Κώττας Χρήστου

Από Metapedia
(Ανακατεύθυνση από Καπετάν Κώττας)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Κωνσταντίνος [Κώττας ή Κώτες] Χρήστου (βουλγαρικά: Коте Христов, Κώτε Χρήστωφ), Έλληνας εθνικιστής, Σλαβόφωνος (Βουλγαρόφωνος και Αρβανιτόφωνος) οπλαρχηγός, Μακεδονομάχος και από τους πρωτεργάτες, ίσως ο πρώτος, του Μακεδονικού αγώνα, γνωστός ως Καπετάν Κώττας ή με το προσωνύμιο Αετός των Κορεστίων που έδρασε στην ομώνυμη περιοχή της δυτικής Μακεδονίας, γεννήθηκε την 1η Μαΐου του 1860 (άλλη πηγή αναφέρει ως έτος γεννήσεως του 1863) στο χωριό Ρούλια [1] [σημερινή ονομασία Κώττας] των Πρεσπών, του νομού Φλώρινας στη Δυτική Μακεδονία και απαγχονίστηκε από τις Τουρκικές αρχές κατοχής στις 27 Σεπτεμβρίου 1905 στην πόλη Μπίτολα [τότε Μοναστήρι]. Η σορός του παρέμεινε υπό φύλαξη στο χώρο του απαγχονισμού και στη συνέχεια παραδόθηκε στην Ορθόδοξη εκκλησία της πόλεως. Η νεκρώσιμη ακολουθία του τελέστηκε χοροστατούντος του οικείου Μητροπολίτου με την παρουσία χιλιάδων Ελλήνων της περιοχής.

Καπετάν Κώττας (Χρήστου)
Kottas.jpg
Βιογραφικά στοιχεία (συνοπτικά)
Γέννηση: 1η Μαΐου 1860 ή 1863
Τόπος: Ρούλια (Κώττας) Πρεσπών, Φλώρινα.
Σύζυγος: Ζωή Σφέτκου
Τέκνα: Σοφία, Δημήτριος, Σωτήριος, Βασιλική
Χρήστος, Λάζαρος, Πασχαλινή, Ευάγγελος.
Υπηκοότητα: Οθωμανική
Ασχολία: Αγρότης, κτηνοτρόφος, Μακεδονομάχος
Θάνατος: 27 Σεπτεμβρίου 1905 (απαγχονισμός)
Τόπος: Μοναστήρι, Μακεδονία.

Ο καπετάν Κώττας ήταν παντρεμένος με τη συγχωριανή του Ζωή Σφέτκου και από το γάμο τους απέκτησαν οκτώ παιδιά, τη Σοφία, τον Δημήτριο, μετέπειτα δικηγόρο Φλωρίνης, τον Σωτήριο, γεννημένου το 1894 μετέπειτα Αντιστράτηγο του Ελληνικού Στρατού, τη Βασιλική, τον Χρήστο, τον Λάζαρο, την Πασχαλινή και τον Ευάγγελο. Η Βασιλική, η Πασχαλινή και ο Λάζαρος πέθαναν σε νεαρή ηλικία. Ο Ευάγγελος πέθανε το 1958 στην Αθήνα.

Βιογραφία

Το χωριό Ρούλια ή Χρούλια κατοικούνταν, αρχικά, από οικογένειες Αρβανιτών Βλάχων και Σαρακατσάνων που εγκαταστάθηκαν μόνιμα εκεί και βαθμιαία εκσλαβίστηκαν γλωσσικά στα μέσα του 19ου αιώνα. Ήταν κτισμένη, αρχικά, στα βορειοδυτικότερα του σημερινού χωριού, τοποθεσία που ως και σήμερα ονομάζεται Επάνω Χωριό και βρίσκονταν στην παλαιά οδική αρτηρία Φλώρινας – Κορυτσάς. Η θέση του χωριού, πάνω σε κύρια οδική αρτηρία, το είχε καταστήσει εύκολο στόχο σε οθωμανικά στρατεύματα και ένοπλες ομάδες ατάκτων που προκαλούσαν κατά καιρούς καταστροφές, λεηλασίες και φόνους. Σταδικά, οι κάτοικοι εγκατέλειψαν το χωριό και μετοίκησαν τη σημερινή τοποθεσία, που τότε βρίσκονταν ανάμεσα σε δάση και ήταν προστατευμένη (μετά το 1880 πέρασε από τον νέο οικισμό η νέα οδική αρτηρία από τη Φλώρινα, που στη Ρούλια διακλαδίζονταν προς Καστοριά και προς Κορυτσά).

