Χρήστος Χρηστοβασίλης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Χρήστος Χρηστοβασίλης, επίθετο με το οποίο έγινε γνωστός ο Χρήστος Αναστασ. Ζιουλάτης, Έλληνας μοναρχικός εθνικιστής, ακατάβλητος εθνικός αγωνιστής, συγγραφέας και δημοσιογράφος, υποστηρικτής της δημοτικής γλώσσας, εκπρόσωπος της ηρωικής και βουκολικής λογοτεχνίας και σημαντική μορφή της λογοτεχνίας της Ηπείρου στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, διευθυντής των γραφείων της εθνικής εταιρείας «Ελληνισμός», εκδότης της εφημερίδος «Ελευθερία» στα Ιωάννινα και πολιτικός που εκλέχθηκε δύο φορές βουλευτής με το «Λαϊκό κόμμα», γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου 1862 στο ημιορεινό χωριό Σουλόπουλο ή Σούλι Χρηστοβασίλη στη δεξιά όχθη του ποταμού Καλαμά, της τότε επαρχίας Κουρέντων του νομού Ιωαννίνων, όταν η περιοχή ήταν ακόμη υπό οθωμανική κατοχή και απεβίωσε στις 04:00' το πρωί της Κυριακής 21 Φεβρουαρίου 1937, ανήμερα της επετείου της πτώσεως του Μπιζανίου, στο Ψυχικό Αττικής στην οικία της κόρης του Αικατερίνης (Τιτίνας) Μπακοπούλου, συζύγου του Αντιστράτηγου-εθνικού ήρωα Κωνσταντίνου Μπακόπουλου. Η νεκρώσιμη ακολουθία του τελέστηκε στις 16:00 το απόγευμα της ίδιας ημέρας και ενταφιάστηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.

Χρήστος Χρηστοβασίλης
Χρηστοβασίλης.jpeg
Γέννηση: 20 Ιουλίου 1862
Τόπος: Σουλόπουλο ή Σούλι Χρηστοβασίλη
Καλαμάς, Ιωάννινα
Σύζυγος: Σωσάννα Κωνστ. Παπασταύρου (α' γάμος)
Αλεξάνδρα Ιωαν. Γιώτη (β' γάμος)
Τέκνα: Μαριάνθη, υιός & κόρη (α' γάμος)
Γιάννος, Δάφνη, Αικατερίνη, Βασίλης, Πύρρος, Ανθούλα (β' γάμος)
Υπηκοότητα: Τουρκική, Ελληνική
Ασχολία: Συγγραφέας, δημοσιογράφος, πολιτικός
Θάνατος: 21 Φεβρουαρίου 1937
Τόπος: Ψυχικό, Αττική (Ελλάδα)

Την 1η Ιανουαρίου του 1882 αρραβωνιάστηκε με την Σωσάννα, κόρη του φαρμακοποιού Κωνσταντίνου Παπασταύρου την οποία παντρεύτηκε το απόγευμα της Κυριακής 25 Απριλίου του ίδιου έτους στην γενέτειρα του. Την 1η προς 2α Μαΐου του 1885 γεννήθηκε η κόρη του Μαριάνθη, μετέπειτα σύζυγος Δημοσθένη Πράσου, και τα επόμενα χρόνια απέκτησε μια ακόμη κόρη κι ένα αγόρι, των οποίων δεν είναι γνωστά άλλα στοιχεία, που απεβίωσαν στα πρώτα παιδικά τους χρόνια. Στις αρχές του 1896 ο Χρηστοβασίλης παντρεύτηκε με την 22χρονη Αλεξάνδρα, μία από τις ορφανές κόρες του Εθνικού ήρωα Λοχαγού Ιωάννη Γιώτη από το Καρπενήσι, με την οποία απέκτησε τον Γιάννο, που γεννήθηκε στο Καρπενήσι στις 16 Νοεμβρίου 1896, την Δάφνη, που γεννήθηκε στις 16 Μαρτίου 1900, τον Αναστάση, που γεννήθηκε το 1899 όμως πέθανε σε βρεφική ηλικία, την Αικατερίνη, που γεννήθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1902, τον Βασίλη, που γεννήθηκε στις 28 Ιουλίου 1904, τον Πύρρο, που γεννήθηκε το 1907 και πέθανε στις 3 Δεκεμβρίου 1910, και την Ανθούλα, που γεννήθηκε στις 26 Ιουλίου 1909.

Βιογραφία

Η καταγωγή της οικογένειας Ζιουλάτη ήταν από το χωριό Ζιουλάτες της επαρχίας Κουρλουβέσι της Βορείου Ηπείρου. Ένα μέρος της οικογένειας Ζιουλάτη υποχρεώθηκε να εξισλαμιστεί και τα υπόλοιπα μέλη της φάρας των Ζιουλαταίων εγκατέλειψαν την περιοχή της Βορείου Ηπείρου και εγκαταστάθηκαν στο χωριό Σκλιάβι της Παραμυθιάς. Στα μέσα του 18ου αιώνα οι κάτοικοι των Κουρεντοχωριών υφίσταντο ασφυκτική πίεση προκειμένου να εξισλαμιστούν κι έτσι σύντομα πολλά μέλη της οικογένειας εγκατέλειψαν το Σκλιάβι και κατέφυγαν, άλλοι στην Πάργα και άλλοι στην περιοχή των χωριών του Σουλίου.

Πρόγονοι

Το 1766 ο καπετάνιος Φώτος Ζιουλάτης, με περίπου πενήντα άνδρες της οικογένειας που τον ακολουθούσαν, ύστερα από σχετική προτροπή του Κοσμά Αιτωλού, κατόρθωσε να απαλλάξει την περιοχή από τους Οθωμανούς που υποχρέωναν τους κατοίκους να αλλάξουν την πίστη τους. Οι ντόπιοι φοβούμενοι ότι οι Οθωμανοί θα επανέλθουν ζήτησαν από τον Ζιουλάτη να εγκατασταθεί μόνιμα στην περιοχή και για να τον δελεάσουν του πρόσφεραν 3.000 στρέμματα γης, δεξιά κι αριστερά του ποταμού Καλαμά, περισσότερα από χίλια γιδοπρόβατα, πολλά γελάδια και άλογα. Ο Ζιουλάτης, μετά την εγκατάσταση του στην περιοχή, έκτισε πύργο στην αριστερή όχθη του Καλαμά όμως σύντομα τον εγκατέλειψε, καθώς οι Οθωμανοί είχαν εύκολη πρόσβαση λόγω της γειτνιάσεως του με τον δρόμο Ιωαννίνων-Φιλιατών κι ανήγειρε άλλον στη δεξιά όχθη. Εκεί, σταδιακά και με την εγκατάσταση και άλλων που καταδιώκονταν από τους Οθωμανούς Τούρκους, δημιουργήθηκε το χωριό Σουλόπουλο ή Σούλι Χρηστοβασίλη, όπως ονομάστηκε αργότερα. Είναι άγνωστο ποια ακριβώς χρονική περίοδο άλλαξε το επίθετο Ζιουλάτης και έγινε, αρχικά, Βασιλείου. Κατά το Χρηστοβασίλη, εγκαταλείφθηκε μετά από κάποια μάχη με τους Τούρκους:

«Ο Φώτος το θεώρησε ντροπή του κι' αναντρεία ν' αποσυρθή και να γλυτώση κι έπεσε μαζή με τα παιδιά του, τ' ανήψια του και τα ξαδέρφια του ως τον ένα. Σ' αυτήν την μάχη σκοτώθηκε κι ο λιονταρόκαρδος γυιός του Βασίλης, πατέρας του Χρήστου, του πρώτου Χρηστο-Βασίλη, γιατί από τον Χρήστο και δώθε παύει τ' όνομα των Ζιουλαταίων και μπορεί να πη κανείς ότι θάφτηκε κι' αυτό μαζύ με κείνους που τώφερναν τόσο περήφανα στην μάχη της Κότσκας».

