Λάμπρος Κορομηλάς

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Λάμπρος Κορομηλάς Έλληνας εθνικιστής οικονομολόγος, διπλωμάτης που διατέλεσε Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, του οποίου υπήρξε μια από τις σημαίνουσες προσωπικότητες, καθώς και πολιτικός που διατέλεσε βουλευτής και υπουργός, γεννήθηκε το 1856 στην Αθήνα και πέθανε [1] στις αρχές του 2ου δεκαημέρου του Νοεμβρίου 1923 στη Νέα Υόρκη, από καρδιακό νόσημα.

Ήταν παντρεμένος και η σύζυγος του ήταν κόρη του Έλληνα ομογενή Μωρέλλη, ο οποίος ήταν εγκατεστημένος στην Αίγυπτο

Λάμπρος Κορομηλάς

Βιογραφία

Ο Κορομηλάς κατάγονταν από γνωστή, ιστορική και γηγενή Αθηναϊκή οικογένεια. Παππούς του ήταν ο Χατζηλάμπρος Κόσκορος Κορομηλάς [2], που είχε διατελέσει δημογέροντας των Αθηνών το 1798 και εκτελέστηκε όταν είχε συλληφθεί αιχμάλωτος μετά τον τραυματισμό του το 1826 στη διάρκεια της πολιορκίας των Αθηνών από τον Κιουταχή πασά. Πατέρας του ήταν ο εκδότης Ανδρέας Κορομηλάς, προσωπικός φίλος του Νεόφυτου Βάμβα και μητέρα του η Μαρία, κόρη του Χιώτη συγγραφέα Δημητρίου Πιτσιπιού που ήταν εγκαταστημένος στη Ρουμανία και ανιψιά από τη μητέρα της των αδελφών Σχινά, των οποίων ήταν ο δευτερότοκος γιος.

Αδέλφια του ήταν ο Δημήτριος Κορομηλάς, ιδρυτής του εντύπου «Εφημερίς» και συγγραφέας του έργου «Αγαπητικός της Βοσκοπούλας», η Χριστίνα γεννημένη το 1852, σύζυγος Αριστείδη Δόσιου, μετέπειτα Κυρία επί των Τιμών της Βασίλισσας Αμαλίας συζύγου του Βασιλιά Όθωνα, ενώ είχε και δύο ετεροθαλή αδέλφια, τον μετέπειτα αρχιστράτηγο Γεώργιο Χατζηανέστη καθώς και την Αικατερίνη, σύζυγο του αντιβασιλιά των Ινδιών σερ Έντουαρντ Λω, που ήταν παιδιά της της μητέρας του, η οποία, μετά το θάνατο του Κορομηλά, παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο με το Νικόλαο Χατσόπουλο-Χατζανέστη, που είχε διατελέσει νομάρχης Αττικής.

Ενήλικη ζωή

Ο Λάμπρος Κορομηλάς ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες και τις μέσες σπουδές του στην Αθήνα και συνέχισε στο εξωτερικό, στα Πανεπιστήμια του Τύμπιγκεν και του Παρισιού, όπου ανακηρύχθηκε διδάκτορας των Φυσικομαθηματικών, στη Γερμανία, καθώς και των Οικονομικών και Πολιτικών επιστημών στη Γαλλία. Επανήλθε στην Ελλάδα και αρχικά επιδόθηκε σε μελέτες διεθνούς δικαίου και πολιτικής Οικονομίας, ενώ στη συνέχεια ανέλαβε τη διεύθυνση του οικογενειακού εκδοτικού οίκου και αργότερα τη διεύθυνση του Εθνικού Τυπογραφείου. Στη συνέχεια διαδέχθηκε τον αδελφό του Δημήτριο στη διεύθυνση του εντύπου «Εφημερίς», το οποίο ανέδειξε σε σπουδαίο πολιτικό μέσο, χάρη στα άρθρα που φιλοξενούσε. Το 1892 δημοσίευσε το άρθρο «Έσοδα και φόροι» που αποτέλεσε σημαντικό βοήθημα στους τότε ξένους οικονομολόγους που είχαν αναλάβει την εξυγίανση της ελληνικής οικονομίας. Εξέδιδε το έντυπο έως τις αρχές της δεκαετίας του 1890 οπότε διέκοψε την έκδοση του και εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη.

Συμμετείχε στην Κρητική επανάσταση του 1896 καθώς και στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, μετά τη λήξη του οποίου ανέλαβε γενικός γραμματέας του Υπουργείου Οικονομικών στην κυβέρνηση του Αλεξάνδρου Ζαΐμη με υπουργό τον Στέφανο Στρέϊτ και το 1899 παραιτήθηκε και ταξίδεψε στην Ανατολική και Ευρωπαϊκή Τουρκία. Την ίδια περίοδο παρακολουθούσε μαθήματα εκμαθήσεως της βουλγαρικής και τουρκικής γλώσσας, καθώς είχε αποφασίσει να αφιερωθεί στον Αγώνα για την απελευθέρωση της Μακεδονίας.

