Τζουζέπε Ουνγκαρέτι

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

O Τζουζέπε Ουνγκαρέτι [Giuseppe Ungaretti] Ιταλός εθνικιστής, μοντερνιστής ποιητής, δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος, κριτικός, ακαδημαϊκός, κορυφαίος εκπρόσωπος της πειραματικής ποιητικής τάσεως που είναι γνωστή ως «Ερμητισμός» [«Ermetismo»] κι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες για τον 20ο αιώνα της Ιταλικής λογοτεχνίας, γεννήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1888 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και πέθανε τη νύχτα μεταξύ 1ης και 2ας Ιουνίου 1970 στο Μιλάνο, από βρογχοπνευμονία. Η κηδεία του έγινε στις 4 Ιουνίου στη Ρώμη, στην Εκκλησία του Αγίου Λαυρεντίου έξω από τα τείχη της πόλεως, δίχως τη συμμετοχή επισήμου αντιπροσώπου της Ιταλικής κυβερνήσεως. Τάφηκε στο κοιμητήριο του Campo Verano στη Ρώμη, στο πλάι της Jeanne, της συζύγου του.

Ήταν παντρεμένος από το 1920, με τη Γαλλίδα Jeanne Dupoix, με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά, μια κόρη, τη Ninon που γεννήθηκε το 1925, κι ένα γιο τον Antonietto που γεννήθηκε το 1930 και πέθανε το 1939, έπειτα από λανθασμένη σκωληκοειδεκτομή, όταν η οικογένεια Ουνγκαρέτι κατοικούσε στη Βραζιλία.

Giuseppe Ungaretti

Βιογραφία

Κατάγονταν από οικογένεια Ιταλών από τη Lucca της επαρχία της Τοσκάνης. Ο πατέρας του Antonio Ungaretti ήταν εργάτης στην εκσκαφή της διώρυγας του Σουέζ και σκοτώθηκε δύο χρόνια μετά τη γέννηση του Τζουζέπε, ενώ η μητέρα του Maria Lunardini ήταν ιδιοκτήτρια ενός αρτοποιείου στα προάστια της Αλεξάνδρειας και εργάστηκε ιδιαίτερα σκληρά για να του εξασφαλίσει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει μαθήματα από τα οκτώ έως τα δεκαέξι του χρόνια στην Ακαδημία Salesian, όπου υπήρχε καθεστώς σκληρής πειθαρχίας, και κατόπιν στο καλύτερο σχολείο της Αλεξάνδρειας, την Ecole Suisse Jacot, προκειμένου να σπουδάσει νομικά. Ο Τζουζέπε που είχε ένα αδελφό, τον Κωνσταντίνο, ήρθε σε επαφή με τη λογοτεχνία στην Αλεξάνδρεια, μελετώντας τα έργα του Τζάκομο Λεοπάρντι και του Στεφάν Μαλαρμέ, αλλά και με την πολιτική, μέσω κάποιων Ιταλών εξόριστων αναρχικών.

Το 1912 εγκαταστάθηκε στη Γαλλία, όπου παρακολούθησε μαθήματα στη Σορβόνη και συνδέθηκε με τους λογοτεχνικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους της ποιητικής πρωτοπορίας, και ιδιαίτερα με τους συμβολιστές, ενώ έγιναν στενοί φίλοι με τους ποιητές Guillaume Apollinaire, Charles Péguy, Paul Valéry και τους καλλιτέχνες Πάμπλο Πικάσο, Ζορζ Μπρακ, Τζόρτζιο ντε Κίρικο και Φερνάν Λεζέ. Στη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου πολέμου, την περίοδο από το 1914 έως το 1918, στρατολογήθηκε και υπηρέτησε ως υπηρέτησε ως στρατιώτης πεζικού στον Ιταλικό στρατό στο μέτωπο της Καμπανίας. Πολέμησε με την Ταξιαρχία Μπρέσια του 19ου Πεζικού στον ποταμό Ιζόντσο στη βορειοανατολική Ιταλία.

