Ίον Μότα

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Ίονελ Μότα, [Ρουμανικά Ionel Ioan Moța], Ρουμάνος εθνικιστής, νομικός, ο σημαντικότερος διανοούμενος του Ρουμανικού εθνικισμού κι ένα από τα κυρίαρχα πρόσωπα του την περίοδο του Μεσοπολέμου, συνιδρυτής, υπαρχηγός και μετέπειτα αρχηγός της οργανώσεως «Λεγεώνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ», [«Leginnea Arhanghelului Mihail»], που από το όνομα της πολιτοφυλακής της έγινε γνωστή ως «Σιδηρά Φρουρά» [«Garda de Fier»], αφοσιωμένος μαχητής του Ρουμανικού έθνους καθώς και πιστός Ορθόδοξος Χριστιανός, γεννήθηκε στις 5 Ιουλίου 1902 στην πόλη Orastie [1] της σημερινής Ρουμανίας και σκοτώθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1937 στη διάρκεια μάχης στην Majadahonda, μια μικρή πόλη στα βορειοδυτικά προάστια της Μαδρίτης στην Ισπανία, όπου μάχονταν ως εθελοντής στο πλευρό των εθνικιστών του στρατηγού Φρανθίσκο Φράνκο.

Ionel Mota
Ίον Μότα2.png
Γέννηση: 5 Ιουλίου 1902
Τόπος: Orăștie (Ρουμανία)
Σύζυγος: Iridenta Codreanu
Τέκνα: Mihai, Gabriela
Υπηκοότητα: Ρουμανική
Ασχολία: Νομικός, συνιδρυτής «Σιδηράς Φρουράς»
Θάνατος: 13 Ιανουαρίου 1937
Τόπος: Majadahonda (Ισπανία)

Στις 18 Αυγούστου 1927, ο Mota παντρεύτηκε, στο μοναστήρι Neamţu, την αδερφή του Corneliu Zelea Codreanu, την Iridenta, και από το γάμο του απέκτησε δύο παιδιά, τον Mihai και την Gabriela.

Βιογραφία

Πατέρας του Ion ήταν ο Ioan Mota, εθνικιστής ορθόδοξος ιερέας και δημοσιογράφος ο οποίος επιμελήθηκε το περιοδικό Libertatea (Liberty) ενώ μητέρα του ήταν η Maria Damian-Moța ενώ είχε και δύο αδελφές την Ana I. Moța και την Elvira I. Moța. Η οικογένεια του είχε ιερατική παράδοση αλλά και ιστορία αγώνων για το Έθνος της Ρουμανίας.

Σπουδές & Επαγγελματική δράση

Ο Ion Moța παρακολούθησε το δημοτικό σχολείο και τις πρώτες τάξεις του γυμνασίου στην Τρανσυλβανία, αλλά το 1914, μαζί με την οικογένειά του, μετακόμισαν στο Βουκουρέστι όπου συνέχισε στο Γυμνάσιο "Gheorghe Lazăr" και αποφοίτησε από το Εθνικό Κολλέγιο του Αγίου Σάββα. Αποφοίτησε το 1920 και το Ακαδημαϊκό έτος 1920-1921 ξεκίνησε τις σπουδές του στα νομικά στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης στη Γαλλία. Στη σύντομη παραμονή του εκεί αποκόμισε βιώματα που καθόρισαν την μετέπειτα στάση ζωής του και διαμόρφωσαν τις εναντίον των Εβραίων ιδεολογικές του απόψεις καθώς αν και πέρασε επιτυχώς τις εξετάσεις, απορρίφθηκε το αίτημα του για κρατική υποτροφία. Αναζητώντας τα αίτια της απορρίψεως του διαπίστωσε ότι Εβραίοι φοιτητές έλαβαν επιπρόσθετη υποστήριξη σε βάρος των Ρουμάνων. Γράφει ο Μότα:

«Στο Παρίσι, το ρουμανικό κράτος δίνει συνάλλαγμα σε ορισμένους μαθητές, που αντιστοιχεί σε υποτροφία άνω των 60.000 λέι ετησίως. 200 Εβραίοι και 200 ​​Ρουμάνοι επωφελούνται από αυτή την ανταλλαγή. Στο Παρίσι το 1919 είχαμε περισσότερους από 150 Τρανσυλβανούς μαθητές, το 1920, μόλις σαράντα, και τώρα δεν υπάρχει κανένας, μόνο ένας ή δύο {...}. Όλα αυτά, επιδεινωμένα από άλλες επινοήσεις σε βάρος των αναγκών του φτωχού Ρουμάνου μαθητή, μας καθόρισαν να κινηθούμε για να αμυνθούμε απέναντι στους εισβολείς». 

Μετά από αυτή την τραυματική εμπειρία, επέστρεψε στη Ρουμανία και γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο του Κλουζ ενώ στη συνέχεια πραγματοποίησε σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Ιασίου. Το φθινόπωρο του 1925 ο Μότα και το ζεύγος Κοντρέανου, ταξίδεψαν στη Γαλλία όπου ο Κορνήλιος συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Γκρενόμπλ και απέκτησε διδακτορικό στην πολιτική οικονομία ενώ ο Μότα απέκτησε το πτυχίο του. Τον Μάιο του 1927 επέστρεψαν στη Ρουμανία όπου, το Φθνόπωρο του ίδιου έτους, ο Ίον παντρεύτηκε την Iridenta, την αδερφή του Codreanu. Το 1932 ολοκλήρωσε την διδακτορική διατριβή του, στο Πανεπιστήμιο της Γκρενόμπλ, με τίτλο Δικαστική ασφάλεια στην Κοινωνία των Εθνών, η οποία δημοσιεύτηκε αργότερα στη Ρουμανία με τον τίτλο «Η Κοινωνία των Εθνών ως μοχθηρό και επικίνδυνο ιδανικό».

Πρόεδρος Ενώσεως Φοιτητών

Το 1922 το φοιτητικό σώμα άρχισε να οργανώνεται με το σύνθημα «Numerus Clausus», το οποίο, σύμφωνα με τον Corneliu Zelea Codreanu, σήμαινε περιορισμό του αριθμού των Εβραίων μέχρι την αναλογία μεταξύ του αριθμού όλων των Εβραίων σε σύγκριση με αυτόν των Ρουμάνων στη χώρα σε ποσοστό επί τοις εκατό. Προς τα τέλη του 1922, ο Moţa, μαζί με τον Iustin Ilieşiu, ίδρυσαν στο Κλουζ την έκδοση Dacia Nouă, για την οποία ο Nicolae Rosu, στο Dialectica naţionalismu, έγραψε ότι ήταν «ο πρώτος δημοσιογραφικός συναγερμός του εθνικιστικού κινήματος που ξεκίνησε ή μάλλον συνεχίστηκε-με μια νέα γενιά». Οι ταραχές, που ξεκίνησαν στο Κλουζ, επεκτάθηκαν σύντομα σε ολόκληρη σχεδόν τη χώρα. Ο Ion Moţa ξεχώρισε λόγω της αποφασιστικής του στάσεως και εκλέχθηκε πρόεδρος της φοιτητικής ενώσεως Petru Maior.

Εθνικιστική δράση [2]

Ο Mota θεώρησε ότι το κίνημα δεν έπρεπε να παραμείνει περιορισμένο στις σχολές kai ίδρυσε στο Κλουζ την «Actiunea Romanesca» («Ρουμανική Δράση»), μια εθνικιστική ομάδα εμπνευσμένη από την «Action Française» του Charles Maurras, πολιτική οργάνωση περί την «Christian National Defense League» (LANC). Ο Moţa συνάντησε τον Corneliu Zelea Codreanu τον Αύγουστο του 1923, σε μια συνάντηση των ηγετών του φοιτητικού κινήματος υπερασπιστών του «Numerus Clausus» και εντυπωσιάστηκε βαθιά από την προσωπικότητα του Codreanu, τον ριζοσπαστισμό και τον τρόπο ζωής του καθώς και γι' αυτόν δεν χωρούσε υποψία συμβιβασμού. Το Φθινόπωρο του ίδιου έτους και αφού είχε προηγηθεί φοιτητική απεργία με αιτήματα την επαρκή σίτιση και τη μείωση του αριθμού των Εβραίων φοιτητών στα Πανεπιστήμια. Ήδη η Ρουμανική κυβέρνηση είχε εκδηλώσει την πρόθεση της να χορηγήσει υπηκοότητα στους Εβραίους της Ρουμανίας, με την αναθεώρηση του άρθρου 7 του Συντάγματος, ώστε να επιτρέπεται να παίρνουν την Ρουμανική υπηκοότητα ακόμα και οι Εβραίοι πού μόλις έφταναν στην χώρα. Στη Ρουμανία κατοικούσαν 2.000.000 Εβραίοι, που με την αναθεώρηση του συντάγματος αποκτούσαν την ρουμανική υπηκοότητα, καθώς και πρόσβαση στην δημόσια και πολιτική ζωή. Η απεργία τους πέτυχε εν μέρει.

