Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, Έλληνας εθνικιστής με καταγωγή από το Φανάρι της Κωνσταντινούπολης, στρατιωτικός, με ευρεία μόρφωση και γνώση ξένων γλωσσών, πολυγραφότατος λόγιος με πολλά και σημαντικά ενδιαφέροντα, ρομαντικός ποιητής κύριος εκπρόσωπος της Α' Αθηναϊκής Σχολής, πεζογράφος που κάποιοι μελετητές χαρακτηρίζουν «πατέρα του νεοελληνικού διηγήματος», θεατρικός συγγραφέας, καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, πολιτικός που διατέλεσε υπουργός Εξωτερικών στις κυβερνήσεις Δημητρίου Βούλγαρη και Αθανασίου Μιαούλη, διπλωμάτης ο οποίος τοποθετήθηκε πρεσβευτής της Ελλάδας στις Η.Π.Α., την Κωνσταντινούπολη, το Παρίσι και το Βερολίνο, γεννήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 1809 στη μητρική του κατοικία στη συνοικία Μέγα Ρεύμα (Αρναούτκιοϊ) της Κωνσταντινουπόλεως και πέθανε στις 16 Ιανουαρίου 1892 στην Αθήνα. Η νεκρώσιμη ακολουθία του τελέστηκε στην Αθήνα και τάφηκε στο Α' Κοιμητήριο της πόλεως.

Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής
Αλέξανδρος Ραγκαβής.jpg
Γέννηση: 27 Δεκεμβρίου 1809
Τόπος: Μέγα Ρεύμα, Κωνσταντινούπολη
(Οθωμανική Αυτοκρατορία)
Σύζυγος: Caroline Christian Skene
Τέκνα: Κλέων, Αριστίων, Χαρικλής,
Αριστείδης, Αλέξιος, Ευγένιος,
Αιμίλιος, Ζωή, Όθων,
Αμαλία, Ελένη Χαρίκλεια
Υπηκοότητα: Οθωμανική, Ελληνική
Ασχολία: Στρατιωτικός, λόγιος, πολιτικός,
διπλωμάτης, πανεπιστημιακός καθηγητής
Θάνατος: 16 Ιανουαρίου 1892
Αιτία:
Τόπος: Αθήνα, Αττική (Ελλάδα)

Στις 13 Οκτωβρίου 1840 παντρεύτηκε την Καρολάιν, [Caroline Christian Skene], κόρη του James Sken και της Jane Forbes, του Ράμπισλοου, [Rubislaw], περιοχή κοντά στο Αμπερντίν, και από το γάμο του έγινε πατέρας του Κλέωνα, του Αριστίωνα, του Χαρικλή, του Αριστείδη, του Αλέξιου, του Ευγένιου, του Αιμίλιου, της Ζωής, του Όθωνα, της Αμαλίας, της Ελένης και της Χαρίκλειας.

Καταγωγή

Το επώνυμο Ραγκαβής προέρχεται από αρχοντική οικογένεια του Βυζαντίου, που πολλά μέλη της αναδείχτηκαν σε εξέχουσες προσωπικότητες του Φαναρίου αλλά και των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών. Η πρώτη μαρτυρία για την οικογένεια χρονολογείται στον 8ο μ.Χ. αιώνα και αναφέρεται στον μικρασιάτη πατρίκιο Ραγκαβέ, παππού του αυτοκράτορα Μιχαήλ Α’. Του τελευταίου γιοι ήταν ο συναυτοκράτορας Θεοφύλακτος Ραγκαβές (793-;) και ο πατριάρχης Ιγνάτιος. Από τους απογόνους του Αυτοκράτορα, που είχε παντρευτεί κόρη του βασιλιά των Φράγκων Καρλομάγνου, ως πλέον αξιόλογος αναφέρεται ο γιος του Παύλος, ανακαινιστής και ηγούμενος της Μονής Ξηροποτάμου στον Άθω (9ος-10ος αιώνα). Μετά την πρώτη άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, το 1204, το όνομα Ραγκαβέ εντοπίζεται στην Ακαρνανία και τη Θεσσαλία, ενδεικτικά αναφέρεται ο Κωνσταντίνος Ραγκαβές, «αναγνώστης» και «ταβουλάριος» του Αλμυρού και «άρχων» της Ζαγοράς.

Όπως αναφέρει ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής την περίοδο της αλώσεως της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς σκοτώθηκε ένας στρατηγός ονόματι Ραγκαβής ενώ ο Δημήτριος Ραγκαβές (1440-1500), διοικητής ως τότε των βυζαντινών κτήσεων στο βόρειο Αιγαίο, κατέφυγε στη Ρώμη. Στις αρχές του 17ου αιώνα πολλά από τα μέλη της οικογένειας επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη. Όπως αναφέρει ο ίδιος ο Ραγκαβής στα Απομνημονεύματά του, ο παππούς του πατέρα του κατείχε το αξίωμα του πρωτοσπαθάριου στο Βυζάντιο και ήταν επικεφαλής του σώματος των σπαθαρίων, δηλαδή της ανακτορικής φρουράς. Την ίδια εποχή οι δύο κόρες του αυτοκράτορα παντρεύτηκαν, η μία τον ηγεμόνα της Βλαχίας και η άλλη της Μολδαβίας. Η οικογένεια συνδέθηκε επίσης με συγγενικούς δεσμούς με τις επιφανείς οικογένειες των Γκίκα, Ρωσσέτη, Μπρανγκοβάνου, Σούτσου και άλλες. Ο Μανουήλ Ραγκαβής (1665;-1745), αυτός επονομάστηκε Ρίζος και έκτοτε η οικογένεια κράτησε και τη δεύτερη επωνυμία, χρημάτισε «μέγας μπάνος» στη Βλαχία, ενώ ο γιος του Ανδρόνικος Ραγκαβής (;-1717), διατέλεσε «μέγας χαρτοφύλαξ» του Πατριαρχείου.