Μακεδονικός Αγώνας

Το Ιανουάριο του 1904 ο Κορομηλάς τοποθετήθηκε πρόξενος στη Φιλιππούπολη όπου είχαν την έδρα τους τα κομιτάτα των Βουλγάρων εθνικιστών και παρακολούθησε τους τρόπους και μεθόδους της εργασίας τους. Ο Κορομηλάς ίδρυσε την «Οργάνωση Θεσσαλονίκης» και τοποθέτησε διευθυντή της τον ανθυπολοχαγό Αθανάσιο Σουλιώτη-Νικολαΐδη, η οποία ανέλαβε την προστασία των Ελλήνων και τον έλεγχο των Βουλγάρων κατοίκων στη Θεσσαλονίκη. Το Μάιο του 1904, όταν τοποθετήθηκε Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη από την κυβέρνηση του Θεόδωρου Δηληγιάννη, το κτίριο του προξενείου Θεσσαλονίκης, που σήμερα στεγάζει το μουσείο του Μακεδονικού αγώνος, έγινε το κέντρο και η καρδιά του Μακεδονικού Αγώνος και ο Κορομηλάς –ο «Καπετάν Δεσπότης» όπως με τους συνωμοτικούς κανόνες τον αποκαλούσαν στον αγώνα- οργάνωσε τις δραστηριότητες των ελληνικών σωμάτων στο βιλαέτι της Θεσσαλονίκης, έχοντας βοήθεια από επίλεκτους Έλληνες αξιωματικούς και υπαξιωματικούς, που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους υπό από το μανδύα προξενικών υπαλλήλων και στην ύπαιθρο σε εμπόρους, δασκάλους, ακόμη και σε καλόγερους, όπως τους Παύλο Μελά, Χρήστο Πραντούνα, Γεώργιο Κατεχάκη, Κ. Κωνσταντινόπουλο, Στυλιανό Γονατά, Γεώργιο Κονδύλη, Αναστάσιο Παπούλα και τους αδελφούς Αλέξανδρο και Κωνσταντίνο Μαζαράκη-Αινιάν. Ο Κορομηλάς σε μια έκθεσή του τον Μάιο του 1904, έγραφε, «..Το πνεύμα της υπαίθρου Θέλει φόνους!....Έχουσιν ανάγκη να ίδουσιν θύματα των αντιθέτων ίνα έλθη η ψυχή των εις τον τόπον της..». Σε έγγραφό του προς το Ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών γράφει για την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί με τις μάχες ανάμεσα στους τσέτες και τα ελληνικά σώματα, στη λίμνη των Γιαννιτσών, «...Απόγνωση κατέχει τους πάντες. Λόγω της μεγάλης έκτασης της λίμνης είναι αδύνατο να προφυλάξει πραγματικά τους κατοίκους, ο καπετάν Πετρίλος, που τις κινήσεις του εμποδίζει το φως της σελήνης. Δυστυχώς μόνο με αντεκδικήσεις είναι δυνατό να αναθαρρήσουν οι δικοί μας. Η ψυχολογία των Μακεδόνων είναι τέτοια ώστε με τις ατυχίες όλοι χάνουν το θάρρος τους. Έχουν ανάγκη να δουν θύματα από τους αντίθετους για να έλθει η ψυχή τους στον τόπο της. Άλλωστε και οι τούρκοι φύλακες γέμισαν φόβο....» [3].

Ο Κορομηλάς διέθετε ισχυρή προσωπικότητα και επιβλητικό παρουσιαστικό, διακρινόταν για το θάρρος, την προθυμία για ανάληψη ευθυνών και πρωτοβουλία, ενώ συνδύαζε την υψηλή μόρφωση και κρίση με μεγάλη ικανότητα πολιτική, διπλωματική και διοικητική. Οργάνωσε και υποστήριξε επιχειρησιακά ένα σημαντικό δίκτυο κατασκοπείας, ενώ πλαισιωμένος από το εξ ίσου ικανό επιτελείο των συμβούλων του, έδινε εντολές σε οπλαρχηγούς, ανεφοδίαζε με οπλισμό τα ανταρτικά σώματα, έστελνε εκπαιδευτικούς στα Ελληνικά σχολεία και γενικά επόπτευε και συντόνιζε τα πάντα. Διέκρινε ότι η βουλγαρική οργάνωση έπρεπε να εξαρθρωθεί μέσα σε κάθε χωριό και έπρεπε να κατακτηθεί «το των ψυχών έδαφος», όπως έγραφε σε μία αναφορά του προς το Υπουργείο Εξωτερικών.

