Γεώργιος Τσόντος Βάρδας
Ο Γεώργιος Τσόντος που έγινε γνωστός με το ψευδώνυμο καπετάν Βάρδας, από τη δράση του στη διάρκεια του αγώνα για την απελευθέρωση και στη συνέχεια την ενσωμάτωση της Μακεδονίας, Έλληνας εθνικιστής, ένθερμος υποστηρικτής του θεσμού της Βασιλείας και εξ ίσου μαχητικά αντίθετος της πολιτικής του Ελευθερίου Βενιζέλου, μόνιμος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού που έφτασε ως τον βαθμό του Αντιστρατήγου, συμμαθητής στη Σχολή Ευελπίδων του Ιωάννη Μεταξά καθώς και του Παύλου Μελά και μετέπειτα στενός φίλος και των δύο, επιφανής μακεδονομάχος και πολιτικός που διατέλεσε βουλευτής και υπουργός, γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου του 1871 στο χωριό Ασκύφου της επαρχίας Σφακίων στο νησί της Κρήτης και πέθανε στις 15 Σεπτεμβρίου 1942 στην Αθήνα, από τις στερήσεις και τις κακουχίες της κατοχής της Ελλάδος από τις δυνάμεις του Άξονα. Κηδεύτηκε και τάφηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.
| ||
| ||
Γέννηση: 18 Ιανουαρίου 1871 | ||
Τόπος: Ασκύφου Σφακίων Κρήτης (Ελλάδα) | ||
Σύζυγος: Άγαμος | ||
Τέκνα: Άτεκνος | ||
Υπηκοότητα: Οθωμανική, Ελληνική | ||
Ασχολία: Αξιωματικός, Μακεδονομάχος | ||
Θάνατος: 15 Σεπτεμβρίου 1942 | ||
Τόπος: Αθήνα (Ελλάδα). |
Ήταν άγαμος και δεν άφησε απογόνους.
Περιεχόμενα
- 1 Βιογραφία
- 1.1 Πρόγονοι
- 1.2 Οικογένεια Τσόντου ἠ Τσοντάκη [1]
- 1.3 Παιδικά χρόνια / Σπουδές
- 1.4 Στρατιωτική σταδιοδρομία
- 1.5 Πολιτική δράση & αξιώματα
- 1.6 Συγγραφικό έργο
- 1.7 Αρχείο Γεωργίου Τσόντου Βάρδα
- 1.8 Μνήμη Γεωγ. Τσόντου Βάρδα
- 2 Εξωτερικοί σύνδεσμοι
- 3 Παραπομπές
Βιογραφία
Η οικογένεια Τσόντου ή Τσοντάκη είναι κλάδος της οικογένειας των Μαυροπατέρων με καταγωγή από τα χωριά Ασκύφου και Αράδαινα της επαρχίας Σφακίων του νομού Χανίων στο νησί της Κρήτης.
Πρόγονοι
Προπάππος του Γεωργίου Τσόντου ήταν ο Παύλος Πόλακας, ο οποίος σκοτώθηκε το 1769 στον πόλεμο του Δασκαλογιάννη, ενώ προγιαγιά του ήταν η Καλλιόπη Τσοντοπούλα από το χωριό Αράδαινα της επαρχίας Σφακίων. Ο Παύλος και η Καλλιόπη έγιναν γονείς του Κωνσταντίνου (Πορτοκάλλης ή Τζιολής), της Αθηνάς, συζύγου του Παύλου Μωράκη ή Μανουσιουδάκη, και ο Μανούσος. Μετά το θάνατο του Παύλου Πόλακα η οικογένεια έγινε γνωστή ως τα παιδιά της Τσοντοπούλας και έτσι η οικογένεια απέκτησε το επώνυμο Τσόντος. Παππούς του Γεώργιου Τσόντου ήταν ο Μανούσος ο οποίος έγινε πατέρας πέντε τέκνων, του Παύλου, του Μιχαήλ, του Χαράλαμπου (Λάμπη ή Τσοντολάμπη), του Ευστράτιου και της Καλλιόπης. Τον Μανούσο, οπλαρχηγό την περίοδο 1821-1833, τον κρέμασαν οι Τούρκοι στις Μουρνιές, κατόπιν διαταγής του Γενικού Διοικητή της νήσου Μουσταφά πασά, στην επανάσταση του 1833.
Οικογένεια Τσόντου ἠ Τσοντάκη [1]
Πατέρας του Γεωργίου Τσόντου ή Βάρδα ήταν ο Χαράλαμπος Τσόντος ή Τσοντολάμπης, που πρόσφερε σημαντικές υπηρεσίες στην Κρητική Επανάσταση του 1866-69, όπου συμμετείχε ως αρχηγός σώματος Σφακιανών. Αργότερα, μετά την εγκατάσταση της οικογένειας στην Αθήνα ο Χαράλαμπος επενέβη σε καυγά συμπατριωτών του στα Χαυτεία, στη διάρκεια του οποίου τραυματίστηκε σοβαρά και μετά από λίγη ώρα, ήταν 25 Ιουνίου του 1874, άφησε την τελευταία του πνοή. Αδέλφια του Γεωργίου Τσόντου ήταν ο Μανούσος, και η Ελπίδα, σύζυγος Χλαμπουτάκη.
Παιδικά χρόνια / Σπουδές
Ο Γεώργιος Τσόντος, ο μετέπειτα Καπετάν Βάρδας, γεννήθηκε στην πατρική του οικία στην Κρήτη, όμως σύντομα η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου, ορφανός από πατέρα όταν εκείνος σκοτώθηκε σε συμπλοκή συμπατριωτών του σε καφενείο κοντά στην Ομόνοια. Ο Γιώργος έλαβε κρατική υποτροφία, ως γιος αγωνιστή, και παρακολούθησε τα μαθήματα της Βασικής εκπαιδεύσεως και στη συνέχεια αποφοίτησε από το Σχολαρχεἰο Αθηνών. Στις 18 Σεπτεμβρίου 1888 εισἠλθε στη σημερινή Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, τότε Στρατιωτικό Σχολείο, και στις 31 Ιουλίου του 1893 αποφοίτησε με επιτυχία.
