Θεόφιλος Καΐρης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Θεόφιλος Καΐρης, Έλληνας ιερωμένος, που το κοσμικό του όνομα ήταν Θωμάς, αγωνιστής της Επαναστάσεως του 1821, από τα πρώτα επιφανή μέλη της Φιλικής Εταιρείας, κορυφαίος διδάσκαλος του Γένους, διαφωτιστής, φιλόσοφος και πολιτικός, εισηγητής του «θεοφοβισμού», γεννήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1784 στη Χώρα της Άνδρου και πέθανε στις 9 ή σύμφωνα με άλλη πηγή στις 13 Ιανουαρίου 1853 στις φυλακές της Σύρου [1], από σηψαιμία, σύμφωνα με την ιατρική βεβαίωση του θανάτου του. Τάφηκε στο λοιμοκαθαρτήριο, στα Λαζαρέτα της Σύρου.

Θεόφιλος Καΐρης

Βιογραφία

Οι πρόγονοι του Καΐρη κατοικούσαν στην Άνδρο κι ήταν μια από τις αρχαιότερες οικογένειες του νησιού. Πατέρας του ήταν ο πρόκριτος του νησιού Νικολάκης Τωμάζου Καΐρης και μητέρα του η Ασημίνα Καμπανάκη. Το βαπτιστικό του όνομα ήταν Θωμάς και το άλλαξε σε Θεόφιλος όταν εκάρη μοναχός σε ηλικία δεκαοκτώ ετών. Ο Θωμάς είχε είχε τρεις αδελφούς, τον Ευγένιο, αρχιμανδρίτη στην Τεργέστη και εφημέριο της Ελληνικής παροικίας, τον Ιωάσαφ επίσης μοναχό, ο οποίος συνόδευσε τον Θεόφιλο σε όλα τα ταξίδια και τις περιπέτειες της ζωής του και τον Δημήτριο, που ήταν δεκαπέντε έτη νεότερος του Θωμά, διακρίθηκε στο εμπόριο και κατόπιν δώρησε σημαντικά ποσά για την ανέγερση του ορφανοτροφείου τού αδελφού του. Είχε επίσης, τρεις αδελφές, την Μαρία, την Λασκαρώ και την Ευανθία, που την αποκάλεσαν «την πρώτην σοφήν Ελληνίδα των νεωτέρων χρόνων», που ήταν είκοσι έτη νεότερη του και την ανέθρεψε ο Θωμάς.

Σπουδές

Ο Θεόφιλος παρακολούθησε τα πρώτα μαθήματα κοντά στον ιεροδιάκονο Ιάκωβο, στην σχολή του Κάτω Κάστρου της Άνδρου, όμως το 1794, μετά τον θάνατο του πατέρα του πήγε στις Κυδωνίες (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας, κοντά στον Σωφρόνιο Καμπανάκη, νονό του και εφημέριο στον ναό του Αγίου Γεωργίου Κυδωνιών, ο οποίος ήταν αδελφός της μητέρας του. Εκεί μετά το 1802, φοίτησε στο «Ελληνομουσείον»΄΄ ή αλλι­ώς ΄΄«Ακαδηµία Κυδωνιών»΄΄, ενώ εργάζονταν σε βοηθητικές υπηρεσίες στο σπίτι του Χατζή Διαμαντή, γαμπρού του Γρηγορίου Σαράφη, καθηγητή της σχολής. Στη σχολή διδάχθηκε Φιλολογία και Φιλοσοφία από τον Γρηγόριο Σαράφη και Μαθηματικά και Φυσικές επιστήμες από τον Βενιαμίν το Λέσβιο. Ακολουθώντας τον Γρηγόριο Σαράφη, συνέχισε τις σπουδές του στην «Πατμιάδα Σχολή», όπου είχε καθηγητή τον Δανιήλ Κεραμέα, ενώ μαθήτευσε επίσης, στη «Σχολή» της Χίου, με καθηγητές τον Αθανάσιο Πάριο και το Δωρόθεο Πρώιο.

Στα δεκαοκτώ του χρόνια εκάρη μοναχός και το 1801 χειροτονήθηκε διάκονος. Το 1803 με έξοδα του θείου του εγκαταστάθηκε στην Ελβετία, όπου μελέτησε την οργάνωση των διδακτηρίων του μεγάλου παιδαγωγού Πεσταλότσι, ενώ από το 1803 έως το 1807 σπούδασε Φιλοσοφία και Φυσικομαθηματικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Πίζας, στην Ιταλία και παρακολούθησε μαθήματα Φυσιολογίας στην Ιατρική σχολή τού Πανεπιστημίου με συμφοιτητή τον Ιωάννη Κωλέττη. Στη συνέχεια ταξίδεψε στο Παρίσι, όπου αφοσιώθηκε σε φιλοσοφικές μελέτες και γνώρισε τον Αδαμάντιο Κοραή με τον οποίον έγιναν στενοί φίλοι σε βαθμό που ο Κοραής έγραψε για τον Καΐρη, «...Δύσκολον να εύρη τις εις άλλον τόσην ψυχής απλότητα με τόσον υπέρ τού κοινού καλού ζήλον ηνωμένην. Μ’ εζήτησε πολλάκις, ελθών επίτηδες, συμβουλάς περι των μέσων τού να επιταχύνη την εις τα καλά πρόοδον τού Έθνους...». Ολοκληρώνοντας τις σπουδές του ο Θεόφιλος γνώριζε αρχαία ελληνικά, λατινικά, ιταλικά, γαλλικά, γερμανικά και αγγλικά. Έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Αρχαιολογία, ασχολήθηκε με τη Βοτανολογία και καταχώρησε σε καταλόγους πολλά τοπικά φυτά καταγράφοντας τις φαρμακευτικές τους ιδιότητες.