Σταδιακά συγκέντρωσε υπό την ηγεσία του την ενιαία διεύθυνση του Μακεδονικού Αγώνα και τέσσερις μήνες από την εγκατάσταση του στη Θεσσαλονίκη, όλα τα βιλαέτια, με μοναδική εξαίρεση το Κέντρο Μοναστηριού, είχαν υπαχθεί στην ηγεσία του. Στο κτίριο του Προξενείου χρησιμοποίησε την ενδιάμεση πόρτα του μεσότοιχου με την Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, προκειμένου να είναι εφικτή η ανεμπόδιστη είσοδος των χριστιανών Τούρκων υπηκόων στο Προξενικό μέγαρο. Με τον ίδιο τρόπο περνούσαν στο Προξενείο Έλληνες αντάρτες, απεσταλμένοι από τη Νότια Ελλάδα, καθώς και πολεμοφόδια, που φυλάσσονταν στα υπόγεια του Προξενείου. Για τη δράση αυτή, υπήρχε η άδεια του μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Αλεξάνδρου, τον όποιο ο Κορομηλάς με έγγραφό του τον Δεκέμβριο του 1905, ζήτησε να παρασημοφορήσει η Ελληνική Κυβέρνηση εις αναγνώριση των υπηρεσιών του [4].

Ήρθε σε σύγκρουση με το Δημήτριο Καλαποθάκη, που διηύθυνε το Μακεδονικό Αγώνα από την Αθήνα, το Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη και τους Κρητικούς οπλαρχηγούς, που ήταν επί κεφαλής των ανταρτικών σωμάτων, οι οποίοι τον κατάγγειλαν για σπατάλες χρημάτων και για διαφήμιση ανύπαρκτων επιτυχιών. Ο Κορομηλάς αντέδρασε και στις 8 Σεπτεμβρίου 1905, υπέβαλλε την παραίτηση του και υπέδειξε ως διάδοχο του το Μιλτιάδη Φραγκίστα πού είχε έλθει στη Θεσσαλονίκη τον Απρίλιο του ίδιου έτους. Η παραίτηση του δεν έγινε δεκτή από τον τότε υπουργό Εξωτερικών Δημήτριο Ράλλη και λίγο αργότερα ο Καλαποθάκης έχασε το κύρος του, όταν από λάθος, ανάγγειλε από την εφημερίδα του, τη δολοφονία του Μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη, αντί της δολοφονίας τού Φωτίου Κορυτσάς, δημοσιεύοντας σχετική νεκρολογία [5].

Την Άνοιξη του 1906, σε εκδρομή του στη Βέροια, ο Κορομηλάς μίλησε στους χιλιάδες συγκεντρωμένους Έλληνες και τους συνέστησε υπομονή ως την απελευθέρωση της Μακεδονίας, που σύμφωνα με όσα είπε, δεν θα αργούσε. Η εμφανής σύνδεση του με την ελληνική ένοπλη δράση, οι πράξεις και οι λόγοι του συγκέντρωσαν την Τουρκική οργή και η Τουρκική πρεσβεία στην Αθήνα ζήτησε την απομάκρυνση του. Στον Κορομηλά δόθηκε ο τίτλος του Γενικού Επιθεωρητού των Ελληνικών προξενείων της περιοχής και έτσι παρατάθηκε η παραμονή του στη Μακεδονία, ενώ ανέλαβε υπό τον έλεγχο του και το Προξενείο Μοναστηριού, που έως τότε ήταν αντίθετο στη δράση του. Στις 6 Ιουνίου 1907 με απόρρητο τηλεγράφημα [6] του στο υπουργείο Εξωτερικών, ανάγγειλε στην πολιτική ηγεσία την απαγωγή του Τέλλου Άγρα από Βούλγαρους κομιτατζήδες, ενώ δύο ημέρες αργότερα με νεότερο τηλεγράφημα του [7], όπως αναφέρει στο ημερολόγιο του, ενημέρωσε την πολιτική ηγεσία για τη δολοφονία του Άγρα και την ανεύρεση του απαγχονισμένου σώματος του.

