Μαντώ Μαυρογένους

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Η Μαντώ (Μαγδαληνή) Μαυρογένους [1], Ελληνίδα εθνική αγωνίστρια και κορυφαία μορφή της της Εθνεγερσίας του 1821, μία από τις ελάχιστες γυναίκες που διακρίθηκαν στον Αγώνα και για το λόγο αυτό της απονεμήθηκε τιμής ένεκεν ο βαθμός του Αντιστρατήγου, γεννήθηκε το 1783 στην Τεργέστη ή στο χωριό Μάρμαρα της νήσου Πάρου [2] ενώ η Αθηνά Ταρσούλη αναφέρει ως πιθανότερο τόπο γεννήσεως της την Μύκονο, και πέθανε από τυφοειδή πυρετό, τον Ιούλιο του 1840, στην Πάρο. Η νεκρώσιμη ακολουθία της υπήρξε πάνδημη. Ενταφιάστηκε με δημόσια δαπάνη στο προαύλιο της εκκλησίας της Παναγίας της Εκατονταπυλιανής, όμως ο τάφος της δεν σώζεται καθώς καταστράφηκε στη διάρκεια της αναπαλαιώσεως της εκκλησίας. Σύμφωνα με άλλη πηγή η Μαυρογένη τάφηκε στο νεκροταφείο της Παροικιάς, όπου με τα χρόνια ο τάφος της ξεχάστηκε και δεν βρέθηκε ούτε ένας σταυρός με το όνομά της.

Μαντώ (Μαγδαληνή) Μαυρογένη
Συνοπτικές πληροφορίες
Γέννηση: 1783
Τόπος: Μύκονος (Ελλάδα)
Σύζυγος: Άγαμη
Τέκνα: Άτεκνη
Υπηκοότητα: Ελληνική
Ασχολία: Εθνική αγωνίστρια
Μαντώ Μαυρογένους (Υπογραφή)
Θάνατος: Ιούλιος 1840
Τόπος: Πάρος, Κυκλάδες (Ελλάδα)

Βιογραφία

Οικογένεια Μαυρογένη [3]

Σύμφωνα με το βιβλίο «Les Mavroyeni Histoire D’ Orient» του Γάλλου ιστορικού Θεόδωρου Μπλανκάρ [Theodore Blancard] [4], η οικογένεια Μαυρογένη είναι απόγονοι των Ενετών Μοροζίνι, οι οποίοι με την σειρά τους προέρχονταν από το Βυζάντιο, όπου είχαν πριγκιπική θέση με το επώνυμο Mavrogeno. Το 1274 αναφέρεται ο Μάριος Μαυρογένης ή Μοροζίνι κι αυτή είναι η πρώτη ιστορική αναφορά του επωνύμου. Αρμοστές της Κρήτης, από το 1208 μέχρι το 1670 που υποτάχθηκε στους Τούρκους, με την επωνυμία «Μοροζίνης» αναφέρονται σε 12 περιόδους, ενώ στις ληξιαρχικές εγγραφές των Ενετών στα Χανιά, αναφέρεται το όνομα «Marco Mavroceno (Morosini) consilieri 26/9/1625-29/3/1629» [5]. Tο 1715, όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν ολόκληρη την Πελοπόννησο και εξεδίωξαν τους Ενετούς, δύο μέλη της οικογένειας Μαυρογένη ο Στέφανος και ο Πέτρος, με τους γονείς τους Δημήτριο και Μαρουσάκη και τα αδέλφια τους -Ειρήνη, Νικόλαο, Γρανετάκη, Μαρία και Εμμανουήλ- έφυγαν από την Πελοπόννησο, από το χωριό Βαμβακού της Λακωνίας και εγκαταστάθηκαν στην Πάρο.

Ο Πέτρος, που υπήρξε υποπρόξενος της Αυστρίας και της Αγγλίας στις Κυκλάδες, ανακαίνισε την εκκλησία της Εκατονταπυλιανής, όπως προκύπτει από επιγραφή που σώζεται ως σήμερα, ενώ ο Στέφανος εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου έγινε διερμηνέας του Στόλου του Σουλτάνου. Ο γιος του Πέτρου, ο Νικόλαος Μαυρογένης, έγινε ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας, χρηματοδότησε πολλά έργα στα νησιά του Αιγαίου και δημιούργησε βιβλιοθήκη για τους Έλληνες της Κωνσταντινουπόλεως. Στην Πάρο υλοποίησε έργα, όπως τη δαπεδόστρωση του κύριου δρόμου της αγοράς, όπου σώζονται τρεις βρύσες με χρονολογία στο 1777 και διάφορες επιγραφές, στις οποίες κάνει αναφορά ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης [6]. Στον Ιερό Ναό της Εκατονταπυλιανής υπάρχουν τρεις μεγάλες εικόνες στο τέμπλο δεξιά αριστερά της πύλης του ιερού στις οποίες έχει αφιέρωση του Μαυρογένη. Ο Νικόλαος αποκεφαλίστηκε κατόπιν εντολής του Σουλτάνου.

Μέλος της ίδιας οικογένειας ήταν και ο Ιωάννης Μαυρογένης, ανιψιός του ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας και ο σπουδαιότερος συνεργάτης του Ρήγα Φεραίου , που προοριζόταν για το αξίωμα του Υπουργού των Εξωτερικών σε μια ενδεχόμενη Ελληνική Κυβέρνηση. Ο Ιωάννης Μαυρογένης, εξαιρετικά πολύγλωσσος, δεν συνελήφθη όταν συνελήφθησαν ο Ρήγας και οι συνεργάτες του γιατί βρισκόταν σε αποστολή στο Παρίσι να συναντήσει τον Αυτοκράτορα Ναπολέοντα και να ζητήσει τη βοήθειά του για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον Τουρκικό ζυγό.

