Ιωάννης Βλαχογιάννης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Γιάννης Βλαχογιάννης (πραγματικό όνομα Γιάννης Βλάχος), Έλληνας εθνικιστής [1], Ελληνοκεντρικός και Ελληνολάτρης λόγιος, ιστοριοδίφης και ιστορικός της Εθνεγερσίας του 1821, συγγραφέας με πλούσια βιβλιογραφική παραγωγή που υπέγραψε πολλά από τα έργα του με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Γιάννης Επαχτίτης, γεννήθηκε στις 22:00 το βράδυ της 27ης Ιουλίου 1867, ανήμερα της εορτής του Αγίου Παντελεήμονος, στη Ναύπακτο και πέθανε στις 23 Αυγούστου 1945, την ημέρα του εορτασμού της μνήμης της Παναγίας της Προυσιώτισσας, στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» στην Αθήνα. Η νεκρώσιμη ακολουθία του τελέστηκε στις 24 Αυγούστου, ανήμερα της εορτής του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, και ακολούθησε η ταφή του στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.

Ιωάννης Βλαχογιάννης
Ιωάννης Βλαχογιάννης1.jpg
Γέννηση: 27 Ιουλίου 1867
Τόπος: Ναύπακτος, Αιτωλοακαρνανία (Ελλάδα)
Σύζυγος: Άγαμος
Τέκνα: Άτεκνος
Υπηκοότητα: Ελληνική
Ασχολία: Ιστοριοδίφης, συγγραφέας, Λαογράφος
Θάνατος: 23 Αυγούστου 1945
Τόπος: Αθήνα, Αττική (Ελλάδα)
Αιτία θανάτου: Πολυοργανική ανεπάρκεια

Ήταν άγαμος και δεν άφησε φυσικούς απογόνους,

Βιογραφία

Η καταγωγή της οικογένειας Βλαχογιάννη είναι από την ευρύτερη περιοχή της ορεινής Ναυπακτίας και το επώνυμο της δεν έχει σχέση με πιθανή βλάχικη καταγωγή. Πολλοί από τους προγόνους του Βλαχογιάννη, σχεδόν αποκλειστικά από την πλευρά της μητέρας του, ήταν ιερωμένοι. Η καταγωγή της οικογένειας του Ιωάννη Βλάχου, από την πατρική πλευρά της, είναι από το χωριό Βετολίτσα [2], σημερινή Τερψιθέα [3] Αποδοτίας Ναυπακτίας, όπου πέθανε το 1840 ο προπάππος του Βλαχογιάννη, ο Ιωάννης Βλάχος, στον οποίο οφείλεται το επώνυμο Βλαχογιάννης, κοινό σε όλους τους Βλαχογιανναίους της Ναυπάκτου.

Πολλά μέλη αυτής της οικογένειας διακρίθηκαν στον αγώνα της Ελληνικής Εθνεγερσίας ενώ ο Ιωάννης Βλάχος (Βλαχογιάννης), στενός φίλος του Οδυσσέα Ανδρούτσου, αντιπροσώπευσε τους συμπατριώτες του αρχικά στην τοπική συνέλευση της Δυτικής Ελλάδος, στις 5 Μαρτίου του 1825 στο Ναύπλιο και το 1829 στο Άργος. Συγκέντρωσε στα χέρια του τεράστια δύναμη σε βαθμό που προκάλεσε αναφορές του Αντιστρατήγου Δήμου Τσέλιου, μία απ' αυτές στις 10 Φεβρουαρίου 1825 αλλά και στις 6 Απριλίου του ίδιου χρόνου που απευθύνονταν στον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, με την οποία τον κατάγγειλε ως «... όργανον πάσης κακίας που δεν κάμνει άλλο παρά ειμή να εφευρίσκει πονηρίας και μηχανάς κακάς και θλιβεράς εις την πατρίδα..». Παππούς του Ιωάννη ήταν ο Γεώργιος Βλάχος (Βλαχογιάννης) και γιαγιά του η Αικατερίνη Μπρόφα που κατάγονταν από το χωριό Καρδάρα της τότε επαρχίας Δωρίδος.

Οικογένεια

Γονείς του Ιωάννη ήταν ο Οδυσσέας Βλάχος (Βλαχογιάννης) και η Αναστασία Γκιώνα, εγγονή της Δημήτρως Λάμπρου Γκιώνα από το Σούλι, οι οποίοι απέκτησαν οκτώ παιδιά, τον μετέπειτα Στρατηγό Γεώργιο Βλαχογιάννη, τον Ιωάννη, τον Χαράλαμπο, την Βασιλική, την Αγγελική, τον Ζαφείρη, την Ειρήνη και την Ελένη. Από τα παιδιά αυτά πέθαναν πολύ νέα, ο Ζαφείρης, η Ειρήνη και η Ελένη. Η οικογένεια του Οδυσσέα Βλαχογιάννη, πέρα από το σπίτι εντός του κάστρου της Ναυπάκτου, διέθετε κατοικία και μέσα στην πόλη της Ναυπάκτου, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, όπου γεννήθηκαν τα περισσότερα από τα παιδιά της οικογένειας. Ο Βλαχογιάννης βαφτίστηκε στο μοναστήρι του Ιωάννη του Προδρόμου, δύο ώρες δρόμο από τη Ναύπακτο, με νονά την γιαγιά του από την πλευρά της μητέρας του η οποία είχε τάξει το νεογέννητο εγγονό της στον Άγιο.

Σπουδές

Ο Βλαχογιάννης έμαθε τα πρώτα γράμματα στη γενέτειρά του, όπου παρακολούθησε και δύο τάξεις του Σχολαρχείου. Παρά την αντίθετη γνώμη του πατέρα του, «...ήθελε και καλά να με κάνη μπακαλόγατο, να βοηθήσω στο μαγαζί και στο σπίτι και ν' αφήσω την "αρρώστια" πούχα για τα βιβλία...» γράφει ο ίδιος, και με την οικονομική στήριξη οικογενειακών φίλων παρακολούθησε μαθήματα Γυμνασίου αρχικά στη Ζάκυνθο και την Κόρινθο, επέστρεψε στη Ναύπακτο, όμως τελείωσε τη Μέση εκπαίδευση στο Β' Γυμνάσιο Πατρών [4]. Ως μαθητής τύπωσε και διέθεσε το έργο «Η Παιχνιδιάρα», και εξασφάλισε τα εισιτήρια του ταξιδιού του στην Αθήνα [5] και τα έξοδα των πρώτων μηνών της διαμονής του. Από τη πατρική του ρίζα κληρονόμησε το σεβασμό στη μνήμη των ηρώων του Οδυσσέα Ανδρούτσου και του Γεωργίου Καραϊσκάκη. Το 1886 γράφηκε στο τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του πανεπιστημίου της Αθήνας από την οποία δεν αποφοίτησε αν και το 1892 ολοκλήρωσε μα άριστα τις διπλωματικές εξετάσεις στον καθηγητή Γεώργιο Χατζηδάκι. Προκειμένου να ολοκληρώσει τις σπουδές του εργάστηκε ως δάσκαλος σε ιδιωτικά μαθήματα, διορθωτής στο έντυπο «Εφημερίς» του Δημήτριου Κορομηλά, και ως συντάκτης στην εφημερίδα «Εστία».

