Κώστας Σπέρας

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Κωνσταντίνος Σπέρας, Έλληνας εθνικοσοσιαλιστής, συνδικαλιστής, από τους πρωτοπόρους του συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα που υπήρξε ο οργανωτής της εξεγέρσεως στα μεταλλεία της Σερίφου, πολιτικός, ιδρυτικό μέλος της Γ.Σ.Σ.Ε. και του Σ.Ε.Κ.Ε., ιδρυτής πολιτικού κόμματος, γεννήθηκε το 1893 στο χωριό Δυτική Λότζια στο νησί της Σερίφου στο σύμπλεγμα των Δυτικών Κυκλάδων και δολοφονήθηκε με αποκεφαλισμό, από τις ένοπλες συμμορίες του Ε.Λ.Α.Σ. και της Ο.Π.Λ.Α. που τις αποτελούσαν μαρξιστές οπαδοί του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος, στις 14 Σεπτεμβρίου 1943 στην περιοχή της Μάνδρας στο νομό Αττικής.

Παντρεύτηκε σε πρώτο γάμο με την Ελένη Βαρδουλάκη και έγινε πατέρας δύο κοριτσιών, της Μόσχας και της Παρασκευής, ενώ το 1931 παντρεύτηκε με την Μαρίνα Σταματάκη με την οποία απέκτησε την τρίτη του κόρη, την Αρτεμισία-Νεφέλη Σπέρα [1].

Κώστας Σπέρας

Βιογραφία

Βιολογικός του πατέρας ήταν ο Γεώργιος, ναυτικός στο επάγγελμα και μητέρα του η Πολυξένη από την Πελοπόννησο. Ο Κώστας ή Κωνσταντής, όπως τον αποκαλούσαν οι συγγενείς και οι φίλοι του, υιοθετήθηκε από τον ναυτικό Θεόφιλο Σπέρα, ο οποίος κατάγονταν από τη φαναριώτικη οικογένεια Σπεράντζα και κατοικούσε στις Κυκλάδες [2]. Ο Κώστας Σπέρας, που συχνά ακολουθούσε στα ταξίδια τον ναυτικό πατέρα του, το 1907 εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και φοίτησε στο Λεόντειο Λύκειο της πόλεως. Λίγο καιρό αργότερα ο Σπέρας μετακόμισε και εγκαταστάθηκε στο Κάιρο όπου φοίτησε στο γαλλικό Collège-des-Frères [Brothers College]. Εκεί πρώτευσε σε ένα διαγωνισμό κολυμβήσεως, όμως ο διευθυντής του σχολείου βράβευσε το γιο μιας επιφανούς οικογένειας από την Ελληνική κοινότητα της Αλεξάνδρειας. Την περίοδο των σπουδών του ο Σπέρας κατηγορήθηκε ότι εξαπάτησε τους καθηγητές στην διάρκεια των μαθητικών εξετάσεων και αντέδρασε πετώντας ένα μελανοδοχείο εναντίον του διευθυντού του σχολείου και του προκάλεσε τραυματισμό στο κεφάλι. Στο Κάιρο, ο Σπέρας, εργάστηκε ως καπνεργάτης και ήρθε σε επαφή με Έλληνες και Ιταλούς αναρχικούς και αναρχοσυνδικαλιστές, οι οποίοι τον μύησαν στις ιδέες του Επαναστατικού και ειδικότερα του Αναρχοσυνδικαλισμού. Στη συνέχεια ταξίδεψε σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Ο Σπέρας γνώριζε και μιλούσε πολύ καλά γαλλικά και αραβικά.

Το 1910 επέστρεψε στη Σέριφο και λόγω των οικονομικών του δυσκολιών πούλησε την κληρονομιά της μητέρας του και έκτοτε ασχολήθηκε με τον συνδικαλισμό και την πολιτική. Τον ίδιο χρόνο εκλέχθηκε μέλος της Διοικήσεως του Εργατικού Κέντρου Πειραιώς και λίγο καιρό αργότερα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου συνέβαλε στη δημιουργία του Εργατικού Κέντρου της πόλεως κι έγινε μέλος της ομάδας του Μήτσου Χατζόπουλου, που έγινε γνωστός ως «Μποέμ», και συμμετείχε στο Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθηνών. Λίγο καιρό αργότερα μετακόμισε στην Καβάλα, μεγάλο καπνεμπορικό κέντρο της εποχής όπου εργάστηκε ως απλός καπνεργάτης και το 1914 συμμετείχε στην απεργία της Καβάλας, δράση για την οποία δικάστηκε, καταδικάστηκε και φυλακίστηκε στην Τρίπολη.

Εξέγερση της Σερίφου

Μετά την αποφυλάκιση του, τον Ιούνιο του 1916, ο Σπέρας επέστρεψε στη γενέτειρα του, τη Σέριφο. Εκεί πρωτοστάτησε και στις 24 Ιουλίου πέτυχε τη δημιουργία του τοπικού Σωματείου Εργατών Μεταλλευτών και επεξεργάστηκε Καταστατικό στο οποίο καθόριζε ότι στόχοι του Σωματείου είναι:
«…α) Η αδελφική συνένωσις και αλληλεγγύη των Εργατών Μεταλλευτών Σερίφου προς εξύψωσιν της ηθικής, της οικονομικής και της επαγγελματικής καταστάσεώς των.
β) Η επιδίωξις της ελαττώσεως των ωρών εργασίας και της αυξήσεως του ημερομισθίου, της συνάψεως συνολικών συμβάσεων εργασίας δια τα μέλη του δωρεάν και γραφείον παροχής δικηγορικών συμβουλών δωρεάν.
γ) Η αλληλεγγύη με τους ωργανωμένους εργάτας όλης της Eλλάδος και όλου του κόσμου, δια την άμυναν υπέρ των εργατικών δικαίων και την καταπολέμησιν της εκμεταλλεύσεως από το κεφάλαιον, με τον τελικόν σκοπόν να δημοσιοποιηθούν τα μέσα της παραγωγής να γίνουν τα εκ της εργασίας αγαθά αποκλειστική απολαυή των παραγωγών των και να παύση η εκμετάλλευσις του ανθρώπου από τον όμοιόν του… {…}…
…Tο ατομικόν συμφέρον ευρίσκει ο εργάτης όχι εις την κολακίαν του κεφαλαίου, αλλά εις την σύμπραξίν του με άλλους εργάτας.»
.

