Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας
Ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Έλληνας εθνικιστής διαπρεπής ζωγράφος, καθηγητής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου [1], γλύπτης, χαράκτης, εικονογράφος, κριτικός της Τέχνης, συγγραφέας, ποιητής και ακαδημαϊκός [2], που διετέλεσε ιδρυτικό μέλος του ελληνικού τμήματος της «A.I.C.A.» [«Association Internationale des Critiques d’Art», «Διεθνής Ένωση Κριτικών Τέχνης»], γεννήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 1906 στο σπίτι του παππού του Θεόδωρου Γκίκα στην οδό Κοραή, στην Αθήνα, και πέθανε στις 3 Σεπτεμβρίου 1994, στην οικία του επί της οδού Κριεζώτου στο Κολωνάκι, που σήμερα είναι μουσείο.
Παντρεύτηκε το 1929 στο Παρίσι με την, αρκετά μεγαλύτερη του, Αντιγόνη [«Τίγκη»] Μπούμπουλη το γένος Κοτζιά, την οποία γνώρισε το 1925 και χώρισαν το 1958, ενώ το 1961 παντρεύτηκε τη Mπάρμπαρα Tζούντιθ Xάτσινσον [Βarbara Judith Ηutchinson], σύζυγο σε πρώτο γάμο του Victor Rothschild και σε δεύτερο του Rex Warner, φίλου του από τότε που ήταν διευθυντής του Βρετανικού Ινστιτούτου.
Περιεχόμενα
Βιογραφία
Πατέρας του ήταν ο Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος, αξιωματικός του Βασιλικού Ναυτικού, με καταγωγή από ναυτική οικογένεια των Ψαρών η οποία συμμετείχε στην εξέγερση του 1770, ενώ μητέρα του ήταν η Ελένη Θεόδωρου Γκίκα, της οποίας η οικογένεια είχε εγκατασταθεί στην Ύδρα και ήταν το μόνο τους παιδί. Η μητέρα του ήταν εγγονή του Γεωργίου Αντωνόπουλου, συμβούλου του Δημητρίου Υψηλάντη κι οπλαρχηγού, αργότερα δημογέροντα Ναυπλίου, που συμμετείχε στη πολιορκία κι άλωση της Τριπολιτσάς. Ο Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος συμμετείχε ενεργά στην επανάσταση του 1909 και αρχικά ήταν υποστηρικτής του Ελευθερίου Βενιζέλου, πήρε μέρος στη ναυμαχία της Έλλης και ήταν αρχηγός του Ελληνικού στόλου κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, όμως στα μέσα της δεκαετίας του 1920 μεταστράφηκε και πολιτεύθηκε με το κόμμα του Παναγή Τσαλδάρη.
Ο Νίκος μεγάλωσε σε περιβάλλον με οικονομική άνεση, που του έδινε τη δυνατότητα να συναναστρέφεται με σημαντικά πρόσωπα της εποχής. Κατοικούσε με τους γονείς του σε σπίτι στη γωνία Βουλής και Κολοκοτρώνη και από νεαρή ηλικία έπασχε από μυωπία, γεγονός που τον εμπόδισε να πραγματοποιήσει καριέρα αξιωματικού του Ναυτικού. Παρακολούθησε μαθήματα με Γερμανίδα εσώκλειστη νταντά και ιδιωτικούς δασκάλους και στη συνέχεια στο «Ελληνικό Εκπαιδευτήριο» του Δ.Ν. Μακρή στην οδό Ιπποκράτους. Στα τέλη του 1916 έως τον Απρίλιο του 1917, έζησε με την οικογένεια του στη Θεσσαλονίκη, όπου βρίσκονταν ο πατέρας του, που υπηρέτησε την προσωρινή κυβέρνηση, ακολουθώντας τον Ελευθέριο Βενιζέλο και το 1919 ολοκλήρωσε τις τελευταίες τάξεις στο «Ελληνικό Εκπαιδευτήριο».
