Αλέξανδρος Αλεξανδράκης
Ο Αλέξανδρος Αλεξανδράκης, Έλληνας εθνικιστής, χαράκτης και ζωγράφος, που έγινε γνωστός από τις απεικονίσεις του Ελληνοϊταλικού Πολέμου του 1940 και αποκλήθηκε ζωγράφος του Έπους του 1940, γεννήθηκε στις 8 Μαρτίου 1913 στην Αθήνα, όπου και πέθανε στις 13 Σεπτεμβρίου 1968.
Παντρεύτηκε με την Αλεξάνδρα Αλεξανδράκη και από το γάμο τους απέκτησαν μια κόρη, την Ελένη Αλεξανδράκη.
Συνοπτικές πληροφορίες |
---|
Γέννηση: 8 Μαρτίου 1913 |
Τόπος: Αθήνα, Αττική (Ελλάδα) |
Σύζυγος: Αλεξάνδρα Αλεξανδράκη |
Τέκνα: Ελένη Αλεξανδράκη |
Υπηκοότητα: Ελληνική |
Ασχολία: Ζωγράφος, χαράκτης |
Θάνατος: 13 Σεπτεμβρίου 1968 |
Τόπος: Αθήνα, Αττική (Ελλάδα) |
Περιεχόμενα
Βιογραφία
Ο Αλέξανδρος Αλεξανδράκης κατάγονταν από παλιά αστική και οικονομικά ευκατάσταστη οικογένεια εμπόρων επί της οδού Ερμού 27 στην Αθήνα. Πατέρας του ήταν ο Δημήτριος Αλεξανδράκης, εμποροϋπάλληλος στην επιχείρηση «Καρυοφύλλης» της οδού Ερμού, ο οποίος ανέλαβε ολοκληρωτικά την εμπορική επιχείρηση το 1907, όταν αποχώρησε ο αρχικός της ιδιοκτήτης. Ο Αλέξανδρος είχε έξι άρρενες αδελφούς, ένας από τους οποίους ήταν ο Ευτύχιος Αλεξανδράκης, γνωστός Αθηναίος έμπορος και συνεχιστής της εμπορικής επιχειρήσεως της οικογένειας, που πέθανε την 30η Νοεμβρίου 2017 σε ηλικία 98 ετών.
Καλλιτεχνική σταδιοδρομία
Ο Αλέξανδρος προκειμένου να καταφέρει να ασχοληθεί με την ζωγραφική τέχνη έπρεπε να ξεπεράσει τις αντιρρήσεις του οικογενειακού περιβάλλοντός του. Το 1930, έλαβε μέρος στην Έκθεση Αυτοδιδάκτων της Χριστιανικής Αδελφότητας Νέων με δεκαεννιά ελαιογραφίες, δύο υδατογραφίες και δύο σχέδια. Φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών από το 1931 έως το 1937, όπου είχε καθηγητές στη ζωγραφική τους Σπυρίδωνα Βικάτο και Ουμβέρτο Αργυρό, τον Νικηφόρο Λύτρα και τον Γεώργιο Ροϊλό. Έτσι ο Αλεξανδράκης θεωρείται ότι αποτελεί τη συνέχεια μιας δημιουργικής αλυσίδας Ελλήνων ζωγράφων. Ιδιαιτέρως, ο Γεώργιος Ροϊλός, ο Γεώργιος Προκοπίου πατέρας του Άγγελου Προκοπίου, η Φλωρά-Καραβία μας έχουν δώσει έργα που εμπνεύστηκαν από τους πολέμους του 1897, 1912-1913 και του Μικρασιατικής εκστρατείας μέχρι το φθινόπωρο του 1922. Ο Αλεξανδράκης στις εξετάσεις για την εισαγωγή από το Προκαταρκτικό Τμήμα της Α.Σ.Κ.Τ. στα εργαστήρια της σχολής κρίθηκε «ανεπίδεκτος μαθήσεως». Αυτή η απόφαση ήταν η συνέπεια της συγκρούσεως του με τον διδάσκοντα καθηγητή, όμως «επειδή τον έπνιγε το δίκιο» παρουσιάστηκε στον Υπουργό Παιδείας και κατάφερε να εισαχθεί στη σχολή. Το 1937, στον τελικό διαγωνισμό της Α.Σ.Κ.Τ. κέρδισε όλα τα βραβεία, σύνθεση, προσωπογραφία, γυμνό, ημίγυμνο, περίπτωση που αναφέρεται ως μοναδική στα χρονικά της Σχολής.