Οικογένεια Χρηστοβασίλη

Ο Φώτος από το γάμο του απέκτησε δύο παιδιά το Βασίλη και τη Δάφνη. Ο Βασίλης από το δικό του γάμο απέκτησε τέσσερα παιδιά το Γιώτη, το Φώτο, το Χρήστο και τη Δάφνη. Με το γάμο του ο Χρήστος απέκτησε τρία αγόρια: Το Σπυράκη, τον Αναστάση και το Θανάση. Ο Αναστάσης είχε γιο το Χρήστο Χρηστοβασίλη, ενώ τα άλλα δύο αδέρφια του Αναστάση δεν απέκτησαν απογόνους. Παππούς του συγγραφέα ήταν ο Χρήστος Ζουλιάτης ή Βασιλείου. Το επίθετο του Χρήστου, παππού του συγγραφέα, όταν εγκαταλείφθηκε το Ζιουλάτης, μετατράπηκε σε Χρήστος (γιος του) Βασιλείου. Ο Σπυράκης και ο Αναστάσης, πατέρας του συγγραφέα, εμφανίζονται να χρησιμοποιούν το επίθετο Βασιλείου ή και Βασιλειάδης. Πατέρας του Χρήστου Βασιλείου ή Βασιλειάδη ήταν ο Αναστάσης Ζουλιάτης, ο οποίος πέθανε το 1892 ή το 1893, και μητέρα του ήταν η Κατερίνα Θοδωρή Οικονόμου του γένος Ντάβανου με καταγωγή από το χωριό Ραβενή Φιλιατών, των οποίων ήταν ο μόνος γιος ενώ είχε μια μεγαλύτερη αδελφή, τη Δάφνη.

Σπουδές

Ο Χρήστος Ζουλιάτης, ή Βασιλείου ή Βασιλειάδης, διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στη γενέτειρα του [1] από τον Παπα-Αντριά, που είχε προσλάβει η μητέρα του δάσκαλο των παιδιών στο χωριό και πλήρωνε τους μισθούς του, ο οποίος του δίδαξε ανάγνωση από τα βιβλία της Εκκλησίας (Πινακίδια, Οχταήχι, Ψαλτήρι) και γραφή. Στη συνέχεια φοίτησε στο αλληλοδιδακτικό σχολείο στη Ζίτσα, το οποίο εγκατέλειψε λόγω της βαναυσότητος του δασκάλου του, ύστερα στην Κρετσούνιστα και μετά στην Ξάνθη κοντά στον αδελφό του πατέρα του, τον Σπυράκη Βασιλείου, ο οποίος τότε ήταν διευθυντής του Μονοπωλίου των Καπνών και ενοικιαστής της δέκατης στο τουρκικό δημόσιο. Στην Ξάνθη ο Χρήστος τελείωσε το Σχολαρχείο, όμως δεν υπήρχε Γυμνάσιο προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του, ο θείος του τον έστειλε στο σπίτι του, στην Σμύρνη της Μικράς Ασίας, όπου φοίτησε στην Ευαγγελική Σχολή της πόλεως. Το 1875 οι Τουρκικές αρχές τον συνέλαβαν ως όμηρο, κατά τον Μιχαήλ Περάνθη λόγω της πατριωτικής του ζωηρότητος, μαζί με άλλους συμμαθητές τους και τον έγραψαν ως μαθητή στο Αυτοκρατορικό Λύκειο της Κωνσταντινουπόλεως, όπου φοίτησε ως υπότροφος, και μεταξύ των καθηγητών του ήταν ο Ι. Καρολίδης.

Εθνική δράση

Τον Απρίλιο του 1877 κηρύχθηκε ο Ρωσο-Τουρικός πόλεμος και σχεδόν ταυτόχρονα ξέσπασαν τοπικές επαναστάσεις στην Μακεδονία, τη Θεσσαλία και στην Ήπειρο. Στο τέλος αυτού του έτους ο Χρήστος κατάφερε να δραπετεύσει από το Αυτοκρατορικό Λύκειο, ντυμένος τη στολή Τούρκου Ανθυπολοχαγού, και στη συνέχεια να διαφύγει από την Κωνσταντινούπολη με προορισμό την Αθήνα όπου έφτασε τον Ιανουάριο του 1878.

Επαναστατική δράση /Θανατικές καταδίκες /Εξορίες

Ύστερα από την διαφυγή του από την Κωνσταντινούπολη ο Χρήστος Ζιουλάτης ή Βασιλείου ή Βασιλειάδης, ενεπλάκη σε επαναστατικά κινήματα στην υπόδουλη Ελλάδα, συμμετοχή εξ αιτίας της οποίας δικάστηκε και τρεις φορές καταδικάστηκε στην ποινή του θανάτου ενώ εξορίστηκε για την δράση του.

Εξέγερση στο Λυκούρσι

Σύντομα ο Χρήστος πέρασε στην Κέρκυρα. Στο νησί λειτουργούσε κέντρο εκπαιδεύσεως όπου είχαν συγκεντρωθεί εξακόσιοι εθελοντές, μεταξύ τους με το βαθμό του λοχία ο τότε εικοσάχρονος Αλέξανδρος Κοντούλης, ο μετέπειτα στρατηγός του Ελληνικού στρατού. Οι εθελοντές με τους επικεφαλής τους πέρασαν στην περιοχή της Βορείου Ηπείρου και οχυρώθηκαν σε περιοχή στο χωριό Λυκούρσι κοντά στους Αγίους Σαράντα. Στη μάχη που ακολούθησε επικράτησαν οι υπέρτερες Τουρκικές δυνάμεις και οι Έλληνες εθελοντές αλλά και οι φιλέλληνες που τους βοηθούσαν διασκορπίστηκαν, ο Κοντούλης συνελήφθη αιχμάλωτος μεταφέρθηκε στα Ιωάννινα και διασώθηκε χάρη στην παρέμβαση της Αγγλικής πρεσβείας. Ο Χρήστος στην προσπάθεια του να διαφύγει και να περάσει τα σύνορα, ώστε να καταφύγει στην ελεύθερη Ελλάδα.

Στην προσπάθεια του αυτή συνελήφθη και ενώ οδηγούνταν στις φυλακές Ιωαννίνων κατόρθωσε να δραπετεύσει αφού σκότωσε με μαχαίρι τον φρουρό που τον συνόδευε και κατέφυγε στη γενέτειρα του ενώ στη συνέχεια εντάχθηκε σε σώμα ανταρτών στην περιοχή της Πίνδου όπου έμεινε για διάστημα ενός περίπου χρόνου. σε μια συμπλοκή με τους Τούρκους συνελήφθη και μεταφέρθηκε στα Ιωάννινα όπου φυλακίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο για επαναστατική δράση όμως, όπως γράφει ο ίδιος, σώθηκε με την μεσολάβηση του Γάλλου πρόξενου στην πόλη και οι αρχές αποφάσισαν την εξορία του στην Τρίπολη, στη σημερινή Λιβύη. Ο πατέρας του Αναστάσης δωροδόκησε Τούρκους αξιωματούχους και αντί για την Τρίπολη στην Αφρική μετέτρεψε το χαρτί της εξορίας του στην Τρίπολη της Πελοποννήσου κι ύστερα στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας. Ως συνέπεια της συμμετοχής του στην επανάσταση στο Λυκούρσι οι Τουρκικές αρχές απαγόρευσαν, αρχικά, την λειτουργία των ταμπακόμυλων της οικογένειας του και τους γκρέμισαν το 1881 όταν ξεκίνησε η λειτουργία της κρατικής Εταιρείας Μονοπωλίου.