Σύλληψη & Φυλάκιση

Ο Moţa, ο Codreanu και άλλοι εθνικιστές φοιτητές εκπόνησαν σχέδιο να δολοφονήσουν Ρουμάνους πολιτικούς, του ίδιου του πρωθυπουργού Ion I.C. Brătianu, αλλά και κρατικών υπαλλήλων τους οποίους κατάγγειλε για διαφθορά καθώς και τους επικεφαλής των Εβραίων της χώρας τους οποίους θεωρούσαν προδότες και διαφθορείς της εθνικής ζωής της Ρουμανίας. Η προσπάθεια τους προδόθηκε από τον σπουδαστή Aurelian Vernichescu, μέλος της ομάδος τους, και έτσι συνελήφθησαν στο Βουκουρέστι στις 9 Οκτωβρίου 1923, μετά τη διαρροή των σχεδίων τους, με την κατηγορία της «συνομωσίας εναντίον της ασφαλείας του κράτους..». Προβλεπόμενη ποινή ήταν τα καταναγκαστικά έργα και όλοι οδηγήθηκαν για εγκλεισμό στη φυλακή Văcăreşti. Στην ανάκριση αλλά και στο δικαστήριο οι εθνικιστές ομολόγησαν τους σκοπούς και τον σχεδιασμό τους [3]. Το κατηγορητήριο σε βάρος του κατέρρευσε και αφέθηκε ελεύθερος, καθώς η ρουμανική νομοθεσία δεν επέτρεπε τη δίωξη των συνωμοσιών για τις οποίες δεν είχαν προσδιοριστεί σε συγκεκριμένη ημερομηνία [4]. Στις 29 Μαρτίου οι κατηγορούμενοι εθνικιστές φοιτητές κρίθηκαν αθώοι και αφέθηκαν ελεύθεροι, με εξαίρεση τον Mota και τον Leonida Vlad.

Δολοφονία Aurelian Vernichescu / Δίκη & αθώωση

Στις 28 Μαρτίου 1924, στη διάρκεια της δίκης, ο Moța πυροβόλησε και σκότωσε τον Aurelian Vernichescu μέσα στο κελί του. Το περίστροφο του το είχε παραδώσει ένας άλλος σπουδαστής, ο Leonida Vlad. Κατά τη διάρκεια της ανακρίσεως ο Μότα δήλωσε ότι «διέπραξε την πράξη με πλήρη συνείδηση, επειδή ο Βερνιχέσκου διαδραμάτιζε το διπλό ρόλο ενός προδότη δειλού αλλά και ενεργού μέλους της φοιτητικής ζωής». Στις 6 Μαΐου του 1924 ο Codreanu όρισε τον Moța αρχηγό της Frăția de Cruce (Αδελφότητα του Σταυρού), μιας εθνικιστικής οργανώσεως αγροτών και φοιτητών που θα πολεμήσουν για την εθνικιστική ανανέωση. Ο Moța κρατήθηκε, όπως και ο Vlad, στη φυλακή του Γαλατά στο Ιάσιο για τη δολοφονία του Vernichescu. Η δίκη τους έγινε έξι μήνες αργότερα και η κατηγορία μετατράπηκε από διάπραξη ανθρωποκτονίας με πρόθεση. Υπέρ των κατηγορουμένων κατέθεσε ο καθηγητής πανεπιστημίου Nicolae C. Paulescu και στις 27 Σεπτεμβρίου 1924, εκδόθηκε αθωωτική απόφαση. Ο Μότα αποφυλακίστηκε μετά από σχεδόν ένα χρόνο, επέστρεψε στις σπουδές του αι ανακηρύχθηκε επίτιμος πρόεδρος του Φοιτητικού Κέντρου «Petru Maior». Το 1925 έγινε κάτοχος πτυχίου νομικής του Πανεπιστημίου της Γκρενόμπλ και επιστρέφοντας στη Ρουμανία εκπαιδεύτηκε, το 1926, στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού στο Βουκουρέστι και υπηρέτησε τη στρατιωτική θητεία του.

Ίδρυση της Λεγεώνος

Το 1925 η οργάνωση του Μότα συγχωνεύθηκε με την Εθνική-Χριστιανική Αμυντική Ένωση του εθνικιστή καθηγητή Alexandru C. Cuza και τον Σεπτέμβριο εκείνου του έτους ο Moța παρακολούθησε, μαζί με τον Cuza, το Παγκόσμιο Αντισημιτικό Συνέδριο στη Βουδαπέστη.

Στις 24 Ιουνίου 1927, ανήμερα του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, ο Μότα, ακολουθώντας τον Κοντρεάνου και μαζί τους δεκάδες άλλοι εθνικιστές, αποφάσισαν να ιδρύσουν την «Λεγεώνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ» [«Leginnea Arhanghelului Mihail»] [5]. Το ιδρυτικό διάγγελμα ανέφερε:«...αυτή η χώρα πεθαίνει λόγω έλλειψης Ανδρών, όχι προγραμμάτων ..Διότι έτσι όπως είναι οι άνθρωποι σήμερα, καταντημένοι από τους πολιτικούς και από την Ιουδαϊκή επιρροή, θα υποθάλψουν ακόμα και το εξοχότερο πολιτικό πρόγραμμα...». Ο Κοντρεάνου περιγράφει [6] με λεπτομέρειες την επίσημη ίδρυση της Λεγεώνος στις 8 Νοεμβρίου 1927: «Στις δέκα το πρωί ξεκινήσαμε όλοι μαζί, ντυμένοι με την εθνική ενδυμασία, με καπέλο, με μεγάλη σβάστικα στο μέρος της καρδιάς, σε σχηματισμό παρέλασης, κατευθυνόμενοι προς την Εκκλησία του Αγ. Σπυρίδωνα, όπου τελέσαμε επιμνημόσυνη δέηση για τις ψυχές των προγόνων». Στη Λεγεώνα συντάχθηκαν παλιοί συναγωνιστές τους, για τους οποίους ο Κοντρεάνου ζήτησε από το καθηγητή Cuza να τους απαλλάξει από τον όρκο που είχαν δώσει με την ένταξή τους στην Λίγκα της «Εθνικής Χριστιανικής Αμύνης». Ο Cuza τους απάλλαξε και τους συμβούλεψε για τις παγίδες της πολιτικής. Με την ίδρυση της Σιδηράς Φρουράς, της Λεγεώνας του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, ο Μότα ανακηρύχθηκε αναπληρωτής αρχηγός.

Την 1η Αυγούστου 1927 εμφανίστηκε το έντυπο Pămăntul Strămoşesc, το πρώτο προπαγανδιστικό έντυπο της Λεγεώνας, το οποίο τυπώθηκε στο τυπογραφείο που ανήκε στον πατέρα Moţa. Στο πρώτο τεύχος, ο Ionel Moţa υπογράφει το άρθρο «On the icon»:

«....Από την εικόνα και τον βωμό ξεκινήσαμε, μετά περιπλανηθήκαμε για λίγο, παρασυρμένοι από τα ανθρώπινα κύματα, και δεν φτάσαμε σε καμία ακτή, με όλη την αγνότητα των παρορμήσεων μας. Τώρα, με βαριά ψυχή, σπασμένη, σχισμένη, μαζευόμαστε στο καταφύγιο, στη μοναδική μας ζεστασιά και άνεση, δύναμη και άνεση, στα πόδια του Ιησού, στο κατώφλι των τυφλών {...} Έχουμε θρησκεία, είμαστε σκλάβοι μιας πεποιθήσεως. Σε όσους είναι αρκετά δυνατοί για να καταλάβουν, να μας εγκρίνουν και να μας συνοδεύουν από εδώ και πέρα, στέλνουμε το κάλεσμά μας».

