Μάρτιν Χάιντεγκερ

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Μάρτιν Χάιντεγκερ Γερμανός εθνικοσοσιαλιστής ελληνικοκεκτρικός [1] φιλόσοφος, ένας από τους διαπρεπέστερους του 20ού αιώνα, ενεργό μέλος και μαχητικός υποστηρικτής του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, αυτός που εισήγαγε τον Ναζισμό στη Φιλοσοφία [2] ο οποίος σπούδασε, επίσης, θεολογία, ιστορία και φυσικές επιστήμες, γεννήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1889 στο Μέσκιρχ, [Messkirch], του Μπάντεν και πέθανε στις 26 Μαΐου 1976 στο Φράιμπουργκ, [Freiburg], της Δυτικής Γερμανίας.

Ήταν παντρεμένος από το 1917 με την Ελφρίντε Πέτρι [Elfride Petri], γόνο σχετικά εύπορης προτεσταντικής οικογένειας, με την οποία απέκτησαν δύο γιους, τον Jörg το 1919 και τον Hermann στις 20 Αυγούστου 1920, οι οποίοι πολέμησαν στο ανατολικό μέτωπο και συνελήφθησαν αιχμάλωτοι από τους Σοβιετικούς.

Martin Heidegger
Συνοπτικές πληροφορίες
Γέννηση: 26 Σεπτεμβρίου 1889
Τόπος: Μέσκιρχ, [Messkirch], Μπάντεν (Γερμανική Αυτοκρατορία)
Θάνατος: 26 Μαΐου 1976
Τόπος: Φράιμπουργκ, [Freiburg] (Δυτική Γερμανία)
Σύζυγος: Elfride Petri
Τέκνα: Jörg & Hermann
Υπηκοότητα: Γερμανική
Ασχολία: Φιλόσοφος, Πανεπιστημιακός.

Βιογραφία

Ο Μάρτιν κατάγονταν από ταπεινή καθολική οικογένεια, είχε έναν κατά πέντε χρόνια μικρότερο αδερφό τον Φραντς που ήταν τραπεζικός υπάλληλος, και ο πατέρας τους εργαζόταν ως νεωκόρος στην τοπική εκκλησία. Το 1903 παρακολούθησε μαθήματα στο γυμνάσιο στο Konstanz με την βοήθεια της εκκλησίας που τον υποστήριξε με υποτροφία και το 1906, μετακόμισε και εγκαταστάθηκε στην πόλη του Φράιμπουργκ. Στο Γυμνάσιο εκδήλωσε για πρώτη φορά το ενδιαφέρον του για τη φιλοσοφία. Ολοκλήρωσε το Γυμνάσιο το 1909 και επειδή πρόθεση της οικογένειας του ήταν να γίνει ιερωμένος, τον ίδιο χρόνο έγινε δόκιμος μοναχός σε τάγμα Ιησουιτών, το οποίο εγκατέλειψε για λόγους υγείας. Συνέχισε σπουδάζοντας θεολογία στο πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ, όμως το 1911, εγκατέλειψε τις θεολογικές σπουδές, μαζί με την πρόθεσή του να γίνει ιερωμένος.