Ο Σπέρας εκλέχθηκε πρώτος Πρόεδρος του σωματείου και μετά την επικύρωση του Καταστατικού προέβη σε διάβημα προς το Υπουργείο Eθνικής Oικονομίας για τις άθλιες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης και για το εξοντωτικό ωράριο εργασίας [3]. Με την ιδιότητα του Προέδρου εισηγήθηκε και κήρυξε γενική απεργία στο νησί, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την υψηλή θνησιμότητα των εργατών μεταλλείων Σερίφου [4]. Η «Γαλλική Μεταλλευτική Εταιρία» του Λαυρίου και Έλληνες κεφαλαιούχοι δημιούργησαν την εταιρία «Σέριφος-Σπηλιανέζα» και έφεραν ως εργολάβο τον Γερμανό μεταλλειολόγο Αιμίλιο Γρώμμαν [5] που συστηματοποίησε τις εργασίες. Στα μεταλλεία απασχολούνταν περισσότεροι από 1000 εργάτες, από τη Σέριφο και κάτοικοι άλλων νησιών. Με εισφορές της εταιρίας και των εργατών δημιουργήθηκε «Ταμείο Αλληλοβοήθειας» και λειτούργησε στον Πύργο Σερίφου ένα υποτυπώδες νοσοκομείο με γιατρό, μαία και νοσοκόμες. Στους εργάτες που αρρώσταιναν δινόταν βοήθημα και κάποια σύνταξη, ενώ στο Μέγα Λιβάδι Σερίφου σώζεται το μικρό κτίσμα της «Γρωμμανείου Σχολής» που περιλάμβανε Δημοτικό και Ελληνικό Σχολείο. Εκεί διδάσκονταν ανάγνωση και γραφή τα παιδιά των μεταλλωρύχων, αλλά και όσοι από τους εργάτες το επιθυμούσαν και διέθεταν χρόνο. Η απεργία της Δευτέρας 7 Αυγούστου, όταν οι εργάτες αρνήθηκαν να φορτώσουν το μετάλλευμα στο ανδριώτικο πλοίο «Μαννούσι», που ήρθε να παραλάβει σιδηρομετάλλευμα, για τη Γερμανία, υπήρξε δυναμική, ριζοσπαστική και κατέληξε σε γενικευμένη διασάλευση της τάξεως που είναι γνωστή ως «Εξέγερση της Σερίφου». Στη διάρκεια της εξεγέρσεως ο Σπέρας απηύθυνε έκκληση [6] στο Γαλλικό ναυτικό και στις δυνάμεις της «Αντάντ», [«Entente»]. Αγγελιοφόρος των μεταλλωρύχων έφυγε με βάρκα για τη Μήλο και ζήτησε βοήθεια από το γαλλικό στόλο που είχε αναλάβει ρόλο στην περιοχή. Μέσω του απεσταλμένου τους οι εργάτες ζήτησαν την προστασία του Γαλλικού στόλου γιατί αναμένεται στη Σέριφο μεγάλη δύναμη χωροφυλακής και στρατού. Δεκαπέντε ημέρες αργότερα, τη Δευτέρα 21 Αυγούστου 1916, με το πολεμικό πλοίο «Αυλίς», κατέφθασε στο νησί δύναμη της Χωροφυλακής με επικεφαλής τον υπομοίραρχο Χαρίλαο Χρυσάνθου. Το πρωί της 21ης Αυγούστου 1916 ο Χρυσάνθου ζήτησε συνάντηση με τον Σπέρα και τη διοίκηση του σωματείου για διαπραγματεύσεις. Αντί όμως γι’ αυτό, τους συνέλαβε και τους φυλάκισε. Ακολούθησαν συγκρούσεις των εργατών με τις δυνάμεις της Χωροφυλακής στις οποίες υπήρξαν οκτώ νεκροί [7] και δεκάδες τραυματίες. Οι απεργοί κατάφεραν να φτάσουν μέχρι τα γραφεία της μεταλλευτικής εταιρείας και απελευθέρωσαν τον Σπέρα και τους άλλους συναδέλφους τους που είχαν συλληφθεί. Τις επόμενες μέρες τα ατμόπλοια «ΤΟΓΙΑΣ» και «ΥΔΡΑ» προσέγγισαν το νησί. Παρέλαβαν τους τραυματίες -χωροφύλακες και εργάτες- τους οποίους μετέφεραν στον Πειραιά. Παράλληλα στις 23 Αυγούστου το μεσημέρι κατέφθασε το γαλλικό αντιτορπιλικό «Henri Quatre» που αποβίβασε 25 άντρες κι έναν στρατιωτικό ιατρό. Ο Γάλλος επικεφαλής συμφώνησε με τους εκπροσώπους των εργατών να παραδώσουν τον οπλισμό που πήραν από τους χωροφύλακες. Οι Γάλλοι υπέστειλαν τη γαλλική σημαία που είχαν αναρτήσει οι εργάτες στο Κάστρο της Χώρας και προωθήθηκαν στο Μέγα Λιβάδι, ενώ δύο τορπιλάκατοι τους ακολουθούσαν κατά μήκος της ακτής. Ο Γάλλος επικεφαλής συναντήθηκε με τους απεργούς στους οποίους υποσχέθηκε ότι θα μεσολαβήσει προκειμένου να μην τιμωρηθούν για τα γεγονότα. Δεσμεύτηκε, επίσης, να σταλεί εκπρόσωπος της εταιρίας από το Παρίσι και το απόγευμα της 24ης Αυγούστου ο Γάλλος αξιωματικός επέστρεψε στη Μήλο έχοντας λάβει υποσχέσεις από όλες τις πλευρές πως θα βρεθεί λύση. Όταν ηρέμησαν τα πνεύματα ο Σπέρας αναχώρησε για την Αθήνα, όπου συναντήθηκε με μέλη της Κυβερνήσεως και τον Γεώργιο Γρώμμαν.

Στις 25 Αυγούστου το πολεμικό πλοίο «ΑΥΛΙΣ» απέπλευσε από την Χαλκίδα το οποίο μετέφερε στη Σέριφο στρατιωτική δύναμη 250 αντρών και έναν ειδικό ανακριτή, που σύντομα διέταξε τη σύλληψη του Σπέρα και άλλων δύο απεργών για στάση, λόγω της ύψωσης της γαλλικής σημαίας, και άλλων τριών για τον φόνο του υπομοίραρχου. Ο Σπέρας συνελήφθη, δικάστηκε, καταδικάστηκε και φυλακίστηκε στις φυλακές «Τζιβάρα» της Σύρου και στη συνέχεια μεταφέρθηκε και κρατήθηκε στο φρούριο «Φιρκά» στο νομό Χανίων. Εκεί, το 1917, έγραψε μια επιστολή προς το Εργατικό Κέντρο Χανίων ζητώντας συμπαράσταση. Με την αποφυλάκιση του και σε συνεργασία με το σοσιαλιστή Κώστα Μπαστουνόπουλο, ιδρύθηκε το 1918 στην Ερμούπολη Σύρου, ο «Μορφωτικός Εργατικός Όμιλος» και εκδόθηκε η εφημερίδα «Εργάτης» ως όργανο του Εργατικού Κέντρου Κυκλάδων. Στις 25 Σεπτεμβρίου αναρτήθηκε πρόσκληση προς τους απεργούς επιστρέψουν στην εργασία τους, με μερική αποδοχή των αιτημάτων τους: οκτάωρη εργασία στις υπόγειες στοές, δεκάωρη στην επιφάνεια και αυστηρή εφαρμογή των μέτρων ασφαλείας. Ελάχιστοι εργάτες δελεάστηκαν, οι οποίοι άρχισαν να δουλεύουν με την προστασία της χωροφυλακής, ενώ ο Σπέρας με επιστολή του στις 26 Οκτωβρίου καλούσε σε πάνδημο συλλαλητήριο και πρότεινε να ζητηθεί η επέμβαση της «Κυβερνήσεως της Θεσσαλονίκης» υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Ένα χρόνο αργότερα τα δύο μέρη κατέληξαν σε συμφωνία και ο Σπέρας που στο μεταξύ είχε αφεθεί ελεύθερος, υπέγραψε πρώτος. Τα αιτήματα των εργαζομένων έγιναν όλα δεκτά: αύξηση των ημερομισθίων και των αμοιβών φόρτωσης, απόλυση των μη Σεριφίων εργατών, έλεγχος του Ταμείου Αλληλοβοηθείας από το σωματείο και καταβολή αποζημιώσεως στις οικογένειες των νεκρών της απεργίας.

Ίδρυση Γ.Σ.Ε.Ε.

Ο Σπέρας το διάστημα 21 έως και 28 Οκτωβρίου του 1918 συμμετείχε στην ίδρυση της Γ.Σ.Ε.Ε. [Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος]. Ο Σπέρας, στην ομιλία του στην ιδρυτική διάσκεψη της Γ.Σ.Ε.Ε., υποστήριξε [8], όπως και ο Σταύρος Κουχτσόγλους, ότι η συνομοσπονδία πρέπει να ασχολείται μόνο με ζητήματα εργατικής φύσεως και όχι με θέματα που αφορούν τα κόμματα και την πολιτική. Στο Ιδρυτικό Συνέδριο της Γ.Σ.Ε.Ε. ο Σπέρας εκλέχθηκε μέλος της Εποπτικής Επιτροπής της Συνομοσπονδίας.

Ίδρυση Σ.Ε.Κ.Ε.