Τι ήταν η Λεγεώνα

Η ίδια η ονομασία φανερώνει τους δύο κεντρικούς ιδεολογικούς πυλώνες της καθώς η λέξη «λεγεώνα» αναφέρεται στην εγκατάσταση των Ρωμαϊκών Λεγεώνων στην αρχαία Δακία, υιοθετώντας έτσι τη θεωρία της Ρωμαϊκής-Δακικής κοινότητας, ενώ η αναφορά στον Αρχάγγελο Μιχαήλ φανερώνει την ισχυρή προσκόλληση στην Ορθόδοξη πίστη. Είναι προφανές ότι ήταν ένα Κίνημα με σαφή θρησκευτικό χαρακτήρα και μαζί με τους Γερμανούς Εθνικοσοσιαλιστές ήταν τα πλέον αντισημιτικά πολιτικά και ιδεολογικά κινήματα της Ευρώπης. Τα μέλη της ήταν προσηλωμένα στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό [7], κάτι ανάλογο με την πίστη των Ρεξιστών του Λεόν Ντεγκρέλ στο Βέλγιο, με τον Καθολικισμό. Εμφανής ήταν η μεγάλη επιρροή που ασκούσε ο Κοντρεάνου στις ιδεολογικές θεωρήσεις της Λεγεώνας αλλά και ο τρόπος που τον συνδύαζε με τις λαϊκές εθνικιστικές αντιλήψεις του. Η Λεγεώνα και ο Κοντρεάνου στάθηκαν απέναντι στους μοντερνιστές, οι οποίοι με κυριότερο εκπρόσωπο τον κοινωνιολόγο Ε. Λοβινέσκου θεωρούσαν ότι η Ορθοδοξία αποτελούσε εμπόδιο κι ανασχετικό παράγοντα στη «δυτικοποίηση» της χώρας. Ο Λοβινέσκου θεωρεί πως Ορθοδοξία αποτελεί στοιχείο που αντιβαίνει στον εκσυγχρονισμό και αναφέρει χαρακτηριστικά ότι: «η ορθοδοξία [ο ορθοδοξισμός] αποτελεί ουσιαστική αρχή της ανατολικοποιήσεως» [8].

Η θεμελιώδης μονάδα της Λεγεώνας ήταν η «Εστία», που αριθμούσε από τρία έως δεκατρία μέλη και αποτελούταν από άτομα τα οποία είχαν μεν τις ίδιες πεποιθήσεις, αλλά έπρεπε να διδαχθούν την απαραίτητη πειθαρχία, για να παλέψουν για ένα κοινό σκοπό. Ο Κοντρεάνου ήταν αντίθετος στη μαζική στρατολόγηση και η Λεγεώνα κατάφερε να προσελκύσει μαθητές λυκείων και σπουδαστές εμπορικών και τεχνικών σχολών, ενώ οι απογοητευμένοι χωρικοί ήταν επιφυλακτικοί με τη Λεγεώνα. Σταδιακά οι πρασινοφορεμένοι Λεγεωνάριοι, απόκτησαν την εμπιστοσύνη των χωρικών, καθώς οι «εστίες» βρέθηκαν στο πλάι τους, έσκαβαν χαντάκια, επιδιόρθωναν φράχτες και σπίτια και βοηθούσαν στο θέρισμα. Το 1930 ο Capitanul, όπως τον προσφωνούσαν οι συναγωνιστές του, δημιούργησε τη «Σιδηρά Φρουρά», [«Garda de Fier»], την πολιτοφυλακή και μαχητικό τμήμα της Λεγεώνας.

Αντίθετα µε όσα φημολογούνταν εκείνη την εποχή η Λεγεώνα δεν είχε την άμεση ή έστω την έμμεση υποστήριξη του ναζιστικού κόμματος διότι οι Γερμανοί δεν εμπιστεύονταν τη μεγάλη κοινωνική της δυναμική. Είναι χαρακτηριστικό πως οι πρώτοι αξιόλογοι δεσμοί μεταξύ Λεγεώνας και Γερμανίας αναπτύχθηκαν μετά τον θάνατο του Κοντρεάνου και την φυγή πολλών λεγεωνάριων σε γερμανικό έδαφος. Οι ναζί προτιμούσαν να ελέγχουν την κατάσταση σε χώρες που κατακτούσαν ή, έστω, βρίσκονταν υπό την άμεση επιρροή τους, µέσω πειθήνιων συντηρητικών ή στρατιωτικών καθεστώτων. Στη περίπτωση της Ρουμανίας, αρχική επιλογή υπήρξε ο βασιλιάς Κάρολος ΙΙ ενώ στη συνέχεια, µε την ρήξη στις σχέσεις Αντονέσκου και Λεγεώνας, οι Γερμανοί εθνικοσοσιαλιστές στήριξαν ανεπιφύλακτα τον πρώτο έναντι των φασιστών της Λεγεώνος. Στόχος της Λεγεώνος, ήταν η πνευματική και ηθική αναγέννηση της Ρουμανίας εφαρμόζοντας το οικονομικό και πολιτικό της πρόγραμμα εκκαθαρίζοντας τη χώρα, με κάθε τρόπο, από το ξένο εθνικά, κυρίως το εβραϊκό, και θρησκευτικά στοιχείο όπου κι αν αυτό βρισκόταν.

Ο Κοντρεάνου θεωρεί μεσσιανική την αποστολή του Ρουμανικού έθνους και, στο σημείο αυτό, συμφωνεί σε σχεδόν απόλυτο βαθμό με τον Νικηφόρο Κράινικ [9] ότι:

«Ο τελικός σκοπός δεν είναι η ζωή. Αλλά η Ανάσταση. Η ανάσταση των εθνών στο όνομα του Σωτήρα Ιησού Χριστού. Η δημιουργία, ο πολιτισμός δεν είναι παρά το μέσο και όχι ο σκοπός όπως πιστευόταν, για να επιτευχθεί αυτή η ανάσταση. Είναι ο καρπός του ταλάντου που έσπειρε εντός του έθνους μας, ο Θεός, για το οποίο πρέπει να φέρουμε την ευθύνη. Θα έρθει μια εποχή, όπου όλα τα έθνη της γης, θα αναστηθούν με όλους τους νεκρούς τους, τους βασιλείς και τους αυτοκράτορες τους. Το κάθε έθνος θα έχει τη δική του θέση ενώπιον του θρόνου του Θεού. Αυτή η έσχατη στιγμή, “η ανάσταση εκ των νεκρών”, είναι ο υψηλότερος και ευγενέστερος σκοπός προς τον οποίο μπορεί να εργάζεται ένα έθνος. Το έθνος συνεπώς είναι μια οντότητα που επεκτείνει τη ζωή του και πέρα από τη γη. Τα έθνη αποτελούν πραγματικότητες και στον άλλον κόσμο, όχι μόνο σε αυτόν. 
Ο απόστολος Ιωάννης όταν περιέγραψε τι βλέπει πέρα από τη γη, λέει “καὶ ἡ πόλις οὐ χρείαν ἔχει τοῦ ἡλίου οὐδὲ τῆς σελήνης ἵνα φαίνωσιν αὐτῇ· ἡ γὰρ δόξα τοῦ Θεοῦ ἐφώτισεν αὐτήν, καὶ ὁ λύχνος αὐτῆς τὸ ἀρνίον. καὶ περιπατήσουσι τὰ ἔθνη διὰ τοῦ φωτὸς αὐτῆς, καὶ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς φέρουσι τὴν δόξαν καὶ τὴν τιμὴν αὐτῶν εἰς αὐτήν (Αποκ. 21, 23-24) ... Εμάς των Ρουμάνων, για το δικό μας έθνος, όπως και για κάθε έθνος της γης, ο Θεός επεφύλαξε μια αποστολή. Ο Θεός αποφάσισε για εμάς μια ιστορική μοίρα».