Ακαδημαϊκή καριέρα

Μετά το 1911 ο Μάρτιν ασχολήθηκε με τα μαθηματικά, την ιστορία, τη φιλοσοφία και τις φυσικές επιστήμες και υπήρξε μαθητής του Γερμανοεβραίου Έντμουντ Χούσσερλ, [Edmund Husserl] του πατέρα της Φαινομενολογίας. Το 1913 ολοκλήρωσε τη διδακτορική του διατριβή, υπό την επίβλεψη του Heinrich Rickert, νεοκαντιανού φιλόσοφου, ενώ το 1915 υπέβαλε τη διατριβή του για υφηγητής. Η διδακτορική του διατριβή είχε τίτλο «Το δόγμα της κρίσης στον ψυχολογισμό» (The Doctrine of Judgment in Psychologism). Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία προς το τέλος του Α' Παγκοσμίου πολέμου και το 1919 έγινε βοηθός του Έντμουντ Χούσσερλ ο οποίος είχε λάβει την έδρα της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ. Ως καθηγητής δίδαξε στο πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ, [Marburg], από το 1923 έως το 1928 και το 1927, δημοσίευσε το κυριότερο έργο του «Είναι και Χρόνος», που ήταν αφιερωμένο στο δάσκαλό του, το οποίο θεωρείται σταθμός στην εξέλιξη της φιλοσοφίας του 20ού αιώνα και το 1928 έγινε καθηγητής φιλοσοφίας και διαδέχτηκε τον Χούσερλ στην έδρα της φιλοσοφίας. Το 1924 η μετέπειτα γνωστή αριστερή Εβραία φιλόσοφος και συγγραφέας Χάνα Άρεντ, εισήχθη στο Πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ, όπου σπούδασε επί έναν χρόνο φιλοσοφία μαζί με τον Μάρτιν Χάιντεγκερ, η μοναδική Γερμανο-εβραία φοιτήτρια στο έτος που φοιτούσε. Η Άρεντ δημιούργησε μια μακροχρόνια και θυελλώδη ερωτική σχέση με τον Χάιντεγκερ, για την οποία της ασκήθηκε έντονη κριτική εξαιτίας της υποστηρίξεως του Χάιντεγκερ στο Γερμανικό εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς.

Σχέσεις με το Γ' Ράιχ

Τον Απρίλιο του 1933 ο Μάρτιν επιλέχθηκε πρύτανης στο πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ και η επιλογή του ν' αποδεχθεί τη θέση δημιούργησε αντιπαράθεση γύρω από το ζήτημα των πολιτικών προεκτάσεων της φιλοσοφίας του, καθώς η αποδοχή της θέσεως σήμαινε και αποδοχή του καθεστώτος. Στον πρώτο δημόσιο λόγο του ύμνησε το Εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς και τον Αδόλφο Χίτλερ, που θεωρούσε ότι θα οδηγούσε το γερμανικό λαό στο ιστορικό του πεπρωμένο. Στο διάστημα που διατήρησε τη θέση του, κατηγορήθηκε πως επέβαλλε την εκκαθάριση του πανεπιστημίου από τις αντίθετες με το καθεστώς απόψεις και μετέτρεψε το Πανεπιστήμιο σε προπύργιο της Εθνικοσοσιαλιστικής προπαγάνδας, ενώ υπήρξε από το 1η Μαΐου του 1933 ως το 1945 μέλος του γερμανικού εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος. Στη διάρκεια αυτών των χρόνων υπέγραφε επιστολές και ξεκινούσε τις παραδόσεις του με τον χαιρετισμό «Χάιλ Χίτλερ» ενώ κατέβαλλε, χωρίς καμία παράλειψη, τη συνδρομή του στο ναζιστικό κόμμα.

Στον ακαδημαϊκό του κύκλο υπήρχαν, όμως, φοιτητές εβραϊκής καταγωγής όπως η Χάνα Άρεντ, που το 1961 έγινε γνωστή από την κάλυψη της δίκης του Άντολφ Άιχμαν, εμπνευστή του σχεδίου «Τελική Λύση», για λογαριασμό του περιοδικού New Yorker, και έγραψε το βιβλίο «Ο Αϊχμαν στην Ιερουσαλήμ. Μια έκθεση για την κοινοτοπία του κακού» αλλά και ο Καρλ Λέβιτ. Παράλληλα δεν έκρυψε ποτέ το θαυμασμό του για φιλοσόφους με εβραϊκή καταγωγή, όπως ο Γκέοργκ Ζίμελ και ο Ανρί Μπερξόν. Τον επόμενο χρόνο ήλθε σε διαμάχη με τους Εθνικοσοσιαλιστές, καθώς δεν υποστήριξε ούτε τον βιολογισμό ούτε τον αντισημιτισμό και υπέβαλλε ή εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από την πρυτανεία, επειδή αρνήθηκε να υπογράψει την απόλυση 2 κομμουνιστών καθηγητών από το πανεπιστήμιο και του επιβλήθηκαν περιορισμοί, καθώς τον θεωρούσαν ύποπτο για υπόγεια κριτική στο καθεστώς.