Επιστροφή στην Ελλάδα

Το 1808, όταν ο Θεόφιλος βρίσκονταν στο Παρίσι, οι κάτοικοι του Αϊβαλιού του ζήτησαν να αντικαταστήσει τον Βενιαμίν τον Λέσβιο, που επιθυμούσε να αποχωρήσει για λόγους υγείας, στη διεύθυνση της σχολής, όμως δεν αποδέχθηκε την πρόσκληση, η οποία επαναλήφθηκε τον Ιούλιο του 1810, και για το λόγο αυτό αποφάσισε να επιστρέψει στη Μικρά Ασία. Ταυτόχρονα ίδια πρόσκληση πήρε και από την «Ευαγγελική Σχολή» της Σμύρνης, ενώ με επιστολή τους προς τον Σωφρόνιο Καμπανάκη και τους διδασκάλους των Κυδωνιών, οι καθηγητές της Ευαγγελικής Σχολής, τους παρακαλούσαν να πείσουν τον Καΐρη να πάει στην Σμύρνη, όπου και εγκαταστάθηκε ο Καΐρης, αφού ο Βενιαμίν ο Λέσβιος αποφάσισε να διδάξει για μία ακόμη τριετία. Στο τέλος του 1811 επέστρεψε στις Κυδωνίες, καθώς δεν τηρήθηκε η συμφωνία από τους αρμόδιους της Ευαγγελικής Σχολής, όπου δίδαξε Φυσική και Μαθηματικά, όμως αποχώρησε το 1812 και αφού είχαν προηγηθεί προστριβές μεταξύ του Γρηγορίου Σαράφη και του Βενιαμίν του Λέσβιου. Το 1814 ο Θεόφιλος επέστρεψε στο Αϊβαλί και έως την κήρυξη της επαναστάσεως του 1821, δίδαξε στη Σχολή και παρουσίασε σημαντικό έργο, καθώς δημιούργησε και με τη βοήθεια του Αδαμάντιου Κοραή, εμπλούτισε τη βιβλιοθήκη της Ακαδημίας με ελληνικά και ξένα συγγράμματα. Παράλληλα εφοδίασε τη Σχολή με όργανα Φυσικής, Χημείας, Αστρονομίας και Γεωγραφίας, μετατρέποντας την σε πόλο έλξεως μαθητών από όλη την Ανατολή. Ακολουθώντας τη συμβουλή του Κοραή, διατήρησε επικοινωνία και αλληλογραφία με τον Νεόφυτο Βάμβα, τον Κούμαν και τον Άνθιμο Γαζή, που ήταν ο εκδότης του περιοδικού «Ερμής Λόγιος».

Το 1818, έστειλε στο Παρίσι τον μαθητή του Κωνσταντίνο Τόμπρα, ο οποίος σπούδασε εκεί δύο χρόνια, κοντά στον Φιρμίν Ντιντότ, και ο Τόμπρας επιστρέφοντας έφερε μαζί του πιεστήριο και Ελληνικά τυπογραφικά στοιχεία, με τα οποία ίδρυσε το «Τυπογραφείον» της «Σχολής» των Κυδωνιέων. Το 1820 εκδήλωσε την πρόθεση να παραιτηθεί από τη διδασκαλία στην Σχολή και να μεταβεί στην Άνδρο. Τότε ο μετέπειτα αντίπαλος του, ο Κωνσταντίνος Οικονόμος, έγραψε, «...Η αναχώρησίς σου ερημώνει το σχολείον... Η καθέδρα σου, χωρίς διάδοχον θέλει βλέπεσθαι ως έρημον της ιεράς σοφίας χρηστήριον... Οι φίλοι τής παιδείας των ομογενών θέλουν κλαύσει· οι εχθροί θέλουν επιχαρή· οι αλλόφυλοι θέλουν μας καταφρονήσει· και συ αύτος θέλεις έχει προ οφθαλμόν αείποτε τας λυπηράς ταύτας εικόνας...». Ανάλογα επαινετικά, ήταν τα λόγια του Κωνσταντίνου Βαρδαλάχου, δασκάλου της «Σχολής» της Χίου, ενώ ο δε Θεόκλητος Φαρμακίδης, εισηγητής τού αυτοκέφαλου της Εκκλησίας της Ελλάδος, έγραψε, «..Εις το σχολείον των Κυδωνιών είχα την τύχην και εγώ να σπουδάσω προς καιρόν, αφ' ου ανεχώρησα εις Ιταλίαν λυπούμαι ότι δεν έτυχε να σε γνωρίσω προσωπικώς· την φήμην άκουσα· παρά πολλών εβεβαιώθην τόσον περί της προκοπής σου όσον και περί της αρετής σου...».

