποτόπουλος, πολιτικός και βουλευτής της ΕΔΑ, τα σημαντικότερα έγγραφα καθώς και το βούλευμα της παραπομπής του μαζί με το κατηγορητήριο, δεν συντάχθηκαν [8] από δικαστικό αλλά από τον Γεώργιο Παπανδρέου, τότε νεαρό δικηγόρο και μετέπειτα πρωθυπουργό. Θεωρήθηκε ένοχος εσχάτης προδοσίας, δηλαδή ότι ηθελημένα και σκόπιμα παραχώρησε ελληνικά εδάφη στον εχθρό, όμως η κατηγορία του δόλου ήταν αστήρικτη, καθώς τα εδάφη από τα οποία εκδιώχθηκε ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας, δεν ανήκαν ποτέ στην Ελληνική επικράτεια.

Τι προηγήθηκε της δίκης

Αντίθετα με τους Θεόδωρο Πάγκαλο, Αλέξανδρο Οθωναίο, Αλέξανδρο Χατζηκυριάκο και Αλέξανδρο Παπαναστασίου οι οποίοι με επιτακτικό τρόπο ζητούσαν να γίνουν εκτελέσεις, ο Στυλιανός Γονατάς μαζί με τους Νικόλαο Πλαστήρα και Παναγιώτης Δαγκλή, ήθελε να γίνει μια κανονική δίκη των κατηγορουμένων για τη Μικρασιατική καταστροφή. Ο Φράνσις Οσ. Λίντλεϊ, πρέσβης της Αγγλίας στην Ελλάδα, ζήτησε και είδε τους Γονατά και Πλαστήρα, οι οποίοι τον καθησύχασαν ότι «...η Επανάσταση δεν εμφορείται από εκδικητές προθέσεις...», όπως εκείνος ανέφερε στην κυβέρνησή του, συμπληρώνοντας ότι η «Επαναστατική Επιτροπή», δηλαδή οι Στυλιανός Γονατάς ως αρχηγός, Νικόλαος Πλαστήρας, Λουκάς Σακελλαρόπουλος, Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος, Αχιλλέας Πρωτοσύγγελος και ο πλοίαρχος Δημήτριος Φωκάς που αργότερα παραιτήθηκε αδυνατώντας να αντιμετωπίσει την αδιαλλαξία του Χατζηκυριάκου, δεσμεύθηκε ότι θα όσοι συνελήφθησαν ως υπεύθυνοι για την Μικρασιατική Καταστροφή, δηλαδή οι Δημήτριος Γούναρης, Γεώργιος Χατζανέστης, Μιχαήλ Γούδας, Ξενοφών Στρατηγός, Νικόλαος Στράτος, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, Νικόλαος Θεοτόκης και Γεώργιος Μπαλτατζής, θα δικαστούν από τακτικό δικαστήριο και όχι από έκτακτο ή στρατοδικείο.

Ο μετέπειτα δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος, μαζί με 300 κατώτερους αξιωματικούς, τους οποίους συγκέντρωσε στην αίθουσα του φιλολογικού συλλόγου «Παρνασσός», εξέδωσαν ψήφισμα διά βοής, με το οποίο ζητούσαν την «...διά την άμεσον και αυστηράν τιμωρίαν των υπαιτίων της συμφοράς...». Συρόμενοι από τις εξελίξεις οι Γονατάς και Νικόλαος Πλαστήρας, με διάγγελμά τους στις 4/17 Οκτωβρίου, δηλώνουν ότι είναι «...επιβεβλημένη η παραδειγματική τιμωρία των εχθρών της Πατρίδος...»... και «..ο οριστικός, ηθικός και πολιτικός, θάνατος των πολιτικών της καταστροφής». Την ίδια εποχή έφτασε στην Αθήνα ο Νικόλαος Πολίτης, ως εκπρόσωπος του Ελευθερίου Βενιζέλου. Την επόμενη ημέρα από την άφιξη του Πολίτη, ο Νικόλαος Λούρος, τότε πρύτανης του πανεπιστημίου Αθηνών, κλήθηκε σε σύσκεψη, στο Εμπορικό Επιμελητήριο, προκειμένου να συζητηθεί «..θέμα μεγίστης εθνικής σπουδαιότητος». Εκεί ο αντισυνταγματάρχης Νότης Μπότσαρης αξιώνει από τους παριστάμενους να υπογράψουν δήλωση με την οποία να ζητούν την παραδειγματική τιμωρία των προφυλακισμένων, ενώ ανάλογη ήταν η θέση και του Αλέξανδρου Παπαναστασίου. Μετά την άρνηση των παρόντων, ο Πολίτης συγκάλεσε σύσκεψη των στελεχών του Βενιζέλου, οι οποίοι εκτίμησαν ως απαραίτητη «..την ανάγκην διά παραδειγματικήν τιμωρίαν των ενόχων», εννοώντας την με κάθε μέσο επιβολή της ποινής του θανάτου.