Μεταπολεμικές διώξεις & αποκατάσταση

Οι διώξεις του Χάιντεγκερ συνεχίστηκαν και μετά το τέλος του πολέμου και την πτώση του Γ' Ράιχ, το 1945, καθώς του απαγορεύτηκε να διδάσκει, ενώ το 1946 εκδιώχθηκε από την καθηγητική έδρα στο πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ, λόγω της στάσεως του κατά την περίοδο του Εθνικοσοσιαλισμού. Το 1950, η Χάνα Άρεντ έγινε επίσημα πολίτης των Ηνωμένων Πολιτειών και την ίδια χρονιά ξεκίνησε να συναντιέται εκ νέου με τον Μάρτιν Χάιντεγκερ, και διατήρησε μια διετή σχέση μαζί του. Την περίοδο εκείνη, η Άρεντ υπερασπίστηκε τον Χάιντεγκερ απέναντι σ' όσους έκριναν αρνητικά την ενθουσιώδη συμμετοχή του στο εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα και τον παρουσίασε ως έναν αφελή που χαρακτηριζόταν από δυνάμεις τις οποίες δεν μπορούσε να ελέγξει και επεσήμανε ότι η φιλοσοφία του δεν είχε καμιά σχέση με τον εθνικοσοσιαλισμό. Η Άρεντ προώθησε το έργο του στις Η.Π.Α., βοήθησε στη δημοσιοποίηση των νέων εργασιών του και συνεισέφερε στην αποκατάσταση του ονόματος του μετά το νεανικό του «λάθος», σύμφωνα με τα λόγια της ίδιας. Τελικά το 1952, η απαγόρευση ήρθη, όμως το ζήτημα της αναμείξεως του Χάιντεγκερ με το Εθνικοσιαλιστικό καθεστώς της Γερμανίας παρέμεινε σημείο τριβής για πολλά ακόμη χρόνια. Ο Χάιντεγκερ αποχώρησε το 1959 από την καθηγητική έδρα και συνταξιοδοτήθηκε, όμως συνέχισε -μέχρι το τέλος της ζωής του- να δημοσιεύει κείμενα και να δίνει διαλέξεις σε όλο τον κόσμο. Μετά το θάνατό του δημοσιεύθηκε μια συνέντευξη, που δεν ξεδιάλυνε τα ερωτηματικά για τη πολιτική του στάση, την οποία είχε παραχωρήσει το 1966 και υποστηρίζει ότι δέχτηκε τη θέση του πρύτανη, προσπαθώντας να αντιταχθεί στην επέλαση του Εθνικοσοσιαλισμού στα πανεπιστήμια.

Ταξίδι στην Ελλάδα

Η παρουσία της Ελλάδος είναι έντονη στο σύνολο του έργου του Χάιντεγκερ και είναι συχνές οι αναφορές του στους Ηράκλειτο, Παρμενίδη, Σοφοκλή, Αντιγόνη και Πλάτωνα. Με αφορμή την επίσκεψη του στην Ελλάδα το 1962, ως επιβάτης του πλοίου «Γιουγκοσλαβία», έγραψε το έργο «Διαμονές: Το ταξίδι στην Ελλάδα», [3], στο οποίο περιγράφει τις εντυπώσεις του. Η περιγραφή του ταξιδιού του, ξεκινά με απόσπασμα από το ποίημα «Άρτος και Οίνος» του Χαϊλντερλίν, που είναι εμπνευσμένο από μια περιπλάνηση στον ελληνικό χώρο. Το πλοίο κατέπλευσε στην Κέρκυρα, στην Κεφαλλονιά, στην Ιθάκη και στο Κατάκωλο απ’ όπου κατευθύνθηκε οδικώς στην Ολυμπία. Ακολούθησαν η Κόρινθος, οι Μυκήνες, η Νεμέα, το Άργος, η Επίδαυρος, η Κνωσσός, η Φαιστός, η Πάτμος, η Δήλος, η Ρόδος και η Αττική, όπου επισκέφθηκε την Ακρόπολη, το Αρχαιολογικό Μουσείο, το Φάληρο, το Σούνιο και το Μοναστήρι της Καισαριανής, ενώ ολοκλήρωσε το ταξίδι με τις επισκέψεις στην Αίγινα και τους Δελφούς. Ο Χάιντεγκερ επισκέφθηκε για δεύτερη φορά την Ελλάδα το 1972 και στις 4 Απριλίου έδωσε διάλεξη στην Ακαδημία Αθηνών με θέμα «Η καταγωγή της Τέχνης και ο καθορισμός της σκέψεως».