Αποχώρηση από τη Μακεδονία

Στις 14 Ιουλίου 1907, μετά τα γεγονότα στα Καμενίκια Σερρών, όπου υπήρξαν 35 νεκροί Τούρκοι στρατιώτες στην πολιορκία της ομάδας του καπετάν Μητρούση, στο καμπαναριό της εκκλησίας, αλλά και ανάλογα γεγονότα στη Δοβίτσα, εγκατέλειψε τη Μακεδονία και χρησιμοποιώντας τη διπλωματική άμαξα κατέφυγε αρχικά στο Βόλο και στη συνέχεια στην Αθήνα, προκειμένου να αποφύγει Τουρκικές αντεκδικήσεις. Την ίδια ώρα ο πρεσβευτής της Τουρκίας στην Αθήνα με τηλεγράφημα του προς την Ελληνική κυβέρνηση, διαβίβασε την απαίτηση της Άγκυρας να ανακληθεί «...εντός 24 ωρών ο εν Θεσσαλονίκη Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος κ. Κορομηλάς...», ενώ ανάλογη ήταν και η θέση των εκπροσώπων των Μεγάλων δυνάμεων της εποχής, που καταλόγιζαν στον Κορομηλά την ευθύνη του τορπιλισμού του συμμαχικού σχεδίου της Μυρτσέγης. Η ελληνική κυβέρνηση αντέκρουσε τους ισχυρισμούς της Υψηλής Πύλης ότι ο Κορομηλάς ως πρόξενος στη Θεσσαλονίκη, οργάνωνε τη δράση των ελληνικών σωμάτων στη Μακεδονία και δεν έδωσε απάντηση στο αίτημα για ανάκλησή του.

Οι τουρκικές αντιδράσεις άρχισαν να παίρνουν τη μορφή τελεσιγράφου με την έμμεση απειλή πολέμου που διατυπώθηκε με τα λόγια, «Εν αντιθέσει προς τας υφισταμένας συνθήκας και προς τας διαβεβαιώσεις τας δοθείσας υπό του υπουργού των Εξωτερικών και του προέδρου του Υπουργικού Συμβουλίου της Ελλάδος ο αριθμός των ενόπλων ελληνικών ομάδων εν Μακεδονία αυξάνει από ημέρας εις ημέραν... Οι Έλληνες υπουργοί είναι αρκούντως συνετοί δια να μη αγνοώσι πού θα φέρη η κατάστασις αύτη εν τέλει από της απόψεως των δύο χωρών». Το Σεπτέμβριο του 1907, η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε απλώς ότι έληξε η θητεία του Λάμπρου Κορομηλά και συνεπώς δεν επρόκειτο να επανέλθει στη Θεσσαλονίκη, όμως η υπόθεση του Μακεδονικού αγώνα έχει κριθεί και κερδηθεί για την Ελλάδα, εμποδίζοντας να χαθούν περιοχές που αργότερα αποτέλεσαν τη Μακεδονία.

Πρέσβης

Το 1907 ο Βασιλιάς Γεώργιος Α' προήγαγε τον Κορομηλά σε Πρέσβη και τον τοποθέτησε στην Πρεσβεία της Ελλάδος στην Ουάσιγκτον, στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, όπου παρέμεινε από το 1907 έως το 1910 και πέτυχε να ενώσει τους Έλληνες μετανάστες. Με δική του πρωτοβουλία ιδρύθηκε η «Πανελλήνιος Ένωσις», η πρώτη μεγάλη πανελλήνια οργάνωση που περιέλαβε στους κόλπους της περισσότερες από 100 οργανώσεις που είχαν συστήσει οι Έλληνες μετανάστες, με κύριο χαρακτηριστικό τους τις στενά τοπικιστικές βάσεις. Στην περιοδεία που πραγματοποίησε το 1908 στις κυριότερες πόλεις της Αμερικής όπου υπήρχαν μετανάστες, πρόβαλε την ανάγκη για ενότητα, πίστη, αφοσίωση στην Ελ­λάδα και συνεργασία όλων, ενώ προσπάθησε να μετατρέψει την Ένωση σε εστία του Ελληνικού εθνικισμού. Παράλληλα διευθέτησε ορισμένα από τα εργασιακά ζητήματα των μεταναστών με το Αμερικανικό δημόσιο και να διευρύνει τους ορίζοντες της επαγγελματικής δραστηριότητος των μεταναστών, τους οποίους έστρεψε σε προσοδοφόρα επαγγέλματα, ενώ του αποδίδεται η ιδέα της αναπτύξεως των αμιγώς Ελληνικών συνοικισμών, όπως η Αστόρια.

Πολιτική δράση

Το 1910 βρίσκονταν στην Ελλάδα με άδεια και στις 6 Οκτωβρίου διορίστηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο

  • υπουργός Οικονομικών, στην πρώτη κυβέρνηση του.

