Γεώργιος Τσόντος Βάρδας
Ο Γεώργιος Τσόντος που έγινε γνωστός με το ψευδώνυμο καπετάν Βάρδας, από τη δράση του στη διάρκεια του αγώνα για την απελευθέρωση και στη συνέχεια την ενσωμάτωση της Μακεδονίας, Έλληνας εθνικιστής, ένθερμος υποστηρικτής του θεσμού της Βασιλείας και εξ ίσου μαχητικά αντίθετος της πολιτικής του Ελευθερίου Βενιζέλου, μόνιμος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού που έφτασε ως τον βαθμό του Αντιστρατήγου, συμμαθητής στη Σχολή Ευελπίδων του Ιωάννη Μεταξά καθώς και του Παύλου Μελά και μετέπειτα στενός φίλος και των δύο, επιφανής μακεδονομάχος και πολιτικός που εκλέχθηκε τρεις φορές βουλευτής και διατέλεσε υπουργός, γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου του 1871 στο χωριό Ασκύφου της επαρχίας Σφακίων στο νησί της Κρήτης και πέθανε στις 15 Σεπτεμβρίου 1942 στο Παγκράτι στην Αθήνα, από τις στερήσεις και τις κακουχίες της κατοχής της Ελλάδος από τις δυνάμεις του Άξονα. Κηδεύτηκε και τάφηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.
| ||
| ||
Γέννηση: 18 Ιανουαρίου 1871 | ||
Τόπος: Ασκύφου Σφακίων Κρήτης (Ελλάδα) | ||
Σύζυγος: Άγαμος | ||
Τέκνα: Άτεκνος | ||
Υπηκοότητα: Οθωμανική, Ελληνική | ||
Ασχολία: Αξιωματικός, Μακεδονομάχος | ||
Θάνατος: 15 Σεπτεμβρίου 1942 | ||
Τόπος: Αθήνα (Ελλάδα). |
Ήταν άγαμος και δεν άφησε απογόνους.
Περιεχόμενα
- 1 Βιογραφία
- 1.1 Πρόγονοι
- 1.2 Οικογένεια Τσόντου ἠ Τσοντάκη [1]
- 1.3 Παιδικά χρόνια / Σπουδές
- 1.4 Στρατιωτική σταδιοδρομία
- 1.4.1 Μακεδονικός Αγώνας
- 1.4.2 Πέρασμα του Βάρδα στη Μακεδονία
- 1.4.3 Αποτίμηση της δράσεως στη Μακεδονία
- 1.4.4 Επιστροφή στην Αθήνα / Βαλκανικοί Πόλεμοι
- 1.4.5 Η δράση του στη Βόρειο Ήπειρο [8]
- 1.5 Βενιζελικές διώξεις
- 1.6 Πολιτική δράση & αξιώματα
- 1.7 Συγγραφικό έργο
- 1.8 Αρχείο Γεωργίου Τσόντου Βάρδα [15]
- 1.9 Μνήμη Γεωγ. Τσόντου Βάρδα
- 2 Εξωτερικοί σύνδεσμοι
- 3 Παραπομπές
Βιογραφία
Η οικογένεια Τσόντου ή Τσοντάκη είναι κλάδος της οικογένειας των Μαυροπατέρων με καταγωγή από τα χωριά Ασκύφου και Αράδαινα της επαρχίας Σφακίων του νομού Χανίων στο νησί της Κρήτης.
Πρόγονοι
Προπάππος του Γεωργίου Τσόντου ήταν ο Παύλος Πόλακας, ο οποίος σκοτώθηκε το 1769 στον πόλεμο του Δασκαλογιάννη, ενώ προγιαγιά του ήταν η Καλλιόπη Τσοντοπούλα από το χωριό Αράδαινα της επαρχίας Σφακίων. Ο Παύλος και η Καλλιόπη έγιναν γονείς του Κωνσταντίνου (Πορτοκάλλης ή Τζιολής), της Αθηνάς, συζύγου του Παύλου Μωράκη ή Μανουσιουδάκη, και ο Μανούσος. Μετά το θάνατο του Παύλου Πόλακα η οικογένεια έγινε γνωστή ως τα παιδιά της Τσοντοπούλας και έτσι η οικογένεια απέκτησε το επώνυμο Τσόντος. Παππούς του Γεώργιου Τσόντου ήταν ο Μανούσος ο οποίος έγινε πατέρας πέντε τέκνων, του Παύλου, του Μιχαήλ, του Χαράλαμπου (Λάμπη ή Τσοντολάμπη), του Ευστράτιου και της Καλλιόπης. Τον Μανούσο, οπλαρχηγό την περίοδο 1821-1833, τον κρέμασαν οι Τούρκοι στις Μουρνιές, κατόπιν διαταγής του Γενικού Διοικητή της νήσου Μουσταφά πασά, στην επανάσταση του 1833.
Οικογένεια Τσόντου ἠ Τσοντάκη [1]
Πατέρας του Γεωργίου Τσόντου ή Βάρδα ήταν ο Χαράλαμπος Τσόντος ή Τσοντολάμπης, που πρόσφερε σημαντικές υπηρεσίες στην Κρητική Επανάσταση του 1866-69, όπου συμμετείχε ως αρχηγός σώματος Σφακιανών. Αργότερα, μετά την εγκατάσταση της οικογένειας στην Αθήνα ο Χαράλαμπος επενέβη σε καυγά συμπατριωτών του στα Χαυτεία, στη διάρκεια του οποίου τραυματίστηκε σοβαρά και μετά από λίγη ώρα, ήταν 25 Ιουνίου του 1874, άφησε την τελευταία του πνοή. Αδέλφια του Γεωργίου Τσόντου ήταν ο Μανούσος, και η Ελπίδα, σύζυγος Χλαμπουτάκη.
Παιδικά χρόνια / Σπουδές
Ο Γεώργιος Τσόντος, ο μετέπειτα Καπετάν Βάρδας, γεννήθηκε στην πατρική του οικία στην Κρήτη, όμως σύντομα η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου, ορφανός από πατέρα όταν εκείνος σκοτώθηκε σε συμπλοκή συμπατριωτών του σε καφενείο κοντά στην Ομόνοια. Ο Γιώργος έλαβε κρατική υποτροφία, ως γιος αγωνιστή, και παρακολούθησε τα μαθήματα της Βασικής εκπαιδεύσεως και στη συνέχεια αποφοίτησε από το Σχολαρχεἰο Αθηνών. Στις 18 Σεπτεμβρίου 1888 εισἠλθε στη σημερινή Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, τότε Στρατιωτικό Σχολείο, και στις 31 Ιουλίου του 1893 αποφοίτησε με επιτυχία.
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Στις 6 Αυγούστου του 1893 ο Γεώργιος Τσόντος, που στη Σχολή γνωρίστηκε και έγινε φίλος με τους Παύλο Μελά και Ιωάννη Μεταξά, κατατάχθηκε στο Πυροβολικό με τον βαθμό του Ανθυπολοχαγού. Μυήθηκε στην «Εθνική Εταιρεία» και τον Ιούλιο του 1896 εγκατέλειψε τη θέση του στον στρατό και μετέβη μυστικά στην Κρήτη, όπου συμμετείχε στο επαναστατικό κίνημα, την λεγόμενη «τυχερή επανάσταση», των χριστιανών εναντίον των Οθωμανών, με αποτέλεσμα ύστερα από απόφαση του Στρατοδικείου Αθηνών να τεθεί σε αργία δια προσκαίρου παύσεως τον Οκτώβριο του 1896. Τον Ιανουάριο του 1897 η κυβέρνηση του Θεόδωρου Δηλιγιάννη απέστειλε στο νησί ένοπλη δύναμη υπό τον συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσο, για να προστατεύσει τους Ελληνες. Ο Τσόντος επανήλθε στο στράτευμα, μεταβαίνοντας στην Κρήτη τον Φεβρουάριο του 1897 υπό τις διαταγές του ταγματάρχη Εμμανουήλ Μανουσογιαννάκη. Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων ανδραγάθησε στις μάχες της Κανδάνου, του Σελίνου και της πολιορκίας του Πύργου της Μάλαξας. Επιστρέφοντας από την Κρήτη, συμμετείχε στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του του 1897 και έως το 1902 υπηρέτησε στη Λαμία ως ουλαμαγός. Μετά, τοποθετήθηκε στη Χαρτογραφική Υπηρεσία Στρατού.
Μακεδονικός Αγώνας
Στη Μακεδονία, τα έτη 1897-1899 και τα επόμενα, ήταν τεράστια η έκταση των θηριωδιών των Βούλγαρων κομιτατζήδων και αυτονομιστών που ο Άγγλος πρόξενος Θεσσαλονίκης, σε έκθεσή του το 1902, έγραφε:
«Η δολοφονία είναι το κυριότερο όπλο των κομιτάτων. Δεν υποχωρούν προ ουδενός. Οι Έλληνες είναι κυρίως τα θύματά των. Κατά χιλιάδας εφονεύθησαν Έλληνες κατά τα τελευταία 6 έτη».