Στις 6 Οκτωβρίου συστάθηκε ανακριτική επιτροπή υπό την προεδρία του Θεόδωρου Πάγκαλου, ο οποίος στις 7 Οκτωβρίου διέταξε την απομόνωση όσων πολιτικών και στρατιωτικών κρατούνταν στις φυλακές Αβέρωφ. Η πρότασή τους συνοδεύτηκε από συλλαλητήριο προσφύγων της Μικράς Ασίας, την Κυριακή 9 Οκτωβρίου στην πλατεία Συντάγματος, το οποίο επισφράγισε την ήδη ειλημμένη απόφαση της παραπομπής των θεωρούμενων ως ενόχων της Μικρασιατικής καταστροφής. Στο συλλαλητήριο μίλησε πρώτος ο Στυλιανός Γονατάς και στη συνέχεια ο Πλαστήρας, από τον εξώστη της Βουλής, ακριβώς πάνω από εκεί όπου σήμερα βρίσκεται ο Άγνωστος Στρατιώτης, που απέδωσε όλα τα δεινά στους πολιτικούς, οι οποίοι «...με την ευτέλεια και την ανανδρία η οποία πάντοτε τους εχαρακτήρισεν...» επιχείρησαν να μεταθέσουν τις ευθύνες στους στρατιωτικούς «...Και είπαν: Η ήττα, η συμφορά είναι του στρατού, επειδή ο στρατός δεν ηθέλησεν να πολεμήσει. Συκοφαντία! Ο αγών είχε προδοθή!...». Την ίδια ώρα Στρατιωτικά αεροπλάνα έριχναν προκηρύξεις συμπαραστάσεως του Στρατού και του Στόλου στον λαό, ενώ τα Ψηφίσματα που εκδόθηκαν στο συλλαλητήριο, παραδόθηκαν στον πρωθυπουργό Σωτήριο Κροκιδά. Στις 14 Οκτωβρίου 1922 δημοσιεύθηκε το διάταγμα «Περί συστάσεως και λειτουργίας Εκτάκτου Στρατοδικείου προς εκδίκασιν των κατά των υπαιτίων της εθνικής καταστροφής κατηγοριών», που υπογράφεται από τους Στυλιανό Γονατά, Νικόλαο Πλαστήρα, Λουκά Σακελλαρόπουλο, Γέροντα, Αλέξανδρο Χατζηκυριάκου. Το διάταγμα περιλάμβανε σε δύο κεφάλαια όλες οι διαδικασίες και τις ποινές που θα επιβληθούν, ενώ στο ακροτελεύτιο άρθρο του ορίζεται ότι «...κατά των υπό του Εκτάκτου Στρατοδικείου εκδιδομένων αποφάσεων ουδέν χωρεί τακτικόν ή έκτακτον ένδικον μέσον, η εκτέλεσις δε αυτών γίνεται συμφώνως τοις κειμένοις νόμοις, διαταγή της Επαναστατικής Επιτροπής...».