Προγονική οικογένεια

Η οικογένεια Κώττα έφερε, αρχικά, το επώνυμο Ρουσάνης. Ήταν από τις παλαιότερες της Ρούλιας (Κώτα) και ζούσε στο χωριό, πριν ακόμα μεταφερθεί στη σημερινή του θέση και έγιναν μία από τις λιγοστές οικογένειες που μετοίκησαν από τον παλιό, στον νέο οικισμό της Ρούλιας, όπου κατείχε όλο το βόρειο τμήμα του οικισμού. Κατά προφορική μαρτυρία, ένας από τους προγόνους του Κώττα, ο Ανδρέας Ρουσάνης, την εποχή που κατοικούνταν το παλιό χωριό, ληστεύθ7ηκε και στη συνέχεια δολοφονήθηκε από Τούρκους σε τοποθεσία κοντά στο δρόμο προς Κονομπλάτι (σημερινή ονομασία Μακρυχώρι). Έκτοτε η τοποθεσία ονομάστηκε Τάφος του Ανδρέα και το περιστατικό αποτέλεσε την αιτία να επεκταθεί η Ρούλια έως αυτό το σημείο, καθώς οι κάτοικοι της Τσίριας (χωριό που εγκαταλείφθηκε αργότερα) αποποιήθηκαν τον χώρο, φοβούμενοι οθωμανικά αντίποινα. Σύμφωνα με όσα συνάγονται από ένα οικογενειακό κειμήλιο της οικογένειας, το χάλκινο τραπέζι στο οποίο συνέτρωγαν ο Κώττας με τους αξιωματικούς Παύλος Μελάς, Αλέξανδρο Κοντούλη, Αναστάσιο Παπούλα, και Γεώργιο Κολοκοτρώνη, μεταξύ των προγόνων του ήταν ο Ιωάννης (1735) και Σωτήριος, Αναστάσιος Ρουσάνης (1849).

Οικογένεια Κώττα

Γονείς του Κωνσταντίνου ήταν ο μικρέμπορος Χρήστος Ρουσάνης και η Σοφία Χρήσου των οποίων ήταν το μόνο τέκνο, όμως είχε μια μεγαλύτερη - κατά τριάντα σχεδόν έτη - αδελφή από προηγούμενο γάμο της μητέρας του. Βαπτίστηκε την ίδια χρονιά, που συνέπεσε με τη θεμελίωση της εκκλησίας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου της Ρούλιας, και του δόθηκε το όνομα Κωνσταντίνος όμως επικράτησε ο παραφθαρμένος τύπος Ντίνος, Κώστας ή Κώττας [2].

Πρώτα χρόνια

Ο Κώττας δεν αγαπούσε ιδιαίτερα τα γράμματα και με μεγάλη επιμονή έμαθε για λόγους βιοποριστικούς να γράφει και να διαβάζει. Σε ηλικία 20 ετών κατατάχθηκε σε σώμα της τοπικής πολιτοφυλακής, που συγκρότησαν οι χριστιανοί της περιοχής για την προστασία της περιουσίας τους από τους ληστές. Αργότερα άσκησε το επάγγελμα του αγωγιάτη και εξ αιτίας αυτού ταξίδευε για αρκετά χρόνια στη Θράκη, την Κωνσταντινούπολη φθάνοντας ως τη Σερβία. Το 1886 επέστρεψε στη Ρούλια και μετά το θάνατο του πατέρα του Χρήστου κρατούσε μόνος του το οικογενειακό παντοπωλείο ενώ ασχολήθηκε με τη γεωργία, καλλιεργώντας τα λιγοστά κτήματα της πατρικής περιουσίας. Άσκησε, επίσης, τα επαγγέλματα του υποδηματοποιού, του κηροπλάστη και του ξενοδόχου. Απέκτησε αρκετά χρήματα και μέρος τους διέθετε για την αρωγή των φτωχών συμπατριωτών του. Ανέγειρε ξενώνα όπου παρέχονταν δωρεάν τροφή και στέγη στους άπορους και με δική του δωρεά ανεγέρθηκε οίκημα στη μονή της Αγίας Τριάδας Πισοδερίου.

Στα 33 του χρόνια έγινε πρόεδρος του χωριού και ήρθε σε κόντρα με τον μπέη της Καπεστίτσας, τον Τουρκαλβανό Κασήμ Αγά, ο οποίος αποπειράθηκε να τον σκοτώσει, όμως διασώθηκε καθώς κρύφτηκε σε σπίτια συγχωριανών του. Ο Γεώργιος Μόδης, ιστορικός με καταγωγή από το Μοναστήρι, αναφέρει [3] πως ειδικά στα Κορέστια «ο τουρκικός ζυγός ήταν βαρύτερος και σκληρότερος από παντού αλλού». Το 1896, όταν ο Κώττας ήταν πρόεδρος του χωριού του, ξέσπασε τοπική εξέγερση εναντίον των Οθυμανών. Αρχικά, ο Κώττας εντάχθηκε στη βουλγαρική ΕΜΕΟ, τη βουλγαρική «Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση» (VMRO), που διακήρυσσε τον αλυτρωτισμό της με το σύνθημα «Η Μακεδονία στους Μακεδόνες», προκειμένου να αντιμετωπίσει τους Τούρκους. Βοήθησε στη συσπείρωση των Χριστιανών και το Σεπτέμβριο του 1899 σκότωσε τον Τούρκο Νουρή μπέη, τους συνοδούς του καθώς και τον εισπράκτορα Ταχήρ, ο οποίος καταδυνάστευε τα χωριά της Φλώρινας. Γράφει [4] ο Γεώργιος Μόδης:

«... Ένα πρωί του Σεπτεμβρίου του 1899 στη Χαλάρα των Κορεστίων ήρθε ένας Τούρκος, ο Ταχίρ αγάς, και ήθελε να κάνει κακό στις δυο νύφες του Κολίτσα,  του γερο-μουχτάρη του χωριού. Κι όσο ο πεθερός προσπαθούσε να προστατέψει τις νύφες του τόσο εκείνος τις ζητούσε όλο και πιο επίμονα. Εκείνη την πολύ δύσκολη στιγμή ανοίγει η πόρτα του σπιτιού του μουχτάρη, μπαίνει μέσα ο Κώττας λέγοντας «Σου φέρνω εφτά νύφες, Ταχίρ» (εφτά ήταν τα παλικάρια του Κώττα). Πιάνει τον Ταχίρ και τους 4 συνοδούς του και τους ρίχνει σε μια απάτητη σπηλιά, γλιτώνοντας έτσι τις νύφες του γερο-Κολίτσα...».

Ένοπλη δράση

Το 1856, χρονική περίοδο ς που συνέβη το τέλος του Κριμαϊκού Πολέμου, αποτέλεσε το έτος ορόσημο και την κρίσιμη καμπή για την αφύπνιση του βουλγαρικού επεκτατισμού. Η Ρωσία, ηττημένη στρατιωτικά και διπλωματικά, επιδίωξε την επέκταση της ισχύος της και κινήθηκε υπέρ των Βουλγάρων, βοηθώντας στον εκσλαβισμό της Μακεδονίας και το 1870 δημιουργήθηκε αυτοκέφαλη βουλγαρική εκκλησία, η Εξαρχία, Μετά το ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877, με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, το 1878, δημιουργήθηκε η Μεγάλη Βουλγαρία, στην οποία παραχωρήθηκε το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας όμως η συνθήκη αναθεωρήθηκε στο συνέδριο του Βερολίνου, περιορίζοντας την έκταση της αυτόνομης Βουλγαρίας.

Ο Κώττας, αρχικά, πολέμησε με την ΕΜΕΟ εναντίον των Οθωμανών (1898-1900), διαχωρίζοντας τη στάση του αργότερα λόγω των σφαγών και γενικότερα τω διωγμών εναντίον των Ελληνικών πληθυσμών. Λίγο αργότερα ήρθε σε ρήξη με τα μέλη της ΕΜΕΟ, Τσακαλάρωφ και Κλιάσεφ, οι οποίοι προσπάθησαν να τον δολοφονήσουν, λόγος για τον οποίο διέφυγε στα βουνά και κατέφυγε στο Βίτσι, όπου σχημάτισε τη δική του ένοπλη ομάδα, σαν αντάρτης. Το πρώτο ένοπλο σώμα του ήταν ανεξάρτητο και αποτελείτο από επτά άτομα. Δρούσε κυρίως στις περιοχές Πρεσπών και Φλώρινας και προσέφερε βοήθεια στους χριστιανούς. Η ομάδα του εξόντωσε μία σειρά Τούρκων και Τουρκαλβανών, όπως τον Νουρή μπέη, τους Τουρκαλβανούς μπέηδες Τσαούς Σιαμπάν και Τζέλιο, τον Κασήμ αγά και άλλους. Γράφει [5] σχετικά ο συγγραφέας του Μακεδονικού Αγώνα Κωνσταντίνος Δούφλιας:

«..Ο Κώττας ήταν ο πρώτος που άρχισε το ξεκαθάρισμα στα Κορέστια και στο Μοναστήρι. Μ’αρέσει να τον θαυμάζω απεριόριστα. Ήταν ο πρώτος του αγώνα κι όμως οι Μακεδόνες δεν τον τραγούδησαν πολύ. Ίσως υπάρχει μια δικαιολογία πολύ εσωτερική. Ο Κώττας ήταν δικός τους, βγαλμένος από την ίδια την ψυχή τους. Από μικρός πήρε τα βουνά και αντρειώθηκε με τη μυρουδιά της φτέρης και της οξιάς. Ο πόλεμος ήταν γι’αυτόν καθημερινό παιχνίδι. Γι’αυτό γνώριζε καλά τα τερτίπια του. Όταν άρχισε το ξεκαθάρισμα, δεν έφερε τη μεγάλη έκπληξη ή τον άπειρο ενθουσιασμό. Ήταν απλά η φυσική συνέχεια της ζωής του». 

Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης

Μετά την αποστασιοποίηση του Κώττα από το Βουλγαρικό Κομιτάτο και την αποτυχία της απόπειρας δολοφονίας σε βάρος του, ηγετικά στελέχη του Κομιτάτου προσπάθησαν να τον πείσουν να μεταβεί στη Σόφια και παράλληλα να τον δωροδοκήσουν. Τη διαμάχη τους εκμεταλλεύθηκε ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης και στις αρχές του 1902 προσηλύτισε τον Κώττα στην ελληνική ιδέα ο οποίος ανέλαβε να συντηρεί την ομάδα του Κώττα ο οποίος περιόδευσε στα χωριά της Καστοριάς και ενθάρρυνε τους τρομοκρατημένους Έλληνες να δηλώνουν φανερά το εθνικό τους φρόνημα.