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Στις 6 Αυγούστου του 1893 ο Γεώργιος Τσόντος, που στη Σχολή γνωρίστηκε και έγινε φίλος με τους Παύλο Μελά και Ιωάννη Μεταξά, κατατάχθηκε στο Πυροβολικό με τον βαθμό του Ανθυπολοχαγού. Μυήθηκε στην «Εθνική Εταιρεία» και τον Ιούλιο του 1896 εγκατέλειψε τη θέση του στον στρατό και μετέβη μυστικά στην Κρήτη, όπου συμμετείχε στο επαναστατικό κίνημα, την λεγόμενη «τυχερή επανάσταση», των χριστιανών εναντίον των Οθωμανών, με αποτέλεσμα ύστερα από απόφαση του Στρατοδικείου Αθηνών να τεθεί σε αργία δια προσκαίρου παύσεως τον Οκτώβριο του 1896. Τον Ιανουάριο του 1897 η κυβέρνηση του Θεόδωρου Δηλιγιάννη απέστειλε στο νησί ένοπλη δύναμη υπό τον συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσο, για να προστατεύσει τους Ελληνες. Ο Τσόντος επανήλθε στο στράτευμα, μεταβαίνοντας στην Κρήτη τον Φεβρουάριο του 1897 υπό τις διαταγές του ταγματάρχη Εμμανουήλ Μανουσογιαννάκη. Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων ανδραγάθησε στις μάχες της Κανδάνου, του Σελίνου και της πολιορκίας του Πύργου της Μάλαξας. Επιστρέφοντας από την Κρήτη, συμμετείχε στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του του 1897 και έως το 1902 υπηρέτησε στη Λαμία ως ουλαμαγός. Μετά, τοποθετήθηκε στη Χαρτογραφική Υπηρεσία Στρατού.
Μακεδονικός Αγώνας
Ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης το 1902 σε επιστολή του προς τον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας Αλέξανδρο Ζαΐμη, μεταξύ των άλλων έγραφε:
«...Στείλε μου πενήντα παλικάρια, πενήντα Κρητικούς να τους ενώσω με τους δικούς μου. Θα καταρτίσω έτσι είκοσι Σώματα και θα τα μοιράσω από τον Αλιάκμονα ως το Μαρίχοβο και το Μοναστήρι, τη Φλώρινα, το Όστροβο (Άρνισσα), Σέτινα, Βλάδοβο (΄Αγρας), Βοδενά (Έδεσσα) και Καρατζόβα. Ο καιρός είναι κατάλληλος για δράση. Ένα σωρό πρόκριτοι, ιερείς, και διδάσκαλοι είναι μυημένοι και οι οπλαρχηγοί περιμένουν ενίσχυση από την Ελλάδα. Ο ερχομός των παλικαριών από κάτω (Κρήτη) θα δώσει κουράγιο στους δικούς μου, θα εμποδίσει την αποσκίρτησή τους και θα φοβίσει τους Βουλγάρους...» [2].
Τον Μάιο του 1903 ο Μητροπολίτης αποστέλλει επιστολή στον Παύλο Μελά με την οποία του ζητά την αποστολή μιας ομάδος Ελλήνων, για να χτυπήσει τα εξαρχικά χωριά της περιοχής του. Ο Μελάς απευθύνεται για βοήθεια στον ανθυπολοχαγό και φίλο του Σφακιανό Γιώργο Τσόντο, μετέπειτα καπετάν Βάρδα. Ο Τσόντος στρατολογεί δέκα γνωστούς του Σφακιανούς, τους: Γεώργιο Πέρρο ή Περάκη, Ευθύμιο Καούδη, Γεώργιο Δικώνυμο-Μακρή, Λαμπρινό Βρανά, Γεώργιο Σεϊμένη, Γεώργιο Ζουρίδη, Γεώργιο Στρατινάκη, Ευστράτιο Μπονάτο, Μανούσο Κατουνάτο, και Νικόλαο Λουκάκη, έφτασαν στη Μακεδονία μέσω Τρικάλων. Την οικονομική δαπάνη αναλαμβάνει κατά κύριο λόγο η κόμισα Λουίζα Ριανκούρ, που προσφέρει για το λόγο αυτό τρεις χιλιάδες δραχμές [3].
Οι άνδρες αυτοί είτε συνόδευαν ένοπλοι το μητροπολίτη για να τελέσει τη θεία λειτουργία σε εξαρχικά χωριά είτε επιτίθενταν σε ομάδες κομιτατζήδων της ΕΜΕΟ. Τον Αύγουστο του 1903, αμέσως μετά την έκρηξη της εξεγέρσεως του Ίλιντεν [4] ο Καραβαγγέλης τους φυγάδευσε στην Αθήνα, στον Παύλο Μελά και το Στέφανο Δραγούμη.
Με την εξέγερση του Ίλιντεν η Βουλγαρία ωστόσο θεώρησε πως ήταν η κατάλληλη στιγμή να αναμιχθεί ένοπλα στη Μακεδονία και οι αφίξεις ανταρτικών σωμάτων εντάθηκαν, προκαλώντας Ελληνική αντίδραση. Την άνοιξη του 1904 τέσσερις Έλληνες αξιωματικοί (λοχαγοί Αναστάσιος Παπούλας, Αλέξανδρος Κοντούλης, ανθυπολοχαγοί Πάνος Κολοκοτρώνης, Παύλος Μελάς) έφτασαν στη Μακεδονία μεταμφιεσμένοι σε ζωεμπόρους. Το ίδιο έτος ιδρύθηκε στην Αθήνα το Μακεδονικό Κομιτάτο, ένας ανεξάρτητος φορέας χρηματοδοτούμενος μυστικά από το Ελληνικό Κράτος, με σκοπό την αντιμετώπιση της βουλγαρικής επιρροής στη Μακεδονία. Εκτός αυτού, συγκροτήθηκαν αρκετές αντίστοιχες οργανώσεις, με σκοπό την αποστολή στη Μακεδονία ανδρών, χρημάτων και όπλων.