Θεσσαλία

Τον Δεκέμβριο του 1879 ο Χρήστος εγκαταστάθηκε στην Θεσσαλία, κοντά στον Σπυράκη, τον αδελφό του πατέρα του ο οποίος βρέθηκε κυνηγημένος στην περιοχή, λόγω της χρηματικής του συνεισφοράς στην προσπάθεια αγοράς όπλων που προορίζονταν για χρήση από επαναστατικές ομάδες. Εκεί στην Θεσσαλία ο Σπυράκης Βασιλείου διορίστηκε Γενικός Διευθυντής κι επιστάτης στα κτήματα (στο τσιφλίκι) του Χρηστάκη Ζωγράφου και προσέλαβε κοντά του ως γραμματέα τον εικοσάχρονο ανιψιό του Χρήστο. Στις 20 Αυγούστου του 1881 οκτώ χιλιάδες στρατιώτες υπό την αρχιστρατηγία του Σκαρλάτου Σούτσου απελευθέρωσαν τα Τρίκαλα και ο Χρηστοβασίλης που ήταν παρών στο πλευρό του Σούτσου απήγγειλε το ποίημα του «Στ' Αδέρφια μας», γραμμένο για την απελευθέρωση της Θεσσαλίας, ποίημα που τυπώθηκε σε φυλλάδια και μοιράστηκε στους Έλληνες όλης της Θεσσαλίας. Ο Χρήστος στη Θεσσαλία, ως τότε, χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Χρήστος Αναστασίου Σουλιώτης, και εκείνη την ημέρα μεταχειρίσθηκε, πρώτη φορά, το επίθετο Χρηστοβασίλης [2] μαζί με το προσδιοριστικό εθνικό Σουλιώτης. Η επιλογή του επιθέτου αυτού του παρείχε το πλεονέκτημα να μην μπορεί κανείς να τον συσχετίσει με τη δράση του στην επανάσταση του Λυκουρσίου και με τον πατέρα του Αναστάση Βασιλείου, ο οποίος έμενε στην τουρκοκρατούμενη Ήπειρο και κινδύνευε άμεσα απ' τον αντίκτυπο των δικών του δραστηριοτήτων.

Στα Τρίκαλα ο Χρήστος εξασφάλισε την εύνοια του πασά της περιοχής και καθώς ομιλούσε Γαλλικά και Αγγλικά ο πασάς τον χρησιμοποιούσε ως μεταφραστή στις επισκέψεις ξένων περιηγητών που έφταναν ως εκεί για να επισκεφθούν τα Μετέωρα και τον Όλυμπο ενώ είχε αναλάβει και την διεύθυνση ενός μεγάλου αγροκτήματος της οικογένειας Ζωγράφου στην περιοχή του χωριού του Μεσδάνη, μια ώρα απόσταση από την πόλη. Στις 27 Απριλίου του 1882 ενώ είχε επιστρέψει για το γάμο του στη γενέτειρα του συνελήφθη από τους Τούρκους για το περιεχόμενο του ποιήματος που εκφώνησε στα Τρίκαλα και κρατήθηκε στις φυλακές στα Ιωάννινα, όπου καταδικάστηκε σε θάνατο. Εκεί κατέφτασαν ο ο πατέρας του Αναστάσης και ο πεθερός του Κωνσταντίνος Παπασταύρου οι οποίο αρχικά εγγυήθηκαν ότι θα τον παρουσιάσουν οι ίδιοι όταν τον αναζητήσουν οι αρχές και στη συνέχεια φρόντισαν να δραπετεύσει αφού δωροδόκησαν με εκατό λίρες στον Ταγματάρχη Αλάιμπεη, έναν Τουρκαλβανό αξιωματούχο. Το Σάββατο το πρωί 5 Μαΐου του 1882 ο Χρηστοβασίλης, μεταμφιεσμένος και με κάπα βοσκού, δραπέτευσε και μετά από πορεία έξι ωρών πέρασε τα σύνορα προς την ελεύθερη Θεσσαλία.

Μακεδονικός αγώνας

Τον Μάιο του 1884, ενώ κατοικούσε και επιχειρούσε στα Τρίκαλα, ο Χρηστοβασίλης πληροφορήθηκε τη συγκρότηση ομάδων Βούλγαρων κομιτατζήδων που στέλνονταν στην Μακεδονία κι αποφάσισε να συγκροτήσει επαναστατικό σώμα για αντιπερισπασμό στις συμμορίες των κομιτατζήδων. Παράλληλα απευθύνθηκε σε επιφανείς κατοίκους της πόλεως τους οποίους έπεισε να ορκιστούν ότι θα αγωνιστούν για την υπόθεση της Μακεδονίας προκαλώντας με την πρωτοβουλία του την αντίδραση του Κατσικάτη, τότε Νομάρχη Τρικάλων, ο οποίος του έκανε σφοδρές παρατηρήσεις για να αφήσει ήσυχη (!) την Μακεδονία και τον κάλεσε να μην εμπλέξει το Ελληνικό κράτος σε διαμάχη με τους Τούρκους. Αντιδρώντας στην τοποθέτηση του Νομάρχη Τρικάλων ο Χρηστοβασίλης δημοσίευσε άρθρο στην εφημερίδα «Ακρόπολις» του Βλάση Γαβριηλίδη στο οποίο κατάγγειλε την στάση του Νομάρχη που διέψευδε την παρουσία και την δράση Βούλγαρων κομιτατζήδων στη Μακεδονία. Στο τέλος του άρθρου κατέληγε:

«...Τα εν Μακεδονία, επί βλάβη του Ελληνισμού συμβαίνοντα πρέπει να λάβη υπ' όψιν του ο του Πανελληνίου Κυβερνήτης ο Βασιλεύς Γεώργιος. Άλλως ας παύση να φέρη τον τίτλον Βασιλεύς των Ελλήνων».

Το άρθρο αυτό έγινε αφορμή να μηνυθεί από τον Νομάρχη ο οποίος κατέθεσε μηνυτήρια αναφορά σε βάρος του και η υπόθεση οδηγήθηκε στην Δικαιοσύνη από την οποία ο Χρηστοβασίλης αθωώθηκε παμψηφεί τον Ιούνιο του 1885 αν και δικάστηκε ερήμην.

Αθήνα /Δημοσιογραφία

Την 1η Μαΐου του 1885 ο Χρηστοβασίλης αποχώρησε από την διεύθυνση των κτημάτων της οικογένειας Ζωγράφου στη Θεσσαλία και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα καθώς αποφάσισε να ασχοληθεί επαγγελματικά με την δημοσιογραφία. Στην πρωτεύουσα εργάστηκε στις εφημερίδες «Εφημερίς» του Δημητρίου Κορόμηλά και «Ακρόπολις» του Βλάση Γαβριηλίδη. Δημοσίευσε, επίσης, λαογραφικό υλικό σε φιλολογικά περιοδικά και στις 22 Σεπτεμβρίου του 1885 δημοσίευσε μια σειρά λαογραφικών παραδόσεων και θρύλων της Ηπείρου στη δημοτική, στην επιθεώρηση «Εβδομάς» του Δημητρίου Καμπούρογλου. Αργότερα σε ένα ανέκδοτο άρθρο με τίτλο «Μαλλιαροί και Γεγανωμένοι», γράφει:

«...Στα 1885, όταν δεν είχε βγή ακόμα στην σκηνή ο Ψυχάρης, ο Δημ. Καμπούρογλου, ο Καρκαβίτσας κι εγώ, χωρίς καμμιά προσυνεννόηση αρχίσαμε να γράφωμε πεζόν λόγον δημοτικά. Στα 1887, τρία χρόνια αργότερα φανίστηκε ο Ψυχάρης με το "Ταξείδι" του σα μπόμπα βαρυού κανονιού κι άρχισε την εκστρατεία του κατά των Δασκάλων..».

Τον Οκτώβριο του 1885 -μετά την αιφνίδια, απροσδόκητη και καθ' όλα πραξικοπηματική προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας από την Βουλγαρία- στην Ελλάδα κηρύχθηκε γενική επιστράτευση και ο Χρηστοβασίλης κατατάχθηκε, στις 5 Οκτωβρίου του 1885, με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού. Απολύθηκε στις 12 Μαΐου του 1886 μετά από επτάμηνη υπηρεσία στην πόλη της Άρτας. Επιστρέφοντας στην Αθήνα αποδέχθηκε πρόταση που του έγινε από τον Γαβριηλίδη να μεταβεί ως ανταποκριτής της εφημερίδος του στο Βόλο. Τον Μάιο και τον Ιούλιο του 1899 πέθαναν ο γιος και η μία κόρη του από τον γάμο του με την Σωσάννα και τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου συμμετείχε σε λογοτεχνικό διαγωνισμό της Ακροπόλεως όπου τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο για το διήγημα «Η καλύτερή μου αρχιχρονιά» [3] γεγονός που στάθηκε καθοριστικό στην ολοκληρωτική στροφή του στη λογοτεχνία.