Η δράση του, καθώς ανέλαβε να υπερασπίζεται τα χωριά της περιοχής από τους Βούλγαρους κομιτατζήδες και τους Τούρκους, τον κατέστησε προστάτη των Πατριαρχικών και το φόβητρο των Βουλγάρων και των Τούρκων. Με τη συνδρομή του Μητροπολίτη Καστοριάς συγκρότησε ένοπλα σώματα. Αγωνίστηκε με πείσμα αξιοθαύμαστο να εξουδετερώσει τα εις βάρος των Ελλήνων κακουργήματα και από τη στιγμή εκείνη οι βουλγαρικές ορδές σπάνια τολμούσαν να μπουν και να δράσουν στα Κορέστια. Το αντάρτικο σώμα του έφτασε να αριθμεί 600 άνδρες και είχε ως κύριο σκοπό την προστασία των χριστιανικών πληθυσμών. Στη δράση του στάθηκε δίκαιος και απομάκρυνε από την ομάδα του δύο αντάρτες, οι οποίοι είχαν δολοφονήσει εν αγνοία του, τον γιο του μπέη Τζεμάλ της Κορυτσάς, με αποτέλεσμα φοβερά τουρκικά αντίποινα κατά αθώων Ελλήνων και δεν κάμφθηκε ούτε όταν οι τελευταίοι έπιασαν ένα από τα παιδιά του ως όμηρο, απειλώντας να το σκοτώσουν.

Ο Κώττας ήταν ήδη στο στόχαστρο των οθωμανικών Αρχών οι οποίες συνέλαβαν ένα αποστασιοποιημένο στέλεχος του Βουλγαρικού Κομιτάτου και πρώην συναγωνιστή του Κώττα, από το οποίο έμαθαν πληθώρα πληροφοριών. Αυτές βοήθησαν τους Τούρκους να εξαρθρώσουν ένα μεγάλο μέρος του δικτύου πληροφοριοδοτών του Κομιτάτου αλλά και να στραφούν εναντίον του Έλληνα οπλαρχηγού. Τότε ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης τελευταίος διέταξε έναν καπετάνιο να συνοδεύσει δύο από τους υιούς του Κώττα στην Αθήνα. Εκεί, ο Στέφανος Δραγούμης, ο Παύλος Μελάς και ο Αλέξανδρος Κοντούλης μεσολάβησαν και με την οικονομική ενίσχυση της κόμισσας Λουΐζης Ριανκούρ τα δύο παιδιά γράφτηκαν στο σχολείο του Ιωάννη Δέλλιου.

Αυτή την περίοδο οι κομιτατζήδες κατάφεραν να συλλάβουν τον Κώττα και προσπάθησαν να τον «πείσουν» με απειλές, εκβιασμούς, υποσχέσεις και δωροδοκία να επιστρέψει στο κομιτάτο. Εκείνος έδειξε ότι συναινεί για να μπορέσει όπως επιστρέψει στο χωριό του, όπου αποκήρυξε τους Βουλγάρους. Οι τελευταίοι σκότωσαν για εκδίκηση τον αδερφικό φίλο του Τραϊανό Κεσίνη. Ο Κώττας απτόητος συνέχισε τη δράση του, οργάνωσε ένοπλες ομάδες σε διάφορα χωριά των Κορεστίων και των Πρεσπών. Οι Ελληνικοί πληθυσμοί ανακουφίστηκαν και οι κομιτατζήδες του έστησαν ενέδρα για να τον σκοτώσουν, τον Μάϊο του 1902, όμως ο Κώττας διέφυγε, σκοτώνοντας δύο (2) από τους Βουλγάρους επίδοξους δολοφόνους του.

Εξέγερση Ίλιντεν

Λίγο καιρό πριν την εξέγερση του Ίλιντεν το Βουλγαρικό Κομιτάτο επεχείρησε και πάλι να τον δολοφονήσει όμως αν και η τρίτη απόπειρα απέτυχε, κατάφεραν να σκοτώσουν κάποιους από τους στενούς συνεργάτες του. Η αποτυχία υποχρέωσε τους Βουλγάρους να τον προσεγγίσουν εκ νέου εν όψει της τότε επικείμενης εξέγερσης στο Ίλιντεν. Όταν και αυτή η προσπάθεια τους απέτυχε οι κομιτατζήδες έσφαξαν τέσσερις Έλληνες προύχοντες στο Πισοδέρι και τον πρόεδρο της κοινότητος στην Μπρέσνιτσα (νυν Βατοχώρι). Συνέχισαν, δολοφονώντας και άλλους Έλληνες, τον θάνατο των οποίων εκδικήθηκε ο Κώττας.

