Δημήτριος Βάλβης
Ο Δημήτριος Βάλβης, Έλληνας νομομαθής, ανώτατος δικαστικός που διατέλεσε πρωθυπουργός, γεννήθηκε στις 8 Μαΐου 1808 ή 1814 [1], σύμφωνα με άλλη πηγή, στο Μεσολόγγι και πέθανε στις 30 Νοεμβρίου 1892 στην Αθήνα. Τάφηκε στο Α' νεκροταφείο Αθηνών.
| ||
| ||
Γέννηση: 8 Μαΐου 1808 ή 1814 | ||
Τόπος: Μεσολόγγι, Αιτωλοακαρνανία (Ελλάδα) | ||
Σύζυγος: Μάριον Σίλβα | ||
Τέκνα: Ιωάννης, Κωνσταντίνος, Σπυρίδων | ||
Υπηκοότητα: Οθωμανική, Ελληνική | ||
Ασχολία: Νομομαθής, δικαστικός, πολιτικός | ||
Θάνατος: 30 Νοεμβρίου 1892 | ||
Τόπος: Αθήνα, Αττική (Ελλάδα) | ||
* Πρωθυπουργός * | ||
Έναρξη Θητείας: 30 Απριλίου 1886 | ||
Λήξη θητείας: 9 Μαΐου 1886 | ||
Προκάτοχος | ||
| ||
Διάδοχος | ||
|
Το 1833 παντυρεύτηκε με την Ιταλικής καταγωγής Μάριον Σίλβα και από το γάμο του απέκτησε τρία αγόρια τον Ιωάννη το 1835, τον Κωνσταντίνο το 1838, και τον Σπυρίδωνα το 1842.
Περιεχόμενα
Βιογραφία
Η καταγωγή της οικογένειας Βάλβη, [το επίθετο προέρχεται από τη λατινική λέξη Balbus=Ψελλός], είναι από το χωριό Κατοχή της επαρχίας Μεσολογγίου. Πατέρας του ήταν ο Ιωάννης Βάλβης και αρκετοί από τους προγόνους του ήταν ιερωμένοι. Θείος του ήταν ο Σπυρίδων και αδελφός του ο Ζηνόβιος Βάλβης, νομικός που επίσης διατέλεσε πρωθυπουργός και είχαν μια αδελφή, την Αλτάνη Βάλβη-Μπαλάση. Μαζί με τη μητέρα του διέφυγε στη διάρκεια της δεύτερης πολιορκίας του Μεσολογγίου και κατέφυγαν αρχικά στο νησί Κάλαμος στο Ιόνιο Πέλαγος και αργότερα εγκαταστάθηκε στο Λιβόρνο της Ιταλίας, όπου βρισκόταν ο θείος του, Σπυρίδων Βάλβης, και ο αδερφός του, Ζηνόβιος Βάλβης, που σπούδαζε νομικά. Στο Λιβόρνο διδάχτηκε ελληνικά από τον εφημέριο της Ορθόδοξης εκκλησίας
Δικαστική σταδιοδρομία
Ο Δημήτ5ριος Βάλβης σπούδασε νομικά και ανακηρύχθηκε διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο της Πίζας στην Ιταλία. Το 1834 επιστρέφοντας στην Ελλάδα, εισήλθε στο Δικαστικό Σώμα και το ίδιο έτος ήταν μέλος του δικαστηρίου που δίκασε και αθώωσε τους Γεώργιο Τερτσέτη και Αναστάσιο Πολυζωίδη, στο οποίο πρόεδρο ήταν ο Σωμάκης και μέλη του, εκτός από το Βάλβη, οι Κανούσης, Λεονταρίδης και Κριεζής. Το 1835 διορίστηκε αντεισαγγελέας Πρωτοδικών και από το 1872 μέχρι το 1885 ήταν Πρόεδρος [2] και στη συνέχεια μέχρι το θάνατό του, Επίτιμος Πρόεδρος του Αρείου Πάγου.
«Σιμωνιακά»
Τα «Σιμωνιακά» ήταν πολιτικό σκάνδαλο που ξέσπασε το 1875 στην Αθήνα και αφορούσε την υπόθεση της δωροδοκίας δύο υπουργών της κυβερνήσεως του Δημητρίου Βούλγαρη, από υποψήφιους επισκόπους των μητροπόλεων Μεσσηνίας, της Κεφαλληνίας και Πατρών. Υπουργός Εκκλησιαστικών ήταν ο Ιωάννης Βαλασόπουλος, ο οποίος όπως και ο Βασίλειος Νικολόπουλος, υπουργός Δικαιοσύνης και γαμπρός του Βούλγαρη, δωροδοκήθηκαν με υψηλά χρηματικά ποσά αλλά και μετοχές, με σκοπό να πιέσουν την Ιερά Σύνοδο να εκλέξει τους δωροδοκούντες. Το σκάνδαλο αποκαλύφθηκε από δημοσιεύματα της εφημερίδος «Σκριπ» και η κυβέρνηση του Χαρίλαου Τρικούπη που διαδέχθηκε το Βούλγαρη, διέταξε ανακρίσεις. Την ίδια εποχή ο Εμμανουήλ Ροΐδης έγραφε:
«...Αν ουδέν άλλο προκύψει όφελος εκ της ανακρίσεως περί των επισκοπικών, η νεοελληνική γλώσσα θέλει τουλάχιστον πλουτισθεί διά νέας λέξεως: εις τον μητροπολίτην δηλαδή θέλει προστεθεί και ο μιτροπωλητής...».