Ορισμένοι κατώτεροι, κυρίως, αξιωματικοί προέκριναν τη συγκρότηση αντάρτικων ομάδων, που θα αντιμετώπιζαν ενεργά τη βουλγαρική επιθετικότητα. Στις αρχές του 1904 οι πλέον ένθερμοι θιασώτες αυτής της άποψης ήταν οι λοχαγοί Δημήτριος Αναγνωστόπουλος, Αλέξανδρος Κοντούλης, Αναστάσιος Παπούλας, καθώς επίσης οι ανθυπολοχαγοί Παύλος Μελάς, Αθανάσιος Εξαδάκτυλος, Αλέξανδρος Μαζαράκης-Αινιάν, Γεώργιος Τσόντος, Γεώργιος Κατεχάκης, Πάνος Κολοκοτρώνης και Αθανάσιος Σουλιώτης.
Το πέρασμα στη Μακεδονία
Η σύντομη δράση και ο θάνατος του Παύλου Μελά αποτέλεσαν το έναυσμα για την έλευση εκατοντάδων νέων εθελοντών στη Μακεδονία. Συνολικά 3.000 εμπειροπόλεμοι Κρήτες συμμετείχαν στον Μακεδονικό Αγώνα, συμπεριλαμβανομένων αρκετών οπλαρχηγών. Από τους πρώτους που έσπευσαν να εκδικηθούν τον θάνατο του συναδέλφου τους ήταν οι φίλοι του Γεώργιος Τσόντος και Γεώργιος Κατεχάκης. Στις 17 Νοεμβρίου 1904 ο τότε Ανθυπολοχαγός Τσόντος επικεφαλής σώματος περίπου σαράντα ανδρών διέβη τα προσωρινά Ελληνοτουρκικά σύνορα στην περιοχή του Βελεμιστίου - σημερινό Αγιόφυλλο. Στα Απομνημονεύματα του ο Παπαδράκος (Χρυσόστομος Χρυσομαλλίδης) σημειώνει ότι ο οδηγός δε γνώριζε την περιοχή, και αντί να οδηγήσει το σώμα από τον «Κάμπο» και την «Ξυνήθρα» της Εράτυρας, απ'΄όπου ο δρόμος είναι συντομότερος και δίχως νερό, το πήγε από το ποτάμι της Βίλιανης (Μύριχο ή Σισανιώτικο) και ακολούθησαν την κοίτη του μέσα στα χιόνια και στους πάγους. Αναγκάστηκαν να κάνουν πολλές στάσεις, να βραχούν ως το κόκαλο από τα συχνά περάσματα του ποταμού και να φτάσουν κατάκοποι στις 7 το πρωί της 23ης Νοεμβρίου 1904 στο μοναστήρι της Παναγίας Σισανίου, όπου βρήκαν πλούσια φιλοξενία. Τους προσφέρθηκε δωρεάν τροφή και ξεκουράστηκαν αρκετά.
Αρχηγία Μακεδονικού Αγώνα
Ουσιαστικά και τυπικά ο Βάρδας διαδέχθηκε τον Μελά στην αρχηγία του Μακεδονικού Αγώνα και ήταν ο αρχηγός των μακεδονομάχων στο βιλαέτι του Μοναστηρίου. Ο ίδιος επέλεξε ως έδρα του το Βογατσικό της Καστοριάς, στη Δυτική Μακεδονία και έγινε γνωστός ως «καπετάν Βάρδας» όπου δημιούργησε ένα δίκτυο πληροφοριοδοτών και αγγελιοφόρων σε πολλά χωριά. Με τη δράση του επέφερε τα πρώτα αξιόλογα πλήγματα στον αντίπαλο, αποκατέστησε το κύρος των Ελλήνων στα μάτια των ντόπιων και αναδείχθηκε ο σημαντικότερος αξιωματικός του Μακεδονικού Αγώνα. Στο ημερολόγιο που τηρούσε αναφέρει ότι σε ελληνόφωνα χωριά των Γρεβενών, οι μακεδονομάχοι γίνονταν δεκτοί με ενθουσιασμό από τους κατοίκους «αναμένοντας εναγωνίως την αποτίναξιν του [οθωμανικού] ζυγού», όμως ο ίδιος τους προέτρεπε σε «...αναμονήν των αισθημάτων των μέχρι καταλλήλου χρόνου...», αφού πρώτιστος στόχος του ήταν η προσπάθεια του να καταστείλει την εξέγερση των Βουλγαρόφωνων και των υποστηρικτών τους κομιτατζήδων. Στο πλαίσιο αυτό ο Τσόντος σημειώνει στο ημερολόγιο του τη διαταγή του να εκτελεστούν οκτώ κάτοικοι του χωριού Ξινό Νερό, οι οποίοι είχαν πάει να κόψουν ξύλα, απόρροια της προτάσεως του να εξολοθρευθούν όσοι κάτοικοι παρακολουθήσουν τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία της βουλγαρικής εκκλησίας.
Από τις πρώτες δράσεις του Βάρδα ήταν η εκτέλεση του αρχικομιτατζή Κωνστάντωφ, τον Δεκέμβριο του 1904. Μακεδόνες πληροφοριοδότες τον ενημέρωσαν ότι ο Βούλγαρος κομιτατζής επισκεπτόταν κάθε εβδομάδα το χωριό Λιμπίσοβο. Ο Βάρδας διέταξε επίλεκτους άνδρες του σώματός του υπό τον Γεώργιο Δικώνυμο (Μακρής) μαζί με τον Ευάγγελο Φραγκιαδάκη (Γαλιανό) να αναλάβουν δράση. Οι Έλληνες αντάρτες εντόπισαν το σπίτι όπου είχε καταφύγει ο Κωνστάντωφ, οι συνοδοί του οποίου ξεκίνησαν να πυροβολούν, τραυματίζοντας τον Φραγκιαδάκη. Οι πολιορκητές πυρπόλησαν το σπίτι και ο Κωνστάντωφ πέθανε από ασφυξία, όπως και η ερωμένη του. Ως αντίποινα, οι Βούλγαροι εκτέλεσαν δύο αμάχους και πυρπόλησαν την Ιερά Μονή Αγίου Αθανασίου Ζηκοβίστης.