Στις 4 Νοεμβρίου του 1918 ο Σπέρας συμμετείχε στην ίδρυση του Σ.Ε.Κ.Ε., [Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος, μετέπειτα Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος, Κ.Κ.Ε.], όμως διατήρησε τις απόψεις του και από την αρχή αποτέλεσε ξεχωριστή τάση μέσα στο κόμμα. Στις 21 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου κλήθηκε από τον Εισηγητή του Εκτάκτου Στρατοδικείου κατηγορούμενος για εσχάτη προδοσία. Το 1920, στη διάρκεια της ομιλίας του στο συνέδριο του κόμματος, ο Σπέρας μαζί με το δικηγόρο Ευάγγελο Παπαναστασίου και τον Ιωάννη Φανουράκη, τάχθηκε εναντίον της συμμετοχής του κόμματος στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες και την εκλογή βουλευτών στο Ελληνικό κοινοβούλιο. Την ίδια εποχή τάχθηκε υπέρ της εντάξεως της Γ.Σ.Ε.Ε. και του Σ.Ε.Κ.Ε. στην Κομμουνιστική Διεθνή κάτι που αποτράπηκε από τη στάση των αναρχικών της οργανώσεως. Ο Σπέρας συνεργάστηκε με την εφημερίδα «Άμυνα», που κυκλοφόρησε την άνοιξη του 1920 από τους βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς συνδικαλιστές που έλεγχαν την πλειοψηφία της Γ.Σ.Ε.Ε. μετά από την πρώτη κόντρα των συντηρητικών συνδικαλιστών με τους κομμουνιστές. Στα άρθρα του εξαπολύει οξύτατη επίθεση κατά του Σ.Ε.Κ.Ε., και συνεργάζεται για τη διοργάνωση συνεδρίου της Γ.Σ.Ε.Ε., που τελικά απέτυχε, στο οποίο δεν θα συμμετείχαν οι κομμουνιστές συνδικαλιστές. Τον Απρίλιο του 1920, κομματική επιτροπή του ΣΕΚΕ που ασχολήθηκε με την «Υπόθεση Σπέρα» αποφάσισε τον αποκλεισμό του από το Κόμμα, εξαιτίας «της δημοσιεύσεως εξυβριστικής εναντίον του Κόμματος επιστολής σε αντισοσιαλιστική εφημερίδα» [9]

Τον Μάρτιο του ίδιου χρόνου, συμμετείχε ως ειδικός γραμματέας, σε διάσκεψη μεταλλωρύχων και ανθρακωρύχων με σκοπό την ίδρυση ομοσπονδίας. Στα πλαίσια της δράσεως του στη Γ.Σ.Ε.Ε. και το Σ.Ε.Κ.Ε., ο Σπέρας υποστήριζε την άποψη πως τα Εργατικά σωματεία θα πρέπει να είναι αποσυνδεδεμένα από κόμματα. Στις 20 Απριλίου του 1920 έγινε το 2ο Συνέδριο του Σ.Ε.Κ.Ε. και ο Σπέρας διαγράφηκε ως αντικομματικό στοιχείο. Η ηγεσία του Σ.E.K.E. προσπάθησε να επιτύχει τη διαγραφή του και από το EKA και τη Γ.Σ.E.E., αλλά αυτό στάθηκε αδύνατον καθώς ο Σπέρας ήταν βασικός εκφραστής των απόψεων ενός σημαντικού τμήματος μελών της Συνομοσπονδίας και στο A’ Συνέδριο της είχε εκλεγεί μέλος της Εποπτικής Επιτροπής της Συνομοσπονδίας. Στις 17 Μαΐου 1920 ο Σπέρας συνελήφθη από τις αστυνομικές αρχές και η εφημερίδα «Κόκκινη Σημαία», όργανο της Κομμουνιστικής Οργανώσεως Αθηνών, έγραψε: «…για μας αποτελεί τιμή γιατί ο σύντροφος μας φυλακίζεται για την εργατική ταξική του ιδεολογία..». Στο διάστημα 30 Σεπτεμβρίου-3 Οκτωβρίου 1920, συγκλήθηκε στον Πειραιά το B’ Συνέδριο της Γ.Σ.E.E. και η τάση των αναρχοσυνδικαλιστών, με τον Κώστα Σπέρα, που οποίος συμμετείχε στο Συνέδριο ως γραμματέας του Σωματείου Τσιγαράδων-Καπνεργατών Αθήνας-Πειραιά, πραγματοποίησε δυναμική εμφάνιση εκπροσωπώντας το ένα τρίτο των συνέδρων. Το 1921 ο Σπέρας, μαζί με τον Γιάννη Φανουράκη, ίδρυσε την παράταξη «Νέα Ζωή», ενώ εξέδωσε και συνεργάζονταν δημοσιογραφικά με την 15ήμερη ομώνυμη εφημερίδα. Η οργάνωση απέκτησε σημαντική επιρροή στο Εργατικό Κέντρο Αθηνών, όπου επικεφαλής ήταν ο Σπέρας, με την ιδιότητα του Γενικού Γραμματέα και ο Φανουράκης. H «Νέα Ζωή» πρότεινε να απαγορευθεί η πώληση του οργάνου του Σ.E.K.E. «Εργατικός Αγών», ο «Ριζοσπάστης» έγινε αργότερα όργανο του κόμματος, στους χώρους του EKA, άποψη που υιοθετήθηκε. Τον Νοέμβριο του 1921, μετά από την απεργία που διοργάνωσε η «Ομοσπονδία Εργαζομένων Τραμ», ο Σπέρας συνελήφθη και φυλακίστηκε στη φυλακή Συγγρού. Τον Χειμώνα του 1922 η «Νέα Ζωή» συμμετείχε στην ίδρυση του «Ανεξάρτητου Εργατικού Κόμματος», μια ομάδα εργατίστικου σοσιαλδημοκρατικού προσανατολισμού, που συνεργάστηκε με άλλες πρώην κινήσεις του Σ.Ε.Κ.Ε., με το δεξιόστροφο «Σοσιαλιστικό Κόμμα» του Νίκου Γιαννιού και τη «Δημοκρατική Ένωση» του Αλέξανδρου Παπαναστασίου. Το «Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα» κυκλοφόρησε την εφημερίδα «Εργατική» και απομακρύνθηκε συνειδητά από την Γ' Διεθνή, ενώ λειτούργησε έως το 1925 όταν διαλύθηκε από την κυβέρνηση του Θεόδωρου Πάγκαλου.

Στους εορτασμούς της 1ης Μαΐου του 1924 από το Εργατικό Κέντρο Αθηνών, ο Σπέρας, τότε πρόεδρος Ενώσεως Σιγαροποιών, συνελήφθη μαζί με άλλα στελέχη του εργατικού κινήματος. Ο Σπέρας καταθέτοντας στη δίκη του στο Στρατοδικείο χαρακτήρισε την Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών «..προστάτη των εργατών και των αγροτών». Στις 16 Μαΐου του 1925, ενώ συνεδρίαζε η διοίκηση του Ε.Κ.Α. εισήλθαν οι συντηρητικοί συνδικαλιστές, με επικεφαλής τη συντεχνία των αμαξηλατών (ιδιοκτητών αμαξών), και αποδοκίμασαν το Προεδρείο. Πέταξαν έξω την έως τότε διοίκηση, ανέλαβαν τα γραφεία και τοποθέτησαν δική τους επιτροπή από τους Σπέρα, Στρουζάκη, Παναγιωτόπουλο, Μωραΐτη, Τσάκωνα και παρέλαβαν το αρχείο του Κέντρου. Την ίδια μέρα οι συντηρητικοί συνδικαλιστές με προκήρυξή τους [10] κατήγγειλαν την πλειοψηφία της διοικήσεως του Εργατικού Κέντρου Αθηνών ότι διατηρούσε οργανωτικές σχέσεις με το KKE. Δήλωσαν ότι αγωνίζονται για την απομάκρυνση των εργατικών σωματείων, συνδικάτων και ενώσεων, καθώς και των εργατικών αγώνων, από την πολιτική και τα κόμματα. Την προκήρυξη υπέγραψαν οι Κώστας Σπέρας, Νίκος Αποστόλου, Μιχάλης Ροδογιάννης, Ευάγγελος Ίσαρης, Τάκης Καρύδης, Νικηφόρος Καίσαρ, Τρύφων Παρασκευόπουλος, Αναστάσιος Χαρακτινός και Λεωνίδας Ζέρβας. Είναι η εποχή που ο Σπέρας αποκρυσταλλώνει την πεποίθηση του ότι η εργατική τάξη οφείλει να διεξάγει μόνο οικονομικούς και όχι πολιτικούς αγώνες, λόγος για τον οποίο από το 1925 εξελίσσεται σ’ έναν από τους πλέον φανατικούς υποστηρικτές της αποπολιτικοποίησης των Εργατικών Συνδικάτων. Η αρχή του αυτή τον φέρνει σε ευθεία σύγκρουση με τους κομμουνιστές συνδικαλιστές, τους οποίους κατηγορούσε πως λαμβάνουν «επίδομα από τη Μόσχα», και αποτελεί την αιτία για την ιδεολογικοπολιτική μεταστροφή του Σπέρα και την ένταξη του στο χώρο του Εθνικού Συνδικαλισμού. Στις 18 Μαΐου 1925, η εφημερίδα «Ριζοσπάστης» καταγγέλλει τον Σπέρα ως χαφιέ του Α' Σώματος Στρατού, ως λαθρέμπορο καπνού, που δεν εκπροσωπούσε τίποτα καθώς το Σωματείο των Σιγαροποιών είχε παύσει να τον εκλέγει, ενώ τον Ιούνιο του 1925, συνελήφθη η εκλεγμένη διοίκηση του ΕΚΑ, Βλέντζας, Βγενόπουλος και Τσατσάκος. Μετά από εβδομάδες το ΕΚΑ επανήλθε στα χέρια των εργατών, για λίγες μέρες καθώς ακολούθησε η δικτατορία του Στρατηγού Θεόδωρου Πάγκαλου (Ιούνιος 1925-Αύγουστος 1926) που συνέλαβε ξανά τη διοίκηση του ΕΚΑ. Στις 18 Αυγούστου του ίδιου χρόνου το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας κατάργησε τη διοίκηση του Ε.Κ.Α. και διέταξε να παραδώσει στη διοίκηση των συντηρητικών. Οι παλαιοί αρνήθηκαν να παραδώσουν και συνελήφθησαν οι Λεβέντης πρόεδρος, Ευγενόπουλος Γεν. Γραμματέας, Σταυρόπουλος Ειδικός Γραμματέας.