Ο γνωστός φιλέλληνας Φιρμίν Ντιντότ, μετέπειτα περίφημος τυπογράφος, πήγε στις Κυδωνίες, να φοιτήσει στην «Σχολή Καΐρη», στον οποίο εισηγήθηκε να υιοθετηθεί η αρχαία ελληνική γλώσσα, στον γραπτό και στον προφορικό λόγο. Η πρόταση του υιοθετήθηκα από τον Καΐρη και οι μαθητές τής «Σχολής» άρχισαν να αλλάζουν τα χριστιανικά τους ονόματα σε αρχαία ελληνικά, ο Σαμουήλ ονομάστηκε Νικίας, ο Ιωάννης ονομάστηκε Περικλής, ο Δημήτριος ονομάστηκε Θεμιστοκλής και ούτω καθ΄εξής. Με την έκρηξη της Επαναστάσεως του 1821, η σχολή έκλεισε, καθώς οι Τούρκοι επιτέθηκαν στην πόλη των Κυδωνιών, την οποία κατέλαβαν και πυρπόλησαν. Ο Κωνσταντίνος Τόμπρας κατέφυγε στο Ναύπλιο όπου μετέφερε τα τυπογραφικά μηχανήματα και επανίδρυσε το τυπογραφείο.

Συμμετοχή στην Επανάσταση του 1821

Το 1819 ο Θεόφιλος μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Αριστείδη Παππά και συμμετείχε ενεργά στην επανάσταση του 1821, ενώ αυτός κήρυξε την εξέγερση στην Άνδρο στις 10 Μαΐου 1821, μέσα στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και στη συνέχεια έφυγε για την Πελοπόννησο. Συμμετείχε σε μάχες και στρατιωτικές επιχειρήσεις κι έφτασε μέχρι τον Όλυμπο, όπου τραυματίστηκε στη μάχη, όταν δέχθηκε τρεις σφαίρες, η μία στην κνήμη που του προκάλεσε χρόνιο έλκος και τον ταλαιπωρούσε έκτοτε ως το τέλος της ζωής του.

Παρακολούθησε ως παρατηρητής τις εργασίες της Α' Εθνοσυνελεύσεως στην Επίδαυρο, από τις 20 Δεκεμβρίου 1821 έως τις 15 Ιανουαρίου 1822, επειδή δεν εκπροσωπούνταν οι Κυκλάδες, ενώ στη Β' Εθνοσυνέλευση του Άστρους, από τις 29 Μαρτίου έως τις 27 Απριλίου 1823, ήταν εκ των συντακτών του πολιτεύματος και το Μάιο του ίδιου χρόνου, έγινε μέλος επιτροπής για την επεξεργασία και διόρθωση των «εγκληματικών νόμων» και του «οργανισμού των δικαστηρίων». Το 1824, όταν ξέσπασε η επιδημία τύφου στο Ναύπλιο, βοήθησε τους κατοίκους με κάθε πρόσφορο τρόπο και τον Απρίλιο του 1824 υπέβαλε παραίτηση από το αξίωμα του βουλευτή για λόγους υγείας. Το Σεπτέμβριο του 1824 επέστρεψε στην Πελοπόννησο ως παραστάτης Άνδρου για τη Γ' Βουλευτική Περίοδο και ανέλαβε προσωρινά την προεδρία του Βουλευτικού Σώματος, ενώ τον Οκτώβριο συμμετείχε σε επιτροπή για τη σύνταξη οργανισμού των επαρχιακών σχολείων. Στα 1826 εξελέγη πληρεξούσιος Άνδρου για τη Γ' Εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο, από τις 6 έως τις 16 Απριλίου 1826, όμως δεν συμμετείχε, επειδή διατελούσε μέλος του Βουλευτικού Σώματος. Επιλέχθηκε ομόφωνα να καλωσορίσει, με την εκφώνηση λόγου στις 11 Ιανουαρίου 1828, τον Ιωάννη Καποδίστρια στην τελετή της υποδοχής του στην Αίγινα, πράξη που ήταν και η τελευταία πολιτική του εμφάνιση.

Μετεπαναστατικά

Ο Θεόφιλος αρνήθηκε την πρόσκληση του Ιωνά Κιγκ να διδάξει στο κολέγιο που ίδρυσε, παρά το ύψος του μισθού και ίδρυσε στην Άνδρο ένα σχολείο για ορφανά και τέκνα των πεσόντων κατά τον αγώνα, πολεμιστών. Έχοντας χειροτονηθεί πρεσβύτερος, ταξίδεψε στην Γαλλία, την Αγγλία, την Ιταλία και την Αυστρία, πραγματοποιώντας εράνους και συλλέγοντας βιβλία αλλά και όργανα διδασκαλίας για το ορφανοτροφείο. Το 1835 ο βασιλιάς Όθωνας του απένειμε τον χρυσό Σταυρό του Σωτήρος, όμως ο Καΐρης, με επιστολή, αρνήθηκε το παράσημο, κάτι που επανέλαβε με το διορισμό του, το 1837, σαν καθηγητής της Φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο των Αθηνών. Η λειτουργία της σχολής στην Άνδρο, που έφερε το όνομα του, άρχισε στις 9 Φεβρουαρίου 1836 και διάρκεσε τρία χρόνια. Το πρόγραμμα της περιελάμβανε σπουδές τριών χρόνων και διδάσκονταν τα μαθήματα, φιλολογία, φιλοσοφία, μεταφυσική, ηθική, ρητορική, ποιητική, ανώτερα μαθηματικά, πειραματική φυσική, η οποία διδάσκεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα με τη χρήση πειραμάτων, αστρονομία, έφερε πρώτος στην Ελλάδα το τηλεσκόπιο και άλλα, που τα δίδασκε ο ίδιος με βοηθούς παλαιότερους μαθητές, οι οποίοι προετοίμαζαν τους νεώτερους. Στην ανώτερη τάξη της σχολής, δίδασκε το μάθημα της θρησκειολογίας, στο οποίο ανέπτυσσε τις βάσεις κάθε θρησκείας. Το 1836 οι μαθητές της σχολής Καΐρη, έφταναν τους 600.