Στη συνέχεια παραιτήθηκε από το διπλωματικό σώμα, αναμίχθηκε με την πολιτική και αναδείχθηκε βουλευτής. Τη διετία από το 1910 έως το 1912, συγκέντρωσε αποθεματικό κεφάλαιο για τις ανάγκες του πολέμου, μέτρα που αργότερα αποτέλεσαν δίδαγμα για ανάλογες πρωτοβουλίες από τον Ιωάννη Μεταξά. Διατήρησε τη θέση του Υπουργού Οικονομικών έως τις 17 Αυγούστου 1912, ενώ ήδη από τις 9 Απριλίου του ίδιου χρόνου, είχε αναλάβει προσωρινά και από τις 17 Απριλίου οριστικά, τη θέση του Υπουργού των Εξωτερικών. Παρέμεινε στη θέση του Υπουργού Εξωτερικών και όταν σχηματίστηκε η δεύτερη κυβέρνηση Βενιζέλου, μετά τη σύγκληση της Β' Διπλής Αναθεωρητικής Βουλής, ενώ στις 17 Αυγούστου 1912 ανέλαβε υπουργός Εξωτερικών στην τρίτη κυβέρνηση Βενιζέλου κι αναδείχθηκε σε υπέρμαχο της Βαλκανικής συνεννοήσεως, αν και ήταν πολέμιος των Σλάβων, εισηγήθηκε στη κυβέρνηση και στον Βασιλιά την αναγκαιότητα της Βαλκανικής συνεργασίας, ιδίως με τους Σέρβους και τους Βουλγάρους.

Συμμετείχε ως εκπρόσωπος της Ελληνικής πλευράς στις διαπραγματεύσεις της Συνθήκης του Λονδίνου και είχε προτείνει το διεθνή έλεγχο της περιοχής των Στενών και της Κωνσταντινουπόλεως, την απόδοση της δυτικής Θράκης, όπως αυτή οριζόταν ανάμεσα στους ποταμούς Νέστο και Έβρο, στη Βουλγαρία, ενώ η Μακεδονία από την Καβάλα, τη Θεσσαλονίκη και μέχρι τον Αυλώνα στις ακτές της Aδριατικής θα περιερχόταν στην Ελλάδα. Στη Βουλή των Ελλήνων, στις 5 Οκτωβρίου 1912, ως υπουργός Εξωτερικών Λάμπρος Κορομηλάς, ανάγγειλε την κήρυξη του Α' Βαλκανικού πολέμου, λέγοντας ότι, «...Το Ελληνικόν κράτος εκ συμφώνου προς την Βουλγαρία και την Σερβία, του Μαυροβουνίου προηγηθέντος κήρυξε χθες τον πόλεμoν κατά της Τουρκίας......Αι πολεμικαί επιχειρήσεις ήρξαντο από της πρωίας της σήμερον. Έχομεν την πεποίθησιν ότι η νίκη θα στέψη τα όπλα της Ελλάδος και των συμμάχων αυτής και ότι τα αποτελέσματα του πολέμου θα είναι αντάξια του βυθισμένου τιμίου και ευγενούς αίματος του Στρατού και του Ναυτικού». Με την ιδιότητα του Υπουργού Εξωτερικών απέστειλε επιστολή [8] προς τον βασιλιά Κωνσταντίνο Α', ζητώντας την κατάληψη της Θεσσαλονίκης.

Στις 18 Αυγούστου 1913 διαφώνησε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και παραιτήθηκε, ενώ στη συνέχεια τοποθετήθηκε πρεσβευτής στη Ρώμη και ήταν αποδέκτης της ακυρώσεως της μυστικής Συμφωνίας Βενιζέλου-Τιττόνι. To Δεκέμβριο του 1916 δημοσίευσε επιστολή-έκκληση στον τότε βασιλιά Κωνσταντίνο, με την οποία τον καλούσε [9] να ταχθεί στο πλευρό των δυνάμεων της Αντάντ. Ήταν μέλος της Ελληνικής αντιπροσωπείας που συμμετείχε στο συνέδριο της Ειρήνης στο Παρίσι, το οποίο εγκαινίασε τις εργασίες του στις 18 Ιανουαρίου 1919, και υπέγραψε τη σχετική συνθήκη μαζί με τους Βενιζέλο, Πολίτη και Ρωμάνο.

Μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Παρισίων, επέστρεψε ως πρέσβης στην Ουάσιγκτον, θέση από την οποία παραιτήθηκε μετά της εκλογές της 1ης Νοεμβρίου του 1920, ενώ τον ίδιο μήνα υπέβαλε υπόμνημα προς τον Βασιλιά Κωνσταντίνο Α΄, στο οποίο του εξέθετε την ανησυχία του για την τροπή της Μικρασιατικής εκστρατείας και τους λόγους που θα έπρεπε ν΄ αναβάλει την επιστροφή του στην Ελλάδα. Οι κινηματίες του 1922 τον κάλεσαν ανα αναλάβει ξανά καθήκοντα πρεσβευτή στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, πρόταση που αποδέχθηκε, όμως παραιτήθηκε λίγο καιρό αργότερα και έζησε εκεί ως το θάνατό του.

