Λάκης Πύρζας
Ο Νικόλαος (Λάκης) Πύρζας, Έλληνας εθνικιστής, Μακεδονομάχος οπλαρχηγός ο οποίος μαζί με τους Παύλο Κύρου και Κωνσταντίνο (Κώτα) Χρήστου ήταν από τους πρώτους που ξεκίνησαν το Μακεδονικό Αγώνα στην περιοχή του, μετέπειτα συναγωνιστής και στενός συνεργάτης του Παύλου Μελά και στη συνέχεια φίλος των οικογενειών Μελά και Δραγούμη, γεννήθηκε το 1880 στην πόλη της Φλώρινας όπου και απεβίωσε στις 6 Ιανουαρίου του 1947 στη γενέτειρα του. Η νεκρώσιμη ακολουθία του τελέστηκε την επόμενη ημέρα, 7 Ιανουαρίου, στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου της Φλώρινας και η σορός του ενταφιάστρηκε στο νεκροταφείο της πόλεως.
| ||
| ||
Βιογραφικά στοιχεία (συνοπτικά) | ||
Γέννηση: 1880 | ||
Τόπος: Φλώρινα, Μακεδονία (Ελλάδα). | ||
Σύζυγος: Έγγαμος | ||
Τέκνα: Άννα Πύρζα-Παπασταμάτη | ||
Υπηκοότητα: Οθωμανική, Ελληνική | ||
Ασχολία: Έμπορος, Μακεδονομάχος | ||
Θάνατος: 6 Ιανουαρίου 1947 | ||
Τόπος: Φλώρινα, Μακεδονία (Ελλάδα). |
Ο Πύρζας ήταν έγγαμος [1], περίπου από το 1911, και από το γάμο του έγινε πατέρας μιας κόρης, της Άννας συζύγου του Πάνου Παπασταμάτη [2], γιατρού και συγγραφέα από το Αιτωλικό Αιτωλοακαρνανίας, η οποία ήταν ηλικίας είκσοι ετών, όταν αυτός απεβίωσε.
Περιεχόμενα
Βιογραφία
Ο Λάκης Πύρζας κατάγονταν από εύπορη οικογένεια εμπόρων της Δυτικής Μακεδονίας. Πατέρας του ήταν ο Αναστάσιος Πύρζας και μητέρα του η Άννα ενώ είχε έναν μεγαλύτερο αδελφό, τον Θεόδωρο Πύρζα. Η οικογένεια είχε ως τόπο καταγωγής, πιθανότατα, την Ήπειρο και περί το 1845 εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Φλώρινας. Ο Λάκης παρακολούθησε μαθήματα στο σχολείο όμως δεν ήταν ιδιαίτερα επιμελής στα γράμματα και προτεραιότητα στη σκέψη του ήταν η απελευθέρωση της Μακεδονίας.
Εθνική δράση
Ο Πύρζας, σε αρκετά νεαρή ηλικία, επέστρεφε σιδηροδρομικώς στην Φλώρινα από το Αμύνταιο. Στο ίδιο βαγόνι ταξίδευε μια πολυπληθής ομαδα βουλγαρίζοντες, που καταφέρονταν με οξείς φράσεις κατά της Ελλάδος και των Ελλήνων. Ο Πύρζας δεν μπορούσε να αντιδράσει και έγραψε στο βαγόνι «Πόθεν και που Βούλγαροι εις την Μακεδονίαν;» ενώ από κάτω έβαλε την υπογραφή του. Λίγο μετά, συνελήφθη και πλήρωσε 20 γρόσια ως πρόστιμο για τη φθορά που είχε προκαλέσει στο βαγόνι.