Στις 13 ή σύμφωνα με άλλη πηγή στις 15 Αυγούστου του 1890 πέθανε η σύζυγος του Σωσάννα και ο Χρηστοβασίλης εμπιστεύθηκε την πεντάχρονη κόρη του, τη Μαριάνθη, στην φροντίδα της μητέρας και του πατέρα του στο Σούλι Χρηστοβασίλη. Ο ίδιος μετέβαινε συχνά στο χωριό προκειμένου να βλέπει την Μαριάνθη, πάντοτε με κίνδυνο της ζωής του καθώς ήταν καταδιακσμένος σε θάνατο από τις Τουρκικές αρχές. Τον Μάιο του 1893 ο Χρηστοβασίλης πρωτοστάτησε στη δημιουργία Συλλόγου Ηπειρωτών στα Τρίκαλα και αναδείχθηκε Αντιπρόεδρος του ενώ σύμφωνα με έγγραφα του ίδιου έτους φαίνεται πως εργάζονταν ως υπάλληλος του Δημοσίου [4] καθώς σε Τουρκικό έγγραφο, τον Μάιο του 1893, αναφέρεται ως Δημόσιος Ερμηνεύς ενώ τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου σε Ελληνικό έγγραφο αναφέρεται ότι μετατέθηκε από το Πρωτοδικείο Τρικάλων στο αντίστοιχο του Βόλου. Στα Τρίκαλα στη διάρκεια ενός γεύματος, στο τέλος του 1893 ή στις αρχές του 1894, γνώρισε την δεύτερη σύζυγο του, την Αλεξάνδρα Γιώτη, που είχε καταγωγή από το Καρπενήσι της Ευρυτανίας.

Διεθνείς αποστολές

Το 1895 ο Χρηστοβασίλης αποδέχθηκε πρόταση του Γαβριηλίδη και ανέλαβε εθνικές δημοσιογραφικές αποστολές στην Κωνσταντινούπολη, στην Σερβία, στη Μακεδονία, στη Βουλγαρία και την Ρουμανία, ενώ το Πάσχα εκείνου του έτους επισκέφθηκε το Άγιο Όρος όπου παρέμεινε επί είκοσι ημέρες και συναντήθηκε στον Μυλοπόταμο με τον εκεί διαμένοντα εξόριστο Πατριάρχη Ιωακείμ Γ' ο οποίος τον βοήθησε στα ταξίδια του μέσω την κατά τόπους γνωριμιών του. Πιθανότατα η δημοσιογραφική ιδιότητα του αποτελούσε το προκάλυμμα για ευρύτερη εθνική δράση, καθώς αν και είναι απολύτως βέβαιη η παρουσία του στις περιοχές και χώρες που προαναφέρθηκαν εν τούτοις είναι ελάχιστες οι επώνυμες ανταποκρίσεις του που δημοσιεύθηκαν. Στις 18 Σεπτεμβρίου αναδείχθηκε Εταίρος της «Εν Αθήναις Φιλανθρωπικής των Ηπειρωτών Αδελφότητος» και στις 30 Σεπτεμβρίου βρίσκονταν στο Βελιγράδι. Στις 17 Οκτωβρίου στην Κωνσταντινούπολη πήρε συνέντευξη, η οποία δημοσιεύθηκε στην Ακρόπολι, από τον Πατριάρχη των Αρμενίων Ισμιρλιάν ο οποίος αναφέρθηκε στις σφαγές των Αρμενίων στην Τουρκική επικράτεια.

Στο τέλος του Μαρτίου 1896 ο Χρηστοβασίλης αναχώρησε και στις 7 Απριλίου έφτασε στην Οδησσό προκειμένου να καλύψει δημοσιογραφικά την στέψη του Τσάρου Νικολάου Β' της Ρωσίας. η οποία έγινε στις 14 Μαΐου. Στη διάρκεια της παραμονής του εκεί, ήταν ο μόνος Έλληνας ανταποκριτής σε σύνολο οκτακοσίων ξέων δημοσιογράφων, απέστειλε ανταποκρίσεις στην εφημερίδα του και επιστολές σε φίλους του στην Ελλάδα ενώ σε εφημερίδα της Οδησσού δημοσίευσε το ποίημα του «Φτωχογηρατειά» αφιερωμένο στον Γρηγόριο Μαρασλή. Κατέγραψε τις εντυπώσεις του από την στέψη που έγινε στην Μόσχα, την άφιξη του Ελληνικού Βασιλικού ζεύγους και επισκέφθηκε πολλές πόλεις της Ρωσίας ενώ φρόντισε την πιθανότητα του να πολιτογραφηθεί Ρώσος υπήκοος. Το 1896 έγινε μέλος στην εταιρεία «Ελληνισμός» που ίδρυσε ο εθνικιστής Νεοκλής Καζάζης. Ως πολεμιστής δημοσιογράφος, απεσταλμένος της εφημερίδος «Ακρόπολις», και ως Ηπειρώτης συμμετείχε στον Ελληνο-Τουρκικό άτυχο πόλεμο του 1897. Στο τέλος του 1897 ταξίδεψε στην Βιέννη και τον επόμενο χρόνο στην Αίγυπτο ενώ το Φθινόπωρο του 1898 ταξίδεψε δημοσιογραφικά και παρέμεινε επί τρείς μήνες στην Παλαιστίνη, συνοδεύοντας τον Γερμανό Αυτοκράτορα Γουλιέλμο. Στο δρόμο της επιστροφής του στην Ελλάδα πέρασε από την Κύπρο, τα νησιά της Ρόδου και της Σάμου ενώ επισκέφθηκε και την Σμύρνη απ' όπου έστειλε επιστολή διαμαρτυρίας, στον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Ζαΐμη, για τη συμπεριφορά του Έλληνα προξένου στην πόλη.

Πολιτική δράση

Το 1899 ο Χρηστοβασίλης παραιτήθηκε από τη θέση του στην εφημερίδα «Ακρόπολις» του Γαβριηλίδη και ανέλαβε καθήκοντα Γενικού Διευθυντή των γραφείων της εταιρείας «Ελληνισμός» στην οποία είχε ενταχθεί ως απλό μέλος το 1896. Μετά από συμφωνία με τον Καζάζη ανάλεβε τη διεύθυνση του ομώνυμου περιοδικού στο οποίο δημοσίευσε πραγματείες επώνυμα ή με το ψευδώνυμο «Ζευς Δωδωναίος». Μια από τις πραγματείες αυτές με τίτλο:

  • «Εθνικά Άσματα 1453-1821», γραμμένο στην καθαρεύουσα, στάθηκε αφορμή της διαφωνίας του με το Νικόλαο Πολίτη.

Μικρά Ασία & Κωνσταντινούπολη

Το 1909 ήλθε σε σύγκρουση με κάποια μέλη της Εταιρείας και υπέβαλλε την παραίτηση του. Λίγο καιρό αργότερα έφυγε για τη Σμύρνη με σκοπό να αγοράσει από το Τουρκικό κράτος την πατρική του περιουσία που είχε περιέλθει σ' αυτό μετά τον θάνατο του θείας του, της συζύγου του θείου του Σπυράκη Βασιλείου ο οποίος είχε κληρονομήσει τον πατέρα του Χρήστου, τον Αναστάση. Μετά τον θάνατο του Αναστάση Βασιλείου το 1893, το χωριό Σούλι Χρηστοβασίλη περιήλθε στον αδελφό του Σπυράκη, καθώς ο Χρήστος Χρηστοβασίλης καταδικασμένος σε θάνατο από το Τουρκικό κράτος δεν μπορούσε να τον κληρονομήσει. Έτσι μετά τον θάνατο του Σπυράκη Βασιλείου, το 1906, το χωριό περιήλθε στην σύζυγο του, όμως μετά και τον δικό της θάνατο και δεδομένου ότι δεν είχαν απογόνους η περιουσία τους περιήλθε στο Τουρκικό κράτος. Με την μετάβαση στη Σμύρνη ξεκίνησε τις διαδικασίες αγοράς της πατρικής του περιουσίας όμως αυτές αποδείχθηκαν ιδιαίτερα χρονοβόρες και μη έχοντας πόρους για τη διαβίωση του, καθώς και της οικογενείας του, αναζήτησε εργασία και προσλήφθηκε ως λογιστής σε αλευρόμυλο στο Εσκή Σεχήρ. Στα μέσα του 1909 τον ακολούθησε και η οικογένεια του η οποία εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου απεβίωσε ο γιος του, ο Πύρρος.