Τον ίδιο χρόνο άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα στο Λύκειο Janson de Sailly στο Ρassy της Γαλλίας, αμέσως μετά την ανακωχή και σύμφωνα με δική του μαρτυρία [3] δυσκολεύτηκε να φτάσει στο επίπεδο των άλλων μαθητών, καθώς, αν και γνώριζε Γαλλικά, δεν είχε διδαχθεί ποτέ λατινικά. Στο Παρίσι δημοσίευσε τα πρώτα του κείμενα στο περιοδικό «Libre» του ελληνιστή δασκάλου του Louis Roussel. Με την παρότρυνση των δασκάλων του μαθήτευσε, ήδη από το 1917, κοντά στον Βασίλη Μαγιάση και, το 1921, στον Κωνσταντίνο Παρθένη, μαθήματα για τα οποία μεσολάβησε ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, καθώς από μικρός παρουσίαζε εξαιρετικές επιδόσεις στο μάθημα της ιχνογραφίας. Το 1923 ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Lycee Leonin και απέκτησε Μπακαλορεά μετά από εξετάσεις στη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, ενώ στη συνέχεια επέστρεψε στην Αθήνα, όπου φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως σύντομα εγκατέλειψε τις σπουδές του και επέστρεψε στη Γαλλία. Στο Παρίσι, για μικρό διάστημα, παρακολούθησε μαθήματα γαλλικής και ελληνικής φιλολογίας και αισθητικής στη Σορβόννη, όμως το 1924 γράφηκε στην Academie Ranson, όπου παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία, από το 1928 έως το Μάρτιο του 1929, στην 1η Μοίρα Αυτοκινήτων στο Ζωγράφου και στη συνέχεια επέστρεψε στη Γαλλία, όπου παρέμεινε, με διαλείμματα, ως το 1934 και την περίοδο αυτή πέρασε από το μανιερισμό στον κυβισμό και την αφαίρεση, διδάχτηκε ζωγραφική από τον Κωνσταντίνο Παρθένη, το Μαγιάση και το Ζουβ.
Καθεστώς 4ης Αυγούστου
Ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας εμπνεύστηκε κι επηρεάστηκε από τον ελληνοκεντρισμό του Περικλή Γιαννόπουλου, όπως πριν απ' αυτόν, οι Κωστής Παλαμάς, Άγγελος Σικελιανός, Μιλτιάδης Μαλακάσης, Μυρτιώτισσα, Γεώργιος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Δημήτριος Πικιώνης, Άρης Κωνσταντινίδης, Γιάννης Τσαρούχης, Κώστας Φέρρης, Λίνος Καρζής και οι σύγχρονοι του Φώτης Κόντογλου, Γεράσιμος Στέρης, Αντώνιος Σώχος, Σίμων Καρράς και άλλοι. Ανήκε στο άτυπο κίνημα εθνικής πνευματικής αυτογνωσίας και δημιουργίας το οποίο αναπτύχθηκε στη δεκαετία του 1930, που συνεχίστηκε και μετά τον πόλεμο, στο οποίο εντάσσονται και οι Άριστος Καμπάνης, Φώτος Πολίτης, Παντελής Πρεβελάκης, Αγγελική Χατζημιχάλη, Αθηνά Ταρσούλη, Νίκη Πέρδικα, Δώρα Στράτου, Άγγελος και Εύα Σικελιανού, Λίνος Καρζής, Δημήτριος Πικιώνης, Δημήτριος Βεζανής, Σίμων Καρράς, Κωνσταντίνος Παρθένης, Φώτης Κόντογλου και άλλοι καλλιτέχνες και συγγραφείς.