Το συνέδριο του Montreaux

Στις 10 Δεκεμβρίου 1933 [10] η κυβέρνηση του Ίον Ντούκα, με πρωτοστάτη τον υπουργό εξωτερικών Νικολάε Τιτουλέσκου, έθεσε τη Λεγεώνα εκτός νόμου με αφορμή τη δολοφονία του Ντούκα και ακολούθησαν μαζικές συλλήψεις ενώ οι Λεγεωνάριοι στέλνονταν στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Παρά τις προσπάθειες του πολιτικού συστήματος, ο Μότα, ο Κοντρεάνου και οι Λεγεωνάριοι αθωώθηκαν και μόνο οι εκτελεστές του Ντούκα καταδικάστηκαν. Η Λεγεώνα εκπροσωπήθηκε στην προσπάθεια να οργανωθούν τα εθνικιστικά κινήματα σε πανευρωπαϊκή βάση στο Συνέδριο του Montreaux τον Δεκέμβριο του 1934. Εκεί ο Mota ανέπτυξε την θέση ότι οι διεθνείς σχέσεις μεταξύ των κρατών δεν στηρίζονται σε νομικές αφαιρέσεις, αλλά στην βάση των κυρίαρχων πολιτικών πραγματικοτήτων, με άλλα λόγια διατύπωνε την θέση της realpolitik, της κατευθύνσεως δηλαδή, ενός κράτους προς αύξηση της ισχύος του σε διεθνές επίπεδο, ενίοτε με οποιοδήποτε μέσον. Πρότεινε επίσης, την ιδέα της δημιουργίας εθνικιστικών ομάδων σκέψεως προκειμένου να αποφευχθούν οι συγκρούσεις των ευρωπαϊκών εθνών εξαιτίας παλαιών αντιπαλοτήτων και στείρων διεκδικήσεων, ενώ πρότεινε την σταδιακή ενοποίηση των φασιστικών χωρών υπό την σκέπη της Ρώμης.

Επαγγελματική δράση

Παράλληλα με τη συνέχιση των διδακτορικών του σπουδών, ο Μότα άσκησε τη δικηγορία, αρχικά στην Τρανσυλβανία, στο Sibiu, Orăştie, Deva και, από το 1932, στο Βουκουρέστι, όπου μετακόμισε και εγκαταστάθηκε μόνιμα. Σταδιακά συγκεντρώθηκαν γύρω του νέοι διανοούμενοι, όπως ο Mihail Polihroniade, ο Alexandru Constant, ο Ion Victor Vojen, ο Vasile Christescu, ο Vladimir Dumitrescu, ο Radu Gyr, ο ζωγράφος Alexandru Bassarab, ο Virgil Ionescu και άλλα παλαιά στελέχη του, με τους οποίους δημιούργησε τον πολιτικό όμιλο Axa, ένα εργαστήριο μελέτης και συζητήσεως για ζητήματα του Εθνικιστικού κινήματος, ο οποίος εξέδιδε το ομώνυμο περιοδικό όπου ο Moţa δημοσίευε άρθρα του.

Τελευταία χρόνια

Ο Ion Moța διετέλεσε αντιπρόεδρος της πολιτικής εκφράσεως της Σιδηράς Φρουράς, δηλαδή του Κόμματος «Τα πάντα για την Πατρώα Γη» (Totul Pentru Tara). Από το 1934 έως το 1936, συνεισέφερε ως ανταποκριτής για την Welt-Dienst [World-Service], μια αντιεβραϊκή έκδοση που ιδρύθηκε από τον Ulrich Fleischhauer στην Ερφούρτη της Γερμανίας. Ο Fleischhauer πίστευε σθεναρά στην αλήθεια του αντισημιτικού φυλλαδίου προπαγάνδας, Τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών,, τα οποία μετέφρασε ο Μότα στη Ρουμανική γλώσσα, και εμφανίστηκε ως «ειδικός μάρτυρας» για τους εθνικιστές κατηγορούμενους στη Δίκη της Βέρνης. Το 1936 ανέλαβε εξ ολοκλήρου την έκδοση της Libertatea, του εντύπου που ως τότε εξέδιδε ο πατέρας του, και μετέφερε την έδρα της στο Βουκουρέστι.

Τον Μάρτιο του 1936 τελείωσε την προετοιμασία για την εκτύπωση βιβλίου, το οποίο εκδόθηκε την άνοιξη του 1936 στο Sibiu, με τίτλο:

  • «Ξύλινα Κρανία» («Μερικές εικόνες και μαρτυρίες από 13 χρόνια αναταραχής, αγώνες και νίκες, υποεντολές») [11],

όπου αντί για εισαγωγή, έγραψε μια «Αυτοβιογραφία», στην οποία θυμάται μια από τις πιο έντονες εμπειρίες ψυχής ενός μαχόμενου στρατού: την ταφή ενός συντρόφου που πέθανε στη μάχη. Γράφει:

«....Φαίνεται λοιπόν ότι εγώ και οι σύντροφοί μου είμαστε κάποιου είδους παράξενα πλάσματα με δύο ζωές, κάποιο είδος νεκρού που ανατράφηκε από ένα ηλιοβασίλεμα κόσμο για να φέρει το πνεύμα του φόβου στον σημερινό κόσμο. Αφήστε τους ανθρώπους του σήμερα να σταματήσουν την ανεμελιά και την ανεμελιά τους για μια στιγμή και να ακούσουν τους παράξενους θορύβους που ταράζουν τα ακατανόητα βάθη και θροΐζουν με τους ανέμους της νύχτας. Και αφήστε τους να ξέρουν: Ο κανόνας των νεκρών πλησιάζει, τρομερό!».

Λαϊκό Μέτωπο στην Ισπανία

Στις αρχές του 1935 γίνονται γνωστές οι αντιχριστιανικές θηριωδίες στην Ισπανία. Το ίδιο διάστημα η ιδέα της θυσίας εμφανιζόταν όλο και πιο συχνά στα γραπτά του Mota. Η λαξευμένη γραφή του γέμισε με το μυστικιστικό πάθος των φωτισμένων. Στις 17 Απριλίου 1935, έγραψε στον Μαθητικό Λόγο:

«Το πνεύμα της θυσίας είναι απαραίτητο. Όλοι έχουμε στη διάθεσή μας τον πιο τρομερό δυναμίτη, το πιο ακαταμάχητο όργανο μάχης, πιο δυνατό από τανκς και πολυβόλα: είναι η δική μας στάχτη». Την 1η Ιανουαρίου 1936 δημοσίευσε, στο ίδιο έντυπο, το άρθρο «Η θυσία είναι το μέτρο του χριστιανισμού μας»: «...Η θυσία που αποκαλύπτεται μέσα μας από αγάπη, από αγάπη για κάτι άλλο εκτός από την ανθρώπινη ύπαρξή μας, ο λόγος που μπορεί να περιέχει αυτή η θυσία, είναι το γεγονός που αφαιρεί από την ύπαρξή μας το καπέλο της αναισθησίας προς το θείο και, μεταμορφώνοντάς μας σε μια ζωντανή πληγή (του «ήλιου και αίματος», όπως θα έλεγε ο Puneune Racedu με τη Θεότητα). Η θυσία είναι έτσι η μέτρο του χριστιανισμού μας».

Πολιτικές συνθήκες στην Ισπανία

Το Φεβρουάριο του 1936, μετά τις εκλογές, το Λαϊκό Μέτωπο -στην πραγματικότητα το Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας- εξασφάλισε σχετική πλειοψηφία, η οποία του επέτρεψε να σχηματίσει κυβέρνηση. Έτσι, το όνειρο των κομμουνιστών να θέσουν την Ευρώπη σε πολιορκητικό κλοιό, με την Ισπανία στα δυτικά και τη Σοβιετική Ένωση στα ανατολικά, παίρνει σάρκα και οστά, προς ικανοποίηση των σκιωδών κυβερνώντων την Ευρωπαϊκή ήπειρο, των Ελευθεροτέκτονων. Η συμμετοχή και ο πρωταγωνιστικός τους ρόλος στα γεγονότα στην Ισπανία αναγνωρίζεται ακόμη και από τους ίδιους:

«....Η τρέχουσα κατάσταση είναι τόσο εξαιρετική και τραγική που αναγκαζόμαστε να σπάσουμε τη συνηθισμένη μας σιωπή. Ο Ισπανικός Τεκτονισμός είναι εντελώς, ολοκληρωτικά και απόλυτα στο πλευρό του Λαϊκού Μετώπου, στο πλευρό της νόμιμης κυβέρνησης και ενάντια στον φασισμό» [12].