Οικογένεια Μαντώς Μαυρογένους

Η καταγωγή της οικογένειας της Μαντούς ήταν από την Μύκονο. Η ίδια ήταν δισέγγονη του Πέτρου Μαυρογένη και εγγονή του βοεβόδα της Μυκόνου Δημήτρη Μαυρογένη και της συζύγου του, της Μανταλούσας. Ο θείος του πατέρα της Μαντώς, ο Νικόλαος Μαυρογένης, ήταν Δραγουμάνος του Στόλου και Πρίγκιπας της Βλαχίας, ενώ θείος της ήταν και ο Στεφάνος Μαυρογένης, Μεγάλος Λογοθέτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, που δολοφονήθηκε από τους Τούρκους στις 13 Απριλίου 1821, την ίδια ημέρα με τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Αγίου Γρηγορίου Ε'. Η Μαντώ, εξαιρετικής ομορφιάς και αριστοκρατικής καταγωγής, μεγάλωσε στους κόλπους μιας μορφωμένης οικογένειας, η ίδια ήταν βαθιά επηρεασμένη από το πνεύμα του Διαφωτισμού, και μιλούσε Γαλλικά, Ιταλικά, και Τουρκικά.

Πατέρας της ήταν ο Έλληνας μεγαλέμπορος και μέλος της Φιλικής Εταιρείας Νικόλαος Μαυρογένης, μέγας σπαθάρης [υπασπιστής] στην αυλή στο Βουκουρέστι που διέφυγε όταν θανάτωσε ο Σουλτάνος τον θείο του, ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας, ενώ μητέρα της ήταν η Μυκονιάτισσα, Ζαχαράτη Αντώνη Χατζή Μπάτη, με καταγωγή από τη Σπάρτη, των οποίων ήταν το μικρότερο από τα πέντε παιδιά τους. Η οικογένεια Μαυρογένη κατοικούσε στην Τεργέστη όπου ο πατέρας της, ο Νικόλαος, ασχολούνταν με το εμπόριο ενώ η μητέρα της, μια ιδιαίτερα δραστήρια και πολύγλωσση γυναίκα, διηύθυνε τις εμπορικές υποθέσεις του συζύγου της.

Επαναστατική δράση

Η Μαντώ έζησε τα παιδικά της χρόνια και σπούδασε σε κολέγιο στην Τεργέστη όπου έλαβε και ανώτερη ιδιωτική μόρφωση. Μετά το θάνατο του πατέρα της, το 1818 από δηλητηρίαση, έφυγε από την Μύκονο όπου κατοικούσε με την οικογένεια της και πήγε με τη μητέρα της, τους αδελφούς της Γιώργο και Στέφανο αλλά και την αδελφή της Ειρήνη, κατ' αρχάς στην Τήνο, όπου μυήθηκε στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα από τον τότε Νεόφυτο Μεταξά, τότε Επίσκοπο Αταλάντης και μετέπειτα Επίσκοπο και Αρχιεπίσκοπο Αθηνών [7], αν και -σύμφωνα με άλλη πηγή- η μύηση της στην Φιλική Εταιρεία έγινε στην Τεργέστη, ενώ στη συνέχεια η οικογένεια επέστρεψε στην Μύκονο. Η μόρφωση της, ο εκρηκτικός χαρακτήρας της και η φλόγα για την ελευθερία της Ελλάδος την οδήγησαν, τον ίδιο χρόνο, να ξεσηκώσει τους κατοίκους στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα.

Με δικά της έξοδα εξόπλισε αρχικά δύο πλοία, συμμετείχε στο ναυτικό αγώνα και τις συγκρούσεις με τον Τουρκικό στόλο, αλλά ξεκαθάρισε και την περιοχή του Αιγαίου από τους πειρατές. Καταδίωξε τους Αλγερινούς που λυμαίνονταν τις Κυκλάδες και πολέμησε στην Κάρυστο, στη Φθιώτιδα και στη Λιβαδειά. Συνέταξε έκκληση [8] προς τις γυναίκες της Γαλλίας, ζητώντας τη συμπαράστασή τους στον πληθυσμό της Ελλάδος, στην οποία αναφέρει, μεταξύ άλλων: «...Οι Έλληνες, γεννημένοι να είναι ελεύθεροι, θα οφείλουν την ανεξαρτησία τους μόνο στον εαυτό τους. Επομένως, δεν ζητώ από την παρέμβασή σας να αναγκάσετε τους συμπατριώτες σας να μας βοηθήσουν. Αλλά μόνο για να αλλάξουν την ιδέα της αποστολής βοήθειας στους εχθρούς μας. Ο πόλεμος εξαπλώνει τον τρομερό θάνατο...». Η Μαντώ, με δικές της δαπάνες, εξόπλισε δύο επανδρωμένα πλοία, με τα οποία καταδίωξε τους πειρατές που επιτέθηκαν στη Μύκονο.

Στις 22 Οκτωβρίου 1822, οι Μυκονιάτες, υπό την ηγεσία της, απώθησαν τους Τούρκους οι οποίοι είχαν αποβιβαστεί στο νησί. Η παρουσία της αποσιωπάται από τους Έλληνες ιστορικούς, αλλά την αναφέρει ο Γάλλος περιηγητής Φρανσουά Πουκεβίλ. Εξόπλισε και εφοδίασε 150 άνδρες για να εκστρατεύσει στην Πελοπόννησο. Μάλιστα, η Μαντώ είχε ήδη ναυλώσει για τον σκοπό αυτό το «βριγάνδιον» του καπετάν Μάρκου Νιόρδου, ωστόσο ο κατάπλους του οθωμανικού στόλου στην Σάμο, δημιούργησε μεγάλη αναταραχή και φόβο, ματαιώνοντας το σχέδιο της. Τμήμα του σώματος που η Μαντώ συντηρούσε, δηλαδή 50 στρατιώτες υπό τον Αντώνη Ράκα, ενώθηκαν με τις δυνάμεις που έστειλαν στην Σάμο οι προύχοντες της Μυκόνου για να βοηθήσουν στην απόκρουση της επιδρομής, όταν το νησί απειλήθηκε από τους Τούρκους. Η ίδια απαντώντας στην μητέρα της που της ζητούσε να καταφύγουν -μέσω Τήνου- στην Ευρώπη δήλωσε ότι θα είναι «η υστερινή της πατρίδος μου ήτις αν το καλέσει η χρεία να μισεύσω, θέλω υπάγην μετά των στρατιωτών μου εις Πελοπόννησον».