Στις 17/30 Οκτωβρίου ο Πολίτης σε επιστολή του στον Ελευθέριο Βενιζέλο, αναφέρει ότι ήταν σίγουρος πως, αν το κόμμα των Φιλελευθέρων κατερχόταν στις εκλογές αντιμέτωπο με τα άλλα κόμματα, με καθαρά δικούς του συνδυασμούς, θα αποτύγχανε, ενώ αναφερόμενος στους κατηγορουμένους γράφει, «...Η ανάκρισις βαίνει προς το τέρμα της και ήδη ήρχισεν η απολογία των κατηγορουμένων. Ταυτοχρόνως, η Επαναστατική Επιτροπή απεφάσισε την συγκρότησιν εκτάκτου στρατοδικείου, όπερ θα αρχίση να λειτουργή την προσεχή εβδομάδα. Η δίκη θα διαρκέσει ολίγας μόνον ημέρας και αν απολήξη εις θανατικάς αποφάσεις, η Επαναστατική Επιτροπή εννοεί να προβή εις την άμεσον εκτέλεσιν αυτών...». Στις 3 Νοεμβρίου με νέα έκθεσή του, ο Άγγλος πρέσβης, ενημέρωσε την κυβέρνηση του ότι οι δυο συνταγματάρχες υπαναχώρησαν και δεν τήρησαν την υπόσχεσή τους. Στους λόγους της αφίξεως του Πολίτη στην Αθήνα αναφέρθηκε και ο Δημήτριος Γούναρης λέγοντας στην απολογία του, «..Διατί άλλο ήλθεν ο Πολίτης; Διατί άμα έφθασεν αυτός μετεβλήθησαν αι αποφάσεις των επαναστατών και ιδρύθη το έκτακτον στρατοδικείον;...» [9].

Δίκη

Στις 12 Οκτωβρίου εκδόθηκε το διάταγμα «..περί συστάσεως και λειτουργίας εκτάκτου στρατοδικείου προς εκδίκασιν των κατά των υπαιτίων της εθνικής καταστροφής κατηγοριών». Πρόεδρος της ανακριτικής επιτροπής ανέλαβε ο υποστράτηγος Θεόδωρος Πάγκαλος, ενώ βοηθοί του ορίστηκαν οι συνταγματάρχες Ι. Καλογεράς και Χ. Λούφας. Η έκθεση της Ανακριτικής Επιτροπής, υπεγράφη στις 24 Οκτωβρίου, δημοσιοποιήθηκε στις 26 Οκτωβρίου και η δίκη έγινε στο κτίριο της Παλαιάς Βουλής, όπου ήδη είχαν μεταφερθεί από τις 15 Οκτωβρίου οι κρατούμενοι, ώστε να μην χρειάζεται να μετακινούνται. Το αίτημα του Γούδα να δικασθεί από Ειδικό Δικαστήριο σε εφαρμογή του νόμου περί ευθύνης Υπουργών απορρίφθηκε από τον Θεόδωρο Πάγκαλο με εξωνομική αιτιολόγηση. Σύμφωνα με τον ιστορικό Τάσο Βουρνά, το κατηγορητήριο είχε χαρακτήρα επαναστατικού εγγράφου και πιθανότατα συντάχθηκε από τον Γεώργιο Παπανδρέου, πολιτικό σύμβουλο της επαναστατικής επιτροπής. Περιλάμβανε κεφάλαιο που απέρριπτε την ένσταση των κατηγορουμένων για δίκη από το ειδικό δικαστήριο της Βουλής, λέγοντας, «...Αλλ' όχι! Το Έθνος ορθούμενον αιμοσταγές, κρεουργημένον, αλλά αδυσώπητον ενώπιον του, ζητεί παρ'αυτού και των συνεργατών του δικαιοσύνην δια την προδοσίαν και τιμωρίαν δια το έγκλημα. Και εν ονόματι του Έθνους την δικαιοσύνην ταύτην η Επανάστασις θα την αποδώση...».

Αν και η συγκρότηση της συνθέσεως του Εκτάκτου Στρατοδικείου ήταν ευθύνη του υπουργείου Στρατιωτικών και του τότε υπουργού Αναστάσιου Χαραλάμπη, ο οποίος παρέδωσε κατάλογο με ονόματα αξιωματικών που θα έπρεπε να συμπεριληφθούν στα μέλη του στρατοδικείου, η επαναστατική επιτροπή τον αγνόησε και του γνωστοποίησε την απόφαση της και με τροποποιητικό διάταγμα ανέλαβε η ίδια την ευθύνη της συγκροτήσεως του.