Συντάχθηκε με το εθνικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου και τον Ιωάννη Μεταξά. Συνεργάστηκε και σχεδίασε το εξώφυλλο της επιθεωρήσεως «Το Νέον Κράτος» με εμφανείς συνειρμούς ανοικοδομήσεως και αναγεννήσεως και προσυπέγραφε το αίτημα του Ιωάννη Μεταξά για την επανανακάλυψη της ελληνικής παραδόσεως ως του μόνου δρόμου για τη μοντέρνα ελληνική τέχνη. Το περιοδικό, πρωτοποριακό για την εποχή του, δεν αποτελούσε όργανο κάποιου κρατικού οργανισμού ή καθεστωτικής οργανώσεως, όμως με πολιτικά, κοινωνικά, πολιτιστικά, διεθνή και ιδεολογικά θέματα εξελίχθηκε στο σημαντικότερο και εγκυρότερο δημοσιογραφικό όργανο του καθεστώτος της «4ης Αυγούστου». Είχε διευθυντή τον Άριστο Καμπάνη, ο οποίος προσδιόριζε ως εχθρό του καθεστώτος τη «διανοητική ρύπανση» των φιλελευθερισμού και μαρξισμού, του αισθητισμού, του φεμινισμού, όπως και του φροϋδισμού. Το «Νέον Κράτος» εξελίχθηκε στο σημαντικότερο και εγκυρότερο από όσα κυκλοφόρησαν εκείνη την περίοδο και η έκδοσή του διακόπηκε τον Μάρτιο του 1941, αφού είχε εκδώσει συνολικά 43 τεύχη, ενώ είχε σημαντική διείσδυση στον χώρο των διανοουμένων. Μεταξύ των συνεργατών του περιλαμβάνονταν οι Γιάννης Γρυπάρης, Άγγελος Σικελιανός, Ρίτα Μπούμη-Παπά, Κλέων Παράσχος, Ιωάννης Μ. Παναγιωτόπουλος, Πέτρος Χάρης, Ευάγγελος Παπανούτσος, Αχιλλέας Τζάρτζανος, Κωνσταντίνος Δημαράς, Στίλπωνας Κυριακίδης και Γεώργιος Ζώρας [4].
Κατοχή
Επιστρατεύτηκε στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και υπηρέτησε στη Μηχανική Υπηρεσία του Στρατού. Το 1941 ήταν συνυποψήφιος με άλλους 16 καλλιτέχνες, μεταξύ τους ο Θανάσης Απάρτης, ο Γεώργιος Γουναρόπουλος, ο Μίμης Βιτσώρης, ο Σπύρος Παπαλουκάς κι ο Φώτης Κόντογλου για την έδρα ελευθέρου σχεδίου στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Πολυτεχνείου. Η επιτροπή, την οποία αποτελούσαν ο Εμμανουήλ Κριεζής, Α. Δημητρακόπουλος και Αντώνης Κιτσίκης, τον «προτιμά ομόφωνα….{…}…», όπως αναφέρει στην απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 1941, «….διά την εξέλιξιν ολοκλήρου του έργου τού οποίου…{…}…θα ήτο δυσχερές να ομιλήσει, αφού το πλείστον εξετέθη και ευρίσκεται εις Παρισίους όπου ο καλλιτέχνης ούτος συγκατελέγετο μεταξύ των κυριοτέρων εργατών της νέας τέχνης και όπου η αξία και η Ελληνικότης των αρετών του είχεν αναγνωρισθή από τους πλέον διακεκριμένους των συγχρόνων τεχνοκριτών». Στις 27 Ιουλίου 1943 διορίστηκε από τον Νικόλαο Λούβαρι, υπουργό Παιδείας στην κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη, μέλος της επιτροπής «…ενισχύσεως και προστασίας των πνευματικών και ηθικών αρχών της χώρας…».