Αμέσως μετά τον ατυχή Πόλεμο του 1897 άρχισε την εθνική του δράση και σε επαφή με το ελληνικό Προξενείο του Μοναστηρίου αγωνίστηκε δραστήρια στην περιφέρεια του. Λειτουργούσε ως σύνδεσμος των συμπολιτών του με το Ελληνικό προξενείο στο Μοναστήρι ήδη από την ηλικία των 20 ετών. Ιδιαίτερη ενθάρρυνση απετέλεσε η άφιξη του Ίωνα Δραγούμη στο Μοναστήρι στη θέση του γενικού γραμματέα (υποπροξένου), με τον οποίον ανέπτυξε στενή συνεργασία. Ταυτόχρονα, στρατολογούσε οπαδούς της εθνικής ιδέας, συγκροτούσε πυρήνες ενεργητικής και παθητικής αντιστάσεως, ενώ δημιούργησε και δίκτυο κατασκοπίας των κινήσεων των Βουλγάρων κομιτατζήδων στην ευρύτερη περιοχή της δυτικής Μακεδονίας. Έγραψε στον Έλληνα πρόξενο της Θεσσαλονίκης, Λάμπρο Κορομηλά για την ανάγκη λήψεως δραστικών ενεργειών απέναντι στο Βουλγαρικό κίνδυνο. Επίσης, γνωστοποίησε στον Έλληνα πρόξενο του Μοναστηρίου Σπυρίδωνα Λεβίδη ότι προτίθεται να συγκροτήσει τριακονταμελές ένοπλο σώμα το οποίο θα συντηρούσε με δικά του έξοδα.
Στις αρχές του 1903, ο Πύρζας συγκρότησε μυστική επιτροπή στη Φλώρινα με τους Φλωρινιώτες Γεώργιο Λουκά, Πέτρο Χατζητάση, Αθανάσιο Κοτλάρτζη και Στέργιο Σαπουντζή προκειμένου να αντιμετωπίσουν τη βουλγαρική βία και αποφασίστηκε να μεταβεί στην Αθήνα, το 1904, ως εκπρόσωπος της «Επιτροπής Φλώρινας».
Γνωριμία με Παύλο Μελά
Στις 2 Φεβρουαρίου του 1904 ο Πύρζας αναχώρησε από τη Φλώρινα με φανερό προορισμό τη Θεσσαλονίκη όπου επρόκειτο να αγοράσει εμπόρευμα για το εμπορικό κατάστημα της οικογένειας του. Μετά την ολοκλήρωση του σκοπού της επισκέψεως του στη Θεσσαλονίκη απέστειλε τα εμπορεύματα σιδηροδρομικά στη Φλώρινα. Ο ίδιος αναχώρησε μέσω Βόλου με ατμόπλοιο για τον Πειραιά και από εκεί με το σιδηρόδρομο κατέληξε στην Αθήνα, όπου κατέλυσε στο ξενοδοχείο Παρισίων χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Δημήτριος Γεωργίου. Την ίδια ημέρα συναντήθηκε με τον Στέφανο Δραγούμη και εκείνος του συνέστησε τον Λοχαγό Αλέξανδρο Κοντούλη για ενημέρωση και συντονισμό των ενεργειών τους. Ακολούθησε, το ίδιο μεσημέρι, η συνάντηση και γνωριμία του με τον Παύλο Μελά. Ό Πύρζας, γράφει στα απομνημονεύματα του:
«Ό Παύλος Μελάς με επήρεν και διευθύνθημεν εις τον σταθμόν του Λαυρίου, διά να άναχωρήσωμεν διά Κηφισιά, όπου εμενεν. Εις τον σταθμόν συναντήσαμεν την κυρίαν του Ναταλίαν. Όμού έπήγαμεν εις την Κηφισιάν. Μου παρεχώρησαν ένα δωμάτιο διά να το έχω διά τον ύπνον».
Από τον Μελά ο Πύρζας πληροφορήθηκε πως δε θα συναντούσε τον Ίωνα Δραγούμη ο οποίος είχε αναχωρήσει για το Μοναστήρι. Ο Πύρζας στην Αθήνα ήλθε για πρώτη φορά σε επαφή με όπλο κάνοντας σκοποβολή στην περιοχή της Καλλιθέας με τη βοήθεια του Μελά και άλλων αξιωματικών. Στη συνάντηση του με τον Λάμπρο Κορομηλά μετέβαλε την άποψη του Έλληνα διπλωμάτη για το επικίνδυνο της συγκροτήσεως ελληνικών ανταρτικών σωμάτων στη Μακεδονία και τον έπεισε για την αναγκαιότητα της υπάρξεώς τους. Επιπλέον, πρότεινε να δουν και να συναντήσουν τον καπετάν-Κώττα, ο οποίος ήρθε για αυτό το λόγο στην Αθήνα και εξέφρασε τις ίδιες απόψεις με τον Πύρζα.