Βιογραφία

Ο Αλέξανδρος ήταν γιος του Ιάκωβου Ρίζου Ραγκαβή, μέλους της Φιλικής Εταιρείας. Μητέρα του ήταν η Ζωή Λαπίθη, κόρη του Ευστάθιου Λαπίθη από τη Ζαγορά του Πηλίου, ο οποίος είχε ασχοληθεί με το εμπόριο πολύτιμων λίθων και απέκτησε οικονομική άνεση. Αδερφός της μητέρας του ήταν ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός και ξαδέρφια του οι λογοτέχνες Αλέξανδρος και Παναγιώτης Σούτσος. Η οικογένεια εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη όταν η οικογενειακή τους οικία καταστράφηκε από πυρκαγιά. Ο Αλέξανδρος ήταν ο δευτερότοκος γιος της οικογένειας, ο πρωτότοκος γιος, επίσης Αλέξανδρος, πέθανε σε βρεφική ηλικία, ενώ είχε τρία μικρότερα αδέλφια, δύο αδελφές την Ευφροσύνη, που τον Ιανουάριο του 1834 παντρεύτηκε στην Αθήνα με τον πλοίαρχο, κόμη Αδόλφο Ρόζεν, και τη Ραλλού σύζυγο του James Ηenry Skene, καθώς και έναν μικρότερο αδελφό, τον Γεώργιο.

Η οικογένεια Ραγκαβή, μετά την οριστική εγκατάσταση της στην Αθήνα, απέκτησε ένα κτήμα μεγάλης εκτάσεως στη θέση Γρίλλα, μεταξύ Αμαρουσίου και Κηφισιάς, ιδιοκτησία ενός Οθωμανού, από τις πολλές που εκποιήθηκαν σύμφωνα με τις συνθήκες της ανεξαρτησίας. Το κτήμα δόθηκε ως προίκα στη Ραλλού όταν παντρεύτηκε τον James Ηenry Skene, γιό του Σκωτσέζου ευγενούς και ερασιτέχνη ζωγράφου James Skene of Rubislaw. Ο Skene έκτισε σπίτι στο κτήμα και προσπάθησε ανεπιτυχώς να το αξιοποιήσει επιχειρηματικά, χωρίς επιτυχία. Το 1841 ο Ραγκαβής ανέλαβε να κάνει το κτήμα οικονομικά αποδοτικό, φυτεύοντας ένα νέο αμπέλι. Ο James Henry Skene έφυγε από την Ελλάδα, ακολουθώντας διπλωματική καριέρα ενώ το ακίνητο πουλήθηκε μετά το 1870 στον Ανδρέα Συγγρό και αποτέλεσε τμήμα του ομώνυμου κτήματος.

Σπουδές

Για τις πρώτες σπουδές του Αλέξανδρου, στα ελληνικά, ο πατέρας του προσέλαβε τον Αθηναίο οικοδιδάσκαλο Κωνσταντίνο Πιττάρη, ο οποίος αργότερα διατέλεσε συμβολαιογράφος στην Αθήνα. Μεταξύ των δασκάλων του ήταν ο Δημήτριος Χρηστίδης, μετέπειτα Υπουργός Εσωτερικών (1833, 1849) και Εξωτερικών (1841) του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους και ο Αναστάσιος Ερκουλίδης, άριστος γνώστης της Γαλλικής γλώσσας μετέπειτα καθηγητής του Γυμνασίου στην Αίγινα [1].

Βουκουρέστι

Ο Αλέξανδρος έζησε τα παιδικά του χρόνια, από το 1813 έως το 1821, στο Βουκουρέστι, στην αυλή του ηγεμόνα της Βλαχίας Αλέξανδρου Σούτσου, ο οποίος ήταν συγγενής της οικογενείας του, συγκεκριμένα ήταν αδελφός της μητέρας του πατέρα του. Η οικογένεια εγκατέλειψε, σύσσωμη, την Κωνσταντινούπολη ύστερα από μια μεγάλη πυρκαγιά που κατέστρεψε [2] την ξύλινη οικία τους και προκάλεσε το θάνατο περίπου δεκαεπτά ατόμων του οικείου περιβάλλοντος της. Το σπίτι ήταν φτιαγμένο από ξύλο καθώς οι Οθωμανοί δεν επέτρεπαν στους σκλάβους χριστιανούς να κατασκευάζουν λιθόκτιστα οικήματα. Από την πυρκαγιά καταστράφηκε η βιβλιοθήκη του σπιτιού από την οποία διασώθηκαν ελάχιστοι τόμοι.