Δίκη στελεχών Σ.Ε.Κ.Ε.

Τον Φεβρουάριο του 1926, ο Σπέρας κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας σε βάρος στελεχών του Κ.Κ.Ε., όπως ο Παντελής Πουλιόπουλος, σε δίκη για «αυτονόμηση της Μακεδονίας» επί «εσχάτη προδοσία» στο Α’ Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών. Στην κατάθεση του υποστήριξε «…ότι κατά την γνώμην του οι κατηγορούμενοι ηθέλησαν να αυτονομήσουν την Μακεδονίαν και την Θράκην…» [11]. Στις εκλογές του 1926 κατήλθε ως υποψήφιος βουλευτής Α΄ Αθηνών με το «Ανεξάρτητο Εργατοεπαγγελματικό Κόμμα», όμως συγκέντρωσε ελάχιστες ψήφους.

Διαγραφή από Γ.Σ.Ε.Ε.

Στις 28 Μαρτίου 1926, συνήλθε το Γ’ Συνέδριο της Γ.Σ.Ε.Ε., στα θέματα του οποίου συμπεριλαμβανόταν και η διαγραφή του Κώστα Σπέρα ως «εχθρού της εργατικής τάξης». Ο Σπέρας κατήγγειλε ότι το Κ.Κ.Ε. έχει εξαπολύσει πόλεμο εναντίον του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να βρει εργασία. Οι σύνεδροι και ηγετικά στελέχη του Κ.Κ.Ε. Γιακουμάτος, Μαρνιέρος και Ευαγγέλου, ήσαν οι εκφραστές της γραμμής ξεκαθαρίσματος λογαριασμών από πλευράς Κ.Κ.Ε. και κατηγόρησαν τον Σπέρα ότι έγινε «όργανο του κράτους». Ο Σπέρας κατήγγειλε τον Ευαγγέλου ότι παζάρεψε τη θέση του γενικού γραμματέα της Γ.Σ.Ε.Ε. αντί του ποσού των πενήντα χιλιάδων δραχμών με τη μεσολάβηση του δημοσιογράφου Βούρου. Στις 30 Μαρτίου, κατόπιν πρότασης του Τζίμα, ο Κώστας Σπέρας διαγράφτηκε από τη Γ.Σ.Ε.Ε., παρά τις έντονες διαμαρτυρίες αρκετών συνέδρων, με τη συμμαχία Κομμουνιστών, Αρχειομαρξιστών και δεξιών αστών συνδικαλιστών [12] [13], ενώ την επόμενη ημέρα ο Σπέρας επιχείρησε να επανέλθει στο Συνέδριο όμως διατάχθηκε η απομάκρυνση του [14] και μαζί του απομακρύνθηκε και ο Νικόλαος Σαργολόγος. Ο Αβραάμ Μπεναρόγια, ένας από του ιδρυτές της Γ.Σ.Ε.Ε. και του Σ.Ε.Κ.Ε. αλλά και κύριος αντίπαλος του Σπέρα από το πρώτο συνέδριο της Γ.Σ.Ε.Ε., χαρακτήρισε τον Σπέρα ως «εχθρό της εργατικής τάξης» και την διαγραφή του ως «δίκαιη».

Εθνοκοινωνική δράση

Μετά τη διαγραφή του από τη Γ.Σ.Ε.Ε. ο Σπέρας πέρασε οριστικά στις τάξεις των εθνικιστών συνδικαλιστών. Από κοινού με άλλους συνδικαλιστές συνυπέγραψε καταγγελία εναντίον της διοικήσεως του Εργατικού Κέντρου Αθηνών στην οποία ανέφερε:
«Από μακρού χρόνου, το Εργατικόν Κέντρον Αθηνών, λόγω του ελλιπούς οργανισμού του και δια πλαστών αντιπροσωπειών περιήλθεν εις χείρας ανθρώπων ανηκόντων εις το κομμουνιστικόν κόμμα.
Οι άνθρωποι αυτοί, αναλαβόντες την διοίκησιν του Κέντρου δια των ως άνω μεθόδων εμονιμοποίησαν τρόπον τινά την κατάστασιν ούτε δε το Ε.Κ.Α. από καθαρώς επαγγελματική οργάνωσις, μετετράπη εις πολιτικόν παράρτημα του κομμουνιστικού κόμματος. Ενώ δε οι εργάται των Αθηνών κατ’ απόλυτον πλειοψηφίαν είνε συντηρητικοί, δια της μεθόδου των πλαστών αντιπροσώπων κατωρθώθη να εμφανίζωνται ως οπαδοί της Γ’ Διεθνούς και έτοιμοι να ανατρέψουν το κοινωνικό καθεστώς επιβάλλοντες την Σοβιετικήν Πολιτείαν.
Οι συντηρητικοί εργάται διεμαρτύροντο εις εκάστην πραξικοπηματική ενέργειαν των κομμουνιστών, αλλά μη διαθέτοντες τα μέσα της εκδηλώσεως, η φωνή των επνίγετο, ενώ οι κομμουνισταί έχοντος ένα ημερήσιον δημοσιογραφικόν όργανον διελάλουν προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντος ότι ολόκληρος η εργατική τάξις της Ελλάδος, είνε κομμουνιστικόν τσιφλίκι.
Αλλ’ η κατάστασις αυτή δεν ήτο δυνατόν να εξακολουθήση επ’ άπειρον. Κατόπιν της εγκληματικής προσπαθείας των κομμουνιστών να μετατρέψουν την δι’ εργατικά επαγγελματικά ζητήματα εκκραγείσαν απεργίαν εις πολιτικήν τοιαύτην, με τον σκοπόν να ρίψουν την Κυβέρνησιν της χώρας και να δημιουργήσουν πολιτικήν αδιέξοδον, τα εργατικά σωματεία, συναισθανθέντα τον κίνδυνον συνήρχοντο και προητοιμάζοντο δια την εκκαθάρισίν των από τα κομμουνιστικά στοιχεία.
Τούτο αντιληφθέντες οι κομμουνισταί και μη θέλοντες να χάσουν εκ των χειρών των το Ε.Κ.Α, άνευ του οποίου θα απεκαλύπτετο η πολιτική των γυμνότης, συνήλθον πραξικοπηματικώς την 27ην Απριλίου και εν τη απουσία των συντηρητικών εργατώνκαι δια των γνωστών μεθόδων των πλαστών αντιπροσωπειών, προέβησαν εις την εκλογήν διοικήσεων εκ μελών του κόμματός των.
Ήδη οι αντιπρόσωποι των συντηρητικών εργατών κατόπιν και της τελευταίας αυτής κακοήθους ενέργειας των κομμουνιστών, συνήλθον σήμερον και απεκήρυξαν μετ’ αγανακτήσεως αυτούς, προέβησαν δε εις την εκλογήν προσωρινής διοικητικής επιτροπής με την εντολήν να εκκαθαρίση το Εργατικόν Κέντρον Αθηνών από τα κακοήθη αυτά στοιχεία.
Εντολή των αντιπροσώπων
Η ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ.
Κ. ΣΠΕΡΑΣ, Γ. ΣΤΡΟΥΤΖΑΚΗΣ, Ν. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, Ν. ΜΩΡΑΪΤΗΣ, Χ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ

Στις 26 Οκτωβρίου του 1927 ο Σπέρας κατήγγειλε στην αστυνομία απόπειρα δολοφονίας του με τη ρίψη πυροβολισμού εναντίον του από δράστη οπαδό του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος. Παράλληλα ανέφερε ότι ανάλογη απόπειρα είχε γίνει σε βάρος του και πριν μία διετία και αιτιολόγησε [15]. Στις 9 Μαρτίου 1927 η Επιτροπή ανεργίας στην οποία συμμετείχε ο Σπέρας, μαζί με τους Γ.Στρουζάκη, Ι. Μαυράκη και Κ. Φουστέρη, «...ουδεμία δυσχέρεια θα προκύψη…{…}…έστω και αν η απεργία πραγματοποιηθή διότι η επιτροπή συνεννοηθήσα με τους ανέργους αρτεργάτας και γενικώς με τους εργάτας τροφίμων θα είνε σε θέσιν να ανταποκριθή από της πρώτης στιγμής εις τας ανάγκας του κοινού αρκεί να θελήση η Κυβέρνησις να επιτάξη τους κλιβάνους και τα λοιπά καταστήματα τροφίμων…» [16]. Στις 19 Δεκεμβρίου του 1929 ο Σπέρας κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας κατά της κομμουνιστικής «Ενωτικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος», της αποκαλούμενης «Ενωτικής Γ.Σ.Ε.Ε.» την εποχή του Ιδιώνυμου του Ελευθερίου Βενιζέλου. Στην κατάθεση του υποστήριξε ότι η Συνομοσπονδία διενεργούσε κομμουνιστική προπαγάνδα και έπρεπε να διαλυθεί [17]. Μετά το 1930, ο Σπέρας εργάστηκε στα εκδοτήρια εισιτηρίων των τρένων και για ένα διάστημα έμενε στην Κολοκυνθού. Την περίοδο της κυβερνήσεως του Παναγή Τσαλδάρη ο Σπέρας χρησιμοποιώντας ανέργους έσπασε την απεργία των αρτεργατών. Συμμετείχε στις μεγάλες απεργίες των σιδηροδρομικών και συγκρούστηκε με την ηγετική κομμουνιστική ομάδα του σωματείου. Συνελήφθη και προφυλακίστηκε στις 8 Δεκεμβρίου του 1932 στη διάρκεια της απεργίας των σιδηροδρομικών και στις 29 Σεπτεμβρίου του 1933 οδηγήθηκε κατηγορούμενος στα δικαστήρια.

Το 1934 ο Σπέρας εντάχθηκε ως μέλος στο «Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας» του Γεωργίου Μερκούρη και το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου ήταν παρών στα εγκαίνια των γραφείων του κόμματος. Υπήρξε για μεγάλο διάστημα αρθρογράφος στην εφημερίδα εφημερίδα «Εθνική Σημαία» [18], επίσημο όργανο του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος και κατέγραψε σε συνέχειες την Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος, χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο «Έλλην εργάτης». Την ίδια εποχή διατηρούσε επαφές με το κόμμα «Εθνική Συντηρητική Οργάνωσις» του Άγγελου Κανελλόπουλου, όμως δεν είναι εξακριβωμένο ότι προσχώρησε σ’ αυτή. Το 1938 ο Σπέρας συνελήφθη για ποινικό αδίκημα, η φύση του οποίου παραμένει ανεξιχνίαστη [19], και φυλακίστηκε στις αγροτικές φυλακές Σκοπέλου [20] όπου η υγεία του επιβαρύνθηκε και κλονίστηκε σε σοβαρό βαθμό. Η κατάσταση της υγείας του βελτιώθηκε μετά την περιποίηση κάποιου Σεριφιώτη γιατρού, και ο Σπέρας αφέθηκε ελεύθερος στα μέσα του 1940, λίγους μήνες πριν την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου.

Περίοδος Κατοχής - Δολοφονία Σπέρα

Την περίοδο της κατοχής της Ελλάδος από τις δυνάμεις του Άξονος, ο Σπέρας που ζούσε με την οικογένεια του στην περιοχή του Μεταξουργείου στην Αθήνα, στο ισόγειο ενός παλιού διώροφου σπιτιού το οποίο αποτελούνταν από υπνοδωμάτιο, σαλόνι και κουζίνα, προχώρησε στην συγγραφή της «Ιστορίας του Εργατικού Κινήματος». Παράλληλα, ανέπτυξε πολιτικές επαφές και σχέσεις με τον Ανδρέα Κονδάκη [21], πρώην ανώτερο αξιωματικό σε πολεμική διαθεσιμότητα του Ελληνικού Στρατού, και εντάχθηκε στην συνδικαλιστική παράταξη του Νικολάου Καλύβα, μαζί με τον Ευαγγέλου. Την ίδια περίοδο καλούσε το λαό να μποϋκοτάρει τα συσσίτια του Ε.Α.Μ. και να προσέρχεται στα αντίστοιχα των Δήμων. Το 1943 ανέπτυξε σχέσεις με το συνδικαλιστικό τμήμα του ΕΔΕΣ Αθηνών και με την οργάνωση του Γεωργίου Μερκούρη.

Το βράδυ της 14ης Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, ο Σπέρας έφυγε από το σπίτι του στην οδό Κολωνού 8 στο Μεταξουργείο Αττικής με προορισμό την Ελευσίνα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της Νεφέλης Σπέρα, της κόρης του από τον τρίτο του γάμο, πριν φύγει είχε πει στη σύζυγο του ότι αν αργήσει να επιστρέψει να ζητήσει πληροφορίες από τον γιατρό Λαζαρή που κατοικούσε σε σπίτι στη συνοικία Νεάπολη, τα σημερινά Εξάρχεια, Αθηνών. Μαζί με τον Σπέρα ήταν ένας φοιτητής της Νομικής και ο Απόστολος Κοκμάδης, τότε ανθυπολοχαγός του Ελληνικού Στρατού, με τους οποίους συνεργάζονταν στη δημιουργία εθνικών αντάρτικων ομάδων [22] και ταξίδευαν για να συναντήσουν κάποιους από τα μέλη του Ε.Λ.Α.Σ. στην περιοχή. Ο Σπέρας και οι συνεργάτες του συνελήφθησαν στη Μάνδρα Αττικής από άντρες του κομμουνιστικού 1/34 τάγματος του Γεωργίου Μπουτσίνη, που ήταν γνωστός με το ψευδώνυμο «Νικήτας». Η κομμουνιστική εφημερίδα «Ριζοσπάστης» [23] ανέφερε την σύλληψη του κι έγραψε: «...Το 34ο Σύνταγμα Αττικής κοντά σ’ άλλους έπιασε και το κάθαρμα Σπέρα σταλμένο για κατασκοπεία απ’ την ομάδα Λαζαρή του ΕΔΕ....» και χαρακτήρισε τον Σπέρα απεσταλμένο της ομάδας του γιατρού Ιωάννη Λαζαρή, ο οποίος ήταν πρώην μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του Ε.Δ.Ε.Σ. Μετά τη σύλληψη του ο Σπέρας, και μαζί του ο Κοκμάδης, προωθήθηκε στα Δερβενοχώρια, όπου ήταν η έδρα του 34ου κομμουνιστικού «συντάγματος» του Ε.Λ.Α.Σ. με επικεφαλής τον Ανδρέα Μουντρίχα [24], που ήταν καπετάνιος του Ε.Λ.Α.Σ. στην Αττικοβοιωτία. Ανήσυχη από την απουσία του, η σύζυγος του πήγε στα Εξάρχεια στο σπίτι του γιατρού Λαζαρή και της είπαν να ξαναπεράσει διότι απουσίαζε ο γιατρός. Η σύζυγος του Σπέρα επέστρεψε μετά από μια εβδομάδα όμως το διαμέρισμα ήταν άδειο και οι ένοικοι του είχαν εξαφανισθεί. Ο Σπέρας δολοφονήθηκε [25] από τους κομμουνιστές δολοφόνους του Ε.Λ.Α.Σ. και της Ο.Π.Λ.Α., στις 14 Σεπτεμβρίου του 1943, μετά την εξακρίβωση της ταυτότητας του και στη συνέχεια έριξαν το πτώμα του σε βάραθρο της περιοχής, η ακριβής τοποθεσία του οποίου παραμένει άγνωστη ως σήμερα.