Το ίδιο έτος, ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης σε επιστολή του προς τον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας Αλέξανδρο Ζαΐμη, μεταξύ των άλλων έγραφε:
«...Στείλε μου πενήντα παλικάρια, πενήντα Κρητικούς να τους ενώσω με τους δικούς μου. Θα καταρτίσω έτσι είκοσι Σώματα και θα τα μοιράσω από τον Αλιάκμονα ως το Μαρίχοβο και το Μοναστήρι, τη Φλώρινα, το Όστροβο (Άρνισσα), Σέτινα, Βλάδοβο (΄Αγρας), Βοδενά (Έδεσσα) και Καρατζόβα. Ο καιρός είναι κατάλληλος για δράση. Ένα σωρό πρόκριτοι, ιερείς, και διδάσκαλοι είναι μυημένοι και οι οπλαρχηγοί περιμένουν ενίσχυση από την Ελλάδα. Ο ερχομός των παλικαριών από κάτω (Κρήτη) θα δώσει κουράγιο στους δικούς μου, θα εμποδίσει την αποσκίρτησή τους και θα φοβίσει τους Βουλγάρους...» [2].
Προετοιμασία
Τον Μάιο του 1903 ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης γράφει επιστολή με αποδέκτη τον Παύλο Μελά από τον οποία ζητά την αποστολή μιας ομάδος Ελλήνων, για να χτυπήσει τα εξαρχικά χωριά της περιοχής του. Τον Απρίλιο του 1903 ο Γεώργιος Πέρρος σταλμένος από τον Παύλο Μελά μετέβη στο Μοναστήρι όπου συνάντησε τον Ίωνα Δραγούμη ο οποίος τον έστειλε για συνεννοήσεις στον Μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη. Όταν ο Πέρρος επέστρεψε στην Αθήνα μετέφερε πολύτιμες πληροφορίες στον Μελά.
Ο Μελάς απευθύνθηκε για βοήθεια στον ανθυπολοχαγό και φίλο του Σφακιανό Γιώργο Τσόντο, μετέπειτα καπετάν Βάρδα. Ο Τσόντος στρατολόγησε δέκα γνωστούς του Σφακιανούς, τους: Γεώργιο Πέρρο ή Περάκη, Ευθύμιο Καούδη, Γεώργιο Δικώνυμο-Μακρή, Λαμπρινό Βρανά, Γεώργιο Σεϊμένη, Γεώργιο Ζουρίδη, Γεώργιο Στρατινάκη, Ευστράτιο Μπονάτο, Μανούσο Κατουνάτο, και Νικόλαο Λουκάκη, έφτασαν στη Μακεδονία μέσω Τρικάλων. Την οικονομική δαπάνη ανάλαβε κατά κύριο λόγο η κόμισα Λουίζα Ριανκούρ, που πρόσφερε τρεις χιλιάδες δραχμές [3].
Οι άνδρες αυτοί, που ενσωματώθηκαν στην ομάδα άλλων δέκα Μακεδόνων αγωνιστών του Καπετάν Βαγγέλη Στρεμπενιώτη, είτε συνόδευαν ένοπλοι το μητροπολίτη για να τελέσει τη θεία λειτουργία σε εξαρχικά χωριά είτε επιτίθενταν σε ομάδες κομιτατζήδων της ΕΜΕΟ. Τον Αύγουστο του 1903, αμέσως μετά την έκρηξη της εξεγέρσεως του Ίλιντεν [4] ο Καραβαγγέλης τους φυγάδευσε στην Αθήνα, στον Παύλο Μελά και το Στέφανο Δραγούμη.
Διερευνητική αποστολή
Με την εξέγερση του Ίλιντεν η Βουλγαρία ωστόσο θεώρησε πως ήταν η κατάλληλη στιγμή να αναμιχθεί ένοπλα στη Μακεδονία και οι αφίξεις ανταρτικών σωμάτων εντάθηκαν, προκαλώντας Ελληνική αντίδραση. Την άνοιξη του 1904 τέσσερις Έλληνες αξιωματικοί (λοχαγοί Αναστάσιος Παπούλας, Αλέξανδρος Κοντούλης, ανθυπολοχαγοί Πάνος Κολοκοτρώνης, Παύλος Μελάς) έφτασαν στη Μακεδονία μεταμφιεσμένοι σε ζωεμπόρους. Το ίδιο έτος ιδρύθηκε στην Αθήνα το Μακεδονικό Κομιτάτο, ένας ανεξάρτητος φορέας χρηματοδοτούμενος μυστικά από το Ελληνικό Κράτος, με σκοπό την αντιμετώπιση της βουλγαρικής επιρροής στη Μακεδονία [5]. Εκτός αυτού, συγκροτήθηκαν αρκετές αντίστοιχες οργανώσεις, με σκοπό την αποστολή στη Μακεδονία ανδρών, χρημάτων και όπλων.
Ορισμένοι κατώτεροι, κυρίως, αξιωματικοί προέκριναν τη συγκρότηση αντάρτικων ομάδων, που θα αντιμετώπιζαν ενεργά τη βουλγαρική επιθετικότητα. Στις αρχές του 1904 οι πλέον ένθερμοι θιασώτες αυτής της άποψης ήταν οι λοχαγοί Δημήτριος Αναγνωστόπουλος, Αλέξανδρος Κοντούλης, Αναστάσιος Παπούλας, καθώς επίσης οι ανθυπολοχαγοί Παύλος Μελάς, Αθανάσιος Εξαδάκτυλος, Αλέξανδρος Μαζαράκης-Αινιάν, Γεώργιος Τσόντος, Γεώργιος Κατεχάκης, Πάνος Κολοκοτρώνης και Αθανάσιος Σουλιώτης.
Πέρασμα του Βάρδα στη Μακεδονία
Η σύντομη δράση και ο θάνατος του Παύλου Μελά αποτέλεσαν το έναυσμα για την έλευση εκατοντάδων νέων εθελοντών στη Μακεδονία. Συνολικά 3.000 εμπειροπόλεμοι Κρήτες συμμετείχαν στον Μακεδονικό Αγώνα, συμπεριλαμβανομένων αρκετών οπλαρχηγών. Από τους πρώτους που έσπευσαν να εκδικηθούν τον θάνατο του συναδέλφου τους ήταν οι φίλοι του Γεώργιος Τσόντος και Γεώργιος Κατεχάκης.
Η διαδρομή
Ο Τσόντος-Βάρδας ξεκίνησε επικεφαλής του πολυμελούς σώματος του από το Βόλο στις 5 Νοεμβρίου του 1904 και στις 7 Νοεμβρίου έφτασε στην Καλαμπάκα, μέσω Τρικάλων. Εκεί διανυκτέρευσαν στο μοναστήρι του Αγίου Στεφάνου στα Μετέωρα και την επόμενη ημέρα στη Μονή του Αγίου Αρσενίου όπου παρέμειναν ως τις 11 Νοεμβρίου. Αναχωρωντας έφτασαν στο Γάβροβο στις 12 τοῦ μηνός, όπου καί παρέμειναν ως τις 15 τοῦ μηνός. Οδηγοί τους ήταν ο Ν.Τασούλης ἤ Κολούσης και ο Κ. Καρόπουλος από τα Γρεβενά. Στην αναχώρηση τους από το Γάβροβο είχαν οδηγό τον Β. Ντίνα από το Βελεμίστι (Ἁγιόφυλλο) και στις 16 Νοεμβρίου προστέθηκε ένας ακόμη ο δηγός ο Δ. Παπᾶς. Την ίδια ημέρα διέβησαν τον παραπόταμο του Αλιάκμονος Σούτσα καί φθάνουν κοντά στο χωριό Κουμπλαράκι με οδηγούς τους Χρ. Αθανασίου, Γιαννούλη Λάμπρου, Κώστα Γιαννούλη από τό χωρίο Φελλί (Φυλή) κοντά στον Ἁλιάκμονα.
Στις 17 Νοεμβρίου 1904 ο Τσόντος διέβη τα προσωρινά Ελληνοτουρκικά σύνορα στην περιοχή του Βελεμιστίου - σημερινό Αγιόφυλλο. Στα Απομνημονεύματα του ο Παπαδράκος (Χρυσόστομος Χρυσομαλλίδης) σημειώνει ότι ο οδηγός δε γνώριζε την περιοχή, και αντί να οδηγήσει το σώμα από τον «Κάμπο» και την «Ξυνήθρα» της Εράτυρας, απ'΄όπου ο δρόμος είναι συντομότερος και δίχως νερό, το πήγε από το ποτάμι της Βίλιανης (Μύριχο ή Σισανιώτικο) και ακολούθησαν την κοίτη του μέσα στα χιόνια και στους πάγους. Στις 19 Νοεμβρίου πέρασαν με καΐκι τον Βενέτικο και έφτασαν στα χωριά Γκοστόμ και Παλαιόκαστρο με οδηγό τον Ἀπόστολο Γεωργίου. Στις 20-21 Νοεμβρίου οι άνδρες του Βάρδα κινούνται στο χωριό Παλαιόκαστρο με οδηγό τον Γ. Φασούλα καί στις 22 κατά μήκος του ποταμοῦ Σισανίου. Βρεγμένοι ως το κόκαλο από τα συχνά περάσματα του ποταμού έφτασαν κατάκοποι στις 7 το πρωί της 23ης Νοεμβρίου 1904 στο μοναστήρι της Παναγίας Σισανίου, όπου βρήκαν πλούσια φιλοξενία. Τους προσφέρθηκε δωρεάν τροφή και ξεκουράστηκαν αρκετά. Την επομένη αναχώρησαν για το Μπλάτσι, όπου έφτασαν μετά από πορεία δώδεκα ημερών.