Μετά το Βουκουρέστι, από την εποχή που κηρύχθηκε η επανάσταση στις παραδουνάβιες χώρες, ο Αλέξανδρος έζησε στη Στεφανούπολη, (Kronstadt, το σημερινό Μπρασόβ της Ρουμανίας), όπου κατέφυγε η οικογένεια του και παρέμειναν επί ένα έτος. Εκεί ο μικρός Αλέξανδρος παρακολούθησε μαθήματα στο Ελληνικό σχολείο, ενώ ταυτόχρονα διδάσκονταν και στο σπίτι, μαζί με τα παιδιά των ηγεμόνων, από τον δάσκαλο Κωνσταντίνο Γαλάτη, ο οποίος μετέπειτα έζησε κι έγινε δήμαρχος στην Αθήνα όπου απεβίωσε. Στη Σταφανούπολη έκοψαν τα μακρυά μαλλιά του Αλέξανδρου και τον έντυσαν, για πρώτη φορά στην έως τότε ζωή του, με ευρωπαϊκά ρούχα.

Οδησσός

Την Άνοιξη του 1822, η οικογένεια εγκατέλειψε την Στεφανούπολη και πήρε το δρόμο για την Οδησσό. Στο ταξίδι τους συτναντήθηκαν και ο Αλέξανδρος γράφει ότι γνώρισε τη μητέρα των αδελφών Υψηλάντη. Στην Οδησσό που σήμερα ανήκει στην Ουκρανία, έφτασαν πολλές εβδομάδες αργότερα, μια καλοκαιρινή μέρα και για μικρό διάστημα εγκαταστάθηκαν στην οικία της Μαρίας Σούτσου, αδελφής της μητέρας του Αλέξανδρου Ραγκαβή. Εκεί η οικογένεια θα αντιμετωπίσει διάφορες οικονομικές δυσκολίες και όπως γράφει ο Ραγκαβής: «ἐζῶμεν ἐκ τῆς συντάξεως ἣν μᾶς ἐχορήγει ἡ ἐλευθεριότης τῆς Ρωσσικῆς κυβερνήσεως». Ο Αλέξανδρος φοίτησε στο Λύκειο της Οδησσού με συμμαθητές τον μετέπειτα συνάδελφό του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τον ιστορικό Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, τον Γρηγόριο Καμπούρογλου αλλ΄και τον μετέπειτα Εθνικό ευεργέτη Γεώργιο Ζαρίφη, όμως μετά από σύντομο διάστημα συνέχισε τις σπουδές του με κατ’ οίκον διδασκαλία από τον Γεώργιο Γεννάδιο, όπως και την περίοδο της διαμονής της οικογένειας στο Βουκουρέστι, ενώ στη συνέχεια φοίτησε στην Ελληνοεμπορική Σχολή της Οδησσού.

Μόναχο / Αυστρία

Την Άνοιξη του 1825 ο Αλέξανδρος μετά από πρωτοβουλία της θείας του, Κ. Σούτσου, που μετέφερε σχετική πρόταση του καθηγητή Θείρσιου, ενός εκ των επιφανών Γερμανών εκπαιδευτικών της εποχής του, αναχώρησε για σπουδές και εγκαταστάθηκε στο Μόναχο, αρχικά στην οικία του καθηγητού όπου έζησε επί μικρό χρονικό διάστημα με την οικογένεια του. Στην πρωτεύουσα της Βαυαρίας δέχτηκε τις πνευματικές επιδράσεις του Σέλιγκ και του Τίρς, των οποίων παρακολούθησε τα φιλολογικά μαθήματα, καθώς επίσης του ρομαντικού συγγραφέα Διονυσίου Ταγιαπιέρα. Παράλληλα, φοίτησε στη Στρατιωτική Σχολή της Βαυαρίας, στο σώμα των Δευτεροτόκων [3], με υποτροφία από τον βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκο τον Α'.

Ο Αλέξανδρος μετά από εισιτήριες εξετάσεις κατατάχθηκε στη Δ' Μοίρα της τάξεως των μαθητών και έλαβε τον αριθμό 58 ως μητρώο του. Μετά την παρέλευση του Α΄ έτους σπουδών με απόφαση του Διοικητή της Σχολής και μετά από σχετικές εξετάσεις προβιβάστηκε στην Ε' τάξη των Δευτεροτόκων της Σχολής και σχεδόν ένα μήνα αργότερα στην έκτη τάξη. Με την έναρξη του έτους 1926-27 μετά από επιτυχείς εξετάσεις προβιβάστηκε στην όγδοη και τελευταία τάξη της σχολής των Δευτεροτόκων και σύμφωνα με την διήγηση του ίδιου οι βασιλιάς της Βαυαρίας του είχε αναθέσει την εκπαίδευση του βασιλόπαιδος Όθωνα, του μετέπειτα βασιλιά της Ελλάδος. Το τελευταία έτος της παραμονής του στο Μόναχο τον επισκέφθηκε και έμεινε εκεί για κάποιο διάστημα ο πατέρας του πριν συνεχίσει το ταξίδι του με προορισμό το Παρίσι όπου συνάντησε τον Ιωάννη Καποδίστρια, που είχε ήδη ορισθεί κυβερνήτης της Ελλάδος, ο οποίος προέτρεψε τον πατέρα Ραγκαβή να μην εγκατασταθεί με την οικογένεια του στην Ελλάδα αλλά να επιστρέψουν στην Κωνσταντινούπολη.

Ο Αλέξανδρος, που αποφοίτησε τέταρτος μεταξύ 26 αποφοίτων με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού του έφιππου πυροβολικού, παρακολούθησε στη συνέχεια μαθήματα μαθηματικών, πειραματικής χημείας και φυσικής. Μετά το Μόναχο έζησε για λίγο καιρό τη Βιέννη, το Σάλτσμπουργκ και την Τεργέστη, όπου συναντήθηκε εκ νέου με τον πατέρα του και γνώρισε πολλούς Έλληνες.