Καταστροφή της Ζαγορίτσανης
Ο Τσόντος αντικατέστησε τον Κατεχάκη ως Γενικός Αρχηγός των αντάρτικων ομάδων της Δυτικής Μακεδονίας μετά την ασθένεια του τελευταίου το 1905. Στις 25 Μαρτίου εκείνου του έτους επιτέθηκε και κατέστρεψε ολοκληρωτικά το χωριού της Ζαγορίτσανης (νυν Βασιλειάδα Καστοριάς), 25 περίπου χιλιόμετρα ΒΑ της Καστοριάς, βασικό κέντρο δράσεως των κομιτατζήδων της ΕΜΕΟ. Στο χωριό, το προηγούμενο χρονικό διάστημα, έλαβαν χώρα αρκετές βιαιότητες εις βάρος των πατριαρχικών. Ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης ειδοποίησε τον Τσόντο πως έπρεπε να δοθεί άμεσα απάντηση, καταγράφοντας τα ονόματα ντόπιων που έπρεπε να θανατωθούν. Περισσότεροι από 300 Έλληνες αντάρτες συγκεντρώθηκαν στη Λόσνιτσα (Γέρμας Καστοριάς) υπό την ηγεσία των Τσόντου, Καούδη, Μακρή, Πούλακα, Δούκα, Γκούτα και Νταηλάκη. Ανήμερα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, οι Έλληνες αντάρτες εισέβαλαν στη Ζαγορίτσανη. Συνολικά σκοτώθηκαν 62 άτομα και πυρπολήθηκε το σύνολο σχεδόν των οικιών του οικισμού. Γράφει ο επίσης Σφακιανός μακεδονομάχος Στυλιανός Κλειδής:
«Το πρώτο σπίτι τινάχτηκε στις φλόγες απ’ το Μακρή. Μετά ένα-ένα στη σειρά, η νύχτα έγινε φωτεινότερη από τη μέρα [....]. Πάνω από τις μπόμπες, τις σφαίρες και τα ουρλιαχτά υψώθηκε μόνο η φωνή του Τσόντου. Τόσο δυνατή που την άκουσε η μισή Ζαγορίτσανη. Από δεκάξι και πάνω κανείς ζωντανός...».
Αργότερα, για τη διερεύνηση των γεγονότων, συστάθηκε διεθνής επιτροπή, αποτελούμενη από έναν ντόπιο σλαβόφωνο (που κατοικούσε όμως στο Μοναστήρι), τους προξένους της Ρωσίας και της Αυστροουγγαρίας, τρεις αξιωματικούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και δύο της Ιταλίας, οι οποίοι παρέλαβαν έγγραφη διαμαρτυρία των κατοίκων που διασώθηκαν.
Στο τέλος Απριλίου του 1905 άνδρες του Βάρδα βρέθηκαν ενώπιον οθωμανικού αποσπάσματος στη Βλάστη Κοζάνης και στη συμπλοκή σκοτώθηκαν 37 Οθωμανοί και τραυματίστηκαν 17 ακόμη. Αργότερα, άλλη 30μελής στρατιωτική δύναμη, απέφυγε την εμπλοκή με τους έλληνες αντάρτες. Ανάλογη επιτυχία είχε η δράση στα Κορέστεια Καστοριάς, όπου κατέβαλε τη σθεναρή βουλγαρική αντίσταση.
Εκτέλεση Αριστείδη Μαργαρίτη
Ο Καπετάν Βάρδας συντέλεσε καταλυτικά στην εκτέλεση, στις 3 Μαΐου 1905, του Αριστείδη Μαργαρίτη, γνωστός ως 'Καπετάν Τρομάρας, που ήταν αρχηγός Ελληνικού αντάρτικου σώματος ήδη από το 1903. Ο Μαργαρίτης είχε συνεργαστεί με τον Παύλο Μελά και αργότερα πήρε μέρος σε αρκετές μάχες όμως το σώμα του συμμετείχε, συχνά, σε απερίσκεπτες και άμετρες ενέργειες, όπως η εκτέλεση προυχόντων στο Εζερέτσι Καστοριάς ενώ υπήρχαν ενδείξεις συνεργασίας του με τους Βούλγαρους. Ο Τσόντος και ο Στέφανος Δούκας τον συνέλαβαν, διατάσσοντας την άμεση εκτέλεση του. Πράγματι, ο Παπαδράκος (Χρυσόστομος Χρυσομαλλίδης), αντάρτης ιερέας του σώματος του Βάρδα, άδειασε το περίστροφό του στο κεφάλι του Μαργαρίτη. Για την πράξη αυτή διαμαρτυρήθηκε ο Λάκης (Νικόλαος) Πύρζας στον πρωθυπουργό Ιωάννη Θεοτόκη, ενώ ο Τσόντος απέδωσε την κίνηση στη διασπορά ψευδών ειδήσεων εκ μέρους του Μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη.