Μεταπολεμικά
Ο Χένρι Τάσκα, πρέσβης των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής στην Ελλάδα, επί πρωθυπουργίας του Αδαμάντιου Ανδρουτσόπουλου, εξέθεσε τον Απρίλιο του 1974 τα ζωγραφικά έργα του Χατζηκυριάκου στην Ελληνοαμερικανική Ένωση κι εκείνος στα εγκαίνια έπλεξε το εγκώμιο του πρέσβη. Ο Χατζηκυριάκος διατηρούσε στην κατοχή του, ακίνητα στο κέντρο της Αθήνας καθώς και μεγάλο ποσοστό μετοχών της τσιμεντοβιομηχανίας Α.Γ.Ε.Τ., που είχε ιδρύσει ο θείος του Ανδρέας Χατζηκυριάκος, ο οποίος διατέλεσε υπουργός Εθνικής Οικονομίας του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου του Ιωάννη Μεταξά και πρόεδρος στο σωματείο «Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων» [Σ.Ε.Β.]. Το 1961 καταστράφηκε ολοκληρωτικά από πυρκαγιά το εξοχικό σπίτι της οικογένειας Γκίκα στην Ύδρα, ενώ από το 1980 έως το θάνατό του, έζησε περιορισμένος από τη σταδιακή μείωση της οράσεως του. Η κομμουνιστική αριστερά τον ονόμαζε «μπουρζουά Χατζηκυριάκο» και τον χαρακτήριζε ως εκπρόσωπο «της τέχνης της παρακμής».
Διακρίσεις
Η Ακαδημία Αθηνών το 1970, του απένειμε
- το Αριστείον Καλών Τεχνών και στις 17 Φεβρουαρίου του 1972 τον εξέλεξε τακτικό της μέλος [5], εκλογή που επικυρώθηκε στις 23 Ιανουαρίου του 1974 με Προεδρικό Διάταγμα.
Το 1979, ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το 1982, επίτιμος διδάκτωρ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το 1987 εκλέχθηκε επίτιμο μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας του Λονδίνου [«Royal Academy of Arts»] και το 1991 επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ήταν μέλος της Ακαδημίας Tiberiana της Ρώμης και από τη Γαλλική κυβέρνηση του είχε δοθεί ο τίτλος του Officier des Arts et des Lettres. Το 1991, δώρισε ολόκληρη την προσωπική του συλλογή στο Μουσείο Μπενάκη [6], μαζί την οικία της οδού Κριεζώτου 3 όπου κατοικούσε από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, διασκευασμένη από τον ίδιο, με τον όρο να μετατραπεί σε μουσείο, όπως και συνέβη πριν το θάνατό του, με τους χώρους να διατηρούν τη μορφή που είχαν όταν ο Χατζηκυριάκος ζούσε.
Εργογραφία
Εκθέσεις ζωγραφικής
Δέχθηκε ευρωπαϊκές επιρροές ως προς την τεχνοτροπία της ζωγραφικής του, όμως διακρίθηκε για την έντονη ελληνικότητα των θεμάτων του. Έχει στο ενεργητικό του πενήντα ατομικές εκθέσεις, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Το 1923 εξέθεσε τα έργα του στο «Σαλόνι των Ανεξαρτήτων και Υπερανεξαρτήτων», αποσπώντας πολύ καλές κριτικές από το γαλλικό τύπο και το 1927 έκανε την πρώτη ατομική του επίθεση στο Παρίσι στην Gallerie Ρercier. Το 1928 έκανε την πρώτη του εμφάνιση στην Αθήνα στην «Αίθουσα Στρατηγοπούλου» και από τον Οκτώβριο 1935 έως το 1937, εξέδωσε τέσσερα τεύχη του περιοδικού «Το 3ο μάτι», πρωτοποριακό για την εποχή του, μαζί με τους Δημήτρη Πικιώνη, τον Καραντινό, τον Σπύρο Παπαλουκά και τον Στρατή Δούκα. Συμμετείχε σε ομαδικές εκθέσεις στην Αθήνα και στο εξωτερικό, ενώ το 1933 εξέθεσε 20 έργα από λάδι στην Γκαλερί Vavin-Raspail και ένα χρόνο αργότερα στην γκαλερί του περιοδικού «Cahiers d' Αrt», που εξέδιδε ο Χρίστος Ζερβός, παρουσίασε γλυπτά και λάδια του μαζί με έργα των Αrp, Ηelion και Τaeuber-Αrp. Το 1935 εξέθεσε μαζί με τον Δημήτρη Γουναρόπουλο και τον Μιχάλη Τόμπρο, 61 έργα του στην Αίθουσα Λέσχης Καλλιτεχνών. Τον ίδιο χρόνο ο Αnatole Jakovski περιέλαβε ένα έργο του Γκίκα, ανάμεσα στα 23 χαρακτικά κορυφαίων Ευρωπαίων καλλιτεχνών, τα οποία περιέλαβε στο Αlbum που εξέδωσε στο Παρίσι.