Στις 22 Δεκεμβρίου 1875, η Βουλή παρέπεμψε στο Υπουργοδικείο, με βάση το «νόμο περί ευθύνης υπουργών» τους υπαίτους υπουργούς, μαζί με τους μητροπολίτες Κεφαλληνίας Σπυρίδωνα Κομποθέκρα, Πατρών και Ηλείας Αβέρκιο Λαμπίρη και Μεσσηνίας Στέφανο Αργυριάδη, καθώς είχαν ήδη εκλεγεί. Οι προφυλακισμένοι υπουργοί παραπέμφθηκαν, ο μεν Βαλασόπουλος με τις κατηγορίες της δωροδοκίας και της εκβιάσεως, ο δε Νικολόπουλος με την κατηγορία της συναυτουργίας σε δωροδοκία και ήταν προφυλακισμένοι, ενώ οι μητροπολίτες κατηγορήθηκαν για σιμωνία. Η απόφαση του δικαστηρίου εκδόθηκε στις 31 Μαρτίου 1876 και με αυτήν, ο κατηγορούμενος Ιωάννης Βαλασόπουλος καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως ενός έτους και τριετή στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, ενώ υποχρεώθηκε να καταθέσει τα δώρα που του είχαν δοθεί δηλαδή 56.200 δραχμές, ένα ζεύγος σκουλαρικιών και μια χρυσή καρφίτσα στο Πτωχοκομείο Αθηνών. Με την ίδια απόφαση, ο Βασίλειος Νικολόπουλος καταδικάστηκε σε φυλάκιση δέκα μηνών και οι μητροπολίτες σε πρόστιμο διπλάσιο από το ποσό που ο καθένας τους είχε προσφέρει ως δώρο, ενώ και οι τρεις τέθηκαν σε αργία και στη συνέχεια εξαναγκάστηκαν σε παραίτηση. Παράλληλα το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν υπήρχαν αποδείξεις που να στοιχειοθετούν την κατηγορία της αντιποιήσεως αρχής από τον Δημήτριο Βούλγαρη. Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, που προήδρευε στη σύνθεση του υπουργοδικείου ήταν ο Δημήτριος Βάλβης, ο οποίος είπε για την απόφαση:
«...Έπρεπε να αφαιρέσωμεν την πρόληψιν ότι η Ελλάς συγχωρεί να παραβιάζωνται οι νόμοι και ότι η Βουλή εξεπλήρωσε το καθήκον της, αφού επείσθη ότι οι κατηγορούμενοι παραβίασαν τους νόμους της πατρίδος..».
Πρωθυπουργός
Ο Βάλβης διορίστηκε υπηρεσιακός πρωθυπουργός και διαδέχτηκε το Θεόδωρο Δηλιγιάννη μετά την παραίτηση του και την άρνηση του Χαρίλαου Τρικούπη να αναλάβει τον σχηματισμό κυβερνήσεως δίχως εκλογές. Με εντολή του Βασιλιά Γεώργιου Α' και λόγω της έκρυθμης πολιτικής καταστάσεως, την ώρα που οι στόλοι των Ευρωπαϊκών δυνάμεων είχαν αποκλείσει τα παράλια της Ελλάδος, σχημάτισε υπηρεσιακή κυβέρνηση στις 30 Απριλίου 1886, ενώ διατήρησε παράλληλα τη θέση του υπουργού Δικαιοσύνης έως τις 9 Μαΐου 1886, σε μια περίοδο έντονων πολιτικών ανωμαλιών. Τον διαδέχθηκε στη θέση του πρωθυπουργού ο Χαρίλαος Τρικούπης. Την Πρωθυπουργία τη δέχτηκε όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά έλεγε, όχι για να διαδραματίσει ρόλο πολιτικού ανδρός αλλά για να χρησιμεύσει ως ανώτατος υπηρέτης του Κράτους.
Διακρίσεις
Μετά από εισήγηση του Χαρίλαου Τρικούπη, τιμήθηκε για τη μακρόχρονη προσφορά του στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος και μάλιστα σε μια περίοδο ιδιαίτερα κρίσιμη για την αποδοτική λειτουργία των πολιτικών του θεσμών,
- με τον Μεγαλόσταυρο του Σωτήρα.
Παραπομπές
- ↑ Δημήτριος Βάλβης Πανδέκτης
- ↑ [Δημήτριος Βάλβης Πρόεδροι του Αρείου Πάγου]