Θεοσέβεια

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Παρίσι, οΘεόφιλος μυήθηκε στο Θεϊσμό, από Γάλλους και Άγγλους διαφωτιστές και τη δεκαετία του 1830, κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας για τη λειτουργία του ορφανοτροφείου, ίδρυσε στο Λονδίνο τον «Ελληνικόν Σύλλογον της Θεοσοφίας». Στο ορφανοτροφείο στο μάθημα της θρησκειολογίας, δίδασκε τη θεωρία πολλών θρησκειών, όμως ανέπτυξε και δίδαξε και τη θεοσέβεια, την οποία εμπνεύστηκε, πιθανόν, από την υπερβατολογοκρατία του Henry David Thoreau και του Ralph Waldo Emerson, την οποία περιγράφει στα έργα του «Θεοσεβών προσευχαί και ιερά άσματα», «Θεοσεβικαί γνώμαι και υποθήκαι ή θεοσεβικά αναγνώσματα», και στην «Επιτομή της θεοσεβικής διδασκαλίας και ηθικής».

Ο Καΐρης υπήρξε ιδρυτής νέας θρησκείας, την οποία αποκάλεσε «Θεοσέβεια», υιοθετώντας έναν αρχαίο ελληνικό όρο για την έννοια της θρησκείας. Ήδη από το 1838, μυούσε ορισμένους από τους μαθητές του σε διδασκαλίες αντίθετες με τα Ορθόδοξα Χριστιανικά δόγματα. Ο Καΐρης αρνούνταν τη θεότητα του Ιησού, το θεόπνευστο της Αγίας Γραφής, το μυστήριο της Αγίας Τριάδος, αλλά και τα μυστήρια, τις τελετές της Εκκλησίας, τις εικόνες και την νηστεία. Η θεοσέβεια έχει αρκετές ομοιότητες με το θεϊσμό των Άγγλων φιλοσόφων του 18ου αιώνα και τη φυσική θρησκεία του Ζαν Ζακ Ρουσσώ, που θεωρεί τις εκδηλώσεις της φύσεως ως φορείς μιας ανώτερης αλήθειας που συλλαμβάνεται μέσω της ενοράσεως. Η θεοσέβεια, σύμφωνα με τον Καΐρη, μαζί με την τάση της ψυχής προς το άπειρο, αποτελεί μία ενέργεια που σπρώχνει την ψυχή προς το θεό. Στο σύστημα της Θεοσέβειας ο θεός είναι μοναδικός, ενώ οι θεοσεβείς δεν πίστευαν στην Αγία Τριάδα, θεωρούσαν τον Χριστό ως ένα απλό Εβραίο διδάσκαλο της ηθικής, αποδέχονταν ότι η ψυχή ήταν αθάνατη και θεωρούσαν ότι μετά το θάνατο πηγαίνει σε άλλο πλανήτη.

Οι Θεοσεβείς έχουν δικό τους ημερολόγιο, που είχε εισαγάγει ο Καΐρης, σύμφωνα με το οποίο, το έτος αρχίζει στις 24 Σεπτεμβρίου, σύμφωνα με τα αρχαία Ελληνικά πρότυπα και οι μήνες δεν είχαν τέσσερις βδομάδες αλλά τρεις δεκάδες, ενώ τα ονόματα των μηνών ήταν εμπνευσμένα από την αρχαία Ελλάδα, κι είχαν ονόματα όπως Θεοσέβιος, Σοφάρετος, Δίκαιος και άλλα. Ο γάμος επιτρεπόταν μόνο μεταξύ θεοσεβών ανδρών και γυναικών και απαγορευόταν ρητώς η τέλεσή του εις τους πάσχοντας. Σύνθημα τους είναι το ρητό «Θεόν σέβου», ενώ ο Καΐρης συνθέτει ύμνους και αναγνώσματα και υιοθετεί ως γλώσσα τους τη δωρική διάλεκτο. Το «Σύμβολον της Θεοσεβικής πίστεως» αρχίζει ως εξής, «Έναν οίδα Θεόν, Πωατάν, και Προνοατάν, και Συντηρατάν, και Κυβερνάταν του Παντός. Παντοδύναμον, Πάνσοφον, Πανάγαθον, απειροτέλειον Νουν, το υπέρτατον και μακαριώτατον Ον, το ακρότατον των εφετών και των αγαθών, το αυτάγαθον και αυτοκαλόν...{...}...Ομολογώ την αθανασίαν τού ανθρώπου, και πάντων των θεοσεβείν δυναμένων λογικών όντων». Οι ιερείς της θρησκείας του αποκαλούνται «θειαγοί» και «ιεραγοί», προέρχονται κι απ' τα δύο φύλα και διαιρούνται σε πέντε τάξεις, «Κοσμήτορες», «αναγνώστες», «υμνωδοί», «θεοκήρυκες» και «λειτουργοί».