Αρχηγία Μακεδονικού Αγώνα
Ουσιαστικά και τυπικά ο Βάρδας διαδέχθηκε τον Μελά στην αρχηγία του Μακεδονικού Αγώνα και ήταν ο αρχηγός των μακεδονομάχων στο βιλαέτι του Μοναστηρίου. Ο ίδιος επέλεξε ως έδρα του το Βογατσικό της Καστοριάς, στη Δυτική Μακεδονία και έγινε γνωστός ως «καπετάν Βάρδας» όπου δημιούργησε ένα δίκτυο πληροφοριοδοτών και αγγελιοφόρων σε πολλά χωριά. Με τη δράση του επέφερε τα πρώτα αξιόλογα πλήγματα στον αντίπαλο, αποκατέστησε το κύρος των Ελλήνων στα μάτια των ντόπιων και αναδείχθηκε ο σημαντικότερος αξιωματικός του Μακεδονικού Αγώνα. Στο ημερολόγιο που τηρούσε αναφέρει ότι σε ελληνόφωνα χωριά των Γρεβενών, οι μακεδονομάχοι γίνονταν δεκτοί με ενθουσιασμό από τους κατοίκους «αναμένοντας εναγωνίως την αποτίναξιν του [οθωμανικού] ζυγού», όμως ο ίδιος τους προέτρεπε σε «...αναμονήν των αισθημάτων των μέχρι καταλλήλου χρόνου...», αφού πρώτιστος στόχος του ήταν η προσπάθεια του να καταστείλει την εξέγερση των Βουλγαρόφωνων και των υποστηρικτών τους κομιτατζήδων. Στο πλαίσιο αυτό ο Τσόντος σημειώνει στο ημερολόγιο του τη διαταγή του να εκτελεστούν οκτώ κάτοικοι του χωριού Ξινό Νερό, οι οποίοι είχαν πάει να κόψουν ξύλα, απόρροια της προτάσεως του να εξολοθρευθούν όσοι κάτοικοι παρακολουθήσουν τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία της βουλγαρικής εκκλησίας.
Ένα πρώτο δείγμα γραφής, μετά από καθοδήγηση του Μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη, ήταν η εκτέλεση του αρχικομιτατζή Κωνστάντωφ, τον Δεκέμβριο του 1904. Μακεδόνες πληροφοριοδότες τον ενημέρωσαν ότι ο Βούλγαρος κομιτατζής επισκεπτόταν κάθε εβδομάδα το χωριό Λιμπίσοβο. Ο Βάρδας διέταξε επίλεκτους άνδρες του σώματός του υπό τον Γεώργιο Δικώνυμο (Μακρής) μαζί με τον Ευάγγελο Φραγκιαδάκη (Γαλιανό) να αναλάβουν δράση. Οι Έλληνες αντάρτες εντόπισαν το σπίτι όπου είχε καταφύγει ο Κωνστάντωφ, οι συνοδοί του οποίου ξεκίνησαν να πυροβολούν, τραυματίζοντας τον Φραγκιαδάκη. Οι πολιορκητές πυρπόλησαν το σπίτι και ο Κωνστάντωφ πέθανε από ασφυξία, όπως και η ερωμένη του. Ως αντίποινα, οι Βούλγαροι εκτέλεσαν δύο αμάχους και πυρπόλησαν την Ιερά Μονή Αγίου Αθανασίου Ζηκοβίστης.
Τους πρώτους μήνες του 1905 ο Καπετάν Βάρδας ολοκλήρωσε την οργανωτική δραστηριότητα του κυρίως με τη διανομή όπλων και τον Μάρτιο άρχισε η καθαυτό ένοπλη δράση καθώς στην ουσία αντικατέστησε τον Κατεχάκη ως Γενικός Αρχηγός των αντάρτικων ομάδων της Δυτικής Μακεδονίας μετά την ασθένεια του τελευταίου. Ταυτόχρονα, επιδόθηκε στην προσπάθεια διαφωτίσεως των Ορθοδόξων της Μακεδονίας και εργάστηκε σκληρά για την εδραίωση Ελληνικής εθνικής συνείδησης. Υπεύθυνο όρισε τον ιερέα Χ. Χρυσομαλλίδη (γνωστό ως Παπαδράκο) από την Ηράκλεια Θράκης, ο οποίος συνέβαλε αποφασιστικά στην κινητοποίηση των Πατριαρχικών της Δυτικής Μακεδονίας.
Καταστροφή της Ζαγορίτσανης
Στις 25 Μαρτίου εκείνου του έτους επιτέθηκε, από κοινού με τον Υπολοχαγό Πεζικού Στέφανο Δούκα επικεφαλής περίπου 180 ανδρών, και κατέστρεψε ολοκληρωτικά το χωριού της Ζαγορίτσανης (νυν Βασιλειάδα Καστοριάς), 25 περίπου χιλιόμετρα ΒΑ της Καστοριάς, βασικό κέντρο δράσεως των κομιτατζήδων της ΕΜΕΟ, χωριό που εκείνη την εποχή χαρακτηριζόταν ως «μικρή Σόφια», λόγω του μεγάλου αριθμού των σχισματικών βουλγαριζόντων κατοίκων της
Στο χωριό, το προηγούμενο χρονικό διάστημα, έλαβαν χώρα αρκετές βιαιότητες εις βάρος των πατριαρχικών. Ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης ειδοποίησε τον Τσόντο πως έπρεπε να δοθεί άμεσα απάντηση, καταγράφοντας τα ονόματα ντόπιων που έπρεπε να θανατωθούν. Περισσότεροι από 300 Έλληνες αντάρτες συγκεντρώθηκαν στη Λόσνιτσα (Γέρμας Καστοριάς) υπό την ηγεσία των Τσόντου, Καούδη, Μακρή, Πούλακα, Δούκα, Γκούτα και Νταηλάκη. Ανήμερα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, οι Έλληνες αντάρτες εισέβαλαν στη Ζαγορίτσανη. Συνολικά σκοτώθηκαν 62 άτομα και πυρπολήθηκε το σύνολο σχεδόν των οικιών του οικισμού. Γράφει ο επίσης Σφακιανός μακεδονομάχος Στυλιανός Κλειδής:
«Το πρώτο σπίτι τινάχτηκε στις φλόγες απ’ το Μακρή. Μετά ένα-ένα στη σειρά, η νύχτα έγινε φωτεινότερη από τη μέρα [....]. Πάνω από τις μπόμπες, τις σφαίρες και τα ουρλιαχτά υψώθηκε μόνο η φωνή του Τσόντου. Τόσο δυνατή που την άκουσε η μισή Ζαγορίτσανη. Από δεκάξι και πάνω κανείς ζωντανός...».
Αργότερα, για τη διερεύνηση των γεγονότων, συστάθηκε διεθνής επιτροπή, αποτελούμενη από έναν ντόπιο σλαβόφωνο (που κατοικούσε όμως στο Μοναστήρι), τους προξένους της Ρωσίας και της Αυστροουγγαρίας, τρεις αξιωματικούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και δύο της Ιταλίας, οι οποίοι παρέλαβαν έγγραφη διαμαρτυρία των κατοίκων που διασώθηκαν. Στο τέλος Απριλίου του 1905 άνδρες του Βάρδα βρέθηκαν ενώπιον οθωμανικού αποσπάσματος στη Βλάστη Κοζάνης και στη συμπλοκή σκοτώθηκαν 37 Οθωμανοί και τραυματίστηκαν 17 ακόμη. Άλλη 30μελής στρατιωτική δύναμη, απέφυγε την εμπλοκή με τους Έλληνες αντάρτες. Ανάλογη επιτυχία είχε η δράση στα Κορέστεια Καστοριάς, όπου κατέβαλε τη σθεναρή βουλγαρική αντίσταση.
Η επίθεση κατά της Ζαγορίτσανης ενθουσίασε και αναθάρρησε τους πατριαρχικούς πληθυσμούς. Ο Βάρδας δεχόταν συγχαρητήρια για την επιχείρηση από όλο τον Ελλαδικό και Μακεδονικό χώρο καθώς οι παρατεταμένες βιαιοπραγίες και βαρβαρότητες των ενόπλων της ΕΜΕΟ είχαν εξαντλήσει την υπομονή και τις αντοχές, τόσο του πατριαρχικού πληθυσμού, όσο και των Ελληνικών σωμάτων στην περιοχή.
Εκτέλεση Αριστείδη Μαργαρίτη
Ο Καπετάν Βάρδας συντέλεσε καταλυτικά στην εκτέλεση, στις 3 Μαΐου 1905, του Αριστείδη Μαργαρίτη, γνωστός ως 'Καπετάν Τρομάρας, που ήταν αρχηγός Ελληνικού αντάρτικου σώματος ήδη από το 1903. Ο Μαργαρίτης είχε συνεργαστεί με τον Παύλο Μελά και αργότερα πήρε μέρος σε αρκετές μάχες όμως το σώμα του συμμετείχε, συχνά, σε απερίσκεπτες και άμετρες ενέργειες, όπως η εκτέλεση προυχόντων στο Εζερέτσι Καστοριάς ενώ υπήρχαν ενδείξεις συνεργασίας του με τους Βούλγαρους. Ο Τσόντος και ο Στέφανος Δούκας τον συνέλαβαν, διατάσσοντας την άμεση εκτέλεση του. Πράγματι, ο Παπαδράκος (Χρυσόστομος Χρυσομαλλίδης), αντάρτης ιερέας του σώματος του Βάρδα, άδειασε το περίστροφό του στο κεφάλι του Μαργαρίτη. Για την πράξη αυτή διαμαρτυρήθηκε ο Λάκης Πύρζας στον πρωθυπουργό Ιωάννη Θεοτόκη, ενώ ο Τσόντος απέδωσε την κίνηση στη διασπορά ψευδών ειδήσεων εκ μέρους του Μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη.
Ύστερη δράση (Μακεδονία)
Στις 24 Ιουνίου του 1905 ο Βάρδας γράφει στους κατοίκους του χωριού Νέρεντ της Φλώρινας:
«...Μου αρκεί να μάθω ότι μεταμελείστε και ότι θέλετε να εργαστείτε μαζί μου. Εκείνοι όμως οι οποίοι θα επιμείνουν να υποστηρίζουν το Κομιτάτο θα τιμωρηθούν, όπως τιμωρήθηκαν οι κάτοικοι της Ζαγορίτσανης. Μόλις λάβετε την παρούσα επιστολή πρέπει να έρθετε σε συνεννόηση μαζί μου και να μας δεχθείτε σαν αδέλφια σας, όπως πράγματι είμαστε. Εάν δεν με ακούσετε, θα πάθετε όσα δεν φανταστήκατε ποτέ. Είναι ευνόητο, πως αν αποφασίσετε να συνεννοηθείτε μαζί μου, πρέπει να διακόψετε κάθε σχέση με το Κομιτάτο».
Στις 20 Σεπτεμβρίου 1905 ο Βάρδας έστειλε επιστολή σε όλους τους Μακεδονομάχους αξιωματικούς που βρίσκονταν στην Αθήνα, ζητώντας να αποκλείσουν όλους τους παράγοντες του Μακεδονικού Κομιτάτου από τη διεύθυνση του Αγώνα. Η οριστική ρήξη, που πιθανόν να σηματοδοτούσε και τη λήξη του Αγώνα για την ένταξη της Μακεδονίας στον Ελληνικό Εθνικό κορμό, αποτράπηκε με την επέμβαση ψυχραιμότερων και από τις δυο πλευρές. Στις 28 Σεπτεμβρίου μαθαίνει πως οι Τούρκοι κρέμασαν στα Μπίτολα, τον φυλακισμένο οπλαρχηγό Καπετάν Κώττα, από το χωριό Ρούλια της Καστοριάς. Τον Δεκέμβριο του 1905 ο Βάρδας αναχώρησε για την Αθήνα, έχοντας εδραιώσει τις Ελληνικές θέσεις στη Δυτική Μακεδονία. Προσωρινά το κενό του αναπλήρωνε στα Κορέστια ο τότε Ανθυπολοχαγός Πεζικού Γεώργιος Ζήρας. Στην πρωτεύουσα της Ελλάδος στρατολόγησε συντοπίτες του Κρητικούς, μεταξύ τους και τον εξάδελφο του Μιχάλη Τσόντο.
Στην Αθήνα ο Βάρδας ήρθε σε συνεννόηση με το Κεντρικό Κομιτάτο γιατί στη διάρκεια του 1905 είχε επέλθει διαφωνία μεταξύ τους, εξαιτίας του θέματος που προέκυψε με την της διοίκηση των σωμάτων στη Μακεδονία. Το Κομιτάτο απαιτούσε όχι μόνο να οργανώνει και να χρηματοδοτεί τα σώματα, αλλά και να τα διοικεί. Ο Βάρδας που ζούσε από κοντά την κατάσταση, διαφωνούσε ριζικά προτείνοντας το σοβαρότερο επιχείρημα ότι το Κομιτάτο, όντας μακριά από τη Μακεδονία όπου λαβαίνουν χώρα άγνωστα γι αυτό. Τελικά, επήλθε συμφωνία και το Κεντρικό Κομιτάτο διατήρησε την ευθύνη και την αρμοδιότητα της προετοιμασίας, του εφοδιασμού και της συντηρήσεως των ανταρτικών σωμάτων, όμως μόλις αυτά περνούσαν τα σύνορα την ευθύνη της διοικήσεως αναλάμβαναν τα κατά τόπους Κέντρα της Μακεδονίας και ειδικότερα το Κέντρο Μπιτωλίων και οι αρχηγοί των σωμάτων.
2η έξοδος στη Μακεδονία
Το διάστημα που βρέθηκε στην Αθήνα ο Τσόντος προήχθη στον βαθμό του Υπολοχαγού. Στις 17 του Ιουνίου 1906 επέστρεψε στη Μακεδονία, με σώμα εξήντα πέντε ανταρτών ως γενικός, πλέον, αρχηγός των Ελληνικών δυνάμεων στο βιλαέτι Μοναστηρίου, υπό το ψευδώνυμο Γεώργιος Σφήκας [6]. Στις 26 Ιουνίου, διέταξε τον Παύλο Κύρου και τον Γιάννη Νακίτσα, να σκοτώσουν τον Μιχάλη, έναν Γύφτο από την Κορυτσά. Ο Μιχάλης είναι ερωτικός σύντροφος του καστοριανού Σιδέρη Ζίλα. Ο Ζίλας είναι μέλος του «εκτελεστικού», μιας ομάδας της Ελληνικής οργανώσεως, που δρουν, υπό την αρχηγεία του Γιάννη Νακίτσα, από τη Γράμμοστα ή Γκράμουστα της Καστοριάς. Η απόφαση για την επιβολή της ποινής του θανάτου λαμβάνεται προσωπικά από τον Βάρδα, γιατί ο Μιχάλης ο Γύφτος «ασελγούσε δημόσια» επί του Ζίλα, στα χωριά της περιοχής. Αποφασίζει επίσης, ο «αχρείος κύναιδος Ζίλας» να αφοπλιστεί και να σταλεί στην Ελλάδα.
Στις 21 Οκτωβρίου 1906 ο Βάρδας καταγράφει στο ημερολόγιο του πως υπάρχει μεγάλη μετανάστευση του ανδρικού πληθυσμού από τη Μακεδονία στην Αμερική: «Εδώ δεν υπάρχουν πια παρά γέροντες, γυναίκες και παιδιά, ελάχιστοι δε νέοι». Τις πρώτες μέρες του 1907, τον Βάρδα απασχολεί η συμπεριφορά του μητροπολίτη της Φλώρινας. Ο μητροπολίτης βρίσκεται σε διάσταση απόψεων με το Βασίλη Μπάλκο ή Μώρο, ένα σημαντικό στέλεχος της Ελληνικής οργανώσεως στην πόλη, και ζητάει την απομάκρυνσή του Μπάλκου. Ο αρχηγός συμφωνεί με το Φίλιππο Κοντογούρη (Κεφτέ), τον Έλληνα υποπρόξενο στη Θεσσαλονίκη και αντικαταστάτη του Λάμπρου Κορομηλά, που χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά του δεσπότη «καλογηρικά πείσματα» και τον αποκαλεί «αχρείο καλόγερο». Το ελληνικό προξενείο κόβει το μηνιαίο επίδομα του μητροπολίτη, προκειμένου να συνετιστεί.
Διαμάχη με το Μακεδονικό Κομιτάτο
Σε επιστολή του με ημερομηνία 19 Ιανουαρίου 1907 και υπογραφή «Αρχηγός Γεώργιος Βάρδας», θεωρεί το Κομιτάτο του Δημητρίου Καλαποθάκη «ολέθριο» και υπεύθυνο για «την παραλυσία, τη συναλλαγή και την αναρχία» που επικρατεί στη Μακεδονία. Πιστεύει πως «όλες οι ελπίδες και οι πεποιθήσεις θα συντριβούν τάχιστα και μέγιστος όλεθρος θα ακολουθήσει για τη ζωή, την τιμή και τα δίκαια του Γένους των Ελλήνων, αν εξακολουθήσει να λειτουργεί το γνωστό Μακεδονικό Κομιτάτο στην Αθήνα». Με τον τρόπο αυτό η διαμάχη Γιώργου Τσόντου (Βάρδα) και Δημήτρη Καλαποθάκη, για τη διεύθυνση της ελληνικής επίθεσης στη Μακεδονία, γίνεται έτσι γνωστή σε όλους.
Το κείμενο με την υπογραφή του Βάρδα δημοσιεύθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 1907. Ταυτόχρονα δημοσιεύθηκε και μια επιστολή του Θύμιου Καούδη, με ημερομηνία 1η Φεβρουαρίου, με την οποία κατηγορείται ο Καλαποθάκης, πως καταχράστηκε αρκετές χιλιάδες δραχμές, που είχαν δοθεί από τρίτο άτομο, για οικονομική ενίσχυση του Καούδη. Και επίσης ότι ο Καλαποθάκης είχε παρακρατήσει για δημοσιογραφική εκμετάλλευση το ημερολόγιο του κρητικού οπλαρχηγού. Ο Καλαποθάκης απάντησε μέσω των στηλών της εφημερίδος του, «Εμπρός» των Αθηνών, της ίδιας ημέρας. Κατηγορεί το Βάρδα για αχαριστία και λέει πως το Κομιτάτο όπλισε τους 64 άνδρες του σώματός του με όλα τα απαραίτητα και με σύγχρονα όπλα μάνλιχερ, χρηματοδοτεί δε όλα τα έξοδά του. Επιπλέον, τον χαρακτηρίζει υποκριτή, καθώς όταν βρισκόταν στην Αθήνα ξημεροβραδιαζόταν στα γραφεία του Κομιτάτου, εκεί που υποτίθεται ότι «τελούνται ανεκδιήγητα όργια». Το τελευταίο δε βράδυ πριν φύγει για τη Μακεδονία, δείπνησε μαζί με δεκαπέντε μέλη του Κομιτάτου. Αμφισβητεί τέλος τις ηγετικές ικανότητές του Τσόντου, επικαλούμενος ονομαστικά και τη γνώμη ορισμένων εκ των οπλαρχηγών.
Ερωτική μομφή
Στις 20 Μαΐου ο Βάρδας έγινε αποδέκτης επιστολής, που ήταν γραμμένη με κόκκινο μελάνι, από μια χωρική, την αγγελιαφόρο Λαζεβίτσα από το χωριό Ζέλοβο στα Κορέστια, η οποία του γράφει ότι γέννησε, πως το μωρό είναι δικό του και «του μοιάζει». Του ζητάει να αναγνωρίσει το παιδί και να την ενισχύσει οικονομικά. Ο Βάρδας χαρακτηρίζει τη Λαζεβίτσα «πόρνη» που έχει πάει με όλους τους αντάρτες. Γράφει πως έχει ακούσει πολλές φορές, το ότι έγινε πατέρας, αλλά θεωρούσε αυτό το σχόλιο σαν αστείο των ανδρών του. Για το ζήτημα αυτό, ο Βάρδας γράφει στο προξενείο Μοναστηρίου, δυο μέρες αργότερα. Εσωκλείει μάλιστα την επιστολή της Λαζεβίτσας και ζητάει να τελειώνει αυτό το κακό, το να αποδίδεται δηλαδή η πατρότητα του παιδιού σε αυτόν, και το ονομάζει «τέκνο όλων των ανταρτών».
Διαδικαστικά αποχωρήσεως από τη Μακεδονία
Στις 2 Οκτωβρίου του 1907 ο Βάρδας γράφει στο προξενείο Μοναστηρίου και ζητάει να του σταλούν τα χρήματα για να πληρώσει τους άνδρες, πριν αναχωρήσει για την Αθήνα, «να κανονίσει τους λογαριασμούς». Ζητάει επίσης πιστοποιητικό της υπηρεσίας του στη Μακεδονία, «από του Νοεμβρίου 1904 μέχρι του Οκτωβρίου 1905 και από του Ιουνίου 1906 μέχρι σήμερα» ενώ ρωτάει αν θα λάβει «τα οδοιπορικά», δηλαδή τα έξοδα επιστροφής του, από το Προξενείο ή από την Αθήνα. Στις 10 Νοεμβρίου 1907, ο Βάρδας γράφει τα τελευταία λόγια στο ημερολόγιό του στη γη της Μακεδονίας, ενώ βρίσκεται στο Ελληνόφωνο χωριό Κοντσικό:
«Μαθαίνω από τους εδώ, ότι ο Κοροπούλης, ο οποίος έχει κάνει καλή εντύπωση, φέρει τον τίτλο του Αρχηγού και σφραγίζει ως τέτοιος».
Έως την οριστική επιστροφή του στην τότε Ελληνική επικράτεια, τον Δεκέμβριο του 1907, ο Βάρδας κατέγραψε στο ενεργητικό του πάνω από τρία έτη δράσεως εναντίον όχι μόνο των Βουλγάρων ατάκτων αλλά και του Τουρκικού στρατού, ενώ οι Οθωμανικές αρχές τον επικήρυξαν για τη δράση του, ανεπιτυχώς, με το ποσό των 1.000 χρυσών λιρών.
Αποτίμηση της δράσεως στη Μακεδονία
Μετά το 1905, επικεφαλής των Ελληνικών ομάδων ανταρτών επιλέγονταν απόφοιτοι της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων εν γνώσει και με την άδεια του τότε Διαδόχου Κωνσταντίνου Α' που ήταν εκείνη την εποχή Γενικός Διοικητής του Στρατού, καθώς και απόφοιτοι της σχολής ναυτικών δοκίμων όπως οι Κακουλίδης και Ιωάννης Δεμέστιχας. Κάποιοι εξ αυτών σταδιοδρόμησαν στα μετέπειτα χρόνια αναλαμβάνοντας υψηλές θέσεις στο Στρατό και στην κρατική μηχανή όπως ο Τσόντος, ο Γεώργιος Κονδύλης, ο Γεώργιος Κατεχάκης, ο Κωνσταντίνος Μαζαράκης, ο Παύλος Γύπαρης και ο Γεώργιος Ζήρας. Όλοι αυτοί υπήρξαν αποδεδειγμένα ικανότατοι, σκληροτράχηλοι στις κακουχίες, ικανοί για δύσκολες αποστολές, λάμβαναν γρήγορες και ευφυείς αποφάσεις, ελίσσονταν με τα τμήματα τους με επιτυχία στρέφοντας πολύ συχνά τους Τούρκους εναντίον των Βουλγάρων.
Η δράση των Μακεδονομάχων επηρεαζόταν από τον αντίκτυπο που είχε η ένοπλη δράση τους στην περιοχή. Μετά τις αντεκδικήσεις του Τσόντου στη Δροσοπηγή και στη Ζαγοριτσάνη, το Μακεδονικό Κομιτάτο του ζήτησε να απέχει για κάποιο χρονικό διάστημα από οποιαδήποτε δράση προκειμένου να καταλαγιάσουν οι αντιδράσεις που είχαν προκληθεί στο εξωτερικό καθώς τα Ελληνικά Σώματα κατηγορούνταν ότι ξεπέρασαν τα όρια σκληρότητας έναντι των Εξαρχικών με βασανιστήρια και εκτελέσεις, όπως στην περίπτωση των Εξαρχικών του χωριού Κλαδορράχη από τα σώματα Μακρή και Καραβίτη που επιτιμήθηκαν έντονα από το Μακεδονικό Κομιτάτο, με αποτέλεσμα ο Καραβίτης να αποχωρήσει χολωμένος από τη Μακεδονία και να επιστρέψει στην Αθήνα. Συχνά ένοπλα τμήματα Μακεδονομάχων εισέρχονταν σε χωριά και εκτελούσαν Εξαρχικούς με συνοπτικές διαδικασίες, όπως στο χωριό Άγιος Παντελεήμονας Φλωρίνης στις 12 Ιουνίου 1905 ή στο χωριό Άγιος Γερμανός στις 23 Σεπτεμβρίου 1905, όπου σκότωσαν τον Εξαρχικό ιερέα και έκαψαν τα βιβλία του που ήταν στο Κυριλλικό αλφάβητο.
Επιστροφή στην Αθήνα / Βαλκανικοί Πόλεμοι
Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα ο Τσόντος παραπέμφθηκε σε υγειονομική επιτροπή, όπου διαγνώστηκε με χρόνιους αρθρικούς ρευματισμούς. Δίχως να υπάρχουν εκείνη την εποχή φάρμακα για αυτήν την ασθένεια, έλαβε μηνιαία αναρρωτική άδεια για λουτροθεραπεία στην Αιδηψό. Το 1907 πληροφορήθηκε ότι το 1905, φοβούμενος για τη ζωή του, επειδή είχε θανατώσει το Μελά, ο Βούλγαρος κομιτατζής Ντίνε (Στεργίου) [7] μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Το 1910, ο Έλληνας πράκτορας Μιλτιάδης Παπατέρπου έγραψε στον πεθερό του Μελά, Στέφανο Δραγούμη, ότι συνέχιζε να αναζητεί τον Ντίνε αποφασισμένος να του δώσει «οικτρόν θάνατον» ως προδότη και υπεύθυνο για το θάνατο του Μελά.
Ο Μιλτιάδης Παπατέρπου γράφει στον Δραγούμη ότι το μεγαλύτερο λάθος του θεοτρέλλου και επιπολαίου μητροπολίτη Καστοριάς, γράφει, ήταν η στρατολόγηση του προδότου εκ Στατίτσης Δίνε, η πρώτη και τελευταία προσφορά του οποίου στην ελληνική υπόθεση ήτο να φέρει τον μακαρίτη [Μελά] εις το χωριό του, όπου και έπεσε. Και καταλήγει:
Ο προδότης αμέσως μετά το κατόρθωμά του εδραπέτευσεν και ευρίσκεται ενταύθα, περιήλθον πολλά μέρη της Αμερικής αλλά δεν τον εύρον τον κακούργον. Ελπίζω όμως ότι θα τον εύρω και θα του δώσω οικτρόν θάνατον. Εστω και οι νόμοι της Αμερικής αμέσως με ηλεκτριάσουν, θα ευρεθή πατριώτης τις όστις τα ορφανά μου θα τα περιθάλψη".
Τον Ιούνιο του 1910, προήχθη σε λοχαγό Β΄ Τάξεως και τοποθετήθηκε στην Ι Μεραρχία ως υπασπιστής του Υποστρατήγου Μανουσογιαννάκη, ο οποίος εκτιμούσε το θάρρος και τις ικανότητές του. Την 23η Απριλίου 1912, προήχθη σε Λοχαγό Α' Τάξεως. Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης στον Α' Βαλκανικό Πόλεμο, αποσπάστηκε στο Επιτελείο της ΙΙΙ Μεραρχίας στη δυτική Μακεδονία, την οποία γνώριζε ήδη πολύ καλά. Έτσι, ο Βάρδας είδε να απελευθερώνονται η Καστοριά, η Βίγλιστα, η Κορυτσά, το Λεσκοβίκι, η Πρεμετή και η Κλεισούρα. Μετά, τοποθετήθηκε σύμβουλος του πολιτικού διοικητή Κορυτσάς Πέρου Καψαμπέλη και του στρατιωτικού διοικητή Συνταγματάρχη Αλέξανδρου Κοντούλη. Στον Β' Βαλκανικό Πόλεμο, ο Αρχιστράτηγος Βασιλιάς Κωνσταντίνος τον διόρισε επικεφαλής των ελληνικών σωμάτων που σχηματίστηκαν από έναν λόχο στρατιωτών και άτακτους εθελοντές για να αντιμετωπίσουν τους κομιτατζήδες στις περιοχές Κιλκίς, Σερρών, Δράμας και Νευροκοπίου. Ο Τσόντος διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στην εμπέδωση της Ελληνικής κυριαρχίας στις περιοχές αυτές. Στη συνέχεια ανέλαβε και πάλι υπασπιστής του Μαανουσογιαννάκη. Μετά το πέρας των Βαλκανικών Πολέμων προήχθη, τον Σεπτέμβριο του 1913, σε Ταγματάρχη του Πυροβολικού.
Η δράση του στη Βόρειο Ήπειρο [8]
Ο Ταγματάρχης Τσόντος τοποθετήθηκε για δεύτερη φορά στην Κορυτσά, αρχικά πάλι ως βοηθός του Κοντούλη και μετά ανέλαβε διοικητής μοίρας πυροβολικού στη μεραρχία που έδρευε εκεί. Στις 15 Φεβρουάριου 1914 διατάχθηκε να εγκαταστήσει τα πολυβόλα του στα Γιάννινα και από εκεί στη Μεσογέφυρα του Αώου καθώς ο Ελευθέριος Βενιζέλος διέταξε την εγκατάλειψη της Βορείου Ηπείρου, γεγονός που κλόνισε την εμπιστοσύνη του Τσόντου προς τον συμπατριώτη του πολιτικό.
Στις 16 Φεβρουαρίου 1914 έφτασε στο Αργυρόκαστρο ο Γεώργιος Χρηστάκης και σχημάτισε την Κυβέρνηση της Αυτονόμου Ηπείρου. Στις 17 Φεβρουαρίου τα Ελληνικά στρατεύματα παρατάχθηκαν στον ποταμό Δρίνο και η Ελληνική σημαία υπεστάλη. Ο μητροπολίτης Κορυτσάς Βασίλειος την αποχαιρετά κλαίγοντας:
«...χάριν της υπερτάτης εθνικής ανάγκης κατεβιβάσθης, ω θείον όνειρον ημών τε και των πατέρων μας, γαλανόλευκή μας, εθνική μας σημαία. Αλλά αντί σου δεν υψώνομεν ξένην, υψώνομεν την θυγατέρα σου, την ηπειρωτικήν [9], η οποία θα κατίσχυση της αλβανικής ημισελήνου. ...».
Η Ελληνική κυβέρνηση ανησυχούσε για τις πιθανές ενέργειες του Τσόντου και αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο τον ανακάλεσε στην Αθήνα, όμως αυτός πήγε, αρχικά, στα Ιωάννινα και από κει στην Αθήνα, απ’ όπου συνέχισε να συνδράμει τον αγώνα των Βορειοηπειρωτών. Μερίμνησε για την αποστολή Κρητικών οπλαρχηγών, Βρανά, Ξηρούχα και Καραβίτη, στην περιοχή, εν αγνοία του Βενιζέλου. Την 1η Απριλίου του ίδιου έτους ο Τσόντος υπέβαλε την παραίτηση του από τον Ελληνικό στρατό και επέστρεψε στην Ήπειρο όπου συντάχθηκε με τους συμπατριώτες του οπλαρχηγούς και ανέλαβε τη θέση του διοικητού του στρατού της αυτονόμου Ηπείρου στην περιοχή της Κορυτσάς. Ακολούθησε τη δική του Εθνική παρόρμηση αδιαφορώντας για την πολιτική συμβιβασμών του Βενιζέλου και με τη συνολική του δράση φούντωσε την πολεμική δραστηριότητα των ατάκτων όπως προκύπτει από την αλληλογραφία του με τον διοικητή της αλβανικής εθνοφυλακής Κορυτσάς Ολλανδό ταγματάρχη Σ.Β. Χαν.
Ό Χαν ανήσυχος από τη δραστηριότητα του Βάρδα του γράφει, με διακριτικότητα, στις 14 Μαΐου και του αναφέρει τα όρια της ανακωχής διατυπώνοντας την απόφαση του να τα προστατεύσει «...επειδή αρκετάς καταστροφάς υπέστη η Ήπειρος ένεκα του πολέμου», προειδοποιώντας ότι: «..μια επιχείρησις επιθέσεως κατά στρατηγικών σημείων κατεχομένων υπό των σωμάτων μου, διαρκούσης τής ανακωχής, θα θεωρηθή ως διάσπασις της ανακωχής καθ’ όλην την μεθόριον γραμμήν μας...». Ο Τσόντος στην απάντηση του καλεί τον Ολλανδό να αποσύρει τους άνδρες του από την κορυφογραμμή του Γράμμου και ο Χαν απαντά εκφράζοντας τη λύπη του, «..διότι μέρος των στρατευμάτων μου άνευ των διαταγών μου {...} κατέλαβε μέρη τινά του Γράμμου. Παρακαλείσθε όπως με συγχωρήσητε διά το λάθος τούτο...».
Στις 6 Ιουνίου ο Χαν παραπονέθηκε στον Βάρδα ότι ηπειρωτικά σώματα ενοχλούν τα χωριά Πρόγρη, Μουτσουρίστα, Τρένη και προσθέτει ότι μετά μεγάλης δυσκολίας συγκρατεί τους Αλβανούς «...από του να επιτεθούν κατά των σωμάτων τούτων, όπερ θα εσήμανε την διακοπήν της ανακωχής...». Ο Έλληνας αξιωματικός διατυπώνει την απάντηση του με πρωτοφανή ειρωνεία και επιθετικότητα:
«Καθ’ όσον δ’ αφορά την δυσκολίαν ήν δοκιμάζετε δια την συγκράτησιν των Αλβανών, σπεύδω να ανακοινώσω υμίν ότι λίαν ευχαρίστως θα εδεχόμην την εκ μέρους των διακοπήν της ανακωχής και κατά συνέπειαν σας παρακαλούμεν θερμώς όπως παύσητε ασχολούμενος εις την συγκράτησιν αυτών...».
Παράλληλα ο Βάρδας, λαμβάνοντας μυστικά ενισχύσεις σε όπλα και εφόδια από τα Ελληνικά στρατιωτικά τμήματα της Ηπείρου, αποφάσισε να παραβιάσει την ανακωχή και να επιτεθεί στην Κορυτσά. Αδιαφορώντας για τις συνέπειες, συγκεντρώνει τούς άντρες του και προχωρεί προς την Κιούτεζα, όπου λαμβάνει επιστολή από τον Ολλανδό διοικητή της Πολιτοφυλακής:
«...Ελπίζω εξ όλης τής καρδίας μου ότι τα μέτρα τα οποία ελάβατε δεν διευθύνονται κατά της αμύνης τον Μπόζικρατ - Τσέτας. Η άφιξις σας έθεσε πάντας εν επιφυλακή, άλλα εγώ ελπίζω ότι σεις, διοικητά μου, δεν έχετε απολύτως καμμίαν πρόθεσιν να προσβάλλετε ουδεμίαν των ημετέρων θέσεων, μάλιστα εν χρόνω, καθ’ όν οι πτωχοί χριστιανοί κάτοικοι πρόκειται να επανέλθωσιν εις τα χωρία των...».
Ο Τσόντος Βάρδας απάντησε με επιστολή στον Χαν στην οποία, αφού παραδέχεται ότι σκοπεύει να επιτεθεί και να καταλάβει την Κορυτσά, του εξηγεί επιπρόσθετα και τους λόγους που αποφάσισε την επίθεση. Στο αίτημα του Ολλανδού διοικητή για αναβολή των επιχειρήσεων και της επιθέσεως εναντίον της Κορυτσάς ο Τσόντοας απαντά:
«Λαμβάνω τήν τιμήν να γνωρίσω μετ’ ειλικρινούς λύπης ότι αδυνατώ να παράσχω οιανδήποτε προθεσμίαν, δια λόγους αποκλειστικώς στρατιωτικούς, αρχόμενος αύριον των πολεμικών επιχειρήσεων.....».
Ο Τσόντος χωρίζει το στρατό του σε τρεις φάλαγγες και στις 23 Ιουνίου, αρχίζει την επίθεση. Την πρώτη φάλαγγα οδηγεί ο λοχαγός Γεώργιος Κονδύλης, τη δεύτερη ο λοχαγός Επαμεινώνδας Γραββάνης και την τρίτη ο Παύλος Γύπαρης, ο οποίος στις 24 Ιουνίου καταλαμβάνει την Κορυτσά [10], δίνοντας προσωρινή χαρά στον μαρτυρικό Ελληνικό πληθυσμό. Ο Τσόντος που ειδοποιήθηκε για την απελευθέρωση της Κορυτσάς, αναχώρησε από το χωριό Ντάρδα και έφτασε στην πόλη τις βραδινές ώρες της ίδιας μέρας, απ’ όπου απέστειλε σχετικό τηλεγράφημα στην Προσωρινή Κυβέρνηση του Γεώργιου Χρ. Ζωγράφου. Το τηλεγράφημα για την Απελευθέρωση της Κορυτσάς έφτασε στο Δέλβινο ενώ συνεδρίαζε η Συντακτική Συνέλευση για να λάβει απόφαση σχετικά με την επικύρωση του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας. Η Συνέλευση «τιμής ένεκεν» διέκοψε τις εργασίες της και η Προσωρινή Κυβέρνηση, αφού συνεχάρη τον Γεώργιο Τσόντο-Βάρδα για την επιτυχία, εξέδωσε γενική εγκύκλιο διαταγή προς τον Στρατό της Αυτόνομης Ηπείρου με την οποία συνέχαιρε τους αγωνιστές και τους παρότρυνε να συνεχίσουν τον αγώνα τους με το ίδιο θάρρος, μέχρι να δικαιωθούν οι θυσίες τους [11]. Ο Τσόντος μεταφέρθηκε στους ώμους των Κορυτσαίων μέχρι το σπίτι του. Εξέδωσε δύο προκηρύξεις μία προς τους κατοίκους της πόλεως και μία προς αυτούς των επαρχιών Γρεβενών, Σιατίστης, Καστοριάς και Φλώρινας, που τον είχαν βοηθήσει στον αγώνα του. Την 18η Οκτωβρίου 1914, στην πόλη εισήλθε μονάδα του Ελληνικού Στρατού υπό τον Κοντούλη.
Βενιζελικές διώξεις
Ο Τσόντος αναχωρώντας, από την Κορυτσά, επέστρεψε στην Αθήνα και στις 20 Μαρτίου του 1915, ανακλήθηκε στην ενεργό στρατιωτική υπηρεσία. Την 21η Μαΐου 1916, προήχθη σε αντισυνταγματάρχη και τοποθετήθηκε υποδιευθυντής στη Διεύθυνση Υλικού Πολέμου. Την περίοδο του κινήματος της Εθνικής Άμυνας τάχθηκε υπέρ της νόμιμης κυβερνήσεως και του βασιλιά. Σύμφωνα με τους κατηγόρους του, ηγήθηκε παραστρατιωτικών ομάδων βασιλοφρόνων στην Ουδέτερη Ζώνη το 1916 και για τον λόγο αυτός ήταν ο κορυφαίος σε σπουδαιότητα στρατιωτικός καταζητούμενος μετά την έλευση των βενιζελικών στην εξουσία το καλοκαίρι του 1917. Το ίδιο έτος αμέσως μετά την επικράτηση του κινήματος και την εγκατάσταση του Βενιζέλου, ως προέδρου κυβερνήσεως εγκατεστημένης από τους Αγγλογάλλους, στην Αθήνα, έφυγε μαζί με άλλους οπαδούς του βασιλιά Κωνσταντίνου στην Ευρυτανία· και τελικά, βρήκε καταφύγιο στο χωριό Παλαιόκαστρο, της Λαμίας, στο σπίτι του Κώστα Σιάννου, που ήταν συγγενής του και τοπικό στέλεχος του βενιζελικού κόμματος.
Το όνομά του Τσόντου ενεπλάκη στη στάση αρκετών βιαίως επιστρατευθέντων ανδρών στη Χαλκίδα και τον Δεκέμβριο του 1917, το βενιζελικό καθεστώς τον αποστράτευσε. Στις εκλογές του 1920 όπου ηττήθηκε ο Βενιζέλος και το κόμμα των Φιλελευθέρων, ο Τσόντος επανήλθε στο στράτευμα. Αρχικά, τοποθετήθηκε διοικητής της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων και τον Δεκέμβριο του 1921 έγινε φρούραρχος Αθηνών, ενώ είχε ήδη προαχθεί στον βαθμό του συνταγματάρχη. Μετά την επικράτηση των κινηματιών του 1922, τέθηκε εκ νέου σε διαθεσιμότητα, υπέστη νέες διώξεις και αποστρατεύθηκε, τον Φεβρουάριο του 1923, όμως το 1927 επανήλθε στο στράτευμα σε περιορισμένο βαθμό.
Πολιτική δράση & αξιώματα
Στις εκλογές της 25η Φεβρουαρίου 1932, το Λαϊκό κόμμα ήρθε πρώτο σε ψήφους αλλά δεύτερο σε έδρες λόγω της καλπονοθείας του, βενιζελικής εμπνεύσεως, εκλογικού συστήματος, καθώς το κόμμα Φιλελευθέρων κέρδισε τις 3 από τις 4 έδρες των προνομιούχων (για ιστορικούς λόγους) περιφερειών των Σπετσών, της Ύδρας και των Ψαρρών. Ο Τσόντος εξελέγη βουλευτής της εκλογικής περιφέρειας Φλώρινας, επιτυχία που επανέλαβε στις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933 στην περιφέρεια της Καστοριάς. Το 1935 εξελέγη πληρεξούσιος στην Ε' Εθνοσυνέλευση με τον συνδυασμό του Φίλιππου Δραγούμη, αδελφού του Ίωνα, στην εκλογική περιφέρεια Φλώρινας-Καστοριάς, όπου αντικατέστησε [12] τον παραιτηθέντα φαρμακοποιό Γεώργιο Ιωαν. Αργυρόπουλο. Τον Οκτώβριο του 1935, ο Γεώργιος Κονδύλης του πρότεινε να αναλάβει υπουργός - Γενικός Διοικητής Κρήτης. Ο Τσόντος αποδέχθηκε την πρόταση και από τις 10 Οκτωβρίου έως τα τέλη Νοεμβρίου 1935 [13] άσκησε με επιτυχία τα καθήκοντα του.