Εγκατάσταση στην Ελλάδα

Στη Βιένη ο Παναγιώτης Σούτσος έδωσε στον Ραγκαβή συστατική επιστολή την οποία απεύθυνε προς τον Δημήτριο Υψηλάντη που ταν εξάδελφος του Σούτσου και του ζητούσε να προσλάβει ως υπασπιστή του τον Ραγκαβή. Στις 2 Ιανουαρίου 1829 ο Ραγκαβής αναχώρησε μέσω Τεργέστης και με πλοίο από τη Βενετία και μήνες αργότερα έφτασε στο Αργοστόλι της Κεφαλλονιάς, το πρώτο σημείο της επαφής του με την Ελλάδα. Με την άφιξή του στη χέρσο Ελλάδα μετέβη στη Θήβα, όπου είχε στρατοπεδεύσει ο Δημήτριος Υψηλάντης.

Λίγο καιρό αργότερα εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο όπου ενημερώθηκε για τις πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις από τον Σπυρίδωνα Σκούφο, πρώην γραμματέα του πατέρα του και συνάντησε τον Ιωάννη Καποδίστρια. Τον Φεβρουάριο του 1830 διορίστηκε ανθυπολοχαγός του πυροβολικού. Ωστόσο, δεν παρέμεινε στον στρατό παρά μόνο για τρεις μήνες, καθώς θεωρούσε ότι αδικήθηκε, αφού, όπως αναφέρει στα Απομνημονεύματά του, το Ελληνικό κράτος, στην προσπάθεια να προσελκύσει ξένους αξιωματικούς στον υπό δημιουργία Στρατό, έδινε σ' αυτούς δύο βαθμούς ανώτερους από αυτούς που είχαν στο στράτευμα της πατρίδας τους. Μετά την παραίτηση του δίδαξε γραμματική και ιχνογραφία στη Στρατιωτική Σχολή του Ναυτικού στο Ναύπλιο και ξεκίνησε την ενασχόληση του με την πολιτική και τις φιλολογικές και αρχαιολογικές του μελέτες.

Τον χειμώνα του 1831-1832, επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Αθήνα, ως μέλος της κυβερνητικής επιτροπής που είχε αναλάβει τις διαδικασίες για την προσάρτηση της Αττικής και της Εύβοιας στο τότε Ελληνικό κράτος. Στον εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, ο Ραγκαβής δεν έλαβε μέρος άμεσα, όμως το 1831 όταν πρόεδρος της προσωρινής επιτροπής ανέλαβε ο Αυγουστίνος Καποδίστριας, έφυγε από το Ναύπλιο και μετέβη στην Περαχώρα με τους συνταγματικούς του Ιωάννη Κωλέττη.

Πολιτικά αξιώματα

Ο Ραγκαβής σταδιοδρόμησε σε διοικητικές και κυβερνητικές θέσεις. Το 1831, επί κυβερνήσεως του Ιωάννη Κωλέττη, διορίστηκε στη θέση του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου της Παιδείας, υπουργός τότε ήταν ο θείος του Ιακωβάκης Ρίζος Νερουλός, και επεξεργάστηκε σχέδιο για την οργάνωση της Μέσης και της Ανώτατης Εκπαιδεύσεως. Ο Ραγκαβής παρακολούθησε στο Ιτς Kαλέ τη δίκη του Γεωργίου Μαυρομιχάλη, ενός εκ των δολοφόνων του Καποδίστρια, ο οποίος καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε λίγες μέρες αργότερα.

Στις 3 Μαΐου 1833 πήρε τη θέση του «γραμματέα επί των εκκλησιαστικών και της δημόσιας εκπαιδεύσεως» και με διάταγμα του βασιλιά Όθωνα, στις 29 Οκτωβρίου 1833 μετατέθηκε από τη θέση του γραμματέα στη θέση του συμβούλου στο ίδιο υπουργείο. Υπήρξε ο εμπνευστής του πρώτου οργανισμού του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς και των οργανισμών λειτουργίας όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων. Παρέμεινε για ένα διάστημα στο Υπουργείο Εκπαίδευσης αλλά με την ειδικότητα πλέον του «επί της διεκπεραιώσεως Υπουργικού Γραμματέως». Εκείνο το έτος ενεπλάκη σε μια πιθανότητα μονομαχίας με τον Ιωάννη Καλλέργη, αδελφό του υποστράτηγου Δημήτριου Καλλέργη, όμως δόθηκαν αμοιβαίες εξηγήσεις και η διαφαινόμενη μονομαχία αποτράπηκε [4].