Αποστολή στην Ισπανία

Η αποστολή του Μότα στην Ισπανία, ξεκίνησε με την έγκριση των Φρανθίσκο Φράνκο και Κοντρεάνου. Επικεφαλής της αποστολής τοποθετήθηκε ο στρατηγός Gheorghe (Zizi) Cantacuzino-Grănicerul, ήρωας του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και πρόεδρος του kόμματος «Όλοι για την Πατρίδα». Υπό τις διαταγές του ήταν οι συνιδρυτές της Λεγεώνας, ο Moţa, ο Gheorghe Clime και ο Nicolae Totu, ο Alexandru Cantacuzino, διοικητής του σώματος λεγεωνάριων «Buna Vestire», ο Vasile Marin, αρχηγός της Λεγεώνας στο Βουκουρέστι, ο Ion Dumitrescu-Borşa, Ρουμάνος ορθόδοξος ιερέας και ο νεαρός Λεγεωνάριος Bănică Dobre. Ως τότε οι Λεγεωνάριοι είχαν συναντήσει εκπροσώπους Ισπανών Φαλαγγιτών μόνο το 1934 τη συνάντηση στο Μοντρέ και στο Βουκουρέστι.

Το ταξίδι

Το βράδυ της 24 Νοεμβρίου 1936 ένα ενθουσιώδες πλήθος λεγεωνάριων με επικεφαλής τον ίδιο τον Κοντρεάνου συνωστίζεται στις αποβάθρες του σιδηροδρομικού σταθμού της πρωτεύουσας, Gării de Nord, για να κατευοδώσουν την ομάδα των Ρουμάνων εθελοντών πολεμιστών, που αναχωρεί για την Ισπανία. Το ταξίδι προβλέπεται μακρύ και κουραστικό μια που η εγκαθίδρυση στη Γαλλία κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου αποκλείει το συντομότερο δρόμο, μέσω Πυρηναίων. Έτσι ο δρόμος που αναγκαστικά επιλέγεται είναι σχεδόν διπλάσιος, κάπου 4.000 χιλιόμετρα μακρύς [13].

Στο τέλος Νοεμβρίου του 1936 η αποστολή πέρασε από το συνοριακό σημείο Ghica-Vodă [Bucovina] και με το τρένο μέσω Πολωνίας, Βερολίνου έφτασε στο λιμάνι του Αμβούργου απ' όπου ταξίδεψε στη Λισαβόνα της Πορτογαλίας, με το πλοίο «Monte Olivia» [14] όπου έφτασε στις 2 Δεκεμβρίου [15] και στο λιμάνι την υποδέχθηκε ο πρέσβης της εθνικιστικής Ισπανίας. Στις 4 Δεκεμβρίου αναχώρησαν για τη Σαλαμάνκα, όπου ήταν τότε το αρχηγείο του εθνικιστικού στρατού του στρατηγού Φράνκο, και εκεί τους υποδέχθηκε ο αρχηγός του πρωτοκόλλου του. Στην Ισπανία ήταν προγραμματισμένο να μείνουν περίπου δύο μήνες και στις αρχές Φεβρουαρίου να επιστρέψουν στην Ρουμανία. Στη Σόρια συνάντησε και στις 6 Δεκεμβρίου τίμησε με την παράδοση του σπαθιού της τιμής τον Jose Moscardo Ituarte ο οποίος μετά την πολιορκία του Alcázar του Τολέδο είχε προαχθεί σε στρατηγό και είχε τοποθετηθεί στη διοίκηση Μεραρχίας. Στα γραφεία της Ισπανικής Φάλαγγας ο στρατηγός Ricardo Villalba Rubio, καταξιωμένος υπερασπιστής του Alcázar του Τολέδο, μίλησε στους Φαλαγγίτες και τους Λεγεωνάριους και όλοι τραγούδησαν τους ύμνους των δύο κινημάτων, «Facing the Sun» και «Holy».

Ισπανική Λεγεώνα Ξένων

Άμεσα ο Moța σχημάτισε μια μονάδα Λεγεωνάριων για να πολεμήσουν τους κομμουνιστές και τους συνοδοιπόρους τους στη διάρκεια του πολέμου στο πλευρό των εθνικιστών του Χοσέ Αντόνιο Πρίμα ντε Ριβέρα. Αψηφώντας την εντολή του Codreanu να μην καταταγούν ως εθελοντές, καθώς οι δυνάμεις τους ήταν πιο χρήσιμες στη Ρουμανία ενόψει του επερχόμενων εκλογών, ο Μότα κατατάχθηκε στην Ισπανική Λεγεώνα των Ξένων, προσχωρώντας στην El Tercio, μια κορυφαία μονάδα των δυνάμεων του Φράνκο, ήδη πολύ γνωστή σε όλη την Ευρώπη. Στις 8 Δεκεμβρίου, οι Ρουμάνοι λεγεωνάριοι τοποθετήθηκαν στον 21ο λόχο του Tercio (Ισπανική Λεγεώνα Ξένων), ως απλοί στρατιώτες, αν και δικαιούνταν να λάβουν στρατιωτικούς βαθμούς ισοδύναμους με αυτούς της χώρας τους και να υπηρετήσουν στο επιτελείο συνταγματάρχη. Μόνο ο στρατηγός Ζίζι Καντακουζίνο αποχώρησε καθώς η προχωρημένη ηλικία του -τότε ήταν 67 ετών- δεν του επέτρεπε να συμμετάσχει στις μάχες. Μετά από ολιγοήμερη προετοιμασία, η ομάδα των επτά Ρουμάνων λεγεωνάριων βρέθηκε στο μέτωπο του πολέμου, εκεί στα περίχωρα της Μαδρίτης, την οποία ο Ιονέλ Μότα δεν θα είχε την ευκαιρία να κατακτήσει, αν και το ήθελε πολύ. Συμμετείχαν στις μάχες σε Boadilla del Monte, Las Rozas, Aravaca, Pozuelo, El Pradillo και τέλος στη Majadohonda.

Ο Ion Moţa εξέφραζε τον αποτροπιασμό του για τον τρόπο με τον οποίο εκδηλώθηκαν οι κομμουνιστές απέναντι στην Καθολική Εκκλησία: «Πυροβολούσαν με πολυβόλο την εικόνα του Χριστού». Στην ψυχή του, αυτό που συνέβαινε στην Ισπανία ήταν ένας πόλεμος μεταξύ των δυνάμεων του Παραδείσου και της Κολάσεως. Τα Χριστούγεννα, εκείνου του έτους, γράφει για τη Libertatatea, το άρθρο με τίτλο La nastearea lordui:

«....Ο κομμουνισμός είναι σαν εκείνο το κόκκινο θηρίο της Αποκαλύψεως, που σηκώνεται για να διώξει τον Χριστό από τον κόσμο. Το κόκκινο θηρίο αναμφίβολα θα ηττηθεί τελικά. Διότι την Εκκλησία που ίδρυσε ο Κύριος Ιησούς Χριστός δεν θα μπορέσει να την κατεβάσει ούτε από τις «πύλες της κόλασης». Και για αυτό, ας μην ξεφύγουμε από τη θυσία για την υπεράσπιση του Σταυρού! Μόνο αυτή η θυσία μπορεί να λυτρώσει, για τους απογόνους μας, τον Ιησού Χριστό, μόνο μέσω αυτής της θυσίας θα μπορέσουν να έχουν τον Χριστό ανάμεσά τους, τις ημέρες των Χριστουγέννων των επόμενων ετών, των επόμενων αιώνων».
Ιδεολογική αιτιολόγηση

Αιτιολογώντας την στάση του ο Μότα έγραψε μια σειρά από επιστολές και άρθρα, τα οποία εξηγούσαν ότι ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος ήταν μέρος του παγκόσμιου αγώνα για την υπεράσπιση του Χριστιανισμού και εναντίον του κομμουνισμού. Γράφει [16] στους συναγωνιστές του στην Ρουμανία εκφράζοντας τα ιδεώδη που τον οδήγησαν στο μέτωπο της Ισπανίας και τους γνωρίζει ότι αγωνίζεται για την πίστη του στο Θεό και το καθήκον του απέναντι στη λευκή φυλή:

«Αν ο Σταυρός πέσει στο έδαφος στην Ισπανία, τα θεμέλιά του θα κλονιστούν στη Ρουμανία. Αν ο κομμουνισμός κερδίσει εκεί σήμερα, θα μας επιτεθεί αύριο».
«..Την θυσία μας για την αγάπη μας στο Θεό, τι ευτυχία αν ξέραμε ότι τη μοιράζεστε μαζί μας, αντέχοντας γενναία τις δύσκολες μέρες και χωρίς να μην μας παίρνει από κάτω, γιατί αν όχι, θα ήταν σαν να ξεχνάμε το καθήκον μας στον Θεό και το καθήκον μας στη φυλή μας, της οποίας η τύχη εξαρτάται από την αποφασιστική μάχη που λαμβάνει χώρα σήμερα στην Ισπανία».

