Νικόλαος Μουσχουντής

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Νικόλαος Μουσχουντής, Έλληνας εθνικιστής, σφοδρός πολέμιος του κομμουνισμού, ανώτερος αξιωματικός -με το βαθμό του Συνταγματάρχη ε.ε.- της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής, που ως Διευθυντής της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης εξάρθρωσε τον παράνομο μηχανισμό του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη, και εξιχνίασε την υπόθεση της δολοφονίας του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ, ο άνθρωπος που χαρακτηρίστηκε «άγιος των ρεμπέτηδων», γεννήθηκε το 1906 στην Αθήνα και πέθανε στις 14:15' το μεσημέρι [1] της Κυριακής 16 Μαρτίου 1958, από καρδιακή ανακοπή στο σπίτι του στην οδό Ισαύρων στη Θεσσαλονίκη. Η νεκρώσιμη ακολουθία του τελέστηκε στις 17 Μαρτίου στον Ιερό Ναό της Αγίας Σοφίας και τάφηκε σε τάφο που παραχώρησε ο Δήμος Θεσσαλονίκης, στα Κοιμητήρια της Ευαγγελιστρίας, στο Α' Νεκροταφείο της πόλεως.

Ο Μουσχουντής, που κατοικούσε σ' ένα μικρό διαμέρισμα της οδού Ισαύρων στην Θεσσαλονίκη και συνοδεύονταν σχεδόν πάντα από τον οδηγό του Βαγγέλη Χαραλαμπίδη, ήταν άγαμος και δεν άφησε απογόνους.

Συνοπτικές πληροφορίες
Νικόλαος Μουσχουντής
Νικόλαος Μουσχουντής.jpg
Γέννηση: 1906
Τόπος: Αθήνα (Ελλάδα)
Οικογένεια: Άγαμος
Τέκνα: Άτεκνος
Υπηκοότητα: Ελληνική
Ασχολία: Αξιωματικός Ε.Β. Χωροφυλακής
Θάνατος: 16ης Μαρτίου 1958
Τόπος: Θεσσαλονίκη (Ελλάδα)

Βιογραφία

Η οικογένεια Μουσχουντή κατάγονταν από την Κρήτη, όπου το 1866 και το 1878 ο παππούς του Νικόλαος Μουσχουντής είχε συμμετάσχει στις εξεγέρσεις εναντίον των Τούρκων. Ο Νίκος Μουσχουντής ήταν μέλος εύπορης αστικής οικογένειας. Αδελφός του πατέρα του ήταν ο Στέφανος και ο Ευάγγελος Μουσχουντής [2] μηχανικός με εξειδίκευση στην βιομηχανική Ζύγιση και ιδρυτής της ομώνυμης εταιρείας ζυγιστικών μηχανημάτων ενώ πρώτοι του εξάδελφοι ήταν οι συνεχιστές της εταιρείας, οι Σπυρίδων, Δημήτριος, ο συνονόματος του Νικόλαος Μουσχουντής [3] και η Ελένη σύζυγος Ιωάννη Δασκαλάκη που απεβίωσε την 30η Ιουνίου 1947 σε ηλικία 34 ετών στην Αθήνα. Γονείς του μετέπειτα αστυνομικού Νικόλαου Μουσχουντή, που είχε μια μικρότερη αδελφή, την Δέσποινα Μουσχουντή, σύζυγο Γεωργίου Βρανά [4] ήταν ο Βασίλειος Μουσχουντής, που πέθανε όταν ο Νίκος ήταν σε νεαρή ηλικία, και η Φωτεινή Στάθη-Μουσχουντή που απεβίωσε [5] στις 16 Μαρτίου 1945 στην Αθήνα.

Ένταξη στην Χωροφυλακή

Το 1925 κατατάχθηκε στο Σώμα της Ελληνικής Χωροφυλακής με το βαθμό του Υπενωματάρχη και σχεδόν αμέσως εισήχθη στην Σχολή Υπαξιωματικών της Ελληνικής Χωροφυλακής, από την οποία αποφοίτησε τον Ιανουάριο του 1926 με τον βαθμό του Ενωμοτάρχη. Ο Μουσχουντής υπηρέτησε στην Διοίκηση Χωροφυλακής Αττικής, αρχικά στην Υπηρεσία Καταδιώξεως Αθηνών και το 1927, μετά την ενσωμάτωση της Υπηρεσίας Καταδιώξεως στην Αστυνομία Πόλεων, μετατέθηκε στο αστυνομικό τμήμα Κηφισιάς, ενώ φοιτούσε παράλληλα στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Όταν ο Γεώργιος Ντάκος, ο Διοικητής του στην Υπηρεσία Καταδιώξεως, μετατέθηκε στη Θεσσαλονίκη με καθήκοντα υποδιοικητή της Αστυνομίας Πόλεως, γνωρίζοντας την αξία του Μουσχουντή, του ζήτησε να τον ακολουθήσει στη Βόρεια Ελλάδα.

Μετάθεση στη Θεσσαλονίκη

Το 1932 ο Μουσχουντής προήχθη σε Ανθυπασπιστή και ταυτοχρόνως μετατέθηκε στην Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης, όπου τοποθετήθηκε επικεφαλής της Ομάδος Διώξεως πορτοφολάδων στο Tµήµα τότε Καταδιώξεως, τη μετέπειτα Γενική Ασφάλεια. Το 1935 προήχθη στο βαθμό του Ανθυπομοιράρχου και το 1936 εικάζεται, λόγω της στενής του σχέσεως με τον Γεώργιο Ντάκο, πως έλαβε μέρος στην καταστολή των κομμουνιστικών διαδηλώσεων στην πόλη. Το 1937 πιστώθηκε με την αποκάλυψη των αληθινών στοιχείων ταυτότητος του μεγαλοαπατεώνα Πιέρ Ζαρίφη στο Παρίσι της Γαλλίας, τον οποίο καταζητούσαν οι αστυνομικές υπηρεσίες πολλών χωρών. Στα μέσα της δεκαετίας του 1930 ο Μάρκος Βαμβακάρης, μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη, γιατί στον Πειραιά και στην Αθήνα το Εθνικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου υπό τον πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά έκλεινε τους τεκέδες και τα ρεμπέτικα στέκια. Την πρώτη νύχτα της διαμονής του στη Θεσσαλονίκη συνευρέθηκε με μια πόρνη η οποία στη συνέχεια βρέθηκε δολοφονημένη. Το επόμενο πρωί ένας χωροφύλακας χτύπησε την πόρτα του και του ζήτησε να παρουσιαστεί στο γραφείο του Μουσχουντή αντιμέτωπος με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας. Η συνάντηση αυτή αποτέλεσε την απαρχή μιας σχέσεως μεταξύ των δύο ανδρών καθώς ο Μουσχουντής γοητευόταν τόσο από τη ρεμπέτικη μουσική όσο και από την ζωή των ρεμπέτηδων. Μετά από έρευνα του Μουσχουντή εξιχνιάστηκε η δολοφονία της πόρνης που αρχικά, ως υπόνοια, βάρυνε τον Βαμβακάρη. Το 1938 ο Μουσχουντής προήχθη στο βαθμό του Υπομοιράρχου και το 1941 στο βαθμό του Μοιράρχου.

Περίοδος κατοχής

Ο Μουσχουντής παρέμεινε στις υπηρεσίες της Ελληνικής Χωροφυλακής στη Θεσσαλονίκη και στη διάρκεια της τριπλής κατοχής της Ελλάδος από τις δυνάμεις του Άξονος. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1941 σε μια χαράδρα κοντά στο Ηρώο του Κιλκίς εντοπίστηκε το αποκεφαλισμένο πτώμα του έμπορου Γεωργίου Ιατρού και η εξιχνίαση της δολοφονίας του ανατέθηκε στη Γενική Ασφάλεια Θεσσαλονίκης. Ο Μουσχουντής αφού μελέτησε τα στοιχεία του θύματος διαπίστωσε πως η ταυτότητα του ανέγραφε ως τόπο κατοικίας τη Θεσσαλονίκη. Αρχικά ανέκρινε τη σπιτονοικοκυρά του δολοφονηθέντος η οποία θυμήθηκε πως λίγες μέρες πριν το έγκλημα κάποιος έμπορος είχε επισκεφτεί το θύμα στο σπίτι του και στη συζήτηση τους έγινε αναφορά σε κάποια ποσότητα ζαχάρεως. Η αναφορά στη ζάχαρη έφερε στη μνήμη του Μουσχουντή τον μαυραγορίτη Σωτήριο Κουρτζή, ο οποίος είχε συλληφθεί µε την κατηγορία ότι απέσπασε χρήματα από κάποιον έμπορο µε το πρόσχημα πως θα του προμήθευε μερικούς τόνους ζαχάρεως και στη συνέχεια εξαφανίστηκε. Έτσι ζήτησε να φέρουν τον Κουρτζή από τα κρατητήρια και του πρότεινε να τον απελευθερώσει. Ο κρατούμενος αρνήθηκε την προσφορά του προβάλλοντας διάφορες δικαιολογίες, γεγονός που δημιούργησε στον Μουσχουντή την βεβαιότητα για την εμπλοκή του στη δολοφονία του Ιατρού. Ο Μουσχουντής αφού έδειξε στον Κουρτζή τη φωτογραφία του αποκεφαλισμένου εμπόρου και του περιέγραψε την κατάσταση στην οποία βρέθηκε το πτώμα, στη συνέχεια τον έφερε σε κατ' αντιπαράσταση εξέταση µε τη σπιτονοικοκυρά του Ιατρού, η οποία τον αναγνώρισε και επιβεβαίωσε την παρουσία του στο σπίτι. Στο σπίτι του Κουρτζή βρέθηκαν το πορτοφόλι του Ιατρού αλλά και το όργανο του φόνου, ένα μαχαίρι, ενώ ο Κουρτζής ομολόγησε ότι είχε σκότωσε και αποκεφάλισε τον Ιατρού για να του αποσπάσει 78.000 δραχμές.