Στη διάρκεια της θητείας του μετέφρασε από τα Γερμανικά στα Ελληνικά αρκετά από τα βαυαρικά αρχεία και τα προσάρμοσε στις ανάγκες του εν λόγω Υπουργείου, ενώ, σε συνεργασία με τον Σκαρλάτο Σούτσο, ύστερα από προτροπή του βασιλιά Όθωνα, εξέδωσαν δωρεάν στο βασιλικό τυπογραφείο τοΜαθηματικόν Σύγγραμμα, που είχαν συντάξει από κοινού, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως διδακτικό βιβλίο στη Μέση Εκπαίδευση. Ένας από τους πρώτους οργανισμούς που δημιουργήθηκαν με πρωτοβουλία του Ραγκαβή ήταν της διοίκησης της εκκλησίας και αποφασίστηκε η ίδρυση ανεξάρτητης εκκλησίας του βασιλείου, την οποία μετά από πολλές διαπραγματεύσεις αναγνώρισε και το πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Επίσης, του ανατέθηκε το έργο της αναδιοργάνωσης του Ορφανοτροφείου της Αίγινας, το οποίο είχε ιδρυθεί από τον Ιωάννη Καποδίστρια, προκειμένου να περιθάλψει τα ορφανά του πολέμου.

Εγκατάσταση στην Αθήνα

Το 1833 η οικογένεια Ραγκαβή μετακόμισε στην Αθήνα, ενώ ο Αλέξανδρος παρέμεινε για κάποια διάστημα στο Ναύπλιο, λόγω της θέσης που κατείχε. Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1834 ο Ραγκαβής εγκαταστάθηκε στη νέα πρωτεύουσα του Ελληνικού κράτους, όπου τελέστηκε ο γάμος της δεύτερης αδελφής του, Ευφροσύνης, με τον πλοίαρχο, κόμη Αδόλφο Ρόζεν.

Στις 8 Αυγούστου 1836 διορίστηκε μέλος της επιτροπής για την έκδοση διδακτικών βιβλίων και υπήρξε ιδρυτικό μέλος στη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία όμως σύντομα παραιτήθηκε καθώς θεώρησε πως αυτή παρεξέκλινε από το διακηρυγμένο σκοπό της. Επίσης, στα πρότυπα της Φιλεκπαιδευτικής, συστήθηκε και η Αρχαιολογική Εταιρεία, για τη διάσωση και ενίσχυση των αρχαιολογικών ανασκαφών. Ο Ραγκαβής ήταν ένας εκ των συνιδρυτών της εν λόγω εταιρείας. Παράλληλα, από το 1837 και στα πλαίσια της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας στην οποία αναδείχθηκε στη θέση του πρώτου, χρονολογικά, γενικού γραμματέα της. Συμμετείχε στη σύνταξη του εσωτερικού κανονισμού του νεοσυσταθέντος Πανεπιστημίου Αθηνών ενώ πραγματοποίησε ταξίδια στην Κωνσταντινούπολη, στη Βλαχία, στη Μολδαβία και στο Βουκουρέστι.

Ο γάμος του Ραγκαβή του δημιούργησε πρόβλημα στη δημόσια θέση που κατείχε, με αιτία το θρήσκευμα της συζύγου του, με αποτέλεσμα το 1841 να μετατεθεί ως διευθυντής στο Βασιλικό Τυπογραφείο, θέση στην οποία παρέμεινε επί ελάχιστο χρονικό διάστημα. Στις 4 Μαΐου 1842 μετατέθηκε στο Υπουργείο των Εσωτερικών, όπου συνέταξε τον οργανισμό λειτουργίας της Εθνοφυλακής, στα πρότυπα αντίστοιχου νόμου της πρωσικής κυβέρνησης. Επίσης δρομολόγησε την αποξήρανση ελών, προκειμένου να επεκταθούν οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις, τη σιδηροδρομική σύνδεση Αθήνας-Πειραιά και επεξεργάστηκε σχέδιο για την καταπολέμηση της ληστείας, ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα που απασχολούσαν το νεοσύστατο κράτος. Το 1855 εκλέχθηκε δημοτικός σύμβουλος του Δήμου Αθηναίων.

Κοινωνική προσφορά / Πανεπιστημιακή καριέρα

Το 1844, με την εφαρμογή του νόμου που απαγόρευε την υπηρέτηση ετεροχθόνων στο δημόσιο, απολύθηκε και με Βασιλικό Διάταγμα διορίστηκε, στις 12 Νοεμβρίου εκείνου του έτους, καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ανέλαβε καθήκοντα καθηγητή το 1844 και ξεκίνησε τη διδασκαλία από το θερινό εξάμηνο του 1845. Κατά τη διάρκεια της παρουσίας του στο Πανεπιστήμιο δίδαξε τέσσερα μαθήματα, Αρχαιολογία, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής καλλιτεχνίας, Επιγραφική και Πολιτικές αρχαιότητες. Από το 1853 ως το 1857 την εποχή που βρισκόταν σε εξέλιξη ο Κριμαϊκός πόλεμος, ο Ραγκαβής μαζί με τους Νικόλαο Δραγούμη, Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, Μάρκο Ρενιέρη και Ιωάννη Σούτσο εξέδωσαν το γαλλόφωνο περιοδικό Spectateur de l' Orient, το οποίο υπηρέτησε τα ελληνικά συμφέροντα. Το 1855 οργάνωσε τις αρχαιολογικές ανασκαφές στο Ηραίο του Άργους και με την επιστροφή του στην Αθήνα εκλέχτηκε δημοτικός σύμβουλος. Το 1866 αναγορεύτηκε πρύτανης του Πανεπιστημίου ενώ παρέμεινε στη θέση του καθηγητού μέχρι και το χειμερινό εξάμηνο του 1867.