Παράγοντες της δίκης

Το έκτακτο στρατοδικείο συνήλθε στις 31 Οκτωβρίου. Πρόεδρος του διορίστηκε ο Αλέξανδρος Οθωναίος, αναπληρωτής πρόεδρος ο υποναύαρχος Κωνσταντίνος Βούλγαρης και μέλη του οι συνταγματάρχες Δημοσθένης Φλωριάς, Θεόδωρος Χαβίνης, Ανδρέας Παναγιωτόπουλος, ο πλοίαρχος Ιωάννης Γιαννηκώστας, ο αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Μαμούρης, ο στρατιωτικός δικαστικός σύμβουλος β΄τάξεως Κωνσταντίνος Τσερούλης, ο αντιπλοίαρχος Κωνσταντίνος Φραγκόπουλος, οι ταγματάρχες Ν. Βαμβακόπουλος και Χ. Γραβάνης και ο λοχαγός Ανδρέας Κατσαράκης. Αναπληρωματικά μέλη διορίστηκαν οι Μιχαήλ Ζωγράφος, Λεωνίδας Κανάρης, Γεώργιος Σκανδάλης, Βασίλης Τζιότζιος, Αθανάσιος Ζάγκας, Θεόδωρος Βουτσαράς, Πλούτ. Χαλόφτης και Βύρων Καραπαναγιώτης. Επαναστατικοί επίτροποι διορίστηκαν ο αρεοπαγίτης Κωνσταντίνος Γεωργιάδης, οι συνταγματάρχες Νικόλαος Ζουρίδης και Νεόκοσμος Γρηγοριάδης και γραμματέας του δικαστηρίου ο Ιωάννης Πεπονής.

Επίσημος σκιτσογράφος της δίκης ήταν ο Περικλής Βυζάντιος. Υπήρχαν δώδεκα μάρτυρες κατηγορίας, οι Αναστάσιος Παπούλας, αντιστράτηγος ε.α., Μ. Πάσσαρης, συνταγματάρχης, Π. Σουμίλας, υποστράτηγος, Γ. Σπυρίδωνος, συνταγματάρχης, Μιλτιάδης Κοιμήσης, αντισυνταγματάρχης, Θεόδωρος Σκυλακάκης, ταγματάρχης και υπασπιστής του Πάγκαλου, Κ. Κανελλόπουλος, λοχαγός, Λ. Σπαής, λοχαγός, Αναστάσιος Βενετσανόπουλος, διευθυντής επιμελητείας του υπουργείου στρατιωτικών, Γεώργιος Δημητρίου Ράλλης, που διαφώνησε με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, Φωκίων Νέγρης, Βενιζελικός πολιτικός, και Κωνσταντίνος Ρέντης, διπλωματικός υπάλληλος και μετέπειτα υπουργός. Μάρτυρες υπερασπίσεως ήταν οι Ραγκαβής, συνταγματάρχης, Παναγάκος, ταγματάρχης, Κωνσταντίνος Ζαβιτσάνος, ο οποίος αμφισβήτησε το ποινικό μέρος του κατηγορητηρίου.

Απολογία

Ο Γούδας απολογήθηκε μετά τους Γεώργιο Χατζηανέστη, Νικόλαο Θεοτόκη, Ξενοφώντα Στρατηγό, ενώ τη δική του απολογία ακολούθησαν αυτές του Γεωργίου Μπαλτατζή και του Νικόλαου Στράτου. Ο Χατζηανέστης δευτερολόγησε και έκλεισε τις απολογίες των κατηγορουμένων, λίγη ώρα μετά τα μεσάνυχτα της 14ης προς την 15η Νοεμβρίου. Ο Ιωάννης Μεταξάς με επιστολή του, για την οποία είχε τη συγκατάθεση του πρωθυπουργού Σωτηρίου Κροκιδά, ζήτησε από το υπουργικό συμβούλιο να επιτραπεί στους κατηγορουμένους η άσκηση εφέσεως, πρόταση που απέρριψε η επαναστατική επιτροπή, έτσι στις 10 Νοεμβρίου παραιτήθηκε ο υπουργός εξωτερικών Νικόλαος Πολίτης και τον ακολούθησε όλη η κυβέρνηση Κροκιδά, ώστε τέσσερις μέρες αργότερα να σχηματιστεί η κυβέρνηση του Στυλιανού Γονατά.