Εργογραφία

Στα 1880, ο Κορομηλάς ίδρυσε εκδοτικό οίκο και άρχισε τη συστηματική έκδοση ποιημάτων της νέας παραγωγής, έχοντας πρότυπό του αντίστοιχους γαλλικούς οίκους. Εξέδωσε τους «Στίχους» του Καμπά, εκατό σελίδες με ποιήματα, άλλα στην καθαρεύουσα κι άλλα στην δημοτική, όμως η αλλαγή του τόνου είναι πολύ πιο χαρακτηριστική από την γλωσσική προοδευτικότητα: στίχοι καμωμένοι για να διαβάζονται όχι από το ύψος κανενός βήματος πολιτικού, αλλά μέσα στην ζεστή ατμόσφαιρα του σπιτιού. Αργότερα ασχολήθηκε με την έκδοση στίχων του Γεωργίου Δροσίνη, που είχε δημοσιεύσει τους πρώτους στίχους του στο περιοδικό «Ραμπαγάς» με το ψευδώνυμο «Αράχνη».

  • Έγραψε μελέτες πολιτικού και οικονομολογικού περιεχομένου, μεταξύ τους,
  • «Έσοδα και Φόροι» το 1894,
  • «Τα Οικονομικά της Ελλάδος από το 1848 μέχρι το 1903» το 1904.

Διακρίσεις

Τιμήθηκε με το παράσημο του

  • Ανωτέρου Ταξιάρχου του Σωτήρος.

Την Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014, παρουσιάστηκε σε δημόσια προβολή το ιστορικό δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ της Ε.Ρ.Τ. με τίτλο