Εθνική Αντίσταση

Την περίοδο της Γερμανικής επιθέσεως και υπό την πίεση της διατάχθηκε η σύμπτυξη μεγάλου τμήματος της Χωροφυλακής της Μακεδονίας και χρειάστηκαν επίμονες προσπάθειες της Γενικής Διοικήσεως Μακεδονίας -τους πρώτους μήνες της κατοχής- για να στελεχωθούν εκ νέου βασικές Υπηρεσίες της περιοχής. Αυτή την αδυναμία εκμεταλλεύτηκαν τα όργανα της βουλγαρικής προπαγάνδας και, αφού δεν επέτυχαν την εγκατάσταση βουλγαρικών δυνάμεων στην πόλη, προσπαθούσαν αφενός να προκαλέσουν χάος και αφετέρου, οργανώνοντας τη Βουλγαρική Λέσχη Θεσσαλονίκης, να προσελκύσουν άτομα σ' αυτήν με στόχο τη δημιουργία μειονοτικού ζητήματος. Ο τότε Υπομοίραρχος Μουσχουντής με την με την αμέριστη συμπαράσταση και την κάλυψη του Ταγματάρχη Βαρδουλάκη, μετέπειτα αρχηγού του Σώματος της Χωροφυλακής, προσπάθησε να να αποθαρρύνει, να εμποδίσει και να καταστείλει με κάθε πρόσφορο μέσο, την εγγραφή μελών στη Βουλγαρική Λέσχη Θεσσαλονίκης, τα οποία έφτασαν στα 16.000 τελικά άτομα, ενώ οι Βούλγαροι -για προπαγανδιστικούς λόγους- μιλούσαν για 16.000 οικογένειες. Ο Μουσχουντής κατάρτισε ονομαστικό και φωτογραφικό αρχείο των ατόμων που υπονόμευσαν την ακεραιότητα της χώρας, και το υπέβαλε στο Υπουργείο Εσωτερικών, ενώ αντίγραφό του απέκρυψε στη Μονή Βλατάδων, ενώ το ίδιο έπραξε και με το υποστηριζόμενο από τους Ιταλούς «Ρουμανίζον κίνημα» του Διαμαντή [6]. Από την πλευρά τους οι Γερμανοί υποψιάζονταν τον Μουσχουντή και παρακολουθούσαν τις κινήσεις του, ενώ το 1942 πραγματοποίησαν έφοδο στο διαμέρισμά του για να συλλάβουν Βρετανούς στρατιώτες, τους οποίους είχαν πληροφορίες ότι έκρυβε.

Ο Βαρδουλάκης και ο Μουσχουντής οργάνωσαν πλήρες δίκτυο ασυρμάτων και πληροφοριών στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Μέσω των επαφών του με το δίκτυο ασυρμάτων, ο Μουσχουντής γνώριζε για τις αφίξεις των συμμαχικών κλιμακίων και φρόντιζε για την ασφαλή προώθησή τους στους αντάρτες. Ταυτόχρονα άνδρες του Σώματος φυγάδευαν εγκλωβισμένους άνδρες των συμμαχικών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή και πρώτο θύμα αυτής της δράσεως υπήρξε ο Ανθυπομοίραρχος Ευστάθιος Βαμβέτσος, ο οποίος εκτελέστηκε στις 22 Οκτωβρίου 1941 στη Μίκρα από τους Γερμανούς. Το 1943 εντοπίστηκε ένας από τους ασυρμάτους που λειτουργούσαν στην Θεσσαλονίκη και ο ταγματάρχης Γεώργιος Βαρδουλάκης, διοικητής της Γενικής Ασφαλείας Θεσσαλονίκης, επικεφαλής του τομέα εγκαταστάσεως ασυρμάτων και κατασκοπείας για λογαριασμό του συμμαχικού Στρατηγείου Μέσης Ανατολής, προϊστάμενος του Μουσχουντή και υπεύθυνος για την λειτουργία τους, αναγκάστηκε να διαφύγει στη Μέση Ανατολή. Την ίδια μέρα οι Γερμανοί συνέλαβαν το Μουσχουντή, ο οποίος διασώθηκε από έναν Αυστριακό αξιωματικό της Βέρμαχτ, µε τον οποίο είχαν συνεργαστεί προπολεμικά στην ανάπτυξη τεχνικών συλλογής αποτυπωμάτων. Παράλληλα ο Μουσχουντής είχε αναλάβει την ευθύνη, και την έφερε σε πέρας με απόλυτη επιτυχία, για την ανεύρεση δημοσιογραφικού χάρτου για την εκτύπωση της εφημερίδος «Ελεύθεροι Σκλάβοι», η οποία ήταν δημοσιογραφικό όργανο του «Πατριωτικού Ελληνικού Κομιτάτου». Συχνά οι άνθρωποι της εφημερίδος έγιναν στόχος κομμουνιστών καταδοτών, οι οποίοι πληροφορούσαν για τις κινήσεις τους τις Γερμανικές δυνάμεις κατοχής, που εντόπισαν το παράνομο τυπογραφείο και το κατέστρεψαν, όμως χάρη στις προσπάθειες του Μουσχουντή όσοι συμμετείχαν στην έκδοση της εφημερίδος, φιλοξενήθηκαν στο κρησφύγετο του και δεν συνελήφθη κανείς.

Στις 14 Απριλίου 1943 ο Μουσχουντής δέχθηκε επίθεση καθοδηγούμενη από τους κομμουνιστές σε διαδήλωση κατά των κατακτητών [7], αν και ο ίδιος δεν έπαψε να καλύπτει τους αντάρτες και τους πράκτορες των Συμμάχων. Παρά την επίθεση σε βάρος του κανείς από τους διαδηλωτές δε συνελήφθη ή δεν υποδείχθηκε στις αρχές κατοχής από τον ίδιο ή από ανθρώπους της αστυνομίας. Ο Μουσχουντής γνώριζε ότι οι Γερμανοί τον υποψιάζονταν, η δύναμη της Χωροφυλακής έφθινε και μετά την επίθεση σε βάρος του δεν διατηρούσε ψευδαισθήσεις ότι οι ληστοσυμμορίτες του Κ.Κ.Ε./Ε.Α.Μ./ΕΛ.Α.Σ., θα στρέφονταν εναντίον του με κάθε ευκαιρία με σκοπό να τον δολοφονήσουν. Έτσι εξαφανίστηκε, άγνωστο αν έφυγε από τη Θεσσαλονίκη ή απλώς κρύφτηκε κάπου στην πόλη, για το διάστημα ανάμεσα στα τέλη του 1943 και τον Φεβρουάριο του 1945, προκειμένου να αποφύγει τον κίνδυνο για τη ζωή του που προέρχονταν από τους δολοφόνους της κομμουνιστικής συμμορίας της ΟΠΛΑ.

Μεταπολεμικά / Συμμοριτοπόλεμος

Μετά την αποχώρηση των Γερμανικών δυνάμεων από την Θεσσαλονίκη και την κατάληψη της από τις κομμουνιστικές συμμορίες του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, δηλαδή στη διάρκεια της Εαμοκρατίας, και μέχρι τη Συμφωνία της Βάρκιζας, η λειτουργία της Χωροφυλακής αποκαταστάθηκε σταδιακά. Μετά την 3η Φεβρουαρίου 1945 και την αποστολή σχηματισμών της Εθνοφυλακής από την Αθήνα, ο Μοίραρχος Μουσχουντής επανήλθε στην υπηρεσία του ενώ τον Ιούλιο του ίδιου έτους επιλέχθηκε από το αρμόδιο συμβούλιο ως μόνιμο στέλεχος της υπό αναδιοργάνωση Ελληνικής Χωροφυλακής [8].

Εξάρθρωση Ο.Π.Λ.Α. Θεσσαλονίκης [9]

Μουσχουντής-Τσιτσάνης

Την Άνοιξη του 1945 ανατέθηκε στον Μουσχουντή η εξάρθρωση των κομμουνιστικών οργανώσεων της Μ.Λ.Α. [Μαζική Λαϊκή Αυτοάμυνα] [10] και της Ο.Π.Λ.Α. [Ομάδα Προστασίας Λαϊκής Αυτοάμυνας], του επιχειρησιακού βραχίονα της Μ.Λ.Α. Στις αρχές Απριλίου του 1947 ο Εμμανουήλ Κελαϊδής, με τη σύμφωνη γνώμη της Ανωτέρας Αεροπορικής Διοικήσεως, αποφασίζει να μετακινήσει την 335 Μ.Δ. απ’ το Σέδες στη Λάρισα και στις 4 Απριλίου μετακινείται ένα κλιμάκιο της Μοίρας ενώ μέχρι την επομένη ημέρα προσγειώνονται 10 αεροπλάνα και αρχίζουν επιχειρήσεις κατά των συμμοριτών, σε συνεργασία με το Β' Σώμα Στρατού. Στις 6 του ίδιου μήνα τα αεροσκάφη προξενούν πανωλεθρία στους αντάρτες στο Λιοντάρι Δομοκού.