Δούλεψε στην Ύδρα διαμορφώνοντας το δικό του «στυλ» συνδυάζοντας μετακυβιστικά στοιχεία με στοιχεία ελληνικής φύσης και φωτός. Ασχολήθηκε και με τη σκηνογραφία, εικονογραφήσεις βιβλίων και ελεύθερα θέματα και από το 1941 μέχρι το 1957 δίδαξε ελεύθερο σχέδιο στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Κατάληξη της στιλιστικής εξελίξεως του ήταν ένα είδος ποιητικού ρεαλισμού, με λιτότητα και ελληνικό φως. Είναι ο κύριος εκπρόσωπος της ευρωπαϊκής εκφράσεως της γενιάς του με τον φωτοτροπικό εξελληνισμένο κυβισμό του. Διακρίνονταν για τη μεθοδικότητα και τον ευρωπαϊκό ορίζοντα που οριοθετούσαν το έργο του. Το 1937 δημιούργησε σκηνικά και κοστούμια για το «Όπως αγαπάτε» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, που παρουσίασε ο θίασος της Μαρίκας Κοτοπούλη, καθώς και στα έργα «Η ζήλεια του Βarbouille» του Μολιέρου για τη Νέα Δραματική Σχολή στο Θέατρο «Ολύμπια» το 1938, «Νεφέλες» του Αριστοφάνη στο Εθνικό Θέατρο το 1951, που παρουσιάστηκε και στην Comedie-Francaise το 1952, «Περσεφόνη» του Stravinsky στο Covent Garden το 1961.
Συμμετείχε σε δύο εκθέσεις που διοργάνωσε το Βritish Council στο Λονδίνο στις αρχές του 1946, η μια σε συνεργασία με τη Royal Αcademy, από τις 15 Φεβρουαρίου έως τις 17 Μαρτίου 1946, «Εxhibition of Greek Αrt 3000 Β.C.-Α.D. 1945» και η άλλη στο Greek Ηouse, από την 1η έως την 15η Μαρτίου, ενώ από τις 15 μέχρι τις 25 Νοεμβρίου 1946, το Βρετανικό Συμβούλιο οργάνωσε στην Αθήνα αναδρομική έκθεση 42 πινάκων του. Το 1950, μαζί με τους Γεωργιάδη, Ζαΐρη, Μπουζιάνη, Σοφιανόπουλο, Απάρτη και Τάσσο εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας και το 1968 η Whitechapel Gallery του Λονδίνου οργάνωσε αναδρομική έκθεση έργων του. Τον Μάιο του 1973 παρουσιάστηκαν 164 πίνακες του στην Εθνική Πινακοθήκη. Το 1975 συμμετείχε σε έκθεση που οργανώθηκε στα πλαίσια του «Ελληνικού Μήνα στο Λονδίνο», στην Γκαλερί Wildenstein: «Four Ρainters of 20th century Greece: Τheophilos, Κontoglou, Ghikas, Τsarouchis», ενώ τον επόμενο χρόνο πραγματοποίησε αναδρομική στην ίδια γκαλερί. Η ζωγραφική του χαρακτηρίστηκε «εξτρεμιστική» και πρίγκιπας Νικόλαος το 1927, είχε δηλώσει σ' έναν δημοσιογράφο, «...Είδα την έκθεσιν Γκίκα (Χατζηκυριάκου). Τι τρομερά πράγματα! Δεν είναι μήτε κυβισμός, μήτε φουτουρισμός, μήτε ιμπρεσιονισμός, μήτε σουρρεαλισμός, δεν ξεύρει κανείς τι είναι. Είναι Χατζηκυριακισμός». Τα τελευταία χρόνια της ζωής του πραγματοποιούσε εκθέσεις έργων του στην Αθήνα, στην Άνδρο αλλά και στο εξωτερικό, ενώ η ύστερη έκθεση του πραγματοποιήθηκε το το 1994, με αντικείμενα μικρογλυπτικής και κοσμήματα.