Μετά τον πόλεμο μετακόμισε στο Παρίσι το 1919, όπου έζησε για λίγο και το 1921 επέστρεψε στην Ιταλία κι εργάστηκε ως μεταφραστής και συντάκτης του καθημερινού ενημερωτικού δελτίου στο Υπουργείο Εξωτερικών. Την ίδια εποχή δημοσίευσε κείμενα στο περιοδικό «Η Φωνή» [«Antidannunziana»] και «Lacerba», στο οποίο δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα. Έως το 1925 δήλωνε άθεος, όμως εκείνο το χρόνο εισήλθε σε περίοδο θρησκευτικής αναζητήσεως, η οποία, τρία χρόνια αργότερα, τον έκανε να επιστρέψει στις τάξεις της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Το 1936, στη διάρκεια ενός συνεδρίου του «Pen Club» στη Βραζιλία, του προσφέρθηκε η έδρα της Ιταλικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο, όπου δίδαξε έως το 1942 και στη συνέχεια επέστρεψε στην Ιταλία και ανέλαβε την έδρα της σύγχρονης Ιταλικής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο της Ρώμης, ενώ εκλέχθηκε ακαδημαϊκός. Το 1952 ήταν μέλος της κριτικής επιτροπής στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας.

Το 1957, ολοκλήρωσε την επαγγελματική σταδιοδρομία του και συνταξιοδοτήθηκε, ενώ το 1958 πέθανε η σύζυγος του και ο Ουνγκαρέτι βρήκε παρηγοριά στα ταξίδια στην Ιταλία και στο εξωτερικό. Στο τέλος της δεκαετίας του 1950, υποστήριξε πως «..χρειάζεται ένας ολόκληρος αιώνας για να φτιαχτεί ένας ποιητής, με όλο το υγιές και σάπιο αίμα ενός ολόκληρου αιώνα..». Ταξίδεψε στην Ιαπωνία, τη Σοβιετική Ένωση, την Παλαιστίνη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ το 1964, έδωσε μια σειρά διαλέξεων στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια στη Νέα Υόρκη, και, το 1970, προσκλήθηκε και τιμήθηκε από το Πανεπιστήμιο της Οκλαχόμα, όμως το Φασιστικό του παρελθόν ήταν πάντοτε αντικείμενο διαμάχης.

Φασιστική Ιδεολογία

Εντάχθηκε στο Ιταλικό Εθνικό Φασιστικό κόμμα κι όπως πολλοί φουτουριστές μετά τον πόλεμο, έγινε ενθουσιώδης οπαδός του Μπενίτο Μουσολίνι. Πήρε αλυτρωτική θέση στη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου πολέμου και έκανε την πρώτη εμφάνιση του ως ποιητής ενώ πολεμούσε στα χαρακώματα, δημοσιεύοντας ένα από τα πιο γνωστά του έργα με τίτλο «Η Χαρά» [«L'Allegria»]. Ο Μπενίτο Μουσολίνι, τον οποίο γνώρισε κατά τη διάρκεια της εντάξεως του στο Σοσιαλιστικό κόμμα, προλόγισε το 1923, την έκδοση «Il Porto sepolto». Εργάστηκε στο εξωτερικό ως ανταποκριτής για τις εφημερίδες «Il Popolo d'Italia» και «Gazzetta del Popolo». Την ίδια εποχή σχετίστηκε με τους Ντανταϊστές κι ανέπτυξε τον Ερμητισμό ως προσωπική άποψη για την ποίηση.