Δολοφονίες των Αεροπόρων στη Θεσσαλονίκη

Η ηγεσία του αποκαλούμενου Δημοκρατικού Στρατού των συμμοριτών αποφασίζει εκδικητικό χτύπημα εναντίον προσωπικού της Αεροπορίας, που μεταφερόταν με λεωφορεία στο αεροδρόμιο Σέδες από ξενοδοχεία της Θεσσαλονίκης όπου διέμεναν. Το πρωί της 30ης Απριλίου 1947 στις 7:10 π.µ. ένα κίτρινο λεωφορείο της αεροπορίας έφθασε στη στάση Μισδραχή επί της Λεωφόρου Βασιλίσσης Όλγας, κοντά στη συμβολή της µε τη σημερινή Φλέμινγκ και σταμάτησε για να παραλάβει αξιωματικούς, εκτελώντας το τακτικό του δρομολόγιο. Μόλις αυτοί επιβιβάστηκαν στο όχημα, δυο διαδοχικές εκρήξεις σημειώθηκαν στο λεωφορείο, η πρώτη κάτω από τη θέση του οδηγού και η δεύτερη στην έξοδο, τραυματίζοντας τον οδηγό, δέκα αξιωματικούς και ένα σμηνίτη. Τελικά υπέκυψαν ο οδηγός, τρεις υποσμηναγοί και ο σμηνίτης. Οι εκρήξεις προκλήθηκαν από χειροβομβίδες που πέταξαν άγνωστοι, οι οποίοι διέφυγαν προς την κατεύθυνση της οδού Δελφών χωρίς να αφήσουν ίχνη. Σύμφωνα με δημοσίευμα [11] της εποχής: «...Το λεωφορείον της Αεροπορίας εξεκίνησε την 7ην πρωϊνήν από το ξενοδοχείον «Αστόρια», αφού παρέλαβε τους διαμένοντες εις αυτό Αξιωματικούς της Αεροπορίας. {...} Την 07.10, ακριβώς, το λεωφορείον εστάθμευσεν εις την στάσιν Μισραχή ίνα παραλάβη τον υποσμηναγόν Ν. Γαλιλαίον, όστις διαμένει παρά το Νοσοκομείον «Χίρς». Δεν επέρασαν παρά ολίγα λεπτά, και ενώ οι εν τω λεωφορείω Αξιωματικοί συνεζήτουν αμέριμνοι, εις άγνωστος χαμογελών δια να μην κινήση υποψίας, φαίνεται, έρριψεν εκ των έμπροσθεν και με ορμήν εν δέμα εφημερίδος κατά του οδηγού. Το δέμα περιείχε πέτραν ήτις έθραυσεν τον εμπρόσθιον υαλοπίνακαν. Ευθύς αμέσως έρριψε χειροβομβίδα ήτις εξερράγη παρά τους πόδας του οδηγού σμηνίτου...». Ταυτόχρονα ένας άλλος ρίχνει μια δεύτερη «ενισχυμένη» χειροβομβίδα, από το πίσω μέρος. Αποτέλεσμα 5 νεκροί και 8 τραυματίες. Σκοτώθηκαν οι υποσμηναγοί Νικόλαος Δευτεραίος, Αλέξανδρος Γεωργόπουλος, Νικόλαος Γαλιλαίος, ο σμηνίτης Πελοπίδας Κρητικός και ο οδηγός του λεωφορείου.

Η βομβιστική δολοφονική επίθεση προκάλεσε την κινητοποίηση των διωκτικών αρχών και στον Μουσχουντή ανατέθηκε η ευθύνη ν' ανακαλύψει και να παραδώσει στη Δικαιοσύνη τους δολοφόνους. Οι δράστες δεν είχαν αφήσει ίχνη, όμως είχαν επισημανθεί από τα κορίτσια ενός γειτονικού σχολείου που είδαν τρεις άνδρες µε όπλα στα χέρια να φεύγουν από τον τόπο του εγκλήματος και έδωσαν την περιγραφή τους στην αστυνομία, ενώ υπήρχαν οι καταθέσεις δύο αεροπόρων που επιχείρησαν να τους καταδιώξουν αλλά αναγκάστηκαν να σταματήσουν όντας άοπλοι αλλά και τραυματισμένοι από τα πυρά των συμμοριτών. Οι καταθέσεις των αεροπόρων συμπληρώθηκαν μ' αυτήν ενός περιοίκου, υπολοχαγού της Ε.Σ.Α., ο οποίος είδε ένα ταξί σταματημένο λίγο πιο πέρα από τη στάση Μισδραχή. Σύμφωνα με τον Υπολοχαγό ένα ύποπτο πρόσωπο που παρακολουθούσε την περιοχή, πλησίασε αρκετές φορές το ταξί και τέλος οι τρεις δράστες κατέφθασαν τρέχοντας και επιβιβάστηκαν στο όχημα. Αναγκάστηκαν όμως να φύγουν πεζοί, διότι ο οδηγός ταραγμένος δεν μπόρεσε να βάλει μπροστά. Ο οδηγός, ονόματι Νικόλαος Τομπουλίδης, συνελήφθη και οδηγήθηκε στη Γενική Ασφάλεια, όπου ισχυρίστηκε ότι απλώς είχε πάει µε έναν πελάτη να παραλάβουν κάποιο γιατρό και τον περίμεναν, όταν τρεις άγνωστοι εισέβαλαν στο αυτοκίνητο µε την απειλή όπλου. Τότε αυτός υποκρίθηκε πως είχε πάθει μηχανική βλάβη και τους ανάγκασε να τραπούν σε φυγή. Ο Μουσχουντής διέταξε να γίνει έρευνα σχετικά µε την ταυτότητα του γιατρού και από την έρευνα προέκυψε πως δεν υπήρχε κανένας γιατρός στην περιοχή, ενώ κάποιος από τους συναδέλφους του Τομπουλίδη, οδηγός ταξί, κατέθεσε πως παρ' ότι το ταξί του Τομπουλίδη ήταν πέμπτο στη σειρά προτεραιότητας ένας πελάτης ήρθε στην πιάτσα και ζήτησε να τον μεταφέρει το συγκεκριμένο όχημα.

Αν και ο οδηγός δεν αποκάλυψε τίποτε ουσιώδες, στους αστυνομικούς κατέθεσε και ο Φίλιππος Καμπουρόπουλος, ιδιοκτήτης του ταξί, κομμουνιστής-πρόεδρος του Σωματείου Ιδιοκτητών Αυτοκινήτων Ταξί και είπε ότι ένα άτομο είχε ζητήσει το συγκεκριμένο αυτοκίνητο από τις 29 Απριλίου, ενώ ταυτόχρονα τον περιέγραψε. Έτσι η αστυνομία εντόπισε και συνέλαβε τον Διογένη Ελευθεριάδη, δηλαδή τον άνθρωπο που είχε επιστρατεύσει τον Τομπουλίδη και το αυτοκίνητό του ως μέσο διαφυγής, ο οποίος στην κατάθεση του στη Γενική Ασφάλεια, όχι µόνο αρνήθηκε κάθε συμμετοχή αλλά και διαμαρτυρήθηκε για τον τρόπο της συλλήψεως του. Λίγες ημέρες αργότερα και υπό την πίσεη της ανακρίσεως ο Ελευθεριάδης αποκάλυψε στους αστυνομικούς ότι με το ψευδώνυμο «Σπύρος» ήταν τομεάρχης του δυτικού τομέα της Θεσσαλονίκης και υπαρχηγός της τρομοκρατικής κομμουνιστικής οργανώσεως Ο.Π.Λ.Α [Ομάδα Προστασίας Λαϊκής Αυτοάμυνας]. Ακόμη τους αποκάλυψε ότι επειδή απέτυχε να εξασφαλίσει μέσο διαφυγής στους δράστες της επιθέσεως κατά των αεροπόρων, του είχε αφαιρεθεί η διοίκηση, ενώ μετά τη σύλληψη του Τομπουλίδη το Μακεδονικό Γραφείο του Κ.Κ.Ε. ετοιμαζόταν να τον φυγαδεύσει στο βουνό αλλά δεν πρόλαβε. Τέλος, ο Ελευθεριάδης κατέθεσε τα ονόματα και τα ψευδώνυμα των στελεχών που γνώριζε καθώς και τα κρησφύγετα αλλά και τις κρύπτες όπλων της οργανώσεως. Στη συνέχεια συνελήφθη ο καθοδηγητής του «Σπύρου», ο Ανδρέας Παπαγεωργίου, αναφερόμενος συχνά µε το ψευδώνυμο «Τάκης» και στην έρευνα που ακολούθησε βρέθηκαν τα αρχεία της οργανώσεως στο σημείο που υποδείχθηκε από τον Παπαγεωργίου, μεταξύ τους και ο κατάλογος των μελλοντικών στόχων της. Ένα από τα βασικότερα υποψήφια θύματα ήταν και ο ίδιος ο Μουσχουντής, εναντίον του οποίου είχαν σημειωθεί στο παρελθόν και άλλες απόπειρες.