Απόφαση

Η ετυμηγορία [10] του έκτακτου επαναστατικού Στρατοδικείου ανακοινώθηκε στις 6:40 το πρωί της 15ης Νοεμβρίου 1922, από τον Πρόεδρο Αλέξανδρο Οθωναίο, «...Εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Β' το Έκτακτον Στρατοδικείον συσκεφθέν κατά νόμον, κηρύσσει παμψηφεί τους μεν Γεώργιον Χατζηανέστην, Δημήτριον Γούναρην, Νικόλαον Στράτον, Πέτρον Πρωτοπαπαδάκην, Γεώργιον Μπαλτατζήν και Νικόλαον Θεοτόκην εις την ποινήν του Θανάτου. Τους δε Μιχαήλ Γούδαν και Ξενοφώντα Στρατηγόν εις την ποινήν των ισοβίων δεσμών. Διατάσσει την στρατιωτικήν καθαίρεσιν των Γεωργίου Χατζανέστη αρχιστρατήγου, Ξενοφώντος Στρατηγού υποστρατήγου και Μιχαήλ Γούδα υποναυάρχου και επιβάλλει αυτούς τα έξοδα και τέλη. Επιδικάζει παμψηφεί χρηματικήν αποζημίωσιν υπέρ του Δημοσίου κατά του Δημητρίου Γούναρη δραχμών 200 χιλιάδων, Νικολάου Στράτου δραχμών 335 χιλιάδων, Γεωργίου Μπαλτατζή και Νικολάου Θεοτόκη δραχμών 1 εκατομμυρίου και Μιχαήλ Γούδα δραχμών 200 χιλιάδων». Μετά την έκδοση της καταδικαστικής αποφάσεως Ο Μπαλτατζής έδωσε στον Γούδα το ρολόι του και το δακτυλίδι του με την παράκληση να τα δώσει στα παιδιά του. Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο κελί ο υποδιευθυντής της αστυνομίας Κατσιγιαννάκης και απευθυνόμενος προς τον Γούδα του είπε:
Κύριε ναύαρχε, πηγαίνετε να τους πείτε, ότι η εκτέλεσις έχει ορισθεί για τις ένδεκα το πρωί...
Ο Γούδας εξαγριώθηκε.
Κύριε ταγματάρχα, είσθε ανυπόφορος με τις προτάσεις σας. Να πάτε να το πείτε μόνος σας.
Ο Γούδας μεταφέρθηκε για κράτηση στις φυλακές Αβέρωφ, όμως αμνηστεύτηκε τους πρώτους μήνες του επόμενου έτους και αφέθηκε ελεύθερος. Έναν χρόνο αργότερα, ειδικότερα τον Οκτώβριο του 1923, ο Γούδας κατηγορήθηκε για συμμετοχή στο κίνημα των Γεωργίου Λεοναρδόπουλου, Παναγιώτη Γαργαλίδη και Γεωργίου Ζήρα, λόγος για τον οποίο παραπέμφθηκε σε δίκη, ενώ τον Απρίλιο του 1924, στη διάρκεια της παραμονής του στον Πόρο, όπου διέθετε σημαντική ακίνητη περιουσία η σύζυγός του, συνελήφθη από αστυνομικούς για συμμετοχή σε συμπλοκές στο νησί. Πολιτεύθηκε στις εκλογές της 7ης Ιανουαρίου 1926, όταν εκλέχθηκε βουλευτής Ιωαννίνων. Έθεσε υποψηφιότητα, όντας βουλευτής Ιωαννίνων, στις εκλογές της 21ης Απριλίου 1929, όμως δεν κατάφερε να επανεκλεγεί.