1η Δίκη / Καθαίρεση

Τον Ιούλιο του 1839 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος αποφασίζει, καθώς ο Καΐρης είναι ιερωμένος, και παρά την αντίθετη γνώμη του Θεόκλητου Φαρμακίδη, του αποστέλλει επιστολή, ζητώντας του εξηγήσεις. Η απάντηση του κρίθηκε ασαφής και ανεπαρκής και η Σύνοδος απαιτεί να αποκηρύξει τις απόψεις του, ενώ στις 7 Αυγούστου 1839, ο Καΐρης απαντά με επιστολή, στην οποία υπερασπίζεται το δικαίωμά του να διδάσκει φιλοσοφικές απόψεις, δίχως να τις χρησιμοποιεί ως μέσον προσυλητισμού. Η Σύνοδος αποστέλλει τρίτη επιστολή, στην οποία τον καλεί να απολογηθεί ενώπιον της, όμως ο Καΐρης αρνείται και τους ζητά χρόνο ικανό να τακτοποιήσει τα ζητήματα του ορφανοτροφείου και να αναχωρήσει στο εξωτερικό [2]. Σύμφωνος με την πρόταση του είναι ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, ενώ αντίθετος είναι ο Κωνσταντίνος Οικονόμου, ο παλαιός του συμμαθητής, με την άποψη του οποίου συντάχθηκε και ο Διονύσιος, μητροπολίτης Κυνουρίας και πρόεδρος της Συνόδου, που θεωρεί ότι ο Καΐρης πρέπει να εκπέσει του ιερατικού αξιώματος.

Παράλληλα ο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως εξέδωσε «Πατριαρχικήν και Συνοδικήν Εγκύκλιον επιστολήν, περί της νεωστί αναφανείσης αντιχρίστου διδασκαλίας τού Θεοσεβισμού», με την οποία απειλείται με επιτίμια όποιος ακολουθεί την διδασκαλία του Καΐρη και αναγγέλλεται η ίδρυση Θεολογικής σχολής στην Κωνσταντινούπολη, στην οποία να φοιτήσουν οι απόφοιτοι της σχολής τού Καΐρη, προκειμένου να αποβάλλουν τις θεοσεβικές ιδέες, προκειμένου να εργασθούν ως διδάσκαλοι. Στις 28 Αυγούστου 1839, μετά από σχετική εντολή, ο ναύαρχος Κωνσταντίνος Κανάρης φτάνει με πλοίο στην Τήνο, απ' όπου μαζί με τον τοπικό διοικητή, να πάνε στην Άνδρο, να συλλάβουν τον Καΐρη και να τον οδηγήσουν στην Αίγινα, όπου θα τον παραδώσουν στον μητροπολίτη. Στην Αίγινα κρατήθηκε για λίγο στην μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Αθήνα. Παρουσιάστηκε στην Ιερά Σύνοδο της Ελλαδικής εκκλησίας στις 21 Οκτωβρίου 1839 καταθέτει τη διαμαρτυρία του για τη σύλληψη και τη μεταχείριση του [3].

Στις 25 Οκτωβρίου 1839, αποφασίστηκε η καθαίρεση και ο αναθεματισμός του Καΐρη, που αποκλήθηκε «αρνησίχριστος», «λυμεώνας» και «ψυχοφθόρος», ενώ η θρησκεία του χαρακτηρίστηκε ως αίρεση και αποκλήθηκε «ασέβεια» και αθεΐα». Την επομένη ημέρα η Γραμματεία των Εκκλησιαστικών, ζήτησε με έγγραφό της από τους συνοδικούς αρχιερείς, να «...μακροθυμήσουν διὰ τινὰ καιρὸν ὑπὲρ τοῦ καταδικασθέντος καὶ ἀναβληθῆ ἐν τοσούτῳ ἡ ἐκτέλεσις τῆς ρηθείσης ἀποφάσεως, ἴσως ἐν τῷ μεταξὺ τούτῳ μετανοήσας ὁ κ. Καΐρης ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν εὐθείαν ὁδόν, καὶ διὰ τοῦ μέσου τούτου σωθῇ ἐκ θανάτου ψυχὴ....». Η Σύνοδος συμφώνησε με την πρόταση, όμως ζήτησε την απομάκρυνση του Καΐρη από την κοινωνία και τον εγκλεισμό του σε μοναστήρι, ενώ τον υπερασπίστηκε ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, ο γραμματέας της Συνόδου, ζητώντας να τον αφήσουν να φύγει στο εξωτερικό, πρόταση που βρήκε αντίθετο τον Κωνσταντίνο Οικονόμο.

Φυλάκιση

Την ίδια εποχή το ορφανοτροφείο κλείνει, ενώ ο Καΐρης εκτοπίζεται, με το βασιλικό διάταγμα της 28ης Οκτωβρίου 1839, στο μοναστήρι του Ευαγγελισμού στη Σκιάθο, ώστε, «...να του δοθή καιρός να μεταμεληθή και να επιστρέψη εις την ευθείαν οδόν..». Εκεί φυλακίστηκε στο υπόγειο της μονής, από τις 3 Νοεμβρίου 1839 έως και τις 10 Μαρτίου 1840, στο υπόγειο, δίχως καμία επικοινωνία και με την υγεία του να επιδεινώνεται. Κοιμάται στο δάπεδο, πάνω σε ένα στρώμα από άχυρα και σιτίζεται με ένα κομμάτι ξερό ψωμί, ενώ η Ιερά Σύνοδος του απευθύνει επιστολές, ζητώντας του να κάνει μεταμέλεια και ομολογία πίστεως. Ο Καΐρης από τη δική του πλευρά, τους γράφει ότι αδυνατεί δε να κατανοήσει τα χριστιανικά δόγματα και ζητά να τον αφήσουν να ταξιδέψει στη Δύση.