Επιστροφή στην Ήπειρο

Το 1913 επέστρεψε στην Αθήνα και με το πέρας των Βαλκανικών Πολέμων, όταν το μεγαλύτερο μέρος της Ηπείρου εντάχθηκε στο Ελληνικό κράτος, χαιρέτησε την απελευθέρωση των Ιωαννίνων με το ποίημα:

  • «Τα ελευθερωμένα Γιάννινα».

Στην πρωτεύουσα της Ηπείρου ο Χρηστοβασίλης, που κατοικούσε στο Σεμσεντίν Τζαμί όταν έβγαινε απ' αυτό περνούσε πάντα από το γραφείο του δικηγόρου Γ. Μουλαϊμίδη μια εξέχουσα προσωπικότητα της εποχής εκείνης στα Ιωάννινα, εξέδωσε την εφημερίδα «Ελευθερία» και συμμετείχε στους πολιτικούς αγώνες για το ζήτημα της Βορείου Ηπείρου. Το 1914 διορίστηκε -αμισθί- διοικητής της Πολιτοφυλακής του απελευθερωμένου Αργυροκάστρου. Εκτοπίστηκε στη Νάξο, με την κατηγορία του αντιβενιζελικού, από την 1η Φεβρουαρίου του 1918 έως τις 2 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, από την κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου. Εκλέχτηκε βουλευτής Ιωαννίνων το 1926 και το 1935 με το Λαϊκό Κόμμα Από το 1923 ως το θάνατό του διηύθυνε την έκδοση του περιοδικού «Ηπειρωτικά Φύλλα». Ο Χρηστοβασίλης ήταν Τέκτονας 33ου βαθμού και ανήκε ως μέλος στην Στοά «Δωδώνη» [5].

Εργογραφία

Τον Αύγουστο 1882 ενώ βρίσκονταν στα Τρίκαλα ο Χρηστοβασίλης γνώρισε τον νεοδιορισμένο στην πόλη Γυμνασιάρχη Κωνσταντίνο Νεστορίδη από τα Ιωάννινα που θεωρείται πως είναι αυτός που του διήγειρε το ενδιαφέρον του για τα φιλολογικά και συνάμα τον βοήθησε να ασχοληθεί συστηματικά με την κλίση του στη λογοτεχνία. Καλλιέργησε, όπως δείχνουν και οι περισσότεροι από τους τίτλους των συλλογών του την ηθογραφική πεζογραφία που θυμίζει την ποίηση του Κωνσταντίνου Κρυστάλλη. Η αφήγησή του είναι απλή και ομαλή, γεμάτη από λαογραφικές ειδήσεις, που αναφέρονται στην ηπειρώτικη ζωή των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνος. Υπήρξε υποστηρικτής κι έγραφε μόνο στη δημοτική γλώσσα, με ηπειρωτικούς διαλεκτισμούς, την οποία αποκαλούσε «Κοινή του μέλλοντος. Αναδείχθηκε ως ο κατ' εξοχή εκπρόσωπος της ηρωικής και βουκολικής λογοτεχνίας αλλά και σημαντική μορφή της λογοτεχνίας της Ηπείρου στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Μετά το 1885 όταν εγκαταστάθηκε στην Αθήνα συνέλεξε υλικό και εξέδωσε μεγάλο αριθμό έργων με περιεχόμενο την ελληνική ιστορία. Τον Δεκέμβριο του 1889 κέρδισε το λογοτεχνικό βραβείο της εφημερίδας «Ακρόπολις» με το έργο του:

  • «Η καλύτερή μου αρχιχρονιά».

Το έργο του Χρηστοβασίλη εμπνέονταν από την καθημερινότητα των παραδοσιακών και αγροτικών πληθυσμών της Ηπείρου και το σύνολο της εργογραφίας του διακατέχονταν από πατριωτικό αίσθημα. Η έκταση του λαογραφικού, ιστορικού, διηγηματογραφικού, πεζογραφικού, ποιητικού, γλωσσικού, δραματικού και μεταφραστικού έργου του Χρηστοβασίλη είναι τεράστια και μεγάλο μέρος της βρίσκεται σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής. Το λογοτεχνικό έργο του είναι κυρίως ηθογραφικό και λαογραφικό, γραμμένο στη δημοτική και με κυρίαρχη την παρουσία ειδυλλιακών και φυσιολατρικών στοιχείων, καθώς επίσης στοιχείων επιτηδευμένης και σκόπιμα απλής και αφελούς γραφής. Οι ειδικοί επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στην ψυχογραφική διάσταση του έργου του Χρηστοβασίλη και στη μεγαλοπρέπεια των περιγραφών του επαρχιακού τοπίου. Σύμφωνα με Γάλλο περιηγητή του τέλους του 19ου αιώνα, ο Χρηστοβασίλης, που γνώριζε άριστα την Γαλλική γλώσσα, υπήρξε θαυμαστής του Βίκτωρος Ουγκώ και του Λαμαρτίνου. Στην διάρκεια της δημοσιογραφικής του καριέρας εργάστηκε σε εφημερίδες, περιοδικά και ημερολόγια, ανάμεσά τους και το «Μουσείον», η «Νέα Εστία», τα «Παναθήναια», το «Ημερολόγιον των Κυριών», το «Αττικόν Ημερολόγιον», η «Κυψέλη», η «Εστία» και η «Εθνική Αγωγή».

Συγγραφικό έργο

Ο Χρήστος Ζουλιάτης ή Βασιλείου ή Βασιλειάδης, μετέπειτα γνωστός ως Χρήστος Χρηστοβασίλης, πεζογράφος, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, δραματουργός και διηγηματογράφος, εμφανίστηκε στα γράμματα το 1877, σε ηλικία δεκαπέντε ετών όταν έγραψε το πρώτο του ποίημα με τίτλο:

  • «Ελεγείον», ένα στιχούργημα σαφώς επηρεασμένο από τον Γαλλικό ρομαντισμό, το οποίο δημοσιεύθηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Κλειώ» του ομώνυμου συλλόγου Ελλήνων της Κωνσταντινουπόλεως.

Σημαντικότερα από τα γραπτά του, που υπολογίζονται σε 44 τόμους, είναι τα:

  • «Αυτοδίδακτος διπλογραφία ήτοι τελεία εκμάθησις της καταστιχογραφίας», το 1897,
  • «Διηγήματα της Στάνης», το 1898,
  • «Διηγήματα της ξενιτειάς», το 1899,
  • «Διηγήματα Θεσσαλικά», το 1900,
  • «Διηγήματα του βουνού και του κάμπου», το 1902,
  • «Γιαννιώτικα διηγήματα»,
  • «Ηρωικά διηγήματα»,
  • «Η αγάπη», Τριλογία,
  • «Η όμορφη νύφη»,
  • «Οι θερίστρες»,
  • «Αγώνες του Σουλίου-Για την πατρίδα»,
  • «Η Ήπειρος γεωγραφικώς και εθνολογικώς από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερον»,
  • «Ηπειρωτικά παραμύθια»,
  • «Περί Εβραίων 1861-1937» [6]
  • «Διηγήματα από τα χρόνια της σκλαβιάς», το 1927,
  • «Διηγήματα του Μικρού Σκολειού-Απομνημονεύματα της μαθητικής μου ζωής», έργο γραμμένο στη Νάξο τον καιρό της εξορίας του από τον Βενιζέλο, εκδόθηκε το 1934.