Επιστροφή στη Μακεδονία
Ο Πύρζας έμεινε στην πρωτεύουσα της Ελλάδος ως τις 10 Ιουλίου του 1904, πριν αναχωρήσει συνοδεύοντας τον Παύλο Μελά στη δεύτερη έξοδο του στη Μακεδονία και στις 17 Ιουλίου έφτασαν στην Κοζάνη ως ασχολούμενοι, δήθεν, με το εμπόριο ζώων. Στην πόλη Ο Μελάς διαπίστωσε πως δεν υπήρχε καμιά οργάνωση. Συνέχισε στη Στάτιστα και έστειλε τον Πύρζα στο Βογατσικό και στη Βλαστή και στο Λέχοβο, όπου ο τοπικός οπλαρχηγός Ζήσης Δημουλιός ήταν φίλος του και ο Πύρζας τον έφερε σε επαφή με τον Μελά. Τότε κατόρθωσε να οργανώσει τέσσερα μικρά σώματα με τοπικούς αρχηγούς όπως τον Καραλίβανο και το Βισβίκη, η πρώτη στρατολόγηση Ελλήνων ανταρτών, τους οποίος όρκιζε ο παπα-Αναστάσιος Ζωγραφίδης. Έκτοτε, οι δύο άνδρες, Μελάς και Πύρζας, συνδέθηκαν με βαθειά φιλία και ο Μελάς είναι χαρακτηριστικό πως έγραφε στη σύζυγο του για τον αγωνιστή από τη Φλώρινα «ο πιστός, ο πολύς, ο ανεκτίμητος Πύρζας» ενώ από την αρχή της παρουσίας του στη Μακεδονία έχρισε υπαρχηγό και ταμία του τον Πύρζα.
Θάνατος Παύλου Μελά
Στις 12 Οκτωβρίου, ύστερα από αποτυχημένη επιδρομή στο σλαβόφωνο χωριό Νερέτ [σημερινός Πολυπόταμος], ο Μελάς και η ομάδα του κατευθύνθηκε στα Στάτιστα, χωριό τότε πλειοψηφικά σλαβόφωνο. Η δύναμη των ανταρτών του πλησίαζε τα 50 άτομα και στις 13 Οκτωβρίου βαδίζοντας υπό βροχή στο δάσος πάνω από το χωριό Στάτιστα, και διέταξε να κατεβούν στο χωριό να στεγνώσουν. Ο Πύρζας, έμπειρος στο αντάρτικο, τον απέτρεψε:
«Να στείλουμε κάτω να μας φέρουν να φάμε, να ανάψουμε εδώ φωτιά να στεγνώσουμε και να λημεριάσουμε».
Ο καπετάνιος, όμως, επέμενε και κατέβηκαν, όμως στο γειτονικό χωριό Κονομπλάτι είχε σταθμεύσει ισχυρός οθωμανικός Στρατός για να κυνηγήσει τον κομιτατζή Μήτρο Βλάχο. Ο κομιτατζής θέλοντας να παγιδεύσει την ομάδα των Ελλήνων ειδοποίησε τον τουρκικό στρατό μέσω τρίτων πως στο χωριό βρισκόταν ο ίδιος και έφυγε.