Έτσι η Μαυρογένους έστειλε ένα σώμα πενήντα ανδρών στην Πελοπόννησο, οι οποίοι συμμετείχαν στην άλωση της Τριπολιτσάς από τους Έλληνες. Επίσης ξόδεψε χρήματα για την ανακούφιση των στρατιωτών και των οικογενειών τους, αλλά και για την προετοιμασία εκστρατείας στη Βόρεια Ελλάδα με την υποστήριξη πολλών φιλελλήνων. Σύντομα δημιούργησε έναν στόλο έξι πλοίων και πεζικό αποτελούμενο από δεκαέξι λόχους με πενήντα άντρες το καθένα και έλαβε μέρος σε επιχειρήσεις στην Κάρυστο το 1822 και χρηματοδότησε την εκστρατεία της Χίου, όμως δεν κατάφερε να εμποδίσει τη σφαγή της Χίου. Μια άλλη ομάδα πενήντα ανδρών στάλθηκε για να ενισχύσει τον Νικηταρά στη μάχη των Δερβενακίων. Το 1823 το Βουλευτικό αναγνώρισε με απόφασή του τις ως τότε υπηρεσίες της και της απένειμε το βαθμό του Αντιστρατήγου. Συμμετείχε στις μάχες του Πηλίου, της Ρούμελης και της Λιβαδειάς καθώς και στις επιχειρήσεις της Καρύστου. Συντηρούσε με δικά της έξοδα εκτός από τα πλοία με τα πληρώματα και Σώμα πεζικού αποτελούμενο από 16 λόχους των πενήντα ανδρών. Σε όλες τις μάχες πολεμούσε παλικαρίσια στην πρώτη γραμμή. Το 1823 μετακόμισε στο Ναύπλιο [9], για να βρίσκεται στο επίκεντρο του Επαναστατικού αγώνα των Ελλήνων, εγκαταλείποντας την οικογένειά της, από την οποία περιφρονούνταν, ακόμη και από την ίδια την μητέρα της, λόγω των προσωπικών της επιλογών.

Σχέση με Δημήτριο Υψηλάντη

Περί το 1823 η Μαυρογένους φέρεται να γνώρισε τον Δημήτριο Υψηλάντη, αν και κάποιες πηγές αναφέρουν πως ο Πρίγκιπας ήταν γνωστός της από συνάντηση που είχαν στο πατρικό της σπίτι στην Τεργέστη, με τον οποίον αρραβωνιάστηκε κι είχαν δεσμευτεί να παντρευτούν και εγγράφως. Στις 11 Μαΐου του ίδιου χρόνου, το σπίτι της καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά και η περιουσία της λεηλατήθηκε, καθώς έμπιστοι άνθρωποι του Μανώλη Τομπάζη έκλεψαν και αφάνισαν όλη της την προίκα, από ρούχα και διαμαντικά, μέχρι το σπαθί του πατέρα της [10]. Αφού έμεινε χωρίς χρήματα, αδυνατούσε να πληρώσει το ενοίκιο του σπιτιού της και κάποιος Κάββας, με τη συνοδεία ενόπλων της ζητούσε να το εγκαταλείψει [11]. Από το σπίτι αυτό της έκλεψαν ως και το λαχουρένιο σάλι κι η Μαντώ το αντιλήφθηκε όταν θέλησε να το φορέσει στον εκκλησιασμό, ενώ και ο καμαριέρης του Υψηλάντη φέρεται πως της έκλεψε δύο ομολογίες.

Η Μαντώ εξαναγκάστηκε να εγκατασταθεί στην Τρίπολη για να είναι μαζί με τον Υψηλάντη, ενώ ο Παπαφλέσσας της παρείχε τροφή. Τον Μάιο του 1825 η Μαντώ προσέφερε στην κυβέρνηση ομολογίες 30.000 γροσίων και ζήτησε να διατεθούν για να λάβει μέρος η ίδια, με όσους στρατιώτες θα τής διέθετε η διοίκηση, σε επιχειρήσεις εναντίον των Τουρκοαιγυπτίων. Όταν ο οθωμανικός στόλος εμφανίστηκε στις Κυκλάδες, επέστρεψε στην Τήνο και εκποίησε τα κοσμήματά της για τη χρηματοδότηση του εφοδιασμού και εξοπλισμού των 200 ανδρών που πολεμούσαν τον εχθρό και περιέθαλψε δύο χιλιάδες ανθρώπους που είχαν επιβιώσει από την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου. Ο αρραβώνας της Μαντούς με τον Δημήτριο Υψηλάντη προκάλεσε την οργή ισχυρών παραγόντων της εποχής, οι οποίοι είδαν με φόβο και φθόνο την ενοποίηση δύο ισχυρών οικογενειών κι με προεξάρχοντα τον Ιωάννη Κωλέττη, έβαλαν σκοπό να διαλύσουν τον αρραβώνα.

Ο Ιωάννης Κωλέττης έπεισε τους σωματοφύλακες του Υψηλάντη ότι κινδύνευε η επισφαλής υγεία του από τη σχέση του με την Μαυρογένους και μια νύχτα που ο πρίγκιπας έλειπε σε περιπολία στους Μύλους, μερικοί άνδρες του εισέβαλαν στο σπίτι της Μαντώς, τη μετέφεραν στο λιμάνι και την επιβίβασαν βίαια σε ένα πλοίο που απέπλεε για τη Μύκονο, απειλώντας τη με θάνατο αν επέστρεφε στο Ναύπλιο. Όταν ο Υψηλάντης επέστρεψε στο Ναύπλιο πληροφορήθηκε τι είχε συμβεί κι εξοργίσθηκε. Τιμώρησε τους ενόχους κι έστειλε επιστολή στη Μαντώ, με την οποία την καλούσε κοντά του, έτσι η Μαντώ επέστρεψε στο Ναύπλιο [12]. Λίγο καιρό αργότερα, ο Κωλέττης έστειλε στην ίδια τους δύο προσωπικούς γιατρούς του Υψηλάντη να της παρουσιάσουν με τραγικό τρόπο την κατάσταση της υγείας του πρίγκιπα και να της δηλώσουν πως, αν δεν τον αποχωριζόταν, εκείνος θα πέθαινε και η πατρίδα θα έχανε έναν από τους πιο άξιους υπερασπιστές της. Η Μαυρογένους συγκέντρωσε τα πράγματα της και εγκατέλειψε το Ναύπλιο. Ο Υψηλάντης της έστειλε επανειλημμένα επιστολές καλώντας τη να επιστρέψει, όμως αυτές έπεσαν στο κενό. Σύμφωνα με τον Μαυροκορδάτο, ο Υψηλάντης «επικράθη πάρα πολύ και απεφάσισε να πάρη το λόγο του οπίσω, όπου είχε δώσει προς αυτήν πριν ανακαλύψει τας μετά του κυρίου Βλακέρου [13] σχέσεις της».

Η Μαντώ στο Ναύπλιο ζούσε βίο καταθλιπτικό στα όρια της εξαθλιώσεως λόγω της φτώχειας και των παντός είδους στερήσεων. Το 1827 υπέβαλε στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, ένα υπόμνημα [14] με το οποίο κατηγορούσε τον Υψηλάντη για αθέτηση υποσχέσεως γάμου, ζητώντας από τους πληρεξουσίους να δικαιώσουν την ίδια και να καταδικάσουν τον στρατηγό. Όπως γράφει ο ιστορικός Νικόλαος Δραγούμης στο έργο «Ιστορικές Αναμνήσεις»: «Και εκ των ακροατών μία μόνη γυνή, η αντιστράτηγος Μαντώ Μαυρογένους, ήτις πωλήσασα τα εν Μυκόνω υπάρχοντα αυτής ώρμησεν εις το πεδίον τού Αγώνος, φορούσα μέλαιναν εσθήτα χρυσοπάρυφον και πίλον ευρωπαϊκόν, ουχί βεβαίως του τελευταίου των Παρισίων συρμού, και διά νευμάτων αιτουμένη την ανάγνωσιν τής ουδέποτε αναγνωσθείσης κατά τού Υψηλάντου αναφοράς». Το υπόμνημα της δεν αναγνώστηκε ποτέ, ούτε αναφέρεται στα πρακτικά της Συνελεύσεως.

Το τέλος του Αγώνος

Το 1827, οι επιστολές που έγραψε απευθυνόμενη στα φιλελληνικά αισθήματα των γυναικών της Γαλλίας, έκαναν γνωστό το όνομα και την φυσιογνωμία της στους φιλελληνικούς κύκλους της Ευρώπης και η προσωπογραφία της τυπώθηκε και κυκλοφόρησε σε όλη την Ευρώπη. Τον ίδιο χρόνο εγκαταστάθηκε στην Αίγινα, όπου υπέβαλε αναφορά στην Αντικυβερνητική Επιτροπή, στην οποία, μεταξύ άλλων, αναφέρει: «Είμαι βεβαία ότι η Σεβ. αύτη επιτροπή, γνωρίζει την κατάστασίν μου και δεν θέλει την εξοικονόμησιν, ότι δια την αγάπην της πατρίδος υστερούμαι τον επιούσιον άρτον» [15]. Με τη λήξη της Επαναστάσεως και την ανακήρυξη του Ελληνικού κράτους, ο εθνικός κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας την τίμησε με το αξίωμα του Αντιστρατήγου επί τιμή, μοναδική συμβολική αναγνώριση πολεμικών υπηρεσιών για γυναίκα, και μια μικρή σύνταξη, ενώ παράλληλα, τις ανέθεσε την εποπτεία του Ορφανοτροφείου του Ναυπλίου, περίοδο που η Μαυρογένους περιήλθε -σταδιακά- σε οικτρή οικονομική κατάσταση.

Η Μαυρογένους είχε στην κατοχή της ένα σπαθί κειμήλιο με την επιγραφή «Δίκασον Κύριε τους αδικούντας με, τους πολεμούντας με, βασίλευε των Βασιλευόντων», που λέγεται ότι προέρχεται από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, το οποίο έδωσε στον Καποδίστρια [16]. Το 1831 μετά την δολοφονία του Καποδίστρια τα προβλήματα της οξύνθηκαν ενώ επιδεινώθηκαν και οι σχέσεις της με την οικογένεια της καθώς η μητέρα της, αλλά και ο σύζυγος της αδελφής της την κατηγορούσαν ότι σπατάλησε τη μεγάλη οικογενειακή περιουσία. Τον Αύγουστο του 1832 πέθανε ο Υψηλάντης κι η Μαντώ αποφάσισε να πάει στην κηδεία του παρότι τις τελευταίες μέρες της ζωής του που η υγεία του ήταν σε επιδείνωση, δεν τον επισκέφτηκε, αποφασισμένη να τον νεκροστολίσει και να τον μοιρολογήσει, χωρίς κανένας να τολμήσει να την εμποδίσει. «Γενναίος στη μάχη, δειλός στην αγάπη ο Υψηλάντης» είπε σαν έμαθε το θάνατο του αγαπημένου της κι ύστερα ακολούθησε μαυροφορεμένη την κηδεία του, μια τραγική ανύπανδρη χήρα. Μετά το θάνατο του Υψηλάντη η Μαντώ απομακρύνθηκε από το Ναύπλιο κι εγκαταστάθηκε για κάποιο διάστημα στη Μύκονο, όπου ασχολήθηκε με τη συγγραφή των απομνημονευμάτων της.

