Επίστρατοι (1916)

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Οι Επίστρατοι [1], επίσημος τίτλος Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εφέδρων [Π.Σ.Ε.], εθνικιστική φιλομοναρχική οργάνωση, «αυτόνομο λαϊκό κίνημα με εθνικούς στόχους» με στρατιωτική δομή και χαρακτηριστικά, η πρώτη μαζική πολιτική & κοινωνική κινηματική οργάνωση απλών πολιτών στην Ελλάδα που τάχθηκε κατά της ξενικής επεμβάσεως στα εσωτερικά πολιτικά πράγματα ωθώντας και την ηγεσία του σε αντίσταση εναντίον των προστάτιδων δυνάμεων, ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 1915 από αποστρατευμένους βετεράνους των Βαλκανικών Πολέμων και εξαπλώθηκε με ταχύτατους ρυθμούς σε κάθε γωνιά της Ελλάδος, παράλληλα με την υποχρεωτική γενική αποστράτευση που είχε επιβάλει η συμμαχία της Αντάντ στο βασιλιά Κωνσταντίνο Α'.

Τα μέλη του Συνδέσμου χαρακτήριζαν η απόλυτη πίστη και αφοσίωση στον Βασιλιά Κωνσταντίνο Α', τον οποίο αποκαλούσαν σωτήρα της Πατρίδος (εθνοσωτήρας), δοξασμένο (τρισένδοξο) στρατηλάτη, φιλόστοργο Πατέρα, ίνδαλμα του Γένους και απευθυνόμενοι προς αυτόν έγραφαν: «Συ είσαι η καρδιά του συκοφαντουμένου στρατού Σου ο οποίος πιστός παρά τους πόδας του Θρόνου σου είνε έτοιμος μόλις Συ διατάξης, αρκεί να ηγήσαι Συ μόνος ο λατρευτός ίνα καταγάγης νήστις πάλιν νέον Κιλκίς και Μπιζάνι. Ωρκίσθημεν εκάστη σταγών του ιδρώτος Σου να πληρωθή δια του αίματος των εχθρών Σου και της Πατρίδος» [2]. Ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εφέδρων διαλύθηκε -επισήμως- τον Ιανουάριο του 1917, όμως ανεπίσημα η δράση των μελών του συνεχίστηκε με έντονη -κυρίως πολιτική- δράση για μια περίοδο περίπου τριών ετών ακόμη.

Επίστρατοι (1916) Η μάχη της Αθήνας

Περιεχόμενα

Το κλίμα της εποχής

Το 1914 ξέσπασε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος. Πολύ καιρό πριν από την κήρυξη του πολέμου, είχαν διαμορφωθεί δυο μεγάλοι πολιτικοστρατιωτικοί συνασπισμοί. Από τη μια πλευρά, η Γερμανία, η Αυστροουγγαρία, η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Βουλγαρία αποτέλεσαν τον συνασπισμό των «Κεντρικών Δυνάμεων». Από την άλλη πλευρά, η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και η Ρωσία συγκρότησαν την «Τριπλή Εγκάρδια Συνεννόηση» (Αντάντ). Στα τέλη του 1914-αρχές του 1915, ο τότε πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος έκρινε ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να συμμετάσχει στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, για να διασφαλίσει τα οφέλη της από τους Βαλκανικούς πολέμους, όμως ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α' υποστήριζε τη «διαρκή ουδετερότητα», καθώς οι μεγάλες λαϊκές μάζες, λίγο μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, αδυνατούσαν ή απλώς δεν επιθυμούσαν να πολεμήσουν πάλι. Τον Φεβρουάριο του 1915 η Αντάντ επιχείρησε να καταλάβει τα Δαρδανέλια και ο Βενιζέλος υποστήριξε ότι η Ελλάδα έπρεπε να συμμετάσχει στην προσπάθειά της, όμως αντίθετη ήταν η άποψη του βασιλιά Κωνσταντίνου Α', κάτι που οδήγησε τον Βενιζέλο σε παραίτηση και στη θέση του ανέλαβε ο Αλέξανδρος Ζαΐμης. Τον Μάιο του ίδιου χρόνου ο Βενιζέλος επικράτησε στις εκλογές και κήρυξε την Ελλάδα σε επιστράτευση, όμως ο βασιλιάς Κωνσταντίνος διαφώνησε εκ νέου. Ο Βενιζέλος παραιτήθηκε για δεύτερη φορά, στη θέση του ανέλαβε ο Στέφανος Σκουλούδης.

Μέσα του 1915 συμμαχικά στρατεύματα είχαν καταλάβει τη Λήμνο και την Τένεδο, ενώ σχεδιαζόταν η κατάληψη της Μυτιλήνης, της Μήλου και του Καστελόριζου, για να χρησιμοποιηθούν ως ναυτικές βάσεις. Τον Οκτώβριο η Αντάντ παραβιάζοντας κάθε έννοια εθνικής Ελληνικής κυριαρχίας αποβίβασε στρατεύματα στη Θεσσαλονίκη και την κατέλαβε, ενώ τον Δεκέμβριο του 1915 έγιναν νέες εκλογές από τις οποίες απείχαν οι Φιλελεύθεροι. Η συγκρότηση της Επαναστατικής Επιτροπής της Εθνικής Άμυνας αποφασίστηκε σε συσκέψεις των ηγετικών στελεχών των φιλελευθέρων εκείνο το μήνα όταν οι Πέτρος Αργυρόπουλος, Αλέξανδρος Ζάννας, Δημήτριος Δίγκας, Κωνσταντίνος Αγγελάκης, Νικόλαος Δούμας και Νικόλαος Μάνος υπέγραψαν ένα κείμενο που κατέληγε:
«.... Έχοντες υπ' όψιν ότι η επίσημος Ελλάς κατόπιν της εκ Θεσσαλονίκης αποχωρήσεως ολοκλήρου σχεδόν του Ελληνικού Στρατού εγκατέλειψε τον ελληνισμόν άνευ προστασίας (...) ότι ένεκα του διεθνούς χαρακτήρος της Θεσσαλονίκης κινδυνεύει η υπόστασις του ελληνικού στοιχείου, κατόπιν της λυπηράς στάσεως του Ελληνικού Κράτους (...) απεφασίσαμεν την συγκρότησιν επιτροπής της οποίας η δράση θα είναι μυστική και φανερά ...».

Oι Σύμμαχοι, προκειμένου να πιέσουν την κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη να συμμετάσχει στον πόλεμο, προχώρησαν σε μερικό αποκλεισμό των Ελληνικών λιμανιών, με αποτέλεσμα το ψωμί να αρχίσει να γίνεται δυσεύρετο ακόμα και σε σιτοπαραγωγικές περιοχές όπως η Δυτική Θεσσαλία, ενώ η κατάσταση στις πόλεις επιδεινώνεται και παρουσιάζονται ελλείψεις όχι μόνο σε βασικά είδη διατροφής αλλά ακόμη και στο αλάτι. Τα κάρβουνα όπως και το πετρέλαιο εξαντλήθηκαν και ο κόσμος αρχίζει να διαμαρτύρεται. Στην πόλη των Τρικάλων την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1916 εργάτες και άνεργοι επιχειρούν να διαμαρτυρηθούν για την έλλειψη τροφίμων, όμως η αστυνομία διέλυσε τη συγκέντρωση τους. Τον Φεβρουάριο του 1916 οι Γάλλοι κατέλαβαν την Κέρκυρα ώστε να βρει εκεί καταφύγιο ο Σερβικός στρατός που υποχωρούσε από τα μέτωπα του πολέμου και η κυβέρνηση της Σερβίας. Τον Μάρτιο γυναίκες επιστρατευμένων περικύκλωσαν Νομαρχίες σε όλη τη χώρα εκλιπαρώντας για μια ελάχιστη ποσότητα από τρόφιμα ενώ στα Τρίκαλα σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια ασκήσεως πιέσεως μητέρες έφτασαν στο σημείο, φεύγοντας, να αφήσουν έξω από τη Νομαρχία έξι νεογέννητα [3]. Tον Μάιο του ίδιου χρόνου η Γερμανία, συνεπικουρούμενη από την Βουλγαρία, αντιδρώντας στην εμπλοκή των δυνάμεων της Αντάντ στην Ελλάδα εισέβαλε και κατέλαβε την Ανατολική Μακεδονία.

Στις 8/21 Ιουνίου 1916 οι κυβερνήσεις της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Ρωσίας επέδωσαν στην κυβέρνηση Σκουλούδη συμμαχική διπλωματική διακοίνωση, αξιώνοντας τον άμεσο σχηματισμό υπηρεσιακής κυβερνήσεως, την άμεση και πλήρη αποστράτευση, τη διάλυση της Βουλής, την προκήρυξη νέων εκλογών και, τέλος, την αντικατάσταση «αστυνομικών τινών λειτουργών». Τον ίδιο μήνα άρχισε ο αποκλεισμός της Ελλάδος από τους Αγγλογάλλους, παραιτήθηκε από πρωθυπουργός ο Στέφανος Σκουλούδης και συγκροτήθηκε νέα κυβέρνηση υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη. Πρώτο του μέλημα ήταν να συστηματοποιήσει τη γενική αποστράτευση που είχε ήδη αρχίσει να εφαρμόζεται ανεπίσημα υπό μορφή αδειών, πριν ακόμα από τη συμμαχική νότα. Αλλά οι απολυόμενοι εντάσσονταν σε συλλόγους επιστράτων με καθαρά αντιβενιζελικές επιδιώξεις. Οι επίστρατοι εμφορούνταν από αντιδυτικό φρόνημα και προπαγάνδιζαν την ουδετερότητα. Λόγω του κινδύνου των επιστράτων η Γαλλία ζήτησε τη ματαίωση των εκλογών, διότι τα αποτελέσματα δεν θα ήταν τα επιθυμητά.

Επιπλέον οι χώρες που συμμετείχαν στην Αντάντ απαίτησαν από τον Βασιλιά Κωνσταντίνο Α' τον αφοπλισμό του συνόλου των Ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Ο Κωνσταντίνος αποδέχτηκε το αίτημα, όμως, συγχρόνως, έδωσε εντολή οι έφεδροι που απολύονται να οργανώνονται σε συνδέσμους. Στις 30 Ιουνίου από φωτιά που ξέσπασε στο Τατόι κινδύνεψε σοβαρά η ζωή του βασιλιά όμως έχασαν την ζωή τους αξιωματικοί και οπλίτες της φρουράς του βασιλιά. Στις 17 Αυγούστου του 1916 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη -υπό τις ευλογίες της Αντάντ- κυβέρνηση υπό τον Βενιζέλο, η αποκαλούμενη κυβέρνηση Εθνικής Αμύνης, επιδιώκοντας τη συμμετοχή της Ελλάδος στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων χωρών, της Αντάντ και γι' αυτό το λόγο διέταξε επιστράτευση. Στις 25 Αυγούστου ο Ιταλικός στρατός που κατείχε την Αλβανία προωθήθηκε στη Βόρειο Ήπειρο. Στο τέλος του καλοκαιριού του 1916, στην Ελλάδα υπήρχαν δύο αντίπαλα κέντρα εξουσίας, όπως αποτυπώθηκε γεωγραφικά με τον διαμοιρασμό της Ελλάδος σε «κράτος των Αθηνών» υπό τον βασιλιά Κωνσταντίνο Α' και «κράτος της Θεσσαλονίκης» υπό τον Βενιζέλο.

Αιχμαλωσία Δ' Σώματος Στρατού

Στις 18 Αυγούστου 1916, ο βουλγαρικός στρατός εισέβαλε αιφνιδιαστικά στην Ανατολική Μακεδονία. Στόχος τους, όπως ισχυρίζονταν, ήταν να περιορίσουν τις κινήσεις των εχθρικών δυνάμεων της Αντάντ. Την ίδια μέρα, οι πρέσβεις της Γερμανίας και της Βουλγαρίας, με διακοινώσεις των κυβερνήσεων τους, έδιναν εξηγήσεις και παρείχαν εγγυήσεις ότι δεν κινδυνεύει η Ελληνική εδαφική ακεραιότητα και ότι δεν θα έθιγαν την εξουσία των τοπικών αρχών ενώ ο στρατός τους θα αποχωρούσε όταν εξέλειπαν οι στρατιωτικοί λόγοι. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α' έδωσε εντολή στους επιτελείς του Δ' Σώματος Στρατού να συμπτυχθούν και να περιμένουν εντολές. Ο διοικητής συνταγματάρχης Ιωάννης Χατζόπουλος ζητούσε βοήθεια και τηλεγραφούσε: «Αναφέρω ότι η συμπεριφορά των Βουλγάρων είναι εντελώς εχθρική. Οι κάτοικοι των πόλεων Σερρών και Δράμας έντρομοι καταφεύγουν εις Καβάλα. Παρακαλώ όπως τύχω άμεσης απαντήσεως επί αιτήσεώς μου να επιστρέψουν αμέσως οι επίστρατοι καθόσον οι προθέσεις των Βουλγάρων περί καταλήψεως της Καβάλας εκδηλούνται από ώρα εις ώρα σαφέστερες, εάν δε συμβεί τούτο η πόλις θα καταστραφεί και θα αιχμαλωτιστεί το Σώμα ολόκληρον. Είναι αναγκαία η αποστολή στόλου, διότι μόνον η παρουσία του θα καθησυχάσει τους πληθυσμούς. Δεν είναι δυνατόν να αντιληφθείτε την ενταύθα κατάστασιν». Η απάντηση του εστάλη την ίδια μέρα: «Την πρότασιν περί εφέδρων αποκρούομεν, αποκλείοντες την βίαν. Καθησυχάσατε έντρομους πληθυσμούς και ενθαρρύνατε αυτούς. Στόλος δεν θα αποσταλεί».

Οι Γερμανοί πίεζαν με κάθε τρόπο τον Χατζόπουλο, να εγκαταλείψει την Καβάλα ενώ υπήρξε πρόταση Βρετανού πλοιάρχου ενός ατμόπλοιου να μεταφέρει το στράτευμα στη Θεσσαλονίκη. Ο Χατζόπουλος όμως αρνήθηκε, επειδή ήταν πιστός στον βασιλιά και απευθύνθηκε στον Γερμανό αρχιστράτηγο Χίντενμπουργκ. Για να αποφευχθεί η αιχμαλωσία του Σώματος από τον βουλγαρικό στρατό, του ζήτησε τη μεταφορά του στρατεύματος, μαζί με τον οπλισμό του, στη Γερμανία, ως το τέλος του πολέμου. Το αίτημα του έγινε δεκτό. Οι Έλληνες στρατιώτες παραδόθηκαν αμαχητί, εγκατέλειψαν οικειοθελώς την πόλη και αποφάσισαν να μεταφερθούν στην πόλη Γκέρλιτς [4]. Το αιχμάλωτο Δ' Σώμα του Ελληνικού Στρατού αποτελούσαν 6.100 Έλληνες στρατιώτες, 430 αξιωματικοί, μεταξύ τους και ο Νικόλαος Κουρκουλάκος, δυνάμεις της Ελληνικής Χωροφυλακής, στρατιωτικοί υπάλληλοι, 93 γυναίκες αξιωματικών και 5 παιδιά με διοικητή τον Συνταγματάρχη Ιωάννη Χατζόπουλο [5], εκτός από 2.000 στρατιωτικούς που επίλεξαν να μεταφερθούν στην Θεσσαλονίκη και ονοµάστηκαν «Μεραρχία Σερρών». Για τη μεταφορά χρησιμοποιήθηκαν 10 τρένα και το ταξίδι έγινε μέσω Βουλγαρίας. Το ταξίδι από τη Δράμα διήρκησε 12 μέρες. Στο Γκέρλιτς, η υποδοχή ήταν θερμή. Γερμανοί αξιωματικοί και κάτοικοι της πόλης υποδέχθηκαν το Δ’ Σώμα Στρατού, ενώ μπάντα παιάνιζε προς τιμή τους.

Στις αρχές του 1918, με την κατηγορία ότι ασκούσαν προπαγάνδα, 25 Έλληνες αξιωματικοί οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Βερλ της Βεστφαλίας, ενώ άλλοι 17 στις φυλακές του Κόνιγκσμπεργκ. Οι στρατιώτες υπέφεραν από ποικίλες στερήσεις, είχαν ελλιπή διατροφή και αντιμετώπιζαν συνθήκες αφόρητου κρύου στις παράγκες του στρατοπέδου, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους περίπου 400 άτομα, τα περισσότερα από φυματίωση. Οι Γερμανοί απαίτησαν από τους στρατιώτες να συμμετέχουν σε αγροτικές ασχολίες, ενώ ορισμένοι διασκορπίστηκαν βίαια, από την Κολωνία μέχρι και το Μπρέσλαου, σε πολεμικές βιομηχανίες, ορυχεία, εργοστάσια και αλλού. Οι Έλληνες «όμηροι» έβγαλαν δική τους εφημερίδα, που εκδόθηκε σε όλη τη Γερμανία και ηχογράφησαν ρεμπέτικα και παραδοσιακά τραγούδια. Εκεί, τον Ιούλιο του 1917, έγινε για πρώτη φορά παγκοσμίως και η ηχογράφηση ενός μπουζουκιού. Αξιόλογη ήταν επίσης η πνευματική και πολιτιστική δράση πολλών Ελλήνων αιχμαλώτων καλλιτεχνών και διανοουμένων, όπως του κομμουνιστή Υπολοχαγού, μετέπειτα θεατρικού συγγραφέα, Βασίλη Ρώτα. Τον Νοέμβριο του 1918, μετά την λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, οι βασιλόφρονες αξιωματικοί, φοβούμενοι αντίποινα, αρνήθηκαν να επιστρέψει το Δ' Σώμα Στρατού στην Ελλάδα. Πολλοί στρατιώτες συμμετείχαν στην επανάσταση των Σπαρτακιστών της Ρόζας Λούξεμπουργκ, με αίτημα την άμεση επιστροφή τους στην Ελλάδα. Μετά την αποτυχία της εξεγέρσεως αρκετοί δραπέτευσαν και επέστρεψαν κατά τμήματα στην Ελλάδα, όπου οι βασιλόφρονες υπέστησαν διώξεις και κατηγορήθηκαν για προδοσία. Το Δεκέμβριο του 1918 όλοι οι αιχμάλωτοι αξιωματικοί του Δ' Σώματος Στρατού τέθηκαν σε αυτεπάγγελτη διαθεσιμότητα [6].

Μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου κι ύστερα από διαπραγματεύσεις, άρχισε η απέλαση, που ολοκληρώθηκε όταν οι τελευταίοι 600 Έλληνες στρατιώτες αναχώρησαν με προορισμό την Ελλάδα. Με την συνοδεία Αμερικανών αξιωματικών, που εκπροσωπούσαν τους νικητές συμμάχους, μεταφέρθηκαν τον Φεβρουάριο του 1919 από το Γκαίρλιτς στο Φιούμε της Ριέκα σιδηροδρομικώς και από εκεί με πλοίο στην Ελλάδα, έχοντας μαζί τους τις Γερμανίδες γυναίκες τους και τα παιδιά τους. Περισσότεροι από 200 Έλληνες εγκαταστάθηκαν οριστικά στο Γκέρλιτς, όπου το 1921, ιδρύθηκε ο «Ελληνικός Σύνδεσμος Γκαίρλιτς» που διαλύθηκε με την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία [7]. Η υποδοχή των στρατιωτών και των αξιωματικών τους στην Ελλάδα που διοικούσε το καθεστώς του Βενιζέλου ήταν απολύτως εχθρική και διαδραματίστηκαν σε βάρος τους πολλά έκτροπα, από οπαδούς του Βενιζέλου. Οι αξιωματικοί παραπέμφθηκαν σε στρατοδικεία και καταδικάστηκαν, ενώ οκτώ από αυτούς, ανάμεσα τους και ο Καράκαλος που διαδέχθηκε τον Χατζόπουλο μετά τον θάνατο του, στη ποινή του θανάτου. Τελικά οι θανατικές καταδίκες δεν εκτελέστηκαν, ενώ πολλοί, που φυλακίστηκαν στην Κρήτη και σε άλλα νησιά, απελευθερώθηκαν λίγους μήνες αργότερα με την εκλογική ήττα του Βενιζέλου το 1920 και την επαναφορά του Κωνσταντίνου στον θρόνο. Οι αξιωματικοί που τιμωρήθηκαν από το βενιζελικό καθεστώς, αποκαταστάθηκαν, πήραν προαγωγές και πήγαν στο Μέτωπο της Μικράς Ασίας, το οποίο ήταν ήδη σε έξαρση.

Σύνδεσμοι Επιστράτων

Τον Νοέμβριο του 1913 ιδρύθηκε ο «Σύνδεσμος Εφέδρων Υπαξιωματικών» που υπήρξε ο πρόδρομος και πυρήνας του Π.Σ.Ε. [Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εφέδρων]. Ο Σύνδεσμος Εφέδρων Υπαξιωματικών είχε πετύχει την ματαίωση της ψηφίσεως νομοσχεδίου του Ελευθερίου Βενιζέλου με το οποίο απέκλειε τους έφεδρους υπαξιωματικούς παλαιότερων κλάσεων από το δικαίωμα προαγωγής στο βαθμό του αξιωματικού. Οι Σύνδεσμοι Επιστράτων δημιουργήθηκαν από αξιωματικούς και οπλίτες που αποφάσισαν να κρατήσουν τους οργανωτικούς δεσμούς τους απέναντι στα δεινά που έβλεπαν να έρχονται. Την ξένη επέμβαση και την προκλητικότητα των Βενιζελικών που χρηματοδοτούμενοι και οπλισμένοι από τους πράκτορες των Αγγλογάλλων, ετοίμαζαν το πιο καταπιεστικό καθεστώς του φιλελεύθερου ολοκληρωτισμού στο όνομα της δημοκρατίας.

Δημιουργία Συνδέσμων Επιστράτων

Ο έφεδρος λοχίας και δικηγόρος Αθηνών Γεώργιος Καμαρινός φέρεται να είναι αυτός που συνέλαβε και υλοποίησε την ιδέα της οργανώσεως όλων των ανά την επικράτεια επιστρατευμένων εφέδρων και τον Οκτώβριο του 1915 υλοποίησε την ιδέα του από κοινού με άλλους ομοϊδεάτες του. Εκείνο τον μήνα ο Καμαρινός συγκάλεσε συνάντηση φίλων στο καφενείο του Νικολάου Αθανασούλια στην περιοχή Πευκάκια Αθηνών. Στη διάρκεια αυτής της συναντήσεως συσκέψεως αποφασίστηκε η ίδρυση του Συνδέσμου και επιλέχθηκε το πρώτο εννεαμελές συμβούλιο για το οποίο ορίστηκε η θητεία του να έχει 15ήμερη διάρκεια. Πρώτη ενέργεια των ιδρυτών του Συνδέσμου ήταν η αποστολή τηλεγραφήματος στον Βασιλιά Κωνσταντίνο Α' με το οποίο του ανήγγειλαν την ίδρυση του Συνδέσμου και τον διαβεβαίωσαν ότι βρίσκονταν υπό τις διαταγές του. Τις επόμενες ημέρες το συμβούλιο του Συνδέσμου προχώρησε στην σύνταξη του καταστατικού και στην δημιουργία παραρτημάτων σε όλη την επικράτεια. Παράλληλα αποφασίστηκε η διενέργεια ιδρυτικού καταστατικού συνεδρίου, έτσι κάθε παράρτημα απέστειλε έναν αντιπρόσωπο του στην Αθήνα, όπου συγκεντρώθηκαν για πρώτη φορά 37 εκπρόσωποι Παραρτημάτων του Συνδέσμου των Επιστράτων. Τον δικηγόρο Καμαρινό διαδέχθηκε ο επίσης δικηγόρος Κλαπέας ο οποίος ήταν Πρόεδρος τον Ιούνιο του 1916 όταν οι Γάλλοι ζήτησαν την διακοπή της δράσεως του Συνδέσμου και η Κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη ζήτησε από τους υπεύθυνους των κατά τόπους γραφείων να παραδώσουν τα κλειδιά των αιθουσών. Στη συνέχεια καθήκοντα Προέδρου ανέλαβε ο υπάλληλος της Γεωργικής Βασιλικής Εταιρείας Γεώργιος Νέρης, τον οποίο διαδέχθηκε ο Ιωάννης Σαγιάς επί της προεδρίας του οποίου αποφασίστηκε η μετατροπή του κανονισμού λειτουργίας ώστε η αλλαγή του Συμβουλίου να επέρχεται ανά τρείς μήνες.

Ίδρυση & Σκοποί

Το πρακτικό ιδρύσεως του Συνδέσμου υπογράφηκε στις 30 Μαΐου 1916 από τα πρώτα είκοσι ιδρυτικά του μέλη σύμφωνα με τον νόμο περί σωματείων. Στο πρώτο προσωρινό συμβούλιο του ορίστηκαν ως μέλη δικηγόροι και έμποροι που ως έφεδροι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί βασίζονταν στη στενή σχέση με τους άνδρες τους. Μεταξύ των μελών του ήταν και ο Πέτρος Γιάνναρος, εκδότης και δημοσιογράφος, ιδρυτής της εφημερίδος «Εσπερινή» των Αθηνών. Οργανωτής και καθοδηγητής των Επιστράτων θεωρείται ο Ιωάννης Μεταξάς. Σκοπός της ιδρύσεως του, όπως δηλώνεται στο καταστατικό του, είναι:

  • α) πρόνοια για τους εφέδρους και τις οικογένειές τους, καθώς λειτούργησαν ως άμυνα στην βιαιότητα και στη δολοφονική τακτική των Βενιζελικών,
  • β) διαπαιδαγώγηση του ελληνικού λαού στα εθνικά ζητήματα, η οποία θα επιτευχθεί με την
  • έκδοση εντύπων, η ίδρυση λεσχών, σχολείων και την επάνοδο των Ελληνικών ηθών.

Η σύνταξη του καταστατικού του Συνδέσμου ανατέθηκε στον Ι. Θεοφιλάκη και το καταστατικό εγκρίθηκε στις 5 Ιουνίου του ίδιου χρόνου. Η δημιουργία του Συνδέσμου παρουσίαζε σημαντικές πολιτικές και οργανωτικές ομοιότητες με τα ιταλικά, γερμανικά και αυστριακά πρωτοφασιστικά κινήματα, όπως:

  • η μη αποκήρυξη της χρήσεως βίας,
  • η απέχθεια των μελών του για τον κοινοβουλευτισμό και την Δημοκρατία, καθώς οι επικεφαλής τους διάκεινται φιλικά προς τον αντικοινοβουλευτισμό, τον αντιφιλελευθερισμό και είναι προφανής η απέχθεια τους προς την ιδέα της Δημοκρατίας σαν κάτι καταστροφικό για το Έθνος. «Με την ανακήρυξιν της Δημοκρατίας θα γίνωμεν απλούστατα λαός άνευ ιδέας, η νόθος και έκφυλος φωνή της Ανθρωπότητος και οι Ισραηλίται των Εθνών!», αναφέρει κείμενο των επιστράτων τον Οκτώβριο του 1916, και
  • η συγκρότηση του Συνδέσμου κυρίως από μέλη με μικροαστική καταγωγή.

Σύμφωνα με την διήγηση Γάλλου διπλωμάτη που υπηρετούσε τότε στην Ελλάδα: «Ἡ ἀθηναϊκὴ κοινωνία χωρίζεται σὲ βενιζελικοὺς καὶ ἀντιβενιζελικούς· καὶ εἶναι εὔκολο νὰ τοὺς ξεχωρίσει κανείς: Οἱ βενιζελικοὶ εἶναι κομψὰ ντυμένοι, ἐπειδὴ εἶναι πλούσιοι· οἱ βασιλόφρονες κακοντυμένοι, γιατὶ εἶναι φτωχοί». Στο φύλλο της εφημερίδος «Νέα Ημέρα» [8] δημοσιεύεται ανακοινωθέν του Συνδέσμου Επιστράτων Αθηνών που προέκυψε από την πρώτη του συνέλευση, στο οποίο διαψεύδει όσους ισχυρίζονταν ότι οι Σύλλογοι συγκροτήθηκαν με την παραίνεση των αξιωματικών των εφέδρων ή συγκεκριμένων αντιβενιζελικών κομμάτων. Ως σκοπός του Συνδέσμου σύμφωνα με το καταστατικό ορίζεται η πρόνοια περί της τύχης των απολυομένων και η «διαπαιδαγώγησις του ελληνικού λαού εις τα εθνικά ζητήματα». Η έκδοση εντύπων, η ίδρυση λεσχών και σχολείων και η «επάνοδος των ελληνικών ηθών» περιλαμβάνονται στο καταστατικό ως μέσα επιτεύξεως του δευτέρου αυτού στόχου. Οι Επίστρατοι υποστήριζαν την διασφάλιση της «εθνικής πολιτικής» εναντίον των ξενικών επεμβάσεων και των «χαφιέδων», των «κατάπτυστων οργάνων ξένων συμφερόντων» αναπολούν τις νίκες στους Βαλκανικούς Πολέμους, όμως επιβραβεύουν τον Βασιλιά Κωνσταντίνο Α', που κράτησε το «Έθνος μακράν του σφαγείου και της ανωφελούς καταστροφής» του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Μ' αυτό τον τρόπο και πριν ακόμα ολοκληρωθεί η αποστράτευση άρχισαν να καταρτίζονται απανταχού του κράτους Σύνδεσμοι Επιστράτων [9].

Ηγεσία Επιστράτων

Αν και η ιστορία φέρεται ν' αναζητεί ποιος ή ποιοι ήταν οι οργανωτές και εμψυχωτές των Επιστράτων οι παραδοχές και τα στοιχεία -σχεδόν στο σύνολο τους- υποδεικνύουν τους Ιωάννη Μεταξά και Δημήτριο Γούναρη, οι οποίοι, όπως και οι Σκουλούδης-Λάμπρος, έδωσαν εκείνη την εποχή τιτάνιες μάχες ως ηγέτες μιας μικρής χώρας, που είχε τη διάθεση να μην προσκυνήσει τις μεγάλες δυνάμεις. Παρά τις απόψεις που έχουν διατυπωθεί πως αρχηγός τους ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς, κάτι σχετικό δεν έχει αποδειχτεί, όμως -κατά πάσα πιθανότητα- ήταν κάτι σαν ανεπίσημος αρχηγός τους και εγκέφαλος του κινήματος. Ο Μεταξάς σε επιστολή του [10] [11] -μετά την επιστροφή του από την εξορία- προς τη σύζυγο του που παρέμεινε ακόμη στην Φλωρεντία αναφέρεται με θαυμασμό στους επίστρατους: «..Ευχαριστήθηκα δι’ ένα πράγμα. Ευρήκα τον ελληνικόν λαόν, δηλαδή τον μικρόν κοσμάκην πολύ πάρα-πολύ ανώτερον από ό,τι τον ενόμιζα και από ό,τι τον παρίστανον αι μορφωμένοι τάξεις. Ιδίως η κυρία ζύμη του, θαυμάσια ζύμη, είναι οι Επίστρατοι. Και θα είναι αιωνία δόξα μου η οργάνωσις των. Δόξα, την οποίαν δεν ειμπορούν να μου κλέψουν, αφού μου την αναγνωρίζει η απόφασις που με κατεδίκασεν εις θάνατον». Επίσης, το 1934, ο Μεταξάς γράφει σε άρθρο του: «...Ο κ. Βενιζέλος με κατηγόρησε και με κατηγορεί σήμερον, ότι υπήρξα ό οργανωτής της κινήσεως ταύτης. Αλλ' αυτό το θεωρώ εγώ τιμήν μου. Ναι! την κίνησιν εδημιούργησε μόνη της ολόκληρος ή ελληνική νεολαία της εποχής εκείνης. Και εγώ έτέθην εις την υπηρεσίαν αυτής και ήγωνίσθην μετά πλήθους άλλων αλησμόνητων συνεργατών, όπως λάβη ωργανωμένην μορφήν...Την ελάμβαναν άλλως τε και μόνη της». Από την πλευρά του ο συντηρητικός και βασιλόφρων βουλευτής Λουκάς Κανακάρης-Ρούφος αναφέρει ότι η συγκρότηση των συλλόγων των Επιστράτων προέκυψε από το «ευγενέστατον αίσθημα εκσπάσεως πατριωτικής οργής δια τους εξευτελισμούς που υφίσταται το κράτος» [12].

Δελτίο μέλους Επιστράτων

Μικροαστοί, εργάτες και αγρότες ήταν η πλειοψηφική μάζα που πλαισίωσε τους Επιστράτους απέναντι στην μεγαλοαστική πολιτική του Βενιζέλου και στην υποταγή του στο διεθνοποιημένο κεφάλαιο των «Λεβαντινών» της διασποράς. Αυτό τον κοινωνικό χαρακτήρα των Επιστράτων αποδέχεται η αριστερά που με μεγάλη αμηχανία αναγνώρισε ακριβώς αυτό, τον λαϊκό χαρακτήρα των Συνδέσμων. Ο μαρξιστής θεωρητικός Σεραφείμ Μάξιμος, μέχρι το 1927 μέλος του Πολιτικού Γραφείου και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του Κ.Κ.Ε., γράφει: «Η σύγκρουση δυο αστικών μερίδων εξελίχθηκε σε σύγκρουση τάξεων, κατά την οποία τα κοινωνικώς καταπιεζόμενα στρώματα σηκώσανε την αντιβενιζελική σημαία ως σύμβολο αγώνος κατά του κεφαλαίου» [13] και επίσης ότι: «...η μικροαστική και εργατική μάζα αντέταξε ένα κοινό μέτωπο με τη μοναρχία κατά του λιμπεραλισμού...». Από την πλευρά του ο Αβραάμ Μπεναρόγια λυπόταν γιατί «..Η μικροαστική επιπολαιότητα παρέσυρε και την εργατικήν μάζαν».

Στα μέλη του κάθε τοπικού Συνδέσμου Επιστράτων χορηγούνταν Δελτίο εγγραφής στην πίσω όψη του οποίου υπήρχε τυπωμένο κάτω από τη λέξη «ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ» το ακόλουθο κείμενο: «Ο επίστρατος οφείλει εις πρώτην ανάγκην της Πατρίδος ή της Βασιλείας, να σπεύση προς εκτέλεσιν του καθήκοντός του, εγκαταλείπων οικογένειαν και περιουσίαν αυτοστιγμεί. Αρνούμενος κηρύσσεται άτιμος και αρνησίπατρις εφαρμοζομένων κατ’ αυτού των αναλόγων ποινών». Την ίδια περίπου χρονική περίοδο με την ίδρυση Συνδέσμων Επιστράτων, οι Φιλελεύθεροι ίδρυσαν τον «Εθνικό Σύνδεσμο Ελλήνων Επιστράτων» με πρόεδρο τον αντιστράτηγο Παναγιώτη Δαγκλή ο οποίος δεν είχε καμιά απολύτως απήχηση στη μεγάλη μάζα των επιστράτων όμως σύμφωνα με τους ιδρυτές του εξέφραζε «όλους τους εθνικούς παλμούς και τις ελπίδες της φυλής». Επιφανείς υποστηρικτές και σε κάποιες περιπτώσεις ηγέτες των Επιστράτων ήταν ο στρατηγός Αναστάσιος Παπούλας, ο Συνταγματάρχης και μετέπειτα Υποστράτηγος Ιπποκράτης Παπαβασιλείου, ο Γεώργιος Τσόντος γνωστός ως Καπετάν Βάρδας, ο στρατηγός Βίκτωρ Δούσμανης και ο Σπυρίδων Μερκούρης.

Τρόπος αναπτύξεως

Η ανάπτυξη του Συνδέσμου -τόσο από πλευράς στελεχώσεως όσο και από πλευράς γεωγραφικής εξαπλώσεως- ήταν ραγδαία. Τα μέλη του στην πλειοψηφία τους ήταν μικροί και μεσαίοι αστοί, επιστήμονες, έμποροι, οι οποίοι στρατολογήθηκαν από τα καλλίτερα στοιχεία της Ελληνικής κοινωνίας ενώ κινητοποιήθηκαν διότι θεώρησαν ότι οι ωμές συμμαχικές παρεμβάσεις έθιγαν την εθνική κυριαρχία και τάχθηκαν με τον βασιλιά Κωνσταντίνο Α'. Το κίνημα έλαβε τον χαρακτήρα -ατύπου- πολιτοφυλακής όμως διέθετε, παράλληλα, τη συγκροτημένη δομή μαζικής πολιτικής οργανώσεως. Οργανωτική βάση του αποτέλεσαν πρώην στρατιωτικοί που αποστρατεύονταν. Με την άφιξη των επιστράτων στους τόπους κατοικίας τους, οι σύνδεσμοι εξαπλώθηκαν αστραπιαία ως και το τελευταίο χωριό.

Ένας από τους πρώτους Συνδέσμους Επιστράτων ιδρύθηκε στο Μαρούσι Αττικής, όπου η πλειονότητα των κατοίκων ήταν φανατικοί μοναρχικοί που υπέστησαν διώξεις λόγω των φρονημάτων τους, ιδίως κατά την πρωθυπουργία του Βενιζέλου. Η ίδρυση του Συνδέσμου στο Μαρούσι πραγματοποιήθηκε «εν μέσω λαϊκής εξεγέρσεως». Οι επίστρατοι συγκεντρώθηκαν με τις οικογένειες τους στην πλατεία του Αμαρουσίου και από εκεί περπάτησαν ως το Γυμναστήριο (στο χώρο του σημερινού κλειστού γηπέδου Σπ. Λούης), όπου εξέλεξαν Διοικητικό Συμβούλιο. Ακολούθως συνέταξαν ψήφισμα, με το οποίο γνωστοποιούσαν στον βασιλιά Κωνσταντίνο Α' ότι ήταν έτοιμοι «να χύσουν το αίμα των υπέρ του Βασιλέως και κατά των εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών». Η δημόσια εκδήλωση ολοκληρώθηκε με πορεία στους δρόμους του Μαρουσιού, κατά την οποία «γυναίκες επιστράτων, μητέρες πεσόντων ανεθεμάτιζον τους προδότας». Το Διοικητικό Συμβούλιο των Επιστράτων του Αμαρουσίου αποτελούσαν οι Απόστολος Δούσης, Ιωάννης Βιλιώτης, Ν. Μίχας, Ν. Τριβέλας, Α. Γαρδέλης, Ι. Μπούρδης, Χρ. Πάλλης και οι αναφερόμενοι χωρίς τα βαπτιστικά τους ονόματα Κουτσούκος, Πουλόπουλος και Πρέσσας, ενώ το ψήφισμα υπέγραψαν πεντακόσιοι κάτοικοι [14].

Συνολικά ιδρύθηκαν περίπου τετρακόσιοι τοπικοί σύλλογοι ενώ ο αριθμός των μελών τους προσεγγίζει αρχικά τις 100.000. Στην Πελοπόννησο, δημιουργήθηκαν μετά την αποστράτευση αρκετοί Σύνδεσμοι Επιστράτων, όπως: Αιγίου, Πάτρας, η πρώτη συνέλευση των επιστράτων της πόλεως οι οποίοι αριθμούσαν 1.400 μέλη πραγματοποιήθηκε στις 19 Ιουνίου 1916 στην αίθουσα της Λέσχης Μαράτου, η οποία μετατράπηκε σε Λέσχη Επιστράτων, Αχαΐας, Λανθίου (Ηλεία), Λεχαινών, Πύργου, Αμαλιάδας, Καλαμάτας και άλλοι, ενώ στην Αργολίδα, εντοπίζονται πέντε Σύνδεσμοι Επιστράτων: Ναυπλίου, Ασίνης, Άργους, Καρυάς και Κάτω Μπέλεσι (σημερινή Λυρκεία, που ανήκει στο Δήμο Άργους-Μυκηνών). Στα Τρίκαλα τα μέλη του συνδέσμου Επιστράτων ανέρχονταν σε χιλιάδες ενώ σύνδεσμοι ιδρύθηκαν σε πολλά χωριά του νομού, τόσο στον κάμπο όσο και στα ορεινά. Πρόεδρος των επιστράτων στα Τρίκαλα ανέλαβε ο δικηγόρος Κωνσταντίνος Στεργιόπουλος. Ο Σύνδεσμος Επιστράτων διέθετε επιτροπές στην Κοζάνη, στα Γρεβενά και στην Κατερίνη δεν καταγράφεται, όμως, επιτροπή στις πόλεις της κεντρικής Μακεδονίας, στη Βέροια, τη Νάουσα ή την Έδεσσα. Μετά τον Αύγουστο του 1916 η δύναμη των μελών των Επιστράτων ενισχύθηκε με διωγμένους μοναρχικούς αξιωματικούς από τη βόρεια Ελλάδα, όπου ο Βενιζέλος είχε εγκαταστήσει την κυβέρνηση του μετά την δημιουργία του κράτους της Θεσσαλονίκης με προμετωπίδα το Κίνημα Εθνικής Αμύνης. Σύντομα ο Σύνδεσμος Επιστράτων έφτασε να αριθμεί από 120.000 μέλη, κατά τους μετριοπαθείς, ως περίπου 200.000 μέλη, κατά τους πλέον ενθουσιώδεις υπολογισμούς.

Περίοδος δράσεως

Η κύρια περίοδος της δράσεως του κινήματος των Επιστράτων άρχισε το χρονικό διάστημα του αποκαλούμενου Εθνικού Διχασμού κι ένας από τους σκοπούς του Κινήματος ήταν η προστασία των μελών του από την τρομοκρατία των οπαδών του Βενιζέλου. Είναι γνωστό πως ο Παύλος Γύπαρης, πρωταγωνιστής της δολοφονίας του εθνικιστή διανοούμενου Ίωνα Δραγούμη, είχε οργανώσει βενιζελικό παρακρατικό σώμα στην Αθήνα στα τέλη του 1915 και στις αρχές του 1916. Αρκετά από τα μέλη του σώματος συνδέονταν με τις Γαλλικές και τις Βρετανικές μυστικές υπηρεσίες και στη διάρκεια των «Νοεμβριανών» αποτέλεσαν έναν από τους πρώτους στόχους των βασιλικών επιστράτων, ενώ μετά τα «Νοεμβριανά» οι περισσότεροι κατέφυγαν στη Θεσσαλονίκη [15]. Η επίσημη δραστηριότητα του Κινήματος αρχικά ήταν κυρίως πολιτιστική και επιμορφωτική, δηλαδή αφιερώθηκε σε δοξολογίες και διαφωτιστικές ομιλίες για τον ρόλο του θεσμού της Βασιλείας, ενώ η συγκέντρωση των μελών στα κατά τόπους γραφεία και η οργάνωση συλλαλητηρίου που έφτανε ως το τηλεγραφείο προσλάμβανε τα χαρακτηριστικά μια τελετουργίας αισθημάτων λατρείας και αφοσιώσεως προς τον βασιλιά Κωνσταντίνο Α'.

Οι επίστρατοι έκαναν αισθητή την παρουσία τους για πρώτη φορά, στις 30 Ιουνίου 1916, όταν σε πυρκαγιά που ξέσπασε στο Τατόι διέσωσαν τον Βασιλιά, τον οποίο δοξολογούσαν συνεχώς με δημοσιεύματα σε φιλικές τους εφημερίδες. σε άρθρα τους. Από τις δραστηριότητες δεν απέκλειαν την δράση τους εναντίον των αντιπάλων του βασιλικού θεσμού και τις προσπάθειες για την υπεράσπιση του με κάθε πρόσφορο μέσο. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου ο έφεδρος αξιωματικός-δικηγόρος Ιωάννης Σαγιάς [16], ανέλαβε την ηγεσία των Επίστρατων. Στις 16 Αυγούστου η εφημερίδα «Νέα Ημέρα» γράφει: «..Διαθέτει ακόμη ο πράκτωρ Ελευθέριος Βενιζέλος την ξενικήν υπόστήριξιν; Αν ναι προς τι οι απειλητικοί υπαινιγμοί και προς αι τόσαι αργοπορίαι; Ας έλθη ως τάχιον να ξενοκρατήσει το Ελληνικόν έδαφος. Διότι αυτό μόνον δύναται. Αλλ τούτο δεν έχει παρά εφήμερον σημασίαν. Σημασίαν απ' εναντίας μόνιμον και ιθύνουσαν ενέχει το γεγονός ότι την Ελληνικήν ψυχήν η οποία δεν υπόκειται πλέον να την επανεύρη. Το χθεσινόν πενιχρότατον συλλαλητήριον το διεπίστωσεν αυτό ακόμη μίαν φορά...» και την επομένη ημέρα επανέρχεται με νέο δημοσίευμα: «...Τοιαύτη οργάνωσις, οία η του Συνδέσμου των Ελλήνων Επιστράτων, ανιδιοτελής, ακομμάτιστος χωρίς αξιώσεις και μόνον με την βαρυτέρα εις τους ώμους της πατριωτικά βάρη, προώρισται να αποβή παράγων πολύτιμος ευγενούς και πολιτικής προόδου του Ελληνικού Βασιλείου».

Στις 22 Σεπτεμβρίου/5 Οκτωβρίου ο Ναύαρχος Φουρνέ απαίτησε την απομάκρυνση δημοσίων υπαλλήλων, την τιμωρία στρατιωτικών και αστυνομικών σχετικά με το επεισόδιο [17] σε βάρος της Γαλλικής πρεσβείας στην Αθήνα, επεισόδιο που σκηνοθετήθηκε από τις Γαλλικές μυστικές υπηρεσίες και υλοποιήθηκε από πράκτορες βενιζελικών πεποιθήσεων, κάτι που πλέον είναι γνωστό και από τα Γαλλικά αρχεία, την απαγόρευση συγκεντρώσεων των συλλόγων των επιστράτων καθώς και κάθε εκδηλώσεως κατά των Συμμάχων. Κατόπιν τούτου η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη ζήτησε από τους προέδρους των συνοικιακών τμημάτων να παραδώσουν τα κλειδιά των γραφείων τους όμως η διάλυση της οργανώσεως φαίνεται πως υπήρξε πλασματική καθώς η εφημερίδα Νέα Ημέρα εξακολουθούσε να δημοσιεύει έως και τις 5 Σεπτεμβρίου τα τηλεγραφήματα των Επιστράτων. Πρωταγωνιστικό ρόλο στο κίνημα διαδραμάτιζε και ο Κωνσταντίνος Έσλιν, πρόεδρος της Βουλής το 1910.

Στρατεύματα κατοχής στον Πειραιά [18] [19]

Πειραιάς: Γαλλικά στρατεύματα.

Στο Φάληρο καταφτάνει μια γαλλική μοίρα με 69 πλοία διαφόρων τύπων και μεγεθών η οποία κατόπιν αγκυροβολεί στον όρμο του Κερατσινίου και στο στενό της Σαλαμίνας με επικεφαλής τον Γάλλο Υποναύαρχο Louis René Charles Dartige du Fournet ή απλά Φουρνέ. Ο Φουρνέ απείλησε με στρατιωτικά μέτρα, αν δεν του παραδίδονταν άμεσα 10 πυροβολαρχίες και στο συμβούλιο του Στέμματος που ακολούθησε επικράτησαν αυτοί που ήθελαν ένοπλη αντίσταση στις απαιτήσεις της Αντάντ. Την 1η Σεπτεμβρίου από τη μοίρα του γαλλικού στόλου αποβιβάστηκαν ισχυρές δυνάμεις στον Πειραιά. Οι Γάλλοι του Φουρνέ κατέλαβαν με αγήματα το Ταχυδρομικό Μέγαρο με το Τηλεγραφείο, ήλεγχαν τα τηλέφωνα, τον ασύρματο, τις ταχυδρομικές παροχές, κάθε πιστοποιητικό που έβγαζε ο Δήμος, επέβαλλαν έλεγχο στις δημόσιες υπηρεσίες, στις χερσαίες συγκοινωνίες και πραγματοποιούσαν νηοψίες στα εμπορικά πλοία. Η ναυαρχίδα της Γαλλικής μοίρας, το πλοίο Προβάνς, συνδέθηκε με απ’ ευθείας τηλεφωνική γραμμή με το Δημαρχείο.

Ο βενιζελικός Δήμαρχος Αναστάσιος Παναγιωτόπουλος και οι σύμβουλοί του δέχτηκαν τους Γάλλους με φιλικές διαθέσεις μετά από προτροπή του Βενιζέλου, που είχε καλέσει τον τραπεζίτη Δήμαρχο, χρηματοδότη και βουλευτή των Φιλελευθέρων στην Κηφισιά, στην έπαυλη του Μπενάκη, και τους παρείχαν κάθε είδους διευκολύνσεις. Στις 25 Σεπτεμβρίου ο Βενιζέλος με χιλιάδες οπαδούς του επιβιβάζεται με τη βοήθεια των Γάλλων σε πλοίο στο Φάληρο προκειμένου να μεταβεί στα Χανιά. Στην Κρήτη σχηματίζει Κυβέρνηση και στις 9 Οκτωβρίου επιστρέφει στην Θεσσαλονίκη. Ο Δήμαρχος Πειραιά προσκόμισε στον ναύαρχο, αρχικά, 2.000 υπογραφές Πειραιωτών βενιζελικών ως ένδειξη φιλίας στις δυνάμεις της Αντάντ κι αργότερα, στις 16 Οκτωβρίου ο ίδιος προσκόμισε παρόμοιο έγγραφο με 10.000 υπογραφές. «Το ψήφισμα του πειραϊκού λαού θεωρώ ως κειμήλιον.. και δώρον ανεκτίμητον» απάντησε ο ναύαρχος. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που οι τοπικές κοινωνίες είδαν με κακό μάτι την αποβίβαση Αγγλογαλλικών στρατευμάτων, αλλά και τις συνέπειες της, την ξενική κατοχή και τις συγκρούσεις που την ακολούθησαν. Ίσως για τους Έλληνες της Μακεδονίας η παρουσία της Αντάντ στην περιοχή να θεωρούνταν φυσιολογική, αλλά στη νότια Ελλάδα η αποβίβαση των Αγγλογάλλων στο Φάληρο και οι συγκρούσεις με τους επιστράτους αποτέλεσαν την θρυαλίδα της οργής κατά του Βενιζέλου και των οπαδών του.

Η κατάσταση στην Κρήτη

Στις 8 Σεπτεμβρίου του βράδυ στο Ηράκλειο της Κρήτης δύο χιλιάδες ένοπλοι οπαδοί του Βενιζέλου εισέρχονται θριαμβευτικά από την ύπαιθρο στην πόλη. Ενώνονται με άλλους τόσους βενιζελικούς και πραγματοποιούν ένα θορυβώδες συλλαλητήριο. Όμως, περίπου 1200 αντιφρονούντες, επίστρατοι και ένοπλοι πολίτες, οργανώνουν δυναμική διαδήλωση και επιτίθενται στη Λέσχη Φιλελεύθερων. Από τους σφοδρούς πυροβολισμούς σκοτώνεται ένας επαρχιώτης βενιζελικός και τραυματίζονται αρκετοί και από τις δύο πλευρές. Οι κινηματίες αντεπιτίθενται και σε λίγο γίνονται κύριοι της πόλης. Καταλαμβάνουν το φρούριο και προβάλουν σθεναρή αντίσταση απέναντι στους κυβερνητικούς, οι οποίοι στο μεταξύ, με επικεφαλής τους Μιχελιδάκη, Μεϊμαράκη και Λογιάδη, τους έχουν πολιορκήσει. Στις σφοδρές αψιμαχίες σκοτώνονται άλλοι δύο, ένας από κάθε πλευρά, και τραυματίζονται πολλοί. Οι Αγγλικές δυνάμεις συλλαμβάνουν και κρατούν στα υπόγεια της Νομαρχίας τους υποκινητές. Μετά από λίγες μέρες, Λογιάδης και Μιχελιδάκης, επικεφαλής των Επιστράτων στο νησί, δηλώνουν δημόσια (!) ότι έσφαλαν στις εκτιμήσεις τους σχετικά με τον Βενιζέλο και καλούν τους οπαδούς τους να σταματήσουν κάθε ενέργεια. Παρά ταύτα οι Επίστρατοι δεν καταθέτουν τα όπλα, παρά μόνο στο τέλος του Σεπτεμβρίου, εκμεταλλευόμενοι την αμνηστία που τους παραχώρησε η κυβέρνηση της Εθνικής Άμυνας υπό τον Βενιζέλο.

«Νοεμβριανά» 1916 [20] [21]

Η δυναμική του Κινήματος των Επιστράτων έγινε φανερή το Νοέμβριο του 1916, στα αποκαλούμενα «Νοεμβριανά» γεγονότα, οπότε τα μέλη του υπερασπίστηκαν το βασιλιά Κωνσταντίνο Α' και την Αθήνα.

Τι προηγήθηκε

Οι δυνάμεις της Αντάντ, που ήταν στο πλευρό του Βενιζέλου, στις 3 Νοεμβρίου αξιώνουν την παράδοση τεράστιων ποσοτήτων πολεμικού υλικού από την κυβέρνηση των Αθηνών. Παρά την αρχική συμφωνία που επετεύχθη, μετά από τέσσερις μέρες το αίτημά τους απορρίπτεται, όταν στρατιωτικοί παράγοντες με την υποστήριξη 20.000 επίστρατων πείθουν τον βασιλιά Κωνσταντίνο Α' να την υλοποιήσει κρίνοντας ότι η απαίτηση αποτελούσε επέμβαση στα εσωτερικά της χώρας. Στις 06/19 Νοεμβρίου ο Κωνσταντίνος Α' συναντήθηκε με τον υποναύαρχο Φουρνέ. Στη διάρκεια της συναντήσεως ο Έλληνας βασιλεύς διέψευσε ότι μοιράστηκαν όπλα στους επίστρατους και υποστήριξε ότι εντοπίστηκε οπλισμός σε οικίες και στο παράρτημα της Γαλλικής αρχαιολογικής σχολής στην Αθήνα, στην οποία είχε την έδρα της η Γαλλική μυστική υπηρεσία. Στις 9 Νοεμβρίου, είναι ήδη πρωθυπουργός ο καθηγητής και ιστορικός Σπυρίδων Λάμπρος, οι Γάλλοι καταλαμβάνουν το Ναύσταθμο. Ακολουθούν τηλεγραφήματα μεταξύ των Γάλλων και της κυβέρνησης των Αθηνών. Στις 10 Νοεμβρίου ο Μπεναζέ, Γάλλος βουλευτής και απεσταλμένος της κυβερνήσεως Μπριάν, ζητά την παράδοση των 10 ελληνικών ορεινών πυροβολαρχιών, δηλώνοντας πως «τα όπλα ταύτα είναι πρωορισμένα εις απελευθέρωσιν ενός εδάφους, ποτισμένου με το ευγενέστερον ελληνικόν αίμα. Η θέσις των δεν είνε εις τα βάθη των αποθηκών, αλλ’ εις το μέτωπον της Μακεδονίας όπου κρίνεται, κατά την στιγμήν αυτήν, η τύχη όλων ανεξαιρέτως των βαλκανικών κρατών, εμπολέμων ή ουδετέρων».

Ο αντιστράτηγος Κωνσταντίνος Καλλάρης, διοικητής του Α' Σώματος Στρατού, ορίστηκε ανώτατος διοικητής των Ελληνικών δυνάμεων, ενώ κλήθηκε στην Αθήνα από τα Ιωάννινα ο Υποστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας, Διοικητής του Ε' Σώματος Στρατού. Στις 16 Νοεμβρίου 1916 ο Καλλάρης εξέδιδε την εξής διαταγή: «Εις την απαίτησιν του Γάλλου ναυάρχου κ. Φουρνέ περί παραδόσεως εις τον συμμαχικόν στρατόν της ανατολής ελληνικών όπλων, πυροβόλων κ.τ.λ. η Κυβέρνησις απεφάσισε ν’ αντιτάξη απόλυτον άρνησιν». Για την εκτέλεση της αποφάσεως έδινε σαφείς οδηγίες προς τους διοικητές των υφισταμένων του μονάδων για προκαταρκτικά μέσα προστασίας έναντι των ξένων στρατευμάτων που ήταν πιθανό να εισβάλουν στην Αθήνα και να καταλάβουν στρατηγικά σημεία. Την επομένη με συμπληρωματική διαταγή, ο Δούσμανης έδωσε σαφή οδηγία σύμφωνα με την οποία τα «υφ’ υμάς στρατεύματα όπως εν περιπτώσει αντιμετωπίσεως ξενικών στρατευμάτων επ’ ουδενί λόγω βάλωσι πρώτα». Στις 17 Νοεμβρίου, ολοκληρώθηκε στους στρατώνες των Αθηνών αλλά και στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων η κατάταξη τουλάχιστον 15.000 εθελοντών από τους συνολικά 30.000 που παρουσιάστηκαν στο κάλεσμα της κυβερνήσεως και του βασιλιά, ανάμεσα τους και εκατοντάδες μοναρχικοί φοιτητές, μεταξύ τους και ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης, οι οποίοι συγκρότησαν δική τους φάλαγγα [22]. Στην Αθήνα συνήλθαν σε σύσκεψη τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου και της στρατιωτικής ηγεσίας και αποφασίστηκε να ενισχυθεί η φρουρά της πρωτεύουσας με στρατεύματα από την Κόρινθο, τη Χαλκίδα και τη Θήβα.

Η μάχη των Αθηνών

Η αποκαλούμενη «μάχη των Αθηνών» διήρκησε συνολικά ένα εικοσιτετράωρο, από τα ξημερώματα της Παρασκευής έως τα ξημερώματα του Σαββάτου (18-19 Νοεμβρίου/1-2 Δεκεμβρίου 1916). Στη διάρκεια τους βρέθηκαν αντιμέτωποι περίπου 3.000 Αγγλογάλλοι επικουρούμενοι από ελάχιστους Ιταλούς και σχεδόν δεκαπλάσιοι κυβερνητικοί, δηλαδή ο τακτικός στρατός και οι δυναμικότερες ομάδες «Επιστράτων». Οι Ελληνικές δυνάμεις παρά τις μάλλον αμφίσημες διαταγές που τους έχουν δοθεί, φέρονται αποφασισμένες να σταματήσουν την συμμαχική απόβαση και βρίσκονται οχυρωμένες σε κομβικές θέσεις, με το δάχτυλο στη σκανδάλη.

Το ξημέρωμα της Παρασκευής, 18ης Νοεμβρίου «οι προβολείς του εν Κερατσινίω ναυλοχούντος ξένου στόλου κινούνται αενάως» και άμεσα αρχίζει η επιβίβαση με λέμβους και ατμακάτους των συμμαχικών αγημάτων. Διοικητής αυτής της δυνάμεως των περίπου 2.800-3.000 ανδρών ήταν ο πλοίαρχος Pugliesi-Conti, στην αγγλική βιβλιογραφία αναφέρεται ως λοχαγός [23], που είχε παρουσιάσει εξαιρετικά δείγματα διοικητικής ικανότητος στις μάχες στη Φλάνδρα και ο οποίος εξέφραζε τη βεβαιότητα ότι αρκούσε μια απλή επίδειξη δυνάμεως για να συνθηκολογήσει η κυβέρνηση. Γράφει [24] ο Γάλλος ιστορικός «...Την 5ην πρωϊνήν ώραν, ο ναύαρχος αποβιβάζει 1.200 άνδρας. Ανέρχονται όπισθεν του Φαλήρου, δια μέσου του Ελαιώνος, προς τον λόφον του Αστεροσκοπείου, προς τον λόφον του Φιλοπάππου, εκείθεν του Σταδίου, άνωθεν των Βασιλικών Ανακτόρων, προς Λυκαβηττόν. Περικυκλώνουν ολόκληρον την πόλιν πανταχόθεν: δεν πρόκειται να παραλάβουν οιονδήποτε παραδιδόμενον πολεμικόν υλικόν πρόκειται να καταλάβουν τας Αθήνας (...), και τον Βασιλέα».

Με διαταγή του αντιστρατήγου Καλλάρη τέσσερα τάγματα του Ελληνικού Στρατού είχαν καταλάβει τις στρατιωτικές αποθήκες και ορισμένες νευραλγικές θέσεις στην πόλη της Αθήνας ενώ οι υπόλοιπες δυνάμεις είχαν συγκεντρωθεί στα περίχωρα, όπως στο πυριτιδοποιείο στην Ιερά Οδό, στο Βοτανικό Κήπο πλησίον της Μονής Δαφνίου, στο στρατόπεδο του Ρουφ, στο Αστεροσκοπείο, καθώς και στους λόφους Φιλοπάππου και Αρδηττού. Τρεις φάλαγγες Γάλλων και Βρετανών, αλλά και κάποιοι Ιταλοί, οδεύουν προς την Αθήνα σε προκαθορισμένα σημεία: η μια μονάδα ανέβηκε τη λεωφόρο Συγγρού, η άλλη την Πειραιώς και η τρίτη «διά της οδού του Ελαιώνος», σημερινή οδός Πέτρου Ράλλη. Σύντομα τα στρατεύματα της Αντάντ, Άγγλοι, Γάλλοι και Ιταλοί αποβιβάζονται στον Πειραιά και βαδίζουν προς την Αθήνα, όπου κατέλαβαν τους στρατώνες στο Ρουφ, καίρια σημεία στην πόλη και το Ζάππειο, όμως συνάντησαν ισχυρή αντίσταση από στρατιωτικά τμήματα και τους χιλιάδες επίστρατους. Οι Ελληνικές δυνάμεις διοικούμενες από τον αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Καλλάρη απέκρουσαν τον εχθρό. Οι μάχες άρχισαν στο Στρατόπεδο Ρουφ γύρω στις 11:30 το πρωί, μετά στο Γκαζοχώρι, στη γέφυρα Πουλοπούλου και κατόπιν στο πεδίον του Άρεως, στο Αστεροσκοπείο, στου Φιλοπάππου, στο Ζάππειο και στην Ακρόπολη. Βομβαρδίστηκαν επίσης αποθήκες όπλων στα Λιόσια, το Παγκράτι αλλά και τα ίδια τα ανάκτορα από τα αγκυροβολημένα στο Φάληρο συμμαχικά πλοία, προκαλώντας μεγάλης έκτασης φθορές. Οι Αγγλο-γάλλοι προσπάθησαν μάταια να καταλάβουν κεντρικά σημεία σημεία των Αθηνών, στρατιωτικές αποθήκες και αυτό ακόμα το παλάτι, όμως αποκρούσθηκαν -με πολλές απώλειες για τους ίδιους- από τους επίστρατους στην ευρύτερη περιοχή του Φιλοπάππου και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν ατάκτως και με σκυμμένο το κεφάλι στον Πειραιά.

Τα συμμαχικά πλοία ξεκινούν βομβαρδισμό και η πόλη δέχεται μαζικά πυρά. Στις εχθροπραξίες συμμετείχαν και οπαδοί του Βενιζέλου που έχοντας καταλάβει θέσεις σε οικίες, μπαλκόνια και στέγες, έβαλλαν κατά των Ελλήνων στρατιωτών. Η ανάμειξή τους ήταν τέτοιας εκτάσεως, που ο ναύαρχος du Fournet έγραψε στα απομνημονεύματά του ότι τα στρατεύματά του είχαν εμπλακεί σε μια εμφύλια σύρραξη. Μετά την επικράτηση τους οι επίστρατοι στράφηκαν κατά των βενιζελικών και επί δύο μέρες επιδόθηκαν σε προσπάθειες να απομακρύνουν από την Αθήνα και την επαρχία τους «βενιζελικούς προδότας» και τους «πράκτορας της Αντάντ». Έγιναν έρευνες σε σπίτια γνωστών οπαδών του Βενιζέλου αλλά και στο σπί τι του ίδιου όπου ανακαλύφθηκε ολόκληρο οπλοστάσιο: 4 πολυβόλα, 170 τυφέκια, 60 περίστροφα, 4.500 σφαίρες, μασούρια δυναμίτιδος, χαλύβδινοι θώρακες και δημοκρατικά σήματα αναγνωρίσεως, «ολόκληρο οπλοστάσιο προοριζόμενο για εμφύλιο πόλεμο» [25]. Το ίδιο κιόλας βράδυ, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α' συμφωνεί με τους πρεσβευτές της Αντάντ και ο βομβαρδισμός σταματά. Ακολουθεί η παράδοση των αιχμαλώτων που είχαν συλλάβει οι αντιμαχόμενοι μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο ναύαρχος Νταρτίζ ντε Φουρνέ που είχε περικυκλωθεί στο Ζάππειο επί κεφαλής αγήματος διακοσίων Γάλλων ναυτών. Η αιχμαλωσία του αποτέλεσε σημείο σημαντικής τριβής για την οποία μνησικακούσαν οι Γάλλοι που θεωρούσαν ότι είχε θιγεί η εθνική τους αξιοπρέπεια εξαιτίας του συμβιβασμού που αναγκάστηκαν να κάνουν.

Εκατέρωθεν απώλειες

Ο απολογισμός εκείνης της βραδιάς ήταν δεκάδες νεκροί και τραυματίες που προέρχονταν και από τις δύο πλευρές, 57 Άγγλοι στρατιώτες, 60 Γάλλοι και 32 επίστρατοι με πολλούς τραυματίες εκατέρωθεν. Σύμφωνα με την Αθηναϊκές εφημερίδες [26] οι Ελληνικές απώλειες ήταν 4 αξιωματικοί, ο αντισυνταγματάρχης Νταλιάνης, ο υπολοχαγός Σουμπασάκος και οι ανθυπολοχαγοί Τασσόπουλος και Παφούλης, 28 στρατιώτες και ένας βοσκός στην περιοχή του Ρουφ από τυχαίο πυροβολισμό καθώς και 59 τραυματίες, 4 αξιωματικοί και 55 στρατιώτες. Επίσης σκοτώθηκαν ή τραυματίσθηκαν 194 ξένοι και συνολικά 82 Έλληνες (32 στρατιωτικοί και πενήντα πολίτες) όμως τελικά ο Φουρνέ [Louis Dartige du Fournet] απέσυρε τους άνδρες του και «υπεσχέθη ότι ουδέν εχθρικόν μέτρον θα διατάξη κατά της πόλεως του Πειραιώς υπέρ ης ενδιαφέρεται και ως Ναύαρχος και ως άτομον». Ως απάντηση στα γεγονότα τις 18ης Νοεμβρίου οι δυνάμεις της Αντάντ επέβαλαν γενικό αποκλεισμό στα νησιά και στα λιμάνια της Ελλάδος που παρέλυσε την αγορά και ο λαός υπέφερε από την πείνα και τη στέρηση αγαθών. Αποτέλεσμα αυτού του αποκλεισμού φαίνεται πως είναι η ρήση «ελιά, ελιά και Κώτσο βασιλιά». Η επιθετική κίνηση της Αντάντ ήταν μια κατάφωρη παραβίαση των στοιχειωδών συνταγ­µατικών δικαιωµάτων αλλά και των θεµελιωδών κανόνων του διεθνούς δικαίου, καθώς προσπάθησε ουσιαστικά να καταλύσει την Ελληνική Εθνική κυριαρχία. «....H 18 και 19 Νοεμβρίου του 1916 είνε αί δύο μεγαλείτεραι, ίερώτεραι και λαμπρότεραι εις δόξαν και αίγλην ημέραι έξ όσων αναφέρονται μέχρι σήμερον εις την Έλληνικήν Ίστορίαν....» [27] ανέφεραν οι εφημερίδες που ήταν φιλικές προς τους επίστρατους ενώ οι ιδρυτές του Συνδέσμου σε ανακοίνωση τους ανέφεραν πως «η ανθρωπότης θα ομιλήση μετά καταπλήξεως και θαυμασμού».

Έλληνες νεκροί

Στις εφημερίδες της εποχής αναφέρεται: «....συγκεντρώθηκαν χθες τα ονόματα των τραυματιών οπλιτών, οι οποίοι μετεφέρθησαν και νοσηλεύονται εις το Α' στρατιωτικόν νοσοκομείον. Είνε δε ούτοι τραυματίαι των τοποθεσιών Μνημείου Φιλοπάππου, Ζαππείου, Ρουφ, Ακροπόλεως, Αστεροσκοπείου και Νεκροταφείου» [28]. Λίγες ημέρες μετά συνελήφθησαν κατηγορούμενοι επί εσχάτη προδοσία και φόνο του Αντισυνταγματάρχου Χρήστου (Κίτσου) Νταλιάνη, οπαδοί του Βενιζέλου, τα αδέλφια Ιερώνυμος Παινέσης και Ελευθέριος Παινέσης, εναντίον των οποίων ο ανακριτής Παυλόπουλος.

Ονόματα

Τα ονόματα των Ελλήνων στρατιωτικών νεκρών της μάχης των Αθηνών (όσα κατέστη δυνατό να συλλεχθούν και να διασταυρωθούν από τις εφημερίδες [29] της εποχής) είναι:

Νεκροί (Μάχη Αθήνας)
Στρατιωτικό αξίωμα
α.α.
Νεκροί (Μάχη Αθήνας)
Στρατιωτικό αξίωμα
α.α.
Ιωάννης Δημητρακόπουλος Συνταγματάρχης
(1)
Σπ. Κόρδος Στρατιώτης (7ο Σύνταγμα (ΠΖ)
(21)
Χρήστος (Κίτσος) Νταλιάνης [30] Αντισυνταγματάρχης (34ο Σύνταγμα)
(2)
Α. Θεοχάρης Στρατιώτης (7ο Σύνταγμα)
(22)
Γεώργιος Τασσόπουλος Ανθυπολοχαγός (29ο Σύνταγμα)
(3)
Γεώργιος Καρύδης Στρατιώτης (7ο Σύνταγμα)
(23)
Κωνσταντίνος Παφούλης Ανθυπολοχαγός (29ο Σύνταγμα)
(4)
Ξενοφών Καγκελλάριος Στρατιώτης (7ο Σύνταγμα)
(24)
Νικόλαος Σουμπασάκος Έφ. Ανθ/γός (1ο Σύνταγμα)
(5)
Νικόλαος Σκαμπαρδόνης Στρατιώτης
(25)
Γ. Καρύδης Δεκανεύς (1ο Σύνταγμα)
(6)
Νικόλαος Πολυχρόνης Στρατιώτης
(26)
Αντώνιος Μπασδέκης Εθελοντής στρατιώτης
(7)
Ιωάννης Μακρυγιαννάκης Στρατιώτης
(27)
Σπυρίδων Σιδέρης Στρατιώτης (1ο Σύνταγμα)
(8)
Δ. Σταφανάκης Τηλεγραφητής
(28)
Αν. Θεοχάρης Στρατιώτης (1ο Σύνταγμα)
(9)
Αντώνιος Καλαμάρας Εθελοντής στρατιώτης
(29)
Αθανάσιος Γεληδάρης Στρατιώτης (1ο Σύνταγμα)
(10)
Χ. Νικολογιάννης Εθελοντής στρατιώτης
(30)
Ι. Σπηλιωτόπουλος Στρατιώτης (1ο Σύνταγμα)
(11)
Βασίλειος Νοάκος Εθελοντής στρατιώτης
(31)
Δ. Στριγγάρης Στρατιώτης (1ο Σύνταγμα)
(12)
Χρήστος Γκόλδας Στρατιώτης (7ο Σύνταγμα)
(32)
Ν. Βοντέρης Στρατιώτης (1ο Σύνταγμα)
(13)
Γ. Μοίρας Στρατιώτης
(33)
Ν. Δ. Αυγουλέας Δεκανεύς (7ο Σύνταγμα)
(14)
Ν. Πλατής Στρατιώτης
(34)
Ν. Ι. Αυγουλέας Στρατιώτης (7ο Σύνταγμα)
(15)
Ν. Σκλάβος Στρατιώτης
(35)
Ν. Χιώτης Στρατιώτης (7ο Σύνταγμα)
(16)
Χρήστος Τραγιάς Στρατιώτης (Λακωνία)
(36)
Νικ. Ρουσσουνέλης Στρατιώτης (7ο Σύνταγμα)
(17)
Ι. Παγώνης Στρατιώτης (7ο Σύνταγμα)
(18)
Ε. Σκάγιας Στρατιώτης (7ο Σύνταγμα)
(19)
Μ. Παλαιολόγος Στρατιώτης (7ο Σύνταγμα)
(20)
Νεκρώσιμη ακολουθία

Σύμφωνα με τον Αθηναϊκό τύπο [31] της εποχής: «..Χθες την 4ην μ.μ. ώραν ετελέσθη εκ του ναού της Μητροπόλεως μετά πάσης επιβλητικότητος η κηδεία των γενναίων εκτελεστών του καθήκοντος αξιωματικών αντισυνταγματάρχου Νταλιάνη, υπολοχαγού Σουμπασάκου και ανθυπολοχαγών Τασσόπουλου και Παφούλη. Ταύτην παρηκολούθησαν πάντες σχεδόν οι επίσημοι, μεταξύ των οποίων διεκρίνοντο ο κ. Πρωθυπουργός, ο υπουργός των Εσωτερικών, ο υπουργός των Στρατιωτικών κ. Χατζόπουλος, ο Αυλάρχης της Α.Μ. του Βασιλέως κ. Μερκάτης, ο αρχηγός του Γεν. Επιτελείου κ. Δούσμανης, ο αρχηγός του στρατιωτικού οίκου του Βασιλέως κ. Πάλλης, οι υπασπισταί του Βασιλέως κκ. Λεβίδης, Σκουμπουρδής και Μεταξάς, οι πρώην πρωθυπουργοί κκ. Δραγούμης, Γούναρης και Ράλλης, ο διοικητής του Αου Σώματος στρατού κ. Καλλάρης, ο Μέραρχος κ. Γιανσακίτσας και πλήθος κόσμου. Εφ’ έκαστης σορού των νεκρών είχον κατατεθή περί τους 10 στέφανοι, μεταξύ των οποίων διεκρίνοντο με τα αρχικά μονογράμματα της Α. Μεγαλειότητος. Τας τιμάς απέδωκε τάγμα πεζικού του 29ου συντάγματος και ολόκληρος η μουσική της φρουράς με επί κεφαλής τον αρχιμουσικόν κ. Μαυρόχην. Τα φέρετρα επί των οποίων είχον εναποτεθή τα πτώματα ήσαν περικαλυμμένα δια κυανολεύκων σημαιών, τας ταινίας δε των φερέτρων ενείχον αξιωματικοί διαφόρων βαθμών. Η συγκίνησις του κόσμου, καθ’ ην στιγμήν η πομπή εξήλθε του ναού, μετά την νεκρώσημον ακολουθίαν, ήτο μέγιστη. Δάκρυα ερρεον εκ των οφθαλμών πάντων και αυτών ακόμη των πλέον απαθών. Η πομπή δια της οδού Ερμού, πλατεία Συντάγματος, οδού Φιλελλήνων, Λεωφόρου Αμαλίας εισήλθεν εις την οδον Αναπαύσεως και έφθασεν εις το Νεκροταφείον, όπου εναπετέθησαν οι νεκροί των ηρώων του καθήκοντος αξιωματικοί, ενώ δύναμις εξ ανδρών του πεζικού απέδιδε τα νενομισμένας τιμάς ρίπτουσα τα νενομισμένας βολάς. Αιώνια η μνήμη των γενναίων μαχητών».

Ανάθεμα Βενιζέλου

Η ιδέα του αναθεματισμού του Βενιζέλου, φέρεται ν’ ανήκε στον μητροπολίτη Λαρίσης, Αρσένιο, η οποία κι έγινε δεκτή από την Ιερά Σύνοδο. Στις 12/25 Δεκεμβρίου με την συμμετοχή και της Ιεράς Συνόδου της Ελλαδικής Εκκλησίας, παρουσία του Μητροπολίτη Αθηνών, εκτελούντος καθήκοντα Αρχιεπισκόπου, Θεόκλητου έλαβε χώρα στο Πεδίον του Άρεως το αποκαλούμενο «Ανάθεμα» του Βενιζέλου. Ο Μητροπολίτης απάγγειλε τη σχετική δέηση καλώντας τους πιστούς να ρίξουν «λίθον αναθέματος» προφέροντας: «Κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου, φυλακίσαντος αρχιερείς και επιβουλευθέντος την Βασιλείαν και την πατρίδα, ανάθεμα έστω». Οι επίστρατοι όμως έκαναν παρόμοια αναθέματα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδος, όπου τις πρώτες πέτρες έριχναν οι ανανήψαντες φιλελεύθεροι, οπαδοί του Βενιζέλου που υπέγραφαν δήλωση μετανοίας ότι τάσσονται υπέρ του βασιλιά Κωνσταντίνου Α'. Στη διάσκεψη της Ρώμης, 23 Δεκεμβρίου/5 Ιανουαρίου 1917, πέραν των αντιπροσώπων της Αντάντ συμμετείχε και ο Στρατηγός Sarrail ο οποίος υποστηριζόμενος από τον εκπρόσωπο του γαλλικού Επιτελείου, υπερθεμάτιζε συνεχώς για τη στρατιωτική κατάληψη της Ελλάδας. Η Γαλλία υποστήριξε ότι η Ελλάδα καθυστερούσε να συμμορφωθεί με τη μεταφορά δυνάμεων και υλικού από τη Θεσσαλία και εξέφρασε τους φόβους της για την απειλή που συνιστούσε πιθανή δημιουργία ομάδων από επίστρατους στην ουδέτερη ζώνη.

Επίστρατοι: Μια ξεχασμένη επανάσταση

Το κίνημα των επιστράτων εξέφρασε την πλήρη και σχεδόν καθολική αντίσταση του μεγαλύτερου τμήματος του Ελληνικού λαού εναντίον της ξενικής επιβολής, αλλά και διατράνωσε την πίστη ότι η Ελλάδα και το έθνος πρέπει να είναι ανεξάρτητα και κραταιά, χωρίς καμιά εξάρτηση από κανέναν ξένο παράγοντα. Οι Επίστρατοι αναχαίτισαν τα εχθρικά στρατεύματα στα μικρής χρονικής διάρκειας γεγονότα, που ήταν μια θρασύτατη επιθετική ενέργεια κατά της Ελλάδος, γεγονός το οποίο χαιρετίστηκε ως θρίαμβος του Ελληνικού στρατού αλλά και του απλού λαού σε βάρος των Μεγάλων Δυνάμεων. Η τότε Κυβέρνηση είχε υποσχεθεί την ανέγερση μνημείου για τους πεσόντες επιστράτους, όμως η κατάληψη της εξουσίας από τον Βενιζέλο με τις ευλογίες των Γάλλων, ακύρωσε την ανέγερση του.

Το 2012 ο ιστορικός Δημήτρης Μιχαλόπουλος δημοσίευσε βιβλίο [32] που αναφέρεται διεξοδικά στην υπόθεση του Συνδέσμου Επιστράτων, και παραθέτει συγκλονιστικές λεπτομέρειες από επίσημες πηγές της εποχής. Στους αντιπάλους των Επιστράτων προσφέρθηκαν σημαντικά πλεονεκτήματα, ακόμη και συνταξιοδοτικά δικαιώματα πρωτοφανή για την εποχή, όπως στους κρατικούς υπαλλήλους που θα έφευγαν στη Θεσσαλονίκη για να συμπαραταχθούν με τον Βενιζέλο. Οι Επίστρατοι, ακόμη και στη Θεσσαλονίκη εκεί που η εξουσία των Βενιζελικών ήταν απόλυτη, αντιστάθηκαν στον Βενιζέλο και τους ξένους προστάτες του. Στη Σκιάθο οι Επίστρατοι απέκρουσαν δια των όπλων την προσπάθεια αγήματος Βρετανικού πλοίου να αποβιβασθούν και να καταλάβουν το νησί ενώ ο λαός τους υποστήριξε κραυγάζοντας το σύνθημα: «Δεν θέλουμε ψωμί! Ζήτω ο Βασιλεύς!». Στο Λιανοκλάδι, κοντά στη Λαμία, οι επίστρατοι ακινητοποίησαν αμαξοστοιχίες που ταξίδευαν μεταφέροντας συμμαχικά στρατεύματα στην Πελοπόννησο.

Επίστρατοι Θεσσαλίας

Ανάλογο ήταν το κλίμα σε όλη την Θεσσαλία με εξαίρεση την πόλη του Βόλου, όπου υπήρχε συσσώρευση υπαλλήλων με καταγωγή από την Κρήτη. Στις 2 Ιουνίου 1916, πολίτες συγκεντρώθηκαν στην κεντρική πλατεία της Λάρισας και παρακολούθησαν, φωνάζοντας συνθήματα υπέρ του Βενιζέλου, τις ομιλίες των βουλευτών Κ. Σπυρίδη και Κ. Χρυσοχοΐδη της Μαγνησίας, Δ. Μπούσδρα της Καρδίτσας και του Γ. Βλάχου της Λάρισας, που εκφωνήθηκαν από τον εξώστη του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετανία». Ταυτόχρονα απομακρύνθηκαν από τις θέσεις τους οι πολιτικές και οι στρατιωτικές αρχές -ο νομάρχης, ανώτεροι δικαστικοί και στρατιωτικοί- και άρχισαν οι διώξεις των επιστράτων. Οι βουλευτές του Λαϊκού κόμματος Αγαμέμνων Σλήμαν, Νικόλαος Φίλιος, Δημήτρης Καζάκης και Β. Ζησιάδης συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν αρχικά στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια σε στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων στη Μυτιλήνη. ο μητροπολίτης Λαρίσης και Πλαταμώνος Αρσένιος εξορίστηκε, κηρύχθηκαν έκπτωτο το δημοτικό συμβούλιο και ο δήμαρχος Λάρισας Μιχαήλ Σάπκας, και στη θέση τους διορίστηκαν από την κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης νέοι δημοτικοί σύμβουλοι, με δήμαρχο τον γιατρό Κωνσταντίνο Βλάχο, αδελφό του βενιζελικού βουλευτή γεωργίου Βλάχου. Ο Μ. Σάπκας, γνωστός βασιλόφρων, διέφυγε, παίρνοντας μαζί του το ταμείο του Δήμου Λάρισας το οποίο κατέθεσε στο ταμείο του Κράτους στην Αθήνα.

Στα Τρίκαλα ο αρχηγός των επιστράτων Στεργιόπουλος, λοχαγός εξ εφέδρων, γραμματέας ήταν ο Ιωάννης Μπέλλας, συστήνει στους επίστρατους «την αυθόρμητον εθελοντικήν κατάταξιν εις τον τακτικόν στρατόν» [33]. Σύμφωνα με την ίδια εφημερίδα «ένα κύμα λαού εξεχύθη ζητωκραυγάζοντας υπέρ του βασιλέως και μετέβη εις τους στρατώνας, όπου εγένετο η εγγραφή χιλιάδων ενθουσιώντων επιστράτων μας». Την ίδια ημέρα ο Σύνδεσμος Επιστράτων ανακοίνωσε στον τοπικό τύπο ότι «κατ' εντολήν του λαού του νομού Τρικάλων ασκεί έργο υποβοηθητικόν της καταδιωκτικής αρχής και καλεί όποιον γνωρίζει συνεργασθέντα με τους προδότες να τον καταδώσει στην ορισθείσα για το σκοπό αυτό επιτροπή» [34]. Λίγο αργότερα, όταν η Αντάντ, με απειλή τον ολοκληρωτικό αποκλεισμό των λιμανιών, απαίτησε από την Ελληνική Κυβέρνηση την απομάκρυνση του στρατού από την Θεσσαλία, οι επίστρατοι Τρικάλων οργάνωσαν συλλαλητήριο διαμαρτυρίας στην κεντρική πλατεία και στη συνέχεια, λαός και στρατός με ζητωκραυγές υπέρ του βασιλιά Κωνσταντίνου Α', κατευθύνθηκαν προς τον σιδηροδρομικό σταθμό από όπου με τρένο αναχώρησε το 31ο Σύνταγμα, το οποίο είχε έδρα του τα Τρίκαλα. Με την ευκαιρία αυτή ο δικηγόρος Αθ. Μπόμπορας, ένθερμος μοναρχικός, εξήγησε στους ντόπιους ότι η μεταστάθμευση του στρατού απέβλεπε στο να επεκταθούν οι Βενιζελικοί στη Θεσσαλία. Ωστόσο διαβεβαίωσε ότι το 5ο Σύνταγμα, το οποίο παρέμενε στα Τρίκαλα, θα υπερασπιζόταν την πόλη [35].

Η ανακοίνωση ιδρύσεως Συνδέσμου Επιστράτων στα Τρίκαλα δημοσιεύθηκε [36] στις 4 Ιουλίου 1916. Σ' αυτήν ονομαστικά 131 Τρικαλινοί -ενώ «έπονται και άλλαι υπογραφαί» επισημαίνει η ανακοίνωση- απευθύνουν προς την Α.Μ. το παρακάτω τηλεγράφημα:
«Επίστρατοι Τρικκάλων αισθανόμεθα ιερόν καθήκον να απευθύνωμεν ευλαβώς ολόψυχον χαιρετισμόν προς την ημετέρα Μεγαλειότητα και να διαδηλώσωμεν την απέραντον και απόλυτον αφοσίωσιν και λατρείαν μας προς Σε τον ένδοξον και Μέγαν Βασιλέα μαςτον σώσωντα την πατρίδαν μας, προς υπεράσπισιν της οποίας είμεθα ολοπρόθυμοι να συσπυρωθώμεν και πάλιν, οπόταν η διαταγήν Σου ήθελεν να μας καλέση υπό την ιεράν σημαίαν μας. Είθε αι ολόψυχαι ευχαί των γενναίων συναθλητών Σου να ενσταλάξωσι κατά τας στιγμάς ταύτας του μαρτυρίου βάλσαμον εις την δοκιμαζομένην ψυχήν Σου».
Το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα εκτός από τα Τρίκαλα, Καρδίτσα και Καλαμπάκα οργανώθηκαν Σύνδεσμοι Επιστράτων στα ακόλουθα χωριά του Νομού Τρικάλων: Βάνια (Πλάτανος), Βαρυμπόπι (Φήκη), Γαρδίκι, Ζογλώπι, Καστράκι, Κρανιά Ασπροποτάμου, Κλωκωτό, Κούτσαινα (Στουρναρέϊκα), Λεοντίτο, Μαγουλίτσα, Μεγάλα Καλύβια, Μεσενικόλα, Μισδάνι,(Αγναντερό) Νεοχώρι, Παλαμά, Σοφάδες και Τσιότι (Φαρκαδόνα).

Την 1η Δεκεμβρίου 1916 δημοσιεύθηκε [37] εγκύκλιος που απέστειλε ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εφέδρων στον αντίστοιχο των Τρικάλων. «Επί αποστολή μελών Πανελληνίου Συνδέσμου Εφέδρων αόριστον άδειαν, δεχθήτε αδελφικόν ασπασμόν διά ένδοξα γεγονότα αναγγείλατε τοις καθ’ υμάς πάσι κοινοποιούσας παρούσα ότι «τήδε κείμεθα τοις ’κείνων ρήμασι πειθόμενοι» και ότι ας απέλθουν υπερήφανοι διά επιτελεσθέν μέγαν έργον, ας ίστανται δε με την λόγχην επί του όπλου διά παν ενδεχόμενον όπως προσέλθωσι και πάλιν υπό τας σημαίας προς επιτέλεσιν υπερτάτου ιερού προς πατρίδα και βασιλέα καθήκοντος. Σύντροφοι γρηγορείτε». Την εγκύκλιο υπογράφουν ο πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Ιωάννης Σαγιάς και ο γραμματέας Σαραντόπουλος. Στις 11 Δεκεμβρίου 1916 οι Επίστρατοι συγκεντρώθηκαν στο Φρούριο όπου εξέλεξαν 8 τακτικά και 6 αναπληρωματικά μέλη διοικήσεως. Εκλέχτηκαν κατά σειρά επιτυχίας οι Γ. Γιανίκας, Αθ. Κατσίκης, Δ. Ζαϊμης, Στ. Σταθόπουλος, Γεώργιος Τσιλιμάγκος, Χρ. Ντάκος, Χαράλαμπος Τζωρτζόπουλος και Νικ. Παπαζαχαρίου [38]. Με την είσοδο του 1917 τα μέλη του Συνδέσμου απηύθυναν πρόσκληση στους εφέδρους να γραφούν μέλη τους «διότι άλλως θα θεωρηθώσι ως αντιδρώντες εις το έργον των Συνδέσμων» [39]. Τον ίδιο μήνα ιδρύθηκαν σε τέσσερα ακόμα χωριά του Νομού Τρικάλων -Διάλεσι, Κονισκό, Μαυρέλι και Γερακάρι- Σύνδεσμοι Επιστράτων [40], όμως στις 12 εκείνου του μήνα δημοσιεύτηκε η επίσημη διαταγή διαλύσεως των Συνδέσμων, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση των αρθρογράφων της εφημερίδος «Αναγέννησις» η οποία διαβεβαίωνε πως ο λαός θα πάρει στα χέρια του την εξουσία. Λίγες ημέρες μετά η εφημερίδα απευθυνόμενη στους Γάλλους του συμμαχικού ελέγχου, οι οποίοι μόλις είχαν αφιχθεί σιδηροδρομικώς στα Τρίκαλα προκειμένου να ελέγξουν τη μεταστάθμευση του στρατού αλλά και τη διάλυση των Συνδέσμων -έγραφε: «Μάλιστα Κύριοι. Οι σύνδεσμοι διαλύθησαν. Από εσάς εξαρτάται τώρα να ξαναγίνουν. Δοκιμάσατε!» [41].

Στις 18 Ιανουαρίου αφίχθη στα Τρίκαλα και ο Ιωάννης Σιαγιάς, πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Επιστράτων για να εξηγήσει στα μέλη του τοπικού Συνδέσμου τους λόγους που επέβαλαν τη διάλυση των Συνδέσμων. Ακόμη και μετά το τέλος εκείνου του μήνα οι Σύνδεσμοι Επιστράτων των Τρικάλων εξακολούθησαν να υφίστανται και με ανακοινώσεις στον τοπικό τύπο προσπαθούσαν να εμψυχώσουν τον λαό καλώντας τον να σταθεί στο πλευρό του βασιλιά. Μήνες μετά την κατάλυση της μοναρχίας και την απομάκρυνση του Κωνσταντίνου Α' από τον θρόνο καθώς και την εξορία του από την Ελλάδα, παρά τις διώξεις και την τρομοκρατία, οι Επίστρατοι Τρικάλων εξακολουθούσαν να αντιστέκονται και να δρουν. Τελικά, τον Αύγουστο του 1917, με εντολή του Φρουραρχείου Αθηνών τα επικεφαλής στελέχη του Συνδέσμου των Επιστράτων του νομού Τρικάλων συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν με συνοδεία στην Αθήνα για να δικαστούν από στρατοδικείο. Ο εκδότης της εφημερίδος «Αναγέννησις» Ιωάννης Θεοδωρόπουλος καθώς και ο διευθυντής της Αθανάσιος Μπόμπορας συνελήφθησαν και απεστάλησαν να δικαστούν στο στρατοδικείο της Αθήνας. Επίσης συνελήφθη ο πρόεδρος του Τρικαλινού Συνδέσμου Επιστράτων Κωνσταντίνος Στεργιόπουλος, ο οποίος και εξορίσθηκε. Εκατοντάδες από τους υπόλοιπους Επιστράτους κατέφυγαν για μεγάλο χρονικό διάστημα στα ορεινά χωριά της Πίνδου και επιστρέφοντας στα Τρίκαλα, επέλεξαν ως τρόπο αντιστάσεως να συγκεντρώνονται στην κεντρική πλατεία Ρήγα Φεραίου, όμως μην σηκώνονται όρθιοι την ώρα που Γάλλοι σαλπιγκτές παιάνιζαν στην πλατεία Ρήγα Φεραίου τη Μασσαλιώτιδα. Στη σύλληψή τους συμμετείχε ο υπολοχαγός του 5ου συντάγματος και μετέπειτα δικτάτορας Γεώργιος Κονδύλης [42].

Σφαγές / Διώξεις Επιστράτων

Στην ύπαιθρο χώρα οι βιασμοί κοριτσιών και οι απαγωγές ομήρων από τα στρατεύματα της Αντάντ και τους άτακτους του Βενιζέλου ήταν καθημερινότητα και τα σχετικά επεισόδια ήταν συνήθη. Ανάλογα περιστατικά ήταν καθημερινότητα στη δυτική Μακεδονία, ειδικότερα στην περιοχή των Γρεβενών και της Κοζάνης, όπου μάλιστα επειδή οι ντόπιες γυναίκες φάνηκαν απρόθυμες να ικανοποιήσουν τις σεξουαλικές ανάγκες Γάλλων στρατιωτικών εκδόθηκε διαταγή (!) να επιλεγούν από τους κατά τόπους κοινοτάρχες άπορες κοπέλες προκειμένου να δημιουργήσουν πορνεία για τα συμμαχικά στρατεύματα στη Μακεδονία.

Εκκλησιαστικοί ηγήτορες

Στο στόχαστρο του βενιζελικού κράτους της Θεσσαλονίκης βρέθηκαν ακόμη και άνθρωποι της Εκκλησίας. