Νίκος Εγγονόπουλος

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Νικόλαος Εγγονόπουλος Έλληνας εθνικιστής, υπερρεαλιστής ζωγράφος και σκηνογράφος, ο εισηγητής της Μεταφυσικής Ζωγραφικής και του υπερρεαλισμού ή του Σουρεαλισμού στην Ελλάδα, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Ριζοσπαστικής Δεξιάς και του Εθνικισμού στην Τέχνη, ποιητής και μεταφραστής, καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, γεννήθηκε στις 21 Οκτωβρίου 1907 στην Αθήνα όπου και πέθανε στις 31 Οκτωβρίου 1985 από έμφραγμα του μυοκαρδίου. Η κηδεία του έγινε με δημόσια δαπάνη στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.

Ο Εγγονόπουλος ήταν παντρεμένος δύο φορές. Το 1950 γνωρίστηκε και παντρεύτηκε με τη Νέλλη Ανδρικοπούλου, ζωγράφο και συγγραφέα και μαζί απέκτησαν έναν γιο, τον Παναγιώτη, όμως ο γάμος τους διαλύθηκε τέσσερα χρόνια αργότερα. Το 1956 ο Εγγονόπουλος γνωρίστηκε και στις 15 Μαρτίου 1960 παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο, που τελέστηκε στον Άγιο Δημήτριο Λουμπαρδιάρη, με την μαθηματικό Ελένη Τσιώκου-Εγγονοπούλου, κόρη χημικού-πολιτευτή της Πρεβέζης και πολύ νεότερη του, με την οποία γνωρίστηκαν στο Μετσόβιο, όταν ο Εγγονόπουλος δίδασκε Ιστορία της Τέχνης στους αρχιτέκτονες, ενώ η ίδια κατείχε θέση επιμελήτριας στην έδρα του καθηγητού Ν. Κριτικού. Το ζευγάρι Εγγονόπουλου εγκαταστάθηκε κι έζησε σε σπίτι της οδού Αναγνωστοπούλου στο Κολωνάκι στην Αθήνα ενώ από το γάμο τους έγιναν γονείς μιας κόρης, της Ερριέττας.

Βιογραφία

Ο Νίκος που είχε έναν μεγαλύτερο αδελφό, ήταν δευτερότοκος γιος του ευκατάστατου επιχειρηματία Παναγιώτη [1] και της Ερριέττης Ιωαννίδη-Εγγονοπούλου η οποία γεννήθηκε στην Αθήνα κι ήταν κόρη του λόγιου Νίκου Ιωαννίδη [2] από τη Χιμάρα της Βορείου Ηπείρου. Ο Παναγιώτης Εγγονόπουλος που κατάγονταν από την Κωνσταντινούπολη. Ο Εγγονόπουλος έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του σε ευκατάστατο περιβάλλον. Το καλοκαίρι του 1914 η οικογένεια Εγγονόπουλου ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρέμεινε αναγκαστικά και εγκαταστάθηκε λόγω του Α' Παγκοσμίου πολέμου.

Στα 12 του χρόνια, ο Εγγονόπουλος έζησε από κοντά την αγωνία των Ελλήνων με τη Μικρασιατική καταστροφή και τον ξεριζωμό του Ελληνισμού από την περιοχή της Κωνσταντινουπόλεως και της Μικράς Ασίας. Το 1923, σε ηλικία 12 ετών, και μέχρι το 1927 ο Εγγονόπουλος γράφηκε εσωτερικός στο περίφημο Λύκειο Henri-IV στο Παρίσι, όπου διδάχθηκε την κλασική Γαλλική ποίηση, ενώ περνούσε τα Σαββατοκύριακα στο σπίτι του Λιάμπεση, του θείου του που ήταν γιατρός στο Παρίσι, όπου γνωρίστηκε με τον Τουρκοαλβανό ποιητή Χατζή-Σεχρέτ, που αποτέλεσε την ποιητική του πηγή. Το Νοέμβριο του 1927 ο Εγγονόπουλος επέστρεψε στην Αθήνα για να υπηρετήσει τη θητεία του και μέχρι και τον Ιούλιο του 1928 υπηρέτησε ως στρατιώτης ακροβολιστής στο 1ο Σύνταγμα Πεζικού. Μετά την απόλυση του αρχίζει να εργάζεται ως μεταφραστής σε τράπεζα και ως γραφέας στο Πανεπιστήμιο, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα στο νυχτερινό Γυμνάσιο του Ψυρρή, για να αποκτήσει και Ελληνικό απολυτήριο.

Από τον Οκτώβριο του 1930 έως και τον Μάρτιο του 1933 εργάστηκε ως σχεδιαστής με ημερομίσθιο στη Διεύθυνση Σχεδίων Πόλεων του Υπουργείου Δημοσίων Έργων. Το 1932 γράφτηκε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών όπου είχε καθηγητή τον Κώστα Παρθένη και παράλληλα μαθήτευσε πλάι στον Φώτη Κόντογλου και τον Ανδρέα Ξυγγόπουλο και διδάχτηκε την Βυζαντινή Τέχνη και την Βυζαντινή Αγιογραφία μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη, μαζί με τον οποίο βοήθησαν τον δάσκαλο τους Φώτη Κόντογλου στις τοιχογραφίες του σπιτιού του. Ο Εγγονόπουλος που πραγματοποίησε ελεύθερες σπουδές σε Παρίσι, Βιέννη, Μόναχο και την Ιταλία, γνωρίστηκε με άλλους σημαντικούς καλλιτέχνες, τον Ανδρέα Εμπειρίκο, τον Γιάννη Μόραλη και τον Ιταλό εθνικιστή καλλιτέχνη Τζόρτζιο ντε Κίρικο. Τον Μάιο του 1934 ο Εγγονόπουλος προσλήφθηκε ως ωρομίσθιος υπάλληλος στην Τοπογραφική Υπηρεσία του Υπουργείου Δημοσίων Έργων και τον Μάιο του 1940 μονιμοποιήθηκε ως Σχεδιαστής Α' Τάξεως. Τον Φεβρουάριο του 1941 ο Νίκος Εγγονόπουλος επιστρατεύθηκε και υπηρέτησε στο Αλβανικό Μέτωπο. Συνελήφθη από τους Γερμανούς και μεταφέρθηκε σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως όμως κατάφερε να δραπετεύσει και επέστρεψε οδικά στην Αθήνα.

Τον Μάιο του 1945, λίγο καιρό μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος από τις δυνάμεις κατοχής του Άξονα, αποσπάστηκε από το Υπουργείο Δημοσίων Έργων στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο ως βοηθός στην έδρα Διακοσμητικής και Ελευθέρου Σχεδίου του εθνικιστή διανοούμενου Δημήτρη Πικιώνη, θέση στην οποία παρέμεινε με συνεχείς ανανεώσεις μέχρι το 1956, οπότε εκλέχθηκε μόνιμος επιμελητής στην ίδια Έδρα και ένα χρόνο μετά στην Έδρα Γενικής Ιστορίας της Τέχνης. Παράλληλα εργάστηκε στο Υπουργείο Οικισμού και Ανοικοδομήσεως και σε συνεργασία με την αρχιτεκτονική ομάδα του Πικιώνη σχεδίαζε νέα κτίρια. Το 1964 παραιτήθηκε από το Πολυτεχνείο όμως επανεκλέχθηκε το 1969 στην έδρα του Ελεύθερου Σχεδίου. Το 1973 συνταξιοδοτήθηκε και αναγορεύτηκε ομότιμος καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.

Εργογραφία

Το 1949 ο Εγγονόπουλος συμμετείχε στην ίδρυση του καλλιτεχνικού ομίλου «Αρμός» σκοπός του οποίου ήταν η προώθηση μιας σύγχρονης αισθητικής στην Ελλάδα μαζί με τον Νικόλαο Χατζηκυριάκο Γκίκα τον Γ. Τσαρούχη, τον Γ. Μόραλη, τον Ν. Νικολάου, την Ναταλία Μελά, τον Π. Τέτση, τον Γ. Μαυροειδή και άλλους. Στην υλοποίηση του έργου του άντλησε τις εμπνεύσεις του από τη μυθολογία, τη δημοτική παράδοση, τα σύγχρονα ρεύματα της Ευρωπαϊκής ζωγραφικής. Υπήρξε μέλος του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου, της Ελληνικής Εταιρίας Αισθητικής, της Société Européenne de Culture και του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (ΕΕΤΕ).

Πίνακες του Εγγονόπουλου φιλοξενούνται στην Εθνική Πινακοθήκη, στις Δημοτικές Πινακοθήκες Αθηνών, Ρόδου, Θεσσαλονίκης, στο Μουσείο Θεάτρου στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και σε ιδιωτικές συλλογές. Ποιήματα του έχουν μεταφραστεί στα Γαλλικά, Αγγλικά, Ιταλικά, Ισπανικά, Δανικά, Πολωνικά, Ουγγρικά και τη Βενετική διάλεκτο. Επιπλέον έχουν μελοποιηθεί από το Νίκο Μαμαγκάκη και τον Αργύρη Κουνάδη, ο οποίος έγραψε τη μουσική υπόκρουση στο ποίημα «Μπολιβάρ» για το δίσκο της εταιρίας «Διόνυσος», σε απαγγελία του ίδιου του ποιητή.

Συγγραφικό έργο

Ποίηση

Ο Εγγονόπουλος, που πρωτοεμφανίστηκε στα Ελληνικά γράμματα το 1938 μέσα από τις σελίδες του περιοδικού «Κύκλος», έγραψε και δημοσίευσε εννέα ποιητικές συλλογές.

  • «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν» το 1938, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Κύκλος», το περιοδικό που εξέδιδε ο ποιητής Απόστολος Μελαχρινός,
  • «Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής» τον Σεπτέμβριο του 1939, οι δύο πρώτες ποιητικές συλλογές του Εγγονόπουλου, αποτέλεσαν αντικείμενο ειρωνικών σχολίων και χλευασμού. Το έως τότε έργο του σκανδάλισε τους λογοτεχνικούς κύκλους των Αθηνών και ο ίδιος μαζί με τον Ανδρέα Εμπειρίκο έγιναν αντικείμενο παρωδίας σε επιθεώρηση της εποχής.

Τον Χειμώνα του 1942 προς 1943, ο Εγγονόπουλος συνέθεσε τον

  • «Μπολιβάρ», ποίημα που υποδέχθηκε θερμά το ελληνικό κοινό, σε αντίθεση με τη μέχρι τότε επικριτική ή και χλευαστική κριτική που αντιμετώπιζε το έργο του. Το ποίημα, λόγω των ειδικών συνθηκών της εποχής, καθώς η Ελλάδα βρίσκονταν υπό κατοχή, κυκλοφόρησε σε χειρόγραφα αντίγραφα, διαβάστηκε σε συγκεντρώσεις και δημοσιεύτηκε το 1944. Πρόκειται για ένα μεγάλο συνθετικό ποίημα, µε υπερρεαλιστικά στοιχεία και µε περιεχόμενο που αναφέρεται σε εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες. Με το ποίημα αυτό, που αποτελεί απόδοση τιμής στον Βενεζουελανό στρατηγό και πολιτικό Simon Bolivar, ο οποίος αγωνίστηκε κατά της Ισπανικής κατοχής στην κεντρική και τη νότια Αμερική, ο Εγγονόπουλος προσαρμόζει το υπερρεαλιστικό πνεύμα σε μια συγκεκριμένη πρόθεση και ένα παραδοσιακό ποιητικό είδος, την ωδή. Σ' αυτό το πλαίσιο διενεργείται μια πρωτότυπη επεξεργασία της πολυσυζητημένης έννοιας της Ελληνικότητας, η οποία, όπως προκύπτει και από τις διατυπώσεις «Μπολιβάρ, ένα ελληνικό ποίημα» και «Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας», συσχετίζεται με το χώρο των αξιών.
  • «Επτά Ποιήματα» το 1944, εκδόσεις «Ο γλάρος»,
  • «Η επιστροφή των πουλιών» το 1946, εκδόσεις «Ίκαρος»,
  • «Έλευσις», το 1948, εκδόσεις «Ίκαρος»,
  • «Ο Ατλαντικός» το 1954, εκδόσεις «Αγγλο-Ελληνική Επιθεώρηση», 1954.
  • «Εν ανθηρώ Έλληνι λόγω» το 1957, εκδόσεις «Ίκαρος», το οποίο τιμήθηκε με το Α' Κρατικό βραβείο Ποιήσεως.
  • «Στην κοιλάδα με τους ροδώνες» το Νοέμβριο του 1978, με είκοσι έγχρωμους πίνακες και ένα σχέδιο, έργο που τιμήθηκε με το Α' Κρατικό Βραβείο Ποιήσεως.
  • «Το μέτρον: ο άνθρωπος», που περιλαμβάνει πέντε ποιήματα και δέκα πίνακες, εκδόσεις «Ύψιλον».

Πεζά

  • «Ο Καραγκιόζης, ένα ελληνικό Θέατρο Σκιών», το 1980, πεζό κείμενο.
  • «Πεζά κείμενα» το 1987, με δύο έγχρωμους πίνακες, με σημειώματα, άρθρα και ποιήματα του Εγγονόπουλου,
  • «...Και σ’ αγαπώ παράφορα» το 1993, επιστολές του προς τη σύζυγό του Λένα, με δεκαπέντε έγχρωμους πίνακες.

Το έργο του Εγγονόπουλου, που συμμετείχε στον τόμο «Υπερρεαλισμός Α'» με την μετάφραση οκτώ ποιημάτων του Τριστάν Τζαρά, έχει μεταφραστεί στα Αγγλικά με τρόπο περιστασιακό συγκριτικά µε άλλους Έλληνες ποιητές.

Ζωγραφική

Ο Εγγονόπουλος άρχισε να ζωγραφίζει με την τεχνική της αυγοτέμπερας στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '40, όταν στην Ελλάδα ξεκίνησε η στροφή προς τις ρίζες. Η πρώτη του αγιογραφία είναι μια εικόνα του Αγίου Νικολάου το 1933, την οποία υπογράφει «Δια χειρός Ν. Π. Εγγονόπουλου του Φαναργιώτη», ενώ το πρώτο κοσμικό του έργο είναι ένα σχέδιο με μελάνι με κεντρικό θέμα τον ίδιο. Τα πρώτα δείγματα της ζωγραφικής του παρουσιάστηκαν το 1938 στην Έκθεση Τέχνη της Νεοελληνικής Παραδόσεως και αποτελούσαν έργα που απεικόνιζαν παλαιά σπίτια της Δυτικής Μακεδονίας. Το Νοέμβριο του 1939 πραγματοποιήθηκε η πρώτη ατομική έκθεση ζωγραφικής του Εγγονόπουλου, στο σπίτι του Νίκου Καλαμάρη. Την ίδια περίοδο εργάστηκε για την παράσταση της παραστάσεως «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή στο Θέατρο «Μαρίκα Κοτοπούλη», σχεδιάζοντας τα κοστούμια των ηθοποιών και παράλληλα συμμετείχε σε ομαδική έκθεση Ελλήνων καλλιτεχνών στη Νέα Υόρκη, όπου αγιογράφησε τον Ναό του Αγίου Σπυρίδωνα.

Η ζωγραφική του Εγγονόπουλου -της αρχικής περιόδου- κινείται ανάμεσα στον Υπερρεαλισμό και την Βυζαντινή παράδοση, ενώ αργότερα στην εξέλιξή της, ανάμεσα στο Θέατρο και το Φολκλόρ. Η επίδραση του εθνικιστή Ιταλού ζωγράφου Giorgio de Chirico στον Εγγονόπουλο ήταν πολλαπλή και αναφέρεται στην λεγόμενη πρώιμη περίοδο της τέχνης του de Chirico, τη μεταφυσική, που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του Εγγονόπουλου. Ο Εγγονόπουλος διατηρούσε προσωπική φιλική σχέση με τον μικρότερο αδελφό του ντε Κίρικο, τον Σαβίνιο ντε Κίρικο, που έζησε στο Παρίσι από το 1925 μέχρι το 1931, χρόνια που θεωρούνται ως τα πλέον δημιουργικά στην τέχνη του. Το 1954 ο Εγγονόπουλος συμμετείχε στην Μπιεννάλε της Βενετίας ως εκπρόσωπος της Ελλάδος, καθώς είχε ανακοινωθεί ότι θεματικός άξονας εκείνης της χρονιάς, θα ήταν ο Σουρεαλισμός. Η «Μόνιμος Επιτροπή Διεθνούς Εκθέσεως Βενετίας» του Υπουργείου Παιδείας της Ελλάδος οργάνωσε μεγάλη ατομική αναδρομική έκθεση του Εγγονόπουλου στο ελληνικό περίπτερο που λειτουργούσε στον χώρο της εκθέσεως, όπου εκτέθηκαν 72 έργα του.

Διακρίσεις

Τιμήθηκε με

  • Α' Κρατικό Βραβείο Ποιήσεως, τα έτη 1957 και 1978,
  • το παράσημο του Χρυσού Σταυρού του Γεωργίου Α' το 1966, από τον βασιλιά Κωνσταντίνο Β' για το σύνολο του ζωγραφικού του έργου,
  • το παράσημο του Ταξιάρχη του Φοίνικος.

Το 2007 ανακηρύχθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού ως «Έτος Ν. Εγγονόπουλου», ενώ το Μουσείο Μπενάκη οργάνωσε μια αναδρομική έκθεση για τα 100χρονα από την γέννηση του.

Μνήμη Εγγονόπουλου

Ο Νίκος Εγγονόπουλος επιχειρεί τη σύνδεση του υπερρεαλισμού με την ελληνική παράδοση, της οποίας υπήρξε βαθύς γνώστης και λάτρης. Στο έργο του συμπλέκονται, με συνδετική δύναμη, η υπερρεαλιστική σκέψη, η παράδοση της βυζαντινής ζωγραφικής του Φώτη Κόντογλου και η παράδοση του δυτικού ρομαντισμού και μεταρομαντισμού, στοιχεία που διαμορφώνουν «τα νέα ιδανικά της ελληνικότητος». Υπήρξε ο κυριότερος εκπρόσωπος του σουρεαλισμού στη νεοελληνική τέχνη, διέθετε σπάνια μόρφωση και με το ήθος του αποτέλεσε μια από τις πιο έντιμες πνευματικές μορφές της σύγχρονης Ελλάδος. Η πρώτη του συλλογή έγινε στόχος αδαών κριτικών και επιθεωρησιογράφων, ενώ η πρώτη του έκθεση έγινε σε ένα άδειο σπίτι φίλων και το έργο του ποτέ δεν συμπεριλήφθηκε στην ετήσια Έκθεση Εθνικής Τέχνης της κυβερνήσεως της 4ης Αυγούστου του Ιωάννη Μεταξά, σε αντίθεση με τις κυβερνήσεις του εθνικιστή ήρωα-στρατηγού Γεωργίου Τσολάκογλου και των διαδόχων του Λογοθετόπουλου και Ράλλη. Ο Εγγονόπουλος άντλησε τα ποιητικά του θέματα από την αρχαία Ελληνική μυθολογία και επιχείρησε, µε χιούμορ, κριτική και αναμορφωτική διάθεση, νέες πρωτότυπες και γεμάτες φαντασία αναγνώσεις. Οι γυναίκες του μύθου στην ποίηση αλλά κυρίως στη ζωγραφική του Εγγονόπουλου συνοδεύουν το διάσημο σύντροφό τους, Ορφεύς και Ευρυδίκη, Οδυσσεύς και Πηνελόπη, Ιάσων και Μήδεια, Έκτωρ και Ανδρομάχη, Πηλεύς και Θέτις, Ηρώ και Λέανδρος, και σπάνια παρουσιάζονται σε πολυπρόσωπες συνθέσεις, όπως στο Μήλον της Έριδος.