Κατά την προετοιμασία της εξεγέρσεως την Άνοιξη 1903, αναφέρεται στην Αθήνα ότι διέσωσε στις Πρέσπες τον κομιτατζή Άρσωφ από τους Τούρκους, όμως στις 21 Απριλίου του 1903 ο Ίων Δραγούμης διαψεύδει την πληροφορία και γράφει στον Παύλο Μελά:

«Τα περί Άρσωφ και Κώτε είναι ψέματα αλλά θα γράψω του Καστορίας να προσέχη τον Κώτε».

Βούλγαροι πράκτορες προετοίμαζαν επί μήνες το έδαφος δολοφονώντας αθρόα Έλληνες σλαβόφωνους για να πιέσουν τους υπόλοιπους σε συμμετοχή, ενώ πριν την εξέγερση επιβλήθηκε καταβολή χρηματικής εισφοράς προς την ΕΜΕΟ. Πολλοί Έλληνες εξαναγκάστηκαν να πουλήσουν τη γη και τα ζώα τους για να εξασφαλίσουν την εισφορά.

Στις 20 Ιουλίου του 1903 ξέσπασε στη Βορειοδυτική Μακεδονία η εξέγερση του Ίλιντεν στηριγμένη σε πλατιά λαϊκά ερείσματα, αφού επιβλήθηκε με τη βία από την ΕΜΕΟ ακόμη και στον εξαρχικό πληθυσμό. Ο Κώττας δέχθηκε να συμμετάσχει αλλά ζήτησε να αναβληθεί χρονικά η εξέγερση καθώς θεωρούσε ότι θα οδηγούσε σε καταστροφή των χριστιανικών πληθυσμών. Γι’ αυτό, η συμμετοχή του περιορίστηκε στην προστασία των περιοχών του από ενδεχόμενα οθωμανικά αντίποινα, τα οποία – με την αποτυχία της εξέγερσης – ήταν σκληρά επί όλων των χριστιανών: οι Οθωμανοί κατέστρεψαν εκ βαθρων ολόκληρα χωριά στη Δυτική και Βόρεια Μακεδονία. Στην εξέγερση ανέλαβε την επίβλεψη των οδικών δικτύων και τις κρατούσε ανοιχτές προς Κορέστια. Ήταν η περίοδος που πληροφορήθηκε ότι οι Βούλγαροι προετοίμαζαν ενέδρα σε βάρος του ενώ μετά την καταστολή της εξεγέρσεως, οι Βούλγαροι σκότωσαν στενό του φίλο και έκαψαν το σπίτι του στο χωριό Πισοδέρι.

Ελλάδα / Παύλος Μελάς

Το Φεβρουάριο του 1904 ταξίδεψε στην Αθήνα ο οπλαρχηγός Λάκης (Νίκος) Πύρζας ο οποίος πρότεινε στους συνομιλητές του να ζητήσουν να έρθει στην Ελλάδα ο Κώττας, μαζί με επίλεκτους από τους ντόπιους οπλαρχηγούς του. Ο Κώττας αποδέχθηκε την πρόταση και τον ίδιο μήνα ήρθε στην Αθήνα με συναγωνιστές του [6], όπου βρίσκονταν και σπούδαζαν, από τον Απρίλιο του 1903, οι δύο μεγαλύτεροι γιοι του Δημήτρης και Σωτήρης. Στην πρωτεύουσα της Ελλάδος συναντήθηκε, αρχικά, με τον Στέφανο Δραγούμη στο σπίτι του οποίου στην Κηφισιά συνάντησε στις 18 Φεβρουαρίου και γνώρισε τους Παύλο Μελά, Δημήτριο Καλαποθάκη, Πρόεδρο του Μακεδονικού Κομιτάτου, και τον Αλέξανδρο Κοντούλη. Παράλληλα, με τη μεσολάβηση του Δραγούμη συναντήθηκε και με τον τότε διάδοχο Κωνσταντίνο, προκειμένου να οργανώσουν τον Μακεδονικό Αγώνα. Ο Κώττας, τον Μάρτιο του ίδιου έτους, συνόδευσε τον Μελά και τους Γεώργιο Κολοκοτρώνη εγγονό του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Αλέξανδρο Κοντούλη και Αναστάσιο Παπούλα στην περιοδεία τους στη Μακεδονία. Ο Κώττας ήρθε σε συνεννόηση με μέλος της ΕΜΕΟ, τον εξάδελφο και φίλο του Μήτρο Βλάχο, από τον οποίο ζήτησε να ταχθεί με την ελληνική πλευρά. Η ενέργεια του αυτή προκάλεσε τη διαμάχη με συντρόφους του, που τον κατηγόρησαν για την επαφή του με τον Βλάχο επειδή ήταν Βούλγαρος κομιτατζής.