Από τα κορυφαία στελέχη της Ο.Π.Λ.Α. κατάφερε να διαφύγει τη σύλληψη μόνο ο Α' γραμματέας του Μακεδονικού Γραφείου του Κ.Κ.Ε., γνωστός με το ψευδώνυμο «Αλέκος». Στη διάρκεια της ανακρίσεως ο Μουσχουντής έκανε χρήση ψυχολογικών τεχνικών προκειμένου οι ομολογίες να είναι ακριβείς. Τα στελέχη της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης έδειξαν καρτερικότητα και υπομονή και προσπάθησαν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των ανακρινομένων κομμουνιστών, τακτική που επιβεβαιώνεται και απ’ τον συγγραφέα Γεώργιο Μόδη που γράφει [12]: «....Και αντίκρυζε τον αρχηγό της φοβερής Ασφάλειας καλόβολο, ευγενικό, φιλικό να του χαμογελά και να του προσφέρη τσιγάρα και καφέδες. Όχι μονάχα δεν τον κακοποίησαν, αλλά και προθυμότατα οι χωροφύλακες τον υπηρετούσαν. Θα νόμιζε κανείς ότι ήσαν παληοί καλοί φίλοι του...».

Από την ανάκριση προέκυψε πως την πρώτη χειροβομβίδα έριξε ο Ιορδάνης Σαπουντζόγλου και τη δεύτερη ο Κοσμάς Εξιζίδης ενώ την καθοδήγηση της Ο.Π.Λ.Α. είχαν ο Παπαγεωργίου και ο Αλβανός Ακίνδυνος, που οργάνωσε και την δολοφονική επιχείρηση. Στις 29 Αυγούστου 1947 παραπέμφθηκαν ενώπιον του Εκτάκτου Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης συνολικά 67 άτομα, ενώ πολλοί εμπλεκόμενοι στην υπόθεση χρησιμοποιήθηκαν ως μάρτυρες κατηγορίας. Ο Παπαγεωργίου εξιστόρησε στην απολογία του όλες τις λεπτομέρειες από την επίθεση κατά του λεωφορείου και κατέληξε με μια δήλωση μετάνοιας: «...Αν σκοτώναμε ιπτάμενους αεροπόρους θα μπορούσα κάπως να δικαιολογήσω τον εαυτό μου. Αλλά δεν ήσαν ιπτάμενοι και δεν δικαιολογώ τον εαυτό μου γιατί οι νεκροί δεν ανασταίνονται με δικαιολογίες. Είμαι υπεύθυνος των εγκλημάτων που έγιναν απ’ τη στιγμή που ανέλαβα την οργάνωση. Είχε και η δικιά μας παράταξη απώλειες. Για όλη την δράση δεν κατακρίνω τον εαυτό μου, γιατί εξακολουθώ να πιστεύω ότι η βία είναι φυσικό να γεννήσει βία.....».

Ο Αλβανός Ακίνδυνος στην απολογία του υποστήριξε πως: «....έπρεπε ο λαός να υπερασπίση τον εαυτόν του με τον μαζικό του όγκο, έπρεπε να αυτοαμυνθή. Εδώ στην Θεσσαλονίκη δημιουργήθηκε η Πλατειά, η Μαζική Λαϊκή Αυτοάμυνα, που είχε δύο σκοπούς, ένας να διαφωτισθή ο κόσμος πώς να αμυνθή, από την άλλη να πέσουν με τα ξύλα, με τις πέτρες, να χτυπήσουν.(…) μέχρι που δημιουργήθηκαν οι Επιτροπές Ασφαλείας και τα Στρατοδικεία. Δεν μπορούσε με αυτά τα μέσα ν’ αντιμετωπισθή η κατάσταση γιατί έρχονταν με τα όπλα και δεν μπορούσαμε να τους αντιμετωπίσουμε. Απ’ εδώ εγώ παίρνω την εντολή να χτυπήσω την αεροπορία, με ότι τρόπο μπορώ, εν λευκώ, να φέρουμε χτύπημα για να ανακουφίσουμε τον πληθυσμό. Εμείς φυσικά τους ιπτάμενους θέλαμε, γιατί αυτοί είναι πού αδιάκριτα χτυπούν (…). Τώρα μέσα υπήρχαν και άλλοι που δεν ήσαν τέτοιοι. Αυτό δεν μπορούμε να το θεωρήσουμε έγκλημα αλλά σε μία επιχείρηση πρέπει να τραβήξεις μπροστά ανεξάρτητα αν θα έχης ωρισμένα τα οποία δεν τα έχεις προβλέψει. Δεν θεωρώ την πράξη αυτή και όλες τις άλλες εγκληματικές γιατί εκείνοι που πολεμούν δεν κάνουν εγκλήματα, πολεμούν για ένα σκοπό...».

Η δίκη διάρκεσε ως τις 14 Σεπτεμβρίου και οι κυριότεροι εκ των κατηγορουμένων καταδικάστηκαν σε θάνατο. Απέφυγαν την εκτέλεση οι Φίλιππος Καμπουρόπουλος και Διογένης Ελευθεριάδης, λόγω της συνεργασίας τους µε τις αρχές στην αποκάλυψη της οργανώσεως.

Υπόθεση Θανάση Λυκογιάννη

Στις αρχές του 1948 ο Μουσχουντής πρωταγωνίστησε στην σύλληψη του μέλους της Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε. Κώστα Φαρμάκη και του κομματικού στελέχους Θανάση Λυκογιάννη. Οι δυο τους στις 12 Φεβρουαρίου του 1949 δικάστηκαν από έκτακτο στρατοδικείο και καταδικάστηκαν σε θάνατο, όμως εκτελέστηκε μόνο ο Φαρμάκης, λίγες μέρες αργότερα, ξημερώματα της 16ης Φεβρουαρίου 1949 Φεβρουαρίου 1949. Σύμφωνα με τον Νικόλαο Μουσχουντή, ο οποίος με επιστολή του στις 11 Φεβρουαρίου πληροφόρησε σχετικά τον Βασιλικό Επίτροπο του Εκτάκτου Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης, ο Λυκογιάννης κατέθεσε σημαντικές λεπτομέρειες για την κομματική δράση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος και τον αποκαλούμενο Δ.Σ.Ε. [Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας]. Κλείνοντας την επιστολή του ο Μουσχουντής εκτιμά: «Γενικώς κρίνομεν τα παρασχεθέντα εις ημάς αρκούντως αξιόλογα και τον πληροφοριοδότην ως σπουδαία πηγήν των πληροφοριών καταπολεμήσεως του ΚΚ». Στις 17 Φεβρουαρίου ο διευθυντής της Αστυνομίας Θεσσαλονίκης, Ταξίαρχος Απόστολος Ξανθόπουλος, με «άκρως απόρρητη-προσωπική επιστολή», ενημερώνει τον υπουργό Δημόσιας Τάξεως, τον Κωνσταντίνο Ρέντη, ότι κατόπιν τηλεφωνικής διαταγής του υπουργείου ο Λυκογιάννης δεν εκτελέστηκε. Παράλληλα με την επιστολή του ζητά από τον υπουργό Δημόσιας Τάξεως να διαμεσολαβήσει στον υπουργό Στρατιωτικών, ώστε ο στρατιωτικός διοικητής Θεσσαλονίκης να παραδώσει τον Λυκογιάννη στη δικαιοδοσία της αστυνομίας Θεσσαλονίκης. Στις 13 Φεβρουαρίου 1950, με απόρρητη επιστολή της, που την υπογράφει ο υπαρχηγός Στυλιανός Κιτριλάκης, η Διεύθυνση Υπηρεσίας Πληροφοριών του Γ.Ε.Σ. [Γενικό Επιτελείο Στρατού], ζητάει από το υπουργείο Δημόσιας Τάξεως να θέσει τον κρατούμενο κατάδικο Λυκογιάννη «...μονίμως εις την διάθεσιν του ΓΕΣ/ Δ.Υ.Πλ. προκειμένου ούτος να χρησιμοποιηθεί δι' εμπιστευτικήν υπηρεσίαν» και «η μέριμνα συντηρήσεως και φρουρήσεως τούτου θα ανήκη εις το Γ.Ε.Σ.». Ο Θανάσης Λυκογιάννης απέφυγε την εκτέλεση και τα επόμενα χρόνια αναδείχθηκε σε στέλεχος της Διευθύνσεως Πληροφοριών ενώ ως συγγραφέας δημοσίευσε σειρά από βιβλία αντικομουνιστικού περιεχομένου [13].