Μνήμη Σπέρα

Κώστας Σπέρας

Ο Σπέρας διέθετε ηγετικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Ήταν δεινός ρήτορας, παθιασμένος με ότι έκανε και απολύτως αδιάλλακτος, γνώρισμα που τον οδήγησε σε έντονες συγκρούσεις. Ήταν επίσης θερμόαιμος, μαχητικός, ορμητικός –μιλώντας απλά και κατανοητά γινόταν γρήγορα αγαπητός στους εργάτες, επηρεάζοντας ταυτόχρονα και πολλά συνδικαλιστικά στελέχη. Ιδεολογικά επηρεάστηκε από το φιλοβασιλικό και εθνικιστικό πνεύμα του Γάλλου Ζωρζ Σορέλ, [Georges Sorel]. Μετά τα Δεκεμβριανά, η Γ.Σ.Ε.Ε. συμπεριέλαβε την εκτέλεση Σπέρα στην έκθεση της στην επιτροπή Σίτριν. Το ΚΚΕ από το 1924 είχε ξεκινήσει μία συστηματική προσπάθεια απαξιώσεως και κατασυκοφαντήσεως του Σπέρα, τον οποίο στην αρχή προσπάθησε να παρουσιάσει σαν όργανο των συμφερόντων της Αντάντ [26]. Στη συνέχεια τον κατηγόρησε σαν τυχοδιώκτη, όργανο της εργοδοσίας, συνεργάτη της αστυνομίας και αργότερα των δυνάμεων κατοχής. Επισήμως η φυσική εξόντωση, η απάνθρωπη δολοφονία με αποκεφαλισμό, του Σπέρα «δικαιολογήθηκε» από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος με τα αρχεία του Ε.Δ.Ε.Σ. που εμφάνιζαν τον Σπέρα συνεργάτη του.

Το 1984 προβλήθηκε η ταινία «Καπετανία 1984», που συνδύασε μια αναπαράσταση των γεγονότων με ένα αποκριάτικο δρώμενο της Σερίφου. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς έγινε και η πρώτη επετειακή εκδήλωση στον χώρο των επεισοδίων, καθώς και τα αποκαλυπτήρια του μνημείου για τους νεκρούς εργάτες. Το 2001 επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις «Βιβλιοπέλαγος» η μπροσούρα «Η απεργία της Σερίφου, ήτοι Αφήγησις των αιματηρών σκηνών της 21ης Αυγούστου 1916 εις τα μεταλλωρυχεία του Μεγάλου Λειβαδίου της Σερίφου», που έγραψε ο Σπέρας για τα γεγονότα της Σερίφου. Στο Μεγάλο Λιβάδι της Σερίφου βρίσκεται η προτομή του Σπέρα που ανεγέρθηκε το 2009, ενώ έχουν κυκλοφορήσει και λογοτεχνικά βιβλία για τη δράση του. Ο μουσικός και ερμηνευτής Χρήστος Θηβαίος [27] κυκλοφόρησε δισκογραφική εργασία εμπνευσμένη από τη δράση του Σπέρα στην εξέγερση της Σερίφου. Αναρχικές και εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις υποστηρίζουν ότι ο Σπέρας υπήρξε ως το θάνατο του συνεπής αγωνιστής του Αναρχισμού και για το λόγο αυτό δολοφονήθηκε με ειδεχθή τρόπο από τον Ε.Λ.Α.Σ. και την Ο.Π.Λ.Α. διότι είχε διαφορετική άποψη για τον «σοσιαλισμό».

Βιβλιογραφία

  • «Η απεργία της Σερίφου, ήτοι Αφήγησις των αιματηρών σκηνών της 21ης Αυγούστου 1916 εις τα μεταλλωρυχεία του Μεγάλου Λειβαδίου της Σερίφου», Κώστας Σπέρας, πρωτοεκδόθηκε στην Αθήνα το Φεβρουάριο του 1919 τύποις Δημητρίου X. Tρεμπέλα. Επανεκδόθηκε το 2001 από τις εκδόσεις «Βιβλιοπέλαγος» στην Αθήνα.