Β' Παγκόσμιος Πόλεμος
Την 28η Οκτωβρίου 1940, ο Ιωάννης Μεταξάς απάντησε «ΟΧΙ» στον Ιταλό πρεσβευτή και η Ελλάδα μπαίνει στον πόλεμο. Την ίδια ημέρα επιστρατεύθηκε ο Αλεξανδράκης που υπηρετούσε ως Δεκανέας του Πυροβολικού στο 1ο Σύνταγμα Πεζικού αλλά και οι 5 αδελφοί του. Ο Αλεξανδράκης επιλέχθηκε για το 1ο Σύνταγμα, και μαζί τους κι άλλοι γόνοι ισχυρών οικογενειών της Αθήνας, από τον τότε Αντισυνταγματάρχη Αγησίλαο Σινιώρη, μετέπειτα συνιδρυτή της Οργανώσεως «Χ» μαζί με τους Γεώργιο Λάβδα, Βασίλειο Βραχνό και τον Γεώργιο Γρίβα. Ο Αλεξανδράκης διέσχισε τον θεσσαλικό κάμπο και τα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας και έφτασε στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Εκεί ο διοικητής του, υποστράτηγος Αγαµέµνων Μεταξάς, πληροφορήθηκε ότι ο Αλεξανδράκης ήταν ζωγράφος και σχεδίαζε, του υπέδειξε να του παραδίδει τα έργα του και εκείνος θα του τα επέστρεφε αμέσως μετά από τη λήξη του πολέμου, πράγμα το οποίο και έγινε. Με τα έργα αυτά ο Αλεξανδράκης εξέδωσε το 1968, το λεύκωμα «Έτσι πολεμούσαμε» με ογδόντα σχέδια και είκοσι ένα πίνακες.
Στις ελάχιστες ώρες ανάπαυλας στο μέτωπο ο Αλεξανδράκης ζωγράφιζε με όποιο μέσο είχε διαθέσιμο. Μολύβι, κιμωλία, πένα, μελάνι, με τα οποία αποτύπωνε πρόχειρα το υλικό που αποτέλεσε το υλικό για την πρώτη έκθεση του, που ανάγκασε τον Σπύρο Μελά, εκπρόσωπο της διανοήσεως του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, να γράψει στην εφημερίδα «Εστία» [1] «Ο κ. Αλέξανδρος Αλεξανδράκης είναι ο πρώτος Έλλην ζωγράφος, που μας δίδει με την υπέροχον έμπνευσιν του και την εξαιρετική του τέχνην του την Αλβανικήν εποποιία και ωρισμένας δραματικάς στιγμάς της κατοχής». Ο Αλεξανδράκης εκτός της σχέσεως μαθητή-δασκάλου που τον συνέδεε με τον Αργυρό είχαν και ακόμη ένα κοινό. Και οι δύο ζωγράφισαν έργα εμπνευσμένα από τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940. Επίσης, ασχολήθηκε εκτός από τη ζωγραφική και με τη χαρακτική και είχε δάσκαλο τον Γιάννη Κεφαλληνό. Η μαθητεία κοντά στον τελευταίο τον βοήθησε να ολοκληρώσει τις κατακτήσεις του στην τεχνική του σχεδίου στο οποίο διακρίθηκε.
Εργογραφία
Η καλλιτεχνική δραστηριότητά του Αλεξανδράκη περιλαμβάνει συμμετοχές σε πολλές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ακόμη, το πρώτο βραβείο χαρακτικής σε διαγωνισμό της Α.Σ.Κ.Τ. το 1943. Το 1950, έλαβε το πρώτο και το δεύτερο βραβείο σε διαγωνισμό αφίσας για το Σχέδιο Μάρσαλ και την επόμενη χρονιά το Α΄ βραβείο αφίσας του Εθνικού Οργανισμού Τουρισμού. Το 1955, έθεσε υποψηφιότητα όμως, παρά την έντονη επιθυμία του, δεν κατάφερε να καταλάβει καθηγητική έδρα στην Α.Σ.Κ.Τ. Μετά θάνατον βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για το λεύκωμα «Έτσι πολεμούσαμε». Την εποχή που ήταν αυτοδίδακτος η εφημερίδα «Έθνος» δημοσίευσε γελοιογραφίες του. Επίσης, εκτός από τη ζωγραφική ασχολήθηκε με τη χαρακτική, εργάστηκε στο ξύλο και στον χαλκό, με την εγκαυστική, με τη διακόσμηση αντικειμένων καθημερινής χρήσεως. Ακόμη, κατασκεύαζε παιχνίδια για τα παιδιά του. Τελευταίο έργο του που έμεινε ατελείωτο είναι ένας πίνακας μεγάλων διαστάσεων για τη ναυμαχία στον κόλπο του Γέροντα με τον Μιαούλη. Για το έργο του σχετικά με την Εποποιία του 1940 τιμήθηκε με τον Πολεμικό Σταυρό. Η Ακαδημία Αθηνών τον τίμησε στις 29 Δεκεμβρίου 1968, μεταθανάτια, για το έργο του με την αναφορά:«Έδοξε τη Ακαδημία Αθηνών Αλέξανδρον Αλεξανδράκην βραβεύσαι μετά θάνατον, ότι πολλά του προς τους Ιταλούς πολέμου 1940-41 σκιαγραφίαις απεικάσας ου μετρίως τω έθνει συνεβάλετο».