Ύστερα χρόνια

Μετά την Μύκονο η Μαντώ μετακόμισε, οριστικά αυτή τη φορά, και εγκαταστάθηκε στην Πάρο, όπου κατοικούσαν ορισμένοι συγγενείς της. Εκεί έζησε, μόνη, λησμονημένη και πάμφτωχη, έχοντας ξοδέψει όλη της την περιουσία για τον αγώνα για την ελευθερία της Ελλάδος, όμως βρήκε το κουράγιο να προσφέρει τη βοήθειά της σε άπορα και σε δυστυχισμένα κορίτσια. Μετά την κατάργηση της Αντιβασιλείας απευθύνθηκε στον Βασιλικό Γραμματέα, με μια αναφορά που συνοδευόταν από τα σχετικά έγγραφα, όπου εξηγούσε «τις στρατιωτικές προσφορές, τις χρηματικές προσφορές και τις χρηματικές θυσίες που πρόσφερε για την ανεξαρτησία της μητέρας πατρίδας». Ο Βασιλικός Γραμματέας, στις 30 Ιανουαρίου 1834, διέταξε να γίνει δεκτή η αναφορά και να της δοθεί «ένα ικανό ποσόν ως ανταμοιβή και μια διάκριση», όμως αυτό δεν κατέστη δυνατόν καθώς την χαρακτήριζαν ως χήρα και έφεδρη, και της έδωσαν μια μικρή σύνταξη χηρείας (!).

Έξι χρόνια αργότερα η Μαντώ απευθύνθηκε στον βασιλιά Όθωνα και του περιέγραψε την τραγική οικονομική της κατάσταση, όμως δεν έλαβε καμία απάντηση. Στην επιστολή της η Μαυρογένη, μεταξύ άλλων, ανέφερε:
«Μεγαλειότατε,
Εις την εν Ναυπλίω εξεταστικήν επιτροπήν είχα δώσει τα έγγραφα των Στρατιωτικών μου εκδουλεύσεων και των Χρηματικών θυσιών μου, τας οποίας επρόσφερα δια την ανεξαρτησίαν της Πατρίδος [...]. Η Επιτροπή εις απάντησιν, ως βεβαιούμαι, επρότεινε να μοι δωθή ικανή Χρηματική ποσώτης, ή εις Χρήματα, ή εις γην, και ενός βραβείου, όπως η Υ.Μ. ήθελε εγκρίνει. Αλλ' έκτοτε μέχρι σήμερον δεν είδον ούτε βραβείον ούτε Χρηματικήν αποζημίωσιν ούτε εις γην, ούτε εις Χρήματα, παρά μόνο μίαν μικράν σύνταξιν, ικανή να πληρώνω το Μηνιαίον της υπηρέτηδός μου [...] Μεγαλειότατε, ούτε Χήρα ήμουν ποτέ αλλ' ούτε υπανδρευμένη διά να είναι δυνατόν να κατασταθώ χήρα [...] Η Γραμματεία έπρεπε να με θεωρήση ως αγωνισαμένην προσωπικώς κατά των εχθρών της Πατρίδος, ως θυσιάσασαν υπερόγκους Χρηματικάς ποσώτητας ιδικάς μας, ως Στρατολογήσασαν Στρατιώτας και εκστρατεύσασαν κατά των εχθρών της Πατρίδος και εκπληρώσασαν καθήκοντα Στρατιωτικά κατά τε ξηράν και θάλασσαν, και τότε βέβαια δεν ήθελεν εξοκίλει εις το μέγα λάθος, του να με εκλάβη ως Χήραν και ως απόμαχον».

Το τέλος της

Η Μαυρογένους απεβίωσε καθώς, για κακή της τύχη, προσβλήθηκε από τυφοειδή πυρετό και στην Παροικιά υπήρχε μόνο ένας πρακτικός γιατρός, ο Φραγκίσκος Κονταρίνης, ο οποίος στο παρελθόν είχε εργαστεί ως βοηθός φαρμακοποιού στην Ιταλία. Η ένδοξη «πατριώτις», όπως υπέγραφε, φορούσε μέσα στο φέρετρο στολή Αντιστρατήγου. To σπίτι του Αλκιβιάδου Βατιμπέλλα όπου άφησε την τελευταία της πνοή, το οποίο βρίσκεται κοντά στην Παναγία την Εκατονταπυλιανή, σώζεται ως τις μέρες μας (2021) κι εξακολουθεί να είναι ιδιόκτητο.

Μνήμη Μαντώς Μαυρογένη

Η Μαντώ, νεαρή, λεπτή και λυγερόκορμη, με εύθραυστη ομορφιά, υπήρξε πρότυπο ηθικής έξαρσης, αυτοθυσίας και ανιδιοτελούς πατριωτισμού, ατρόμητη μαχήτρια, υπέροχος άνθρωπος, με σπάνια πνευματικά και ψυχικά χαρίσματα, μετατράπηκε σε σύμβολο της Εθνικής παλιγγενεσίας. Συνδύαζε φυσική ομορφιά, σεμνότητα και ευσέβεια, με μόρφωση και γνώση, σπάνια για γυναίκα της εποχής, και την την απολύτως ανιδιοτελή αγάπη προς την Ελλάδα. Οι Έλληνες ιστοριογράφοι αποσιώπησαν ή υποτίμησαν την προσφορά της στον Επαναστατικό Αγώνα, σε βαθμό που οι πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση της να αντλούνται κυρίως από ξένους συγγραφείς, τους οποίους φαίνεται ότι είχε σαγηνεύσει με την προσωπικότητα και την ομορφιά της. Ο φιλέλληνας Jules το 1890 θα γράψει: «Είναι απορίας άξιον πως τέτοια γυναίκα ελησμονήθη εντελώς, από όλους τους Έλληνες ιστορικούς», ως την ώρα που, πρώτη αυτή στις αρχές του 20ου αιώνα, η εκπαιδευτικός, δημοσιογράφος, λογοτέχνης και συγγραφέας Σωτηρία Αλιμπέρτη ασχολήθηκε με τα βιογραφικά στοιχεία της Μαυρογένη στα έργα της, «Μαντώ Μαυρογένους» [17] και «Αι ηρωίδες της Ελληνικής επαναστάσεως» [18].