Ύστερη δράση στη Μακεδονία
Τον Δεκέμβριο του 1905 ο Βάρδας αναχώρησε για την Αθήνα, έχοντας εδραιώσει τις Ελληνικές θέσεις στη Δυτική Μακεδονία. Προσωρινά το κενό του αναπλήρωνε στα Κορέστια ο τότε Ανθυπολοχαγός Πεζικού Γεώργιος Ζήρας. Στην πρωτεύουσα της Ελλάδος στρατολόγησε συντοπίτες του Κρητικούς, μεταξύ τους και τον εξάδελφο του Μιχάλη Τσόντο. Στην Αθήνα ήρθε σε συνεννόηση με το Κεντρικό Κομιτάτο γιατί στη διάρκεια του 1905 είχε επέλθει διαφωνία μεταξύ τους, εξαιτίας του θέματος που προέκυψε με την της διοίκηση των σωμάτων στη Μακεδονία. Το Κομιτάτο απαιτούσε όχι μόνο να οργανώνει και να χρηματοδοτεί τα σώματα, αλλά και να τα διοικεί. Ο Βάρδας που ζούσε από κοντά την κατάσταση, διαφωνούσε ριζικά προτείνοντας το σοβαρότερο επιχείρημα ότι το Κομιτάτο, όντας μακριά από τη Μακεδονία όπου λαβαίνουν χώρα άγνωστα γι αυτό. Τελικά, επήλθε συμφωνία και το Κεντρικό Κομιτάτο διατήρησε την ευθύνη και την αρμοδιότητα της προετοιμασίας, του εφοδιασμού και της συντηρήσεως των ανταρτικών σωμάτων, όμως μόλις αυτά περνούσαν τα σύνορα την ευθύνη της διοικήσεως αναλάμβαναν τα κατά τόπους Κέντρα της Μακεδονίας και ειδικότερα το Κέντρο Μπιτωλίων και οι αρχηγοί των σωμάτων.
Την ίδια εποχή ο Τσόντος προήχθη στο βαθμό του Υπολοχαγού και στα μέσα του Ιουνίου 1906 επέστρεψε στη Μακεδονία, με σώμα εξήντα πέντε ανταρτών ως γενικός, πλέον, αρχηγός των Ελληνικών δυνάμεων στο βιλαέτι Μοναστηρίου, υπό το ψευδώνυμο Γεώργιος Σφήκας [5]. Έως την οριστική επιστροφή του στην τότε Ελληνική επικράτεια, τον Δεκέμβριο του 1907, κατέγραψε στο ενεργητικό του πάνω από τρία έτη δράσεως εναντίον όχι μόνο των Βουλγάρων ατάκτων αλλά και του Τουρκικού στρατού, ενώ οι Οθωμανικές αρχές τον επικήρυξαν, ανεπιτυχώς, για το ποσό των 1.000 χρυσών λιρών για τη δράση του.
Επιστροφή στην Αθήνα / Βαλκανικοί Πόλεμοι
Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα ο Τσόντος παραπέμφθηκε σε υγειονομική επιτροπή, όπου διαγνώστηκε με χρόνιους αρθρικούς ρευματισμούς. Δίχως να υπάρχουν εκείνη την εποχή φάρμακα για αυτήν την ασθένεια και έλαβε μηνιαία αναρρωτική άδεια για λουτροθεραπεία στην Αιδηψό. Το 1907 πληροφορήθηκε ότι το 1905, φοβούμενος για τη ζωή του, επειδή είχε θανατώσει το Μελά, ο Βούλγαρος κομιτατζής Ντίνε μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Το 1910, ένας Έλληνας πράκτορας έγραψε στον πεθερό του Μελά, Στέφανο Δραγούμη, ότι συνέχιζε να αναζητεί τον Ντίνε αποφασισμένος να του δώσει «οικτρόν θάνατον» ως προδότη και υπεύθυνο για το θάνατο του Μελά.
Τον Ιούνιο του 1910, προήχθη σε λοχαγό Β΄ Τάξεως και τοποθετήθηκε στην Ι Μεραρχία ως υπασπιστής του Υποστρατήγου Μανουσογιαννάκη, ο οποίος εκτιμούσε το θάρρος και τις ικανότητές του. Την 23η Απριλίου 1912, προήχθη σε Λοχαγό Α' Τάξεως. Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης στον Α' Βαλκανικό Πόλεμο, αποσπάστηκε στο Επιτελείο της ΙΙΙ Μεραρχίας στη δυτική Μακεδονία, την οποία γνώριζε ήδη πολύ καλά. Έτσι, ο Βάρδας είδε να απελευθερώνονται η Καστοριά, η Βίγλιστα, η Κορυτσά, το Λεσκοβίκι, η Πρεμετή και η Κλεισούρα. Μετά, τοποθετήθηκε σύμβουλος του πολιτικού διοικητή Κορυτσάς Πέρου Καψαμπέλη και του στρατιωτικού διοικητή Συνταγματάρχη Αλέξανδρου Κοντούλη. Στον Β' Βαλκανικό Πόλεμο, ο Αρχιστράτηγος Βασιλιάς Κωνσταντίνος τον διόρισε επικεφαλής των ελληνικών σωμάτων που σχηματίστηκαν από έναν λόχο στρατιωτών και άτακτους εθελοντές για να αντιμετωπίσουν τους κομιτατζήδες στις περιοχές Κιλκίς, Σερρών, Δράμας και Νευροκοπίου. Ο Τσόντος διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στην εμπέδωση της Ελληνικής κυριαρχίας στις περιοχές αυτές. Στη συνέχεια ανέλαβε και πάλι υπασπιστής του Μαανουσογιαννάκη. Μετά το πέρας των Βαλκανικών Πολέμων προήχθη, τον Σεπτέμβριο του 1913, σε Ταγματάρχη του Πυροβολικού.
Η δράση του στη Βόρειο Ήπειρο [6]
Ο Ταγματάρχης Τσόντος τοποθετήθηκε για δεύτερη φορά στην Κορυτσά, αρχικά πάλι ως βοηθός του Κοντούλη και μετά ανέλαβε διοικητής μοίρας πυροβολικού στη μεραρχία που έδρευε εκεί. Στις 15 Φεβρουάριου 1914 διατάχθηκε να εγκαταστήσει τα πολυβόλα του στα Γιάννινα και από εκεί στη Μεσογέφυρα του Αώου καθώς ο Ελευθέριος Βενιζέλος διέταξε την εγκατάλειψη της Βορείου Ηπείρου, γεγονός που κλόνισε την εμπιστοσύνη του Τσόντου προς τον συμπατριώτη του πολιτικό.