Επαγγελματική σταδιοδρομία

Το 1890, μόλις 23 ετών και τελειόφοιτος της Φιλολογίας, ο Βλαχογιάννης εντόπισε τυχαία εκατοντάδες πολύτιμα έγγραφα από τα χρόνια της Εθνεγερσίας σ’ ένα παντοπωλείο των Αθηνών -ίσως μάλιστα να ήταν τα πρώτα έγγραφα που σώθηκαν από το Βλαχογιάννη λίγο πριν καταλήξουν, όπως πολλά άλλα «παλιόχαρτα», χαρτιά περιτυλίγματος. Σύμφωνα με δημοσιεύματα εφημερίδων [6] της εποχής:

«....Ο φοιτητής ιδών ότι τα χαρτία ταύτα έχουν αξίαν τινά τα ηγόρασεν αντί δύο δραχμών, του παντοπώλου βεβαιούντος αυτόν ότι από μηνός περίπου πληθύν τοιούτων επιστολών ετίμησε τυλίσσων σαρδέλλας και ευχαρίστως ανταλλάξαντος αυτά διά του διδράχμου ...».

Στις 9 Μαρτίου 1894 δημοσιεύματα περιγράφουν τον τρόπο που ο Βλαχογιάννης εντόπισε σε παντοπωλείο περισσότερα από 2.000 έγγραφα σχετικά με την κήρυξη της Εθνεγερσίας στην Κρήτη το 1821, τα οποία αποτελούσαν μέρος αρχείου στο νησάκι Γραμβούσα, όπου βρισκόταν και η έδρα της επαναστατικής επιτροπής του νησιού.

Παρουσιάστηκε στη λογοτεχνία με το ψευδώνυμο «Γιάννης Επαχτίτης», [Έπαχτος, η λαϊκή ονομασία της Ναυπάκτου], με το οποίο δημοσίευσε στη δημοτική γλώσσα, ποιήματα και πεζά σε διάφορα περιοδικά. Αν και έζησε σε εποχή που υπήρχαν έντονες διαμάχες για τα ζητήματα της γλώσσας, δεν είχε την παραμικρή ανάμειξη, όμως το έργο του προσέλκυσε την προσοχή του Κωστή Παλαμά. Συνεργάστηκε με λογοτεχνικά περιοδικά, όπως τα «Τέχνη», «Ηγησώ», «Μούσα», και εφημερίδες, όπως οι «Εστία» [7], «Αστραπή», «Εφημερίς» καθώς και με ημερολόγια της εποχής του. Εξέδωσε το περιοδικό «Προπύλαια», σε έξι τεύχη από το 1901 έως το 1908. Ο Βλαχογιάννης έγινε φίλος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη με τον οποίο υπήρξαν και γείτονες ενώ έγραψε γι' αυτόν τη λογοτεχνική κριτική «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο άνθρωπος». Στήριξε τον Παπαδιαμάντη σε περίοδο πραγματικής φτώχειας, μάλιστα ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης αποκαλούσε τον Γιάννη Βλαχογιάννη «προστάτη» του καθώς ο Βλαχογιάννης έφερε τον Παπαδιαμάντη στην περιοχή και τον φιλοξένησε σε ένα καλύτερο δωμάτιο από εκείνο που έμενε, στην οδό Αριστοφάνους.

Μελετώντας αρχεία στις αρχές του 20ου αιώνα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Ιωάννης Μακρυγιάννης είχε γράψει απομνημονεύματα. Απευθύνθηκε στον συνταγματάρχη Κίτσο Μακρυγιάννη, το γιο του Στρατηγού, από τον οποίο ζήτησε να ψάξει μήπως ο πατέρας του είχε κρατήσει πουθενά κρυμμένα χειρόγραφα κι ύστερα από έρευνα, βρέθηκε το χειρόγραφο σε έναν τενεκέ στο υπόγειο του σπιτιού του Μακρυγιάννη και ο Βλαχογιάννης ανέλαβε να το επεξεργαστεί. Γράφει ο Βλαχογιάννης στην πρώτη έκδοση των Απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη:

«...Επήγαινα συχνά στο γιο του, συνταγματάρχη του μηχανικού Κίτσο Μακρυγιάννη, που έμεινε πάντοτε στα Μακρυγιανναίικα, και του σύσταινα να ψάξει στα υπόγεια μήπως και βρει γραψίματα του πατέρα του {...} με δέχτηκε μια μέρα με κραυγές χαράς. Είχε βρει μέσα σ’ ένα μισοσαπισμένο τενεκέ του Στρατηγού τα πολύτιμα γραψίματα. Τα πήρα στο σπίτι μου, αφιέρωσα για την ανάγνωση και την αντιγραφή τους μήνες πολλούς, κι ύστερα τα έδωσα στο τυπογραφείο, όπου τυπώθηκαν μ’ έξοδα του Κίτσου Μακρυγιάννη και της αδερφής τους, κας Παπαζήση, σε δυο τόμους, ένα με τα έγγραφα τα ιστορικά που αναφέρονται στη ζωή και τη δράση του Μακρυγιάννη και το δεύτερο με τα ιστορικά πολυτιμότατα θυμήματα του Στρατηγού, γιατί ο Μακρυγιάννης δεν πολέμησε μονάχα κατά την επανάσταση του εικοσιένα, αλλά ανακατώθηκε και στην πολιτική, από τα χρόνια του Καποδίστρια ακόμα. Το χειρόγραφο του Μακρυγιάννη, ανθρώπου που δεν έκρυβε την αγραμματοσύνη του, ήταν γραμμένο με στρογγυλά γράμματα, δεν είχε όμως ούτε τόνους ούτε στίξη. Αφού έγινε λοιπόν ο απαραίτητος τονισμός και η στίξη, τυπώθηκε με πολλή προσοχή και σεβασμό στο πρωτότυπο. Σπανιότατα διορθώσαμε κανένα γλωσσικό λάθος που έκανε ο Μακρυγιάννης, θέλοντας να διατυπώσει καμιά ελληνικούρα δανεισμένη από τις εφημερίδες ή τις πολιτικές συζητήσεις στη Βουλή και στις συνελεύσεις» [8].