Υπουργικές θέσεις

Την περίοδο 1856-1859 διετέλεσε Υπουργός Εξωτερικών, «Επί των Εξωτερικών και του Βασιλικού Οίκου γραμματεύς της Επικράτειας», στην Κυβέρνηση Δημητρίου Βούλγαρη και το 1857 στην Κυβέρνηση του Αθανασίου Μιαούλη. Ως υπουργός ασχολήθηκε με την ίδρυση του Ζαππείου μεγάρου, την ανέγερση του Αστεροσκοπείου Αθηνών και με άλλα έργα, ιδιαίτερα σημαντικά για την εποχή. Στις εκλογές της 7ης Δεκεμβρίου 1856, ο Ραγκαβής εκλέχθηκε βουλευτής του Πανεπιστημίου.Στην εισηγητική του έκθεση για τα πεπραγμένα της βουλευτικής του δράσης, απευθυνόμενος στους εκλογείς του, εξηγεί ότι η βουλευτική του δράση συνέπεσε με τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση και ότι οι δραστηριότητές του δεν αφορούσαν μόνο το Πανεπιστήμιο αλλά όλο το έθνος καθώς ο βουλευτής δεν είναι εντολοδόχος μόνο του τμήματος που τον εξέλεξε, αλλά ολόκληρου του έθνους.

Oι απόψεις του για την ενίσχυση των ελληνικών προϊόντων, αποτέλεσαν την αιτία δημιουργίας ενός κινήματος της νεολαίας με ηγέτη τον γιο του Κλέωνα και αποκορύφωμα τα Σκιαδικά. Ο Ραγκαβής, ο οποίος σε συζητήσεις τόνιζε την ανάγκη στήριξης της εγχώριας παραγωγής και ως παράδειγμα υποστήριζε ότι οι Έλληνες θα έπρεπε να δείχνουν την προτίμησή τους στα ντόπια ψάθινα καπέλα (σκιάδια) που κατασκευάζονταν στη Σίφνο και όχι στα εισαγόμενα από το εξωτερικό, που ήταν και ακριβότερα. Ο γιος του, Κλέων Ραγκαβής, έπεισε τους συμμαθητές του να φορούν σιφνέικα σκιάδια, στολισμένα με γαλανόλευκες κορδέλες, στις κυριακάτικες εξόδους τους στο Πεδίο του Άρεως τα οποία έγιναν μόδα και διακριτικό σήμα της προοδευτικής νεολαίας των Αθηνών («Γαριβαλδινοί»), σε αντίθεση με τους καθεστωτικούς νεολαίους, που φορούσαν άσπρα ψηλά καπέλα («Αυστριακοί»).

Στις 10 Μαΐου του 1859 οι εισαγωγείς καπέλων έστειλαν υπαλλήλους τους στο Πεδίο του Άρεως με κουρελιασμένα σκιάδια, διακωμωδώντας τους μαθητές. Προκλήθηκαν επεισόδια και η Χωροφυλακή ξυλοφόρτωσε μαθητές και φοιτητές ενώ προέβη σε τρεις συλλήψεις. Την επόμενη ημέρα σπουδαστές και πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκαν στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου και πραγματοποίησαν πορεία προς το Υπουργείο Εσωτερικών ζητώντας από τον υπουργό Κωνσταντίνο Προβελέγγιο την παύση του αστυνομικού διευθυντή Αθηνών Δημητριάδη και την απελευθέρωση των συλληφθέντων. Ο Προβελέγγιος δεσμεύτηκε ότι θα εξετάσει το αίτημά τους, αλλά οι φοιτητές ζήτησαν ακρόαση από τον Βασιλιά Όθωνα ο οποίοςε αρνήθηκε να τους δεχθεί. Στα Προπύλαια ο φρούραρχος Αθηνών, Μιχαήλ Σούτσος, επικεφαλής μεγάλης στρατιωτικής δύναμης, διέλυσε τη συγκέντρωση και ο γερουσιαστής Δημήτριος Χρηστίδης θεώρησε ότι η πράξη στρέφονταν «κατά του ασύλου των επιστημών» και ανέπτυξε την άποψη ότι το Πανεπιστήμιο «ως ναός του πνεύματος» πρέπει να απολαμβάνει το προνόμιο του απαραβίαστου για τους πάντες θέτοντας θέμα πανεπιστημιακού ασύλου. Το απόγευμα της 11ης Μαΐου 1859 συνεδρίασε το Υπουργικό Συμβούλιο υπό την προεδρία του πρωθυπουργού Αθανάσιου Μιαούλη και απέπεμψε τον αστυνομικό διευθυντή Αθηνών Δημητριάδη, ενώ διέταξε την απελευθέρωση των συλληφθέντων. Σχεδόν ταυτόχρονα ο πρωθυπουργός Μιαούλης ζήτησε και πήρε την παραίτηση του Ραγκαβή.

Διπλωματική σταδιοδρομία

Το 1867 τοποθετήθηκε πρέσβης της Ελλάδας στην Ουάσιγκτον στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και το 1868 μετατέθηκε στο Παρίσι, στη Γαλλία. Στις δύο αυτές θέσεις εργάστηκε με ζήλο και ενίσχυσε σημαντικά την επανάσταση της Κρήτης καθώς και το ζήτημα του Λαυρίου. Συμμετείχε επίσης στις διαδικασίες επανέναρξης των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ ελληνικού και τουρκικού κράτους μετά την κρητική επανάσταση. Το 1874 διορίστηκε πρεσβευτής στο Βερολίνο, όπου εκπροσώπησε την Ελλάδα, μαζί με τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη σε διεθνές συνέδριο μετά τη λήξη του ρωσοτουρκικού πολέμου.