Δολοφονία Τζορτζ Πολκ

Στις αρχές Μαΐου του 1948, έτος που ο Μουσχουντής προήχθη στο βαθμό του Ταγματάρχη, εξαφανίστηκε στη Θεσσαλονίκη ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τζορτζ Πολκ. Μετά την διαπίστωση της δολοφονίας του με την ανεύρεση του πτώματος του και προκειμένου να μην δημιουργηθούν προβλήματα από την επέμβαση πολλών διαφορετικών υπηρεσιών και τον μοιραίο μεταξύ τους ανταγωνισμό, ο διορισμένος από το Αμερικανικό Στέιτ Ντιπάρτμεντ ειδικός ανακριτής Φρέντερικ Έρ ζήτησε από τους υπουργούς Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, της κυβερνήσεως του Θεμιστοκλή Σοφούλη, να υπογράψουν δήλωση µε την οποία καθιστούσαν το Μουσχουντή, με την ιδιότητα του Διοικητού της Γενικής Ασφαλείας, μοναδικό και αποκλειστικό υπεύθυνο των ανακρίσεων, ενώ οι υπηρεσίες των άλλων φορέων ετίθεντο στη διάθεσή του και ο ειδικός ανακριτής συγκατατέθηκε. Η Διεύθυνση της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης και ο διοικητής της Γενικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, Ταγματάρχης Νικόλαος Μουσχουντής που ανέλαβε -εξ ολοκλήρου και αποκλειστικά, τη διεξαγωγή των ανακρίσεων έστρεψε την προσοχή του προς την κατεύθυνση του Κ.Κ. Ελλάδος. Στις 17 Μαΐου του ίδιου έτους ο τότε υπουργός-Γενικός Διοικητής Μακεδονίας-Θράκης Αριστείδης Μπασιάκος επισκέπτεται τον Μουσχουντή και του αναφέρει πως νωρίτερα την ίδια ημέρα σε δεξίωση της Ενώσεως Συντακτών ο δημοσιογράφος Γρηγόρης Στακτόπουλος ρωτούσε επίμονα για τον Πολκ. Ο Στακτόπουλος τέθηκε υπό συνεχή παρακολούθησε η οποία απέδωσε καρπούς και τον ίδιο μήνα ο Μουσχουντής έγινε πανελλήνια γνωστός όταν υλοποίησε την εξιχνίαση της δολοφονίας του Τζορτζ Πολκ, από τα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος Αδάμ Μουζενίδη και Βαγγέλη Βασβανά που ήταν οι φυσικοί αυτουργοί και τον δημοσιογράφο Γρηγόρη Στακτόπουλο που ήταν ο ηθικός αυτουργός και ο άμεσος συνεργάτης τους. Η εξιχνίαση της δολοφονίας του Τζορτζ Πολκ μετέτρεψε τον Μουσχουντή σε στόχο συκοφαντικής εκστρατείας των οπαδών της αριστεράς και μεγάλου μέρους του Τύπου, καθώς κατηγορήθηκε για συγκάλυψη των πραγματικών ενόχων και σκευωρία. Ο Μουσχουντής εμφανίστηκε στην ακροαματική διαδικασία στο πλευρό του Ντόνοβαν και άλλων ξένων και Ελλήνων αξιωματούχων, ενώ έλαβε εύσημα από τον Ράλεϊ Γκίμπσον, ο οποίος δήλωσε ότι αποδείχθηκε ποιοι σκότωσαν τον Τζόρτζ Πόλκ και προσέθεσε ότι το όνομα του ταγματάρχη Μουσχουντή έπρεπε να τύχει ειδικής μνείας και ήταν άξιος συγχαρητηρίων για την ευφυΐα, την επιμέλεια, την υπομονή του και το λαμπρό του έργο.

Ειρηνική περίοδος

Το 1951 ο Μουσχουντής προήχθη στο βαθμό του Αντισυνταγματάρχη και το 1956 στο βαθμό του Συνταγματάρχη [14] της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής στις 21 Νοεμβρίου του 1957 με Βασιλικό Διάταγμα και ανέλαβε καθήκοντα Αστυνομικού Διευθυντή Θεσσαλονίκης [15] στις 14 Σεπτεμβρίου 1957 στη θέση του συνταγματάρχη Βαλσαμάκη, ενώ διευθυντής της Γενικής Ασφάλειας, δηλαδή στη θέση που υπηρετούσε έως τον θάνατο του ο Μουσχουντής, τοποθετήθηκε ο τότε αντισυνταγματάρχης Θεόδωρος Σκαλούμπακας. Τον Μουσχουντή στη θέση του Αστυνομικού Διευθυντή Θεσσαλονίκης διαδέχθηκε ο Κωνσταντίνος Μήτσου.

Μουσική (ρεμπέτικη) συλλογή

Ο Μουσχουντής υπήρξε λάτρης του ρεμπέτικου τραγουδιού και διατηρούσε στενές φιλικές σχέσεις με πολλούς συνθέτες του είδους, όπως ο Μάρκος Βαμβακάρης και ο Βασίλειος Τσιτσάνης με τον οποίο -τον Ιούλιο του 1942- απέκτησε συγγενική σχέση καθώς έγινε κουμπάρος στον γάμο του Βασίλη Τσιτσάνη με τη Ζωή Σαμαρά στον Άγιο Ελευθέριο Ντεπώ, και τον βοήθησε σημαντικά να επιβιώσει την δύσκολη περίοδο της κατοχής της Ελλάδος από τις δυνάμεις του Άξονα. Ο Μουσχουντής επιδίδονταν με πάθος στη συλλογή δίσκων Ρεμπέτικης μουσικής και δημιούργησε την μεγαλύτερη ίσως -και χαμένη πλέον- συλλογή προπολεμικών, τα περισσότερα ηχογραφημένα στις Η.Π.Α., τραγουδιών του είδους, με περίπου πέντε χιλιάδες δίσκους, την οποία εµπλούτιζε συνεχώς µε νέες κυκλοφορίες σταλμένες λαθραία από ανθρώπους του στην Αμερική. Η συλλογή του λεηλατήθηκε την περίοδο της Εαμοκρατίας στη Θεσσαλονίκη, πιθανόν μετά από εισβολή στο σπίτι του κατά το διάστημα από τον Οκτώβριο του 1944 έως τον Απρίλιο του 1945, την περίοδο της Εαμοκρατίας στην πόλη, όταν ο ίδιος εγκατέλειψε το σπίτι του προκειμένου να αποφύγει τις εναντίον του απόπειρες δολοφονίας από μέρους των συμμοριτών του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος. Μετά το 1945 ο Μουσχουντής κατάφερε να ανακαλύψει και να ανακτήσει περίπου 1.500 από τους κλεμμένους δίσκους και σ' αυτούς μέχρι το 1958 προστέθηκαν πολλές ακόμα χιλιάδες. Η συλλογή εξαφανίστηκε για δεύτερη φορά μετά το θάνατό του, χωρίς ποτέ πια να ανευρεθεί [16]. Ο μοναδικός ίσως δίσκος αυτής της συλλογής, ένας δίσκος 45 στροφών με ορχηστρικά σόλο ερμηνείες του Βασίλη Τσιτσάνη, που κυκλοφόρησε από την δισκογραφική εταιρεία Philips το 1954 στα πλαίσια μιας σειράς υπό τον γενικό τίτλο «Greek popular dances and tunes» και είναι προϊόν εισαγωγής στην Ελλάδα, βρίσκεται στην κατοχή των συγγενών του Μουσχουντή.

Το τέλος του

Μνημείο Μουσχουντή

Το Σάββατο βράδυ 15 Μαρτίου 1958, ο Μουσχουντής μετά από μια υπηρεσιακή σύσκεψη στην οποία συμμετείχε, μετέβη στον κινηματογράφο Ηλύσια και επέστρεψε στην κατοικία του στην οδό Ισαύρων 1, ένα στενό ανάμεσα στην Παύλου Μελά και την Δημητρίου Γούναρη, στο ύψος της Διαγωνίου, λίγο μετά τις 2 το πρωί της Κυριακής. Αισθάνθηκε αδιαθεσία και παρά την άμεση βοήθεια από τον οδηγό του Βαγγέλη Χαραλαμπίδη, την ακαριαία κινητοποίηση των συναδέλφων του αλλά και των ιατρών που μετέβησαν στην οικία του πέθανε από καρδιακή προσβολή, λίγο μετά το μεσημέρι της Κυριακής. Η αναγγελία θανάτου του Μουσχουντή έγινε και από τα μεγάφωνα του παλιού γηπέδου του Π.Α.Ο.Κ. στην Τούμπα, όπου εκείνη την ώρα διεξάγονταν ποδοσφαιρικός αγώνας, και οι θεατές του σηκώθηκαν όρθιοι τηρώντας ενός λεπτού σιγή στη μνήμη του [17]. Το ίδιο απόγευμα το θάνατο του Μουσχουντή ανακοίνωσε ο ραδιοφωνικός σταθμός των Ενόπλων Δυνάμεων και ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής εξέφρασε τα συλλυπητήριά του στους οικείους του και στο σώμα της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής.

Το χρόνο του θανάτου του ο Μουσχουντής ήταν εν ενεργεία Αξιωματικός και με το βαθμό του Συνταγματάρχη της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής υπηρετούσε ως Αστυνομικός Διευθυντής Θεσσαλονίκης. Η πολυπληθής λαϊκή παρουσία έπεισε την οικογένεια του Μουσχουντή ότι η σορός έπρεπε να µη μεταφερθεί στον οικογενειακό τάφο στην Αθήνα, όπως ήταν η αρχική της πρόθεση, αλλά να παραμείνει στη Θεσσαλονίκη, όπου εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο ναό της Αγίας Σοφίας, το πρωί της 17ης Μαρτίου, ενώ η νεκρώσιμη ακολουθία τελέστηκε στις 15:30' της ίδιας ημέρας. Στην τελευταία του κατοικία τον συνόδευσαν περί τους τριάντα χιλιάδες πολίτες [18]. Μετά την ταφή του η Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης ζήτησε από το νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας τη δωρεάν παραχώρηση του τάφου, λόγω των μεγάλων υπηρεσιών του Μουσχουντή προς την πατρίδα και τη Θεσσαλονίκη. Το Δημοτικό Συμβούλιο, που την πλειοψηφία του αποτελούσαν στελέχη των κομμάτων της Αριστεράς με δήμαρχο τον Μηνά Πατρίκιο, έλαβε την υπ. αριθμ. 352/1958 την οποία απέστειλε προς έγκριση στη Νομαρχία, η οποία συγκατατέθηκε στις 7 Μαΐου 1958. Την επόμενη ο Δήμαρχος κοινοποίησε στο Τμήμα Δημοτικού Συμβουλίου τη σχετική έγκριση του Νομάρχη και στις 3 Ιουνίου 1958 ο Μηνάς Πατρίκιος εξέδωσε την τελική θετική απόφαση σχετικά µε τη δωρεάν παραχώρηση χώρου για την ταφή του Νικολάου Μουσχουντή, «αναλώσαντος τον βίον του υπέρ της ασφαλείας και τάξεως της πόλεώς µας, ως Διοικητού της Γενικής Ασφαλείας και Αστυνομικού Διευθυντού Θεσ/νίκης».

Μνήμη Νικολάου Μουσχουντή

Ο Μουσχουντής παρέμεινε φανατικά αφοσιωμένος -ως το τέλος- στο δόγμα που υπηρέτησε για μια ολόκληρη ζωή: «Γένου πιστός άχρι θανάτου». Η μορφή του κυριάρχησε στα αστυνομικά πράγματα της Θεσσαλονίκης καθώς συνδύαζε το υψηλό αίσθημα πατριωτισμού και υπηρεσιακής αφοσιώσεως, με μια σπάνια αστυνομική ικανότητα και έναν εξίσου σπάνιο ανθρωπισμό. Ανδρώθηκε μέσα στην Ασφάλεια της πόλης σε δύσκολους καιρούς χαλεπούς και υπό άσχημες συνθήκες, όμως κέρδισε την εκτίμηση όλης της κοινωνίας της Θεσσαλονίκης. Χαρακτηρίστηκε αξιωματικός της διακρίσεως, της δράσεως και του μέτρου. Άνθρωπος «εξαιρετικά συντηρητικών αρχών, δεν ξανοιγόταν εύκολα με τους άλλους, του έλειπε καμιά φορά η διπλωματία, αλλά είχε τη φήμη πως έκανε πάντα ό,τι ήταν απαραίτητο όταν υπήρχε κάποια δύσκολη απόφαση». Ο επιτελάρχης του, Σόλων Τσαούσης, στην υπηρεσιακή του έκθεση τον χαρακτηρίζει «ζώσαν ιστορίαν τής πόλεως», ενώ ο Εισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης, αναφερόμενος στην υπόθεση εξαρθρώσεως της Ο.Π.Λ.Α. Θεσσαλονίκης, γράφει: «...εξετίμησα τόν ζήλον καί τήν άφοσίωσιν τού αξιωματικού τούτου, καί τήν δραστηριότητά του ήτις αποτελεί άθλον καί έξοχον ΰπηρεσίαν προς τήν πατρίδα καί τήν κοινωνίαν...» [19]. Ο Μουσχουντής είχε την άποψη ότι η καλή και αποτελεσματική Αστυνομία βελτιώνει τον παραβάτη, ενώ η αδιάφορη τον χειροτερεύει. Ήταν πράος, δίκαιος και επιεικής, όμως ήταν αμείλικτος διώκτης του εγκλήματος αλλά και επιεικής με τους εξ ανάγκης παρανομούντες. Είχε αναπτύξει το καλύτερο δίκτυο πληροφοριών και συνεργαζόταν με όλα τα κοινωνικά στρώματα, με σκοπό τη θωράκιση της κοινωνίας από τους κακοποιούς. Στην σορό του κατατέθηκαν εκατόν είκοσι (120) στεφάνια. Άφησε αγαθή μνήμη και οι υπηρεσίες του αναγνωρίσθηκαν από την κοινωνία της Βορείου Ελλάδος.

Ο Μουσχουντής στη διάρκεια της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας τιμήθηκε με επτά μετάλλια και αριστεία. Υπήρξε πολυσχιδής προσωπικότητα, σπουδαία αστυνομική διάνοια, ιδιαίτερα ικανός και αποτελεσματικός αστυνομικός, απολύτως αφοσιωμένος στο καθήκον του και µε βαθιά αγάπη για το επάγγελμά του. Διέθετε γνώση, εμπειρία, ετοιμότητα, υπομονή, αυτοκυριαρχία και κάποιες γνώσεις ψυχολογίας. Ήταν μοναχικό άτομο, μετρίου αναστήματος και αναλόγου σωματικής διαπλάσεως, βαθιά θρησκευόμενος και βοηθούσε κρυφά πολλούς αναξιοπαθούντες συνανθρώπους του, ενώ αντιπαθούσε τους κάθε φύσεως πληροφοριοδότες. «Θὰ ἱδρύσω Σχολὴν Μουσχουντῆ στὴν ὁποίαν πρέπει νὰ φοιτήσουν ὅλοι οἱ Ἀστυνομικοὶ», έλεγε ο Υπουργός Δημοσίας Τάξεως Κωνσταντίνος Ρέντης. Αν και ο Μουσχουντής ήταν μαχητικός αντικομουνιστής διέσωσε πολλούς κομμουνιστές από το εκτελεστικό απόσπασμα στην κατοχή, ενώ λόγω του θαυμασμού του για το ρεμπέτικο, που ήταν η μία από τις δύο διασκεδάσεις του, η άλλη ήταν το κυνήγι, λέγεται ότι αντιμετώπιζε µε ανεκτικότητα την παραβατική συμπεριφορά των ρεμπετών και τον υπόκοσμο μέσα στον οποίο αυτοί κινούνταν. Λίγες ημέρες μετά τον ενταφιασμό του εφημερίδα [20] της Θεσσαλονίκης ξεκίνησε την δημοσίευση σε καθημερινές συνέχειες μιας σχεδόν μυθιστορηματική καταγραφή της δράσεως του Μουσχουντή, η οποία διήρκησε περισσότερο από ένα μήνα.

Ο Δήμος Θεσσαλονίκης µε επικεφαλής το Δήμαρχο Χρήστο Φλωρίδη αποφάσισε στη συνεδρίαση της 29ης Ιανουαρίου 1971 να δώσει το όνομα του Μουσχουντή στην πλατεία Λαχαναγοράς, στη συμβολή των οδών Κασσάνδρου και Ολυμπιάδος. Στο Δήμο Καλαμαριάς (περιοχή Φοίνικα) η οδός Νικολάου Μουσχουντή είναι η κάθετη στις οδούς Μουσών και Δημοκρίτου, απέναντι από το γήπεδο του Φοίνικα. Στο Δήμο Συκεών αποτελεί κάθετο της οδού Γρηγορίου Λαμπράκη. Στο Δήμο Πολίχνης τέμνει κάθετα τις οδούς Σταυρουπόλεως και Αγνώστου Στρατιώτου. Στο Δήμο Νεαπόλεως Θεσσαλονίκης η οδός Νικολάου Μουσχουντή περνά μπροστά από αστυνομικό τμήμα της περιοχής και είναι κάθετος της Λεωφόρου Ανδρέα Παπανδρέου, ενώ στο Δήµο Αμπελοκήπων είναι ένας δρόμος που τέμνει κάθετα την οδό Χαλκίδη. Στη μνήμη του Μουσχουντή έγινε το 2001 δωρεά στο Παπάφειο Ορφανοτροφείο Θεσσαλονίκης, από τον Δημήτριο και τον Νικόλαο Μουσχουντή, πρώτους εξαδέλφους του Συνταγματάρχη, οι οποίοι γνωρίζοντας ότι εκκλησιάζονταν συχνά στο εκκλησάκι του ιδρύματος, το οποίο τότε ήταν ένα δωμάτιο μέσα στο κτίριο, όπου παρακολουθούσε μαζί µε τα παιδιά τη Θεία Λειτουργία, αποφάσισαν να συνεισφέρουν ένα μεγάλο ποσό στο ορφανοτροφείο. Από τότε κάθε χρόνο στις 7 Ιανουαρίου τελείται στο ίδρυμα ετήσιο μνημόσυνο του Νίκου Μουσχουντή.

Αστυνομικό Μουσείο Καρδίτσας

Η στολή με τα παράσημα του και τα μετάλλια αξίας, τιμής και ανδρείας που του απονεμήθηκαν φυλάσσονται στο Αστυνομικό Μουσείο Καρδίτσης [21] όπου και εκτίθεται. Επίσης, στο μουσείο υπάρχει σε αντίγραφο και η κινηματογραφική ταινία [22] που γύρισαν προς τιμή του Έλληνες ηθοποιοί με τίτλο: «Ένας υπέροχος άνθρωπος» με πρωταγωνιστή τον Ανδρέα Μπαρκουλη. Ο Νικόλαος Μουσχουντής συχνά έλεγε: «Στράβωσε ο κόσμος, δεν πάμε καλά». Αγαπούσε πολύ τα νέα παιδιά κι έλεγε χαρακτηριστικά: «Δεν φταίνε τα παιδιά. Πρωτίστως, φταίει το σπίτι και η οικογένεια. Μεταπολεμικά οι γονείς έχουν λασκάρει πολύ τα γκέμια των παιδιών τους και τα αφήνουν να κάνουν ότι θέλουν. Δεν παρακολουθούν τη ζωή τους έξω από το σπίτι. Δείχνουν μια ασυγχώρητη αδιαφορία». Μάλιστα, στους δημοσιογράφους έλεγε: «....οι δημοσιογράφοι πρώτοι από όλους να προσέχετε ιδιαίτερα, γιατί εκεί που φτάσαμε, φταίτε και σεις. Με τα δημοσιεύματα στις εφημερίδες διαφθείρετε τη νεολαία μας. Δεν θέλω καμία δημοσιότητα για τα παιδιά που εκ περιστάσεως διαπράττουν σοβαρές αξιόποινες πράξεις. Ο αστυνομικός πρέπει να έχει ως αρχή να παραδίδει στην κοινωνία όσο μπορεί περισσότερο καλούς ανθρώπους και όχι να τους κλείνει φυλακή».

Είπαν για το Μουσχουντή

Στο τριετὲς μνημόσυνο του Μουσχουντή που τελέστηκε στη Θεσσαλονίκη, ο εθνικιστής τότε ιεροκήρυκας της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης και μετέπειτα Μητροπολίτης Λεωνίδας (Παρασκευόπουλος), ο οποίος γνώρισε και έζησε από κοντά τον Μουσχουντή, αναφέρθηκε στην ευσέβεια, την κοινωνική και Αστυνομική του δράση και απευθυνόμενος στο εκκλησίασμα είπε [23]: «...οὐδέποτε εἰς τὴν παγκόσμιον ἀστυνομικὴν ἱστορίαν ἠγαπήθη ἀστυνομικὸς τόσον ὅσον ὁ Μουσχουντῆς», ενώ αποκάλεσε τον εκλιπόντα «μικρόσωμο γίγαντα» και είπε πως «Ο Νίκος Μουσχουντής ανήκει εις την τάξιν των μεγάλων ανδρών. Εις την κηδείαν του, ίσως δια πρώτην φοράν, εφάνησαν δάκρυα και εις τα μάτια κακοποιών, η δε κηδεία αυτή δεν είχε προηγούμενον παρά μόνον την κηδείαν του Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Μητροπολίτου Γενναδίου...» [24] και τον ανέφερε ως «παράδειγμα μιμήσεως δια τους πνευματικούς εκκλησιαστικούς και πολιτικούς παράγοντες του τόπου». Χαρακτηριστικό του χριστιανικού ήθους του Μουσχουντή είναι το δημοσίευμα του θρησκευτικού περιοδικού «Ζωή» [25] το οποίο δημοσίευσε ολόκληρη στήλη με πλήθος από αναφορές στην θρησκευτικότητα, τον ανθρωπισμό και την κοινωνική δράση του Συνταγματάρχου Μουσχουντή.

Ο Βασίλης Τσιτσάνης θεωρούσε το Μουσχουντή ως τον μεγαλύτερο αστυνομικό της Ελλάδας και το 1941 του αφιέρωσε τιμητικό τραγούδι, το οποίο για άγνωστους λόγους δεν κυκλοφόρησε ποτέ σε δίσκο. Οι στίχοι του τραγουδιού φυλάσσονται και εκτίθενται στο Μουσείο Τσιτσάνη στα Τρίκαλα. Ο συνθέτης μετά τον αιφνίδιο θάνατο του διευθυντή πια της αστυνομίας στα 1958 επισκεπτόταν συχνά µε σεβασμό τον τάφο του. Ο κομμουνιστής δημοσιογράφος και στιχουργός Λευτέρης Παπαδόπουλος γράφει: «...Για τον Μουσχουντή ο Τσιτσάνης μου είχε πει πολλά πάντοτε με θαυμασμό όταν έπαιξα το φθινόπωρο του 1948 το τραγούδι -«Συννεφιασμένη Κυριακή»- στη Θεσσαλονίκη ήταν παρών και ο κουμπάρος μου, αυτός ο άγιος αστυνομικός διευθυντής, που ακόμα και οι κλέφτες και οι διαρρήκτες κλάψανε στην κηδεία του». Αλλά και ο κομμουνιστής συγγραφέας Ηλίας Πετρόπουλος, που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη κι ήταν μέλος της κομμουνιστικής Ε.Π.Ο.Ν. και στη συνέχεια των συμμοριών του Ε.Α.Μ. γράφει θετικά για το έργο του Μουσχουντή στο βιβλίο του «Το άγιο Χασισάκι», αλλά και σε άλλα δημοσιεύματα του πως «... συχωρούσε τους μπατίρηδες μικροκλέφτες, έβρισκε δουλειά στον κομμουνιστή γιο της κάθε μάνας που του πρόσπεφτε, δεν καταδέχτηκε ποτέ του να μεταβάλλει σε χαφιέδες όσους του ζητάγανε ένα ρουσφέτι. Ο λαός της Θεσσαλονίκης τον ελάτρευε. Απόδειξη η κηδεία του. Τον ακολούθησαν χιλιάδες μέχρι το μνήμα του, τριάντα χιλιάδες άνθρωποι -οι περισσότεροι αριστεροί...» [26].

Τον Μουσχουντή μνημονεύει ο Νίκος Τσιφόρος σe έργο του [27]. O Μ. Κύρου σε άρθρο του [28] που επιγράφεται «Οι αδιάφθοροι» γράφει για τον Μουσχουντή: «Η ιστορία του τὸν κατέταξεν εἰς τὴν κορυφὴν τῶν Σωμάτων Ασφαλείας. Αυτός, πρὶν απὸ αυτὸν οἱ σκαπανεῖς, καὶ μετ' αυτὸν άλλοι αξιῴτατοι, ανέβασαν πολὺ ὑψηλὰ εἰς τὴν συνείδησιν τοῦ Ελληνικοῦ λαοῦ τὴν Βασιλικὴν Χωροφυλακήν...». ενώ και ο Μάρκος Βαμβακάρης τον περιγράφει θετικά στην «Αυτοβιογραφία» του. Ο αριστερός ποιητής και στιχουργός Λευτέρης Παπαδόπουλος, καταγράφει ότι ο Τσιτσάνης εξακολουθούσε ως το τέλος της ζωής του να έχει μεγάλη αγάπη στον κουμπάρο του Μουσχουντή, τον οποίο αποκαλούσε «άγιο άνθρωπο», όμως ο ίδιος ο Παπαδόπουλος αναφέρεται στον Μουσχουντή ως τον σατανικό πρωταγωνιστή της σκευωρίας για την υπόθεση Πολκ και τον κατηγορεί, μεταξύ των άλλων, ότι έστειλε στα μπουντρούμια της Ασφάλειας, όπου υποβλήθηκαν σε απάνθρωπα βασανιστήρια, πολλούς δημοκρατικούς πολίτες, ανάμεσα στους οποίους τους γονείς της γυναίκας του, Στέλιος και Μπούλη Μουζενίδη [29].

Δωρεά εις μνήμην Μουσχουντή

Σε οικόπεδο εκτάσεως 3.729,52 τετραγωνικών μέτρων που άνηκε στην αδελφή του Δέσποινα Βρανά-Μουσχουντή και στον ίδιο το Νικόλαο Μουσχουντή, ως κληρονομία από τους γονείς τους, ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 1970 η πρώτη φάση ανεγέρσεως του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου Μαρκοπούλου [30] όταν η Δέσποινα Βρανά, κόρη του Βασιλείου και της Φωτεινής Μουσχουντή, δώρισε το οικόπεδο, στο οποίο σήμερα βρίσκεται ο Ναός, στη Θέση «Μάνδρεζα» στην τότε ενιαία Ιερά Μητρόπολη Αττικής και Μεγαρίδος. Η προτομή του Νικολάου Μουσχουντή, έργο του γλύπτη Γιάννη Μανιατάκου που το κατασκεύασε το 2011 είναι τοποθετημένη στον περιβάλλοντα χώρο του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου στο Μαρκόπουλο Αττικής. Στο βάθρο της προτομής πάνω σε μία εγχάρακτη μεταλλική πινακίδα αναγράφεται:
«ΝΙΚ. Β. ΜΟΥΣΧΟΥΝΤΗΣ
ΣΥΝΤ/ΡΧΗΣ ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΗΣ
τ. ΑΣΤ/ΚΟΣ Δ/ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
1908-1958» [31].

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Πηγές

  • [Δημήτριος Κυριακίδης, «Νικόλαος Μουσχουντής. Ο Αστυνομικός και ο Άνθρωπος», εκδόσεις «Λόγχη», Αθήνα: Νοέμβριος 2017] [32]
  • [«Νικόλαος Μουσχουντής (1906-1958). Ο βίος και η δράση του δαιμόνιου αστυνομικού της Θεσσαλονίκης», Ρίζος Καϊάφας, Διπλωματική μεταπτυχιακή εργασία, Φιλοσοφική Σχολή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.]

Εσωτερική αρθρογραφία

Παραπομπές

  1. [Πανδήμως εκηδεύθη ο Νικόλαος Μουσχουντής Εφημερίδα «Μακεδονία», 18 Μαρτίου 1958, σελίδα 5η.]
  2. [Ζυγιστικά Μουσχουντή-Ιστορικό εταιρείας mouschoundis.gr]
  3. [Νικόλαος Μουσχουντής Περιοδικό «Επιθεώρησις Χωροφυλακής», τεύχος , Μάιος 1977, έτος 8ο, τεύχος 89ο, σελίδα 329η.]
  4. [Ιερός Ναός αγίου Νικολάου Μαρκοπούλου Αττικής. Τον Νοέμβριο του 1970 η Δέσποινα Μουσχουντή-Βρανά δώρισε οικόπεδο 3.729,52 τετραγωνικών μέτρων, που ανήκε στην ίδια και στον αποθανόντα αδελφό της Νικόλαο που προέρχονταν από την κληρονομιά των γονέων τους, στην τότε ενιαία Ιερά Μητρόπολη Αττικής και Μεγαρίδος. Το οικόπεδο βρίσκεται στη θέση Μάνδρεζα Μαρκοπούλου και χρησιμοποιήθηκε για την ανέγερση του σημερινού Ιερού Ναού του Αγίου Νικολάου Μαρκοπούλου.]
  5. [Μνημόσυνα-Κηδείαι Εφημερίδα «Εμπρός», 17 Μαρτίου 1945, σελίδα 2η.]
  6. [Η αστυνομία στη Θεσσαλονίκη. Από την αυγή του 20ου στο κατώφλι του 21ου αιώνα. Περιοδικό «Αστυνομική Ανασκόπηση», Ιούλιος-Αύγουστος 2003, έτος 20ο, τεύχος 220ο, σελίδες 16η-19η.]
  7. [Απόστολος Β. Δασκαλάκης, «Ιστορία της Ελληνικής Χωροφυλακής», σελίδα 254η.]
  8. [Ποιοι Μοίραρχοι παραμένουν ως μόνιμα στελέχη της Χωροφυλακής Εφημερίδα «Εμπρός», 7 Ιουλίου 1945, σελίδα 1η.]
  9. [Επιχείρησις ΟΠΛΑ. Περιοδικό «Επιθεώρησις Χωροφυλακής», τεύχος 3ο, Μάρτιος 1970, σελίδες 7η-14η.]
  10. [Το σύνθημα της «λαϊκής αυτοάμυνας», από όπου προερχόταν και η ονομασία της Ο.Π.Λ.Α., δόθηκε στις 12 Απριλίου 196 στη Θεσσαλονίκη από τον κομμουνιστή αρχιδολοφόνο Νίκο Ζαχαριάδη, υποτίθεται για την αυτοπροστασία των μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος από τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του στρατού και της αστυνομίας. Aρχικά συγκροτήθηκε η οργάνωση Μαζική Λαϊκή Αυτοάμυνα (Μ.Λ.Α.) µε σκοπό την οργάνωση κομμουνιστικού μηχανισμού δολοφονιών και από στελέχη της Μ.Λ.Α. δημιουργήθηκε η Ο.Π.Λ.Α. ή Στενή Αυτοάμυνα, μηχανισμός προστασίας του ευρύτερου δικτύου και εκτελεστικός βραχίονας των επιθέσεων. Η Στενή αυτοάμυνα είχε σχεδιάσει και εκτελέσει πολλές δολοφονίες, βομβιστικές ενέργειες, ληστείες, μεταξύ τους η δολοφονία του μοιράρχου της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής Δημητρίου Κοφίτσα, στις 6 Οκτωβρίου 1946, καθώς και η αποτυχημένη απόπειρα εναντίον του διοικητή Γενικής Ασφαλείας Θεσσαλονίκης ταγματάρχη Γεωργίου Βαρδουλάκη. Από τις 25 Νοεμβρίου ως τις 11 Δεκεμβρίου 1947 δικάστηκαν στο Έκτακτο Στρατοδικείο 73 κατηγορούμενοι για την υπόθεση της Μαζικής Αυτοάμυνας, ενώ η δίκη 54 ατόμων για την οικονομική διαχείριση και τη στρατολογία ξεκίνησε στις 24 Ιουνίου και τελείωσε στις 10 Ιουλίου 1948.]
  11. [Εφημερίδα «Νέα Αλήθεια», φύλλο 30ης Απριλίου 1947.]
  12. [Γεώργιος Μόδης, «Τέσσαρες δίκες στη Θεσσαλονίκη», Αθήνα, σελίδα 8η.]
  13. [Ο Θανάσης Λυκογιάννης έγραψε και δημοσίευσε με το όνομα Θανάσης Παυλόπουλος. Μεταξύ των έργων του περιλαμβάνονται: «Εθνοπροδοσίαι και Ψευδολογίαι του ΚΚΕ», «Ιστορία του Διεθνούς κομμουνισμού».]
  14. [Προαγωγαί Ανώτατων αξιωματικών της Χωροφυλακής Εφημερίδα «Μακεδονία», 22 Νοεμβρίου 1957, σελίδα 5η.]
  15. [«Αστυνομικός διευθυντής Θεσσαλονίκης ετοποθετήθη ο Συν/χης κ. Ν. Μουσχουντής», Εφημερίδα «Ελληνικός Βορράς», Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 1957, σελίδα 1η.]
  16. [Οι απόγονοι της οικογένειας Μουσχουντή θεωρούν πιθανό η συλλογή να μεταφέρθηκε μετά τον θάνατο του μαζί με την οικοσκευή του σπιτιού του στη Θεσσαλονίκη από την αδελφή του Δέσποινα Βρανά στο πατρικό τους σπίτι στην Αθήνα, όπου τελικά θάφτηκε κάτω από τα χαλάσματα του ερειπωμένου σπιτιού.]
  17. [Σχετική είναι η μαρτυρία του Θεσσαλονικιού δικηγόρου Αντώνη Ν. Βενέτη, ο οποίος νεαρός μαθητής τότε, παρακολουθούσε τον ποδοσφαιρικό αγώνα εκείνης της ημέρας.]
  18. [Εφημερίδα «Μακεδονία», 18 Οκτωβρίου 1958, σελίδα 5η.]
  19. [Περιοδικό «Επιθεώρησις Χωροφυλακής», τεύχος 3ο, Μάρτιος 1970, σελίδα 13η.]
  20. [Εφημερίδα «Ελληνικός Βορράς», «Νικόλαος Μουσχουντής, η μεγαλύτερη αστυνομική ιδιοφυία της Ελλάδος», Κυριακή 23 Μαρτίου 1958 έως και το Σάββατο 3 Μαΐου 1958.]
  21. [Νικόλαος Μουσχουντής (1906-1958) Συνταγματάρχης Χωροφυλακής-Διευθυντής Αστυνομίας Θεσσαλονίκης, Posted on 24 Οκτωβρίου, 2019.
  22. [Ένας υπέροχος άνθρωπος Πληροφορίες για την ταινία]
  23. Επιμνημόσυνη δέηση Νικολάου Μουσχουντή (αναγγελία και δακτυλογραφημένο κείμενο Πατρός Λεωνίδα).
  24. [Υπόθεσις ΟΠΛΑ Περιοδικό «Επιθεώρησις Χωροφυλακής», τεύχος 3ο, Μάρτιος 1970, σελίδα 13η.]
  25. [Περιοδικό «Ζωή», Φύλλο 2246ο.]
  26. [Ο Νίκος Μουσχουντής Ηλίας Πετρόπουλος, περιοδικό «Ιατρικά Θέματα», έτος ΙΘ', Τεύχος 49ο, Ιανουάριος-Μάρτιος 2008 (ανακτήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2021, 11:55').]
  27. [Νίκος Τσιφόρος, «Τα παιδιά της πιάτσας», πρωτοδημοσιεύτηκε σε αυτοτελή επεισόδια στο περιοδικό «Ταχυδρόμος» από τον Αύγουστο του 1960 έως τον Νοέμβριο του 1961.]
  28. [Μιχαήλ Κύρου, εφημερίδα «Ελληνικός Βορράς», φύλλο 13ης Ιανουαρίου 1970.]
  29. [Η αρνητική αναφορά του Παπαδόπουλου στον Μουσχουντή χαρακτηρίζεται από το εμφανές προσωπικό όφελος του από την υπόθεση. Είναι γνωστό πως ο αδελφός του πεθερού του Παπαδόπουλου, Αδάμ Μουζενίδης, μέλος της Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε.καταδικάστηκε ερήμην, μαζί με το στέλεχος του Κ.Κ.Ε. Βαγγέλη Βασβανά, ως φυσικός αυτουργός του φόνου του Πολκ, ωστόσο, παρά τις πολλαπλές άστοχες κι -ως εκ τούτου- αδιέξοδες προσπάθειες του Κομμουνιστικού Κόμματος να πείσει την κοινή γνώμη πως ο μεν Μουζενίδης είχε ήδη σκοτωθεί σε αεροπορικό βομβαρδισμό πριν την δολοφονία του Πολκ, ο δε Βσβανάς πως βρίσκοντας μακριά από τη Θεσσαλονίκη την ημέρα της δολοφονίας.]
  30. [Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου Μαρκοπούλου-Ιστορικό Ενορίας-Ανέγερση Ναού.]
  31. [Οι προτομές του Μαρκοπούλου! Προτομές-μνημεία-αγάλματα του Δήμου μας]
  32. [«Νικόλαος Μουσχουντής. Ο Αστυνομικός και ο Άνθρωπος» Δημήτριος Κυριακίδης, εκδόσεις «Λόγχη».]