Το 1925, ο Ουνγκαρέτι συνυπέγραψε το «Μανιφέστο των Φασιστών διανοουμένων», που υπέγραψαν, επίσης, ορισμένοι καπό τους σημαντικότερους συγγραφείς της Ιταλίας, μεταξύ τους οι Κούρτσιο Μαλαπάρτε, Σαλβατόρε ντι Τζάκομο, ο θεατρικός συγγραφέας Λουίτζι Πιραντέλλο καθώς και ο κορυφαίος ιστορικός Ιωακείμ Βόλπε. Το «Μανιφέστο» είχαν συγγράψει ο Φιλίππο Τομάζο Μαρινέττι, διαπρεπές στέλεχος του Ιταλικού Φασιστικού κόμματος και σημαντικό διανοούμενο, μέντορας του οποίου υπήρξε ο Μπενεντέτο Κρότσε, μαζί με τον φιλόσοφο και διανοούμενο Τζιοβάνι Τζεντίλε. Σε δοκίμια του την περίοδο από το 1926 έως το 1929, τα οποία επανεκδόθηκαν το 1996, είχε καλέσει κατ' επανάληψη το Μπενίτο Μουσολίνι να κατευθύνει την πολιτιστική ανάπτυξη της Ιταλίας και να επιμεληθεί την αναδιοργάνωση της Ιταλικής Ακαδημίας με βάση τη Φασιστική ιδεολογία. Ο Ουνγκαρέτι υποστήριξε ότι, «...Το πρώτο καθήκον της Ακαδημίας πρέπει να είναι να αποκαταστήσει μια κάποια σύνδεση μεταξύ των ανθρώπων των γραμμάτων, των συγγραφέων, των εκπαιδευτικών και των αρθρογράφων...», ενώ σε ιδιωτικές επιστολές του υποστήριξε ότι η φασιστική διακυβέρνηση δεν σημαίνει λογοκρισία. Στις 28 Αυγούστου 1931, ο Ουνγκαρέτι έδωσε όρκο πίστεως, όχι μόνο στο Σύνταγμα και τον Βασιλιά, αλλά και στο Φασιστικό καθεστώς.

Το 1944, μετά το πέρας του πολέμου και την πτώση του Μπενίτο Μουσολίνι, εκδιώχθηκε από τη θέση του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο λόγω των Φασιστικών του απόψεων. Ανακρίθηκε με την κατηγορία ότι συνεργάστηκε με το Φασιστικό καθεστώς και δικαιολόγησε το μηνιαίο επίδομα που εισέπραττε από το κράτος, υποστηρίζοντας πως επρόκειτο για αποζημίωση που δινόταν σε «αξιοσέβαστες προσωπικότητες», για να μπορούν να κάνουν απερίσπαστα τη δουλειά τους, ένα είδος κρατικής επιχορηγήσεως σαν αυτή που εισπράττει «...ένας αγρότης για να κάνει ξανά γόνιμο ένα χωράφι, ή ένας επιστήμονας για να συνεχίσει μια εργαστηριακή έρευνα...». Επανήλθε στην καθηγητική του έδρα καθώς οι συνάδελφοί του ψήφισαν υπέρ της επιστροφής του.

Οι σχέσεις του με την Ελλάδα

Ποιήματα του μετέφρασε στα Ελληνικά ο Οδυσσέας Ελύτης, που γνώρισε τον Ουνγκαρέτι από τον εθνικιστή λογοτέχνη Γιώργο Σαραντάρη ο οποίος ήταν αναθρεμμένος με ιταλική παιδεία, μυημένος στον υπαρξισμό και στον ιταλικό ερμητισμό. Ο Ελύτης λέει για την επαφή του με τον Ουνγκαρέτι, «...Διαβάζαμε μαζί {σ.σ. εννοεί με τον Γιώργο Σαραντάρη} Γάλλους και Ιταλούς ποιητές, ιδιαίτερα τον Ungaretti, που το περίφημο ποίημα του «Memoria d' Ofelia d'Alba», θυμάμαι το είχα μάθει απ'έξω στο πρωτότυπο...». Η αγάπη του Οδυσσέα Ελύτη για τον Ουνγκαρέτι είναι φανερή από τα ποιήματα που μετέφρασε και δημοσίευσε το 1976 στην ποιητική συλλογή του «Δεύτερη Γραφή».