Λογοτεχνική παραγωγή

Ο Ραγκαβής, το οικογενειακό περιβάλλον του οποίου ήταν αυτό των λογίων καθώς αδερφός της μητέρας του ήταν ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός και ξαδέρφια του οι λογοτέχνες Αλέξανδρος και Παναγιώτης Σούτσος, υπήρξε ένας ακάματος εργάτης του πνεύματος, λόγιος με αδιάκοπη και πολυσχιδή δραστηριότητα, που το έργο του κάλυψε σχεδόν ολόκληρο το φάσμα των ειδών του γραπτού λόγου, όπως ποίηση, θεατρικά έργα, διηγήματα, μυθιστορήματα, το 1850 έγραψε το πρώτο νεοελληνικό ιστορικό μυθιστόρημα, απομνημονεύματα, γραμματολογικά και κριτικά έργα, μεταφράσεις και άλλα. Ο Ραγκαβής, για λόγους πολιτικής μάλλον, καταδίκασε το ρομαντισμό από τη θέση του εισηγητή του πανεπιστημιακού ποιητικού διαγωνισμού.

Δημοσίευσε λογοτεχνικά κείμενα, φιλολογικά, σημαντικές γραπτές τοποθετήσεις (εκθέσεις) για εκπαιδευτικά θέματα στη χώρα μας, θέματα εκπολιτιστικού περιεχομένου σχετικά με την Ακαδημία Αθηνών, το Εθνικό Θέατρο κ.α., θέματα φιλανθρωπίας σχετικά με το Βρεφοκομείο Αθηνών και κυρίως μελέτες για το Ανατολικό ζήτημα, τα Βαλκάνια, το Μακεδονικό σε σχέση με τα Ελληνικά συμφέροντα, που παραμένουν επίκαιρα και χρήσιμα ως σήμερα. Υπήρξε συνεργάτης στην έκδοση περιοδικών, μεταξύ τους τα περιοδικά «Ευτέρπη», το Σεπτέμβριο του 1847 σε συνεργασία με τον συμμαθητή του Γρηγόριο Καμπούρογλου, και «Πανδώρα», το 1849 σε συνεργασία με τους Νικόλαο Δραγούμη και τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, ενώ υπήρξε μέλος κριτικής επιτροπής ποιητικών διαγωνισμών του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Τα αρχικά του έργα ανήκουν στο ρεύμα της ρομαντικής ποίησης, χρησιμοποιώντας στοιχεία από το δημοτικό τραγούδι. Αργότερα προσχώρησε στο ρεύμα του κλασικισμού χρησιμοποιώντας την καθαρεύουσα. Στην πεζογραφία έγραψε το πρώτο νεοελληνικό ιστορικό μυθιστόρημα και πολλά διηγήματα. Υπερασπίστηκε τη λόγια γλώσσα, δηλαδή την καθαρεύουσα, και τη φαναριώτικη ποίηση, απορρίπτοντας παράλληλα τη δημοτική γλώσσα και το δημοτικό τραγούδι, καθώς και την κρητική λογοτεχνία και εν μέρει την επτανησιακή ποίηση. Οι ασχολίες του απέδωσαν αξιόλογα αποτελέσματα στο πεδίο της γνώσεως αλλά και της προωθήσεως των υποθέσεων του Ελληνισμού στον διεθνή χώρο.

Συγγραφικό έργο

Ο Ραγκαβής έγραψε το ποίημα «Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά» ή «Ο κλέφτης» [5], μέρος των στίχων του οποίου περιλαμβάνονται στο ομώνυμο εμβατήριο του Ελληνικού Στρατού και η μουσική του είναι βασισμένη σε Βαυαρικό εμβατήριο της εποχής.

Σειρές βασισμένες σε έργα του [6]:

  • «Ο Αυθέντης του Μορέως», το πρώτο νεοελληνικό ιστορικό μυθιστόρημα στο οποίο ακολουθεί το πρότυπο του Sir Γουόλτερ Σκοτ,
  • «Αι φυλακαί ή η κεφαλική ποινή»,
  • «Γάμος άνευ νύφης», μονόπρακτη κωμωδία το 1984 στην ΕΡΤ2,
  • «Ο Συμβολαιογράφος», ένα εκτενές διήγημα (νουβέλα) που αρχικά δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Πανδώρα» μεταξύ 1850-1851 και κυκλοφόρησε σε βιβλίο το 1955 μαζί με άλλα διηγήματα.

Πρόκειται για ένα από τα λίγα κείμενα του Ραγκαβή που έχουν θέμα ελληνοκεντρικό, μιας και στο σύνολο του καταγράφει γεγονότα και περιστατικά εκτός του τότε ελληνικού χώρου. Το 1979 έγινε σειρά από την ΕΡΤ1 σε σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαηλίδη, με τον Βασίλη Διαμαντόπουλο στον ομώνυμο ρόλο.

  • «Του Κουτρούλη ο γάμος», πολιτική κωμωδία που δημοσίευσε το 1845 με το ψευδώνυμο Χρηστοφάνος Νεολογίδης.

Το έργο μεταφράστηκε στα γερμανικά και συνοδεύτηκε από μουσική του καθηγητή του ωδείου του Παρισιού Δανχάουζερ ενώ το 1984 παρουσιάστηκε σε τηλεοπτική διασκευή από τον τηλεοπτικό δίαυλο της ΕΡΤ.