  • «Λάμπρος Κορομηλάς. Ο πολιτικός ηγέτης» που ανήκει στη σειρά «Λησμονημένες Μορφές» σε σενάριο της Σοφίας Σωτηρίου και σκηνοθεσία του Σταμάτη Τσαρουχά.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. Θάνατος του Λάμπρου Κορομηλά Εφημερίδα «Εμπρός», 15 Νοεμβρίου 1923, σελίδα 2
  2. [Ο Χατζή-Λάμπρος Κορομηλάς, αγωνιστής του 1821, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1780. Όταν εξερράγη η επανάσταση διέθεσε μέγα μέρος της περιουσίας του για τον Αγώνα και ιδιαίτερα για την οργάνωση τακτικού στρατού, από τον στρατηγό Φαβιέρο, του οποίου διετέλεσε και διερμηνέας. Τραυματίστηκε στη δεύτερη μάχη του Χαϊδαρίου, στις 3 Αύγουστου 1826, συνελήφθη αιχμάλωτος και οδηγήθηκε στην πλατεία του Αγίου Παντελεήμονος όπου σταυρώθηκε από τον Κιουταχή, προς εκφοβισμό των Ελλήνων, που βρίσκονταν έγκλειστοι στην Ακρόπολη των Αθηνών. Το όνομα του δόθηκε σε πάροδο της οδού Καλλιρρόης 97, κοντά στο πρώην εργοστάσιο ελαστικών «Έθελ» της λεωφόρου Ανδρέα Συγγρού.]
  3. [Έγγραφο αριθμός 777, της 1ης Νοεμβρίου 1905]
  4. [«...Είναι δε δίκαιον......νά άμειφθή ό άρχιερεύς ούτος, ον κατώρθωσα νά προσελκύσω άπολύτως. Μου είναι χρησιμώτατος, πρόθυμος άμέσως εις ο,τι ζητήσω παρ’ αύτοΰ, πλείστας δε υπηρεσίας παρέσχεν ήμΐν, ήδη φροντίζων οχι μόνον περί τής επαρχίας του, άλλα και περί τών συμφερόντων τών μητροπόλεων...».] Απόσπασμα της επιστολής Κορομηλά, προς την Ελληνική κυβέρνηση.
  5. [«...Αί σφαίραι τών ανάνδρων δολοφόνων, αίτινες έρριψαν εκτάδην νεκρόν τό γιγάντιον σώμα του άθανάτου μητροπολίτου Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη, έπλήγωσαν εις τά στέρνα ολόκληρον τον Ελληνισμόν. Ό άδάμαστος πατριωτισμός του μεγάλου της εκκλησίας ιεράρχου καί ή φλογερά αύτού ψυχή, ήτις ενέπνεε καί έξήγειρε τόν Ελληνισμόν ολόκληρον, μολονότι άνέμενε τό πλήγμα, ούδέποτε έπτοήθη άπό τήν ιδέαν του θανάτου. Ούτε οπισθοχώρησε κατά εν έστω βήμα εν τω έργω τής άντιδράσεως κατά τών βουλγαρικών ορδών. Πρωταγωνιστής, έμψυχών τόν ορθόδοξον έλληνικόν κλήρον εν τω άγώνι υπέρ πάντων καί συναγείρων διά τής φωνής αύτού τούς άγωνιστάς τής πίστεως καί τής πατρίδος, είναι έκείνος, όστις εδωκε πρώτος τό σύνθημα τής ένεργού άμύνης, παραινών, νουθετών, ένθουσιάζων τούς Έλληνας τής Μακεδονίας καί γράφων πρός τούς ενταύθα προ τριών ετών καί έξεγείρων αύτούς άπό του μολυβδίνου ύπνου των:
    Εγερθήτε! Σπεύσατε! Πάσα ή χώρα έσκλαβώθη!».
    Σήμερον ότε ή Μακεδονία διέλυσε τήν άχλύν τών βαρβαρικών στιφών καί διεξάγει νικηφόρως τήν ένδοξον αύτής πάλην υπέρ του πολιτισμού, τά κτυπήματα του βουλγαρικοΰ εγχειριδίου είναι δειλά και άραιότερα. Άλλά πλήττουσι τούς μεγαλυτέρους καί ένδοξοτέρους μαχητάς του άγώνος. Όλόκληρος ό Ελληνισμός έν όλολυγμώ βαθυτάτης οδύνης θά θρηνήση τόν θάνατον του μητροπολίτου Γερμανού. Άλλά ή μεγάλη αυτη άπώλεια δέν θά χαλαρώση ούτε τό σθένος, ουτε τήν άκμήν αύτού. ’Έχει πολλούς άκόμα μαχητάς ό άγων τής Μακεδονίας. Όμού δέ μέ όλους έκείνους τούς μεγάλους ήρωας οίτινες έπεσαν υπέρ τής πίστεως καί τής πατρίδος, ό Γερμανός θά καταλάβη έξαιρετικήν θέσιν έν τω έλληνικώ πανθέω, ώς ό κατ’ εξοχήν ιδανικός εργάτης τής Μακεδονικής Ιδέας, όστις άποτελεί τό εύγενέστερον πρότυπον αύτής».]
  6. [«Εξωτερικόν-Απόρρητον :
    Αρχηγός Άγρας Αγαπηνός επινοήσας έλθει συνεννόησιν προς Βουλγάρους οπλαρχηγούς χωρίς να ζητήσει ημετέραν άδειαν, χωρίς να ανακοινώσει πράγμα εις κανέναν εκ Ναούσης, εξήλθεν Κυριακή πρωί άοπλος μηδένα τωνοπλιτών παραλαβών, συνοδευόμενος υπό τεσσάρων κοινών Ναουσαίων και ενός Βουλγάρου, προς συνάντησιν Βουλγάρων. Τρεις ώρας δυτικώς Ναούσης παρά θέσιν Γαβράν Κάμιν, συνήντησε πρώτον απόσπασμα βλαχοποιμενικόν, είτα σώμα Βουλγάρων Ζλατάνη καί Γκεόργκι Κασάπτσε. Ούτοι επί δύο ώρες υπεκρίθησαν αισθήματα φιλίας μέχρις ου επείσθησαν ότι αρχηγός ουδέν είχε λάβει προφυλακτικόν μέτρον. Είτα συνέλαβον αυτόν και ένα, τον πιστότερον κατά κρίσιν των σύντροφον και απήγαγον. Τους άλλους απέλυσαν. Ολίγας ελπίδας έχω διασώσεως, παρ' όλα αμέσως ληφθέντα μέτρα.