Θεατρικά έργα

  • «Για την τιμή»,
  • «Ο Κατσαντώνης»,
  • «Ο ερωτόληπτος υποδηματοποιός».

Ποιητικές συλλογές

  • «Ο Μαρμαρωμένος βασιλιάς»,
  • «Η αγάπη»,
  • «Ο Μάρκος Μπότσαρης».

Ανέκδοτο παραμένει το έργο του

  • «Ηρωικές ιστορίες του σπιτιού µου».

Τα διηγήματα των Χριστουγέννων ως είδος ξεκίνησαν με μια πολύ γόνιμη περίοδο στις μέρες του Χρηστοβασίλη, ο οποίος συνέταξε, ακόμη, γλωσσάρια, γραμματική της δημοτικής γλώσσας και μετέφρασε έργα του Βιργιλίου (αποσπάσματα από τα Βουκολικά), του Θεοκρίτου, του Οβιδίου και τα Ρουµπαγιάτ του Οµάρ Καγιάµ (Umar Kayam). Έργα του μεταφράστηκαν στα ιταλικά και τα γερμανικά.

Οι Εβραίοι στο έργο του

Πολλά από τα αφηγήματα του Χρηστοβασίλη αναφέρονται, πέρα από τη ζωή παλιών ξωμάχων, στη συμβίωση Χριστιανών, Εβραίων και Τουρκογιαννιωτών στην τουρκοκρατούμενη Ήπειρο. Ο συγγραφέας, απόλυτα φιλικός με τον Εβραϊκό λαό, έγραψε για αυτόν προσπαθώντας να ανατρέψει τα αρνητικά στερεότυπα και τις προκαταλήψεις της εποχής του. Στάθηκε απέναντι του με συμπάθεια και ανοιχτό πνεύμα, απέρριψε τις γενικεύσεις, αναφέρθηκε στη δύναμη της θρησκείας του, χάρη στην οποία επιβίωσε ως έθνος. Το 1894 με μια σειρά επιστολών δημοσιογραφικού χαρακτήρα, με γενικό τίτλο «Εντυπώσεις εκ Θεσσαλονίκης», που έγραψε στην επίσκεψη του εκεί για λογαριασμό της εφημερίδας «Ακρόπολις» του Βλάση Γαβριηλίδη με την οποία συνεργαζόταν και η οποία ουδέποτε τις δημοσίευσε, περιγράφει με ιδιαίτερη συμπάθεια κάθε πλευρά της τότε πολυάριθμης εβραϊκής κοινότητος και παρομοιάζει την πόλη ως «εβραι-ωκεανόν». Υπήρξε, ίσως, από τους πρώτους -μη Εβραίους- που αναφέρθηκαν στο δικαίωμα τους για εθνική αποκατάσταση και ευχήθηκε την δημιουργία του κράτους τους:

«....Τις οίδε; Ίσως ανατείλει ποτέ ημέρα, καθ’ ην εν τω δικαίω των εθνικοτήτων επιτραπή και εις τον άνευ εθνικής στέγης, ως Κάιν περιπλανώμενον Λαόν του Ισραήλ, να επανακάμψη εις την γην των Πατέρων του Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, και να στήση την εθνικήν του σημαίαν παρά τας όχθας του Ιορδάνου! Αμήν!»

Στο πλαίσιο των αναφορών του στον Εβραϊκό λαό περιλαμβάνονται, το:

  • «Εβραίος βασιλιάς τής Κύπρως και δούκας τής Νάξως κι’ όλων των Κυκλάδων (1545-1579)», ιστορικό διήγημα.

Αναφέρεται στην ζωή του διάσημου Εβραίου του 16ου αιώνα Ιωσήφ Νάζη, ή Νάτση, Δούκα τής Νάξου. Η πρώτη δημοσίευση του έργου έγινε σε συνέχειες το διάστημα 15 Σεπτεμβρίου 1918 έως 17 Ιανουαρίου 1919, στο περιοδικό τής Σύρου «Αναγέννησις». Ο Χρηστοβασίλης συγκέντρωσε στοιχεία κατά την διάρκεια της εξορίας του στην Νάξο, με την κατηγορία του αντιβενιζελικού, από την 1η Φεβρουαρίου του 1918 έως τις 2 Οκτωβρίου του ίδιου έτους. Στο νησί ο συγγραφέας γνώρισε τον συνταξιούχο καθηγητή Μιχαήλ Κρίσπη, απόγονο του τελευταίου χριστιανού διοικητή-δούκα των Κυκλάδων Ιακώβ Ε′ Κρίσπη, συνδέθηκε φιλικά μαζί του και αποκόμισε τις απαραίτητες για την εργασία του πληροφορίες. Το 1920 έγραψε το:

  • «Στην δημιουργία εθνικής εστίας του περιούσιου λαού του Ισραήλ», έμμετρο ποίημα, στο οποίο αναφέρεται με προφητικό τρόπο στο ζήτημα της ιδρύσεως κράτους του Ισραήλ, που καταλήγει χαρακτηριστικά:
«{....} Αλλ’ ύστερα από είκοσι αιώνων αδικία,
Κι’ απ’ την Ευρώπη έλλειψη κάθε δικαιοσύνης
Προς τον λαόν του Ισραήλ, τώρα η διπλωματία
Η ένδοξη και κραταιά της Χριστιανοσύνης
Είδε το μέγα Αδίκημα, το στίγμα των αιώνων, Και στη Σιών τον θρόνο της στήνει η Ελευθερία! Κι έτσι ο παρών Χριστιανισμός έχει ήδη καταργήσει Ό,τι ο παλιός Χριστιανισμός είχε δημιουργήσει.
Ήρθεν η μέρα η ποθητή, Εβραίοι, να χαρήτε, Κι’ απ’ τη μεγάλη σας χαρά η Γη ας αντηχήσει! Δεν είστε πλιά εξόριστοι σ’ Ανατολή και Δύση! Της Παλιγγενεσίας σας ανέτειλεν η μέρα, Η μέρα η περιπόθητη η χρυσoνειρεμένη.
Η εθνική Σημαία σας χορεύει στον αέρα, Και η ένδοξη πατρίδα σας είναι ελευθερωμένη! Άνοιξε, γη του Ισραήλ, την ιερή αγκαλιά σου Και ελεύθερη αγκάλιασε τα ελεύθερα παιδιά σου!».

Το 1931 ο Χρηστοβασίλης, με αφορμή φιλολογικό μνημόσυνο, στη Θεσσαλονίκη, προς τιμήν του Γιωσέφ Ελιγιά, έγραψε:

«...Είταν Εβραίος κι Έλληνας συνάμα ... Πρώτος Εβραίος Ποιητής στην Ελληνική Γλώσσα... Εξελίσσονταν σ' έναν μεγάλον ενωτικόν πνευματικόν κρίκον μεταξύ του Ελληνικού και του Ισραηλιτικού Λαού, του Ισραηλιτικού, πώχει δεύτερη του πατρίδα, την Ελλάδα... Την στιγμή, πωκλεισε για πάντα τα μάτια του ο Ελληνοεβραίος Ποιητής Γιωσέφ Ελιγιά... δύο μεγάλες μάννες του τον φίλησαν και τον έκλαψαν: Η Ιουδαία κι η Ελλάδα!».

Σύμφωνα με δημοσίευμα [7] του Χρηστοβασίλη, που είναι -ίσως- διαφωτιστική για την γενικότερη στάση του έναντι των Εβραίων, τη δεκαετία του 1930 στα Γιάννενα είναι εγγεγραμμένοι στον Εμπορικό Σύλλογο της πόλεως 63 εβραίοι έμποροι και µόνο 23 χριστιανοί. Όπως μας πληροφορεί ο Χρηστοβασίλης οι Εβραίοι σε μια επίδειξη ευφυέστατου ρεαλισμού, αρκούνταν στο ένα τρίτο των εδρών του συλλόγου αφήνοντας στους χριστιανούς τον πρώτο λόγο. Ο Χρηστοβασίλης επέτρεπε συχνά, ως εκδότης της εφημερίδος «Ελευθερία» των Ιωαννίνων, την δημοσίευση κειμένων και άρθρων τα οποία κατέληγαν σε συμπεράσματα συνωμοσίας με κύριο γνώρισμα την συνεργασία του παγκόσμιου σιωνισμού µε τις κομμουνιστικές παραφυάδες στην Ελλάδα.