Ο Κώττας υποδέχθηκε την πρώτη Ελληνική αποστολή που την αποτελούσαν οι τέσσερις προαναφερθέντες αξιωματικοί στα τότε Ελληνοτουρκικά σύνορα με επτά ένοπλα παλληκάρια του, τους οδήγησε στη Μακεδονία μέχρι τις Πρέσπες και τους συνόδευσε σ’ όλη τη μακρά περιοδεία τους και φρόντισε για την ασφαλή επιστροφή τους στην Ελλάδα. Σε μακροσκελή αναφορά τους προς τον υπουργό Στρατιωτικών οι τρεις από αυτούς γράφουν [7] από το Βογατσικό στις 16 Απριλίου 1904:

«Εισήλθομεν εις το Μακεδονικόν έδαφος, δια του μεθοριακού σταθμού Κριτσοτάδων, την νύκτα της 7ης-8ης του παρελθόντος μηνός. Κατά την εισβολήν μας ταύτην συνοδευόμεθα εξ επτά οπλοφόρων υπό τον οπλαρχηγόν Κωνσταντίνον Χρήστου Καπετάν Κώτα. Τα χωρία είναι παντελώς αφωσιωμένα εις τον Κώταν. Εκ του συνόλου της περιοδείας ημών και της προσωπικής συναντήσεως μετά των προκρίτων των διαφόρων χωρίων απεκομίσαμεν αρίστας εντυπώσεις.
Θεωρούμεν επιβεβλημένον να υποβάλωμεν τη Υμετέρα Εξοχότητι την γνώμην διεμορφώσαμεν περί του Κώτα μετά του οποίου επί μήνα περίπου είμεθα εις συνάφειαν και συνεργασίαν και ο οποίος σπουδαίως διηυκόλυνε το έργον της περιοδείας και της αποστολής ημών. Ο Κώτας, εξόχως ικανός εις το έργον του, επέτυχε να έχη αφωσιωμένα χωρία άτινα εις το νεύμα του είναι έτοιμα να κινηθώσιν κατά τας διαθέσεις του. Κατά το έτος 1903, το λεγόμενον «έτος της επαναστάσεως», επολέμησε γενναίως κατά του τουρκικού στρατού μη διακρίνων ορθοδόξους και σχισματικούς, βλέπων δε μίαν Χριστιανικήν αδελφότητα και μίαν Μακεδονίαν. Είναι φανατικός και ενάρετος Χριστιανός. Μετά τα οικτρά αποτελέσματα των βουλγαρικών επιδρομών και τας κακούργους πράξεις, ο Κώτας μετερρύθμισε τας ιδέας του. Νυν εμφορείται εκ της ιδέας ότι όστις κατορθώνει επαναφοράν των σχισματικών εις την Ορθοδοξίαν πράττει πράξιν θεάρεστον. Από πολλού ήδη εργάζεται υπέρ των ιδεών ημών. Ετέθη εις πραγματικήν εθνικήν Ελληνικήν δράσιν, μετά παρρησίας δε ενώπιον ημών ωμίλησε προς τους εκ των χειλέων του κρεμωμένους θαυμαστάς του χωρικούς ότι η Ελληνική φυλή, εις ην ανήκομεν όλοι, είναι προωρισμένη να σώση την Μακεδονίαν».

Η Ελληνική απάντηση στην εξέγερση του Ίλιντεν ήταν η δράση αντάρτικων σωμάτων με επικεφαλής μόνιμους αξιωματικούς του στρατού μεταξύ των οποίων, πέραν του Παύλου Μελά, ήταν ο θρυλικός επαναστάτης και μετέπειτα Αντιστράτηγος Γεώργιος Τσόντος Βάρδας (καπετάν Βάρδας), ο Τέλλος Αγαπηνός (καπετάν Άγρας) που ανέλαβαν να συντονίσουν την άμυνα των ελληνικών χωριών. Οι αξιωματικοί αυτοί βασίσθηκαν σε ντόπιους μακεδονομάχους, όμως τα πρώτα χρόνια κυρίως στον καπετάν Κώττα.

Η σύλληψη του

Στις 9 Ιουνίου 1904 συνελήφθη από τους Τούρκους, ύστερα από προδοσία παλιών του συντρόφων στο V.M.R.O., και μεταφέρθηκε αρχικά στις φυλακές Καστοριάς, στη συνέχεια στις φυλακές Κορυτσάς και τελικά στις φυλακές Μοναστηρίου. Η σύζυγός του, Ζωή, για λόγους ασφαλείας εγκαταστάθηκε με τα παιδιά της στην Καστοριά και επανήλθε στη Ρούλια το φθινόπωρο του 1904. Τον Αύγουστο του 1905 ο Μήτρο Βλάχο εισέβαλε με το πολυπληθές σώμα του στη Ρούλια, περιέλουσε με πετρέλαιο την οικία του Κώττα και έβαλε φωτιά, όμως με τη συμπαράσταση των κατοίκων, η Ζωή με τα παιδιά τους κατάφεραν να σωθούν. Στη διάρκεια της κρατήσεως του στη φυλακή, ο Έλληνας τότε πρόξενος του Μοναστηρίου Σταμάτιος Κιουζές Πεζάς και ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης προσπάθησαν να τον αποφυλακίσουν όμως οι οθωμανικές αρχές ήταν ανένδοτες, καθώς εκκρεμούσαν σε βάρος του πολλές καταδίκες.

Ο Μητροπολίτης Καστοριάς πέτυχε συμφωνία με τους Οθωμανούς, ώστε να αποφυλακιστεί ο Κώττας με αντάλλαγμα την υπηρεσία του στον οθωμανικό στρατό, κάτι που ο Κώττας αρνήθηκε. Σχετικά με τις φήμες που αναφέρουν ότι ο Γερμανός Καραβαγγέλης τον κατέδωσε στις Τουρκικές αρχές γράφει [8] ο Γεώργιος Μόδης, ο κατεξοχήν συγγραφέας του Μακεδονικού Αγώνα που ήταν και ο ίδιος Μακεδονομάχος:

«Έχει κυκλοφορήσει και μια φήμη, ότι την προδοσία την έκαμε ο Μητροπολίτης Καστορίας! Είναι τόσο τερατώδης, όσο και ανόητη. Για ποιο λόγο ο Καραβαγγέλης θα ανοσιουργούσε; Ο Θύμιος Καούδης, που έμεινε περισσότερο απ’τους άλλους με τον Κώττα και είχε πολύν καιρό μαζί του τον Παύλο Κύρου, τον Νταλίπη και άλλους, το διαψεύδει με τον κατηγορηματικότερο τρόπο. {...}...»

Αντίθετα με την παραπάνω άποψη ο Κωνσταντίνος Δούφλιας υποστηρίζει πως: «Δεν μπορούσε να τον σώσει ο Καραβαγγέλης, γιατί ο Κώττας ήταν τουρκοφάγος».

Ο απαγχονισμός του

Ο απαγχονισμός του Κώττα αποφασίστηκε να γίνει το πρωινό της 27ης Σεπτεμβρίου του 1905. Ο ίδιος απαίτησε να του φέρουν Έλληνα ορθόδοξο ιερέα για να μεταλλάβει των Αχράντων Μυστηρίων. Ακολούθως οδηγήθηκε στην πλατεία Ατ Παζάρ του Μοναστηρίου. Κατά τη διαδρομή έως την πλατεία ο Κώττας, σε μια απέλπιδα προσπάθεια, ξέφυγε από τους φρουρούς του και διέφυγε στα στενά σοκάκια της πόλης. Ακολούθησε τεράστια κινητοποίηση των Οθωμανικών δυνάμεων και ανθρωποκυνηγητό στους δρόμους ώσπου συνελήφθη. Στην πλατεία ο Κώττας απαίτησε να του λύσουν τα χέρια. Ανέβηκε μόνος του και αποφασισμένος στο ικρίωμα. Εκεί παραδόθηκε στο δήμιο του και κλώτσησε μόνος του το υποπόδιο της κρεμάλας του αφού πρώτα φώναξε:

Ντα ζίβι Γκ(ά)ρτσια! (Ζήτω η Ελλάς),

Τιμές

Για τη συνολική του δράση και το τέλος του, ο Κώττας υμνήθηκε από τη λαϊκή μούσα και έχει διασωθεί ένα δημοτικό τραγούδι στα αλβανικά και δύο στα ελληνικά. Μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας, το χωριό του Ρούλια ονομάσθηκε στη μνήμη του Κώττα. Το 1960 στήθηκε ανδριάντας του από χαλκό στην είσοδο της Φλώρινας, έργο του γλύπτη Δημήτριου Καλαμάρα ενώ, τον Οκτώβριο του 2017, πραγματοποιήθηκαν τα αποκαλυπτήρια [9] του μνημείου του στον αύλειο χώρο του σπιτιού του, στην τοπική κοινότητα Κώττα του δήμου Πρεσπών.

Μνήμη Καπετάν Κώττα

Ο Καπετάν Κώττας ήταν μετρίου αναστήματος, μάλλον φαλακρός, κοκαλιάρης, με μικρά γαλανά αστραφτερά μάτια («μάτι αστρίτης» έλεγαν οι άλλοι καπετάνιοι), παχιά μουστάκια και μεγάλα γυρισμένα προς τα κάτω. Άριστος σκοπευτής, τολμηρός, επαναστατικός και ριψοκίνδυνος, διέθετε ανυπότακτο πνεύμα και έτρεφε μεγάλο μίσος για τους Τούρκους κατακτητές.

Εξέφραζε την ελληνικότητά του με κάθε τρόπο, αναδείχθηκε στη σημαντικότερη φυσιογνωμία του Μακεδονικού Ελληνισμού στα χρόνια πριν τη μετάβαση του Παύλου Μελά στην υπόδουλη Μακεδονία. Στην ουσία ήταν πρώτος αυτός που κήρυξε τον Αγώνα το 1898, έναν μόλις χρόνο μετά την εθνική καταστροφή του 1897 στη Θεσσαλία. Υπήρξε εμβληματική μορφή του Ελληνισμού της Μακεδονίας και προσωποποιεί περισσότερο από οποιοδήποτε άλλον τα ανδραγαθήματα, τα παθήματα και τα διλήμματα των Σλαβοφώνων Ελλήνων Μακεδόνων στο λυκόφως του 19ου αιώνα και στο λυκαυγές του 20ού, οπότε η κορύφωση του σωβινισμού των γειτονικών με την Ελλάδα χωρών έπληξε τη Μακεδονική γη.