  • «Ιστορία της νεοελληνικής φιλολογίας», έργο που αποτελεί την πρώτη, ως την εποχή του, συστηματική απόπειρα καταγραφής της ελληνικής λογοτεχνίας.

Στο έργο του υπερασπίζεται τη λόγια γλώσσα και τη φαναριώτικη ποίηση την οποία θεωρεί ως τη μόνη άξια συνέχεια της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας. Απάντηση στην Ιστορία του έδωσε ο Ιούλιος Τυπάλδος με επιστολή προς τον Σπυρίδωνα δε Βιάζη, στην οποία ανασκευάζει όλες τις απόψεις του.

  • «Απομνημονεύματα», οι δύο πρώτοι τόμοι κυκλοφόρησαν το 1894 και το 1895, αντιστοίχως, ο τρίτος και ο τέταρτος αρκετά χρόνια αργότερα, το 1930.
  • «Ιστορία της αρχαίας καλλιτεχνίας» το 1866,
  • «Οι τριάκοντα τύραννοι», το 1866, έμμετρο δράμα.

Το 1862 εξέδωσε το πρώτο φύλλο της εφημερίδας «Ευνομία.

Αρχείο Αλέξανδρου Ραγκαβή

Το Αρχείο του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή σώζεται στο Κέντρο Ερεύνης της Ιστορίας του Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών. Αριθμεί συνολικά 85 φακέλους χωρισμένους σε τρία τμήματα. Το πρώτο περιλαμβάνει 56 φακέλους οι οποίοι χωρίζονται:

  • 1-16: έγγραφα του ιδιωτικού βίου του Ραγκαβή,
  • 17-37: έγγραφα που αφορούν τον δημόσιο βίο του,
  • 38-49: έγγραφα που αφορούν την επιστημονική και λογοτεχνική του δραστηριότητα,
  • 45-49: τιμητικές διακρίσεις και
  • 50-56: διάφορα έγγραφα.

Το δεύτερο τμήμα περιλαμβάνει τους φακέλους 57-78 και τιτλοφορείται Κατάλοιπα Χειρόγραφα και, τέλος, το τρίτο τμήμα που αφορά τους φακέλους 79-85, που συμπεριλαμβάνουν αποκόμματα εφημερίδων και περιοδικών. Αποτελεί σημαντική πηγή –ίσως η σημαντικότερη μαζί με το Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών– για την εμβάθυνση στη ζωή και τη δραστηριότητα του Ραγκαβή. Στο Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών διασώζεται σημαντικό υλικό για τη διπλωματική του δραστηριότητα και για τις πολιτικές και εθνικές εξελίξεις της περιόδου. Επίσης, στις εφημερίδες και τα περιοδικά της εποχής υπάρχουν εκατοντάδες άρθρα του ιδίου, αλλά και άλλων που αναφέρονται άλλοτε με πολιτικά και εθνικά θέματα και άλλοτε στο λογοτεχνικό του έργο.

Μνήμη Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή

Ο Ραγκαβής, μαχητής του πνεύματος και του Ελληνισμού, υπήρξε ευρυμαθής λόγιος με πολλά ενδιαφέροντα καθώς έζησε σε περιβάλλοντα με ανάλογα ενδιαφέροντα και εξελίχθηκε σεε προσωπικότητα μεγάλου βεληνεκούς. Ενδεικτικά, έζησε στην αυλή του ηγεμόνα Αλέξανδρου Σούτσου στο Βουκουρέστι, επί μια οκταετία, όπου ήρθε σε επαφή με την ευρωπαϊκή λογοτεχνία ενώ στο Μόναχο παρακολούθησε μαθήματα του Σέλινγκ και μιλούσε άπταιστα τρεις ξένες γλώσσες. Η πολιτική και διπλωματική συνεισφορά του στα δρώμενα του Ελληνισμού είναι σαφώς υποτιμημένη.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, «Απομνημονεύματα», τόμος Α', σελίδα 56η.]
  2. [Μετά την καταστροφή της κατοικία τους ο πατέρας Ραγκαβής δεν θέλησε να οικοδομήσει νέα οικία στην Κωνσταντινούπολη. Τα ερείπια της παλαιάς παρέμειναν εκεί μέχρι που ξέσπασε η Επανάσταση. Τότε ο χώρος δημεύθηκε από τους Οθωμανούς και το 1873 το οικόπεδο και ότι είχε απομείνει από την κατεστραμμένη κατοικία δόθηκαν στην ιταλική κυβέρνηση που τη χρησιμοποίησε ως πρεσβεία.]
  3. [Το Σώμα των Δευτεροτόκων συνεστήθη προκειμένου να κατατάσσονται σε αυτό οι δευτερότοκοι γιοι των Γερμανικών οικογενειών. Σύμφωνα με το τότε αριστοκρατικό και τιμοκρατικό δίκαιο της Γερμανίας οι πρωτότοκοι ήταν οι κληρονόμοι των πατρικών τίτλων και της πατρικής ακίνητης περιουσίας (Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, «Απομνημονεύματα», τόμος Α', σελίδα 157η.)]
  4. [Η πρώτη εν Ελλάδι μονομαχία argolika.gr]
  5. [Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής: Ο κλέφτης (Μαύρ’ είν’ η νύχτα στα βουνά) tritosdromos.gr]
  6. [Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής retrodb.gr]