Διακρίσεις

Ο Χρηστοβασίλης τιμήθηκε με:

  • βραβείο, με χρηματικό έπαθλο 20.000 δραχμών, για το λογοτεχνικό του έργο από το Υπουργείο Παιδείας,
  • το χρυσό Σταυρό του βασιλέως Γεωργίου Α' για την πατριωτική του δράση, στα τέλη Ιανουαρίου 1937.

Ύστερα χρόνια

Στις 13 Ιανουαρίου 1932 έγινε η ταφή της Βασίλισσας Σοφίας στη Φλωρεντία δίπλα στον Κωνσταντίνο Α' και την μητέρα της Όλγα. Ο πιστός βασιλόφρονας Χρηστοβασίλης έγραψε τότε ότι ο Βενιζέλος έπασχε από νεκροφοβία, διότι καμμιά φορά οι νεκροί έχουν μεγαλύτερη δύναμη από τους ζώντας. Στις αρχές του Ιανουαρίου 1936 διαγνώστηκε με αυξημένα ποσοστά ουρίας και μυοκαρδίτιδα ενώ τον Ιούλιο εκείνου του έτους εγκαταστάθηκε στο Ψυχικό, στο σπίτι της κόρης του Κατερίνας (Τιτίνας) Μπακοπούλου, συζύγου του Αντιστράτηγου Κωνσταντίνου Μπακόπουλου όπου δέχονταν τη φροντίδα των γιατρών του και απολάμβανε τις επισκέψεις των φίλων του, όταν το επέτρεπε η κατάσταση της υγείας του. Συχνοί επισκέπτες του ήταν ο Κωστής Μπαστιάς, ο Στράτης Μυριβήλης, ο Ηλίας Βενέζης, ο Μιχάλης Περάνθης, ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων, ο μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας, ο Γεώργιος Αθάνας, ο Δημήτριος Καμπούρογλου και άλλοι άνθρωποι των γραμμάτων της εποχής. Παράλληλα εργάζονταν με ένταση προκειμένου να ολοκληρώσει κάποια ποιητική συλλογή του και να συγκεντρώσει το υλικό με το οποίο θα άρχιζε η έκδοση των Απάντων του.

Τον Ιανουάριο του 1937 η κατάσταση της υγείας του επιβαρύνθηκε σημαντικά όμως έξαφνα παρουσίασε βελτίωση και λίγες ημέρες αργότερα ξανά επιβαρύνθηκε. Σε όλο αυτό το διάστημα της επιθανάτιας αγωνίας ο Χρηστοβασίλης διατήρησε πλήρη την πνευματική του διαύγεια κι είναι χαρακτηριστικός ο διάλογος που είχε με τον καρδιολόγο του δύο ημέρες πριν το θάνατο του:

«....Δυο μέρες πριν πεθάνει, του είπε ο καρδιολόγος κ. Κανατσούλης ενώ τον αποχαιρετούσε μετά την εξέτασί του.
-Ωρβουάρ κ. Χρηατοβασίλη, και μη φοβάσαι.
Αλλά δεν πρόφτασε να τελείωση το ωρβουάρ του και ο ετοιμοθάνατος Χρηστοβασίλης φώναξε:
-Αχ. Γιατρέ μου, μου την απορράϊσες την καρδιά μου.
Ο κ. Κανατσούλης έμεινε εκστατικός και ζήτησε το χέρι του για να ιδή το σφυγμό του. Αλλ' ο Χρηστοβασίλης του είπε:
-Τι να το κάνεις γιατρέ το χέρι μου, Αν μου πης κι ένα ωρβουάρ ακόμη, θα φύγω μοναχός μου για τον άλλο κόσμο, για να μην ακούω τα μπαρντόν και τα ωρβουάρ σας.
Ο κ. Κανατσούλης κατάλαβε, χαμογέλασε και είπε:
-Συχώρα με κ. Χρηστοβασίλη και δεν θα το ξανακάνω.
Αυτό το συχώρα με, ήταν η πιο τονωτική ένεσι για τον άρρωστό μας, που ζωήρεψαν τα μεγάλα Σουλιώτικα μάτια του και μας είπε, με γέλοιο και με παράπονο.
-Αφού έχομε την ομορφότερη γλώσσα του κόσμου, τι τις θέλομε παιδιά μου τις άνοστες Γαλλικούρες συναμεταξύ μας;».

Θάνατος & Νεκρώσιμη ακολουθία

Ο Χρηστοβασίλης άφησε την τελευταία του πνοή το ξημέρωμα της 21ης Φεβρουαρίου του 1937, ανήμερα του θανάτου του γιου του Βασίλη, δώδεκα έτη νωρίτερα, και ανήμερα της επετείου της παραδόσεως του Μπιζανίου από τους Τούρκους υπό τον Εσάτ Πασά στα Ιωάννινα. Στη σύζυγο του Αλεξάνδρα είχε εκφράσει την επιθυμία να ταφεί στα Ιωάννινα όμως υπερίσχυσε η τιμητική πρόταση να ταφεί στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών με δημόσια δαπάνη. Η νεκρώσιμη ακολουθία του έγινε χοροστατούντος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου, παρουσία των Μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνος και του Μητροπολίτη τέως Παραμυθίας Αθηναγόρα, μετέπειτα Οικουμενικού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Την κυβέρνηση της 4ης Αυγούστου υπό τον Πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά εκπροσώπησαν οι Υπουργού Κωνσταντίνος Γεωργακόπουλος και Κωνσταντίνος Μανιαδάκης, ενώ παρέστησαν ο στρατηγός Ιωάννης Πιτσίκας, τότε Διοικητής του Α' Σώματος Στρατού, ο Άριστος Καμπάνης, ο Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας και ο Στράτης Μυριβήλης. Επικήδειους λόγους εκφώνησαν προσωπικοί φίλοι και πνευματικά παιδιά του Χρηστοβασίλη καθώς και ο Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας.

Αρχείο Χρηστοβασίλη [8] [9]

Τμήμα του αρχείου του Χρηστοβασίλη κληρονόμησε η κόρη του από τον δεύτερο γάμο του η Αικατερίνη (Τιτίνα) σύζυγος του Στρατηγού Κωνσταντίνου Μπακοπούλου και φυλάχθηκε στο σπίτι της στο Ψυχικό, όπου έζησε ο πατέρας της από τον Ιούλιο του 1936 ως τον θάνατό του, τον Φεβρουάριο του 1937. Οι κληρονόμοι της, ο γιος της Αλέξανδρος και η κόρη της Ντόρα Μπακοπούλου, διατήρησαν το αρχείο στους φακέλους που το είχε η μητέρα τους. Εικάζεται ότι κάποιοι φάκελοι έχουν χαθεί, ενώ κάποιοι άλλοι, οι οποίοι βρίσκονταν στην κατοχή του Δ. Στεργιόπουλου, δόθηκαν ως δωρεά στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Φάκελοι, αποσπασμένοι από το αρχείο της Τιτίνας Μπακοπούλου, κατατέθηκαν το 2001 στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος µε τον τίτλο: «Το κατοχής της Κατερίνας Μπακοπούλου λεηλατημένον αρχείο του Χρ. Χρηστοβασίλη».

Το αρχείο πριν από την δωρεά του στο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, στις 11 Ιουλίου 2014 προσφορά Αλεξάνδρου και Ντόρας Μπακοπούλου, των εγγονών του Χρηστοβασίλη, ταξινοµήθηκε από την εγγονή του Χρηστοβασίλη, την Δροσιά Κατσίλα, κόρη της Ανθούλας Χρηστοβασίλη-Κατσίλα. Στο αρχείο περιλαμβάνονται χειρόγραφα και δακτυλόγραφα διηγήματα, ποιήματα, θεατρικά έργα, παραμύθια, λαογραφικά κείμενα, διαλέξεις, μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων, γλωσσάρια, δημοσιεύματα του Χρηστοβασίλη, δημοσιεύματα για τον ίδιο, το έργο του και τον θάνατό του, έγγραφα, διπλώματα, συμφωνητικά, αιτήσεις, αλληλογραφία, ποικίλα σχετικά µε την έκδοση των έργων του, πολιτικά έγγραφα, και κατάλογοι των έργων του.

Μνήμη Χρήστου Χρηστοβασίλη

Ο Χρηστοβασίλης έζησε περιπετειώδη και πολυκύμαντη ζωή αφιερωμένη στα πατριωτικά εθνικιστικά ιδανικά του, γεμάτη κινδύνους και περιπέτειες, συμμετέχοντας στις κινήσεις για τα αλύτρωτα ελληνικά εδάφη ως ακούραστος, παραγωγικός και πατριώτης μιας περασμένης εποχής, που τα κατοπινά χρόνια έσπρωξαν τη μνήμη του στη λήθη. Τον χαρακτήριζαν η ευρυμάθεια του και η αγάπη του για την Ελλάδα και ο σεβασμός για τις πατρίδες των άλλων. Υπήρξε συνεπής στις απόψεις του και αμετακίνητος στον αγώνα του κατά του σκοταδισμού ενώ εξ ίσου ισχυρό υπήρξε το ενδιαφέρον του για τον πάσχοντα ενώ οι αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια σφράγισαν ανεξίτηλα τη λογοτεχνική του παραγωγή. Ως δημοσιογράφος-ανταποκριτής ικανοποίησε την έμφυτη ροπή του, για μετακινήσεις και περιπέτειες, ταξιδεύοντας σε πολλούς τόπους, μέσα και έξω από την Ελλάδα, σε ειρηνικές και πολεμικές περιόδους. Ειπώθηκε χαρακτηριστικά ότι, αν η ζωή του γραφόταν με όλες τις λεπτομέρειες, «θα αποτελούσε ολόκληρο μυθιστόρημα και περιπετειώδες εθνικό ανάγνωσμα». Το έργο του προσφέρει πολύτιμο υλικό στην έρευνα της ιστορίας των ιδεών και των πολιτισμικών εικόνων και αντιλήψεων στην Ελλάδα, όπως εκφράστηκαν μέσα από τη λογοτεχνία, στην περίοδο του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα.

Ο Ιωάννης Δαμβέργης γράφει:

«....Ο Χρήστος Χρηστοβασίλης δεν ξέρω τι ήταν περισσότερο: λόγιος ή αρματωλός. Ενσάρκωνε έναν αετίσιο θρύλο σε γιγαντιαία ανθρώπινη μορφή, με τη γαμψή μύτη και τα ορθωμένα μουστάκια του, και ανήκε στη χορεία των Ελλήνων που υπηρέτησαν και με την πένα και με την πάλλα την ιδέα της Πατρίδας των. 
Υπήρξε ποιητής με όλη την ευρύτερη σημασία της λέξεως, αφοσιωμένος ολοκληρωτικά σ’ εκείνο που πίστευε. Γιαννιώτης, έως το κόκκαλο, περπατούσε λυγιστός στους δρόμους της πρωτευούσης σα να φορούσε τουζουλούκια και φέρμελη. Τεχνίτης με ταλέντο και μόρφωση, έφτιαχνε με το λόγο καλοδουλεμένα τζοβαΐρια, ασημικά, πόρπες και σκουλαρήκια. Μ’ απάνω απ’ όλα του άρεσε να κεντάει λαβές για γιαταγάνια και κοντάκια καρυοφιλιών. 
Αυτό ήταν το έργο του. Περασμένα πράγματα βέβαια, παληά, μα, για αυτό ακριβώς, κατ’ ευθείαν για τη βιτρίνα των σεπτών κειμηλίων μας.»

Σε συνεδρίαση του, στις 5 Μαρτίου του 1937, το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Ιωαννιτών αποφάσισε ομόφωνα με δοθεί το όνομα του Χρηστοβασίλη στην έως τότε οδό Ρώμα όπου βρίσκονταν το σπίτι που κατοικούσε στα Ιωάννινα. Οδοί που φέρουν το όνομα του υπάρχουν, επίσης, στην Αθήνα, στο Ψυχικό, σε δύο δρόμους στην Θεσσαλονίκη, στην Καβάλα και στην Λάρισα. Τον ιούνιο του 1963 τα λείψανα του Χρηστοβασίλη μεταφέρθηκαν και εναποτέθηκαν σε λιτό τάφο στη θέση Άγναντα στη γενέτειρα του. Προτομή του Χρηστοβασίλη [10], κατασκευασμένη από ορείχαλκο το 1963 την οποία δημιούργησε ο γλύπτης Νικόλας, τον παρουσιάζει φορώντας κοστούμι, πουκάμισο και γραβάτα. Επίσης, έχει μουστάκι και φοράει ένα κομψό καπέλο εποχής, βρίσκεται στην πόλη των Ιωαννίνων, μεταξύ των οδών Βαλαωρίτου και Πουκεβίλ, στο Άλσος των ποιητών. Στο μεταλλικό καρτελάκι που υπάρχει κάτω από την προτομή του είναι γραμμένο:

ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΡΗΣΤΟΒΑΣΙΛΗΣ (1861-1937)
Ποιητής-Πεζογράφος
Νικόλας 1963.

Στις 11 Αυγούστου του 2002 ο Δήμος Ευρυμενών εγκαινίασε το Μουσείο Χρηστοβασίλη στο αναπαλαιωμένο σπίτι του στο χωριό Σούλι Χρηστοβασίλη, με ενθυμήματα από τη ζωή και το έργο του Στη διάρκεια των εκδηλώσεων που πραγματοποιήθηκαν στην τοποθεσία «Αγνάντια», έγινε τρισάγιο στον τάφο του συγγραφέα, κατατέθηκαν στέφανοι και έγιναν τα αποκαλυπτήρια της εκεί προτομής του που φιλοτέχνησε ο γλύπτης Κώστας Κοζάκος. Ομιλητές ήταν οι καθηγητές Γεώργιος Ανδρειωμένος και Αθανάσιος Γκότοβος καθώς και η εγγονή του. Οι φορείς που διοργάνωσαν την εκδήλωση μνήμης, ο Δήμος Ευρυμενών, η Ομοσπονδία Αδελφοτήτων Καλαμά Ιωαννίνων, οι Αδελφότητες Σουλόπουλου αλλά και οι απόγονοι του Χρηστοβασίλη αποφάσισαν τη διοργάνωση εκδηλώσεων κατ' έτος στη μνήμη του.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Πηγἠ

Παραπομπές

  1. [Χρήστος Χρηστοβασίλης, «Διηγήματα του Μικρού Σκολειού»]
  2. [Εικάζεται ότι η επιλογή του επωνύμου Χρηστοβασίλης προέρχεται από το όνομά του (Χρήστος) και από το όνομα του προπάππου του (Βασίλης).]
  3. [Η καλύτερή μου αρχιχρονιά hiropoiito.blogspot.com]
  4. [Από Τρίκαλα στη Βυτσίστα το 1891 mesochora.gr]
  5. [Χρηστοβασίλης Χρήστος Μεγάλη Στοά της Ελλάδος]
  6. [Η Θεσσαλονίκη των Εβραίων όπως την είδε ο Χρήστος Χρηστοβασίλης το 1894 vivlioniki.wordpress.com]
  7. [Εφημερίδα «Ελευθερία» Ιωαννίνων, φύλλο 20ης Αυγούστου 1934.]
  8. [Αρχείο Α.Ε. 13/14 - Χρηστοβασίλης, Χρήστος ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ]
  9. [Χρήστος Χρηστοβασίλης]
  10. [Χρήστος Χρηστοβασίλης, Ιωάννινα Δημόσια Γλυπτά Ελλάδας]