Πίνακες/Διαλέξεις/Βιβλία
Εκτός από τη ζωγραφική, ασχολήθηκε με τη γλυπτική, τη χαρακτική, τη σκηνογραφία και την εικονογράφηση βιβλίων αλλά και την κριτική τέχνης, ως κριτικός, εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1923 στο περιοδικό «Libre», με άρθρο για το «Φως που καίει» του Κώστα Βάρναλη, ενώ συνέγραψε βιβλία, άρθρα και μελέτες για την Αρχιτεκτονική και την Αισθητική, καθώς και δοκίμια για την ελληνική τέχνη. Αποτέλεσε ηγετική φυσιογνωμία της ελληνικής ζωγραφικής και γενικότερα της ελληνικής τέχνης στη διάρκεια του 20ου αιώνος.
Μεταξύ των ζωγραφικών του έργων περιλαμβάνονται τα
- «Σκοπευτήριο», συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης,
- «Παρισινές Στέγες», Συλλογή Κριεζώτου,
- «Σπίτια Στο Παρίσι», συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης,
- «Μεγάλο Τοπίο Της Ύδρας» του 1948, συλλογή του εφοπλιστή Ιωάννη Καρρά.
Δημοσίευσε τη μελέτη
- «Περί ελληνικής τέχνης», τον Ιανουάριο του 1938 στο περιοδικό «Το Νέον Κράτος».
Πραγματοποίησε διαλέξεις με θέματα
- «Η γέννηση της νέας τέχνης», το 1947,
- «Αποκατάσταση της ελληνικότητας», το 1949,
- «Τέχνη της Κίνας», το 1957.
Έγραψε και δημοσίευσε τα έργα
- «Λόγος για την Ύδρα»,
- «Σκόρπιες σημειώσεις», περιγραφές από το ταξίδι στην Ινδία,
- «Καραγκιόζ Τουρκερί Μπουφ», εκδόσεις «Γνώση»,
- «Το χαλί όπου παίζαμε ήτανε κόκκινο», αυτοβιογραφικό.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
- Βιογραφικό Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα Ιστοσελίδα Μουσείου Μπενάκη,
- Πινακοθήκη Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα Μουσείο Μπενάκη,
- Αφιέρωμα στο Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα Lifo.gr, 26 Φεβρουαρίου 2013,
- Τρεις επισκέψεις στο Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα Ταινιοθήκη Τηλεόρασης, εκπομπή «Παρασκήνιο»,
- Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Ο εραστής της Ελληνικότητας.
- N.Xατηζηκυριάκος-Γκίκας. Ο πολυπράγμων δημιουργός Εφημερίδα «Η Καθημερινή», ένθετο «Επτά Ημέρες», Κυριακή 15 Ιανουαρίου 1995.
- Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας
Παραπομπές
- ↑ Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας Ο εραστής της Ελληνικότητας
- ↑ Τακτικά μέλη της Ακαδημίας Αθηνών κατά σειρά εκλογής
- ↑ [Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Συνέντευξη της 5ης Δεκεμβρίου 1999, στην αθηναϊκή εφημερίδα «Το Βήμα»]
- ↑ [Γιώργος Ανδρειωμένος, «Η πνευματική ζωή υπό επιτήρηση: Το παράδειγμα του περιοδικού «Το Νέον Κράτος», εκδόσεις «Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη»]
- ↑ Τακτικά μέλη της Ακαδημίας Αθηνών κατά σειρά εκλογής
- ↑ Πινακοθήκη Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα-Μουσείο Μπενάκη