Υπό την πίεση της κοινής γνώμης [4] [5], το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως αναδιπλώνεται και γιατρός επισκέπτεται τον φυλακισμένο Καΐρη και διαπιστώνει την εξαιρετικά σοβαρή κατάσταση της υγείας του, ενώ η κυβέρνηση αποφασίζει τη μεταφορά του στη μονή Προφήτη Ηλία στην Θήρα της Σαντορίνη, όπου έφτασε το βράδυ της 3ης Απριλίου 1840, με κανονιοφόρο του Ελληνικού ναυτικού. Εκεί οι συνθήκες κρατήσεως ήταν καλλίτερες, όμως η υγεία του είχε ήδη διαταραχθεί και ήταν πλέον σχεδόν παράλυτος από τη μία πλευρά του, ενώ η ακοή και η όρασή του είχαν μειωθεί. Από τη Θήρα, έστειλε επιστολή στο βασιλιά Όθωνα, στην οποία γράφει, «...Από του εν Σκιάθω τάφου μου, όπου άκριτος, ως ο κακουργότατος των ανθρώπων, ζων ετάφην επί μήνας ολοκλήρους και όπου κατ’ άγνοιαν της Υμετέρας Μεγαλειότητος και κατά προφορικάς διαταγάς των διωκτών μου υπέστην αφαντάστους τιμωρίας και βασάνους, δεν ηδυνήθην να υψώσω την φωνήν μου υπέρ τού πολίτου Έλληνος συκοφαντηθέντος εν εμοί, καταδικασθέντος ακρίτου και στερηθέντος των ιερωτέρων δικαίων του...» και ζητά από το βασιλιά, είτε να αφεθεί ελεύθερος να εργασθεί στο ορφανοτροφείο, είτε να αφεθεί ελεύθερος και να φύγει στο εξωτερικό.

Απελευθέρωση

Ο Καΐρης αφέθηκε ελεύθερος, με Βασιλικό διάταγμα τον Οκτώβριο του 1941, και διατάχθηκε η αναχώρηση του στο εξωτερικό, δίχως ενδιάμεσο σταθμό σε ελληνικό έδαφος, ενώ η Ιερά Σύνοδος ζητούσε την εκτέλεση της καταδικαστικής αποφάσεως και αναγνώσθηκε στις εκκλησίες η καθαίρεση του, ο αναθεματισμός του ίδιου και της διδασκαλίας του. Ο Καΐρης αναχώρησε από τη Σαντορίνη στις 29 Μαρτίου 1842, με το πλοίο «Ευανθία», και πήγε στην Κωνσταντινούπολη, από όπου μέσω Σμύρνης, Σύρου και Μάλτας, έφτασε στην Μασσαλία και στη συνέχεια πήγε στο Παρίσι, όπου παρέμεινε το καλοκαίρι τού 1842, ενώ το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου ταξίδεψε στο Λονδίνο, όπου δίδαξε μια σειρά φιλοσοφικά μαθήματα, τα οποία αποκάλεσε «Δευτέραν Περίοδον του Κηρύγματος της Αληθείας». Τον Σεπτέμβριο του 1843, επιχείρησε να επιστρέψει στην Ελλάδα, όμως δεν του επετράπη η αποβίβαση από το πλοίο, με το οποίο είχε καταπλεύσει στην Σύρο, αν και κατέθεσε προσφυγές στις Γραμματείες Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, καθώς και στον βασιλιά, στις οποίες επικαλούνταν λόγους υγείας, και αναγκάστηκε να επιστρέψει, ως τον Ιούνιο του 1844, στη Μασσαλία της Γαλλίας.

Το καλοκαίρι του 1844, χάρη στο Σύνταγμα που καθιέρωσε την ελευθερία τής συνειδήσεως και με τη βοήθεια του πρωθυπουργού Ιωάννη Κωλέττη, επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Άνδρο, όπου παρέδιδε μαθήματα σε άπορα παιδιά. Τον Νοέμβριο του 1848, η Ιερά Σύνοδος απέστειλε εγκύκλιο στους κατοίκους τής Άνδρου, ζητώντας να απομονωθεί «...ὁ μέγιστος ὑμῶν ἐχθρὸς Καΐρης», ενώ στις 13 Μαρτίου 1850, σημειώθηκε επίθεση με πέτρες εναντίον του Καΐρη. Δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής, έκαναν λόγο για σχέσεις του μς τη Μασονία, όμως ο ίδιος αρνούνταν κατηγορηματικά κάθε σχέση με τον Τεκτονισμό, λέγοντας χαρακτηριστικά, «..Μετὰ τῶν Μ(ασόνων) ὡς καὶ μετὰ ὁποιασδήποτε ἄλλης ἑταιρείας εἶναι ὅλως ἀνοίκειον καὶ ἁλυσιτελὲς νὰ σχετισθῇ τις ἐξ ἡμῶν..».

Δεύτερη δίκη

Τον Αύγουστο του 1851, ο νομάρχης Κυκλάδων με τη συνοδεία εισαγγελέα και ανακριτή, πήγαν στην Άνδρο, όπου έκαναν ανακρίσεις για τον «καΐρειο προσηλυτισμό», και παρά τις εκθέσεις τους, που επέμεναν ότι δεν έκανε προσηλυτισμό, ο υπουργός Δικαιοσύνης Δημήτριος Βάλβης, βασισμένος σε έγγραφο της Ιεράς Συνόδου, διέταξε τον εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Σύρου να προβεί σε δίωξη κατά των «...αιρεσιωτών τής εν Άνδρω νέας θρησκευτικής αιρέσεως, της Θεοσέβειας». Ο τότε εισαγγελέας Στούπης άσκησε δίωξη και ο ανακριτής Σύρου, Σταύρος Λογοθέτης, άρχισε τακτική ανάκριση, η οποία ολοκληρώθηκε με το παραπεμπτικό βούλευμα της 26 Μαΐου 1852, που επικυρώθηκε με το 2693/1852 βούλευμα των Εφετών Αθηνών.