Το ηρωικό του τέλος

Ο Mota σκοτώθηκε στις 16:45' της 13ης Ιανουαρίου 1937, μαζί με τον Ρουμάνο λεγεωνάριο Vasile Marin, στην περιοχή της πόλεως Majadahonda κοντά στην Μαδρίτη, πολεμώντας στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Ο πρίγκιπας πρίγκιπας Alecu Cantacuzino γράφει για κείνη τη μέρα:

« ...Στις τρεις καταλαμβάνουμε μερικά μπροστινά χαρακώματα [...]. Ο Ionel Moţa είναι σκεπτικός και αρχίζει να γράφει, με μεγάλη βιασύνη, ένα γράμμα στον καπετάνιο (σ.σ. ο Πρίγκηπας εννοεί τον Κορνέλιου Κοντρεάνου). Ήταν σαν να φοβόταν ότι δεν θα προλάβαινε να το τελειώσει. Στις τρεις και μισή περίπου αρχίζουν να πέφτουν οι βολίδες γύρω μας και τρία τανκς εμφανίζονται, στην κορυφογραμμή ενός λόφου μπροστά, προχωρώντας στη σειρά προς τα χαρακώματα μας […]. Ο βομβαρδισμός κοπάζει για περίπου μισή ώρα και μετά αρχίζει πάλι [....]. Μας διέταξαν να ξαπλώσουμε στο έδαφος, στα χαρακώματα [....]. Ο Ionel Moţa μας φωνάζει: Αν είμαστε περικυκλωμένοι, κανείς δεν πέφτει αιχμάλωτος. Όλοι μαζί πεθαίνουμε! Αυτά είναι τα τελευταία λόγια που μας είπε. Για τελευταία φορά τους βλέπω ζωντανούς, δίπλα δίπλα: τον Ιονέλ με μέτωπο σαν συννεφιασμένο βουνό, και τον Μάριν με μαροκινό πρόσωπο -είχε αφήσει τα γένια του να μεγαλώσουν- και το βλέμμα του στράφηκε προς τις κρυψώνες της ψυχής του. Το βουητό γίνεται ιλιγγιώδες. Το στροβιλισμό από σφαίρες και σκάγια με ζαλίζει. Οι εκρήξεις οβίδων μας σκεπάζουν με χώμα [....]. Μια συντριπτική έκρηξη με αναγκάζει να κλείσω τα μάτια μου. 
Όταν τα ανοίγω, μια στιγμή αργότερα, το βλέμμα μου πέφτει ενάμιση μέτρο από μένα, σε ένα σώμα πεσμένο μπρούμυτα στο έδαφος. Γονατίζω και του σηκώνω το κεφάλι. Είναι ο Ionel Moţa [...] Ο Βασίλε Μαρίν βρίσκεται ένα μέτρο μακριά, με την πλάτη του στον τοίχο της τάφρου. Γυρίζω και φωνάζω στον Clime και τον πατέρα Dumitrescu, πάνω από το βρυχηθμό των σφαιρών και των οβίδων: Ο Ionel και ο Marin είναι νεκροί! Πάνω από το παλτό με πιτσιλιές από μη θρόμβο αίματος, το ρολόι του Ionel Moţa κρέμεται σε μια αλυσίδα, με ένα σπασμένο γυαλί. Σταμάτησε. Είναι πέντε παρά τέταρτο. Τα χρώματα της ρουμανικής σημαίας φαίνονται μέσα από το τρυπημένο και κουρελιασμένο παλτό του Ionel Moţa. Είναι η σημαία μας, στην οποία έγραφε: Λεγεώνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ ... την είχε πάρει για να την κουβαλήσει μαζί του, για να την βάλει στην άκρη της ξιφολόγχης όταν επιτεθήκαμε ή βαδίζαμε όταν κατακτούσαμε μια πόλη. Ελπίζαμε να μπούμε στη Μαδρίτη μαζί του. Ξεδιπλώνουν τη σημαία και την απλώνουν στο σώμα τους....».

Οι δύο νεκροί μεταφέρονται από τους συμπολεμιστές τους σε ένα μισογκρεμισμένο σπίτι λίγα μέτρα από τα χαρακώματα. Εκεί όλη τη νύχτα ο παπα Dumitrescu-Borsa τους συντροφεύει, προσευχόμενος για τις ψυχές τους. Την επόμενη ημέρα οι τρεις λεγεωνάριοι παρουσιάζονται στον Διοικητή της Ταξιαρχίας «Bandera». Αναφέρουν σχετικά με τα γεγονότα της χθεσινής ημέρας και ζητούν άδεια να συνοδεύσουν τους νεκρούς συντρόφους τους πίσω στο Τολέδο. Έτσι το απόγευμα της ίδιας ημέρας οι επιζήσαντες λεγεωνάριοι, Clime, Cantacuzino και ο παπάς Dumitrescu σκαρφαλώνουν στη καρότσα ενός φορτηγού και μαζί με τους δύο νεκρούς συντρόφους επιστρέφουν στο Τολέδο.

Απόδοση τιμών

Τα πτώματα των δύο Λεγεωνάριων μεταφέρθηκαν στο Τολέδο και ταριχεύθηκαν στο νεκροτομείο του νοσοκομείου «Doncellas Nobles» και στη συνέχεια εναποτέθηκαν σε παρεκκλήσι όπου έγινε η πρώτη κηδεία τους και τιμήθηκε η μνήμη τους με καθολική λειτουργία ενώ στη συνέχεια εκτέθηκαν σε δημόσιο προσκύνημα στην πλατεία Colegio de Doncellas παρουσία χιλιάδων λαού και των στρατιωτικών αρχών. Τα φέρετρα τους καλύφθηκαν με τη ρουμανική σημαία και ακούστηκε ο εθνικός ύμνος της Ρουμανίας. Με τηλεγράφημα προς τον Cantacuzino, ο Francisco de Asís Serrat y Bonastre, υπουργός Εξωτερικών του Φράνκο, αναφέρθηκε με υμνητικά λόγια στην Λεγεώνα, δηλώνοντας: «η Σιδηρά Φρουρά θα είναι η αιώνια δαντέλα που ενώνει τα δύο λατινικά έθνη μας, κόρες της αθάνατης Ρώμης». Οι εκπρόσωποι της Ισπανικής Φάλαγγας τίμησαν με κάθε πρόσφορο τρόπο τη θυσία των Λεγεωναρίων και ανέφεραν ότι αυτή:

«....συνδέει ακόμη περισσότερο τους δεσμούς στενής φιλίας και ευγενικής συμπάθειας που μας ενώνουν με τον ευγενή λαό της Ρουμανίας, από τον οποίο η υπόθεση της σωτηρίας της Ισπανίας λαμβάνει συνεχώς τόσες πολλές βεβαιώσεις ηθικής αλληλεγγύης».

Νεκρικό ταξίδι επιστροφής

Αντίθετα με τον Αδόλφο Χίτλερ και τον Μπενίτο Μουσολίνι που αδιαφόρησαν για την μοίρα των δικών τους νεκρών εθελοντών στην Ισπανία, ο Κοντρεάνου επέδειξε εξαιρετικό ενδιαφέρον να επαναπατρίσει τα λείψανα των Μότα και Marin. Έστειλε τον στρατηγό Gheorghe Cantacuzino-Grănicerul να φροντίσει τα διαδικαστικά της επιστροφής των σορών τους, συγκέντρωσε χρήματα για την επιστροφή τους και οργάνωσε ταφικό ταξίδι με τρένο για την επιστροφή των λειψάνων του Moţa και του Marin στην πατρίδα τους. Ο Μουσολίνι πρότεινε να επαναπατριστούν τα λείψανα μέσω θαλάσσης, από το Κάντιθ στη Γένοβα και στη συνέχεια με τρένο στη Ρουμανία, προκειμένου να μην δημιουργηθούν ζητήματα στη διέλευση τους από τη Γαλλία.