Στα τέλη του 1935 προβιβάστηκε αναδρομικά, από το 1925, στον βαθμό του Υποστρατήγου και θεωρήθηκε σε οριστική αποστρατεία από το 1931 όταν κατελήφθη υπό του ορίου ηλικίας με τον βαθμό του αντιστρατήγου, λαμβάνοντας σύνταξη και λογιζόμενος ως εν ενεργεία αξιωματικός την περίοδο 1923-35 [14]. Στις εκλογές της 26ης Ιανουαρίου 1936, ο Τσόντος Βάρδας, ο οποίος ήταν ήδη βουλευτής και διάθετε εκλογικό δίκτυο και παρέμενε ζωντανή η μνήμη της δράσεως του αν και είχαν περάσει περισσότερα από 25 χρόνια από τα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα, δεν επανεξελέγη μολονότι κατέλαβε την πρώτη θέση στη Φλώρινα με 1.173 ψήφους, ήτοι 5,04% επί των συνολικών ψηφισάντων, καθώς η παράταξη δεν κατέλαβε έδρα σε αυτή την περιφέρεια.
Συγγραφικό έργο
Ο Γεώργιος Τσόντος Βάρδας άφησε ένα πολύ πλούσιο και σπουδαίο ιστορικό αρχείο με προσωπικά του στοιχεία και απομνημονεύματα το οποίο χρησίμευσε σε διάφορες ιστορικές μελέτες αργότερα. Μεταξύ άλλων, έγραψε και δημοσίευσε τα έργα:
- «Μακεδονικός Αγών. Ημερολόγιο 1904-1907», σε τρεις τόμους.
Κκδόθηκε το 2003 από τον Γιώργο Πετσίβα. Αποτελείται από τόμους μεγάλου σχήματος και ένα σύνολο 1.400 σελίδων. Καλύπτει με καθημερινές εγγραφές το διάστημα από 26 Απριλίου έως 29 Οκτωβρίου 1905 (πρώτη έξοδος του Βάρδα) ο Α’ τόμος και από 4 Ιουνίου 1906 έως 10 Νοεμβρίου 1907 (δεύτερη έξοδος) ο Β και ο Γ' τόμος.
- «Η Βενιζελική τυραννία. Ημερολόγιο 1917-1920».
Αρχείο Γεωργίου Τσόντου Βάρδα [15]
Το αρχείο του Τσόντου Βάρδα, το οποίο είχε στην κατοχή της η αδελφή του Ελπίδα Χλαμπουτάκη, δωρήθηκε στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, τον Οκτώβριο του 1950 και παρελήφθη στις 3 Οκτωβρίου του 1951, διαλυμένο και ακατάστατο, προς ταξινόμηση. Σήμερα το αρχείο αυτό περιλαμβάνει τριάντα ταξινομημένους φακέλους και είναι προσβάσιμο στους ερευνητές. Σύμφωνα με κάποιες πηγές το αρχείο, το οποίο φωτοτύπησε στο σύνολο του ο Γεώργιος Πετσίβας, «εξαφανίστηκε» [16] μυστηριωδώς από τα Γ.Α.Κ., το 1994, δίχως να υπάρξει κάποια επίσημη εξήγηση.
Μνήμη Γεωγ. Τσόντου Βάρδα
Ο Γεώργιος Τσόντος, βασιλόφρων αξιωματικός που διακρίθηκε για την τόλμη του στις παραστρατιωτικές καταδρομικές επιχειρήσεις του Μακεδονικό Αγώνα, ως αξιωματικός στους Βαλκανικούς Πολέμους, αλλά και στους αγώνες για την ένωση της Βορείου Ηπείρου με την Ελλάδα το 1914, απεβίωσε πάμπτωχος και λησμονημένος, στο Παγκράτι, κατάφερε να δημιουργήσει ένα σοβαρό στρατιωτικό αποτέλεσμα στη Μακεδονία, κρίσιμο για την απόφαση των ντόπιων να στηρίξουν τον αγώνα. Από το 1901 με αριθμό μητρώου 32, ήταν μέλος της Τεκτονικής Στοάς Μίνως στο Ρέθυμνο της Κρήτης [17]. Προτομή του έχει στηθεί στον κήπο της Παναγίας Χαλκέων [18] στη Θεσσαλονίκη ενώ στη μνήμη του γράφηκαν ποιήματα και στίχοι που μελοποιήθηκαν [19]. Το όνομα του αποθανατίστηκε και από τη λαϊκή μούσα και χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω τραγούδι:
«Μεριάστε ο Βάρδας να διαβεί, να πάει στο Μοναστήρι Κει που’ναι ο πόλεμος χαρά κι η μάχη πανηγύρι».
Προς τιμήν του υπάρχει οδός στην περιοχή του Παλαιού Σταθμού στη Θεσσαλονίκη όπως και σε Αθήνα, Ηράκλειο, Χανιά, Γαλάτσι, Καστοριά και Φλώρινα.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
- [Γεώργιος Τσόντος Βάρδας-Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη βασιλική Παλινόρθωση του 1935 Ιωάννης Β. Δασκαρόλης, Πρόσωπα & Ιστορίες, Εφημερίδα Η Καθημερινή, 26 Ιουνίου 2024.]
- [Τσόντος Γεώργιος grandlodge.gr]
- [Αρχείο Γεωργίου Τσόντου Βάρδα greekarchivesinventory.gak.gr]
- [Μακεδονικός Αγώνας μετά το θάνατο του Παύλου Μελά.]
- [Τσόντος Γεώργιος]
- [Ποιος σκότωσε τον Παύλο Μελά; users.sch.gr]
Παραπομπές
- ↑ [Οικογένειες / Τσόντος ή Τσοντάκης e-sfakia.gr]
- ↑ [Γερμανού Καραβαγγέλη: «Ο Μακεδονικός Αγώνας», Αρχείο Μακεδονικού Αγώνος Πηνελόπης Δέλτα, Θεσσαλονίκη 1958, σελίδα 15η.]
- ↑ [«Από το Ίλιντεν στη Ζαγκορίτσανη (1903-1905)», Κώστας Λιακόπουλος.]
- ↑ [Τον Ιούλιο του 1903 η κατάσταση στη Μακεδονία εκτραχύνθηκε με την εκδήλωση της νεφελώδους εξέγερσης του Ίλιντεν. Επρόkειτο για στάση με ασαφή αιτήματα κοινωνικού, πολιτικού και εθνοτικού χαρακτήρα, στην οποία πρωτοστάτησαν σλαβόφωνοι τοπικοί ηγέτες. Η έγκαιρη έλευση του οθωμανικού στρατού αποσόβησε μια ενδεχομένη εξάπλωση της.]
- ↑ [Μακεδονικός Αγώνας, ένα οικονομικό σκάνδαλο efsyn.gr]
- ↑ [Γρηγόριος Π. Βέλκος, Ή Σέλιτσα και η περιοχή της στον Μακεδονικό Αγώνα, σελίδα 286η.]
- ↑ [Ο Ντίνε υπήρξε κομιτατζής, μέλος της ανταρτοομάδας του Μήτρου Βλάχου, απ' όπου έφυγε "διά λόγους αντιζηλίας προς άλλον" (Απομνημονεύματα Καραβίτη, σελίδα 133η). Στις 22 Αυγούστου 1904 εντάχθηκε στο σώμα των Καούδη και Κύρου, κομίζοντας επιστολή του μητροπολίτη Καραβαγγέλη που συνιστούσε να τον κάνουν απευθείας καπετάνιο (Ημερολόγιο Καούδη, σελίδα 24η).]
- ↑ [Ο Ελληνικός Στρατός στη Βόρειο Ήπειρο. Νίκος Αγγελής, Περιοδικό «Αστυνομικά Χρονικά», Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1976, σελίδες 52η, 53η & 79η.]
- ↑ [Ο Μητροπολίτης Κορυτσάς Βασίλειος αναφέρεται στη Σημαία της Αυτόνομης Ηπείρου, τη γαλανόλευκη με τον δικέφαλο αετό.]
- ↑ [24 Ιουνίου 1914: Η Απελευθέρωση της Κορυτσάς himara.gr]
- ↑ [24 Ιουνίου 1914: Ο Στρατός της Αυτονόμου Ηπείρου απελευθερώνει την Κορυτσά logxi.com]
- ↑ [Μακεδονικός Αγών, σελίδα 181η.]
- ↑ [Κυβέρνησις ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΟΝΔΥΛΗ Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης]
- ↑ [«Κοινωνικός Φρουρός», «Όργανον Συνδέσμου Αλληλεγγύης Αποστράτων Αξιωματικών Ξηράς»), φύλλα 24ης Νοεμβρίου 1935 & 8ης Δεκεμβρίου 1935, & εφημερίδα «Έθνος» Φλώρινας, φύλλο 11ης Ιανουαρίου 1936.]
- ↑ [Αρχείο Γεωργίου Τσόντου Βάρδα]
- ↑ [«Η εξέγερση του Ίλιντεν» Παναγιώτης Ξοπλίδης, Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος 2022, σελίδα 121η, (ανακτήθηκε στις 13 Οκτωβρίου 2024, 12:01').]
- ↑ [Πώς οι Τέκτονες απελευθέρωσαν τη Μακεδονία tribune.gr]
- ↑ [Καπετάν Βάρδας digitalglyptotheque.gr]
- ↑ [Ο καπετάν Βάρδας Εικονικό Μουσείο Αρχείου Κουνάδη]