Ο Σπέρας έγραψε τη μπροσούρα στην οποία εξιστορεί με λεπτομέρειες τα γεγονότα. Το έργο του τυπώθηκε και κυκλοφόρησε το 1919. Έκτοτε επανατυπώθηκε και κυκλοφόρησε το 2001 σε συνεργασία του «Ελευθεριακού Ιστορικού Αρχείου» της Πάρου και των Εκδόσεων «Βιβλιοπέλαγος» ως ξεχωριστό βιβλίο, το οποίο συμπεριλαμβάνει και βιογραφία του Κώστα Σπέρα γραμμένη από τον φιλόλογο καθηγητή Λεονάρδο, [Λίνο], Κόττη.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [«Ο σφαγιασμός των Αρχειομαρξιστών του Αγρινίου από τον Ελληνικό σταλινισμό», εκδόσεις «Άρδην»]
  2. [Στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων το επώνυμο «Σπεράντζας» ήταν συνώνυμο των εργολάβων εκκλησιαστικών έργων.]
  3. [Ο Κωνσταντίνος Σπέρας, ο γραμματέας Βασ. Γαλανός και ο σύμβουλος Εμμ. Βυτώριος συνάντησαν τον υπουργό Οικονομικών Γεώργιο Ράλλη. Του επεδόθη υπόμνημα στο οποίο περιγράφονται οι άθλιες συνθήκες εργασίας: «….Πάσα αυθαιρεσία και εκμετάλλευσις του εργάτου διεξάγεται ανεμπόδιστα από τους επιτετραμμένους της εταιρείας επωφελουμένους της αγραμματοσύνης των εργατών και της ελλείψεως οργανώσεως εργατικής. …{…}… Ούτω κατά νόμον ισχύοντα εις το βασίλειον Σερίφου, αι ώραι εργασίας είναι κανονισμέναι από της ανατολής μέχρι της δύσεως του ηλίου, με διακοπήν μιας ώρας κατά τους χειμερινούς μήνας, και 2 έως 2 1/2 κατά τους θερινούς, ήτοι 9-12. Την κατάργησιν λοιπόν της εκ νόμου ταύτης καταστάσεως και τα νόμιμα δικαιώματα των εργατών και μόνον τούτο εζήτησε νομιμοφρονέστερα το Σωματείον μας άμα τη συστάσει του.....»]
  4. [Τα μεταλλεία της Σερίφου είναι από τα αρχαιότερα της Ευρώπης καθώς Μινωίτες και Μυκηναίοι ανέπτυξαν μεταλλευτικές δραστηριότητες στην περιοχή. Η νεώτερη ιστορία τους ξεκινά πολλά χρόνια μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους, όταν με διάταγμα του βασιλιά Όθωνα, παραχωρήθηκε άδεια εξορύξεως σε εταιρία που συστάθηκε από Έλληνες τραπεζίτες. Η εταιρεία είχε έδρα τον Κουταλά κι εξήγαγε μετάλλευμα προς εκκαμίνευση στην Αγγλία, όμως πτώχευσε σύντομα. Διάφορες άδειες χορηγήθηκαν για την εξαγωγή μολύβδου, ψευδαργύρου και χαλκού.]
  5. [Η οικογένεια Γρώμμαν ή Γκρόμαν ή Γρόμαν, [Grohmann] ήταν Γερμανοί που είχαν έρθει στην Ελλάδα από την Ανατολική Πρωσία, περιοχή η οποία σήμερα ανήκει στην Πολωνία. Η οικογένεια ασχολήθηκε με την εξόρυξη σιδηρομεταλλεύματος και το 1884 o ορυκτολόγος Αιμίλιος [Εμίλ] Γκρόμαν απέκτησε από την γαλλική εταιρεία «Serifos-Spilialeza», χωρίς να διαθέσει κεφάλαιο καθώς η εταιρεία ήταν πτωχευμένη, τα δικαιώματα εξορύξεως στο ορυχείο στην περιοχή Μεγάλο Λιβάδι της Σερίφου των Δυτικών Κυκλάδων, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να καταβάλει ως ενοίκιο στο Ελληνικό κράτος ένα συμβολικό ποσό. Ο Αιμίλιος Γκρόμαν απεβίωσε το 1906 αφήνοντας μνήμη χρηστού και συνετούς ανθρώπου και διάδοχος του ήταν ο γιος του Γεώργιος Γκρόμαν, μεταλλειολόγος που γεννήθηκε στην Ελλάδα, ο οποίος δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον για τη Σέριφο, παρά μόνο χρησιμοποίησε την δύναμη του και με εκβιασμούς και ευτελή ανταλλάγματα αγόραζε τα κτήματα των ντόπιων στις μεταλλοφόρες περιοχές. Τον Γεώργιο Γρώμμαν διαδέχθηκε ο γιος του Αιμίλιος Γρώμμαν ο νεότερος, που συνέχισε την εκμετάλλευση των μεταλλείων μέχρι το 1943. Στη διάρκεια της κατοχής της Ελλάδος από τις δυνάμεις του Άξονα, ο Αιμίλιος Γρώμμαν κατατάχτηκε στον γερμανικό στρατό και με το βαθμό του Ταγματάρχη ανάλεβε διοικητής στα Χανιά. Με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου ο τελευταίος των Γρώμμαν πήγε με αεροπλάνο στην Αγγλία όπου παραδόθηκε και δικάστηκε σαν εγκληματίας πολέμου. Τα μεταλλεία συνέχισαν τη λειτουργία μέχρι τη δεκαετία του 1960. Τον χειμώνα η οικογένεια διέμενε στην «Βίλα Γκρόμαν» στο λόφο του Καλαμάκιου, σε σημείο στο πλάι και πίσω από εκεί που σήμερα βρίσκεται το Συμμαχικό νεκροταφείο. Ήταν ένα διώροφο σπίτι, με χωμάτινο γήπεδο τένις και ανεμπόδιστη θέα στη θάλασσα, μέσα σε ένα τεράστιο κτήμα γεμάτο με λεμονιές. Το καλοκαίρι η οικογένεια μετακόμιζε στο Λεμονοδάσος του Πόρου, το οποίο είχε αγοράσει ο Γεώργιος το 1918. Ο Γεώργιος παντρεύτηκε την Ισμήνη Ζάννου και από το γάμο του έγινε πατέρας επτά παιδιών, τα οποία σπούδασαν στη Γερμανία. Δύο από τα παιδιά του Γεωργίου Γκρόμαν και της Ισμήνης Ζάννου επέστρεψαν στην Ελλάδα στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου υπηρετώντας στο Γερμανικό στρατό και ο ένας είχε την ευθύνη του ανεφοδιασμού του γερμανικού στρατού με φρέσκα λαχανικά από την Κρήτη. Ο Ροδόλφος [Ρούντι], ο μικρότερος αδελφός τους, πολέμησε τους Ιταλούς στο μέτωπο της Βορείου Ηπείρου, ενώ τα μικρότερα αδέλφια τους «πάλευαν ανάμεσα στις δύο ταυτότητες, την ελληνική και τη γερμανική». Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος και την λήξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, οι γιοι Γκρόμαν ακολούθησαν τον Γερμανικό στρατό και επέστρεψαν στο Ανατολικό τμήμα της Γερμανίας όπως και ο πατέρας τους, ο οποίος κατηγορήθηκε στην Ελλάδα ως συνεργάτης του στρατού κατοχής. Λίγους μήνες αργότερα όταν το Ανατολικό τμήμα της Γερμανίας καταλήφθηκε από τα Σοβιετικά στρατεύματα οι Γκρόμαν έφυγαν κι εγκαταστάθηκαν σε περιοχή στη μετέπειτα Δυτική Γερμανία. Ο Ρούντι Γκρόμαν έμεινε στην Ελλάδα κι έγινε Έλληνας υπήκοος, διατηρώντας έτσι κομμάτι της ιδιοκτησίας της οικογένειας στο Λεμονόδασος του Πόρου. Το οικόπεδο της «Βίλας Γκρόμαν» περιλάμβανε την έκταση όπου σήμερα βρίσκεται το νεκροταφείο. Η «Βίλα Γκρόμαν» μετά τον πόλεμο κηρύχθηκε εχθρική ιδιοκτησία και φιλοξένησε ανάπηρους πολέμου. Σύμφωνα με την απόφαση «...Το ως άνω οικόπεδον, ανήκον αρχικώς, εν μεγαλυτέρα εκτάσει, εις τον Γεώργιον Αιμιλίου Γρώμαν, περιήλθεν αυτοδικαίως και άνευ άλλου τινός εις το Ελληνικόν Δημόσιον ως εχθρική περιουσία κατά τας διατάξεις του ΒΔ 1158/1949 και 1530/50…». Στις 30 Ιουνίου του 1952, με απόφαση του βασιλιά Παύλου Α΄, του υφυπουργού Οικονομικών Γεωργίου Γρηγορίου και του υπουργού Εξωτερικών Ευάγγελου Αβέρωφ, παραχωρήθηκαν στην Αυτοκρατορική Επιτροπή Πολεμικών Τάφων «εν Καλαμακίω 39.510 μέτρα», δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος της δημευμένης «εχθρικής περιουσίας». Εκεί δημιουργήθηκε νεκροταφείο, κοντά στην εκβολή του ρέματος της Πικροδάφνης, με πρόσοψη στη λεωφόρο Ποσειδώνος, το οποίο σχεδίασε ο Γαλλοκαναδός Louis de Soissons. Το νεκροταφείο αποτέλεσε την τελευταία κατοικία για όλους τους στρατιώτες της Κοινοπολιτείας που έπεσαν κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ σ’ αυτό μεταφέρθηκαν τα οστά στρατιωτών των χωρών της πρώην βρετανικής αυτοκρατορίας από πεδία των μαχών και νεκροταφεία όλης της Ελλάδος.]
  6. [«...Φθάσαντες εις το κέντρον της κωμοπόλεως, συνεκεντρώθημεν εις την πλατείαν, εκεί δε αφού ωμίλησα διά μακρόν εξιστορήσας εις τον λαόν τα της συμπλοκής, απεφασίσθη να ζητήσωμεν ξένη προστασίαν μην έχοντες πλέον ουδεμίαν εμπιστοσύνη εις την Κυβέρνησιν των Αθηνών…».] Απόσπασμα από το βιβλίο του Κώστα Σπέρα.