Η ανακάλυψη των χειρόγραφων του Μακρυγιάννη έγινε το 1904 και η δημοσίευση τους συντελέστηκε αποσπασματικά, το 1904, αρχικά στην εφημερίδα «Ακρόπολις» του Βλάση Γαβριηλίδη, από τις 3 Ιουλίου μέχρι τις 12 Σεπτεμβρίου του 1904 πριν εκδοθούν το 1907 σε βιβλίο. Πέρα από το ότι στο πρωτότυπο δεν υπήρχαν τόνοι και σημεία στίξεως φαίνεται πως ο Βλαχογιάννης κατέβαλε μεγάλες, μάλλον ηθελημένα αποτυχημένες, προσπάθειες για την πιστή απόδοση του περιεχομένου του. Το 1907 ταξίδεψε στην Αλεξάνδρεια, και με τη βοήθεια του πρεσβευτή Γενναδίου, την ίδια χρονιά ταξίδεψε στο Λονδίνο, όπως και έτη 1911, 1924 και 1928, για να διερευνήσει διάφορα αρχεία.

Γενικά Αρχεία του Κράτους

Το 1914 μετά από δική του εισήγηση ιδρύθηκαν μετά από απόφαση της Βουλής [9] τα «Γενικά αρχεία του κράτους», τα οποία οργάνωσε μαζί με το Σπύρο Λάμπρου. Ο βουλευτής Λουκάς Νάκος ανέλαβε την ευθύνη και εξέθεσε την κατάσταση στων αρχείων του κράτους στον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος με τη σειρά του ανέθεσε τη σύνταξη νόμου στον υπουργό εκκλησιαστικών και δημοσίας εκπαιδεύσεως Ιωάννη Τσιριμώκο. Την 18η Νοεμβρίου 1914 δημοσιεύθηκε ο νόμος 380/1914 «περί ιδρύσεως υπηρεσίας των αρχείων του κράτους». Στις 4 Φεβρουαρίου του 1915 ο Βλαχογιάννης ορίστηκε διευθυντής [10] των Γενικών Αρχείων του Κράτους και στις 15 Ιανουαρίου του 1916 εγκρίθηκε το εκτελεστικό διάταγμα για τη λειτουργία, τον καθορισμό των αποθηκευτικών χώρων, τη διάρθρωση του υπηρεσιακού οργανογράμματος και τη διευθέτηση των υλικοτεχνικών λεπτομερειών. Σταδιακά τον απορρόφησε η ιστορική έρευνα για την Εθνεγερσία του 1821 και με την οικονομική βοήθεια κυρίως του Αντωνίου Μπενάκη και του τον Σπύρου Μερκούρη, έφερε στο φως άγνωστα έγγραφα και άλλες πληροφορίες σχετικές με τον Αγώνα ενώ οι έρευνές του επεκτάθηκαν και στο εξωτερικό. Με δική του παρέμβαση διασώθηκαν τα αρχεία των αγωνιστών του 1821 από το ξεπούλημα ως άχρηστο υλικό και αποτέλεσαν τον βασικό αρχειακό πυρήνα των Ελληνικών Αρχείων [11].

Αποχώρηση από Γ.Α.Κ.

Τον Ιανουάριο του 1937, με αναγκαστικό νόμο, δημιουργήθηκε στα Γενικά Αρχεία του Κράτους μια επιπλέον οργανική θέση επιστημονικού προσωπικού, αυτή του Υποδιευθυντή, με την πρόβλεψη ότι σε περίπτωση αποχωρήσεως του Διευθυντή για οποιονδήποτε λόγο, τον διαδέχεται ο Υποδιευθυντής ανεξάρτητα από το χρόνο της υπηρεσίας του στη θέση. Με το νόμο ορίζονται τα απαιτούμενα προσόντα για τη θέση. Πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, εκπαιδευθείς και εν Ευρώπη, τυχών Πανεπιστημιακού διπλώματος και δημοσιεύσας μελέτας ιστορικού περιεχομένου. Στις 22 Φεβρουαρίου του 1937 ανακοινώθηκε ο διορισμός του Διονυσίου Ζακυνθινού στη νεοπαγή θέση του Υποδιευθυντή των Γενικών Αρχείων του Κράτους, πράξη που έγινε με Βασιλικό Διάταγμα και ανακοινώθηκε αυθημερόν. Στη Συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου, αυτή της 28ης Μαΐου του ίδιου έτους, ο Βλαχογιάννης κάνει, ουσιαστικά, τον απολογισμό των χρόνων της παρουσίας του στην υπηρεσία. Την 5η Οκτωβρίου 1937 ο Βλαχογιάννης υπέβαλε την παραίτησή του από τη θέση του Διευθυντή των Γενικών Αρχείων, η οποία έγινε αποδεκτή. Την αποχώρηση του ακολούθησαν ανάρτηση της φωτογραφίας του στους χώρους των γραφείων της υπηρεσίας που συνοδεύονταν από εγκώμια και επαίνους για τη θητεία του και τον διαδέχθηκε Ζακυνθινός.

Β' Παγκόσμιος Πόλεμος

Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940, προσυπέγραψε την «Έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων» προς τους Διανοούμενους ολόκληρου του Κόσμου με την οποία αφενός μεν καυτηριάζονταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα. Την περίοδο της κατοχής συνδέθηκε με τον Άγγελο Παπακώστα, στις έρευνες του οποίου υπήρξε στενός συνεργάτης συμβάλλοντας στην έκδοση των αρχείων του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.

Εργογραφία [12] [13]

Ο Βλαχογιάννης, που έγραφε στην δημοτική, όμως δεν συντάχθηκε με τους δημοτικιστές και δεν συμμετείχε στις γλωσσικές διαμάχες, δημοσίευσε πολλές ιστορικές εθνογραφικές, γλωσσολογικές μελέτες καθώς και λιγοστά ποιήματα. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη λαογραφία και τα σχετικά μελετήματά του σώζονται διάσπαρτα σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής τους. Χρησιμοποίησε, κυρίως, το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Γιάννης Επαχτίτης, όμως κατά διαστήματα υπέγραψε και με τα ψευδώνυμα Πάνος Καλόθεος, Πάνος Γαληνός, Πάνος Φωτεινός και Λυκογιάννης. Εξέδωσε απομνημονεύματα αγωνιστών, όπως τα:

  • «Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη», με δική του επιμέλεια στηριγμένο σε διασωθέν χειρόγραφο από το προσωπικό αρχείο του στρατηγού Γιάννη Μακρυγιάννη, το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1907, από το τυπογραφείο «Σ. Κ. Βλαστός» [14],
  • «Στρατιωτικά ενθυμήματα» του Νικόλαου Κασομούλη, σε τρεις τόμους,
  • «Απομνημονεύματα του Κασομούλη»,
  • «Αθηναϊκόν Αρχείον»,
  • «Χιακόν Αρχείον» [15] [16] σε πέντε τόμους. Εκδόθηκε με χορηγία των εμπορικών οίκων Χωρέμη-Μπενάκη και των αδελφών Ράλλη,
  • Ενα μικρό τμήμα της βιογραφίας του Γεωργίου Καραϊσκάκη, που αναφέρεται στα παιδικά του χρόνια.

Ο Βλαχογιάννης εξακολούθησε παράλληλα και τη λογοτεχνική του παραγωγή. Στα έργα του μιλά για τα ηρωικά χρόνια της Επαναστάσεως του 1821 και ιδιαίτερα για τους Σουλιώτες. Είναι κυρίως ηθογραφικά διηγήματα που διακρίνονται για την καθαρή και πλούσια ρουμελιώτικη γλώσσα και την παραστατική τους δύναμη.

Διηγήματα [17]

  • «Ο ξενιτεμός» το 1893. [Για το έργο ζήτησε τη γνώμη του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που του επέστρεψε το χειρόγραφο με το εξής σημείωμα, «Ανέγνων το επιγραφόμενον “Ο ξενιτεμός” χειρόγραφον του Γιάννου Επαχτίτη. Εύρον δε ου μόνον συγγραφέα, αλλά και θεματοφύλακα εθνικών παραδόσεων. Το έργον μου εφάνη ευγενές, φυσικώτατον και αληθέστατον· ιδίως με συνεκίνησαν αι ηρωϊκαί αναμνήσεις του Σουλίου· συγχαίρω τον συγγραφέα»].
  • «Εκάτης Έρωτες» το 1900,
  • «Ιστορίες του Γιάννου Επαχτίτη» το 1893,
  • «Τ’ άρματα» το 1912,
  • «Το Σούλι» το 1912,
  • «Μεγάλα χρόνια» το 1913, έκδοση «Εκπαιδευτικός Όμιλος»,
  • «Ο πετεινός» το 1914, εκδόσεις «Ηλίας Δικαίος»,
  • «Πεταλούδα» το 1920,
  • «Του Χάρου ο χαλασμός» το 1923,

τις συλλογές μικρών διηγημάτων:

  • «Γύροι της ανέμης», Παραμύθια, το 1923,
  • «Έρμος κόσμος» το 1923,
  • «Λόγοι και αντίλογοι (μικρά πεζά 1902-1914) το 1925,
  • «Τα μεγάλα χρόνια-Λόγοι και αντίλογοι» το 1930,
  • «Τα παλικάρια τα παλιά» το 1931,
  • «Κλέφτες του Μοριά» [18], το 1935.

Στο βιβλίο του ο Βλαχογιάννης γίνεται σκληρός επικριτής του φημισμένου κλέφτη Ζαχαριά, των Κολοκοτρωναίων, ιδιαίτερα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ισχυρίζεται ότι τα δημοτικά τραγούδια που υμνούν τα κατορθώματα των Κολοκοτρωναίων είναι πλαστά και γενικά παρουσιάζει με τη δική του οπτική την ιστορία των κλεφτών της Πελοποννήσου. Ο καθηγητής Σωκράτης Κουγέας με βιβλιοκριτική [19] διαφώνησε καταθέτοντας την επιστημονική άποψη του με τους ισχυρισμούς αυτούς του Γιάννη Βλαχογιάννη και παρέπεμψε στη συλλογή του Haxthausen. Στη συνέχεια ο Βλαχογιάννης αμφισβήτησε η γνησιότητα της συλλογής Haxthausen και αντέδρασε με λίβελο κατά του Κουγέα. Όπως έγραψε [20] αργότερα ο Κουγέας ο λίβελος Βλαχογιάννη είχε σκοπό να αποτρέψει άλλους να σχολιάσουν το βιβλίο του. Έκτοτε, παρόλο που γράφτηκαν κριτικές για το «Κλέφτες του Μοριά» δεν δημοσιεύτηκαν, ενώ ελάχιστοι ασχολήθηκαν με τη συλλογή Haxthausen, την οποία ο Κουγέας με τεκμηριωμένα επιχειρήματα αποδείκνυε πως είναι γνήσια και παλαιοτάτη, τόσο στη βιβλιοκριτική για το βιβλίο «Κλέφτες του Μοριά», όσο και σε βιβλιοκριτική για το βιβλίο «Neugriechische Volkslieder gesammelt von Werner von Haxthausen» [21]. Ο Βλαχογιάννης έγραψε και το μονόπρακτο θεατρικό έργο:

  • «Χήρα μάνα».

Μεταθανάτιες εκδόσεις

  • «Η Μούσα και η Ψυχή», (ποιήματα) το 1961, εκδόσεις «Εστία»,
  • «Διηγήματα», εκδόσεις «Εστία»,
  • «Ιστορίες του Γιάννου Επαχτίτη και άλλα διηγήματα» το 1991, εκδόσεις Νεφέλη»
  • «Μεγάλα χρόνια-Τα παληκάρια τα παλιά», επιμέλεια Επαμ. Μπαλούμης, το 1994, εκδόσεις «Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη»,
  • «Τα αθησαύριστα του Γιάννη Βλαχογιάννη», έκδοση Ίδρυμα «Γεώργιος και Μαρία Αθανασιάδη-Νόβα» & Παπαχαραλάμπειος» Βιβλιοθήκη Ναυπάκτου
  • «Άπαντα Α'-Ζ'» το 1965, επιμέλεια Γ.Κουρνούτος, «Εταιρεία Ελληνικών Εκδόσεων».

Το τέλος του

Λίγο καιρό πριν τον θάνατο του ο Βλαχογιάννης παρουσίασε συμπτώματα γενικής καταρρεύσεως του οργανισμού με αδυναμία στη μνήμη και δυσκολία στο βάδισμα. Το βράδυ που προηγήθηκε της εισαγωγής του στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» έπεσε από το κρεβάτι του στην κατοικία του, στην οδό Οδυσσέως Ανδρούτσου 17, και με την συνδρομή κάποιων φίλων του αποφασίστηκε η εισαγωγή του στο νοσοκομείο όπου παρέμεινε νοσηλευόμενος επί μακρύ χρονικό διάστημα, όπου δέχονταν τις συχνές επισκέψεις των φίλων του, μεταξύ τους ο ποιητής Σωτήριος Σκίπης. Ελάχιστες ημέρες πριν αποβιώσει αποφασίστηκε από τους γιατρούς η έξοδος του από το νοσοκομείο και η επιστροφή στο σπίτι του, όμως λιποθύμησε πριν την πάρει εξιτήριο και η νοσηλεία του παρατάθηκε. Τελικά ο Βλαχογιάννης κατέληξε από πολυοργανική κατάρρευση καθώς αρνούνταν συστηματικά την λήψη τροφής. Στην ταφή του εκφώνησαν επικήδειους λόγους ο Άγγελος Σικελιανός, ο Γεώργιος Αθάνας συμπατριώτης και φίλος του και ο καθηγητής Νίκος Βέης.

Διαθήκη

Ιωάννης Βλαχογιάννης

Η συλλογή βιβλίων, περιοδικών και εφημερίδων που του ανήκε, περιήλθε, μετά το θάνατό του, στις αδελφές του. Τα έγγραφα του αρχείου του παραχωρήθηκαν το 1947, από την αδελφή του Αγγελική Βλαχογιάννη, στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Τα βιβλία του, κυρίως ιστορικά, που αναφέρονταν στην Τουρκοκρατία, την Επανάσταση, τη μεταγενέστερη περίοδο και βιβλία περιηγητών, μεταξύ τους εκδόσεις Βενετίας, Τεργέστης, Φλωρεντίας, έμειναν στο σπίτι του στο Κουκάκι, παραχωρήθηκαν στην Ακαδημία Αθηνών και με την επωνυμία «Αρχείο Βλαχογιάννη», αποτελεί τμήμα των ιστορικών αρχείων της Ακαδημίας Αθηνών. Τη διαχείριση των υπολοίπων ανέλαβε μετά από δωρεά της αδελφής του, επιτροπή που την αποτελούσαν οι Άγγελος Παπακώστας, Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας και Πρωτοψάλτης. Το μεγαλύτερο μέρος τους κατέληξε στη Ναύπακτο, κυρίως εφημερίδες Κυβερνήσεως, φιλολογικά και γλωσσικά βιβλία, ενώ κάποια βιβλία περιήλθαν στο Πανεπιστήμιο Κρήτης από δωρεά του Άγγελου Παπακώστα. Τέλος ορισμένα δόθηκαν στην «Πάγκειο» Επιτροπή, η οποία κατέθεσε χρηματικό ποσό, με το οποίο αναγέρθηκε ανδριάντας του στη Ναύπακτο και κάποια κατέληξαν στη Βιβλιοθήκη του Πνευματικού Κέντρου της Ρούμελης.

Μνήμη Βλαχογιάννη

Κατά τα γραφόμενα του Γιώργου Κοτζιούλα [22], που ήταν νεότερος του, ο Βλαχογιάννης υπήρξε «...αποκλειστικός, αδιάλλαχτος, φιλόνεικος, ατομιστής, ήταν φυσικό να μη συμβιβάζεται με τους άλλους και να δίνει αφορμές για τσακώματα». Με τον μοναδικό που συνδέθηκε με σχέση ζωής ήταν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Γράφει ο Κοτζιούλας: «...Μονάχα στον άκακο Παπαδιαμάντη είχε δείξει συμπάθεια· τον έβανε να του μεταφράζει από τα εγγλέζικα ιστορικές σελίδες πληρώνοντάς τον από την τσέπη του, και εκείνος γεμάτος ευγνωμοσύνη τον προσφωνεί στα γράμματά του "αδελφό". Έχουμε μάλιστα και φωτογραφία τους μαζί».

Ο Βλαχογιάννης φέρεται πως είχε αμφιλεγόμενη ή αντιφατική έως παθιασμένα κολάσιμη προσωπική ζωή. Σύμφωνα με την μαρτυρία του Άγγελου Ν. Παπακώστα, που ήταν στενός φίλος και συνεργάτης του Βλαχογιάννη, υπήρξε πιστός Ορθόδοξος χριστιανός και συχνά προέβαινε σε ευλαβικές εκδηλώσεις λατρείας «....επηρεασμένος από τους Παπασουλιώτες (σ.σ. προγόνους του) ή και από τον Παπαδιαμάντη το φίλο του» [23]. Μία απολύτως βέβαιη και εξακριβωμένη πτυχή αυτής της πλευράς του χαρακτήρα του ήταν το υβρεολόγιο στο οποίο κατέφευγε σε ξεσπάσματα θυμού, συνήθεια την ένταση και την έκταση της οποίας οι γνωστοί και φίλοι του παρομοίαζαν με την αντίστοιχη του Γεωργίου Καραϊσκάκη. Γράφει ο Άγγελος Παπακώστας:

«...Συχνά όμως ξεχνούσε και Παπαδιαμάντη και εκκλησίες και ο θυμός του ξεσπούσε σ' ένα βρισίδι που δεν είχε όμοιο του παρά στον Καραϊσκάκη. Την αδυναμία του αυτή (που δεν ήταν βέβαια τιμητική, ήταν όμως ένα αυθόρμητο και φυσικό ξέσπασμα), δεν επιχειρούσε να κρύψη ο Βλαχογιάννης, γιατί τότε θα φαινόταν ότι δεν ήταν, δηλαδή υποκριτής...»  [24].

Παράλληλα ο Βλαχογιάννης υπήρξε μανιώδης και δεινός κολυμβητής, άσκηση στην οποία κατέφευγε μεγάλα χρονικά διαστήματα του έτους, ακόμη και τους χειμωνιάτικους μήνες. Διατηρούσε στενή φιλία με τους Πανεπιστημιακούς καθηγητές Κωνσταντίνο Κόντο, Σπυρίδωνα Λάμπρο, τον γλωσσολόγο Γεώργιο Χατζιδάκι καθώς και τον λαογράφο Νικόλαο Πολίτη. Απεβίωσε δίχως να επιστρέψει ποτέ στη Ναύπακτο, μετά την αναχώρησή του σε παιδική ηλικία, ενώ δεν διατηρούσε ιδιαίτερες κοινωνικές επαφές και σχέσεις με τους Ναυπάκτιους των Αθηνών και δεν έδειξε ποτέ κανένα ενδιαφέρον για την πολιτική και την κοινωνική ζωή ή την πρόοδο της Ναυπάκτου.

Το «Κρυφό Σχολειό»

Ο Βλαχογιάννης ασχολήθηκε με το «κρυφό σχολειό» των Ελληνοπαίδων στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, δηλαδή ένα σχολείο που εμποδίζονταν η λειτουργία του από τους κατακτητές ως θεσμός υπονομευτικός για την «κραταιά βασιλεία του Σουλτάνου», συνεπώς ανεπιθύμητος καθώς λειτουργούσε αφυπνιστικά στις συνειδήσεις των υπόδουλων Ελλήνων. Ο Βλαχογιάννης αρνείται την ύπαρξή του, συντάσσεται με την άποψη του εθνικιστή διανοούμενου Μανουήλ Γεδεών και στις μελέτες του επισημαίνει ότι στις έρευνές του δε ανακάλυψε καμία μαρτυρία που να βεβαιώνει την ύπαρξη του στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Γράφει [25] ο Βλαχογιάννης σε μελέτημά του για το «πολυφημισμένο κρυφό σχολειό», όπως το αποκαλεί:

«... Στην περίοδο αυτή (16ος αιώνας)... τοποθετήθηκε ο μύθος για το "κρυφό σχολειό". Ότι πρόκειται για μύθο αποδεικνύεται βασικά από το γεγονός ότι δεν υπάρχει καμία ιστορική μαρτυρία που να βεβαιώνει την ύπαρξη "κρυφού σχολειού". Ανάμεσα σε όσες διατριβές έτυχε να διαβάσω... δεν είδα καμία ιστορική μαρτυρία που να βεβαιώνει την ύπαρξη κρυφού σχολειού {...} μέσα στον αμέτρητο σωρό ανέκδοτου υλικού για της σκλαβιάς τα σχολειά που έχω συναγμένο, δεν απάντησα τίποτε που να κάνει λόγο για το σχολειό {...} Έρχεται λοιπόν η απορία πρώτα, πώς του κρυφού σχολειού τα μαθητούδια, που νύχτα πηγαίνανε στο σχολειό {...} κι αυτό θα βρισκόταν έξω από το χωριό, λοιπόν σε μοναστήρι είτε σε ρημοκλήσι, πώς τ' ανήσυχα παιδιά, όλο φωνές και γέλια και τραγούδια στο δρόμο τους θα ξέφευγαν την προσοχή των Τούρκων {...} αλλά νύχτα στην ερημιά ήτανε και λύκοι {...} Τάχα τα παιδιά παίρνανε στο δρόμο τους κανένα φύλακα μισθωτό του χωριού {...} Όλο αυτό το φανταχτερό και κούφιο και χωρίς θεμέλιο κτίσμα πέφτει σε μια στιγμή σωρός μ' ένα λόγο μοναχά. Ποτέ ο Τούρκος ο αγράμματος δεν μπόδισε το χριστιανό γράμματα να μαθαίνει {...}..».

Ο Βλαχογιάννης θα επανέλθει στο «κρυφό σχολειό» στην ημιτελή βιογραφία του Γεωργίου Καραϊσκάκη όπου αναλύοντας το στιχούργημα: «Φεγγαράκι μου λαμπρό / φέγγε μου να περπατώ / να πηγαίνω στο σκολειό / να μαθαίνω γράμματα / του Θεού τα πράματα», γράφει:

«...Σ' όσα χωριά το μοναστήρι ήταν πάρα πολύ μακρυά έπρεπε το παιδί να κινήση συντροφιά μ' άλλα, αξημέρωτα και να τραβάη ανάμεσα σ' άγριο λόγγο για το μοναστήρι. Το περίφημο παιδικό τραγούδι εκεί έχει την εφαρμογή του. Το αθώο αυτό νανούρισμα οι ρητοροδασκάλοι το κολλήσανε στο ανύπαρχτο “κρυφό σχολειό". Κρυφό σχολειό πουθενά δε στάθηκε σέ χωριά ἤ σε χώρες. Οι Τούρκοι ποτέ δεν απαγόρεψαν τα σκολειά. Θα τ' απαγορεύαν αν ήτανε κρυφά, σε χώρες βέβαια, όπου ζούσανε μαζί με Χριστιανούς και Τούρκοι»

Ήταν κίναιδος ο Βλαχογιάννης?

Μαρτυρίες ανθρώπων που τον γνώρισαν υπαινίσσονται, συγκεκαλυμμένα, ότι ο Βλαχογιάννης ήταν κίναιδος. Η αρχή έγινε περί τα έτη 1919 ή 1920, όταν ο Βλαχογιάννης συμμετείχε στη συντακτική επιτροπή του λογοτεχνικού περιοδικού «Οι νέοι». Τότε στο περιοδικό «Ντουμάς» δημοσιεύτηκε, μάλλον από τον Παύλο Νιρβάνα, ένα περιπαικτικό επίγραμμα, που άρχιζε «Μέσα στα Αρχεία σκονίζεις και σκονίζεσαι / μπαίνεις στων Νέων τις revues / δροσίζεις και δροσίζεσαι», το οποίο υπέγραφε ο «Απόκαυκος». Σε έξαλλη κατάσταση ο Βλαχογιάννης πήγε στις εγκαταστάσεις του περιοδικού φωνάζοντας: «..τον καύκο της αδερφής σου, και τον απόκαυκο της μάνας σου, θεομπαίχτη!», επιδιώκοντας να ξυλοφορτώσει το Νιρβάνα που εμπνεύστηκε το επίγραμμα. Ακολούθησε έντονος διαπληκτισμός, άγνωστο αν υπήρξε χειροδικία, όμως ο καυγάς λίγο έλειψε να κοστίσει στον Βλαχογιάννη τη θέση του ως Διευθυντή των Αρχείων του Κράτους. Περίπου μια δεκαετία αργότερα ήταν ο Μιλτιάδης Μαλακάσης [26] που δημοσίευσε [27] ένα αφήγημα, συγκεκριμένα λίγες ημέρες μετά την Πρωτοχρονιά του 1931. Στο δημοσίευμα αυτό αναφέρεται [28] ο Σαράντος Καργάκος, ο οποίος επικαλούμενος τον Μαλακάση, γράφει κι αυτός με τη σειρά του ότι ο Βλαχογιάννης ήταν άνθρωπος «...κολασίμων παθών».

Υπήρξε υποστηρικτής του Χίτλερ?

Προσπαθώντας να αποδομήσει τον Βλαχογιάννη πολιτικά και ιδεολογικά, ο μαρξιστής ιστορικός και πρώην γραμματέας του Σ.Ε.Κ.Ε., ο Γιάννης Κορδάτος, γράφει [29] ότι υπήρξε υπέρμαχος της πολιτικής του Αδόλφου Χίτλερ και πως μισούσε (!) το λαό:

 «... Av και προερχόταν από πάμπτωχη οικογένεια, μισούσε το λαό. Το εργατικό κίνημα της χώρας µας το έβλεπε σαν εργοδότης. Έβριζε όταν γίνονταν απεργίες και φώναζε στου Ζαχαράτου πως χρειάζεται βούρδουλας και κρεμάλα. Κι όταν πάλι ο Χίτλερ κήρυξε τον πόλεμο, έτριβε τα χέρια τou από χαρά. Tov άκουσα μέσα στο βιβλιοπωλείο του Ζαχαρόπουλου να λέει πως «ο Θεός έστειλε τον Φύρερ για να καθαρίσει την Ευρώπη από τη δημοκρατία και το μίασμα του κομμουνισμού....».

Ελληνική εθνεγερσία 1821

Ο Βλαχογιάννης ασχολήθηκε διεξοδικά με την Εθνεγερσία του 1821 και την εδραίωσε στη συλλογική μνήμη. Το 1893, κατά την εκποίηση των αρχείων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στα οποία περιλαμβάνονταν Αρχεία του Αγώνος, το τμήμα τους που δεν είχε αποσπαστεί και μεταφερθεί στη Βουλή των Ελλήνων το 1855, έσωσε ένα μέρος τους και συμπληρώνοντάς το με άλλο υλικό που είχε συγκεντρώσει, οδήγησε στην ίδρυση μιας κρατικής αρχειακής υπηρεσίας που έβαλε τέλος στην αμέλεια, πιθανότητα και στην αδιαφορία, για την τύχη των αρχείων, λόγος για τον οποίο του έχουν, κατά καιρούς, αποδοθεί προσωνυμίες όπως αυτές του «ένδοξου ρακοσυλλέκτη» και του «μύστη της εθνικής ιστορίας». Με την οικονομική συνεισφορά διάφορων, κυρίως όμως του Αντωνίου Μπενάκη, συγκέντρωσε τεράστιο αρχείο εγγράφων της Επαναστατικής περιόδου επεκτείνοντας γι' αυτό το λόγο τις έρευνές του και στο εξωτερικό. Κατηγορήθηκε, δικαίως, ότι εξαφάνισε τα χειρόγραφα του στρατηγού Μακρυγιάννη, αυτός που τα δημοσίευσε το 1907, έτσι ώστε σήμερα κανείς γνωρίζει τι ακριβώς έγραψε ο γνωστός για τη φιλαργυρία του που έφτανε ως την τοκογλυφία και παράλληλα συστηματικός κακοποιητής της συζύγου του την οποία ξυλοφόρτωνε σε κάθε ευκαιρία, αγωνιστής του Ελληνικού Εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Από την έκδοση του Χιακού Αρχείου περίσσεψαν 250.000 δραχμές τις οποίες του χάρισε ο Αντώνης Ε. Μπενάκη. Ολόκληρο το ποσό το διάθεσε τα χρόνια που ακολούθησαν σε αγορές ιστορικές.

Μεταθανάτιες τιμές

Τη μνήμη των δέκα ετών από τον θάνατο του εόρτασε σε ειδική τελετή που διοργανώθηκε η Ακαδημία Αθηνών. Την Κυριακή 21 Αυγούστου του 1955 η πόλη της Ναυπάκτου τίμησε, επίσης, τα δεκάχρονα της μνήμης του Ιωάννη Βλαχογιάννη. Η τελετή άρχισε με θρησκευτικό μνημόσυνο και ακολούθως μίλησε ό ακαδημαϊκός Γεώργιος Άθανασιάδης-Νόβας. Μετά το πέρας της ομιλίας αποκαλύφθηκε πλάκα που εντοιχίστηκε στο σπίτι που γεννήθηκε ο τιμώμενος νεκρός. Στην αναμνηστική πλάκα είναι χαραγμένη η φράση: «Στο σπίτι αυτό γεννήθηκε ο μεγάλος μας λογογράφος Γιάννης Βλαχογιάννης, του Σουλιού και του εικοσιένα Ιστορικός τραγουδιστής». Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο εθνικιστής ακαδημαϊκός Σπύρος Μελάς ανέλυσε, σε ομιλία του, το λογοτεχνικό έργο του Βλαχογιάννη ενώ νεαρά κορίτσια διάβασαν αποσπάσματα από τα «Μεγάλα χρόνια» και ο Γεώργιος Άθανασιάδης-Νόβας απάγγειλε το ποίημά του «Τα δεκάχρονα του Βλαχογιάννη στον Έπαχτο». Το όνομά του δόθηκε από τις 17 Μαρτίου 2001, στο 2ο Δημοτικού Σχολείου Ναυπάκτου, το οποίο έκτοτε ονομάζεται «2ο Δημοτικό Σχολείου Ναυπάκτου-Γιάννης Βλαχογιάννης-Επαχτίτης» [30].

Αρχείο Βλαχογιάννη

Ο Βλαχογιάννης επιδόθηκε με ιερό φανατισμό στην αναζήτηση παλιών κειμένων, άγνωστων χειρογράφων, ημερολογίων και απομνημονευμάτων αγωνιστών της Εθνεγερσίας του 1821 που φώτιζαν σκοτεινές ή αμφισβητούμενες περιόδους της. Διέθεσε εξ ιδίων εκατόν σαράντα λίρες για το ταξίδι του στην Αγγλία με σκοπό να μελετήσει την αλληλογραφία του στρατηγού Τζωρτζ, εξήντα χιλιάδες δραχμές διατέθηκαν στους κληρονόμους του γνωστού ιστοριοδίφη Περικλή Ζερλέντη για την αγορά της συλλογής του ενώ με δικά του χρήματα αγόρασε το αρχείο του υπαρχηγού του τακτικού στρατού Σωνιέρου και τα πολυτιμότατα χειρόγραφα του αγωνιστή Νικόλαου Κασομούλη. Το σύνολο των ευρημάτων του αποτέλεσε το «Αρχείο Βλαχογιάννη», που το δώρισε πεθαίνοντας στο Ελληνικό Κράτος, και αποτελεί σήμερα τμήμα των ιστορικών αρχείων της Ακαδημίας Αθηνών. Στο υλικό που κατάφερε να συλλέξει για τον Γεώργιο Καραϊσκάκη – και περιλαμβάνεται στον έκτο και τελευταίο κατάλογο της Συλλογής Βλαχογιάννη στα Γενικά Αρχεία του Κράτους – φυλάσσονται 18 ογκώδεις φάκελοι και χιλιάδες αντίγραφα ιστορικών εγγράφων, δελτία και αποκόμματα εντύπων τοποθετημένα μέσα σε 12 μεγάλα μεταλλικά κιβώτια.

Εξωτερικές συνδέσεις

Παραπομπές

  1. [Σε ανέκδοτο γράμμα σταλμένο στον Βλαχογιάννη από τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο, γραμμένο στο Μόναχο στις 13 Νοεμβρίου του 1909, διαβάζουμε: «...Το μοναχό που μας χωρίζει είναι οι διαφορετικές πολιτικές ιδέες. Συ είσαι εθνικιστής και εγώ σοσιαλιστής....».]
  2. [Η Βετολίτσα ή Βετολίστα ή Ρωμηά, η σημερινή Τερψιθέα, είναι ορεινό χωριό της πρώην επαρχίας Ναυπακτίας του Νομού Αιτωλοακαρνανίας. Είναι κτισμένη στους πρόποδες του όρους Ομάλια ή Κερασοβούνι ή Τρίκοβο. Ανήκει στο βόρειο τμήμα της Ναυπακτίας και μαζί με τα άλλα χωριά της περιοχής αποτελούσαν τα λεγόμενα Κράβαρα. Βορειότερα, σε κοντινή απόσταση, βρίσκονται τα χωριά Άνω και Κάτω Χώρα.]
  3. [Ιστοσελίδα Τερψιθέας Ναυπακτίας]
  4. [2ο Γυμνάσιο Πάτρας]
  5. [«...κινούμενος υπό εφέσεως εξακολουθήσεως των σπουδών μου....», έγραφε σε επιστολή προς τον θείο του Γ. Παπασουλιώτη.]
  6. [Πώς ο ιστιοριοδίφης Γιάννης Βλαχογιάννης εντόπισε και έσωσε πολύτιμα ιστορικά έγγραφα από τα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης ola-ta-kala.blogspot.com]
  7. [Σε ένα από τα τελευταία του άρθρα στην «Νέα Εστία» στις 15 Αυγούστου 1945, αναφέρει ότι στις πολύχρονες μελέτες του δεν βρήκε καμία ιστορική μαρτυρία, πού να θεμελιώνει την ύπαρξη τού «Κρυφού Σχολείου»]
  8. [Τμήμα του προλόγου του Ιωάννη Βλαχογιάννη στην έκδοση του 1945.]
  9. [Νόμος 380/1914, περί ιδρύσεως των Γενικών Αρχείων του Κράτους]
  10. [Γενικά αρχεία του Κράτους]
  11. [Διοικητική ιστορία των ΓΑΚ-Στιγμή Βλαχογιάννη]
  12. [ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ (ΓΙΑΝΝΟΣ ΕΠΑΧΤΙΤΗΣ) Ψηφιοποιημένα έργα του]
  13. [Βλαχογιάννης, Γιάννης anemi.lib.uoc.gr, Ψηφιοποιημένα έργα του Ιωάννη Βλαχογιάννη (pdf format)]
  14. [Τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, Το χειρόγραφο και η έκδοσή του]
  15. [Χιακόν αρχείον / - Βλαχογιάννης, Γιάννης (pdf format)]
  16. [Είχε στείλει δύο από τους τόμους δώρο στον Κωνσταντίνο Χωρέμη, γαμπρό της Πηνελόπης Δέλτα, σύζυγο της αδελφής της Αλεξάνδρας Davies.]
  17. [Το λογοτεχνικό έργο του Γιάννη Βλαχογιάννη-Επαχτίτη Μάριος Καζίκας, Διδακτορική διατριβή, ΕΚΠΑ, Αθήνα 2017.]
  18. [«Κλέφτες του Μοριά» Ολόκληρο του έργο (pdf format).]
  19. [Περιοδικό «Ελληνικά», τόμος 8ος, έτος 1935, σελίδες 365η κ.ε.]
  20. [Σωκράτης Κουγέας, άρθρο στο περιοδικό «Ελληνική Δημιουργία», τεύχος 50ο, 1η Μαρτίου 1950, σελίδες 329η-334η.]
  21. [Σωκράτης Κουγέας, περιοδικό «Ελληνικά», τόμος 8ος, έτος 1935, σελίδες 376η κ.ε.]
  22. [Γιάννης Βλαχογιάννης: 60 χρόνια από τον θάνατό του archive.enet.gr (ανακτήθηκε στις 24 Ιουνίου 2023, 17:58').]
  23. [Ιωάννης Βλαχογιάννης Άγγελος Ν. Παπακώστας, Περιοδικό «Νέα Εστία», τεύχος 515ο, Χριστούγεννα 1948, σελίδα 4η.]
  24. [Ιωάννης Βλαχογιάννης Άγγελος Ν. Παπακώστας, Περιοδικό «Νέα Εστία», τεύχος 515ο, Χριστούγεννα 1948, σελίδα 4η.]
  25. [Ιωάννης Βλαχογιάννης, περιοδικό «Νέα Εστία», 15 Ιουλίου 1945.]
  26. [Φιλολογικός καβγάς για μια γαλοπούλα sarantakos.wordpress.com]
  27. [Μιλτιάδης Μαλακάσης, Περιοδικό «Μπουκέτο», τεύχος 15ης Ιανουαρίου 1931.]
  28. [Σαράντος Καργάκος, «Αλαλία, ήτοι το σύγχρονο γλωσσικό µας πανόραμα», σελίδα 133η, εκδόσεις «Gutenberg», Αθήνα 2005.]
  29. [Γιάννης Κορδάτος, «Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας», τόμος Α', σελίδα 381η, εκδόσεις «Βιβλιοεκδοτική», Αθήνα 1962.]
  30. [Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου (Βλάχου): Βλαχογιάννης-Παπαδιαμάντης parembasis.gr]