Σύμφωνα με τον Βολάνη ο Παύλος Μελάς, την τελευταία ημέρα της ζωής του, κατέλυσε σε οικία της Στάτιστας μαζί με πέντε συναγωνιστές του, τους Λάκη Πύρζα, Πέτρο Χατζητάστη, Ντίνε Στεργίου, Θεόδωρο Βλάχο και Γεώργιο Στρατινάκη. Αργά το απόγευμα εκείνης της μέρας σώμα 120 Τούρκων έφτασε στο χωριό από το Κονομπλάτι-Μακροχώρι καθώς, κατά τον Βολάνη, τους ενημέρωσε για την ύπαρξη Ελλήνων ανταρτών κάποιος Βούλγαρος χωρικός. Οι Τούρκοι θέλησαν να ερευνήσουν τα σπίτια και έτσι η ομάδα του Βολάνη αναγκάστηκε να εμπλακεί σε μάχη, αν και ο Μελάς είχε διατάξει το αντίθετο, το πέρας της οποίας τους βρήκε ηττημένους και αιχμαλωτισμένους από τους Τούρκους οι οποίοι πυροβόλησαν τον Μελά και αρχικά τον τραυμάτισαν βαριά. Ο Μελάς μπήκε ξανά στο σπίτι και απευθυνόμενος στο Νίκο Πύρζα είπε, όπως καταγράφει αυτός σε αντίγραφο του ημερολογίου του που φυλάσσεται στο αρχείο του Μουσείου Μπενάκη:
«...έβγαλεν τον σταυρόν του από τον λαιμόν, μου είπεν τον σταυρόν να τον δώσεις εις την γυναίκα μου και το τουφέκι όπως σου είπα του Μίκη, το κωνσταντινάτο εις την Έφην [3] να το δώσης και να ειπής ότι το καθήκον μου έκαμα...».
Την 14η Οκτωβρίου το πρωί, ο Πύρζας μαζί με τον Ντίνε και άλλους πολεμιστές από τους δραπετεύσαντες της Στατίστης, συναντήθηκαν με το σώμα Καούδη-Κύρου τους οποίους ενημέρωσαν ότι την προηγουμένη, 13η Οκτωβρίου, κατά τις απογευματινές ώρες, ο Παύλος Μελάς έπεσε νεκρός σε συμπλοκή με τους Τούρκους. Ο Λάκης Πύρζας αφηγείται ότι ταμπουρωμένοι μέσα στο σπίτι μετά την προδοσία του Μήτρου Βλάχου, ο Μελάς και η ομάδα τους αντάλλασσε συνεχείς πυροβολισμούς με τους Τούρκους. Όταν νύχτωσε ο Στρατινάκης βγήκε στην αυλή για να πάρει το όπλο ενός σκοτωμένου Τούρκου ακολουθούμενος από το Μελά, τον Ντίνα και τον Πέτρο (Χατζητάσης). Τότε ακούστηκε ένας πυροβολισμός που πήρε το Μελά στη μέση. Τα απομνημονεύματα του Πύρζα δημοσιεύθηκαν [4] από τον Πάνο Παπασταμάτη στο περιοδικό Αριστοτέλης της Φλώρινας, το 1960.
Μετά το θάνατο του Πύρζα ο Ευθύμιος Καούδης γράφει το ημερολόγιο του όπου αναφέρει ότι ο Πύρζας σκότωσε το Μελά, γιατί αυτός φώναζε, προφανώς βογκούσε από το τραύμα του. Το απολύτως εξακριβωμένο είναι πως ο Πύρζας πήρε την τσάντα με τα χαρτιά και τα άλλα πράγματα του Μελά και άφησε το σώμα στη φροντίδα των χωρικών. Το Δεκέμβριο του 1904 ο Πύρζας εγκατέλειψε τη Μακεδονία και βρέθηκε στην Αθήνα, όπου τα Χριστούγεννα του 1904, επισκέφθηκε την οικία του Φίλιππου Δραγούμη και τον πληροφόρησε για τις τελευταίες ώρες του Μελά. Αφού αναφέρει ότι ο Μελάς έκανε έξοδο με δύο συντρόφους του, λαβωμένο το μετέφεραν στον αχυρώνα, όπου έβγαλε το περίστροφο του για να αυτοκτονήσει, και καθώς υπέφερε πολύ ο Ντίνε τον αποτελείωσε. Ως πειστήριο ο Πύρζας έδειξε στο Δραγούμη τις χρυσές τούρκικες λίρες, κομμένες από τη σφαίρα, που είχε ο Μελάς επάνω του, στις οποίες διακρίνονταν ακόμα τα ίχνη του αίματος του.
Μετά το θάνατο του Μελά
Ο Πύρζας παρέμεινε στην Αθήνα έως το καλοκαίρι του 1905, εργαζόμενος για το Μακεδονικό Κομιτάτο, και επέστρεψε στη Μακεδονία υπό τις διαταγές του Γεωργίου Τσόντου (Βάρδας), χρησιμοποιώντας τμήμα από το ψευδώνυμο του Μελά, «Νίκος Ζέζας». Στις 13 Σεπτεμβρίου 1905 η ομάδα του έλαβε μέρος σε επίθεση που είχε στόχο τον εξαρχικό παπά Σταύρο Γκράτσο. Οι Έλληνες αντάρτες μπήκαν στο σπίτι του παπά και τον αιχμαλώτισαν μαζί με άλλα 15 άτομα. Στη συνέχεια κατευθύνθηκαν μαζί με τους αιχμαλώτους στην εξαρχική εκκλησία του χωριού. Εκεί ο Πύρζας μάζεψε όλα τα βιβλία, άναψε φωτιά και τα έκαψε ενώ απελευθέρωσε όλους του αιχμαλώτους εκτός από τον παπά και τον ψάλτη Βασίλη Μποσίνοφ. Τους πήραν μαζί τους φεύγοντας και όταν έφτασαν στη θέση Γκόρνα Τούμπιτσα εκεί αναφέρεται ότι τους έσφαξε ο Στέφος Γρηγορίου. Ο Πύρζας γράφει στις 15 Σεπτεμβρίου 1905 προς το Στέφανο Δραγούμη:
«...Άνοιξα την εκκλησία, μάζεψα όλα τα βιβλία, στήσαμε δυο φωτιές και κάψαμε τα βιβλία, πλην ενός βιβλίου το οποίο ήταν ελληνικό. Μας είπε ο Παύλος Κύρου να απολύσουμε το μουχτάρη και τους δυο χωρικούς και κρατήσαμε μόνο τον παπά και τον Βασίλη. Ο παπάς είχε ένα όπλο γκρα το οποίο πήραμε. Αφού τους βγάλαμε έξω από το χωριό τους έκοψε ο Στέφος (:Γρηγορίου) όστις είναι από το Μοναστήρι. Καθώς έκοβε τον παπά έλεγε “δίκαια σε κόβω για την πίστη μου”»
Λίγο καιρό αργότερα επήλθε ρήξη στη σχέση του Πύρζα με τον Καπετάν Βάρδα και αποχώρησε. Αρχικά, βρέθηκε στην Αθήνα όπου συνέχισε να προσφέρει στον Μακεδονικό Αγώνα ενώ παρεμβαίνοντας ενημέρωνε σχετικά ακόμη και τον εκάστοτε Έλληνας πρωθυπουργό όπως έπραξε με επιστολή του, στις 2 Μαϊου του 1906, στον Γεώργιο Θεοτόκη. Στο τέλος εκείνου του έτους ο Πύρζας εγκατέλειψε την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αίγυπτο, όπου τον αναφέρει εμμέσως - πλην σαφώς - και η Πηνελόπη Δέλτα στο Μάγκα, ως τον γαλατά που μαλώνει με κάποιον Βούλγαρο. Το Νοέμβριο του 1912, αμέσως μετά την απελευθέρωση της από τους Τούρκους και την ενσωμάτωση της στην Ελληνική επικράτεια, ο Πύρζας επέστρεψε στη Φλώρινα.
Μετά το Μακεδονικό Αγώνα
Το καλοκαίρι - φθινόπωρο του 1912, στο υπόγειο της κατοικίας της οικογένειας Πύρζα στη Φλώρινα, έγιναν μυστικές συναντήσεις κατοίκων της πόλεως με σκοπό την απελευθέρωση της Φλώρινας, από την Οθωμανική κατοχή. Το βράδυ της 5ης Νοεμβρίου 1912, συγκεντρώθηκε ένα μεγάλο ποσό από τους Έλληνες για τους Οθωμανούς άρχοντες της πόλης, οι οποίοι, στη συνέχεια, κάλεσαν τον Μητροπολίτη Πολύκαρπο για να του ανακοινώσουν την πρόθεσή τους να παραδώσουν τη Φλώρινα στον Ελληνικό Στρατό.
Το Σεπτέμβριο του 1929, σχεδόν δύο δεκαετίες μετά τη λήξη του Μακεδονικού Αγώνα, ο Πύρζας με δημοσίευμα του παρουσίαζε και σχολίαζε την πολιτική του Ελληνικού κράτους απέναντι στους Μακεδονομάχους. Πρότεινε αρχικά να αναλάβει το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδος την υποχρέωση να ικανοποιήσει τα θύματα του Μακεδονικού Αγώνα, διότι μόνον εκείνο διέθετε τα απαιτούμενα στοιχεία για να συντάξει την ιστορία του και γράφει [5]:
«...Η σημερινή Ελλάς έχει εννέα δισεκατομμύρια προϋπολογισμὸν και ουχὶ ενενήκοντα, όπως είχε πρότερον και να μην αφήσῃ τα θύματα του ἀγῶνος εις τους δρόμους. Ἄλλως τε αρκετὰ γαλόνια πήραν οι τότε εξ επαγγέλματος πολεμισταὶ λοχίαι, επιλοχίαι και ανθυπολοχαγοί. Ἄλλως μας κάμνει να πιστεύωμεν το κράτος ότι δεν θέλει να αναγνωρίσῃ επισήμως τον Μακεδονικὸν Αγῶνα ως ἐθνικόν, ἢ ότι δεν θέλει μερικὰ πράγματα να βγουν στο φανερόν, αλλά να τα σκεπάζῃ ο πέπλος της μυστικότητος».
Απομνημονεύματα Πύρζα
Ο Πύρζας, στα απομνημονεύματά του αναφέρει ότι παράλληλα με τη βουλγάρικη προπαγάνδα άρχισε να αναπτύσσεται και η σέρβικη προπαγάνδα, μετά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Εκείνη την περίοδο οι Σέρβοι άνοιξαν προξενικό γραφείο στην πόλη και ο Σέρβος Πρόξενος προσπαθούσε με διαφόρους τρόπους να συγκεντρώσει 20 οικογένειες για να λειτουργήσει σερβικό σχολείο. Μόνο μια οικογένεια προσφέρθηκε και τελικά δεν κατάφερε να πάρει άδεια για να λειτουργήσει σέρβικο σχολείο. Ο Μητροπολίτης Φλωρίνης, ο Ιωαννίκιος στην αρχή, κήρυττε από τον άμβωνα:
«Καλύτερα Εβραίοι να γίνεται παρά Σέρβοι και Ρουμάνοι».
Ο Μητροπολίτης Ιωαννίκιος άλλαξε στάση, όταν γνωρίστηκε με τον Σέρβο Πρόξενο, και υπερασπίστηκε αρκούντως τη σέρβικη προπαγάνδα υπό την επιρροή του υπεύθυνου της σερβικής προπαγάνδας στη Θεσσαλονίκη, του Πετρώφ, και όταν επέστρεψε στη Φλώρινα έφερε έναν επιτάφιο με σερβικά γράμματα. Οι Έλληνες της Φλώρινας αντέδρασαν. Ο Ιωαννίκιος όμως έλεγε ότι «Έλληνες, Σέρβοι, Ρουμάνοι κλπ είμαστε παιδιά του ίδιου Θεού».
Μνήμη Νικολάου Πύρζα
Ο Πύρζας, οπλαρχηγός Β' τάξεως, υπήρξε ένθερμος πατριώτης, εθνικός ζηλωτής, και εξαιρετικά έντιμος άνθρωπος, λόγοι για τους οποίους η καταγραφή του για τα γεγονότα που κατέληξαν στον θάνατο του Παύλου Μελά αποτελεί και την επίσημη ιστορία για το τέλος του ηρωικού Ανθυπολοχαγού. Η καταγραφή αυτή, επώνυμα, δημοσιεύθηκε στο βιβλίο της Ναταλίας Μελά, το 1926, και στη βιογραφία του Πύρζα από τον Πάνο Παπασταμάτη, το 1960. Την έχουν αναπαράγει ο Ίων Δραγούμης στο «Μαρτύρων και ηρώων αίμα» το 1907, η Πηνελόπη Δέλτα στον «Μάγκα» το 1935 και ο Ι.Κ. Μαζαράκης στην ημιεπίσημη «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» το 1977.