Εργογραφία

Κυρίαρχο ζήτημα της φιλοσοφίας του Χάιντεγκερ είναι το ερώτημα γύρω από την έννοια του είναι, ερώτημα το οποίο πραγματεύθηκε αρχικά στο έργο του. Ασχολήθηκε με τη συγγραφή σπουδαίων φιλοσοφικών εργασιών που άσκησαν τεράστια επίδραση σε τομείς που εκτείνονται από τη φιλοσοφία μέχρι τη φυσική και τη λογοτεχνική κριτική. Ασπάστηκε τις ιδέες του Δανού φιλόσοφου Σέρεν Κίρκεγκααρντ και ανέπτυξε ένα σύστημα σκέψεως που χαρακτηρίστηκε ως αθεϊστικός υπαρξισμός. Πραγματικά, θεωρούνταν ο κύριος εκπρόσωπος της γερμανικής υπαρξιστικής φιλοσοφίας μετά τον Καρλ Γιάσπερς και επηρέασε βαθιά το Ζαν Πωλ Σαρτρ, ενώ υπήρξε ο κυριότερος κριτικός των σύγχρονων κοινωνικών ρευμάτων. Ο Γκάνταμερ κάνοντας μνεία στην συμπόρευση του Χάιντεγκερ με το Τρίτο Ράιχ αναφέρει ότι, «...υπήρξε ο μέγιστος των στοχαστών και ο ελάχιστος των ανθρώπων..».. Ο Χάιντεγκερ παραμένει ένας φιλοσοφικός ογκόλιθος, ο σημαντικότερος φιλόσοφος του εικοστού αιώνα, μπροστά στον οποίο στοχαστές όπως ο Σαρτρ φαντάζουν ελάχιστοι. Μικρό μόνο μέρος του έργου του έχει αποδελτιωθεί ενώ το «Είναι και Χρόνος» αποτελεί κείμενο πλατωνικών διαστάσεων. Είναι αναμφίβολα ο διασημότερος καταραμένος φιλόσοφος του εικοστού αιώνα, με μέγεθος σκέψεως ανάλογο των Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Ιμμάνουελ Καντ και Γκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ.

Το πνευματικό εύρος του έργου του Μάρτιν Χάιντεγκερ οδήγησε και άλλους, πλην της Χάνα Άρεντ, Εβραίους επιφανείς διανοούμενους να επιδιώξουν έναν επαναπροσδιορισμό της σχέσεως τους. To 1967 ο Εβραίος ποιητής και επιζών του Ολοκαυτώματος Πάουλ Τσέλαν επισκέφθηκε το «Todtnauberg», την καλύβα για σκι του Χάιντεγκερ στην καρδιά του γερμανικού Μέλανος Δρυμού, όπου ο εθνικιστής φιλόσοφος είχε γράψει το έργο του «Είναι και χρόνος», που αποτελεί ένα από τα ορόσημα του υπαρξισμού του 20ού αιώνα. Μια ημέρα νωρίτερα, στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ, ο Τσέλαν διάβαζε στίχους του Μάρτιν σε ένα πλήθος φοιτητών. Όταν ο ποιητής και ο φιλόσοφος συναντήθηκαν, ένας δημοσιογράφος πρότεινε να ποζάρουν για μια φωτογραφία, όμως ο Τσέλαν το απέφυγε, καθώς αν και τον θαύμαζε δεν ήταν διατεθειμένος να προσφέρει στον φιλόσοφο πολιτική άφεση αμαρτιών.

Το βιβλίο «Τα παιδιά του Χάιντεγκερ - Χάνα Άρεντ, Καρλ Λέβιτ, Χανς Γιόνας και Χέρμπερτ Μαρκούζε» [4] διερευνά τους τρόπους με τους οποίους τέσσερις από τους σημαντικότερους Εβραίους [5] φοιτητές του Χάιντεγκερ προσέγγισαν τη σχέση του καθηγητή τους με τους Γερμανούς εθνικιστές, καθώς και τον τρόπο που το γεγονός αυτό επηρέασε τη δική τους σκέψη [6]. Η Χάνα Άρεντ, ερωμένη αλλά και φοιτήτρια του Χάιντεγκερ, έφθασε να συγκαταλέγεται στους σπουδαιότερους πολιτικούς στοχαστές του 20ού αιώνα. Ο Καρλ Λέβιτ επέστρεψε στη Γερμανία το 1953 και σύντομα έγινε ένας από τους κορυφαίους φιλοσόφους της. Ο Χανς Γιόνας απέκτησε φήμη ως ο κορυφαίος φιλόσοφος του περιβαλλοντισμού στη Γερμανία και ο Χέρμπερτ Μαρκούζε έγινε διάσημος ως διανοούμενος της Σχολής της Φραγκφούρτης και μέντορας της Νέας Αριστεράς. Μεταξύ των υπερασπιστών του Χάιντεγκερ ξεχωριστή θέση κατέχει ο Γάλλος αποδομιστής Ζακ Ντερριντά, οποίος τον υπερασπίστηκε σθεναρά μέχρι τον δικό του θάνατο, το 2004. Η σκέψη του Χάιντεγκερ είναι κεντρική στα Ευρωπαϊκά εθνικιστικά κινήματα Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα και Jobbik στην Ουγγαρία, στο νεο-ευρασιανιστικό εθνικιστικό κίνημα στην Ρωσία, στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν και γενικότερα στον ριζοσπαστικό ισλαμισμό, καθώς οι πνευματικοί ηγέτες πίσω από την εγκαθίδρυση τους ήταν αφοσιωμένοι οπαδοί του Χάιντεγκερ.

Βιβλιογραφία

Κυριότερα από τα έργα του Μάρτιν Χαίντεγκερ είναι τα:

  • «Είναι και χρόνος», [«Sein und Zeit»], το 1927,
  • «Η ουσία του θεμελίου» το 1929,
  • «Ο Καντ και το πρόβλημα της μεταφυσικής» το 1929,
  • «Τι είναι η μεταφυσική» το 1929,
  • «Η θεωρία του Πλάτωνα για την αλήθεια» το 1942,
  • «Η ουσία της αλήθειας» το 1943,
  • «Επιστολή για τον Ουμανισμό», [7], το 1946,
  • «Η προέλευση του έργου τέχνης» το 1950,
  • «Εισαγωγή στη Μεταφυσική» το 1953,
  • «Το ερώτημα σχετικά με την τεχνολογία» το 1953,
  • «Τι σημαίνει σκέπτομαι;» το 1954,
  • «Τι είναι φιλοσοφία» το 1956,
  • «Στο δρόμο προς τη γλώσσα» το 1959,
  • «Νίτσε» το 1961,
  • «Χρόνος και Είναι» το 1962,
  • «Το τέλος της φιλοσοφίας και η αποστολή του σκέπτεσθαι» το 1964,
  • «Ηράκλειτος» το 1970,
  • «Η πραγματεία του Σέλινγκ για την ουσία της ανθρώπινης ελευθερίας» το 1971.

Μέρος του έργου του πρωτομεταφράστηκε στα Ελληνικά από τον παραδοσιοκράτη φιλόσοφο Χρήστο Μαλεβίτση. Tα Άπαντα του φιλοσόφου εμπλουτίζονται, ως τις μέρες μας, με κείμενα, μαθήματα, άρθρα αλλά και τα πολυσυζητημένα «Μαύρα Τετράδια» που αναζωπύρωσαν τη διεθνή συζήτηση για τις ναζιστικές οφειλές του Χάιντεγκερ [8].

Κριτική προσέγγιση

Ο Μάρτιν εκφράζει την πρωτοφασιστική διανόηση των Έζρα Πάουντ και Όσβαλντ Σπένγκλερ που αποζητούσαν ένα πάντρεμα Εθνικισμού, ανορθολογισμού και αντι-υλιστική χρήση της τεχνολογίας. Το πρώτο φιλοσοφικό αντικείμενο του είναι ο άνθρωπος, τον οποίο όμως δε βλέπει με διάθεση ουμανιστική, που την απορρίπτει, αλλά από τη σκοπιά ότι ο άνθρωπος, επειδή είναι το μόνο έλλογο ον, έχει την ικανότητα να ερευνά και να αναλύει την έννοια της ύπαρξης που αποτελεί την ουσία της φιλοσοφίας. Έτσι το τελικό περιεχόμενο της υπαρξιακής ανάλυσης του δεν είναι ο άνθρωπος, αλλά η ανθρώπινη υπόσταση σε όλες της τις εκδηλώσεις -το ον μέσα στον κόσμο, οι προοπτικές, η αστάθεια, η βεβαιότητα του θανάτου, η προσωρινότητα. Η ανακάλυψη του νοήματος που έχει κάθε εμπειρία για την παρουσία του όντος είναι η φαινομενολογία. Χρησιμοποιεί τη μέθοδο αυτή για τα προβλήματα της φιλοσοφίας του, η οποία όμως έτσι καταντά δυσπρόσιτη εξαιτίας των πολλών εμπειριών με τις οποίες εκφράζεται το είναι.

Ο Μάρτιν Χάιντεγκερ προσπαθεί να κατανοήσει το είναι μέσα από τις εκδηλώσεις του αυτές παρά να το επαληθεύσει. Η βασική εμπειρία που δημιουργεί άγχος για τον άνθρωπο είναι το πεπερασμένο, η ασημαντότητα, το μηδέν, η οποία τον οδηγεί στο καταφύγιο και στην ασφάλεια της τεχνικής και της επιστήμης. Η «αυθεντική» ύπαρξη επομένως, δεν είναι παρά η ικανότητα του ανθρώπου να πραγματώσει τη ζωή του χωρίς αυταπάτες, χωρίς ψέματα, αλλά να «υπάρχει για το θάνατό του», πέρα από την καθημερινότητα. Αργότερα, και ιδιαίτερα μετά τη μελέτη της φιλοσοφίας του Πλάτωνα, οι απόψεις του έχασαν τους μηδενιστικούς τόνους της πρώτης περιόδου και αναζήτησαν μέσα από τη γλώσσα των ποιητών την αλήθεια, την αποκάλυψη, τη νοσταλγία για την εποχή εκείνη της αρχαίας Ελλάδας, όπου οι θεοί ζούσαν μαζί με τους ανθρώπους. Το 1935 μιλάει σε ένα μάθημα για «την αλήθεια και το μεγαλείο» του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος και το 1936 δηλώνει χωρίς επιφυλάξεις στον Λέβιτ την πίστη του προς τον Αδόλφο Χίτλερ. Το 1944 ο Ευγένιος Φίσερ, μεγάλη επιστημονική αυθεντία του εθνικοσοσιαλισμού στον φυλετικό τομέα, έγραφε στον γκαουλάιτερ του Σάλτσμπουργκ ότι ο Χάιντεγκερ είναι ένας «στοχαστής εξαιρετικός και αναντικατάστατος για το κόμμα», προσθέτοντας: «Δεν έχουμε και τόσους μεγάλους εθνικοσοσιαλιστές φιλοσόφους».

Η προσέγγιση του έργου του είναι δεμένη με την κατανόηση αυτού που ονομάζει «Dasein», λέξη που στα γερμανικά σημαίνει ύπαρξη ή ζωή, [σύνθετη λέξη και προέρχεται από το Da=εδώ και το Sein=είναι], στο οποίο αναγνώρισε πολλούς τρόπους υπάρξεως, ανάλογα με τις σχέσεις στις οποίες συμμετέχει. Θεωρεί ότι το «Dasein» υπάρχει αυθεντικά μέσα στον χρόνο, όχι όμως στο φυσικό μετρήσιμο χρόνο, αλλά στο βιωμένο χρόνο, όπου η χρονικότητα πραγματοποιείται ως η ενότητα του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, σε στενή συνάφεια. Αναφέρει το «Dasein» ως ιστορική ύπαρξη, η οποία υπάρχει προς τον θάνατο, ενώ βρίσκεται πάντα σε συνάφεια με το παρελθόν της, ως ιστορική ύπαρξη. Θεμελιώδεις έννοιες του έργου του αποτελούν, η μέριμνα, η οποία υποδηλώνει την ανάγκη της υπάρξεως να αγρυπνά για το είναι της, και της αυθεντικής ή μη υπάρξεως του «Dasein», που αποτελεί και την κριτική του στον δυτικό πολιτισμό, καθώς διαπιστώνει αγκίστρωση των σύγχρονων ανθρώπων στον κόσμο της καθημερινής τύρβης και απομάκρυνση τους από την αυθεντική βίωση του κόσμου μέσω της εγγύτητας του είναι τους. Η ανάλυση του υπήρξε πρωτοποριακή για την εποχή της, όμως απέτυχε, σύμφωνα με δική του ομολογία, να δώσει απάντηση στο ερώτημα για το νόημα του είναι, το οποίο σε μεγάλο βαθμό υπονοείται στο έργο αυτό, αλλά δεν αποσαφηνίζεται.

Μετά τη δεκαετία του 1930 άρχισε να απομακρύνεται από τη φαινομενολογία του Χούσερλ, και επαναδιαπραγματεύθηκε το ερώτημα για το «είναι», στηριγμένος στη μελέτη του μεγάλου Γερμανού ρομαντικού ποιητή Φρίντριχ Χέλντερλιν και των προσωκρατικών φιλοσόφων. Ερμήνευσε υπό ξεχωριστό πρίσμα τα έργα των προσωκρατικών και ο τρόπος αυτός χαρακτηρίστηκε από μεταγενέστερους μελετητές τους ως «ερμηνευτική βία», και υποστήριξε ότι είχαν κατορθώσει να αντιληφθούν το «είναι» ως άμεση ύπαρξη. Υποστήριξε επίσης ότι η μεταφυσική φιλοσοφία, η μεταγενέστερη των προσωκρατικών, αποτέλεσμα στροφή προς τα πίσω και οδήγησε στην πολυδιάσπαση της φιλοσοφίας μέσω της επιστήμης και της τεχνολογίας. Η πολυδιάσπαση, σύμφωνα με τον ίδιο, έλαβε τέλος στον αποδομητικό νιχιλισμό του Φρίντριχ Νίτσε, που ανέδειξε τα αδιέξοδά της, χωρίς όμως να βρει τον τρόπο να τα ξεπεράσει. Εξάντλησε την φιλοσοφική του προσπάθεια αναζητώντας να ξεπεράσει το νιχιλισμό, [μηδενισμός], της μεταφυσικής, που εκφράζεται μέσω της ανθρώπινης κυριαρχίας πάνω στη φύση. Ιδιαίτερη σημασία έχει η επεξεργασία της θεωρίας του για τη γλώσσα, η οποία άσκησε επίδραση στη φιλοσοφία της αποδομήσεως του Ζακ Ντεριντά.

Αποκλήθηκε από μεταγενέστερους του ως υπαρξιστής, αυτός που επέκρινε με έντονο τρόπο τον υπαρξισμό του Ζαν Πολ Σαρτρ, όμως στην ουσία αποτελεί τον εισηγητή μιας νέας οντολογίας, που αρχικά ήταν επηρεασμένη από τη φαινομενολογία και χαρακτηρίστηκε αρχικά, ως φαινομενολογική οντολογία και τέλος, νέα οντολογία. Υπήρξε αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, όμως η σημασία του φιλοσοφικού του έργου είναι τεράστια αξίας για τη σύγχρονη φιλοσοφική σκέψη, καθώς βρέθηκε στο μεταίχμιο μεταξύ παλιάς και νέας φιλοσοφίας. Θεωρείται ότι συνέβαλε στο ξεπέρασμα των αγκυλώσεων της παραδοσιακής μεταφυσικής φιλοσοφίας της συνειδήσεως και χάραξε δρόμους στους μεταγενέστερους στοχαστές, όπως ο Γκάνταμερ, ο Ρικέρ, ο Μερλό-Ποντί, ο Σαρτρ, ο Φουκό, ο Ντεριντά, οι οποίοι στηρίχθηκαν έντονα πάνω στο έργο του.

Διαβάστε τα λήμματα

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Μάρτιν Χάιντεγκερ, Περιοδικό «Διαβάζω», τεύχος 399ο, Σεπτέμβριος 1999.]
  2. [Emmanuel Faye, Heidegger, The Introduction of Nazism into Philosophy in Light of the Unpublished Seminars of 1933-1935, Yale University Press, 2009.]
  3. [Εκδόσεις «Κριτική», 1998, μετάφραση Γ. Φαράκλας, Επιμέλεια Ν.Καλταμπάνος]
  4. [Ρίτσαρντ Γουόλιν, «Τα παιδιά του Χάιντεγκερ - Χάνα Άρεντ, Καρλ Λέβιτ, Χανς Γιόνας και Χέρμπερτ Μαρκούζε», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, μετάφραση: Μάνος Βασιλάκης, επιστημονική επιμέλεια: Περικλής Βαλλιάνος, Ηράκλειο 2019, σελίδες 482. Ο Richard Wolin είναι καθηγητής ιστορίας και συγκριτικής φιλολογίας στο Graduate Center του City University of New York. Το πρώτο βιβλίο του που εκδόθηκε στην Ελλάδα ήταν «Η γοητεία του ανορθολογισμού-το ειδύλλιο της διανόησης με τον φασισμό από τον Νίτσε στον μεταμοντερνισμό» (μετάφραση Μαρία Φιλιππακοπούλου, θεώρηση-μετάφραση-επιμέλεια Δήμητρα Τουλάτου, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2007.]
  5. [Ο Μ. Χάιντεγκερ, οι Εβραίοι μαθητές του και ο ναζισμός.]
  6. [Επικίνδυνη μαθητεία. Για τη χαϊντεγκεριανή κληρονομιά. Νίκος Σεβαστάκης, Κυριακή, 10 Νοεμβρίου 2019.]
  7. [Ο Μάρτιν Χάιντεγκερ και η διαμάχη για τον ανθρωπισμό και τον ορθό λόγο Εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», «Βιβλιοθήκη», Πέμπτη 29 Απριλίου 2010.]
  8. [Tα «Μαύρα Τετράδια» αποτελούν παγκόσμιο αντικείμενο συζητήσεων με επίκεντρο τις αντισημιτικές όψεις στις ημερολογιακές καταγραφές του Χάιντεγκερ. Σχετικές αναφορές υπάρχουν στο δοκίμιο του Νικήτα Σινιόσογλου, «Μαύρες διαθήκες. Δοκίμιο για τα όρια της ημερολογιακής γραφής», Αθήνα, «Κίχλη», 2018 καθώς και Nikolas Weil «Heidegger et les cahiers noirs. Mystique duressentiment», «Ed. Cnrs», 2018 αλλά και στον τόμο υπό την επιμέλεια των Ingo Farin και Jeff Malpas «Reading Heideggers’ Black Notebooks», 1931-1941, MIT Press», 2016.]