Σύμφωνα µε δηλώσεις του Νίκου Εγγονόπουλου, ο Διονύσιος Σολωμός υπήρξε ο ποιητής που τον επηρέασε περισσότερο από κάθε άλλον. Στο έργο του είναι εμφανείς οι βαθύτερες σχέσεις του µε τον εθνικό ποιητή, οι επιρροές του στο επίπεδο του λεκτικού, του ύφους, των θεμάτων, αλλά και τη συγγένεια των ποιητικών προθέσεων του Εγγονόπουλου µε τις ποιητικές επιταγές του Σολωμού, ενώ παράλληλα είναι διαπιστωμένη η επιρροή του Κωνσταντίνου Καβάφη. Στο ποιητικό έργο του αφθονούν οι αναφορές σε τραγούδια και σε μουσικά όργανα, υπαρκτά ή φανταστικά. Το χιούμορ αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο της ποιητικής του. Το χιούμορ του δεν διακωμωδεί ούτε σαρκάζει αλλά αντίθετα διασώζει τους στίχους ή την εικόνα του από τη μίμηση ή τη ρητορεία. Κυρίως στο ζωγραφικό του έργο, η χρήση του χιούμορ -ιδίως όταν απευθύνεται σε μορφές και σύμβολα της παραδόσεως- λειτουργεί µε τρόπο θετικό επιλύοντας προβλήματα τεχνικής και αδυναμίες που έχουν την αιτία τους στην επίδραση που δέχτηκε ο Εγγονόπουλος από τη Βυζαντινή τέχνη και τους αυστηρούς κανόνες της.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Ο Παναγιώτης Εγγονόπουλος κατάγονταν από πολύ παλιά οικογένεια του Φαναρίου στην Κωνσταντινούπολη. Ασκούσε επιχειρηματική δραστηριότητα κοντά στον πατριό του Βλαστάρη που ήταν τραπεζίτης στην Κωνσταντινούπολη και ταξίδευε συνεχώς. Σε κάποιο από τα ταξίδια του στην Αθήνα γνώρισε και παντρεύτηκε με την Ερριέτη Ιωαννίδη, κόρη ανώτερου υπαλλήλου των Tαχυδρομείων.]
  2. [Ο Χειμαριώτης λόγιος Νίκος Ιωαννίδης ήταν διευθυντής των Ταχυδρομείων στην Αθήνα. Ο Ιωαννίδης παντρεύτηκε μία από τις εγγονές του Βαυαρού γεωπόνου Φρειδερίκου Σμιτ, που φύτεψε τον Κήπο των πρώτων προσωρινών Ανακτόρων στην Παλαιά Βουλή και συγχρόνως ανέλαβε την καλλιέργεια του δυτικού μέρους του περιβολιού του Χασεκή, ο σημερινός Βοτανικός Κήπος, που αποτελούσε μέρος του Βασιλικού Υποστατικού, γνωστού υπό τον τίτλο «Δαφνί-Στεφάνι». Ο Φρειδερίκος Σμιτ παντρεύτηκε την Αθανασία Κακόμπεη από την Ύδρα, συγγενή της οικογένειας Βούλγαρη και κατοίκησαν αρχικά στην περιοχή της Κολοκυνθούς σε σπίτι της οικογένειας των Ματρόζων. Στη συνέχεια και με δικές τους οικονομίες έκτισαν το δικό τους σπίτι, στη συμβολή της λεωφόρου Αμαλίας με την οδό Γκούρα, απέναντι από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Απέκτησαν έξι κορίτσια και ένα αγόρι, τον Αντώνιο Σμιτ. Ο Αντώνιος ο οποίος σπούδασε γεωπόνος με έξοδα του βασιλιά Γεωργίου Α' στο Πότσνταμ όπου είχε σπουδάσει και ο πατέρας του, είναι αυτός που σχεδίασε τον Κήπο του Ζαππείου. Μία από τις θυγατέρες του Φρειδερίκου παντρεύτηκε τον διευθυντή των Ταχυδρομείων Νικόλαο Ιωαννίδη. Την κόρη του τελευταίου Εριέττη Ιωαννίδη ερωτεύθηκε και παντρεύτηκε ο Παναγιώτης Εγγονόπουλος.]