Ο Γεώργιος Σαραντάρης σε επιστολή του το 1932, στον Γκαετάνο Αρκάντζελι, ποιητή από την Μπολόνια, γράφει, «....Οι καλλίτεροι ποιητές του αιώνα μας είναι ο Ουνγκαρέττι και ο Καρνταρέλλι». Μεταφράσεις ποιημάτων του Ουνγκαρέτι δημοσιεύθηκαν ήδη από το 1935 στο λογοτεχνικό περιοδικό «Κύκλος». Στο εισαγωγικό σημείωμα του ο Σαραντάρης γράφει, «...Ο Ουνγκαρέττι είναι ανάμεσα στους τρεις (Ουνγκαρέττι, Μοντάλε, Σάμπα) κατά την γνώμη μας, ο μόνος που μπορεί να ονομαστεί Ευρωπαίος ποιητής. Το όνομα του δικαιούται να περάσει τα σύνορα της πατρίδας του. Βέβαια η ποίησή του δεν έχει το πλάτος, την γενναία εκείνη ευρύτητα που απαντάμε σε άλλους μεγάλους ποιητές της εποχής μας. Είναι στεγνός όπως ο δικός μας Καβάφης, αλλά η απαισιοδοξία του αγγίζει κάποτε τα βάθη ενός Λεοπάρντι. Είναι άγνωστη σε εμάς τους Έλληνες και ίσως χρειάζεται να την γνωρίσουμε...». Ο Σαραντάρης το 1938, σε άρθρο του στο Ιταλόγλωσσο περιοδικό της Θεσσαλονίκης «Olimpo», εκθειάζει το ύφος και την στιχουργία, τον ψυχικό κόσμο του Ουνγκαρέττι, πράγματα που δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από αυτό που χαρακτηρίζεται σαν κλασικό.

Το τέλος του

Το βράδυ της 31ης Δεκεμβρίου 1969 προς την 1η Ιανουαρίου, 1970 έγραψε το τελευταίο ποίημα του, ενώ τον ίδιο χρόνο ταξίδεψε για τελευταία φορά στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, όπου τιμήθηκε από το Πανεπιστήμιο της Οκλαχόμα. Στη Νέα Υόρκη, αρρώστησε από βρογχοπνευμονία και εισήχθη σε κλινική για θεραπεία. Επέστρεψε στην Ιταλία και εισήχθη για θεραπεία, όμως πέθανε στο Μιλάνο τη νύχτα της 1ης Ιουνίου 1970, ενώ βρίσκονταν υπό ιατρική παρακολούθηση.

Εργογραφία

Υπήρξε από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες της ιταλικής ποιήσεως του εικοστού αιώνα. Η ποίησή του διακρίνεται για τη νοσταλγική διάθεση και τη μεταφυσική αγωνία της και χαρακτηρίζεται από τη λιτότητα των εκφραστικών της μέσων. Ανήκει στους συμβολιστές ποιητές, από τους οποίους επηρεάστηκε, ιδιαίτερα από τον Giacomo Leopardi, το μεγάλο Ιταλό ποιητή του δέκατου ένατου αιώνα καθώς και από τον Γάλλο Stéphane Mallarmé. Θεωρείται ο ιδρυτής της αποκαλούμενης ερμητικής ποιήσεως, ενός ποιητικού ρεύματος που συνοψίζει τις αναζητήσεις του, όρος που χρησιμοποιήθηκε από τον κριτικό Φραντσέσκο Φλόρα για να χαρακτηρίσει το δυσνόητο έργο του και καθιερώθηκε ως ονομασία του λογοτεχνικού κινήματος που δημιούργησε. Ο Ουνγκαρέτι μαζί με τον Ευγένιο Μοντάλε, εμφανίζονται ως οι σπουδαιότεροι εκπρόσωποι του ερμητισμού, του οποίου οι βασικές επιδιώξεις ήταν η κατάργηση της ασυγκράτητης εισβολής στοιχείων της ποίησης του Γκαμπριέλε Ντ’ Αννούντσιο.