Οι δύο σοροί αναχώρησαν από την Ισπανία με στρατιωτικές τιμές, διέσχισαν με τρένο τη Γαλλία -αυτή τη φορά η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου υπό τον Leon Blum χορήγησε βίζα διελεύσεως στους νεκρούς χάρη στη βοήθεια του Ρουμάνου πρέσβη στην Ισπανία, Jean Theodor Florescu, που μεσολάβησε στις γαλλικές αρχές- το Βέλγιο, τη Γερμανία -όπου διοργανώθηκαν επίσημες τελετές μνήμης στο Βερολίνο στις οποίες οι S.A., τα S.S., Ιταλοί Φασίστες και Φαλαγγίτες τίμησαν τις σορούς και την Πολωνία. Οι σοροί των νεκρών εισήλθαν στην πατρίδα τους από το ίδιο τελωνείο από το οποίο αναχώρησαν: την Ghica Vodă.

Νεκρώσιμη ακολουθία

Αν και επιθυμία των Ρουμανικών αρχών ήταν το τρένο να διέρχεται γρήγορα και απαρατήρητα αλλά και η ταφή των νεκρών να γίνει διακριτικά, η νεκρική πομπή κατευθύνθηκε στην πρωτεύουσα της Ρουμανίας ακολουθώντας μια μακρά κυκλική διαδρομή. Διέσχισε όλες τις ιστορικές επαρχίες της χώρας: Bucovina (Cernăuţi), Μολδαβία (σταματώντας στο Roman), Transylvania (με τελετές στο Cluj, Orăştie -τη γενέτειρα του Ionel Moţa, Oltenia και Muntenia, στις πόλεις Râmnicu Vâlcea, Slatina και Pitesti. Στις 13 Φεβρουαρίου, ακριβώς ένα μήνα μετά τον θάνατο τους, το νεκρικό τρένο φτάνει στο Βουκουρέστι.

Οι κηδείες [17] των δύο νεκρών λεγεωνάριων έγιναν την ίδια μέρα, με μια τεράστια και πειθαρχημένη πομπή, στην οποία συμμετείχαν Υπουργοί της ναζιστικής Γερμανίας, της φασιστικής Ιταλίας και της Ισπανίας του Francisco Franco, εκπρόσωποι της φασιστικής Πορτογαλίας, Ιαπωνίας και εκπρόσωποι της Πολωνικής Πατριωτικής Νεολαίας. Γράφει ο Dumitru Banea, λεγεωνάριος διοικητής, για τα γεγονότα στο Βουκουρέστι εκείνες τις μέρες:

«Το τρένο φτάνει στο Βουκουρέστι όπου ένα τεράστιο πλήθος περιμένει τα φέρετρα των δύο αγαπημένων συντρόφων. Μεταφέρονται στον Ιερό Ναό {....} από όπου γίνεται η πομπή, μετά τη θρησκευτική λειτουργία που τέλεσαν δύο μητροπολίτες και ένας επίσκοπος. {....} Αυτή η εκδήλωση, που δεν έχει ξαναδεί στη Ρουμανία, με σιδερένια πειθαρχία, με πρωτοφανή τάξη και ομορφιά, έδειξε στο Βουκουρέστι και σε ολόκληρη τη χώρα τη δύναμη του κινήματός μας, αλλά και την αποφασιστικότητα των εχθρών να μας καταστρέψουν. Τη νεκροφόρα έσυραν 80 αρχηγοί του Κινήματος, φορώντας πράσινα πουκάμισα. Ο καπετάνιος, οι οικογένειες των νεκρών, η γερουσία των λεγεωνάριων και οι βαθμίδες των λεγεωνάριων ακολούθησαν την πομπή, μερικές εκατοντάδες ιερείς, μετά οι φοιτητές και τέλος [απλοί] λεγεωνάριοι και συμπαθούντες. Οι λεγεωνάριοι μαθητές είχαν παραταχθεί και στις δύο πλευρές του δρόμου. Στη θέα αυτής της εκδήλωσης, οι άνθρωποι κοιτούσαν με ακάλυπτα τα κεφάλια, άλλοι με χαρά, άλλοι τρομοκρατημένοι από τη δύναμη του Κινήματος».

Ο καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης, Φραντίσκο Βέιγκα κατέγραψε:

«....Η πομπή διέσχιζε το κέντρο της πόλης, με έναν γιγάντιο [ζωντανό] σταυρό στο κεφάλι, σχηματισμένο από λεγεωνάριους με στολή και τετρακόσιους ιερείς να ψάλλουν ψαλμούς. Αρκετές εκατοντάδες χωρικοί ήταν παρόντες και, ανάμεσά τους, οι Τρανσυλβανοί έπαιξαν νεκρικές συγχορδίες, θλιμμένες και βαθιές. Υπήρχαν επίσης διπλωματικοί εκπρόσωποι των κρατών και ολοκληρωτικών κομμάτων, ακόμη και στρατιώτες της Βασιλικής Φρουράς [να διευκρινιστεί εδώ πως ένα μέλος του Βασιλικού Οίκου, ο πρίγκιπας Νικόλαος, συμπαθούσε τους Λεγεωνάριους]. Η νεκρώσιμος ακολουθία, μήκους τεσσάρων χιλιομέτρων, παρέλυσε την κυκλοφορία της πρωτεύουσας, πάνω από την οποία έπεφτε πυκνή χιονόπτωση. Το στυλ της Λεγεώνας είχε εισβάλει στους δρόμους.....».

Οι δυο επιφανείς νεκροί ανακηρύχθηκαν ήρωες του Κινήματος των Λεγεωνάριων και κηδεύτηκαν στο «Casa Verde» στο αρχηγείο του Κινήματος των Λεγεωνάριων.

Μνήμη Ion Mota

Ο Mota επέλεξε να ακολουθήσει τα χνάρια του Ιησού Χριστού, ώστε, μέσω του θανάτου του, να επιτύχει την ανάσταση του ρουμανικού λαού. Μεταξύ των επιστολών που εμπιστεύτηκε ο Mota στον καθηγητή Nae Ionescu, υπήρχε μια που είχε αποδέκτη τον Corneliu Zelea Codreanu όπου εξέφραζε τον βαθύ θαυμασμό του για τον Capitanul (σ.σ. ο συντάκτης εννοεί τον Κοντρεάνου): ««Είμαι χαρούμενος και πεθαίνω χαρούμενος με αυτήν την ευεργεσία, που είχα την ευκαιρία να ανταποκριθώ στο κάλεσμα σου, να σε καταλάβω και να σταθώ δίπλα σου Γιατί εσύ είσαι ο Capitanul»». Η επιστολή τελειώνει με μια προτροπή: «...Κορνήλιε, κάνε τη χώρα μας μια χώρα όμορφη σαν τον ήλιο, δυνατή και υπάκουη στον Θεό!». Από το 1945 η σύζυγος του Iridenta, η αδελφή του Κοντρεάνου, φυλακίστηκε και κρατήθηκε σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως με τα δύο παιδιά τους, τη Gabriela και τον Mihai.

Στην επέτειο των θανάτων του Moța και του Marin, στις 13 Ιανουαρίου 1938, ο Codreanu δημιούργησε ένα ειδικό τάγμα στις τάξεις των Legionary units: το σώμα Moța-Marin υπό τη διεύθυνση του Alexandru Cantacuzino. Τα μέλη αυτού του επίλεκτου σώματος είχαν ως σύνθημά τους το: «Έτοιμοι να πεθάνουμε» (Ready to Die). Μετά την αποφυλάκιση του, το 1938 ο εθνικιστής Ρουμάνος διανοούμενος Μίρτσεα Ελιάντε παρουσίασε το θεατρικό έργο «Ιφιγένεια», που περιέχει αυτούσιες φράσεις και παραγράφους από τα άρθρα που αφιέρωσε στους νεκρούς Λεγεωνάριους, οι οποίοι θυσιάστηκαν στον Ισπανικό Εμφύλιο. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, μια ομάδα λεγεωνάριων που διαβιούσαν στην εξορία ανέλαβε την πρωτοβουλία να υψώσει έναν σταυρό στο μέρος όπου πέθαναν ο Ion Moța και ο Vasile Marin.