Ο Γάλλος περιηγητής και συνταγματάρχης Μαξίμ Ρεμπό [Rybaud], που την γνώρισε από κοντά στα μέσα του 1821 σε επίσκεψη του στην Μύκονο, την περιγράφει σαν ευγενική προσωπικότητα με φλογερό πατριωτισμό, προικισμένη μ’ ένα γλυκύτατο χαρακτήρα, αλλά «όταν μιλάει για την ελευθερία της πατρίδας της, φλογίζεται, η συζήτηση ζωντανεύει και τα λόγια της κυλάνε με μια φυσική ευγλωττία που σου κρατούν την ανάσα». Γράφει ο Ρεμπό: «...Η δεσποινίς Μαντώ Μαυρογένους μας ζήτησε να περάσουμε μια βραδιά στο σπίτι της (σ.σ.στη Μύκονο). Συγκεντρώθηκε ένας μεγάλος κύκλος με τους σημαντικότερους ανθρώπους του νησιού και ήταν μια ευχάριστη βραδιά με χορό και παιχνίδια. Η δεσποινίς Μαντώ είναι προικισμένη με μεγάλη γλυκύτητα χαρακτήρα, αλλά, όταν μιλάει για την απελευθέρωση της πατρίδας της, ζωηρεύει, η φωνή της υψώνεται και τα λόγια της κυλάνε με τόσο εμπνευσμένη ευγλωττία ώστε δεν κουράζεται κανείς να τα ακούει. "Δεν έχει σημασία τι θ’ απογίνω εγώ, αρκεί να ελευθερωθεί η πατρίδα μου. Αφού δώσω όλα όσα μπορώ να διαθέσω για τον ιερό σκοπό της ελευθερίας, θα πάω στο στρατόπεδο των Ελλήνων για να πεθάνω αν χρειαστεί γι’ αυτήν"».

Το 1824 ο Γρηγόριος Δικαίος ή Παπαφλέσσας, τότε Υπουργός των Εσωτερικών έγραψε για τους αγώνες και τις θυσίες της Μαντώς: «....Το υπουργείον έχει πληροφορίας, η Κόρη αύτη απ’ αρχής του Ιερού Αγώνος έδειξε πάντοτε μέγαν ζήλον και προθυμίαν υπέρ της ελευθερίας της Πατρίδος και εν ώ μάλιστα οι συγγενείς αυτής επάσχιζον να την εμποδίσουν από το Θείον και Ιερόν τούτο έργον της, αύτη μάλλον ενοπλίζετο τον πατριωτικόν ζήλον και την προς την Πατρίδα αγάπην, προτιμούσα να μισήται και να αποδιώκεται από τους οικείους συγγενείς της παρά να φανή αμέτοχος του θείου και ιερού Αγώνος μας. Εις τοσούτον δε και τοιούτον βαθμόν έφθασεν ο υπέρ Πατρίδος ενθουσιασμός της, ώστε κατεδαπάνησεν όλην της την περιουσίαν προς όφελος της Πατρίδος (έργον τω όντι σπανιώτατον και μάλιστα δια Κόρην)....» [19].

Το 1825 κυκλοφόρησε στα Γαλλικά το βιβλίο του φιλέλληνα T. Ginouvier υπό τον τίτλο «Mavrogenie ou L heroine de la Grece» (Μαυρογένους, μια ηρωΐδα της Ελλάδος», όπου ο Γάλλος ιστορικός περιγράφει τον βίο της, όπως τον διαισθάνθηκαν και τον αποτύπωσαν, οι φιλέλληνες συγγραφείς της εποχής. Η έκδοση εξαντλήθηκε και επανεκδόθηκε το 1826 στο Παρίσι, καθιστώντας γνωστό το όνομα της Μαντούς σε ολόκληρη την Ευρώπη, ενώ το 1830 ακολούθησε μία ακόμη έκδοση του ίδιου βιβλίου. Το 1826 ο Δανός ζωγράφος Adam Friedel Von Friedestsburg [20] δημιούργησε λιθογραφία με το πορτραίτο της, που την κατέστησε γνωστή σε όλη την Ευρώπη, το οποίο περιλαμβάνεται στα πορτραίτα των προσωπογραφιών των 24 επισημοτέρων προσώπων ή αρχηγών της Ελληνικής επαναστάσεως [21]. Η λιθογραφία του είναι η πρώτη της Μαντούς που ποζάρισε η ίδια και πάνω σε αυτή βασίστηκαν και έγιναν οι επόμενες επιχρωματισμένες λιθογραφίες όπως του Μπουβιέ και άλλων.

Συγκρίνοντας την Μαυρογένη με τη Μπουμπουλίνα ο Ρεμπό αναφέρει: «Από τη μια μεριά [Μπουμπουλίνα] το θάρρος, σπάνιο σε γυναίκες, που συνοδεύεται όμως από τη βουλιμία για το κέρδος... Κι από την άλλη [Μαντώ] η φιλοπατρία σε όλη της την καθαρότητα, χωρίς ίχνος ιδιοτέλειας, η απόλυτη αυτοθυσία, η πιο συγκινητική απρονοησία για το προσωπικό μέλλον. Μου έλεγε η Μαντώ: Δεν με νοιάζει τι θα γίνω αν είναι να ελευθερωθεί η πατρίδα μου. Όταν θα έχω χρησιμοποιήσει όλα όσα μπορώ να διαθέσω για την ιερή υπόθεση της ελευθερίας, θα τρέξω στο στρατόπεδο των Ελλήνων για να τους ενθαρρύνω με την απόφασή μου να πεθάνω, αν χρειαστεί, για την ελευθερία.» Ανάλογη είναι η εντύπωση που σχημάτισε γι' αυτήν ο Άγγλος Eduard Blaquire, ο οποίος προσθέτει τη φιλοδοξία της να δει όλες τις τάξεις ενωμένες. Όπως γράφει στο ημερολόγιο του ο Ιταλός φιλέλληνας ιατρός Pierviviano Zecchini [22], «...η Μαντώ δίδαξε ότι χωρίς την αγάπη στην Πατρίδα και επομένως χωρίς ελευθερία και ανεξαρτησία δεν υπάρχει ούτε αξιοπρέπεια, ούτε αρετή, ούτε ευτυχία επί της γης».

Το 1896 ο Θεόδωρος Blancard δημοσίευσε την βιογραφία της Μαυρογένους υπό τον τίτλο «Les Mayroyeni», την οποία αφιέρωνε: «...εις τους Παρίους, Μυκονίους και Τηνίους, λίαν επιλήσμονας της δόξης των». Η βιογραφία συμπληρωμένη, επανεκδόθηκε το 1909, σε δυο τόμους. Η κεντρική πλατεία της Χώρας στη Μύκονο φέρει το όνομα της Μαντούς και το 1932 στήθηκε ωραία προτομή της στην παραλία της Μυκόνου. Κάτω από την προτομή χαράχτηκαν τα λόγια που η ίδια είχε πει. «Η αγάπη στην πατρίδα μου, η πίστη στη θρησκεία μου, η δίψα στην εκδίκηση, εξήραν την ψυχή μου και μου ενέσπειραν τον πόθο των μαχών». Επίσης η κεντρική πλατεία της πόλεως και του λιμένα της Παροικιάς της Πάρου πήρε το όνομά της, όπως και πολλές οδοί σε ολόκληρη την Ελλάδα.

Σκίτσα της έκαναν οι Φώτης Κόντογλου, Σπυρίδων Βασιλείου κ.ά., η εθνικίστρια λογοτέχνης Αθηνά Ταρσούλη ασχολήθηκε με την βιογραφία της [23], ενώ τα ιστορικά μυθιστορήματα των Γεωργίου Ρούσσου και Χρ. Χαιρόπουλου δημοσιεύτηκαν σε συνέχειες στον Τύπο και κατόπιν δραματοποιήθηκαν. Η ταινία με τίτλο:

  • «Μαντώ Μαυρογένους» [24] γυρίστηκε και προβλήθηκε το 1971,

στη διάρκεια της διακυβερνήσεως της Ελλάδος από τον Γεώργιο Παπαδόπουλο και το Επαναστατικό καθεστώς της 21ης Απριλίου 1967, με την ηθοποιό Τζένη Καρέζη στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η ταινία συνέπεσε με τον πανηγυρικό εορτασμό της επετείου των 150 χρόνων από την κήρυξη της Εθνεγερσίας του 1821. Προς τιμήν της Μαυρογένους έχουν εκδοθεί αναμνηστικά κέρματα και η μορφή της απεικονίστηκε στο κέρμα των 2 δραχμών, της περιόδου 1988-2001 [25] [26]. Στην Αθήνα υπάρχει προτομή της [27] που βρίσκεται τοποθετημένη στη Λεωφόρο των Ηρώων στο Πεδίον του Άρεως. Τα αποκαλυπτήρια της έγιναν στις 25 Μαρτίου του 1937 και είναι έργο του γλύπτη Νικολάου Κουβαρά.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Πηγές

Παραπομπές

  1. [O Μανουήλ Τασούλας, στο βιβλίο του «Μαντώ Μαυρογένη», (Ιστορικό Αρχείο, έκδοσις Δήμου Μυκονίων, Β' έκδοσις 1997), επισημαίνει ότι η Μαντώ είναι γνωστή στην ιστοριογραφία ως Μαυρογένους, επειδή οι λόγιοι της εποχής χρησιμοποιούσαν τον τύπο της καθαρεύουσας για το επίθετό της, όμως η ίδια υπέγραφε πάντοτε ως Μαυρογένη. πρόκειται για απολύτως λανθασμένη άποψη καθώς η ίδια υπέγραφε ως «Μαδώ Μαυρογένους» όπως προκύπτει από εκατοντάδες σχετικές εγγραφές στα Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας.]
  2. [Μαντώ Μαυρογένους hellenic-college.gr]
  3. [Η πριγκιπική οικογένεια Μαυρογένη Εφημερίδα «Η Καθημερινή», Ν. Ε. Καραπιδάκης, καθηγητής Μεσαιωνικής Ιστορίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, τ. Διευθυντής των Γενικών Αρχείων του Κράτους, 24 Σεπτεμβρίου 2006, 08:00]
  4. [Theodore Blancard, «Les Mavroyeni Histoire D’ Orient», 1909, τόμοι 2, Εθνική βιβλιοθήκη α/α BEI 144]
  5. [«Tα ληξιαρχικά βιβλία των Βενετών Ευγενών του Διαμερίσματος Χανίων (1519-1640)», Δήμητρα Πιμπλή, σελίδα 252η]
  6. [«Ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης αναφέρει στο έργο του «Άξιον Εστί»: «όπου και να πατεί το πόδι σας, φωνάζω, ανοίξτε, αδελφοί, μια βρύση ανοίξτε, τη δική σας βρύση του Μαυρογένη!».]
  7. [«Επίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος Μεταξάς», Κώστας Β. Καραστάθης, Αθήνα 2011.]
  8. [Μαντώ Μαυρογένους-Μια χαρακτηριστική επιστολή στις Γαλλίδες κυρίες Αθηνά Ταρσούλη, Περιοδικό «Νέα Εστία», τεύχος 929ο, σελίδες 390η-393η.]
  9. [Σε ξενοδοχείο μεταμορφώθηκε το σπίτι της Μαντώ Μαυρογένους στο Ναύπλιο argolikeseidhseis.gr, Tετάρτη, 8 Απριλίου 2020.]
  10. [Μαντώ Μαυρογένη, «Αυτοβιογραφία», σελίδα 79η.]
  11. [Μαντώ Μαυρογένη, «Αυτοβιογραφία», σελίδα 79η.]
  12. [Σύμφωνα με τον Λαμπρινίδη η Μαντώ καταγράφεται ως κάτοικος Ναυπλίου στην απογραφή του πληθυσμού το 1824, με τα ακόλουθα στοιχεία: «Αριθ. 319, Κοκώνα Μαντώ, μετά του αδελφού της, του θείου της και των υπηρετών της. Εν όλω άτομα έξ».]
  13. [Το πρόσωπο που αναφέρει ο Μαυροκορδάτος με το επώνυμο Βλακέρος είναι ο Άγγλος Έντουαρντ Μπλάκιερ, μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα που διαδραμάτισε ενεργό και συνάμα σκοτεινό ρόλο στην σύναψη των πρώτων δανείων του αγώνος της Ελληνικής Ανεξαρτησίας.]
  14. [Κωνσταντίνος Τριανταφυλλόπουλος, «Η αναφορά της Μαντούς Μαυρογένη κατά του Δημητρίου Υψηλάντη», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, τόμος 11ος (1936), σελίδες 292η-297η.]
  15. [Μαντώ Μαυρογένη, «Αυτοβιογραφία», σελίδα 209η.]
  16. [Η Μαντώ Μαυρογένους είχε στην κατοχή της από κληρονομιά της οικογενείας της ένα πολύτιμο σπαθί, που σύμφωνα με κάποιους ήταν απ’ τα χρόνια του Κωνσταντίνου του Μεγάλου, ενώ άλλοι λένε πως το είχε χαρίσει στον πατέρα της η Μεγάλη Αικατερίνη. Ήταν «Χρυσοποίκιλτον και Αδαμαντοκόλλητον» κι είχε χαραγμένη την επιγραφή: «Δίκασον Κύριε τους αδικούντας με, τους πολεμούντας με, βασίλευε των Βασιλευόντων». Όταν ήρθε στην Ελλάδα ο Ιωάννης Καποδίστριας, η Μαντώ του χάρισε το «πατροπαράδοτον μου και πολυτιμότατον δια την αρχαιοτητά του σπαθίον», όπως γράφει και η ίδια. Ο Κυβερνήτης την ευχαρίστησε για το ιστορικό αυτό δώρο, «σπάθην οπλίσασαν την χεριά γενναίου τίνος προμάχου του Σταυρού». Στον τιμητικό αποχαιρετιστήριο χορό, που δώθηκε στο σπίτι του Αλεξάνδρου Κοντοσταύλου στην Αίγινα, προς τιμήν του στρατάρχη Μαιζών που θα έφευγε από την Ελλάδα, ο Καποδίστριας του πρόσφερε το σπαθί, «ως τεκμήριον της προς αυτόν ευγνωμοσύνης του Έθνους».]
  17. [«Μαντώ Μαυρογένους» anemi.lib.uoc.gr, Σωτηρίας Ι. Αλιμπέρτη, (ολόκληρο το βιβλίο-pdf format)]
  18. [«Αι ηρωίδες της Ελληνικής επαναστάσεως» anemi.lib.uoc.gr, Σωτηρίας Ι. Αλιμπέρτη, (ολόκληρο το βιβλίο-pdf format)]
  19. [Γενικά Αρχεία του Κράτους, Υπουργείο Εσωτερικών, φάκελος 42ος & Μανουήλ Τασούλα «Μαντώ Μαυρογένη», Ιστορικό Αρχείο, έκδοσις Δήμου Μυκονίων, Β' έκδοσις 1997, σελίδες 120η-121η.]
  20. [Ο Δανός ζωγράφος και μουσικός Adam Friedel Von Friedestsburg ήταν φίλος του Υψηλάντη, ο οποίος βρισκόταν στην Ελλάδα από την αρχή της Επανάστασης 1821 έως 1824. Ο ίδιος υποστήριζε ότι ήταν και στρατιωτικός με το βαθμό του Αντισυνταγματάρχη όμως δεν έδειχνε πως διαθέτει την παραμικρή στρατιωτική εμπειρία. Επιστρέφοντας εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο όπου εξέδωσε μια σειρά λιθογραφιών, με προσωπογραφίες Ελλήνων Αγωνιστών, ανάμεσα τους και το πορτρέτο της Μαντώς.]
  21. [Λιθογραφία του Adam Friedel από το λεύκωμα «The Greeks. Twenty four portraits of the principal leaders and personages who have made themselves most conspicuous in the Greek Revolution», Λονδίνο, 1826, Διαστάσεις: 0,32 x 0,44m.]
  22. [Pierviviano Zecchini, «Quadri della Grecia Moderna», Tipografia di Gio. Cecchini, 1864]
  23. [«Μαντώ Μαυρογένους. Η ηρωική κόρη της Μυκόνου» Αθηνά Ταρσούλη, Αθήνα, Νοέμβριος 1931, Ολόκληρο το βιβλίο (pdf format).]
  24. [Μαντώ Μαυρογένους (1971) filmy.gr]
  25. [Greece 2 drachmas 2000-Manto Mavrogenous fleur-de-coin.com]
  26. [Drachma Coins bankofgreece.gr]
  27. [Μαντώ Μαυρογένους Γλυπτά της Αθήνας]
  28. [Το σενάριο της τηλεοπτικής σειράς βασίστηκε στο ομότιτλο μυθιστόρημα του μαρξιστή δημοσιογράφου και ιστορικού Γεωργίου Ρούσσου και ήταν προγραμματισμένη να προβληθεί σε 24 επεισόδια, όμως προβλήθηκαν μόνο 12, καθώς η τηλεθέαση της κρίθηκε μη ικανοποιητική. Προβάλλονταν κάθε Τετάρτη και το 1ο επεισόδιο της σειράς προβλήθηκε στις 8 Ιουνίου 1983 ενώ το 12ο και τελευταίο προβλήθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου.]