Ο Thomas Eliot έγραψε ότι ο «...Giuseppe Ungaretti είναι ένας από τους πολύ λίγους αυθεντικούς ποιητές της γενιάς μου και άξιος εκπρόσωπος της ιταλικής ποίησης στην υπόλοιπη Ευρώπη και την Αμερική...». Ο Ουνγκαρέτι έλεγε ότι «...η λέξη είναι μια μικρή ρωγμή στη σιωπή..». Το ποιητικό έργο του αναδεικνύει τη δυναμική της λέξεως μέσα από την ιστορική, εξελικτική της διαδρομή και θυμίζει την κοινή στιλιστική αναζήτηση «..μιας ποιητικής της λέξης» των ερμητικών ποιητών. Ο Ουνγκαρέτι είχε καταλήξει στην κατάργηση της στίξεως, στις ολιγοσύλλαβες λέξεις και σε αυτό που οι Ιταλοί ποιητές της ενοχής του, με επιδράσεις προφανώς από τον φουτουρισμό και τον Φιλίππο Τομάζο Μαρινέττι, αποκαλούσαν διαμελισμό του κλασικού στίχου.

Διακατέχεται από υπαρξιακές αγωνίες και προσεγγίζει με ιδιαίτερη λεπτότητα τη σχέση έρωτα-θανάτου και χρόνου. Εκδηλώνει παιδική αγνότητα, όνειρα, μνήμη στην αναζήτηση ενός παρελθόντος γεμάτο με αθωότητα. Ο Ουνγκαρέττι για να φθάσει στην αθωότητα της παιδικής ψυχής καταφεύγει σε συμβολισμούς. Οι συμβολισμοί του νερού διαπερνούν τους στίχους των ποιημάτων του. Το νερό με την μορφή της θάλασσας, του ωκεανού, των ποταμών, είναι ο τόπος γέννησης της ζωής, για να γυρίσει μετά από μακρινό ταξίδι ξανά στην αρχική της φωλιά. Το νερό -μητέρα, η θάλασσα- γυναίκα, η Ιταλία τόπος γενέθλιος, γυναικεία μορφή που γεννιέται με την θάλασσα, μορφή ερωτική που ξυπνά τα παιδιά.

Ο Ουνγκαρέτι έγραψε τις ποιητικές συλλογές,

  • «Θαμμένο λιμάνι», το 1916,
  • «Ευθυμία ναυαγών», το 1919.

Οι συλλογές αυτές σημείωσαν τη μετάβαση προς τη σύγχρονη ιταλική ποίηση, με την πρωτοποριακή μορφή των ποιημάτων (δεν υπάρχει ομοιοκαταληξία, ούτε στίξη, ούτε καν στίχος με την παραδοσιακή έννοια, τάση που ολοκληρώθηκε στην επόμενη συλλογή του,

  • «Συναίσθημα του χρόνου», το 1933, χρονιά κατά την οποία ο ποιητής διέρχεται ιδεολογική κρίση και ασπάστηκε τον καθολικισμό.

Ο Λουίτζι Νόνο, μουσικοσυνθέτης της ιταλικής πρωτοπορίας, έγραψε τα

  • «Χορικά της Διδούς», το 1957, έργο που είναι βασισμένο σε στίχους του Ουνγκαρέτι.

Τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Λογοτεχνίας Neustadt, ενώ ποιήματα του μελοποιήθηκαν από τον Έλληνα συνθέτη Νότη Μαυρουδή και περιλαμβάνονται στο δίσκο «Στην όχθη της καρδιάς μου» [1].

Σε βιβλίο κυκλοφόρησαν τα δοκιμιακά κείμενά του, «Καβάφης ο τελευταίος Αλεξανδρινός» και «Ο πολιτισμός στην πορεία του χρόνου», καθώς και δύο συνεντεύξεις του, «Περί ποιήσεως» και «Η σύγχρονη ποίηση ζει ή έχει πεθάνει;». Στα κείμενα ο ποιητής εκθέτει τις απόψεις του για τη δημιουργική γραφή και για τους δεσμούς της σύγχρονης ποιήσεως με τη λατρεία του ιερού, ενώ Ελληνικό ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα κείμενο του Ουνγκαρέτι για τον Κωνσταντίνο Καβάφη, στη συντροφιά του οποίου έζησε ως νεαρός στη κοινή γενέτειρα τους, την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Διαβάστε τα λήμματα

Παραπομπές