Τεχνοτροπία
Ο Αλεξανδράκης ακολουθώντας τον δάσκαλο του Αργυρό πέρασε από την ιμπρεσιονιστική τάση της ζωγραφικής τέχνης. Εμπνεόμενος, βεβαίως, και από τον Βικάτο έδειξε ενδιαφέρον στα έργα του για τους θλιμμένους και τους αδύναμους της ζωής, για όσους ταλαιπωρούνται. Στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής η τεχνοτροπία του Αλεξανδράκη αλλάζει. Ο ζωγράφος στρέφεται προς ψυχρούς τόνους. Ιδιαίτερη αγάπη τρέφει ο Αλεξανδράκης για το άλογο ως ζωγραφικό θέμα, καθώς και για τη θάλασσα την οποία αγαπά πολύ. Απέναντι στα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα ο Αλεξανδράκης αμύνεται με το να κλείνεται στον εαυτό του και να απασχολείται αυστηρά με το έργο του. Ακολουθάει την προσωπική πορεία του. Πιστεύει ότι είναι αντιαισθητικό και αντιιστορικό να απορρίπτει κάποιος μια μορφή τέχνης επειδή δεν έχει στοιχεία νεωτεριστικά. Την καλλιτεχνική στάση του επηρέασε και ο χαρακτήρας του.
«Έτσι πολεμούσαμε»
Αυτό το λεύκωμα για τον Ελληνοΐταλικό πόλεμο αφιερώθηκε από τον Αλεξανδράκη στους γονείς του «που έδωσαν το παρών στον πόλεμο αυτό με τα έξη παιδιά τους». Ο Σπυρίδων Μαρκεζίνης στο έργο του «Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος» στον τέταρτο τόμο γράφει: «Η ευκαιρία της καλλιτεχνικής ζωής του υπήρξεν ο πόλεμος, όπου ο ζωγράφος υπηρέτησεν εις την γραμμήν των πρόσω, ετιμήθη δε διά του Πολεμικού Σταυρού... Ό,τι κυρίως διακρίνει τους πολεμικούς πίνακάς του είναι η λαμπρά κίνησις και η επιτυχία να μεταδίδη εις τον θεατήν την συγκίνησιν, την οποίαν εικονίζει το θέμα του. Λαμπράν επίσης απόδοσιν επιτυγχάνει εις τα άλογα, εις την κίνησιν και εις την ορμήν των».
«Πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστί, πάντων δε βασιλεύς, και τους μεν θεούς έδειξε τους δε ανθρώπους, τους μεν δούλους εποίησε τους δε ελεύθερους.» Ο πόλεμος ως φαινόμενο στην Ιστορία είναι διαχρονικό. Έχουν αλλάξει επιμέρους ζητήματα που αφορούν τις πολεμικές συγκρούσεις, αλλά επί της ουσίας ο άνθρωπος εξακολουθεί να πολεμά με το ίδιο τρόπο και, προφανώς, θα συνεχίσει και στο μέλλον. Ο καλλιτέχνης, είτε πρόκειται για ποιητή είτε για συγγραφέα είτε ζωγράφο, δεν παραβλέπει τον πόλεμο. Στην περίπτωση του Αλεξανδράκη έχουμε ακόμη έναν ζωγράφο που καταπιάστηκε με πολεμικά ζωγραφικά θέματα. O ίδιος, μάλιστα, έλαβε μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41. Τα πεδία των μαχών, ο οπλισμός, οι στρατιώτες σε παράταξη μάχης, η καθημερινότητα των στρατιωτών, τα λάβαρα αποτελούν έμπνευση για ζωγραφικούς πίνακες, για ποιήματα, για λογοτεχνικά κείμενα. Ακαδημαϊκοί πίνακες ή λαϊκές λιθογραφίες έχουν αποδώσει πολλά πολεμικά γεγονότα της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Ξεφυλλίζοντας τις ιστορικές σελίδες από την αρχαιότητα έως σήμερα, οι Περσικοί πόλεμοι, οι εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι πόλεμοι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τα κατορθώματα των αγωνιστών του 1821, ο Μακεδονικός Αγώνας, οι Βαλκανικοί πόλεμοι έχουν αποτελέσει πηγή έμπνευσης για πολλούς καλλιτέχνες.
Ο πίνακας που απεικονίζει μια πολεμική σκηνή, για παράδειγμα από το έπος του 1940, έχει το «πλεονέκτημα» να αποδώσει με ζωντάνια μια εικόνα, είτε έγχρωμη είτε όχι, και να προκαλέσει αισθητικά τον θεατή δημιουργώντας συγκίνηση και ενδιαφέρον για το εικονιζόμενο θέμα. Άλλωστε, είναι γνωστή σε όλους η παροιμιώδης φράση ότι μία εικόνα ισοδυναμεί με χίλιες λέξεις. Δεν είναι απαραίτητο να έχει κάποιος ακαδημαϊκή μόρφωση προκειμένου να παρατηρήσει και να θαυμάσει έναν τέτοιου είδους ζωγραφικό πίνακα. Η σχέση που αναπτύσσεται είναι πιο άμεση και αγγίζει την ψυχή του. Αυτήν τη συγκίνηση μπορούμε να τη βιώσουμε όταν βλέπουμε τις απεικονίσεις στρατιωτών του Ελληνοϊταλικού πολέμου του Αλέξανδρου Αλεξανδράκη ή τα έργα Θεόδωρου Βρυζάκη που είναι εμπνευσμένα από την Επανάσταση του 1821.
Δείγματα του έργου του
Χαρακτηριστικά δείγματα του έργου του είναι οι πίνακες:
- «Το Κάλεσμα» (η 28η Οκτωβρίου 1940),
- «Αέρα»,
- «Έρποντας»,
- «Περνώντας το ποτάμι»,
- «Προέλαση»,
- «Ξαφνικὰ μέσα στην νύχτα»,
- «Μέχρις ἐσχάτων»,
- «Οι Άγνωστοι Ήρωες»,
- «Πυροβολικὸ στο ποτάμι»,
- «Ὑπὲρ βωμών και εστιών».
Ύστερα χρόνια
Μετά τον πόλεμο, ο Αλεξανδράκης ασχολήθηκε πολύ με το γυμνό. Εικονογράφησε το Αναγνωστικό της Ε' Δημοτικού που κυκλοφόρησε το 1958, την εποχή που η φήμη του ξεπέρασε τα σύνορα της Ελλάδας κι άρχισε να συνεργάζεται με μεγάλα ιδρύματα, όπως το Μουσείο Γκουγκενχάιμ και η Βιβλιοθήκη της Γερουσίας των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Ήταν μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος [ΕΕΤΕ]. Λίγο πριν από το θάνατό του, το 1968, εξέδωσε το λεύκωμα
- «Έτσι πολεμούσαμε 40-41», με 80 σκίτσα από το μέτωπο και 22 πολεμικούς πίνακες από την περίοδο εκείνη, το οποίο επιμελήθηκε ο αδελφός του Μενέλαος Αλεξανδράκης.
Στον πρόλογο του έργου του ο ζωγράφος αναφέρει: «...Με το βιβλίο τούτο θέλησα να διηγηθώ τον πόλεμο με τον δικό μου τρόπο. Στην Τέχνη μου με απασχόλησαν πολλά. Οι εικόνες, όμως, του μετώπου, και της υπεράνθρωπης προσπάθειάς μας στον συντριπτικά άνισο αγώνα, έρχονται και ξανάρχονται στη ζωγραφική μου σαν ανεξόφλητο χρέος».
Ο Αλεξανδράκης πέθανε σε ηλικία 55 ετών, την εποχή που είχε αρχίσει να γίνεται ευρύτερα γνωστός. Το 1980, η Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας τον τίμησε με μεγάλη αναδρομική έκθεση. Το 1998 και το 2005, η γκαλερί «Κ» παρουσίασε έργα του στο Λονδίνο και το 1999 και στην Λευκωσία.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Παραπομπές
- ↑ [Εφημερίδα Εστία, φύλλο 22ας Ιουνίου 1946]