Ηθική αποκατάσταση

Τα αρχεία της προανακριτικής διαδικασίας του 1922 καταστράφηκαν από την κυβέρνηση του Νικολάου Πλαστήρα λίγους μήνες μετά την έκδοση της αποφάσεως. Το 1929 ο Ελευθέριος Βενιζέλος μιλώντας στη Βουλή, είπε «....δύναμαι να σας διαβεβαιώσω με τον πλέον κατηγορηματικόν τρόπον, ότι ουδείς των πολιτικών αρχηγών της δημοκρατικής παρατάξεως θεωρεί ότι οι ηγέται της πολιτικής ήτις ακολουθήθη μετά το 1920, διέπραξαν προδοσίας κατά της πατρίδος ή ότι εν γνώσει ωδήγησαν τον τόπον εις την Μικρασιατικήν Καταστροφήν....». Σύμφωνα με το Γεώργιο Ζορμπά, επίτιμο αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και πρόεδρο της Αρχής Καταπολεμήσεως Βρώμικου Χρήματος, «….Το στρατοδικείο και η ενώπιον αυτού διαδικασία καταπάτησε στοιχειώδη υπερασπιστικά δικαιώματα των κατηγορουμένων….».

Δικαστική απαλλαγή

Στις 20 Ιανουαρίου του 2008, ο Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκης, εγγονός του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, με αίτηση του προς τον Άρειο Πάγο, ζήτησε την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας κατά των έξι, την οποία ο Βρετανός πρεσβευτής Φράνσις Όσβαλντ Λίντλεϋ, [Francis O. Lintley], είχε χαρακτηρίσει «...φάρσα από δικαστικής και νομικής απόψεως..» και για τους δικαστές έγραφε ότι «..ούτε αμερόληπτοι ήσαν, ούτε πείραν διέθετον..» ενώ ο Ολλανδός «....ένα είδος θεατρικής παράστασης…». Στις 30 Σεπτεμβρίου του 2010 το Ζ' τμήμα του Αρείου Πάγου με την 1675/2010 απόφασή του, με ψήφους 3 προς 2 δέχθηκε τους ισχυρισμούς του, ανέτρεψε την καταδικαστική απόφαση λόγω παραγραφής και παρέπεμψε το θέμα στην Ολομέλεια για την οριστική απόφαση. Το Δεκέμβριο του 2009 η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τάχθηκε υπέρ της επαναλήψεως της «δίκης των έξι», σε διάσκεψη κεκλεισμένων των θυρών, κάνοντας δεκτή εισήγηση του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Αθανασίου Κονταξή. Τον Οκτώβριο του 2010 το ανώτατο δικαστήριο τον έκρινε αθώο κι έπαψε οριστικά τη δίωξη των αδίκως καταδικασθέντων [11] [12] από την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας που τους είχε αποδοθεί, ενώ οι δικαστές τάχθηκαν υπέρ της επαναλήψεως της δίκης, κρίνοντας ότι έχουν αποκαλυφθεί νέα γεγονότα και αποδείξεις, από τα οποία προέκυψε ότι όλοι οι κατηγορούμενοι ήταν αθώοι.

Συγγραφικό έργο

Ο Μιχάλης Γούδας, που το 1898 ενεγράφει ως μέλος στον Φιλολογικό σύλλογο «Παρνασσός» [13], υπήρξε ιδρυτής της Βυζαντινολογικής Εταιρείας Αθηνών, καθώς και τακτικός εταίρος της Αρχαιολογικής Εταιρείας, της οποίας διατέλεσε Διοικητικός σύμβουλος από το 1920 έως το 1924. Ήταν εξαίρετος ιστορικός ερευνητής, ιδιαίτερα σε θέματα της Βυζαντινής ναυτικής ιστορίας και ναυτικής ορολογίας, αλλά και σε θέματα περί τον Βυζαντινό πολιτισμό. Έγραψε ιστορικά, γλωσσολογικά και στρατιωτικά έργα, μεταξύ τους περιλαμβάνονται:

  • «Το Ναυτικό του Βυζαντίου κατά τον 10ον αιώνα», το 1903,
  • «Εγχειρίδιον του χειριστού προς χρήσιν των μαθητών της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων», το 1903, ο 2ος και 3ος τόμος του έργου, ενώ ο 1ος τόμος εξελληνίστηκε από τον Μ. Ματθαιόπουλου Υποπλοίαρχο του Πολεμικού Ναυτικού.
  • «Γαλλοελληνικόν λεξικόν των ναυτικών όρων και των όρων των συναφών επιστημών», του Λεωνίδα Παλάσκα, το 1908, στο οποίο ταξινόμησε και συμπλήρωσε τους ναυτικούς όρους.
  • «Η καταμέτρησις των εμπορικών πλοίων και η νηολόγησις και φορολογία αυτών κατά τους Βυζαντινούς χρόνους», το 1909,
  • «Αδαμαντίου Αδαμαντίου: εργασίαι εν Μετεώροις : εν τοις πρακτικοίς της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας του έτους 1909», το 1910,
  • «Μεσαιωνικά χαράγματα πλοίων επί του Θησείου», το 1912,
  • «Η φρεγάτα Ελλάς»,
  • «Ιστορία του Ναυτικού 1912-1913», Ανατύπωσις εκ των δημοσιευμάτων της εφημερίδος «ΣΚΡΙΠΤ», Αθήναι 1914, σελίδες 321. Στο βιβλίο της εποχής δεν αναφέρεται συγγραφέας. Αργότερα έγινε γνωστό ότι αυτός ήταν ο, τότε, Πλοίαρχος Μιχαήλ Γούδας.
  • «Το Ναυτικόν των Αρχαίων-Οι Έλληνες κατά τους Προϊστορικούς Χρόνους»,
  • «Λεξικογραφικά σημειώματα»,
  • «Βυζαντινά έγγραφα της εν Άθω Μονής του Βατοπεδίου» [14].

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. Μιχαήλ Γούδας Ημερομηνία θανάτου, Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας.
  2. Οι Γουδαίοι και η Επανάστασις των Γραμμενοχωρίων 1821 Μηνιαία Επιθεώρησις «Ηπειρωτική Εστία», Έτος Η', Τεύχος 83ο, σελίδες 203 κ.ε., Μάρτιος 1959.]
  3. [Ο δικηγόρος Ελευθέριος Γούδας, αδελφός του Μιχαήλ Γούδα, υπήρξε πρωταγωνιστής αιματηράς μονομαχίας με τον προσωπάρχη του Υπουργείου των Ναυτικών, Δαμιανού. Η μονομαχία διεξήχθη στις 9 Ιανουαρίου του 1903, με όλους τους κανόνες, παρουσία μαρτύρων και των δύο πλευρών. Στη διάρκεια της ο Γούδας τραυματίστηκε στο χέρι και νοσηλεύθηκε στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός».] Η χθεσινή αιματηρή μονομαχία Δαμιανού και Γούδα, Εφημερίδα «Εμπρός», Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 1903, σελίδες 1η & 2η.
  4. [Εγκύκλιος με αριθμό πρωτοκόλλου 27491/30 Νοεμβρίου 1896 (παλαιά ημερομηνία) στην αρχή του 1ου τεύχους, του έτους Α' του περιοδικού «Ναυτική Επιθεώρησις».]
  5. Τα κάλαντα των φυλακισμένων Κώστας Χαιρόπουλος, «Ατλαντίς», 1η Ιανουαρίου 1935.
  6. Κυβέρνησις ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΓΟΥΝΑΡΗ Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης.
  7. Κυβέρνησις ΠΕΤΡΟΥ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΔΑΚΗ Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης.
  8. [Η Μικρασιατική καταστροφή και το ξερίζωμα του Ελληνισμού] Τάσος Βουρνάς, εκδόσεις Αφοί Τολίδη
  9. [Χαραλάμπους Βοζίκη, «Αι απολογίαι των θυμάτων της 15 Νοεμβρίου 1922»]
  10. Το κείμενο της καταδικαστικής αποφάσεως Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 16 Νοεμβρίου 1922, σελ.2
  11. Άρειος Πάγος, Απόφαση 1675 / 2010.
  12. Οριστικά αθώοι οι 6 για τη Μικρασιατική Καταστροφή Εφημερίδα «Το Βήμα», 21 Οκτωβρίου 2010
  13. [«Το χρονικόν του Παρνασσού 1865-1950», σελίδα 218η, Αθήνα 1951, Κωνσταντίνος Βοβολίνης.]
  14. «Βυζαντινά έγγραφα της εν Άθω Μονής του Βατοπεδίου»