Πατριάρχης Γρηγόριος Ε'

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Άγιος Γρηγόριος Ε', κατά κόσμο Γεώργιος Αγγελόπουλος, Έλληνας ιερωμένος που εκλέχθηκε τρεις φορές Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, που αναγνωρίστηκε Εθνοϊερομάρτυρας ενώ τον ανακήρυξε Άγιο η Ορθόδοξη Εκκλησία και τιμά τη μνήμη του στις 10 Απριλίου κάθε χρόνο, ένας από τους πλέον διαπρεπείς Πατριάρχες από την πτώση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και μία από τις τραγικότερες μορφές της Ελληνικής Εθνεγερσίας του 1821, με στέρεη φιλοσοφική και βαθιά θεολογική συγκρότηση, γεννήθηκε το 1745, ή σύμφωνα με άλλες πηγές το 1746, στην κωμόπολη της Δημητσάνας στο σημερινό νομό Αρκαδίας στην Πελοπόννησο και δολοφονήθηκε με απαγχονισμό από τους Τούρκους στις 10/22 Απριλίου του 1821 στην Κεντρική Πύλη του Πατριαρχικού κτιρίου στην Κωνσταντινούπολη.

Συνοπτικές πληροφορίες
Πατριάρχης Γρηγόριος Ε'
Πατριάρχης Γρηγόριος Ε' (Αγγελόπουλος).jpg
Γέννηση: 1745
Τόπος: Δημητσάνα, Αρκαδία (Ελλάδα)
Υπηκοότητα: Οθωμανική
Ασχολία: Ιερωμένος
Πατριάρχης Κων/πόλεως
Εθνικός αγωνιστής
Απαγχονισμός: 10 Απριλίου 1821
Τόπος: Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως

Ανίψια του ήταν ο Μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Μητροπολίτης Τριπόλεως & Αμυκλών Δανιήλ και ο Μητροπολίτης Αθηνών Διονύσιος.

Βιογραφία

Η οικογένεια Αγγελόπουλου κατάγεται από την ιστορική αρχοντική οικογένεια Καρακάλα. Παππούς του ήταν ο ιερας Άγγελος Αγγελόπουλος. Ο Γεώργιος γεννήθηκε από, φτωχούς και ευσεβείς Χριστιανούς γονείς, τον κτηνοτρόφο Ιωάννη Αγγελόπουλο και την Ασημίνα Αγγελόπουλου το γένος Παναγιωτόπουλου. Την εποχή που γεννήθηκε πατριάρχης στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο Κύριλλος Καράκαλος, Δημητσανίτης και συγγενής του Ιωάννη Αγγελόπουλου. Αδέλφια του ήταν ο Παναγιώτης [1], η Άννα [2] και η Εξακουστή [3]. Γνωστοί απόγονοι τους είναι ο καθηγητής -οικονομολόγος Άγγελος Αγγελόπουλος, υπουργός Οικονομικών της αποκαλούμενης κυβερνήσεως του βουνού και ο βιομήχανος--Εθνικός ευεργέτης Παναγιώτης Αγγελόπουλος [4], Μέγας Λογοθέτης και Μέγας Ευεργέτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που κάλυψε τις δαπάνες για την αναπαλαίωση της οικίας του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε' στη Δημητσάνα.

Ο Γεώργιος που από μικρός ακολούθησε την ποιμενική ζωή της οικογένειας και βοηθούσε τον πατέρα του στη βοσκή των ζώων της οικογένειας, διδάχθηκε ως το 1764 τα πρώτα γράμματα στο σχολείο της ιδιαίτερης πατρίδος του κι έδειξε την ιδιαίτερη έφεσή του στα γράμματα. Έτσι οι γονείς του παρά την δεινή οικονομική τους κατάσταση αποφάσισαν να τον μορφώσουν στην Μονή Φιλοσόφου που λειτουργούσε εκείνα τα χρόνια στη Δημητσάνα πλησίον του θείου και αναδόχου του, ιερομονάχου Μελετίου και του επίσης ιερομόναχου Αθανάσιου Ρουσόπουλου. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε επί δύο χρόνια στην Αθήνα όπου μαθήτευσε κοντά στον λόγιο Δημήτριο τον Βόδα από τα Ιωάννινα, γνώστη της Λατινικής και σημαντικό συγγραφέα. Το 1767 μετέβη στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας, όπου σπούδασε για πέντε χρόνια στην Ευαγγελική Σχολή, ενώ παράλληλα εργάζονταν ως βοηθός νεωκόρος στον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου κοντά στον άλλο θείο του Χατζή Μελέτιο ο οποίος ήταν εκκλησιάρχης του Ναού.

Εκκλησιαστική ζωή

Η κλίση του Γεώργιου προς τον μοναχικό βίο αλλά και τα Ορλωφικά γεγονότα τον οδήγησαν να αποσυρθεί στην αυτοκρατορική μονή της Μεταμορφώσεως των Στροφάδων νήσων τρείς δεκάδες ναυτικά μίλια από την Ζάκυνθο, που βρίσκονταν τότε υπό την κατοχή των Ενετών. Στη μονή εκάρη μοναχός και έλαβε ο εκκλησιαστικό όνομα Γρηγόριος ενώ ακολούθως φοίτησε στην Πατμιάδα Σχολή στο νησί της Πάτμου, όπου σπούδασε Θεολογία και Φιλοσοφία με καθηγητή τον Βασίλειο Κουταληνό και Αρχαία Ελληνική Φιλολογία με τον Διευθυντή της Σχολής, τον Δανιήλ Κεραμέα. Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του επέστρεψε στη Σμύρνη.

Διάκονος / Ιερέας

Στη Σμύρνη ο Μητροπολίτης Προκόπιος, ο οποίος εκτιμούσε τις αρετές του χαρακτήρα και διακατέχονταν από πατρική αγάπη για τον Γρηγόριο, τον χειροτόνησε αρχιδιάκονο και κατόπιν πρεσβύτερο. Μετά τη χειροτονία του σε Ιερέα ο Γρηγόριος επέστρεψε ως ταξιδιώτης στη γενέτειρα του και παρέδωσε 1.500 γρόσια, στον Σχολάρχη Αγάπιο Παπαντωνόπουλο, με τα οποία δημιουργήθηκε οκτώ ξενώνες για την στέγαση των απόρων μαθητών στη Σχολή της Δημητσάνας. Ως το 1770 μετοίκησαν στη Σμύρνη και όλα τα μέλη της οικογένειάς του, οι υπερήλικες γονείς του και τα τρία αδέλφια του. Κατά την περίοδο αυτή ο Γρηγόριος διατηρούσε αλληλογραφία με τον επίσκοπο Μεθώνης Άνθιμο Καράκολο συμπατριώτη του από τη Δημητσάνα και υποκινητή της περιοχής στην ανεπιτυχή επανάσταση των Ελλήνων στα Ορλωφικά. Από την αλληλογραφία τους διασώθηκε επιστολή με ημερομηνία 4 Αυγούστου 1778, στην οποία ο Γρηγόριος αφού εκφράζει τη θλίψη του για την αποτυχία της εξεγέρσεως ενημερώνει τον Άνθιμο ότι περί τις 60.000 Έλληνες από την Πελοπόννησο, μετά τις εκτεταμένες καταστροφές που προκάλεσαν οι Τουρκαρβανίτες μισθοφόροι, κατέφυγαν πρόσφυγες στη Σμύρνη και στις γύρω περιοχές. Εκεί οι Έλληνες έγιναν πρόθυμα δεκτοί από τους Αγάδες ως εργάτες, επιτρέποντάς τους να δημιουργήσουν οικισμούς, κοινότητες και εκκλησίες ενώ τους χορήγησαν απαλλαγή φόρων για μια δεκαετία. Σύμφωνα με τον Γρηγόριο, που διατήρησε τη θέση του πρωτοσύγκελου Σμύρνης μέχρι το 1785, πολλοί Έλληνες δραστηριοποιούνταν ήδη ως έμποροι.

Επίσκοπος Σμύρνης

Την 1η Ιουλίου του 1785, μόλις ο Προκόπιος εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης, επέλεξε τον Γρηγόριο ως διάδοχο του και πρότεινε την εκλογή του στην πατριαρχική σύνοδο. Η πρόταση του εγκρίθηκε με ομοφωνία από την Ιερά Σύνοδο και ο Γρηγόριος αφού κλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη χειροτονήθηκε, στις 14 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, Επίσκοπος στη Μητρόπολη Σμύρνης, την μητρόπολη του μικρασιατικού Ελληνισμού. Ως Μητροπολίτης ο Γρηγόριος διακυβέρνησε την Επισκοπή Σμύρνης με σύνεση και επέδειξε ιεραποστολικό ζήλο, αναστήλωσε ναούς, ίδρυσε σχολεία και οργάνωσε σύστημα πρόνοιας για τους φτωχούς και τους ανήμπορους. Ιδιαίτερη βαρύτητα έδωσε στο κήρυγμα και την κοινωνική δράση, ασχολούμενος ιδίως με την παιδεία του ποιμνίου του, όμως η ποιμαντική και φιλανθρωπική δράση του προκάλεσε και σημαντικές αντιπάθειες. Ο Γρηγόριος ξεκίνησε και ολοκλήρωσε ένα τιτάνιο έργο καθώς ενίσχυσε την Ευαγγελική Σχολή, υλοποίησε εκτεταμένο φιλανθρωπικό έργο και βοήθησε όσους Έλληνες κατέφυγαν στη Σμύρνη μετά τα Ορλοφικά. Πέτυχε να απαλλαγούν οι κληρικοί από τον κεφαλικό φόρο, σημαντικό οικονομικό μέτρο που είχε εξαιρετικά θετική επίδραση στην ψυχολογία των ιερωμένων αλλά και των πιστών διότι οι Τούρκοι φοροεισπράκτορες πνέοντες μένεα εναντίον των Ελλήνων κληρικών, όταν αυτοί δεν είχαν να πληρώσουν το χαράτσι, αρχικά τους φυλάκιζαν και στη συνέχεια τους διαπόμπευαν στους δρόμους. Παράλληλα, φρόντισε για τη δημιουργία αρκετών ναών στην περιοχή του, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι ναοί του Αγίου Γεωργίου και της Αγίας Φωτεινής στην πόλη της Σμύρνης. Το 1793 επί πατριάρχου Γερασίμου του Γ' μετέβη στην Κωνσταντινούπολη όπου έλαβε μέρος στις εργασίες της Ιεράς Συνόδου.

Πατριαρχική εκλογή

Την 1η Μαΐου 1797, μετά την παραίτηση λόγω γήρατος του έως τότε Οικουμενικού Πατριάρχη Γερασίμου Γ', διάδοχός του εξελέγη ομόφωνα ο από Σμύρνης Γρηγόριος, ο οποίος και ανέλαβε στις 9 Μαΐου ως Γρηγόριος Ε'. Την είδηση της εκλογής του την πληροφορήθηκε ενώ περιόδευε στην επαρχία του. Ως πατριάρχης άρχισε συστηματικές ενέργειες για να τονώσει το θρησκευτικό συναίσθημα των Ορθοδόξων της περιοχής και προσπάθησε να εκδώσει λεξικό με τίτλο «Κιβωτός της ελληνικής γλώσσης». Αποδείχτηκε άνθρωπος των χαμηλών τόνων, εξαιρετικός διπλωμάτης και δεινός χειριστής των πολιτικών παρασκηνίων όμως οι πολιτικές και ιστορικές συγκυρίες στάθηκαν εμπόδιο του. Από την νέα του θέση, επεδίωξε την κανονική διοίκηση των Εκκλησιών, απαγόρευσε να χειροτονούνται ανάξιοι αρχιερείς ή ιερείς, απαγόρευσε την ανάμιξη των κληρικών σε κοσμικές υποθέσεις, εισήγαγε αυστηρούς κανόνες για τη ζωή στα μοναστηριακά κοινόβια, ανέγειρε και ανακαίνισε εκκλησίες. Τον Ιούνιο του 1798 στραγγαλίστηκε στο Βελιγράδι ο Ρήγας Φεραίος. Στις 20 Οκτωβρίου του 1798 ο Πατριάρχης με συνοδική απόφαση απαγόρευσε την χειροτονία Επισκόπων εκ χήρων εγγάμων κληρικών που είχαν τέκνα, διότι αυτά αξίωναν να κληρονομούν τον επίσκοπο πατέρα τους. Συνολικά, ο σουλτάνος Σελίμ Γ' θεώρησε φιλογαλλική τη συνολική στάση του πατριάρχη ενώ του καταλόγισε και ανικανότητα να κρατήσει τους Ορθόδοξους σε υποταγή έτσι τον Δεκέμβριο του 1798 απομακρύνθηκε από τη θέση του, μόλις δεκαοκτώ μήνες μετά την εκλογή του, καθώς πολιτεύτηκε αντίθετα με τις επιθυμίες της Τουρκικής Κυβερνήσεως. Στη θέση του Πατριάρχης ανέλαβε ο προηγουμένως εκδιωχθείς Νεόφυτος Ζ'.

Σύμφωνα με τον ιστορικό Κωνσταντίνο Σάθα, αυτή την περίοδο, «ἠργάσθη ἀνενδότως ὑπέρ τῶν ἐθνικῶν συμφερόντων, ἀποτρέψας πολλάκις τούς κατά τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἐπικρεμασθέντας κινδύνους {...} ἀνήγειρε ἐκ βάθρων τό σεσαθρωμένον Πατριαρχεῖον, ὑποχρεώσας τούς πάντας εἰς βοήθειαν καί διά τοῦ ἰδίου παραδείγματος τήν φιλοτιμίαν αὐτῶν διεγεῖρας. Ἐδίδασκεν, ὀρθοτομῶν ἐπ’ ἐκκλησίαις τόν λαόν τοῦ Θεοῦ… Μετά ζήλου μεγάλου ἐφρόντιζε πρός ἀνέγερσιν καί ἀνακαίνισιν τῶν κατά τόπους ἐκκλησιῶν {...} Τό 1799, συκοφαντηθείς εἰς τήν Πύλην, ὡς βίαιος καί ἀνίκανος πρός διατήρησιν τῆς τῶν λαῶν ὑποταγῆς, ἀπεβλήθη τοῦ Θρόνου...» [5]. Μετά την απομάκρυνση του από τον Πατριαρχικό θρόνο εξορίστηκε αρχικά στη Χαλκηδόνα και μερικούς μήνες αργότερα στη Δράμα και τη Μονή Παναγίας Εικοσιφοινίσσης. Σύντομα διατάχθηκε να μεταβεί στο Άγιο Όρος, αν και ο ίδιος επιθυμούσε να εγκατασταθεί στη Μονή Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων, στο κελλί του Προφήτη Ηλία της Μονής Ιβήρων, όπου και παρέμεινε φιλοξενούμενος επί επτά έτη. Μαζί του ήταν ο τότε Διάκονος και ανιψιός του Γερμανός, ο μετέπειτα Μητροπολίτης Παλαιών Πατρών. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Άγιο Όρος, ο Γρηγόριος Ε' επιδόθηκε σε εμβριθή μελέτη ιερών Πατερικών κειμένων και στις επισκέψεις που πραγματοποιούσε στις μονές της περιοχής δίδασκε τους μοναχούς, ενώ δεν παρέλειπε να παρακολουθεί τα γεγονότα στην Ευρώπη και στην Κωνσταντινούπολη. Με δικές του δαπάνες ανήγειρε την δυτική πτέρυγα της Μονής Ιβήρων, διαστάσεων 10χ20 μέτρων, τριών ορόφων, έργο που αποτελεί τεράστιο επίτευγμα ακόμη και για τα σημερινά δεδομένα. Με παρέμβαση του εικάζεται ότι αντικαταστάθηκαν το 1806, ως ρωσόφιλοι, οι Ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας Αλέξανδρος Μουρούζης και Κωνσταντίνος Υψηλάντης και στη θέση τους ανέλαβαν οι Φαναριώτες Αλέξανδρος Ν. Σούτσος και Σκαρλάτος Καλλιμάχης.

2η Πατριαρχία

Η νίκη του Μεγάλου Ναπολέοντα στη μάχη του Αούστερλιτς συνέπεσε με την προσπάθεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας να εξευρωπαϊστεί. Οι Φαναριώτες Αλέξανδρος Ν. Σούτσος και Σκαρλάτος Καλλιμάχης προέτρεψαν τον τότε Πατριάρχη Καλλίνικο Ε' σε παραίτηση υπέρ του Γρηγορίου Ε', κάτι που συνέβη στις 22 Σεπτεμβρίου 1806. Παράλληλα, ο σουλτάνος Σελίμ Γ', προσπαθώντας να πλησιάσει τους Γάλλους, ζήτησε από τον εξόριστο έκπτωτο πατριάρχη που ο ίδιος είχε καθαιρέσει ως φίλο της Γαλλίας να επανέλθει στον πατριαρχικό θρόνο. Στις 24 Σεπτεμβρίου του 1806 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης με την παρουσία του Μεγάλου Διερμηνέα Αλέξανδρου Χαντζερή, του Μεγάλου Λογοθέτη Αλέξανδρου Μάνου και αντιπροσώπων των λαϊκών οργανώσεων επανεξέλεξε ομόφωνα Πατριάρχη τον Γρηγόριο Ε', ο οποίος επέστρεψε στη Κωνσταντινούπολη στις 18 Οκτωβρίου, όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό. Λίγες ημέρες πριν ο ρωσικός στρατός είχε εισβάλει στη Μολδαβία και τον Δεκέμβριο κηρύχθηκε πόλεμος κατά της Τουρκίας. Μετά την κατάληψη του Βουκουρεστίου από τους Ρώσους, παραμονή των Χριστουγέννων, ο Σουλτάνος Σελίμ Γ' κήρυξε επίσημα πόλεμο κατά των Ρώσων, στις 5 Ιανουαρίου 1807. Την ίδια ημέρα ζήτησε από τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε' να εκδώσει, προς όλους τους Έλληνες και στη δημοτική γλώσσα, «εκκλησιαστικόν και συμβουλευτικόν γράμμα» εναντίον των Ρώσων, συνιστώντας υποταγή στον Σουλτάνο. Ο Πατριάρχης εφήρμοσε την εντολή και ζήτησε από τους Έλληνες να αποφύγουν κάθε σύμπραξη με τους Ρώσους, λόγος για τον οποίο απέστειλε στην Πελοπόννησο τον επίσκοπο Ανδρούσης Ιωσήφ.

Την Άνοιξη του ίδιου χρόνου, όταν οι Άγγλοι εισέβαλαν στην Προποντίδα και από κοινού με τους Ρώσους απειλούσαν να καταλύσουν την Οθωμανική αυτοκρατορία, την οποία στήριζαν οι Γάλλοι, ο Γρηγόριος φρόντισε να μετάσχουν οι Ορθόδοξοι στην οργάνωση της άμυνας στα Δαρδανέλια. Τον Μάρτιο ο Ρώσος ναύαρχος Ντιμίτρι Σενιάβιν διένειμε προκηρύξεις «Προς τους Χριστιανούς κατοίκους του Οθωμανικού κράτους» και ο Θεσσαλός αρματωλός Νίκος Τσάρας ή Νικοτσάρας προκάλεσε επανάσταση. Ο Σουλτάνος διέταξε τον Αλή Πασά να καταστείλει την εξέγερση κι αυτός με ορδές Τουρκαλβανών κατέλαβε την Θεσσαλία. Οι επαναστάτες κατέφυγαν στη Σκιάθο, όπου συγκροτώντας στόλο με 70 πλοία άρχισαν καταδρομικές επιχειρήσεις στις ακτές της Θεσσαλίας, Μακεδονίας, ακόμα και Μικράς Ασίας, συνεπικουρούμενοι και από πλοία του αγγλικού στόλου. Ο Σουλτάνος κάλεσε τον Γρηγόριο Ε' να προτρέψει τους Έλληνες επαναστάτες να διαλυθούν κι αυτοί συμμορφώθηκαν με την πατριαρχική εντολή, εκτός τον Νικοτσάρα που παρέμεινε εγκλωβισμένος στη Σκόπελο, καθώς τον εγκατέλειψαν και οι Ρώσοι που συμμάχησαν με τους Γάλλους. Λίγο καιρό αργότερα Ρώσοι απεσταλμένοι μετέβησαν μέσω Σερβίας στην περιοχή του Ολύμπου, όπου προκάλεσαν επανάσταση. Επικεφαλής της ορίστηκε ο ηρωικός ιερέας Ευθύμιος Βλαχάβας, ο οποίος συνασπίστηκε με Τούρκους της περιοχής Λάρισας και Τρικάλων κατά του Αλή Πασά. Ο Πατριάρχης, μετά από αίτημα του Σουλτάνου απέστειλε επιστολή στον Βλαχάβα, ο οποίος ανέστειλε την επανάσταση, όμως συνελήφθη, μετά από προδοσία, από τον Αλή Πασά και θανατώθηκε με φρικτό τρόπο στα Ιωάννινα.

Στη διάρκεια της δεύτερης πατριαρχίας του ο Γρηγόριος επιτέλεσε πολλά σημαντικά έργα, όπως η μέριμνα για τα οικονομικά του Πατριαρχείου, η κοινωνική φιλανθρωπία, η οργάνωση της εσωτερικής ζωής των μοναστηριών, η ρύθμιση ζωής των αρχιερέων και του κλήρου και ενέργειες υπέρ της ελληνικής παιδείας και των γραμμάτων που προκάλεσαν τον έπαινο του Αδαμάντιου Κοραή, γνωστού-σφοδρού κι ανυποχώρητου επικριτή του Πατριάρχη, που τις επισήμανε ως «επερχόμενην αναγέννησιν της Ελλάδος». Το επόμενο διάστημα ο πατριάρχης αντιστάθηκε με θαυμαστή συνέπεια σε κάθε προσπάθεια των Τούρκων να του υπενθυμίσουν ότι δεν μπορεί να χαλιναγωγήσει με σωστό τρόπο για την Πύλη τους Ορθοδόξους. Έχοντας ο Γρηγόριος Ε' την εμπειρία της πρώτης του εξορίας υπενθύμιζε στους Τούρκους ότι λίγο τον ένοιαζε, αν θα επέστρεφε στο κελί του, στη Μονή Ιβήρων.

Η ανατροπή του σουλτάνου Σελίμ Γ' επήλθε ως συνέπεια της εξεγέρσεως των γενιτσάρων καθώς αυτός επιδίωκε τη δημιουργία τακτικού στρατού. Οι ταραχές, που υποδαυλίστηκαν και από το ιερατείο, εξελίχθηκαν σε εξέγερση και, στις 29 Μαΐου 1807, ο όχλος εισέβαλε στο παλάτι αναγορεύοντας σουλτάνο τον ξάδελφο του προηγουμένου, τον Μουσταφά Δ'. Στις 21 Ιουνίου 1808, εκδηλώθηκε στην Βουλγαρία κίνημα από τον Αγά του Ρουτσούκ τον Μουσταφά Αλεντάρ Πασά ή Μουσταφά Μπαϊρακτάρ Πασά, ο οποίος καθαίρεσε τον σουλτάνο Μουσταφά Δ', όμως δεν πρόλαβε να σώσει τον Σελίμ Γ' και στο θρόνο αναβίβασε τον πρίγκιπα Μαχμούτ, αδελφό του Σουλτάνου Μουσταφά Δ', ως Μαχμούτ Β'. Ο ίδιος ο Μπαϊρακτάρ, που ανακηρύχθηκε μετά δύο ημέρες Μέγας Βεζίρης, αξίωσε την άμεση απομάκρυνση του Γρηγορίου του Ε'. Ο Πατριάρχης αναγκάσθηκε σε νέα παραίτηση, στις 10 Σεπτεμβρίου 1808, και στον πατριαρχικό θρόνο τον διαδέχθηκε ο προηγουμένως παραιτηθείς Καλλίνικος Ε'. και εξορίστηκε στη Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στην Πρίγκηπο και μετά ένα έτος στο κελί του, στη Μονή Ιβήρων στο Άγιο Όρος. Αγάπησε τη Μονή Εσφιγμένου και ενδιαφέρθηκε για την επαναφορά της στην κοινοβιακή τάξη ενώ τέλεσε και τα εγκαίνια του κεντρικού Ναού της το έτος 1811 και ανέλαβε τη εξόφληση της νότιας πτέρυγας της Μονής, γι' αυτό και θεωρείται κτήτορας της.

3η Πατριαρχία

Στα μέσα του 1818, στη Μονή Ιβήρων, ο Γρηγόριος συναντήθηκε με απεσταλμένο της Φιλικής Εταιρείας, τον οπλαρχηγό Ιωάννη Φαρμάκη από την Κοζάνη, που είχε πρόθεση να τον μυήσει στην οργάνωση. Όπως αφηγείται ο Φαρμάκης «ο πατριάρχης έδειξεν ευθύς ζωηρότατον ενθουσιασμόν» και «ηυχήθη από καρδίας» επιτυχία του σκοπού της Εταιρείας, όμως αρνήθηκε να ορκιστεί λέγοντάς του «εμένα μ΄ έχετε που μ΄ έχετε». Ο Πατριάρχης πρόσθεσε ότι ο όρκος μπορούσε να βλάψει τον Εθνικό σκοπό, διότι αν εμφανισθεί το όνομα του στα βιβλία της και αποκαλυφθούν αυτά στη συνέχεια «θέλει κινδυνεύσει ολόκληρον το έθνος, του οποίου καίτοι εξόριστος προείχε πάντοτε» και συμπλήρωσε: «να προσέξωσι πολύ οι Εταίροι, μήπως βλάψωσιν αντί να ωφελήσωσι την Ελλάδα». Το ίδιο έτος ο σουλτάνος Μαχμούτ Β' θυμήθηκε τον Γρηγόριο Ε' και στις 15 Δεκεμβρίου, μετά την παραίτηση του Πατριάρχη Κυρίλλου ΣΤ' που παραιτήθηκε την προηγουμένη ημέρα, ο Γρηγόριος Ε' εξελέγη για τρίτη φορά Πατριάρχης και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη στις 19 Ιανουαρίου του 1819 προκειμένου να αναλάβει καθήκοντα.

Πρώτη ενέργεια του υπήρξε η δημιουργία του φιλανθρωπικού ιδρύματος «Κιβώτιον του Ελέους» που είχε σκοπό την οικονομική βοήθεια των πτωχών και την αποφυλάκιση κρατουμένων για χρέη. Μερίμνησε για την ενίσχυση των νοσοκομείων με οικονομικές εισφορές από τους ναούς, καθώς και για το κήρυγμα του Θείου Λόγου καλώντας προς τούτο στην Κωνσταντινούπολη τον διαπρεπή τότε εκκλησιαστικό ρήτορα Κωνσταντίνο Οικονόμου των εξ Οικονόμων. Τον Μάρτιο, με υπόδειξη του Κωνσταντίνου Κούμα περί της ανάγκης μεταρρυθμίσεως των διδασκομένων μαθημάτων, ο Γρηγόριος Ε' εξέδωσε τον συνοδικό τόμο:

  • «Περί των Ελληνομουσείων»

προτρέποντας την μόρφωση των Ελλήνων στη σπουδή της Ελληνικής γλώσσας, σημειώνοντας: «...να μη προτιμώσι μαθήματα, δι ών εγεννάτο αδιαφορία και ψυχρότης προς τας εκκλησιαστικάς διατάξεις και προς την αμώμητον ημών πίστιν». Η έκδοση της εγκυκλίου εναντίον των Διαφωτιστών προκάλεσε το κλείσιμο των -Ιησουιτικών- σχολείων της Σμύρνης, των Κυδωνιών, της Χίου και της Μυτιλήνης.

Το 1819 ο πατριάρχης σε επιστολή του προς τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη αναφέρθηκε στον επαναστατικό αγώνα των Φιλικών, με αποτέλεσμα ο Μαυρομιχάλης να συμμετάσχει στην Εθνεγερσία παρακινώντας προς αυτή την κατεύθυνση όλους τους οπλαρχηγούς της Μάνης. Τον Απρίλιο του 1820 επισκέφθηκε τον Γρηγόριος Ε' ο διερχόμενος με προορισμό την Αγία Πετρούπολη Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος, ο οποίος του επέδωσε επιστολή του Παλαιών Πατρών Γερμανού που ρωτούσε: «Τι πρέπει να κάμουν και πως πρέπει να φερθούν». Ο Γρηγόριος είπε στον κομιστή: «Περιττόν να μας ζητούν συμβουλή δια πράγματα τα οποία γνωρίζουν. Χρεωστούμεν να ποιμαίνωμεν καλώς τα ποίμνιά μας και χρείας τυχούσης να κάμωμε όπως έκαμεν ο Ιησούς δι' ημάς δια να μας σώσει». Παράλληλα έδωσε στον Παπαρρηγόπουλο επιστολή με αποδέκτη τον πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη στην οποία επαναλάμβανε τη λέξη «φρόνησις, φρόνησις, φρόνησις». Σε άλλη δε επιστολή προς τον Ιωάννη Ζωσιμά έγραφε «βοήθεια, βοήθεια, βοήθεια». Οι αποδέκτες των επιστολών παρεξήγησαν τις λέξεις και διαμήνυσαν στον Πατριάρχη, δια του Παπαρρηγόπουλου που επανέκαμψε στην Κωνσταντινούπολη, ο μεν Υψηλάντης ότι υπάρχει έτοιμο πλοίο για να μεταφέρει στην Οδησσό ή Πελοπόννησο, ο δε Ζωσιμάς ότι αποστέλλει χρήματα για την φυγή του. Τότε ο Γρηγόριος εξήγησε ότι οι λέξεις είναι συνθηματικές κι ότι απλώς ήθελε να επιστήσει την προσοχή των Φιλικών, για δε τα χρήματα του Ζωσιμά θα δοθούν στον Αγώνα, όσο για το πλοίο μόνο νεκρό θα μπορούσε να τον μεταφέρει αλλού.

Τον ίδιο χρόνο ο Γρηγόριος Ε' αναμόρφωσε το «Πατριαρχικόν Τυπογραφείον» [6], το οποίο είχε ιδρύσει ο ίδιος και τον Δεκέμβριο εφοδίασε τον Γρηγόριο Δικαίο ή Παπαφλέσσα με τα έγγραφα που επέτρεπαν στον «διαβολοκαλόγερο» να κινείται ως «πατριαρχικός έξαρχος» στην Πελοπόννησο. Σε μία από τις επιστολές του, στις 20 Δεκεμβρίου 1820, προς τον Επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα, που έπεσε μαχόμενος με τον Αθανάσιο Διάκο στη Μάχη της Αλαμάνας στον Σπερχειό ποταμό, γράφει χαρακτηριστικά ο Γρηγόριος ο Ε': «Κρυφά υπερασπίζου, φανερώ δε άγνοιαν υποκρίνου. Ιδία πράυνον τον Βεζύρην λόγοις και υποσχέσεσιν, αλλά μη παραδοθήτω εις λέοντος στόμα» [7]. Eπιστολές με ανάλογο περιεχόμενο είχε αποστείλει και σε άλλους επισκόπους, όπως ήταν ο Επίσκοπος Ρωγών και Κοζύλης Ιωσήφ, που έπεσε μαχόμενος στο Μεσολόγγι.

Τελευταίες ημέρες του Πατριάρχη

Την 1η Μαρτίου 1821 έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη πληροφορίες για την έκρηξη της επαναστάσεως στη Μολδοβλαχία και ο Γρηγόριος προσπάθησε να κατευνάσει τους Τούρκους καθώς ως ηγέτης του Γένους των Ρωμιών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, με τον τίτλο του «Μιλλέτμπασι», ο εκάστοτε Πατριάρχης ήταν, κατά νόμο, υπεύθυνος για την συμπεριφορά του Ρωμέικου μιλλετίου. Εκείνες τις ημέρες άρχισαν μαζικές διώξεις κατά των χριστιανών της Κωνσταντινουπόλεως, με σφαγές και φυλακίσεις. προκειμένου αυτές να μην επεκταθούν ο Πατριάρχης, ως επικεφαλής συνόδου αρχιερέων και λαϊκών. Ο αφορισμος υπογράφονταν και από 21 αρχιερείς του Πατριαρχείου, ενώ στην σύνοδο που έλαβε την απόφαση συμμετείχαν λαϊκοί και προύχοντες, συνολικώς 72 άτομα. Στις 23 του ίδιου μηνός, διαβάστηκε στις εκκλησίες ο αφορισμός του Αλέξανδρου Υψηλάντη και του Φαναριώτη ηγεμόνα Μιχαήλ Σούτσου ως μια προσπάθεια του Γρηγορίου Ε' να κατευνάσει τον σουλτάνο και να σώσει τους Ορθοδόξους, καθώς έτσι κι αλλιώς ο αφορισμός δεν είχε ουσιαστικές συνέπειες. Συγχρόνως εκδόθηκε σουλτανικό διάταγμα, να μετοικήσουν εντός του Φαναρίου όλες οι ηγεμονικές αρχοντικές οικογένειες που κατοικούσαν στον Βόσπορο.

Ο ίδιος ο Υψηλάντης, ευσεβής και πιστός Ορθόδοξος, δεν έλαβε υπ’ όψη του τον αφορισμό και γράφει, με επιστολή του της 19ης Ιανουαρίου, στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και στους Σουλιώτες: «Ο Πατριάρχης βιαζόμενος υπό της Πόρτας σας στέλνει αφοριστικά και εξάρχους παρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πόρταν. Εσείς όμως να τα θεωρείται αυτά ως άκυρα, καθότι γίνονται με βίαν και δυναστείαν και άνευ της θελήσεως του Πατριάρχου» [8]. Αργότερα, όταν το στράτευμά του είχε πλέον διαλυθεί, ο Υψηλάντης δεν απέδωσε την καταστροφή του στον αφορισμό και με ημερήσια διαταγή, στις 8 Ιουνίου 1821, αποκήρυξε τους στρατιώτες του, που δεν επέμειναν στον αγώνα, να εκδικηθούν «το ιερόν αίμα των κατασφαγέντων απανθρώπως κορυφαίων "υπουργών" της θρησκείας: πατριαρχών (Γρηγορίου Ε΄ και Κυρίλλου ΣΤ΄), αρχιερέων και μυρίων άλλων αθώων αδελφών» [9]. Οι οθωμανικές αρχές τοποθέτησαν στο περιβάλλον του Πατριάρχη Τουρκοκρητικούς γνώστες της Ελληνικής γλώσσας ώστε να παρακολουθούν τις εργασίες των συνόδων και τα κείμενα. Ο πρώτος αφορισμός που περιοριζόταν στην επαρχία της Ουγγροβλαχίας δεν ικανοποίησε τον Σουλτάνο και τον Σεϊχουλισλάμ, οι οποίοι απαίτησαν και δεύτερο αφορισμό που να περιλαμβάνει όλους τους Ορθοδόξους της Αυτοκρατορίας. Ο δεύτερος αφορισμός εκδόθηκε την Κυριακή 27 Μαρτίου και η εξέταση του κειμένου του αποδεικνύει ότι καταβλήθηκε προσπάθεια ώστε το κείμενο να είναι διπλωματικό και να αφήνει κενά ως προς την θεολογική ερμηνεία του καθώς δεν επαναλαμβάνει τις εκφράσεις του πρώτου όπου αναφέρεται η έκφραση «αφωρισμένοι υπάρχουσι» ενώ στο δεύτερο η έγκλιση γίνεται ευκτική μέλλοντος «αφωρισμένοι υπάρχοιεν».

Ήδη από τις 24 Μαρτίου, οι Τούρκοι σκότωναν όποιον τύχαινε να έχει το ίδιο επώνυμο με κάποιον επαναστάτη. Οι ειδήσεις για το ξέσπασμα της Εθνεγερσίας στην Πελοπόννησο έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη στο τέλος του Μαρτίου 1821 και την επόμενη ημέρα, 1η Απριλίου, οργανώθηκε διαδήλωση στην οποία συμμετείχαν φανατικοί «σοφτάδες», δηλαδή τρόφιμοι σπουδαστές μουσουλμανικών ιερατικών σχολών. Στη διάρκεια της διαδηλώσεως οι σπουδαστές βεβήλωσαν κι έκαψαν τον Ιερό Ναό της Ζωοδόχου Πηγής, έξω από τα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως. Στόχος τους ήταν να προκληθούν οι Έλληνες κάτοικοι, να βγουν στους δρόμους, να προκληθούν συγκρούσεις κι αυτές να αποτελέσουν την αφορμή για μαζικές σφαγές στην Πόλη. Ο Γρηγόριος Ε' λίγο νωρίτερα από τον απαγχονισμό είχε υποψιασθεί ότι ο σουλτάνος θα στρεφόταν εναντίον των κορυφαίων του Έθνους στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι έσπευσε στην οικία του μεγάλου διερμηνέα Κωνσταντίνου Μουρούζη και τον προέτρεψε να φύγει από την Κωνσταντινούπολη για να σωθεί, ενώ για τον εαυτό του έλεγε ότι έπρεπε να παραμείνει στην πόλη και να θυσιασθεί για τη σωτηρία του ποιμνίου [10]. Στις 4 Απριλίου οι Τούρκοι συνέλαβαν τον Μουρούζη και τον οδήγησαν μπροστά στο Σουλτάνο που τον κατηγόρησε ότι του απέκρυψε την αλήθεια. Ο Μουρούζης απευθύνθηκε στο σουλτάνο φωνάζοντας: «Σουλτάνε αιμοβόρε. Σουλτάνε άδικε. Σουλτάνε άθλιε...» και οι φρουροί τον αποκεφάλισαν αμέσως. Ακολούθησε ο αποκεφαλισμός του αδερφού του, Νικόλαου Μουρούζη, μεγάλου διερμηνέα του στόλου [11].

Την ίδια εβδομάδα εκτελέστηκαν και πολλοί άλλοι Έλληνες τιτλούχοι ενώ απαγορεύθηκε η έξοδος των Ορθοδόξων από την Πόλη. Παράλληλα ο σουλτάνος Μαχμούτ Β' έπαυσε δύο μεγάλους Βεζίρηδες σε διάστημα ολίγων ημερών με μόνο αιτιολογικό την επιεική τους στάση έναντι των Ορθοδόξων. Ενδεικτικό είναι ότι κάλεσε τον Σεϊχουλισλάμη Χατζή Χαλίλ, τον υπέρτατο θρησκευτικό αρχηγό όλου του Ισλάμ, και τον διέταξε να εκδώσει διακήρυξη, με την οποία να καλεί τους Μουσουλμάνους να εξαφανίσουν κάθε ίχνος Χριστιανών από την Αυτοκρατορία, ώστε να μετατραπεί σε αμιγώς ισλαμική. Ο Χατζή Χαλίλ ζήτησε διορία να το σκεφτεί και ο Πατριάρχης Γρηγόριος που το πληροφορήθηκε -συνοδευόμενος από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Πολύκαρπο, τους μεγάλους δραγουμάνους Κωνσταντίνο και Νικόλαο Μουρούζηδες, και τον αυθέντη Καλλιμάχη- τον επισκέφτηκε και τον έπεισε να αρνηθεί να εκδώσει τη διακήρυξη. Ο Χατζή Χαλίλ, τελικά, αρνήθηκε [12] να εκδώσει την διακήρυξη και ο σουλτάνος αφού τον καθαίρεσε, τον κρέμασε και στη θέση του διορίστηκε άλλος Σεϊχουλισλάμης, ο Φεΐζ, που εξέδωσε διακήρυξε η οποία όριζε ως ιερό χρέος των μουσουλμάνων να μην διασωθεί στην οθωμανική αυτοκρατορία ούτε ένας Χριστιανός.

Τι προηγήθηκε

Πριν την σύλληψη και τον απαγχονισμό του ο Πατριάρχης, σύμφωνα με την καταγραφή του Αναστάσιου Γούδα [13], έγινε δέκτης της πληροφορίας ότι επίκειται η σύλληψη του και του προτάθηκε, από επιφανείς Έλληνες αλλά και από υπαλλήλους ξένων πρεσβειών, να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη για να σωθεί όμως εκείνος αρνήθηκε με κατηγορηματικό τρόπο λέγοντας: «Μὲ προτρέπετε εἰς φυγήν. Μάχαιρα θὰ διέλθη τᾶς ρύμας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ λοιπῶν πόλεων τῶν χριστιανικῶν ἐπαρχιῶν. Ὑμεῖς ἐπιθυμεῖτε ὅπως ἐγὼ μεταμφιεζόμενος καταφύγω εἰς πλοῖον ἢ κλεισθῶ ἐν οἰκίᾳ οἱουδήποτε εὐεργετικοῦ ὑμῶν Πρεσβευτοῦ, ν’ ἀκούω δὲ ἐκεῖθεν πῶς οἱ δήμιοι κατακρεουργούσι τὸν χηρεύοντα λαόν. Οὐχί! Ἐγὼ διὰ τοῦτο εἶμαι Πατριάρχης, ὅπως σώσω τὸ Ἔθνος μου, οὐχὶ δὲ ὅπως θὰ θεωρήσωσιν ἀδιαφόρως πῶς ἡ πίστις αὐτῶν ἐξυβρίσθη ἐν τῷ προσώπῳ μου. Οἱ Ἕλληνες, οἱ ἄνδρες τῆς μάχης, θὰ μάχωνται μετὰ μεγαλυτέρας μανίας, ὅπερ συχνάκις δωρεῖται τὴν νίκην. Εἰς τοῦτο εἶμαι πεπεισμένος. Βλέπετε μεθ’ ὑπομονῆς εἰς ὅτι καὶ ἂν μοῦ συμβῇ. Σήμερον (Κυριακὴ τῶν Βαΐων) θὰ φάγωμεν ἰχθεῖς, ἀλλὰ μετὰ τίνας ἡμέρας καὶ ἴσως καὶ ταύτην τὴν ἑβδομάδα οἱ ἰχθεῖς θὰ μᾶς φάγωσιν… Ναί, ἂς μὴ γίνω χλεύασμα τῶν ζώντων. Δὲν θὰ ἀνεχθῶ ὥστε εἰς τᾶς ὁδοὺς τῆς Ὀδησσοῦ, τῆς Κερκύρας καὶ τῆς Ἀγκῶνος διερχόμενον ἐν μέσῳ τῶν ἀγυιῶν νὰ μὲ δακτυλοδείκτωσι λέγοντες: “Ἰδοὺ ἔρχεται ὁ φονεὺς Πατριάρχης”. Ἂν τὸ Ἔθνος μου σωθῆ καὶ θριαμβεύση, τότε πέποιθα θὰ μοῦ ἀποδώση θυμίαμα ἐπαίνου καὶ τιμῶν, διότι ἐξεπλήρωσα τὸ χρέος μου… Ὑπάγω ὅπου μὲ καλεῖ ὁ νοῦς μου, ὁ μέγας κλῆρος τοῦ Ἔθνους καὶ ὁ Πατὴρ ὁ οὐράνιος, ὁ μάρτυς τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων» [14].

Αποβραδίς του Μεγάλου Σαββάτου, 9 Απριλίου 1821, περί τις πέντε χιλιάδες Τούρκοι στρατιώτες εμφανίστηκαν στους δρόμους γύρω από το Πατριαρχείο. Ο Γρηγόριος ο Ε' το μεσονύκτιο κατήλθε στον Μητροπολιτικό ναό όπου τέλεσε την λειτουργία της Αναστάσεως, μνημόνευσε τα ονόματα ζώντων και νεκρών, κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων και ευλόγησε όσους από το ποίμνιο συμμετείχαν στην Αναστάσιμη λειτουργία. Τέλος, αασπάστηκε τους συλλειτουργούς του αρχιερείς του Πατριαρχείου και δάκρυσε καθώς υπέθετε βάσιμα τι τον περιμένει. Στη συνέχεια δείπνησε με τα μέλη της Ιεράς Συνόδου. Ο σουλτάνος που απορούσε για ποιο λόγο ο αφορισμός αντί να καταπραΰνει την επαναστατική ορμή την εκτίνασσε κάθε μέρα και περισσότερο, με υπόδειξη των συμβούλων του αποφάσισε την ώρα που ο Πατριάρχης απουσίαζε στον πατριαρχικό ναό, για να συμμετάσχει στη Λειτουργία της Αναστάσεως, κι έστειλε ανθρώπους του να ερευνήσουν τα προσωπικά του αρχεία στο Πατριαρχείο. Τα στοιχεία που βρέθηκαν ήταν αποκαλυπτικά του εμπαιγμού του από τον Πατριάρχη, αφού ανάμεσα σε αυτά περιλαμβάνονταν και πολλές επιστολές του Γρηγορίου του Ε' προς διαφόρους, λαϊκούς και επισκόπους.

Καθαίρεση / Σύλληψη / Βασανισμοί / Απαγχονισμός

Στις 10:00 η ώρα, το πρωί της 10ης Απριλίου ανήμερα της Λαμπρής, ο μέγας διερμηνέας της Υψηλής Πύλης, Σταυράκης Αριστάρχης, μετέβη στο Πατριαρχείο όπου ανάγνωσε, ενώπιον των αρχιερέων-μελών της Ιεράς Συνόδου, το σουλτανικό διάταγμα με το οποίο ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε' παύθηκε από το εκκλησιαστικό του αξίωμα «ως ανάξιος γενόμενος του πατριαρχικού θρόνου, αγνώμων προς την Υψηλήν Πύλην και άπιστος» ενώ διατάσσονταν η ταχύτατη εκλογή νέου Πατριάρχη. Μετά την ανάγνωση της διαταγής του σουλτάνου ο Γρηγόριος συνελήφθη για να μεταφερθεί στη Χαλκηδόνα όπως όρισε το σουλτανικό διάταγμα, όμως τελικά με τη συνοδεία πενήντα Τούρκων φρουρών οδηγήθηκε με βάρκα στις φυλακές του Μποσταντζίμπαση, όπου βασανίστηκε με φρικτό τρόπο και τον πίεζαν να αποδεχθεί τον Ισλαμισμό. Ό Πατριάρχης απάντησε: «Μάταια κοπιάζετε. Ό Πατριάρχης των Χριστιανών, Χριστιανός γεννήθηκε και Χριστιανός θα πεθάνει». Στις 15:00' της ίδιας ημέρας οι Τουρκικές αρχές σχεδίασαν την επιστροφή του -υπό ισχυρή φρούρηση στην Πόλη. Μόλις πάτησε στη στεριά ο Πατριάρχης γονάτισε, σταυροκοπήθηκε και περίμενε τον αποκεφαλισμό του, όμως ο δήμιος τον ανασήκωσε και τον οδήγησε στο κτίριο του Πατριαρχείου στο Φανάρι. Στη διαδρομή πλήθη μουσουλμάνων και Εβραίων της Κωνσταντινουπόλεως τον χλεύαζαν και τον προπηλάκιζαν ενώ ήδη στη μεσημβρινή πύλη της Πατριαρχικής έδρας είχε στηθεί η αγχόνη. Ο δήμιος του αφαίρεσε το εγκόλπιο, το ράσο, το κομπολόι, γενικά ό,τι πολύτιμο ή όχι βρήκε πάνω του και τοποθέτησε τον βρόχο στον λαιμό του. Λίγες στιγμές αργότερα, το σώμα του Εθνομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγορίου Ε' αιωρείτο στο κενό και λίγες στιγμές αργότερα παρέδωσε το πνεύμα.

Όσα ακολούθησαν

Οι πολυπληθείς μουσουλμάνοι και Εβραίοι που ήταν παρόντες στον απαγχονισμό άρχισαν να λιθοβολούν το Άγιο λείψανο, μπροστά από το οποίο πέρασαν ο μέγας βεζίρης αλλά και ο ίδιος ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β', που διέταξε να παραμείνει στη θέση αυτή για τρεις ημέρες και να φέρει πάνω του το φιρμάνι της καταδίκης. Στο στήθος του απαγχονισμένου Πατριάρχη κρεμάσθηκε το εκτενές καταδικαστικό έγγραφο «ην η αιτία αυτού γεγραμμένη», το οποίο μεταξύ άλλων έγραφε και τα εξής που αναφέρονται ως η αιτία του απαγχονισμού του: «.... Ἀλλ’ ὁ ἄπιστος πατριάρχης τῶν Ἑλλήνων {....} ἐξ αἰτίας τῆς διαφθορᾶς τῆς καρδίας του, ὄχι μόνον δὲν εἰδοποίησεν οὐδ’ ἐπαίδευσε τοὺς ἀπατηθέντας, ἀλλὰ καθ’ ὅλα τὰ φαινόμενα ἦτο καὶ αὐτός, ὡς ἀρχηγός, μυστικὸς συμμέτοχος τῆς Ἐπαναστάσεως… ἀντὶ νὰ δαμάσῃ τοὺς ἀποστάτας καὶ δώση πρῶτος τὸ παράδειγμα τῆς εἰς τὰ καθήκοντα ἐπιστροφῆς τῶν, ὁ ἄπιστος οὗτος ἔγινεν ὁ πρωταίτιος ὅλων τῶν ἀνεφυεισῶν ταραχῶν. Εἴμεθα πληροφορημένοι ὅτι ἐγεννήθη ἐν Πελοποννήσῳ καὶ ὅτι εἶναι συνένοχος ὅλως τῶν ἀταξιῶν, ὄσας οἱ ἀποπλανηθέντες ραγιάδες ἔπραξαν κατὰ τὴν ἐπαρχίαν Καλαβρύτων {...} Ἐπειδὴ πανταχόθεν ἐβεβαιώθημεν περὶ τῆς προδοσίας του ὄχι μόνος εἰς βλάβην τῆς ὑψηλῆς Πύλης, ἀλλὰ καὶ εἰς ὄλεθρον αὐτοῦ τοῦ ἔθνους του, ἀνάγκη ἦτο νὰ λείψη ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἀπὸ τοῦ προσώπου τῆς γῆς καὶ διὰ τοῦτο ἐκρεμάσθη πρὸς σωφρονισμὸ τῶν ἄλλων....».

Ο νεοεκλεγείς Πατριάρχης, ο Ευγένιος, επιχείρησε να εξαγοράσει τους δημίους ώστε να πάρει το λείψανο του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε' και να το κηδέψει κρυφά, όμως αυτό δεν κατέστη δυνατό. Στις 13 Απριλίου Εβραίοι της Κωνσταντινουπόλεως, με επικεφαλής τους Μουτάλ, Μπιταχί και Λεβύ, αγόρασαν το λείψανο αντί 800 γροσίων και το έσυραν στους κεντρικούς δρόμους της Βασιλεύουσας. Τη σκηνή της περιφοράς του σκηνώματος από τους Εβραίους έχει αποδώσει παραστατικά σε πίνακά του ο Γερμανός ζωγράφος Πέτερ φον Ες. Οι Εβραίοι πριν ρίξουν το σώμα του Πατριάρχη στη θάλασσα του Κεράτιου, έδεσαν πάνω του μια μεγάλη πέτρα, για να βουλιάξει, όμως το σχοινί κόπηκε και το λείψανο επέπλεε στον Κεράτιο κόλπο, κάτω από τις γέφυρες κοντά στο Γαλατά.

Δολοφονίες αρχιερέων

Την ίδια ημέρα -10 Απριλίου- οι μητροπολίτες Αγχιάλου Ευγένιος, Εφέσου Διονύσιος, Νικομήδειας Αθανάσιος, Δέρκων Γρηγόριος, Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, Αδριανουπόλεως Δωρόθεος, Τυρνόβου Ιωαννίκιος συνελήφθησαν από τις Τουρκικές αρχές και φυλακίσθηκαν στις φυλακές του Μποσταντζή της Κωνσταντινουπόλεως. Ο επίσκοπος Αγχιάλου Ευγένιος μεταφέρθηκε στην Πύλη του Γαλατά δίπλα στην ομώνυμη γέφυρα και οι επίσκοποι Νικομήδειας Αθανάσιος και Εφέσου Διονύσιος σε άλλα σημεία, όπου και απαγχονίστηκαν. Στο στήθος τους τοποθετήθηκε επιγραφή που τους χαρακτήριζε προδότες και αποστάτες. Τα σώματα τους, όπως και του Πατριάρχη, παρέμειναν κρεμασμένα επί τριήμερο, ενώ μετά την αποκαθήλωση τους, αφού σύρθηκαν και διαπομπεύθηκαν στους δρόμους από τον Τούρκους και τους Εβραίους στη συνέχεια ρίχτηκαν στη θάλασσα. Λίγες ημέρες μετά ανασύρθηκαν από Χριστιανούς και τάφηκαν, κάποια στο Επταπύργιο και άλλα σε κοντινό έρημο ακρογιάλι. Ακολούθησαν, στις 3 Ιουνίου 1821, οι απαγχονισμοί των υπόλοιπων φυλακισμένων μητροπολιτών σε διαφορετικά σημεία της Κωνσταντινουπόλεως: του μητροπολίτη Τυρνόβου Ιωαννικίου στο Αρναούτκιοϊ, του μητροπολίτη Αδριανουπόλεως Δωροθέου στο Μέγα Ρεύμα, του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ιωσήφ στο Νεοχώρι και τέλος του μητροπολίτη Δέρκων Γρηγορίου στα Θεραπειά.

Η ταφή του Πατριάρχη

Στις 16 Απριλίου, το επιπλέον σώμα του δολοφονημένου Πατριάρχη έγινε αντιληπτό από τον Κεφαλλονίτη Νικόλαο Χαρ. Παπαδόπουλο-Σκλάβο [15], καπετάνιο του Ελληνικού πλοίου «Άγιος Νικόλαος», υπό Ρωσική σημαία, ο οποίος το ανέσυρε από τη θάλασσα και στις 11 Μαΐου έφτασε στην Οδησσό της Ουκρανίας, όπου η σορός εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα. Ο τσάρος Αλέξανδρος φρόντισε να τελεστή μεγαλοπρεπής η κηδεία του Πατριάρχη κι έστειλε προς τιμή του βαρύ σταυρό διακοσμημένο με διαμάντια ενώ η σύζυγος του έστειλε μια ολόχρυση στολή κι άλλα δώρα που στόλισαν τη σορό του. Ο Γρηγόριος Ε' κηδεύτηκε με μεγάλες τιμές, στις 17 Ιουνίου 1821, στον Ελληνορθόδοξο ναό της Αγίας Τριάδος. Στα πολεμικά πλοία είχαν υψωθεί πένθιμες σημαίες και τον επικήδειο εκφώνησε ο γνωστός λόγιος κληρικός διαπρεπής ρήτορας και θεολόγος, Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων, ο οποίος έφτασε στην Οδησσό από την Κωνσταντινούπολη, όπου υπηρετούσε ως ιεροκήρυκας στο Πατριαρχείο.

Ανακομιδή λειψάνων

Το έτος 1871 το Ελληνικό κράτος ενέκρινε, με απόφαση της Βουλής και της κυβερνήσεως του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου, αίτημα του μητροπολίτη Αθηνών Θεοφίλου και του Ιλάρχου Αγγελόπουλου να μεταφερθούν από τη Ρωσία τα λείψανα του πατριάρχη στην Ελλάδα διότι, όπως γράφει η απόφαση, «η εθνική ευγνωμοσύνη επιβάλλει ημίν το ιερόν καθήκον να εκπληρώσωμεν ήδη τον αγνόν και φυσικόν τούτον πόθον της αγίας εκείνης ψυχής». Κατά τη διάρκεια της συνεδρίας της 15ης Μαρτίου, όταν ο Α. Πετιμεζάς, υπουργός των Εκκλησιαστικών και της Παιδείας, ζήτησε έγκριση για ποσό 20.000 δρχ. προκειμένου να υλοποιηθεί το σχέδιο της ανακομιδής, η Βουλή ενέκρινε πρόταση του προέδρου της Κ. Λοβέρδου σύμφωνα με την οποία το κόστος της ανακομιδής δεν θα έπρεπε να βαρύνει το δημόσιο αλλά το «έθνος ολόκληρο» μέσα από εθνικό έρανο. Έτσι συστάθηκε Επιτροπή στην οποία, για λογαριασμό της Εκκλησίας, συμμετείχαν ο Αρχιεπίσκοπος Ζακύνθου Νικόλαος Β' (ο Κατραμής) και ο Αρχιμανδρίτης Αβέρκιος Λ. Λαμπίρης, Α' γραμματεύς της Ιεράς Συνόδου. Η απόφαση της Ελλάδος να μεταφέρει για ενταφιασμό τα οστά του Γρηγορίου Ε' στην Αθήνα ελήφθη με την πεποίθηση ότι ο Πατριάρχης ήταν «Έλλην το γένος». Παράλληλα όμως κατατέθηκε αίτημα της οθωμανικής κυβερνήσεως που διεκδίκησε τη σορό με το επιχείρημα ότι τη στιγμή του θανάτου του ήταν Οθωμανός υπήκοος, λόγος για τον οποίο ζητούσε τη μετακομιδή των οστών του στην Κωνσταντινούπολη. Το αίτημα δεν έγινε δεκτό από την τσαρική κυβέρνηση η οποία απάντησε ότι είχε ήδη δοθεί η άδεια μετακομιδής στην Ελληνική κυβέρνηση και επιπρόσθετα πως ο τσάρος δεν επιθυμούσε να δυσαρεστήσει τον ανιψιό του που βρισκόταν στον ελληνικό θρόνο.

Ο τάφος του Γρηγορίου Ε' βρισκόταν στην αυλή της Αγίας Τριάδας σε υπόγειο θόλο ύψους τριών μέτρων και το λείψανο του ήταν τοποθετημένο μέσα σε μια δρύινη λάρνακα, εναποτεθειμένη σε μεγαλύτερη πολυτελή αλλά φθαρμένη λάρνακα, στο εσωτερικό της οποίας βρέθηκαν τα πατριαρχικά σύμβολα, η αρχιερατική στολή και το σώμα του πατριάρχη. Το άνοιγμα του τάφου στην Οδησσό, έγιναν στις 6 και 7 Απριλίου 1871. Σύμφωνα με τηλεγράφημα, στις 10 Απριλίου, του Στέφανου Ράλλη, Έλληνα προξένου στην Οδησσό, προς τον πρωθυπουργό Κουμουνδούρο: «...Ανοιχθέντος του κιβωτίου, ευρέθη το λείψανον του αοιδίμου Ιεράρχου απεξηραμένον, αλλά σώον εν τη φυσική θέσει κατακείμενον, της κεφαλής καλυπτομένης υπό ιερού ευαγγελίου. Αφέντων αθίκτων των λειψάνων, επανεκλείσθη το κιβώτιον και εσφραγίσθη διά της προξενικής της Ελλάδος σφραγίδος».

Η Ελληνική επιτροπή ταξίδεψε στην Οδησσό -με το ατμόπλοιο «Βυζάντιο»- όπου σε Παννυχίδα [16] που τελέστηκε αποδόθηκαν τιμές Αγίου στο ιερό λείψανο του και «εξεφώνησεν από άμβωνος, κατ’ επίμονον των ομογενών απαίτησιν, λογύδριον ο Σεβασμιώτατος Αρχιεπίσκοπος Ζακύνθου». Κατά τη διάρκεια της πομπής που οργανώθηκε η λάρνακα με τα λείψανα του πατριάρχη περιφέρθηκε στους κύριους δρόμους της Οδησσού πριν καταλήξει στο κατάστρωμα του Ελληνικού ατμόπλοιου που περίμενε στο λιμάνι για να μεταφέρει το σκήνωμα. Λίγες μέρες αργότερα το «Βυζάντιον» συνάντησε λίγο μετά το Σούνιο το θωρηκτό «Βασιλεύς Γεώργιος», το οποίο, αφού παρέλαβε τη λάρνακα με τα οστά του πατριάρχη, αγκυροβόλησε στην είσοδο του Πειραιώς. Η λάρνακα παρέμεινε σε περίοπτη θέση στο κέντρο του θωρηκτού μέχρι την ημέρα του εορτασμού της εθνικής επετείου για να δεχθεί την επίσκεψη της βασιλικής οικογένειας, υπουργών, βουλευτών και πλήθους κόσμου. Στις 18 Απριλίου στο κατάστρωμα του πλοίου τελέστηκε μεγάλη λειτουργία, με την παρουσία πλήθους κόσμου.

Τα ξημερώματα της 25ης Απριλίου 1871 η λάρνακα με το σκήνωμα του πατριάρχη μεταφέρθηκε σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο στην αποβάθρα του λιμανιού όπου το υποδέχθηκε η δημοτική αρχή του Πειραιά παρουσία πλήθους κόσμου. Στις 08:45' εκείνης της ημέρας, ακούστηκε ο πρώτος κανονιοβολισμός από το λόφο Νυμφών αναγγέλλοντας την έναρξη της εντυπωσιακής πορείας από το σιδηροδρομικό σταθμό προς την Μητρόπολη Αθηνών. Η λάρνακα περιφέρθηκε στους κύριους δρόμους γύρω από το λιμάνι για να καταλήξει στο σιδηροδρομικό σταθμό όπου την περίμενε ειδικά διακοσμημένη αμαξοστοιχία για να τη μεταφέρει στην Αθήνα. Μόλις η αμαξοστοιχία προσέγγισε το σταθμό Αθηνών στο Θησείο, η λάρνακα μεταφέρθηκε στο παράπλευρο μικρό ναό της Αγίας Τριάδας του Κεραμεικού, όπου τελέσθηκε δοξολογία, μετά το πέρας της οποίας τοποθετήθηκε σε ειδικά διαρρυθμισμένη άμαξα για να μεταφερθεί στη μητρόπολη των Αθηνών. Επικεφαλής ήταν η έφιππη χωροφυλακή, ακολουθούσε η μουσική της φρουράς Αθηνών, το Πεζικό, το Πυροβολικό, το Ιππικό τάγμα και οι σαλπιγκτές που παιάνιζαν εμβατήρια, «εκ διαδοχής και άνευ διαλειμμάτων». Στην πομπή συμμετείχε το βασιλικό ζεύγος της Ελλάδος και σχεδόν το σύνολο των 60.000 κατοίκων της πρωτεύουσας. Η άμαξα διέσχισε την οδό Πειραιώς, έφθασε στην Ομόνοια και από εκεί, μέσω της οδού Σταδίου, κατευθύνθηκε στην κατάλληλα διακοσμημένη πλατεία Συντάγματος, παρακολουθούμενη από πλήθος κόσμου. Στο χώρο της πλατείας δέσποζε αψίδα ιωνικού ρυθμού κατασκευασμένη ειδικά για την επέτειο, στα τοιχώματα της οποίας υπήρχαν επιγράμματα στην αρχαία ελληνική που εμπνεύστηκε ο Φίλιππος Ιωάννου. «Κατά το πρόγραμμα, τα τηλεβόλα έρριπτον μιαν βολήν ανά παν της ώρας λεπτόν, από της στιγμής αναχωρήσεως μέχρι της στιγμής της εις τον μητροπολιτικόν ναόν αφίξεως του λειψάνου». Σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής στη Μητρόπολη, ο Βασιλιάς Γεώργιος Α' «έδωκεν συνδρομή και ιδίοις χερσίν ανασηκώσας αυτήν» ενώ την ώρα που η λάρνακα εισήλθε στον Ιερό Ναό εψάλησαν οι εννιά αναστάσιμες ωδές και έλαβε χώρα μεγάλη δοξολογία. Ύστερα από το τέλος της ο επίσκοπος Τήνου Αλέξανδρος εκφώνησε λόγο και η τελετή έληξε με κανονιοβολισμούς. Το λείψανο του πατριάρχη παρέμεινε σε δημόσιο προσκύνημα στο χώρο της εκκλησίας για πέντε ημέρες πριν την οριστική τοποθέτηση του σε ειδικό χώρο στο παρεκκλήσι του Μητροπολιτικού ναού.

Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από δημοσίευμα εφημερίδος της εποχής: «Η ημέρα της προχθές Κυριακής 25 Απριλίου, θα μνημονεύεται, εν τοις χρονικοίς της πόλεως Αθηνών, επί μακρούς χρόνους, ως μια των ωραιοτάτων και γραφικοτάτων αυτής. Την ημέραν αυτήν η πρωτεύουσα του ελληνικού Βασιλείου ετέλεσε διπλήν τελετήν, επανηγύρισε την πεντηκονταετηρίδα από της εθνικής εγέρσεως, υπεδέχθη δε όπως, εν μέσω τόσων άλλων κειμηλίων της δόξης του παρελθόντος και της καθ΄ημάς εποχής, φυλάξη πολύτιμον του Ελληνισμού κειμήλιον, το λείψανον του υπέρ της ελληνικής ελευθερίας μαρτυρήσαντος Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε'» [17]. Στις 29 Απριλίου πραγματοποιήθηκε τελετουργικό άνοιγμα του φερέτρου ενώπιον του βασιλικού ζεύγους, του υπουργικού συμβουλίου και της Ιεράς Συνόδου και ακολούθησε η σύνταξη επίσημου πρακτικού για το περιεχόμενό του και το σκήνωμα τοποθετήθηκε στον Καθεδρικό Ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Τελικώς, τα οστά του Πατριάρχη εναποτέθηκαν το 1875 σε μαρμάρινη λάρνακα που φιλοτέχνησε ο γλύπτης Γεώργιος Φυτάλης και η οποία φυλάσσεται μέχρι τις μέρες μας στον καθεδρικό ναό Αθηνών.

Απόψεις

Ο Πατριάρχης-Άγιος Γρηγόριος Ε' με το συγγραφικό του έργο και τη συνολική πολιτεία του αντιτάχθηκε στον Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση, άποψη για την οποία ήρθε σε αντιπαράθεση με γνωστούς διανοούμενους της εποχής του, μεταξύ τους ο Αδαμάντιος Κοραής και ο Ανώνυμος της «Ελληνικής Νομαρχίας». Ο Γρηγόριος πίστευε ότι τα ιδεολογικά ρεύματα και ο έκδηλος αντιχριστιανισμός, απόρροια της επικρατήσεως της Γαλλικής Επαναστάσεως, απειλούνταν, πέρα από την Ορθόδοξη Χριστιανική παράδοση, και οι παραδόσεις του Ελληνικού Έθνους. Ο ίδιος υπερασπίζονταν κι επιδίωκε έναν διαφωτισμό, βασισμένο στην Ελληνορθόδοξη παράδοση, όπως αυτή καθορίστηκε από τους Πατέρες της Ορθοδοξίας. Το ενδιαφέρον του για την παιδεία εκφράστηκε με πλήθος ευεργετικών ενεργειών. Μετά από τις απειλές και τις φορτικές πιέσεις του Σουλτάνου ο Πατριάρχης απέστειλε επιστολή στον Μητροπολίτη Σμύρνης Άνθιμο, με την οποία εκφράζει σοβαρές επιφυλάξεις για το κείμενο του Ρήγα που είχε τίτλο «Νέα Πολιτική Διοίκησις»καταδικάζοντας το ως «...πλήρες σαθρότητος υπάρχει εκ των θολερών αυτού εννοιών, τοις δόγμασι της ορθοδόξου ημών πίστεως εναντιούμενον», χωρίς να απαξιώνεται η προσωπικότητα του Εθνομάρτυρος αλλά και δίχως να υπάρξει αφορισμός.

Ο Πατριάρχης χρησιμοποιούσε συνεχώς την λέξη «Έθνος», όπως αναφέρεται στον πανηγυρικό λόγο αφιερωμένο στον Πατριάρχη που εκφώνησε, το 1853, ο βιογράφος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ο Γεώργιος Τερτσέτης που είχε πληροφορίες από τον ίδιο τον ανεψιό του Πατριάρχη που ήταν συνεχώς δίπλα στον Γρηγόριο τον Ε'. Ο Εθνομάρτυρας και Άγιος όχι μόνο χρησιμοποιούσε συνεχώς την λέξη «Έθνος», δηλαδή κάνοντας σαφή αναφορά στους Έλληνες εκ καταγωγής και αποφεύγοντας να κάνει αναφορά μόνο στο «Γένος», δηλαδή στους Χριστιανούς Ορθόδοξους, λέγοντας χαρακτηριστικά «διά τούτο είμαι Πατριάρχης, όπως σώσω το Έθνος μου» ενώ έκανε συχνά χρήση και της λέξεως «Έλληνες», αρκετές δεκαετίες πριν την Εθνεγερσία του 1821. Παράλληλα, τράφηκε με σφοδρότητα εναντίον των Εβραίων κατά των οποίων έχει εκστομίσει φοβερές κατηγορίες, οι οποίοι μετά τον θάνατο του αγόρασαν από τους Τούρκους το σκήνωμά του για να το εξευτελίσουν επί τριήμερο.

Συγγραφικό / Μεταφραστικό έργο

Το 1782 ο Γρηγόριος μετέφρασε στην απλοελληνική γλώσσα και εξέδωσε στη Βενετία τους

  • «Περί ιεροσύνης λόγους» του Ιωάννη του Χρυσόστομου.
  • «Ακολουθία στην αγία Ισαπόστολο Φωτεινή», προστάτιδα της Σμύρνης.
  • «Ηθικά» του Μεγάλου Βασιλείου
  • «Εξαήμερο», εξήγηση των ομιλιών του σε απλή γλώσσα,
  • «Κυριακοδρόμιο».

Μνήμη Πατριάρχου Γρηγορίου Ε'

Ο Γρηγόριος Ε' διέπρεψε και ως λαμπρός εκκλησιαστικός άνδρας και ως συνεπής εθνικός ηγέτης. Η στάση του απέναντι στην Εθνεγερσία του 1821, ο ρόλος του ως Ανώτατου Εκκλησιαστικού και Εθνικού άρχοντα και οι σχέσεις του με την Υψηλή Πύλη προκάλεσαν πολλαπλές αντικρουόμενες ιστοριογραφικές απόψεις και ερμηνείες, ενώ η ίδια η προσωπικότητα του και εν τέλει ο μαρτυρικός θάνατός του πυροδότησαν στην διάρκεια των επόμενων αιώνων την λαϊκή παράδοση, την λαϊκή μνήμη και την εθνική ιστοριογραφία η οποία απέδωσε μια ξεχωριστά συμβολική θέση στον Γρηγόριο Ε'. Ως εκπρόσωπος των Ορθοδόξων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θεωρήθηκε ουσιαστικά υπεύθυνος για την εξέγερση τους στην Ελλάδα. Όλοι συμφωνούν πως το πέρασμα του από το πατριαρχείο θεωρείται σταθμός. Με την ισχυρή του προσωπικότητα και τα τεράστια κι αναμφισβήτητα διοικητικά του προσόντα κατάφερε να αναδιοργανώσει το πατριαρχείο και να ενισχύσει το κύρος του, που είχε κλονιστεί από τις απροκάλυπτες επεμβάσεις των Φαναριωτών και των ξένων στα εκκλησιαστικά πράγματα. Για τη στάση του απέναντι στην Επανάσταση του 1821 διατυπώθηκαν κι εξακολουθεί ως τις μέρες μας, πολλές και συχνά εντελώς αντίθετες γνώμες. Βέβαιο είναι το γεγονός ότι ο χαρακτήρας του, οι οδυνηρές αναμνήσεις του από την αποτυχημένη εξέγερση του 1770, στα Ορλωφικά, και η παρουσία του στη θέση του πατριάρχη του υπαγόρευαν την υιοθέτηση μιας πολιτικής επιφυλάξεως που συχνά ήταν αντίθετη σε κάθε επαναστατική κίνηση. Αυτός είναι κυρίως ο λόγος που με εγκυκλίους του καταδίκασε τις ιδέες του Ρήγα Φεραίου ως «σατανικές», αποκήρυξε την Ελληνική Επανάσταση και συνιστούσε «δουλικήν υποταγήν εις τους κρατούντας».

Ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε' σάρκωσε τον υπόδουλο Ελληνισμό στο σύνολο του, επωμίσθηκε το σταυρό του, ανέβηκε το Γολγοθά του Έθνους και τον προσωπικό του. Δέχθηκε ραπίσματα, χλευασμούς, εμπτυσμούς και τέλος τον θάνατο με απαγχονισμό. Ανήκει εξίσου στην Εκκλησία, στο Έθνος και την Παιδεία ενώ παράλληλα αποτελεί πολυσυζητημένη μορφή λόγω της εμπλοκής του στις ιδεολογικές συγκρούσεις του Ελληνισμού. Υπήρξε από τη φύση του όχι μόνο φιλομαθής, αλλά και ασκητικός, αναθρεμμένος σε κλίμα παραδοσιακό-ησυχαστικό. Οι Πατριαρχείες του συνδέθηκαν με σημαντικές περιπέτειες κι ακόμη περισσότερες δυσχέρειες, όπως αυτό φαίνεται όπως αποδεικνύεται από την ανώμαλη πορεία και κατάληξη τους. Στα έτη της παρουσίας του στον Πατριαρχικό θρόνο μερίμνησε για τη στέγαση του Πατριαρχείου, διαρρύθμισε τον Πατριαρχικό Ναό, εξέδωσε πλήθος τόμων, σιγιλλίων, εγκυκλίων, επιστολών που αποβλέπουν στην ευστάθεια της Εκκλησίας. Υποδειγματική υπήρξε η προσήλωσή του στους ιερούς κανόνες και την εκκλησιαστική παράδοση. Οργάνωσε τη λειτουργία της Συνόδου του Πατριαρχείου, μερίμνησε για την παιδεία και το ήθος των εισερχομένων στον κλήρο, καθώς υπήρξε ο ίδιος υψηλό πρότυπο ασκητικού βίου. Επέδειξε θαυμαστή σύνεση και αξιοπρέπεια απέναντι στους κατακτητές. Η νομιμοφροσύνη του πήγαζε από την διάθεση του να μη προκαλεί Οθωμανικές παρεμβάσεις στα εσωτερικά της Εθναρχίας. Έλυσε με επιτυχία το χρονίζον ζήτημα των Κολλυβάδων, ρύθμισε τη λειτουργία των ναών, ενδιαφέρθηκε για τα ληξιαρχικά βιβλία και το Κιβώτιο του Ελέους, έλαβε εύστοχες αποφάσεις για τις προικοδοσίες και τους αρραβώνες, για τους γάμους και τα διαζύγια αλλά και την αναδιοργάνωση των μονών. Το έργο του αποτέλεσε σταθμό καθώς συνέπεσε με εκκλησιαστική χαλάρωση και αρρυθμία, αλλαξοπατριαρχίες, δράση των ιεραποστόλων και της ξένης προπαγάνδας, φαινόμενα που δημιούργησαν κλίμα αντίξοο και απρόσφορο για σταθερά δημιουργική πορεία.

Η Πύλη του Πατριαρχικού κτιρίου στη συνοικία Φανάρι στην Κωνσταντινούπολη όπου δολοφονήθηκε με απαγχονισμό ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε' παραμένει κλειστή μέχρι σήμερα. Ειδική μνεία στον απαγχονισμό του κάνει, στις στροφές 132η-138η, ο Διονύσιος Σολωμός, στο ποίημα του «Ύμνος εις την Ελευθερίαν». Σύμφωνα με τον μοναχό Μάξιμο Ιβηρίτη: «Ἡ δράσις τοῦ Γρηγορίου ὡς Μητροπ. Σμύρνης ὑπῆρξε σπουδαιοτάτη ἀπό πάσης ἀπόψεως. Ἐμερίμνησε προπαντός διά τήν ἵδρυσιν ναῶν (ἀνοικοδομήσας τότε τόν περίλαμπρον Ναόν τῆς ἁγ. Φωτεινῆς), διά τήν ἀνύψωσιν τοῦ ἐφημεριακοῦ Κλήρου καί τήν ἐνίσχυσιν τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς ἐν γένει, διά τοῦ κηρύγματος τοῦ θείου λόγου, περί ἱδρύσεως νέων σχολῶν καί ὑποστηρίξεως τῶν ὑπαρχουσῶν, περί βοηθείας πρός ἀπόρους μαθητάς, πρός τούς πτωχούς καί πρός πάντας τούς ἔχοντας ἀνάγκην. Ἕνεκα δέ τῆς τοιαύτης μεγάλης δράσεως αὐτοῦ, προὐκάλει τόν θαυμασμόν, τήν συμπάθειαν καί τήν ἀφοσίωσιν τοῦ λαοῦ, διότι καθώς ἀνεφέρθη, τό ἔργον του ὡς Μητροπολίτου ὑπῆρξε πολυσχεδές καί ἡ δρᾶσις του καλύπτει ὅλους τούς ἐν τῆ Ἐκκλησίᾳ καί κοινωνίᾳ τομεῖς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ἐνδιαφέρθη μετά ζήλου, οὐ μόνον περί τῶν τῆς Ἐκκλησίας πραγμάτων καί ἐνδιαφερόντων, ἀλλά καί περί τῶν Γραμμάτων καί τῆς καθόλου Παιδείας καί τῆς κοινωνικῆς προνοίας καί ἀντιλήψεως» [18].

Στη διάρκεια της δεύτερης εξορίας του στη Μονή Ιβήρων συνέταξε τη διαθήκη του το χειρόγραφο της οποίας σώζεται στο αρχείο της Μονής. Σύμφωνα μ' αυτήν είχε αποταμιεύσει 2.000 γρόσια, όλα στο κοινό ταμείο του Αγίου Όρους τα οποία διέθεσε για το νοσοκομείο της Κωνσταντινουπόλεως και «γιά τά μνημόσυνά» του. Τα άμφιά του δώριζε σε κληρικούς και τα ενδύματά του στους φτωχούς ενώ στους συγγενείς του δεν είχε να αφήσει τίποτα. Ο τρόπος με τον οποίο απήλθε από την επίγεια ζωή ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε' είναι υπεραρκετός για να τον εντάξει στους εθνομάρτυρες της Ελληνικής παλιγγενεσίας. Ο τάφος του αποτελούσε χώρο λατρείας και το όνομα του μνημονευόταν στις τοπικές εκκλησίες στην Οδησσό. Μέσα στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας υπήρχε κενοτάφιο δίπλα στο οποίο βρισκόταν μαυσωλείο με εγχάρακτη αναπαράσταση του μαρτυρίου και του θανάτου του στην Κωνσταντινούπολη. Το 1848 η Ιερά Σύνοδος της ρωσικής εκκλησίας είχε θεσπίσει την τέλεση ετήσιου μνημόσυνου στη μνήμη του ιερομάρτυρα πατριάρχη, ενώ το μαυσωλείο που κατασκευάστηκε στα 1859 στο χώρο της Αγίας Τριάδας συγκέντρωνε πλήθος πιστών που έρχονταν να προσκυνήσουν την εικόνα του Γρηγορίου που βρισκόταν εκεί [19].

Εθνομάρτυρας & Άγιος

Η εκτίμηση του σουλτάνου πως ο απαγχονισμός του πατριάρχη Γρηγορίου Ε' θα σκορπούσε τον τρόμο και θα παρέλυε τα νεύρα των Ελλήνων ενώ η διαπόμπευση του σκηνώματος του θα προξενούσε φρίκη, προκάλεσε τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Η αυτοθυσία του Πατριάρχη και η άρνηση του να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη και τον Πατριαρχικό θρόνο αποτέλεσαν το λάβαρο της Εθνικής αυτογνωσίας και συνειδήσεως σε βαθμό που ο Γρηγόριος χαρακτηρίστηκε ως ο μεγαλύτερος ήρωας της Ελληνικής εθνεγερσίας. Το μαρτυρικό του τέλος προκάλεσε έκρηξη Εθνικού θυμού και ανεξέλεγκτης οργής και όπλισε με δυναμισμό και διήγειρε την αγωνιστική διάθεση των Ελλήνων. Η βάναυση δολοφονία με απαγχονισμό του Γρηγορίου Ε' την ημέρα του Πάσχα έκανε τους Έλληνες ιερείς ορθοδόξους να τον κατατάξουν στους εθνομάρτυρες ενώ δημιούργησε σοκ και κύμα οργής στους ορθοδόξους της Ρωσίας. Επιπλέον προκάλεσε έντονες διαμαρτυρίες και στην Ευρώπη όπου ενδυνάμωσε το κίνημα των Φιλελλήνων. Υπάρχουν αναφορές ότι στη διάρκεια της Ελληνικής Εθνεγερσίας πολλοί αγωνιστές χάραζαν στα σπαθιά το όνομα ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ε' ζητώντας, μ' αυτό τον τρόπο, εκδίκηση.

Στο βιβλίο της σχολικής ιστορίας του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, το 1853, ο απαγχονισμός του Πατριάρχη κατατάσσεται στα «κυριώτερα συμβάντα του 1821» και ο Γρηγόριος περιγράφεται ως «ανήρ ενάρετος και ιερός, του οποίου τον τραγικόν θάνατον εθρήνησαν όχι μόνον οι Ελληνες, αλλά και πάντες οι φιλάνθρωποι Χριστιανοί». Τον ίδιο χρόνο σε πανηγυρικό που εκφώνησε ο Τερτσέτης ο Γρηγόριος αναφέρεται ως ο «σημαιοφόρος του θανάτου τόσων Ελλήνων φονευμένων εις τον αγώνα», εκθειάζεται η άρνηση του να εγκαταλείψει τον Θρόνο και το ποίμνιο του τις κρίσιμες στιγμές. Ο Τερτσέτης συσχέτισε τον απαγχονισμό του Πατριάρχη με την εκκαθάριση των μετόπισθεν από την παρουσία μουσουλμάνων και αναφέρει: «Εις την κόψιν του Ελληνικού σπαθιού ήτον γραμμένον το όνομα του Πατριάρχου Γρηγορίου, και εθέριζε· οργή πολέμου εθανάτωσε αδιακρίτως πολεμικούς άνδρας και αθώα βρέφη εις τους κόρφους των μητέρων [...] Το αίμα έτρεξε αυλάκι, αίμα από ταις θυγατέραις και αθώα ανήλικα των αλλοφύλων». Το 1862 ο Ίλαρχος Γεώργιος Αγγελόπουλος, ανιψιός του Πατριάρχη, απέσπασε βασιλικό διάταγμα για την ανέγερση προτομής του Πατριάρχη σαν «του πρωταθλητού της ελληνικής επαναστάσεως» και το 1863 ο ίδιος εξέδωσε μια

  • «Συλλογή γραφέντων και παραδοθέντων» [20] για το πρόσωπό του Γρηγορίου Ε'. Ακολούθησε, το 1865, η δίτομη βιογραφία του «πρωταθλητού του ιερού των Ελλήνων αγώνος», που συντάχθηκε από τον Ίλαρχο Αγγελόπουλο και τον καθηγητή Γρηγόριο Παπαδόπουλο.

Ο Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος γράφει: «...Επικρίθηκε εν τούτοις ο Πατριάρχης και επικρίνεται ακόμη, επειδή έστερξε στον αφορισμό και έστειλε τις νουθετικές εγκυκλίους. Οι επικριτές όμως δεν αναλογίζονται τι θα πάθαινε το ΄Εθνος, αν ο Πατριάρχης τηρούσε αρνητική στάση απέναντι στις αξιώσεις του Σουλτάνου. Συμμορφώθηκε, άλλωστε, τότε ο Πατριάρχης προς την σταθερή παράδοση της Εκκλησίας, που με παρόμοια στάση κατόρθωνε σε ανάλογες κρίσιμες περιστάσεις να σώζει το Γένος. Άλλωστε θα ήταν εντελώς παράλογη και ανεύθυνη διαφορετική απόφαση. Αν δεν γινόταν ο αφορισμός, ήταν σχεδόν βέβαιο, ότι θα εξοντώνονταν εκατοντάδες χιλιάδες ορθοδόξων χριστιανών [21]. Ο Κολοκοτρώνης από την πλευρά του, είπε στον λόγο στην Πνύκα: «..Ὕστερα ἦλθαν οἱ Μουσουλμάνοι καὶ ἔκαμαν ὅ,τι ἠμποροῦσαν, διὰ νὰ ἀλλάξῃ ὁ λαὸς τὴν πίστιν του. Ἔκοψαν γλῶσσες εἰς πολλοὺς ἀνθρώπους, ἀλλ᾿ ἐστάθη ἀδύνατο νὰ τὸ κατορθώσουν. Τὸν ἕνα ἔκοπταν, ὁ ἄλλος τὸ σταυρό του ἔκαμε. Σὰν εἶδε τοῦτο ὁ σουλτάνος, διόρισε ἕνα βιτσερὲ [ἀντιβασιλέα], ἕναν πατριάρχη, καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν ἐξουσία τῆς ἐκκλησίας. Αὐτὸς καὶ ὁ λοιπὸς κλῆρος ἔκαμαν ὅ,τι τοὺς ἔλεγε ὁ σουλτάνος», δίχως να αναφέρεται συγκεκριμένα στον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε'.

Εθνικά Ανάξιος;

Οι διεθνιστές, αλλά και αρχαιολάτρες, ισχυρίζονται πως ο Πατριάρχης ήταν «Τουρκόφιλος», «μισέλληνας» και «προδότης του γένους», αφού αφόρισε την Επανάσταση και ιδίως τους πρώτους ηγέτες της Αλέξανδρο Υψηλάντη και Μιχαήλ Σούτσο. Οι επικριτές του αποσιωπούν ότι κάθε Εθνική -κι όχι μόνο- επανάσταση, ακόμη και η πιο καλά οργανωμένη, κινδύνευε να αποτύχει λόγω της υπάρξεως της Ιεράς Συμμαχίας αλλά και της εχθρότητος των τότε μεγάλων δυνάμεων, συνεπώς η Ελληνική Εθνεγερσία ήταν απολύτως βέβαιο, ότι εκτός από την οργή του Σουλτάνου θα αντιμετώπιζε και την αντίστοιχη των συνασπισμένων μεγάλων δυνάμεων της εποχής. Οι Έλληνες είχαν να αντιμετωπίσουν, εντελώς αβοήθητοι, την Οθωμανική Αυτοκρατορία, εγχείρημα εξαιρετικά δύσκολο όπως αποδείχθηκε με την εκστρατεία του Ιμπραήμ Πασά στην Πελοπόννησο, που διέλυσε με χαρακτηριστική ευκολία τις αμυντικές γραμμές τους. Επίσης, οι ε4πικριτές του, αρνούνται να λάβουν υπ' όψη τους ότι ο Τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος Α' Παύλοβιτς ενημέρωσε άμεσα τον «εν τυραννία αδελφό» του Σουλτάνο ότι:

  • Ο πρίγκιπας Αλέξανδρος Υψηλάντης απαλλάχθηκε απ’ όλα τα καθήκοντά του και αποκηρύχθηκε από τη Ρωσία.
  • Ο ίδιος ο Τσάρος δήλωσε ότι δεν είχε καμία ανάμειξη στην εξέγερση.
  • Ο Σουλτάνος αφήνεται ελεύθερος να αντιδράσει κατά την κρίση και τις αποφάσεις του προκειμένου να αντιμετωπίσει τους στασιαστές [22].

Δηλωτική της πολιτικά ορθής αποφάσεως του Πατριάρχη, που κι αυτό το αποσιωπούν οι διεθνιστές, είναι τα ακόλουθα:

  • Ο Πρέσβης της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη, το 1821, Μιχαήλ Στρόγονωφ γράφει ότι η Υψηλή Πύλη, δηλαδή ο ίδιος ο σουλτάνος, του είπε πως «...είχε το δικαίωμα και την δύναμιν να εξολοθρεύση άπαν το Ελληνικόν έθνος, αλλά αντί τούτου, μακροθύμως φερόμενη διέταξε τον Πατριάρχην να καταπνίξη την επανάστασιν δι’ αφορισμού» [23] ενώ το ίδιο αναφέρει και ο Ζαχαρίας Μαθάς στο βιβλίο του «Κατάλογος ιστορικός» με την επεξήγηση ότι του υποδείχτηκε και το περιεχόμενο του αφοριστικού.
  • Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης «..εμβήκεν εις την Εκκλησίαν, έκαμε τον σταυρόν του, έμεινε πολλήν ώραν σύννους και ασπασθείς την εικόνα της Θεοτόκου είπε: "Παναγία μου, βοήθησε τους Χριστιανούς. Τους επήραμε στο λαιμό μας"» [24].

Ο μαρξιστής Γιάννης Κορδάτος, καταγράφηκε ως ο πρώτος ιστορικός που αρνήθηκε, σε έργο του το 1924, τον τίτλο του Εθνομάρτυρα στον Πατριάρχη. Γράφει: « {....} Γιά τόν Γρηγόριο ἡ Ἑλληνική ἱστοριογραφία εἶπε τά μεγαλύτερα ψέμματα καί ἔγραψε -ἀπό ἐθνικιστική σκοπιμότητα- τούς μεγαλύτερους ὕμνους. Κι ὅμως ὁ Γρηγόριος Ε’ δέν ἔχει κανένα δικαίωμα γιά κανένα τίτλο ἐθνικῆς δράσεως μέσα στή Νεοελληνική Ἱστορία. Πολέμησε τόν Ρήγα, ἀντέδρασε στή Φιλική Εταιρεία καί ἀφώρισε τό Εἰκοσιένα» [25]. Ο Κορδάτος κάνει λόγο για διαμάχες μεταξύ Επισκόπων που εποφθαλμιούσαν τον Πατριαρχικό θρόνο και γράφει χαρακτηριστικά: «...Αν και ο Πατριάρχης Γρηγόριος αφόρισε τον Υψηλάντη και τους επαναστάτες και έστειλε εξάρχους στις επαρχίες με τους αφορισμούς και πανταχούσες σ’ όλους τους Μητροπολίτες, προστάζοντας να διαβαστούν οι αφορισμοί, έπαψε να έχει την εμπιστοσύνη της τουρκικής κυβέρνησης γιατί βρέθηκαν Δεσποτάδες να τον συκοφαντήσουν ότι ήταν αρχηγός της Φιλικής Εταιρίας, άρα αρχισυνωμότης. Εκείνος που κατηγόρησε και συκοφάντησε τον Γρηγόριο ήταν ο Μητροπολίτης Πισίδας Ευγένιος», ο οποίος εξελέγη Πατριάρχης στη θέση του.

Ανάλογη ήταν η στάση του επίσης μαρξιστή Γιάννη Σκαρίμπα, ο οποίος σε όλη τη διάρκεια του βίου του υπήρξε πολέμιος της Ορθοδοξίας, όμως «ὅταν ἄγγιζε τόν θάνατο κάλεσε Ἱερέα, ἀναγνωρίζοντας τώρα τήν ἀξία τῆς Ἐκκλησίας, καί ἐπί ὧρες ἐξομολογιόταν» [26]. Σύμφωνα με τον Σκαρίμπα ο Γρηγόριος ήταν ο «πρῶτος καί χειρότερος «τῆ τάξει» ἀπ’ ὅλους τούς κληρικούς τῆς ἐποχῆς του. Ἔγινε Πατριάρχης γιά τά φιλοτουρκικά του αἰσθήματα, οἱ δέ ἐξορίες του δέν ὀφείλονταν στήν -κατά τούς Ἱστορικούς ὡραιολόγους- τάχα ἐθνοπρεπῆ στάση τοῦ Παναγιώτατου ἐνάντια στό Διβάνη, ἀλλά στίς ὑπό τόν γενικό τίτλο «οἱ λύκοι μεταξύ τους» καλογερο-Φαναριώτικες ἀλληλομηχανοραφίες καί ἄλλα δόκανα» [27]. Εναντίον του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε' στράφηκε και ο Γ. Καρανικόλας κατά τον οποίο ο Γρηγόριος υπήρξε: «σκοταδιστής, Τουρκόφιλος, μισέλληνας, ἀντιδραστικός, συνεργός στή δολοφονία τοῦ Ρῆγα Φερραίου, διώκτης τοῦ Ἀδαμάντιου Κοραῆ, πολέμιος τῶν Θετικῶν Ἐπιστημῶν, ραδιοῦργος, ἀφοριστής τῆς Ἐπανάστασης καί κάθε ἐξέγερσης πού προηγήθηκε, ἀφοριστής τοῦ Ἀλ. Ὑψηλάντη καί τοῦ Μιχαήλ Βόδα». Ο Καρανικόλας γράφει χαρακτηριστικά: «ἄν ὁ Τουρκικός ὄχλος τόν θανάτωσε, γιατί δέν εἶχε ἐπίγνωση πόσο χρήσιμος ἦταν ἤ καί ἄν ὁ Σουλτάνος ἦταν σύμφωνος μέ τόν θάνατό του, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἦταν Ἐθνομάρτυρας» [28].

Ο καθηγητής Δημήτρης Λιαντίνης υβρίζει και απαξιώνει τον Γρηγόριο γράφοντας στη «Γκέμμα»: «....Ποιος είναι ο Γρηγόριος ο Ε'; Είναι ο πατριάρχης που βλέπουμε τον ανδριάντα του μπροστά στο εθνικό πανεπιστήμιο. Δίπλα στο Ρήγα. Πού ξανακούστηκε τέτοιο κυλώνειο άγος! Ο Λεωνίδας κι ο Εφιάλτης αγκαλιά. Η ελληνική σχιζοφρένεια αγαλματοποιημένη μπροστά στα πόδια της ελληνικής παιδείας. Μπροστά στο αγνό βάθρο του μέλλοντος των παιδιών μας. Αυτή η συμβολική στιγμή και εικόνα, ο Γρηγόριος Ε’ δίπλα στο Ρήγα μπροστά στο πανεπιστήμιο, είναι το σύμβολο παλλάδιο της μουλαροσποράς μας».

Δημιουργία ανδριάντα [29]

Το 1844 η Βουλή των Ελλήνων αποφάσισε να ανιδρυθεί μνημείο του Πατριάρχη και τρία χρόνια αργότερα καταρτίστηκε -με ιδιωτική πρωτοβουλία- επιτροπή από Δημητσανίτες και άλλους για να τελείται μνημόσυνο του Πατριάρχη και του επίσης Δημητσανίτη Παλαιών Πατρών Γερμανού (Γεώργιου Κόζια, 1771-1826) στον τότε καθεδρικό ναό της Αγίας Ειρήνης. Το 1859 ο εφημέριος του ναού της Αγίας Τριάδος Οδησσού Γρηγόριος και ο Νικόλαος Βερναρδάκης διέθεσαν ποσόν για να αναγερθεί μαυσωλείο του Πατριάρχη. Με πρωτοβουλία του Προεδρείου της Ελληνικής Βουλής συγκροτήθηκε επιτροπή για την ανέγερση μαυσωλείου και επιτροπή η Ιερά Σύνοδος παρότρυνε τον ανώτερο και τον κατώτερο κλήρο να συνδράμουν όμως ανεστάλη κάθε σχετική ενέργεια, εξαιτίας των γεγονότων που οδήγησαν στην εκθρόνιση του Βασιλιά Όθωνα. Το 1862 κατατέθηκε αίτηση του ίλαρχου Γεώργιου Π. Αγγελόπουλου, προκειμένου να επιτραπεί η διεξαγωγή εράνου υπέρ ανεγέρσεως μνημείου του Πατριάρχη, η οποία πήρε έγκριση και επιτράπηκε, το 1864, η έναρξη και διεξαγωγή του εράνου. Η νέα επιτροπή που συγκροτήθηκε δεν αποδέχτηκε τη γνώμη του Υπουργείου Παιδείας για ταφικό παρεκκλήσιο στον Λυκαβηττό. Το 1863, λίγο καιρό πριν την συγκρότηση αυτής της Επιτροπής βρέθηκε μια σωζόμενη εικόνα, πιθανότατα έργο καλλιτέχνη στη διάρκεια της δεύτερης Πατριαρχίας του Γρηγορίου Ε', μέσα από την οποία κατέστη δυνατό να γνωρίζουν οι Έλληνες εκείνης της εποχής και οι μεταγενέστεροι την εξωτερική εμφάνιση και την σωματική του κατάσταση. Η εικόνα βρέθηκε στο σπίτι του Ξαυέριου Λάνδερερ, Πανεπιστημιακού καθηγητή της Χημείας και Βασιλικού φαρμακοποιού, ο οποίος την αγόρασε στο Ναύπλιο το δεύτερο ή το τρίτο έτος της Εθνεγερσίας και την αποκατέστησε με τη χρήση χημικών μέσων. Ο καθηγητής, μετά από παράκληση του Ιλάρχου Αγγελόπουλου του παρέδωσε την εικόνα κι εκείνος δημιούργησε φωτογραφήματα, σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, σε φωτογράφο των Αθηνών.

Το 1871, ένα άλλο μέλος της Συνοδικής Επιτροπής για τη Μετακομιδή, ο Αρχιμανδρίτης Αβέρκιος Λαμπίρης, εξέδωσε στην Αθήνα για λειτουργική χρήση την Ακολουθία του Κοκκίνη του 1822. Στις 25 Μαρτίου του 1872, έγιναν τα αποκαλυπτήρια της προτομής του [30], έργο του γλύπτη Γεώργιου Φυτάλη που κατασκευάστηκε με δαπάνη του εθνικού ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ, δεξιά της εισόδου στα προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών [31] ενώπιον της βασίλισσας Όλγας. Στη διάρκεια της τελετής ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης απήγγειλε το ποίημα του «Ο ανδριάς του αοιδίμου Γρηγορίου του Ε'», που αρχίζει με τους στίχους «Πώς μας θωρείς ακίνητος;... Πού τρέχει ο λογισμός σου...». Το 1893 χρονολογείται η απόφαση για την κατασκευή μαρμάρινου ανδριάντα του Γρηγόριου Ε', που τοποθετήθηκε στην πλατεία μπροστά από τον ναό της Αγίας Κυριακής, στη γενέτειρά του Δημητσάνα, έργο του Ιταλού Luigi Jorini, δωρεά του Γρηγορίου Μαρασλή που αρχικά τον προόριζε για το προαύλιο του Ελληνικού ναού στην Οδησσό. Ο Μαρασλής έλαβε αρνητική απάντηση από τον Τσάρο Αλέξανδρο Β' (Νικολάγεβιτς, 1818-1881), με τη δικαιολογία ότι, αν επρόκειτο να αγιοκαταταχθεί ο Πατριάρχης, η Ορθόδοξη εκκλησία δεν επέτρεπε ανδριάντες αγίων, ενώ, αν ονομαζόταν εθνομάρτυρας, δεν είχε θέση στην εκκλησία. Έτσι ο Μαρασλής αποφάσισε να στήσει τον ανδριάντα σε Ελληνικό φιλανθρωπικό κατάστημα της Οδησσού, όπου τον είδε ο Δημητσανίτης εφέτης και πολιτικός Ευθύμιος Καράκαλος, ο οποίος ζήτησε να δωρηθεί το έργο στη Δημητσάνα, με τη μέριμνα επιτροπής, όπως και έγινε.

Αγιοκατάταξη

Περισσότερο από ένα χρόνο μετά τον απαγχονισμό του Αγίου Γρηγορίου Ε' ο Ζακυνθινός ιερωμένος Οικονόμος Νικόλαος Κοκκίνης, μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Ζακύνθου, εφημέριος τότε του ναού της Οδηγήτριας στη Ζάκυνθο και Φιλικός, ευαισθητοποιημένος από από τον απαγχονισμό του Πατριάρχη, συνέθεσε Ακολουθία προς τιμήν του νέου Ιερομάρτυρα, όμως η προσπάθεια για την Αγιοποίηση του δεν προχώρησε καθώς ο ο παραλήπτης του σχετικού αιτήματος, ο Ανδρούσης Ιωσήφ, υπουργός Εκκλησιαστικών της επαναστατημένης Ελλάδας, την έθεσε στο αρχείο [32]. Ο Κωνσταντίνος Κούμας αναφέρει ότι ο Άγιος Γρηγόριος δεν ήταν μόνο «σεμνὸς τὸ ἦθος, λιτὸς τὴν δίαιταν, ταπεινὸς τὴν στολήν, ζηλωτὴς τῆς πίστεως, δραστηριότατος εἰς ὅλα τὰ ἔργα του», αλλά ήταν και «ἄκαμπτος εἰς τᾶς ἰδέας του καὶ δὲν τὸν ἔμελε διὰ κανὲν ἐναντίων, ὅταν ἀπεφάσιζε τίποτε» [33].

Στις 8 Απριλίου του 1921, στην εκατονταετηρίδα της Ελληνικής Εθνεγερσίας, ο Γρηγόριος Ε' ανακηρύχθηκε Άγιος της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας, από σύνοδο 25 αρχιερέων στην Αθήνα, και έκτοτε η μνήμη του τιμάται κάθε χρόνο στις 10 Απριλίου. Δύο ημέρες μετά, στις 10 Απριλίου 1921, κατά την εκατοστή επέτειο του μαρτυρίου του Πατριάρχη, ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Χρήστος Ανδρούτσος εκφώνησε, έχοντας και την εντολή της Κεντρικής Επιτροπείας της Εκατονταετηρίδος της Ελληνικής Επαναστάσεως, πανηγυρικό λόγο για τον Πατριάρχη στη μεγάλη αίθουσα τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Το 1924, εγκαινιάστηκε από τον μητροπολίτη Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Πολύκαρπο (Γεώργιος Συνοδινός) ναός για τον Πατριάρχη στη Δημητσάνα, με δαπάνη των απανταχού Δημητσανιτών. Η οικία του Αγίου Γρηγορίου στην Δημητσάνα σήμερα λειτουργεί ως Εκκλησιαστικό Μουσείο με εικόνες, εκκλησιαστικά σκεύη, βιβλία καθώς και άμφια αρχιερέων. Βρίσκεται κοντά στην πλατεία της κωμοπόλεως, δημιουργήθηκε ύστερα από ιδέα και με την προτροπή του Μητροπολίτη Γόρτυνος & Μεγαλοπόλεως Θεόφιλου και τον υπόγειο του λειτουργεί μικρός ναός. Εκεί σώζεται εικόνα του Αγίου Γεωργίου, έργο Αγιορείτικης τέχνης του 1808, που είναι αφιέρωμα του Γρηγορίου Ε' στον Άγιο Γεώργιο της Πλάτσας με την επιγραφή: ΔΕΗΣΙΣ ΤΩΝ ΔΟΥΛΩΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΚΑΙ ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ 1808. Επίσης, στο Μουσείο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος σώζονται διάφορα προσωπικά του αντικείμενα όπως είναι η ζώνη του, η αρχιερατική ράβδος του και άλλα.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Ο Παναγιώτης Αγγελόπουλος γεννήθηκε στη Δημητσάνα Αρκαδίας. Εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη όπου παντρεύτηκε την Αικατερίνη Τύμπα, που η οικογένεια της κατοικούσε στην Σμύρνη κι είχε καταγωγή από τον Τύρναβο της Θεσσαλίας. Τέκνα του Παναγιώτη ήραν ο Δημήτριος, ακόλουθος του Πατριάρχη που πέθανε το 1826 στη Σύρο, όπου διέφυγε μετά τον απαγχονισμό του Πατριάρχη θείου του, ο Ιωάννης έμπορος στην Κωνσταντινούπολη και ο Ίλαρχος του Ελληνικού στρατού Γεώργιος Αγγελόπουλος. Ο Παναγιώτης Αγγελόπουλος πέθανε το 1830 στη Σμύρνη.]
  2. [Η Άννα Αγγελόπουλου παντρεύτηκε στη Σμύρνη με τον Ιωάννη Πετρόπουλο από το χωριό Λαγκάδια Καρυταίνης με τον οποίο απέκτησαν αγόρια και κορίτσια. Έγγονος της ήταν ο Γεώργιος Ιωαν. Παπαδόπουλος, Μοίραρχος της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής ενώ άλλα εγγόνια της έδρασαν ως έμποροι στην Σμύρνη και την ευρύτερη περιοχή της.]
  3. [Η Εξακουστή Αγγελόπουλου παντρεύτηκε στη Σμύρνη. Έγγονός της ήταν ο Μητροπολίτης Τριπόλεως Δανιήλ, ο οποίος χειροτονήθηκε το 1819 από τον Γρηγόριο Ε', όπως και ο Διονύσιος, Μητροπολίτης Αθηνών που πέθανε το 1823 στην Αθήνα όπου και ετάφη.]
  4. [Ο Παναγιώτης Αγγελόπουλος ανακηρύχθηκε Μέγας Ευεργέτης και Μέγας Λογοθέτης καθώς με δική του χορηγία το 1985, ξανακτίστηκε το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως, αποκτώντας το παλιό του αρχιτεκτονικό περίγραμμα και τη μοναστική του φυσιογνωμία. Ανακαίνισε, επίσης, τη Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Κωνσταντινούπολη, τη βιβλιοθήκη του Πατριαρχείου, ενώ ανακαίνισε το σπίτι του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε' στη Δημητσάνα, το σπίτι των Κολοκοτρωναιων στο Λιμποβίτσι και ανοικοδόμησε τον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου στη Ζυρίχη.]
  5. [Κωνσταντίνος Σάθας, «Νεοελληνική Φιλολογία-Βιογραφίαι», σελίδες 620η & 621η.]
  6. [Το τυπογραφείο του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε' και οι εκδόσεις του docdroid.net, metapedia.org]
  7. [Δ. Παπαδήμου, «Ησαΐας, ο Επίσκοπος Σαλώνων και η Μονή του Οσίου Λουκά», Αθήνα 1969, σελίδα 26η.]
  8. [Τάκης Κανδηλώρος, «Ιστορία του εθνομάρτυρος Γρηγορίου Ε'», Αθήνα 1909, σελίδα 40η.]
  9. [ Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμος Α', σελίδα 128η.]
  10. [ Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμος ΙΒ' σελίδα 130η.]
  11. [Η οικογένεια Μουρούζη πλήρωσε βαρύ τίμημα στη διάρκεια των χρόνων για τις υπηρεσίες που πρόσφερε στην Υψηλή Πύλη και τους σουλτάνους. Ο μέγας διερμηνέας (1796), Γεώργιος Μουρούζης, είχε εξοριστεί στην Κύπρο όπου και δολοφονήθηκε. Ο Παναγιώτης Μουρούζης ήταν μέγας διερμηνέας του στόλου, όταν αποκεφαλίστηκε στα 1812. Την ίδια χρονιά αποκεφαλίστηκε κι ο μέγας διερμηνέας της Πύλης, Δημήτριος Μουρούζης, επειδή θεωρήθηκε ότι δε διαπραγματεύτηκε σωστά με τη Ρωσία.]
  12. [Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ήλιος», τόμος 7ος, σελίδα 346η, Διονύσιος Κόκκινος ]
  13. [Αναστάσιος Γούδας, «Βίοι Παράλληλοι των επί της αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών», 1ος τόμος, Αθήναι 1869.]
  14. [Γενικά Αρχεία του Κράτους, Ιστορικά Αρχεία Γιάννη Βλαχογιάννη, Αρχείο Ρήγα Παλαμήδη, Επαναστατικά 1820-1821, Φάκελος 250ος, έγγραφο 4ο.]
  15. [Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε' και η Κεφαλονιά inkefalonia.gr]
  16. [Παννυχίδα (η), εκκλησιαστικός όρος που σημαίνει: γιορτή που διαρκεί όλη τη νύχτα, η ολονύκτια ακολουθία στους χριστιανικούς ναούς την παραμονή μιας μεγάλης γιορτής.]
  17. [Εφημερίδα «Αιών», Τρίτη 27 Απριλίου 1871.]
  18. [Μαξίμου Ἰβηρίτου, «Ὁ Ἐθνο-Ἱερομάρτυς Γρηγόριος ο Ε’ και το Άγιον Όρος», 1988, σελίδα 24η-25η.]
  19. [Τάκης Χ. Κανδηλώρος, «Ιστορία του Εθνομάρτυρος Γρηγορίου Ε'», Αθήνα 1909, σελίδα 278η.]
  20. [«Συλλογή γραφέντων και παραδοθέντων» Ολόκληρο το βιβλίο, anemi.lib.uoc.gr]
  21. [Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΒ', σελίδες 32η & 36η.]
  22. [Το σχετικό έγγραφο που απέστειλε στον σουλτάνο ο Τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος Α' Παύλοβιτς διέσωσε ο ιστορικός Σπυρίδων Τρικούπης και το παραθέτει στον Α' Τόμο της Ιστορίας της Ελληνικής Επαναστάσεως.]
  23. [Μεγάλη Εκκλησιαστική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Η', σελίδα 725η.]
  24. [Σπυρίδων Τρικούπης, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», τόμος Α', σελίδα 206η.]
  25. [Γιάννης Κοδράτος, «Ρήγας Φερραῖος καί Βαλκανική Ὁμοσπονδία», σελίδα 142η & «Η κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως».]
  26. [Πρεσβύτερος Γεράσιμος Ζαμπέλης, «Πατριάρχης Γρηγόριος Ε'-Εθνομάρτυρας ή προδότης;», σελίδα 33η.]
  27. [Γιάννη Σκαρίμπα, «Το '21 και η αλήθεια», τόμος 4ος, σελίδες 33η & 34η.]
  28. [Γ. Καρανικόλα, «Ρασοφόροι, συμφορά του Έθνους», σελίδες 78η & 79η.]
  29. [Ο ανδριάντας του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε' έχει τη δική του άγνωστη ιστορία Παυλόπουλος Δημήτρης, slpress.gr/politismos]
  30. [Πατριάρχης Γρηγόριος E' Γλυπτά της Αθήνας]
  31. [Οι ανδριάντες του Ρήγα και του Γρηγορίου Ε'. media.ems.gr]
  32. [Περιοδικό «Ελληνική Δημιουργία», 15 Μαρτίου 1954, σελίδα 359η]
  33. [Κωνσταντίνος Κουμάς, «Ιστορίαι των ανθρωπίνων πράξεων», 1832, τόμος 12ος, σελίδα 507η]