Στις 21 Δεκεμβρίου 1852, ο Καΐρης και οι Σπυρίδων Γλαυκωπίδης, Γρηγόρης Δεσποτόπουλος και Θεόφιλος Λουλούδης ή Μονοκόνδυλος, παραπέμφθηκαν σε δίκη, «...κεκλεισμένων των θυρών», στο Πλημμελειοδικείο Σύρου, «..ὡς συνεταῖροι καὶ διαδόται θρησκευτικῆς αἱρέσεως μὴ ἀναγνωρισμένης ὑπὸ τῆς Κυβερνήσεως καὶ οὐσιωδῶς ἀντιβαινούσης εἰς τὰ δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ ἐπὶ προσηλυτισμῷ, ἐπὶ πλέον δὲ οἱ Δεσποτόπουλος καὶ Λουλούδης ὡς κατ’ ἐπανάληψιν χλευάσαντες τὰ δόγματα καὶ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας,....». Συνήγοροι τους ήταν οι Νικόλαος Σαρίπολος και ο Ιωάννης Παλαιολόγος. Πρόεδρος του δικαστηρίου, ορίστηκε ο Ιωάννης Δοξαράς. Στην αγόρευση του ο Νικόλαος Σαριπόλος επικαλέστηκε τη θρησκευτική ελευθερία, τόνισε ότι κάθε γνωστή θρησκεία δικαιούται να υπάρχει και ότι είναι αδιανόητο να κατηγορηθεί ο Καΐρης ως διασπαστής της ενότητος του Ελληνικού έθνους. Οι δικαστές καταδίκασαν τον Καΐρη σε φυλάκιση 2 ετών και 10 ημερών, καθώς και σε αστυνομική επιτήρηση 7 ετών, απόφαση την οποία προσέβαλλε, με αναίρεση του στις 24 Δεκεμβρίου 1852, στον Άρειο Πάγο. Ο Καΐρης φυλακίστηκε στις φυλακές της Σύρου, όπου αρρώστησε και οι συγγενείς του ζήτησαν τη μεταφορά του σε άλλο κελί, όμως ο τότε υπουργός Δικαιοσύνη, αρνήθηκε την ικανοποίηση του αιτήματος τους.

Ο θάνατος του

Ο Καΐρης πέθανε τη νύκτα της 9ης προς την 10η Ιανουαρίου 1853, «....ἐν τὴ οἰκία τοῦ κυρίου Νικολάου Γιαγτζῆ, ἐνοικιασθείσῃ ἀρτίως πρὸς χρῆσιν φυλακῶν ὅπου ἐκρατεῖτο μετὰ τῶν λοιπῶν συγκαταδικασθέντων ὡς ὑπόδικος...». Σύμφωνα με την έκθεση του νομάρχη Κυκλάδων, του παρασχέθηκαν ιατρικές και άλλες περιποιήσεις και του έγινε πρόταση να μεταφερθεί στο νοσοκομείο της Σύρου, όμως δεν δέχθηκε, ζητώντας να μεταφερθούν και οι συγκατηγορούμενοι και συγκαταδικασμένοι. Ως αιτία θανάτου, αναφέρθηκε η σηψαιμία, ενώ ο αδελφός του ζήτησε την μεταφορά τού σώματος του στην Άνδρο, για να ταφεί στον περίβολο του ορφανοτροφείου, σύμφωνα με τα θεοσεβικά έθιμα και την επιθυμία του, αίτημα στο οποίο δεν συναίνεσαν οι αρχές και ο μητροπολίτης. Τάφηκε στο λοιμοκαθαρτήριο, στα Λαζαρέτα της Σύρου, χωρίς να ειδοποιηθούν οι συγγενείς του, ενώ γέμισαν τον τάφο, για την αποφυγή μεταδόσεως λοιμωδών νοσημάτων. Στις 19 Ιανουαρίου 1853 ο Άρειος Πάγος, αποφάσισε την αναίρεση της καταδικαστικής αποφάσεως σε βάρος του.

Διακρίσεις

Η προτομή του Καΐρη έχει τοποθετηθεί στην ομώνυμη πλατεία στη Χώρα της Άνδρου, ενώ το σπίτι του έγινε μουσείο και δημιουργήθηκε η «Καΐρειος» βιβλιοθήκη, που στεγάζεται σε νεοκλασικό κτίριο στη Χώρα και περιλαμβάνει 3.000 τόμους από τη συλλογή του. Στη βιβλιοθήκη εκτίθενται σπάνιες εκδόσεις, χειρόγραφα, ιστορικά έγγραφα, έργα τέχνης και μία μικρή αρχαιολογική συλλογή.

Είπαν

Ο Σπυρίδων Τρικούπης, που ήταν σύγχρονος του Καΐρη, είπε, «...Τον εγνώρισα επί της εθνικής μας επαναστάσεως μεταξύ κακώσεων, πειρασμών και κινδύνων. Τον είδα πάντοτε πατριώτην ενθουσιώντα, χρηστοήθους διαγωγής, ακόμπαστον σοφόν, αφιλοκερδέστατον και υπέρ των άλλων μάλλον ή περί εαυτού φροντίζοντα...».