Στις 13 Σεπτεμβρίου 1970 στο σημείο όπου σκοτώθηκαν οι δύο σύντροφοι μάχης (οι λεγεωνάριοι αυτοαποκαλούνταν «σύντροφοι»), αναγέρθηκε ένα μνημειώδες μαυσωλείο, όπου κάθε χρόνο στις 13 Ιανουαρίου γίνεται τελετή μνήμης. Το μνημείο βρίσκεται σε άκρο της πόλης Majadahonda, κοντά στο Κεντρικό Νεκροταφείο σε έκταση που ανήκει σε ιδιώτες οι οποίοι το αγόρασαν ακριβώς γι' αυτό το σκοπό. Στις 29 Σεπτεμβρίου 2015, το Δημοτικό Συμβούλιο της Majadahonda αποφάσισε να κατεδαφίσει το Μνημείο μετά από πρόταση που έγινε από τους εκπροσώπους του P.S.O.E. (Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα). Οι τοπικοί εκπρόσωποι του Λαϊκού Κόμματος, που κατείχαν την εξουσία, αν και αποτελούν την πλειοψηφία στη σύνθεση του Δημοτικού Συμβουλίου, αποφάσισαν να απέχουν από την ψηφοφορία και η πρόταση εγκρίθηκε με τις ψήφους των παρατάξεων της αριστεράς. Η πρόταση ψηφίστηκε στο πλαίσιο του νόμου Ley de la Memoria Historica, και η Ισπανική αριστερά υποστηρίζει ότι το μνημείο, αν και βρίσκεται σε ιδιωτική γη, είναι δημόσιας προσβάσεως και χρησιμεύει ως τόπος προσκυνήματος και ετήσιας μνήμης για τους Ρουμάνους και Ισπανούς εθνικιστές [18].

Διαβάστε τα λήμματα

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Το Orastie είναι μικρή ρουμανική πόλη στην περιοχή της Hunedoara, που βρίσκεται κοντά στη Sarmisegetuza και την Gradistea, τα δύο φρούρια που μου θυμίζουν, το ένα τον ηρωισμό των Δακών, το άλλο το ρουμανικό μεγαλείο. Η πόλη έγινε γνωστή από τον αγώνα της Τρανσυλβανικής ακτιβιστικής νεολαίας κατά την εποχή που η Ρουμανία ανήκε στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία.]
  2. [Η ανάγκη για ριζοσπαστικό εθνικισμό Άρθρο του Μότα, Περιοδικό «Dacia Nouă», 20 Νοεμβρίου 1923]
  3. [Σύμφωνα με όσα έγραψε ο ίδιος ο Κοντρεάνου, στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν απάντησε, «.. - Ναι τα περίστροφα είναι δικά μας. Σκοπεύαμε να εκτελέσουμε τους υπουργούς, τους Ραββίνους και τους Εβραίους μεγαλοτραπεζίτες». Αμέσως άρχισα να τους ονομάζω με πρώτο και καλύτερο τον Αλεξάντρου Κωσταντινέσκου και τελειώνοντας με τους Εβραίους Μπλάνκ Φίντελρμαν, Μπερκοβίτσι, Χόνιγκμαν όλοι οι παρευρισκόμενοι γούρλωσαν τα μάτια παρασυρμένοι από την φρίκη. Από την στάση τους κατάλαβα πως οι άλλοι σύντροφοι πού είχαν ανακριθεί πριν από μένα είχαν αρνηθεί. «- Και για ποιο λόγο κύριε θέλατε να τους εκτελέσετε;» «- Τους πρώτους γιατί πούλησαν την χώρα τους. Τους δεύτερους επειδή είναι εχθροί και διαφθορείς». «- Και δεν μετανιώσατε;» «- Δεν μετανιώσαμε... αν εμείς πέσουμε, μικρό το κακό- πίσω μας είναι χιλιάδες πού έχουν την ίδια γνώμη με μας..»]
  4. [Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Κοντρεάνου, «...μ' έβαλαν να υπογράψω την κατάθεση που είχα συντάξει με τα ίδια μου τα χέρια. Την υπέγραφα. Τέλος όμως πρόσθεσα πως η ημερομηνία δράσεως δεν είχε καθορισθεί, είχαμε συλληφθεί την ώρα της συζητήσεως. Τότε οι ανακριτές με σταμάτησαν επισημαίνοντας συνεχώς περισσότερο να διαγράψω αυτή την διευκρίνηση. Μόνο αργότερα κατάλαβα γιατί επέμεναν τόσο. Η τελευταία αυτή διευκρίνηση κατέστρεψε από νομικής πλευράς ολόκληρο το οικοδόμημα της κατηγορίας και αποτελούσε την γραμμή της υπερασπίσεώς μας.
    Μια συνομωσία έχει ανάγκη από τέσσερα στοιχεία.
    1 - Μια οργάνωση που αποβλέπει σ' αυτόν τον σκοπό.
    2 - Την επισήμανση των θυμάτων.
    3 - Την συλλογή των όπλων.
    4 - Καθορισμός του χρόνου δράσεως.
    Εμείς όμως δεν είχαμε καθορίσει την στιγμή, ήμασταν ακόμη στην φάση του σχεδιασμού. Το σημείο αυτό είχε κεφαλαιώδη σημασία γιατί μέχρι την στιγμή της δράσεως θα μπορούσαμε να αρρωστήσουμε, ή να έχουν πεθάνει τα άτομα που είχαμε επισημάνει, ή να έπεφτε η κυβέρνηση κ.λ.π. Ολόκληρη η γραμμή της υπερασπίσεώς μας βασιζόταν στο σημείο αυτό....]
  5. [Απόσπασμα από την Ιδρυτική ανακοίνωση που εκδόθηκε στο όνομα του Κοντρεάνου: «...Σήμερα στις 27 Ιουνίου 1927 στις 10 το βράδυ ιδρύεται υπό την ηγεσία μου η «Λεγεώνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ». Όποιος πιστεύει δίχως ιδιοτέλεια, ας ενωθεί με τις τάξεις μας. Όποιος αμφιβάλλει, ας μείνει στην άκρη...».]
  6. [Corneliu Zelea Codreanu, «Pentru Legionari mei, Editura Libertatea», Madrid 1976, σελίδα 199η.]
  7. Ιούλιος Έβολα αναφέρει την πρωταρχική σημασία που είχαν η νηστεία και η προσευχή για του Λεγεωνάριους «..Με την προσευχή καταλαβαίνει την εσωτερική ηρεμία και την συγκέντρωση των ενεργειών..».]
  8. [Eugen Lovinescu, «Istoria civilizației române moderne», («Η ιστορία του σύγχρονου ρουμανικού πολιτισμού», «Editura Minerva», 1927, σελίδα 8η.]
  9. [Ο Νικηφόρος Κράινικ, Ρουμάνος θεολόγος και λογοτέχνης γεννήθηκε το 1889 και πέθανε το 1972. Υπήρξε ο θεμελιωτής του Ρουμανικού μεταφυσικού εθνικισμού. Ανήκε πολιτικά στην άκρα δεξιά και πίστευε ακράδαντα στο μέλλον του έθνους-κράτους, στην εθνική καθαρότητα που πρέπει να διαθέτει ένα ισχυρό κράτος και κυρίως στη μεσσιανική αποστολή του ρουμανικού έθνους. Βαθιά επηρεασμένος από την κίνηση των Σλαβοφίλων θεωρούσε ότι το ρουμανικό έθνος έχει μία ιδιαίτερη θεία αποστολή, αντίληψη την οποία υιοθέτησε και πρόβαλε ιδιαίτερα η Λεγεώνα.]
  10. [Περιοδικό «Λαβύρινθος», τεύχος 29ο, σελίδα 26η.]
  11. [Εκδοτικός Οίκος «Totul pentru Ţara»]
  12. [Εφημερίδα ABC, Μαδρίτη, 20 Οκτωβρίου 1936.]
  13. [Αναφορά στη Σιδηρά Φρουρά. Θεόδωρος Μανιάτης, storiacontroversa.blogspot.com]
  14. [Η διαδρομή αυτή επιλέχθηκε καθώς η Γαλλική κυβέρνηση Λαϊκού Μετώπου υπό τον Leon Blum αρνήθηκε στη ρουμανική αντιπροσωπεία τη δυνατότητα να διέλθει μέσω Γαλλίας.]
  15. [Επιστολή του Ιονέλ Μότα στους γονείς του.]
  16. [Diario de la Carcel]
  17. [Înmormântarea lui Moța și Marin]
  18. [Primăria Majadahonda a decis demolarea Monumentului Moţa-Marin]