  7. [Νεκροί ήταν ο νεόνυμφος Θεμιστοκλής Κουζούπης και οι συνάδελφοι του Mιχάλης Zωίλης, Mιχάλης Mητροφάνης και Γιάννης Πρωτόπαπας, ο υπομοίραρχος Χαρίλαος Χρυσάνθου και ο ενωμοτάρχης-αστυνόμος Σερίφου Ιωάννης Τριανταφύλλου και δύο ή τρεις χωροφύλακες, ενώ τραυματίστηκαν 10 χωροφύλακες και δεκάδες πολίτες.]
  8. [«Πρώτος πήρε το λόγο ο αναρχικοσυνδικαλιστής Κ. Σπέρας, που επιμένει στην άποψη πως ο εργάτης πρεέπει να μείνει μακριά από κάθε πολιτική και μακριά από το κοινοβούλιο και να ενδιαφέρεται μόνο για τα σωματεία του και την επαγγελματική του οργάνωση. Ο Αβρ. Μπεναρόγιας τον αντικρούει με διαλεχτική σαφήνεια και μαρξιστικά επιχειρήματα, αναλύει διεξοδικά τη φράση του ψηφίσματος ‘‘έξω από κάθε αστικήν πολιτκήν’’… Ο Χ. Κανελλόπουλος συμφωνεί με τον Μπεναρόγια και υποστηρίζει και αυτός την άποψη της πάλης των τάξεων…». Στην απογευματινή σύσκεψη « ...ο Δελλαζάνος …υποστηρίζει πως η εργατική τάξη πρέπει να μεταχειρισθεί όλα τα μέσα για να επιβληθεί, τόσο την απεργία όσο και το κοινοβούλιο. ...{...}… Μετά τον Δελαζάνο το λόγο ξαναπαίρνει ο Σπέρας κι’ επιμένει στις αναρχοσυνδικαλιστικές του απόψεις…] Κώστας Γαλανόπουλος «Φυσέκιον άνευ τυφεκίου». Επαναστατικός συνδικαλισμός και μαρξισμός στο πρώιμο σοσιαλιστικό κίνημα του ελλαδικού χώρου.
  9. [Η επιστολή του Σπέρα δημοσιεύθηκε στην -τότε- σοσιαλιστική εφημερίδα «Ριζοσπάστης» στις 11 Απριλίου του 1920.]
  10. [Η ανακοίνωση τους δημοσιεύθηκε στον ημερήσιο Τύπο την Κυριακή 17 Μαΐου του 1925.]
  11. [Ο Σπέρας στο δικαστήριο δεν αναφέρθηκε σε συγκεκριμένα ονόματα στελεχών του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος καθώς η απόφαση για ανεξάρτητη Μακεδονία είναι της Γ' κομμουνιστικής Διεθνούς και την υποστηρίζουν όλα τα μέλη του κόμματος. Στην κατάθεση του αναφέρει ότι «...Εις την προκειμένην περίπτωσιν... {...}... οι κομιτατζήδες συνεργάζονται με την Διεθνή...».]
  12. [ Απεδοκιμάσθη ο Σπέρας.] Εφημερίδα «Εμπρός», 31 Μαρτίου 1926, σελίδα 2η.
  13. [«…Το Γʼ Πανελλαδικό Συνέδριο, λαβόν υπʼ όψιν την στάσιν την οποίαν ετήρησεν ο Κ. Σπέρας εις όλους τους αγώνας της εργατικής τάξεως, την δήλωσιν του ιδίου ότι έλαβεν εκ μέρους των αστών χρήματα δια την δημιουργία αντεργατικού κόμματος και τας γενομένας επί του ζητήματος τούτου συζητήσεις αποφασίζει τον αποκλεισμό του Κ. Σπέρα εκ του Συνεδρίου και τον στιγματίζει ως εχθρό της εργατικής τάξεως. Ψηφίστηκε διʼ ανατάσεως των χειρών όλων….»] Απόσπασμα από την απόφαση του Συνεδρίου.
  14. [Το προεδρείο διατάζει την απομάκρυνση του Σπέρα από το χώρο του Συνεδρίου.] Εφημερίδα «Εμπρός», 1η Απριλίου 1926.
  15. [«...Κατά τον Σπέραν ο δράστης της κατ’ αυτού απόπειρας είναι κομμουνιστής. Ούτος προσέθεσε ότι και προ διετίας εγένετο κατ’ αυτού τοιαύτη απόπειρα υπό κομμουνιστών καθ’ όσον μεταξύ αυτού και τούτων υφίσταται πλήρης διάστασης λόγω αρχών, ούτοι δε τον θεωρούν ως αποστάτη διότι προΐσταται του συνδέσμου των συντηρητικών εργατών….».] Εφημερίδα «Εμπρός» 27 Οκτωβρίου 1927.
  16. [Ανακοίνωση της Επιτροπής ανεργίας που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Εμπρός», φύλλο 10ης Μαρτίου 1927.]
  17. [Εφημερίδα «Μακεδονία», 20 Δεκεμβρίου 1929, σελίδα 4η.]
  18. [ Η «Εθνική Σημαία, Πρωϊνή εφημερίς εθνικών και κοινωνικών αρχών» που είχε διευθυντή συντάξεως τον Θ. Γ. Παπαμανώλη κι εκδίδονταν στην Αθήνα, υπήρξε το επίσημο όργανο του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος του Γεωργίου Μερκούρη, το οποίο εκπροσώπησε την Ελλάδα στο πρώτο διεθνές φασιστικό συνέδριο, στις 16, 17 και 18 Δεκεμβρίου του 1934 στο Μοντρέ της Ελβετίας.]
  19. [Αναφέρεται ότι ο Σπέρας εργάζονταν συμπληρωματικά σε καφενείο που ήταν παράνομη χαρτοπαικτική λέσχη. Μετά την καταδίκη και τη ολιγοήμερη φυλάκιση του στάλθηκε εξορία στη Σκόπελο]
  20. [Σχετικά αναφέρει ο κομμουνιστής συγγραφέας Άγις Στίνας ο οποίος γράφει ότι βρέθηκε κρατούμενος μαζί με τον Σπέρα στις φυλακές του Τμήματος Μεταγωγών στον Πειραιά, δίχως να αναφέρει το αδίκημα για το οποίο φυλακίστηκε ο Σπέρας.]
  21. [Ο Ανδρέας Κοντάκης ήταν αξιωματικός σε πολεμική διαθεσιμότητα και πρόεδρος της Συνομοσπονδίας Παλαιών Πολεμιστών. Ήταν Ιταλόφιλος και επεδίωξε πολλές φορές στη διάρκεια της Κατοχής, με την συγκατάθεση και της Ιταλικής πρεσβείας, να αναλάβει Υπουργός Εργασίας. Αρθρογραφούσε για εργατικά και πολεμικά ζητήματα, στην εφημερίδα «Ακρόπολις», με τον διευθυντή της οποίας Θεόφιλο Βουτσινά διατηρούσε στενή προσωπική σχέση, ενώ παράλληλα αρθρογραφούσε και στο ιταλόφωνο προπαγανδιστικό περιοδικό «Κουαδρίβιο». Ο Κοντάκης είχε δημιουργήσει έναν κύκλο συνδικαλιστών (Νικόλαος Καλύβας, Ε. Ευαγγέλου, Κώστας Σπέρας), αλλά και δημοσιογράφων (Θ. Μεταξάς, Σάββας Κωνσταντόπουλος, Π. Δημητρακαρέας). Ο Κονδάκης τις πρώτες μέρες της Κατοχής είχε εμφανισθεί με το Εθνικοσοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα του Γιάνναρου. Μεταπολεμικά κατηγορήθηκε ως δοσίλογος και προφυλακίστηκε. Δολοφονήθηκε κρατούμενος στις φυλακές την παραμονή της δίκης του.]
  22. [ Σύμφωνα με την μαρτυρία της κόρης του, ο Σπέρας πήγαινε να συναντήσει αξιωματικούς του Ελληνικού στρατού για την δημιουργία Αντιστασιακής οργανώσεως. Σχετική αναφορά στο βιβλίο «Η σφαγή των Αρχειομαρξιστών του Αγρινίου»]
  23. [Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», φύλλο της 25ης Οκτωβρίου 1943.]
  24. [Ο Ανδρέας Μουντρίχας, γνωστός με το ψευδώνυμο «Ορέστης», ήταν ενωμοτάρχης της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής, ενταγμένος τότε στις κομμουνιστικές συμμορίες ο οποίος μεταμελήθηκε αργότερα και αποκήρυξε την κομμουνιστική του δράση.]
  25. [ Ο ΕΛΑΣ αμέσως μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και την παράδοση της στους συμμάχους, απέκτησε την μαζική υπεροπλία στην Ελλάδα, με τα όπλα που πήρε από τον καταρρεύσαντα ιταλικό στρατό και αποφάσισε να εφαρμόσει το σχέδιο των Δημητρίου Γληνού και Γιάννη Ιωαννίδη, το οποίο προέβλεπε την μαζική εξόντωση των πολιτικών αντιπάλων του Ε.Α.Μ. και του Κ.Κ.Ε., καθώς και το βίαιο ξεκαθάρισμα όλων των λογαριασμών του παρελθόντος.]
  26. [«….Η πολιτική καθοδήγηση όμως της απεργίας αυτής ήταν όχι μόνο λειψή αλλά, κατά τη γνώμη μας, και ύποπτη. Με την επίκληση της προστασίας των δυνάμεων της Αντάντ, ο Σπέρας, που καθοδήγησε την εξέγερση, προσπάθησε, πρακτικά, να θέσει το εργατικό κίνημα του νησιού, στο πλευρό, αν όχι στην υπηρεσία, του ενός από τους δύο ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς που έσερναν τους λαούς στο σφαγείο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, της μιας από τις δύο αντιμαχόμενες μερίδες της ελληνικής αστικής τάξης…».] Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», φύλλο 13ης Αυγούστου 2003.
  27. Ο Χρήστος Θηβαίος μιλάει για τις καταβολές του και τη νέα δουλειά του «Ελευθεροτυπία», Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014.