Στις 16 Φεβρουαρίου 1914 έφτασε στο Αργυρόκαστρο ο Γεώργιος Χρηστάκης και σχημάτισε την Κυβέρνηση της Αυτονόμου Ηπείρου. Στις 17 Φεβρουαρίου τα Ελληνικά στρατεύματα παρατάχθηκαν στον ποταμό Δρίνο και η Ελληνική σημαία υπεστάλη. Ο μητροπολίτης Κορυτσάς Βασίλειος την αποχαιρετά κλαίγοντας:
«...χάριν της υπερτάτης εθνικής ανάγκης κατεβιβάσθης, ω θείον όνειρον ημών τε και των πατέρων μας, γαλανόλευκή μας, εθνική μας σημαία. Αλλά αντί σου δεν υψώνομεν ξένην, υψώνομεν την θυγατέρα σου, την ηπειρωτικήν [7], η οποία θα κατίσχυση της αλβανικής ημισελήνου. ...».
Η Ελληνική κυβέρνηση ανησυχούσε για τις πιθανές ενέργειες του Τσόντου και αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο τον ανακάλεσε στην Αθήνα, όμως αυτός πήγε, αρχικά, στα Ιωάννινα και από κει στην Αθήνα, απ’ όπου συνέχισε να συνδράμει τον αγώνα των Βορειοηπειρωτών. Μερίμνησε για την αποστολή Κρητικών οπλαρχηγών, Βρανά, Ξηρούχα και Καραβίτη, στην περιοχή, εν αγνοία του Βενιζέλου. Την 1η Απριλίου του ίδιου έτους ο Τσόντος υπέβαλε την παραίτηση του από τον Ελληνικό στρατό και επέστρεψε στην Ήπειρο όπου συντάχθηκε με τους συμπατριώτες του οπλαρχηγούς και ανέλαβε τη θέση του διοικητού του στρατού της αυτονόμου Ηπείρου στην περιοχή της Κορυτσάς. Ακολούθησε τη δική του Εθνική παρόρμηση αδιαφορώντας για την πολιτική συμβιβασμών του Βενιζέλου και με τη συνολική του δράση φούντωσε την πολεμική δραστηριότητα των ατάκτων όπως προκύπτει από την αλληλογραφία του με τον διοικητή της αλβανικής εθνοφυλακής Κορυτσάς Ολλανδό ταγματάρχη Σ.Β. Χαν.
Ό Χαν ανήσυχος από τη δραστηριότητα του Βάρδα του γράφει, με διακριτικότητα, στις 14 Μαΐου και του αναφέρει τα όρια της ανακωχής διατυπώνοντας την απόφαση του να τα προστατεύσει «...επειδή αρκετάς καταστροφάς υπέστη η Ήπειρος ένεκα του πολέμου», προειδοποιώντας ότι: «..μια επιχείρησις επιθέσεως κατά στρατηγικών σημείων κατεχομένων υπό των σωμάτων μου, διαρκούσης τής ανακωχής, θα θεωρηθή ως διάσπασις της ανακωχής καθ’ όλην την μεθόριον γραμμήν μας...». Ο Τσόντος στην απάντηση του καλεί τον Ολλανδό να αποσύρει τους άνδρες του από την κορυφογραμμή του Γράμμου και ο Χαν απαντά εκφράζοντας τη λύπη του, «..διότι μέρος των στρατευμάτων μου άνευ των διαταγών μου {...} κατέλαβε μέρη τινά του Γράμμου. Παρακαλείσθε όπως με συγχωρήσητε διά το λάθος τούτο...».
Στις 6 Ιουνίου ο Χαν παραπονέθηκε στον Βάρδα ότι ηπειρωτικά σώματα ενοχλούν τα χωριά Πρόγρη, Μουτσουρίστα, Τρένη και προσθέτει ότι μετά μεγάλης δυσκολίας συγκρατεί τους Αλβανούς «...από του να επιτεθούν κατά των σωμάτων τούτων, όπερ θα εσήμανε την διακοπήν της ανακωχής...». Ο Έλληνας αξιωματικός διατυπώνει την απάντηση του με πρωτοφανή ειρωνεία και επιθετικότητα:
«Καθ’ όσον δ’ αφορά την δυσκολίαν ήν δοκιμάζετε δια την συγκράτησιν των Αλβανών, σπεύδω να ανακοινώσω υμίν ότι λίαν ευχαρίστως θα εδεχόμην την εκ μέρους των διακοπήν της ανακωχής και κατά συνέπειαν σας παρακαλούμεν θερμώς όπως παύσητε ασχολούμενος εις την συγκράτησιν αυτών...».
Παράλληλα ο Βάρδας, λαμβάνοντας μυστικά ενισχύσεις σε όπλα και εφόδια από τα Ελληνικά στρατιωτικά τμήματα της Ηπείρου, αποφάσισε να παραβιάσει την ανακωχή και να επιτεθεί στην Κορυτσά. Αδιαφορώντας για τις συνέπειες, συγκεντρώνει τούς άντρες του και προχωρεί προς την Κιούτεζα, όπου λαμβάνει επιστολή από τον Ολλανδό διοικητή της Πολιτοφυλακής:
«...Ελπίζω εξ όλης τής καρδίας μου ότι τα μέτρα τα οποία ελάβατε δεν διευθύνονται κατά της αμύνης τον Μπόζικρατ - Τσέτας. Η άφιξις σας έθεσε πάντας εν επιφυλακή, άλλα εγώ ελπίζω ότι σεις, διοικητά μου, δεν έχετε απολύτως καμμίαν πρόθεσιν να προσβάλλετε ουδεμίαν των ημετέρων θέσεων, μάλιστα εν χρόνω, καθ’ όν οι πτωχοί χριστιανοί κάτοικοι πρόκειται να επανέλθωσιν εις τα χωρία των...».