Προσωπική πολιτική επιλογή του ήταν η εξεύρεση κοινού πλαισίου δράσης μεταξύ όλων των χριστιανών. Κατ' αρχήν, επέλεξε να ακολουθήσει ανεξάρτητη ανταρτική επαναστατική δράση. Υπήρξε ειλικρινής υποστηρικτής της Ελληνοβουλγαρικής συνεργασίας για τη Μακεδονία καθώς όπως συνήθιζε να λέει:

ας σκοτώσουμε πρώτα την αρκούδα και για το τομάρι είναι εύκολο να το μοιράσουμε.

Συνεπής στις απόψεις του συμμετείχε σε πολλαπλές κοινές επιχειρήσεις με την ΕΜΕΟ, όμως διαχώρισε τη θέση του όταν η βουλγαρική οργάνωση έθεσε ως προτεραιότητα την εκκαθάριση των Ελλήνων και ήδη από το 1901 τον κατέστησε κυριότερο εχθρό των Βουλγάρων στη Βορειοδυτική Μακεδονία. Σταδιακά, η ηγετική του παρουσία και η μεγάλη επιρροή που ασκούσε, τον μετέβαλαν σε βασικό εκφραστή της ιδέας του Ελληνισμού στην περιοχή και υπήρξε αυτός που διατήρησε άσβεστη την ελπίδα των Ελλήνων, ανυψώνοντας το ηθικό τους σε περιόδους που η βουλγαρική τρομοκρατία ήταν ολοκληρωτική, λόγος για τον οποίο ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης τον χαρακτήριζε προστάτη των χριστιανών και φόβητρο των Βουλγάρων. Ο Κώττας πολέμησε με ηρωισμό για τα ιδανικά της Ελλάδας παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα και επιβεβαίωσε μέχρι και την τελευταία στιγμή την αγάπη του για την Ελλάδα και τις αξίες της.\\

Ενδεικτικό στοιχεία που πόσο σημαντική είναι η δράση του Κώττα αποτελεί το ότι ο Ίων Δραγούμης, Γραμματέας στο Γ. Προξενείο της Ελλάδος στο Μοναστήρι το 1902-1903, αναφέρει τον Κώττα εκατό ακριβώς φορές, σε εκατό διαφορετικές ημερομηνίες, στο Ημερολόγιό του, στις εκθέσεις του προς το υπουργείο των Εξωτερικών και στις επιστολές του προς τον Παύλο Μελά σύζυγο της αδελφής του Ναταλίας Στ. Δραγούμη-Μελά.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Πηγές

  • «Καπετάν Κώττας», Γαλάτεια Γρηγοριάδου, εκδόσεις «Πάπυρος», Αθήνα 1969 & εκδόσεις «Ψυχογιός», Αθήνα 1997.

Το βιβλίο παρουσιάζει ρεαλιστικά τα σημαντικά γεγονότα που συνέβησαν στη διάρκεια της ζωής του καπετάν Κώττα και συμβάλλει στην καλλίτερη κατανόηση του Μακεδονικό αγώνα.

Παραπομπές

  1. [Ρούλια, το χωριό Κώττας του Νομού Φλώρινας, υπάγεται στην Κοινότητα Κρυσταλλοπηγής. (Μετονομασία με το ΦΕΚ 179/1927 σε Κατωχώρι και με το ΦΕΚ 421/1932 σε Κώττας).]
  2. [Στα εξαπτέρυγα της εκκλησίας του χωριού του, δωρεά του ίδιου του Κώττα, αναγράφεται η αφιέρωση: Ο Κωνσταντίνος Χρήστου και η μητέρα του Δέσποινα.]
  3. [Γεώργιος Μόδης, «Μακεδονικός Αγών και Μακεδόνες αρχηγοί».]
  4. [Γεώργιος Μόδης, «Ταχίρ Αγάς».]
  5. [Κωνσταντίνους Δούφλιας, «Μακεδονία-Μακεδονικός Αγώνας».]
  6. [Ο καπετάν Κώττας Χρήστου ήρθε στην Αθήνα με τους οπλαρχηγούς Νικόλαο Πύρζα, Παύλο Κύρου, Γεώργιο Κολίτση, Σίμο Ιωαννίδη, τους συντρόφους του Βασίλειο Ράμμο από την Όστιμα (Τρίγωνο) και Ηλία Γκαδούτση από το Ζέλοβο (Αντάρτικο) και το μεγαλέμπορο του Μοναστηρίου και ιδρυτή της Εσωτερικής Οργάνωσης Μοναστηρίου Σπυρίδωνα Δούμα.]
  7. [«Τα Τετράδια του ΄Ιλιντεν», Ίων Δραγούμης, επιμέλεια Γιώργος Πετσίβας, Αθήνα 2000, εκδόσεις «Πετσίβα»]
  8. [Γεώργιος Μόδης, «Μακεδονικός Αγών και Μακεδόνες αρχηγοί».]
  9. [Τα αποκαλυπτήρια του μνημείου του Καπετάν Κώττα]