    Κορομηλάς.»] Το τηλεγράφημα του Λάμπρου Κορομηλά στο Ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών με το οποίο ανάγγειλε την απαγωγή του Τέλλου Άγρα.
  7. [«10 Ιουνίου 1907. Άγρας και εις οδηγός του εφονεύθησαν Πέμπτην υπό Βουλγάρων. Λεπτομερείας ταχυδρομικώς εν σημερινώ ημερολόγιo Κορομηλά.» «Την Παρασκευήν πρωί, χωρικοί εκ Τεχόβου ερχόμενοι εις Βοδενά μετά τινός χωροφύλακος, ευρον εις διασταυρώσεις οδών αγουσών εις Σαρακίνοβο-Τέχοβο-Βουλκογιάνοβο και επί δένδρου καρυδίας κρεμάμενα δύο πτώματα. Ειδοποιήθη ο Καϊμακάμης Βοδενών (Εδέσσης) όστις μετέβη επί τόπου και η ταυτότης τού Τώνη Μίγγα ανεγνωρίσθη υπό γνωριζόντων αυτόν χωρικών. Επί των πτωμάτων υπήρχεν επιγραφή εις Βουλγαρικήν. Εις μεν τον Άγραν : «Εκ Ναυπλίου γενικός αρχηγός σώματος Ναούσης συνεργαζόμενος με Τούρκους και Γκέκηδες, κατά το 85ον άρθρον του Κανονισμού τού Κομιτάτου ετιμωρήθη». Επί δε του Μίγγα : «Άντώνιος Μίγγας, Ναουσαίος». Ο καϊμακάμης και ο Γιούσμπασης ήθελαν να ταφώσιν εν Τεχόβω, τη παρακλήσει όμως προσδραμόντων χωρικών εκ Βλαδόβου και μεσολαβήσει του παρισταμένου χριστιανού αστυνόμου Άλέκου, επετράπη η μεταφορά αυτών εις Βλάδοβον όπου και ετάφησαν, ψαλείσης της νεκρωσίμου ακολουθίας και παρισταμένων όλων τών ορθοδόξων κατοίκων. Οι νεκροί εφωτογραφήθησαν. Δεν έφερον άλλας πληγάς πλήν των εκ του σχοινίου εις τον λαιμόν και εις τας χείρας. Κατά πληροφορίας των εν Βοδενοίς, ο Άγρας από ημέρας της συλλήψεώς του δεν ηθέλησεν να φάγη τίποτε.
    Κορομηλάς.»] Απόσπασμα από το περιεχόμενο του ημερολογίου του Λάμπρου Κορομηλά, το οποίο αναφέρεται στην ανεύρεση της σορού του απαγχονισμένου Τέλλου Άγρα.
  8. [«....Φρονώ ότι πρέπει κατά το δυνατόν να εντείνωμεν ημετέρας ενεργείας ώστε καταληφθή όσον τάχιστα Θεσσαλονίκη, ίνα μη ημέτερα αποτελέσματα έλθωσιν πολύ ύστερον των στρατών των συμμάχων.
    Κορομηλάς».] Απόσπασμα της επιστολής του Λάμπρου Κορομηλά προς τον βασιλιά Κωνσταντίνο Α'
  9. [«..... Εστρέψαμε τα όπλα εναντίον των φυσικών μας φίλων, εναντίον της Αντάντ, ενώ, πράγμα πρωτάκουστον, δεν αντεστάθημεν εις τους προαιώνιους εχθρούς μας τους Βουλγάρους, όταν ούτοι ήλθαν να καταλάβουν τα φρούρια, τας πόλεις μας εν Μακεδονία το πολεμικόν υλικόν και τόσους εκ των στρατιωτών μας. Υπνωτισμένοι από την ιδέαν μιας απραγματοποιήτου ουδετερότητος, υπήρξαμεν ανειλικρινείς προς όλους και προς ημάς αυτούς, κατηγορούμεθα ως προδόται και εφτάσαμεν να μεταχειρησθώμεν ως εχθρούς τα Δυνάμεις της Αντάντ, οι οποίοι επίστευσαν εις την συμπάθειάν μας.
    Μεγαλειότατε! Κάμνω έκκλησιν εις την πατριωτικήν σας καρδιάν, εν ονόματι της αγάπης, την οποίαν έχετε προς την πατρίδα. Οιανδήποτε και αν είναι η έκβασις της τεραστίας αυτής πάλης, η Ελλάς οφείλει να μείνη ειλικρινής φίλη των Δυνάμεων της Αντάντ. Ο κ Βενιζέλος και οι συνάδελφοί του της Θεσσαλονίκης κατενoήσαν την αλήθεια ταύτη. Μην αρνήσθε, μεγαλειότατε να την ίδετε και υμείς. Επειδή δε είσθε βασιλεύς όχι της πλειοψηφίας του λαού, αλλ όλων των Ελλήνων, λησμονήσατε το παρελθόν, ζητήσατε την βοήθειαν του Βενιζέλου και των φίλων του. Θα σας την δώσουν. Κάμετε την χειρονομίαν αυτήν, μεγαλειότατε, σεις όστις εδόξασατε τα ελληνικά όπλα. Σώσατε το έθνος. Μόνον ενωμένη υφ' υμάς η Ελλάς θα αντιστή εις την δοκιμασίαν και τας καταστροφάς.
    Λάμπρος Κορομηλάς»] Απόσπασμα της επιστολής του Λάμπρου Κορομηλά στο βασιλιά Κωνσταντίνο το Δεκέμβριο του 1916.