Ο Λάκης Πύρζας ουδέποτε ζήτησε αξιώματα, τίτλους και επιβράβευση για τους αγώνες του Ήταν πάντα ανιδιοτελής και κίνητρό του ήταν η σωτηρία της Πατρίδος. Όταν διαφώνησε με τον Τσόντο απεφάσισε να εγκαταλείψει τη Μακεδονία και να εγκατασταθεί στην Αθήνα προκειμένου να μη δημιουργήσει προβλήματα στον αγώνα. Εκεί, ενημέρωσε με μακροσκελή επιστολή τον τότε πρωθυπουργό Γεώργιο Θεοτόκη και στη συνέχεια εγκατέλειψε την Ελλάδα και μετέβη στην Αίγυπτο προκειμένου να μην εμπλακεί σε ψυχοφθόρες έριδες, όμως συνέχισε να ενημερώνεται και στην ουσία να συμμετέχει στον Μακεδονικό Αγώνα. Μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας και της ιδιαίτερης πατρίδος του, της Φλώρινας, κατά τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο, έδειξε αμείωτο ενδιαφέρον και κατέκλυσε με επιστολές και συνεχείς παρεμβάσεις τους διάφορους κρατικούς αξιωματούχους, θέλοντας να διορθώσει τα κακώς κείμενα. Επίσης, ζώντας πλέον στη Φλώρινα, απαντούσε σε κάθε προσπάθεια της βουλγαρικής προπαγάνδας, παρουσιάζοντας ακλόνητες αποδείξεις. Ταυτόχρονα, αγωνίστηκε όσο μπορούσε για τον βορειοηπειρωτικό ελληνισμό, ο οποίος στέναζε υπό τον αλβανικό ζυγό. Προτομή προς τιμή του υπάρχει στη Φλώρινα [6] [7].
Η προτομή του Πύρζα, από μάρμαρο, εγκαταστάθηκε στις 27 Αυγούστου 1960 από την ερανική επιτροπή ανδριάντων Φλώρινας καθώς η Εθνική οργάνωση αγώνα Μακεδονομάχων Φλώρινας – Καστοριάς ήθελε να τιμήσουν τον ήρωα. Βρίσκεται στο Πάρκο Φλώρινας στην Πλατεία Γεωργίου Μόδη και είναι δημιουργία των Πάνου Παπασταμούλη και Στίλπωνα Π. Κυριακίδου.
Εξωτερικές συνδέσεις
- [Λάκης Πύρζας. Ο ηρωικότατος Μακεδών Μακεδονομάχος]
- [Ο οπλαρχηγός Καπετάν Λάκης Πύρζας. Πάνος Παπασταμάτης, Φλώρινα 1960, anemi.lib.uoc.gr]
- [Ο Γραικομάνος Λ.Πύρζας καταγγέλει το 1906 τους «Μακεδονομάχους»]
- [Οικία Νικολάου (Λάκη Πύρζα)]
Παραπομπές
- ↑ [Ο γάμος άλλοτε στη Φλώρινα florinapress.gr]
- ↑ [Πάνος Παπασταμάτης alfeiosbooks.com]
- ↑ [Η Έφη την οποία αναφέρει ο Παύλος Μελάς στον Πύρζα είναι αδελφή της Ναταλίας Μελά, η Ευφροσύνη (Έφη) Δραγούμη, σύζυγος Ιωάννη Καλλέργη, τρία χρόνια μικρότερη από τη Ναταλία και πέντε χρόνια μικρότερη από τον Παύλο Μελά.]
- ↑ [«Ο οπλαρχηγός Λάκης Πύρζας», «Αριστοτέλης», περιοδική έκδοσις του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Φλωρίνης ο «Αριστοτέλης», Φλώρινα. Έτος Δ', τεύχος 20ο, Μάρτιος - Απρίλιος 1960, σελίδες 80η κ.ε. Επιμέλεια: Πάνου Παπασταμάτη.]
- ↑ [Νικόλαος Πύρζας, «H εγκατάλειψις των θυμάτων του Μακεδονικού Αγώνος», εφημερίδα «Μακεδονικός Αγών», τεύχος 5ο, 10 Σεπτεμβρίου 1929, σελίδα 4η.]
- ↑ [Η προτομή του Λάκη Πύρζα στη Φλώρινα ]
- ↑ [Προτομή του Λάκη Πύρζα στη Φλώρινα Video & Φωτογραφίες.]