Ο Τσόντος Βάρδας απάντησε με επιστολή στον Χαν στην οποία, αφού παραδέχεται ότι σκοπεύει να επιτεθεί και να καταλάβει την Κορυτσά, του εξηγεί επιπρόσθετα και τους λόγους που αποφάσισε την επίθεση. Στο αίτημα του Ολλανδού διοικητή για αναβολή των επιχειρήσεων και της επιθέσεως εναντίον της Κορυτσάς ο Τσόντοας απαντά:
«Λαμβάνω τήν τιμήν να γνωρίσω μετ’ ειλικρινούς λύπης ότι αδυνατώ να παράσχω οιανδήποτε προθεσμίαν, δια λόγους αποκλειστικώς στρατιωτικούς, αρχόμενος αύριον των πολεμικών επιχειρήσεων.....».
Ο Τσόντος χωρίζει το στρατό του σε τρεις φάλαγγες και στις 23 Ιουνίου, αρχίζει την επίθεση. Την πρώτη φάλαγγα οδηγεί ο λοχαγός Γεώργιος Κονδύλης, τη δεύτερη ο λοχαγός Επαμεινώνδας Γραββάνης και την τρίτη ο Παύλος Γύπαρης, ο οποίος στις 24 Ιουνίου καταλαμβάνει την Κορυτσά, δίνοντας προσωρινή χαρά στον μαρτυρικό Ελληνικό πληθυσμό. Την 18η Οκτωβρίου 1914, στην πόλη εισήλθε μονάδα του Ελληνικού Στρατού υπό τον Κοντούλη. Ο Τσόντος μεταφέρθηκε στους ώμους των Κορυτσαίων μέχρι το σπίτι του. Εξέδωσε δύο προκηρύξεις μία προς τους κατοίκους της πόλεως και μία προς αυτούς των επαρχιών Γρεβενών, Σιατίστης, Καστοριάς και Φλώρινας, που τον είχαν βοηθήσει στον αγώνα του.
Βενιζελικές διώξεις
Ο Τσόντος αναχωρώντας, από την Κορυτσά, επέστρεψε στην Αθήνα και στις 20 Μαρτίου του 1915, ανακλήθηκε στην ενεργό στρατιωτική υπηρεσία. Την 21η Μαΐου 1916, προήχθη σε αντισυνταγματάρχη και τοποθετήθηκε υποδιευθυντής στη Διεύθυνση Υλικού Πολέμου. Την περίοδο του κινήματος της Εθνικής Άμυνας τάχθηκε υπέρ της νόμιμης κυβερνήσεως και του βασιλιά. Μετά την επικράτηση του κινήματος και την εγκατάσταση του Βενιζέλου στην Αθήνα, κατέφυγε στο χωριό Παλαιόκαστρο στην Ευρυτανία, όπου κρύβονταν ως φυγόδικος επί μακρό χρονικό διάστημα σε σπίτι φίλου του, του Γεώργιου Σιάνου, που ήταν υποστηρικτής του Βενιζέλου.
Το όνομά του Τσόντου ενεπλάκη στη στάση αρκετών βιαίως επιστρατευθέντων ανδρών στη Χαλκίδα και τον Δεκέμβριο του 1917, το βενιζελικό καθεστώς τον αποστράτευσε. Στις εκλογές του 1920 ηττήθηκε ο Βενιζέλος και το κόμμα των Φιλελευθέρων και ο Τσόντος επανήλθε στο στράτευμα. Αρχικά, τοποθετήθηκε διοικητής της Σχολής Ευελπίδων και τον Δεκέμβριο του 1921, έγινε φρούραρχος Αθηνών, ενώ είχε ήδη προαχθεί στον βαθμό του συνταγματάρχη. Μετά την επικράτηση των κινηματιών του 1922, τέθηκε εκ νέου σε διαθεσιμότητα, υπέστη νέες διώξεις και αποστρατεύθηκε, τον Φεβρουάριο του 1923, όμως το 1927 επανήλθε στο στράτευμα σε περιορισμένο βαθμό.
Πολιτική δράση & αξιώματα
Στις εκλογές της 25η Φεβρουαρίου 1932, το Λαϊκό κόμμα ήρθε πρώτο σε ψήφους αλλά δεύτερο σε έδρες λόγω της καλπονοθείας του, βενιζελικής εμπνεύσεως, εκλογικού συστήματος, καθώς το κόμμα Φιλελευθέρων κέρδισε τις 3 από τις 4 έδρες των προνομιούχων (για ιστορικούς λόγους) περιφερειών των Σπετσών, της Ύδρας και των Ψαρρών. Ο Τσόντος εξελέγη βουλευτής της εκλογικής περιφέρειας Φλώρινας, επιτυχία που επανέλαβε στις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933 στην περιφέρεια της Καστοριάς. Το 1935 εξελέγη πληρεξούσιος στην Ε' Εθνοσυνέλευση με τον συνδυασμό του Φίλιππου Δραγούμη, αδελφού του Ίωνα, στην εκλογική περιφέρεια Φλώρινας-Καστοριάς. Τον Οκτώβριο του 1935, ο Γεώργιος Κονδύλης του πρότεινε να αναλάβει υπουργός-Γενικός Διοικητής Κρήτης. Ο Τσόντος αποδέχθηκε την πρόταση και από τις 10 Οκτωβρίου έως τα τέλη Νοεμβρίου 1935 [8] άσκησε με επιτυχία τα καθήκοντα του.
Στα τέλη του 1935 προβιβάστηκε αναδρομικά, από το 1925, στον βαθμό του Υποστρατήγου και θεωρήθηκε σε οριστική αποστρατεία από το 1931 όταν κατελήφθη υπό του ορίου ηλικίας με τον βαθμό του αντιστρατήγου, λαμβάνοντας σύνταξη και λογιζόμενος ως εν ενεργεία αξιωματικός την περίοδο 1923-35 [9]. Στις εκλογές της 26ης Ιανουαρίου 1936, ο Τσόντος Βάρδας, ο οποίος ήταν ήδη βουλευτής και διάθετε εκλογικό δίκτυο και παρέμενε ζωντανή η μνήμη της δράσεως του αν και είχαν περάσει περισσότερα από 25 χρόνια από τα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα, δεν επανεξελέγη μολονότι κατέλαβε την πρώτη θέση στη Φλώρινα με 1.173 ψήφους, ήτοι 5,04% επί των συνολικών ψηφισάντων, καθώς η παράταξη δεν κατέλαβε έδρα σε αυτή την περιφέρεια.