Ο Κωστής Παλαμάς, έγραψε και του αφιέρωσε τους παρακάτω στίχους:
«Από κανένα σκιάχτρο δεν τρομάζεις
Γαληνός, αμετάνοιωτος τ 'αδειάζεις
το πικρό ποτήρι!
Μ' έσένα ο Χριστός, ιερέ Καϊρη!
Η φυλακή σου γίνεται βωμός,
στεφάνι αχτιδωτό κι' ο αφορεσμός,
αγνότερη μιά πίστη σ΄ανυψώνει
όπου ασκλάβωτη η Σκέψη αποθεώνει.
Η μάννα σου στο φώς και στη δροσιά
-- Γειά σας, χρυσά Κυκλαδικά νησιά! --
γυρεύει τη σεμνή σου την εικόνα
να βάλη του μετώπου της κορώνα.
Μα η Πολιτεία, μα να η μεγάλη μάννα
που συχνότατα βρέχει ουράνιο μάννα
στον τιποτένιο ή στο ληστή, κρατεί
την πόρτα της τιμής για σε κλειστή.
Εγώ, ποιητής κριτής - διπλός μου ο Θρόνος -
πρώτος, μέσα σε αδιάφορους και μόνος,
στου Λόγου τον ορείχαλκο χυμένο
για τους αιώνες τ΄ άγαλμά σου σταίνω!»

Εργογραφία

Τα επιστημονικά και φιλοσοφικά συγγράμματα του είναι πολλά, όμως ελάχιστα εκδόθηκαν και οι μαθητές του αναγκάζονταν να αντιγράφουν τα περισσότερα. Μετέφρασε ποίηση από τα αρχαία ελληνικά, τα Γερμανικά, τα Γαλλικά και τα Αγγλικά, μεταφράζοντας κυρίως, έργα του Λόρδου Βύρωνα και του Robert Browning.

Κυριότερα από τα έργα του είναι:

  • «Θεοσεβών προσευχή», το 1848,
  • «Γνωστική ή των του ανθρώπου γνώσεων σύντομος έκθεσις», το 1849,
  • «Στοιχεία φιλοσοφίας ή των περί τα όντα γενικώτερον θεωρουμένων τα στοιχειωδέστερα», το 1851, από το έργο εκδόθηκε μόνο η εισαγωγή,
  • «Διαγωγή θεοσεβούς», το 1852,
  • «Θεοσοφία», εκδόθηκε ανώνυμα σε δύο τόμους,
- «Θεοσεβών προσευχαί και ιερά άσματα», το 1852, ο τίτλος του 1ου τόμου,
- «Επιτομή της θεοσεβικής διδασκαλίας και ηθικής», το 1852, ο τίτλος του 2ου τόμου,
  • «Φιλοσοφικά και Φιλολογικά», το 1875.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [«....ἐν τὴ οἰκία τοῦ κυρίου Νικολάου Γιαγτζῆ, ἐνοικιασθείσῃ ἀρτίως πρὸς χρῆσιν φυλακῶν ὅπου ἐκρατεῖτο μετὰ τῶν λοιπῶν συγκαταδικασθέντων ὡς ὑπόδικος...»] Απόσπασμα από έκθεση του νομάρχη Κυκλάδων
  2. [«Παρακαλώ να με συγχωρηθή να διατρίψω μεταξύ της ορφανικής ταύτης οικογενείας μου μέχρι του ελευσομένου Μαρτίου, να τελειώσω την επισκευήν τού ορφανοτροφείου, την οποίαν είχα προ πολλού αρχίσει, να γράψω προς τους γονείς των ευκαταστάτων παιδίων και να τα εξοικονομήσω κατά την γνώμην των, να οικονομήσω όπως δυνηθώ τα ορφανά μου, και έπειτα θέλω απέλθει, όπου ο Θεός με φωτίσει, και θέλω διαμείνει, όσον η θεία του πρόνοια ευδοκήση, μακράν των ορφανών μου και του ορφανοτροφείου εκείνου, το οποίον με ίδρωτας αίματος εκ θεμελίων ανέστησα»
  3. [«Επιτρέπεται, εν ευνομουμένω κράτει, καυχωμένω μάλιστα επί ανεξιθρησκία, να ερευνά τις την συνείδησιν του άλλου και να ζητή έγγραφον ομολογίαν τής πίστεως του; Αν τούτο επιτρέπεται, τότε ας ομολογήσωμεν ότι δεν αφιστάμεθα πολύ της εποχής των δικαστηρίων τής Ιεράς Εξετάσεως». Και συνεχίζει ο Καΐρης: «Ούτε εισηγητής, ούτε ιδρυτής νέας θρησκείας είμαι, διότι φρονώ ότι τούτο δεν είναι έργον ανθρώπου, καθόσον τα τοιαύτα εις δύναται, ο εκ του μηδενός παράγων το σύμπαν. Η Θεοσέβεια δεν έχει άλλον διδάσκαλο ει μη μόνον τον Θεόν, καθότι επομένως είναι απόρροια της ηθικής του Θεού επομένως, ως προείπων, ούτε καθιδρυτής είμαι της Θεοσέβειας, ούτε προσηλυτιστής είμαι υπέρ αυτής»
  4. [Επιστολή μαθητών του Καΐρη από τη Σύρο, 25 Δεκεμβρίου 1839, φύλλο 705/1840 της εφημερίδας «Αθηνά»]
  5. [Γραπτή διαμαρτυρία Ελλήνων σπουδαστών που φοιτούσαν σε σχολές του Παρισιού, με αίτημα την άμεση απελευθέρωση του Καΐρη, 28 Φεβρουαρίου 1840,εφημερίδα «Αθηνά»]