Συγγραφικό έργο
Ο Γεώργιος Τσόντος Βάρδας άφησε ένα πολύ πλούσιο και σπουδαίο ιστορικό αρχείο. Μεταξύ άλλων, έγραψε και δημοσίευσε τα έργα:
- «Μακεδονικός Αγών. Ημερολόγιο 1904-1907», σε τρεις τόμους,
- «Η Βενιζελική τυραννία. Ημερολόγιο 1917-1920».
Αρχείο Γεωργίου Τσόντου Βάρδα
Το αρχείο του Τσόντου Βάρδα, το οποίο είχε στην κατοχή της η αδελφή του Ελπίδα Χλαμπουτάκη, δωρήθηκε στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, τον Οκτώβριο του 1950 και παρελήφθη στις 3 Οκτωβρίου του 1951, διαλυμένο και ακατάστατο, προς ταξινόμηση. Σήμερα το αρχείο αυτό περιλαμβάνει τριάντα ταξινομημένους φακέλους και είναι προσβάσιμο στους ερευνητές. Σύμφωνα με κάποιες πηγές το αρχείο, το οποίο φωτοτύπησε στο σύνολο του ο Πετσίβας, «εξαφανίστηκε» [10] μυστηριωδώς από τα Γ.Α.Κ., το 1994, δίχως να υπάρξει κάποια επίσημη εξήγηση.
Μνήμη Γεωγ. Τσόντου Βάρδα
Ο Γεώργιος Τσόντος, από το 1901 με αριθμό μητρώου 32, ήταν μέλος της Τεκτονικής Στοάς Μίνως στο Ρέθυμνο της Κρήτης [11]. Προτομή του έχει στηθεί στον κήπο της Παναγίας Χαλκέων [12] στη Θεσσαλονίκη ενώ στη μνήμη του γράφηκαν ποιήματα και στίχοι που μελοποιήθηκαν [13]. Το όνομα του αποθανατίστηκε και από τη λαϊκή μούσα και χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω τραγούδι:
«Μεριάστε ο Βάρδας να διαβεί, να πάει στο Μοναστήρι Κει που’ναι ο πόλεμος χαρά κι η μάχη πανηγύρι».
Προς τιμήν του υπάρχει οδός στην περιοχή του Παλαιού Σταθμού στη Θεσσαλονίκη όπως και σε Αθήνα, Ηράκλειο, Χανιά, Γαλάτσι, Καστοριά και Φλώρινα.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
- [Γεώργιος Τσόντος Βάρδας-Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη βασιλική Παλινόρθωση του 1935 Ιωάννης Β. Δασκαρόλης, Πρόσωπα & Ιστορίες, Εφημερίδα Η Καθημερινή, 26 Ιουνίου 2024.]
- [Τσόντος Γεώργιος grandlodge.gr]
- [Αρχείο Γεωργίου Τσόντου Βάρδα greekarchivesinventory.gak.gr]
- [Μακεδονικός Αγώνας μετά το θάνατο του Παύλου Μελά.]
Παραπομπές
- ↑ [Οικογένειες / Τσόντος ή Τσοντάκης e-sfakia.gr]
- ↑ [Γερμανού Καραβαγγέλη: «Ο Μακεδονικός Αγώνας», Αρχείο Μακεδονικού Αγώνος Πηνελόπης Δέλτα, Θεσσαλονίκη 1958, σελίδα 15η.]
- ↑ [«Από το Ίλιντεν στη Ζαγκορίτσανη (1903-1905)», Κώστας Λιακόπουλος.]
- ↑ [Τον Ιούλιο του 1903 η κατάσταση στη Μακεδονία εκτραχύνθηκε με την εκδήλωση της νεφελώδους εξέγερσης του Ίλιντεν. Επρόkειτο για στάση με ασαφή αιτήματα κοινωνικού, πολιτικού και εθνοτικού χαρακτήρα, στην οποία πρωτοστάτησαν σλαβόφωνοι τοπικοί ηγέτες. Η έγκαιρη έλευση του οθωμανικού στρατού αποσόβησε μια ενδεχομένη εξάπλωση της.]
- ↑ [Γρηγόριος Π. Βέλκος, Ή Σέλιτσα και η περιοχή της στον Μακεδονικό Αγώνα, σελίδα 286η.]
- ↑ [Ο Ελληνικός Στρατός στη Βόρειο Ήπειρο. Νίκος Αγγελής, Περιοδικό «Αστυνομικά Χρονικά», Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1976, σελίδες 52η, 53η & 79η. ]
- ↑ [Ο Μητροπολίτης Κορυτσάς Βασίλειος αναφέρεται στη Σημαία της Αυτόνομης Ηπείρου, τη γαλανόλευκη με τον δικέφαλο αετό.]
- ↑ [Κυβέρνησις ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΟΝΔΥΛΗ Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης]
- ↑ [«Κοινωνικός Φρουρός», «Όργανον Συνδέσμου Αλληλεγγύης Αποστράτων Αξιωματικών Ξηράς»), φύλλα 24ης Νοεμβρίου 1935 & 8ης Δεκεμβρίου 1935, & εφημερίδα «Έθνος» Φλώρινας, φύλλο 11ης Ιανουαρίου 1936.]
- ↑ [«Η εξέγερση του Ίλιντεν» Παναγιώτης Ξοπλίδης, Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος 2022, σελίδα 121η, (ανακτήθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου 2024, 12:01').]
- ↑ [Πώς οι Τέκτονες απελευθέρωσαν τη Μακεδονία tribune.gr]
- ↑ [Καπετάν Βάρδας digitalglyptotheque.gr]
- ↑ [Ο καπετάν Βάρδας Εικονικό Μουσείο Αρχείου Κουνάδη]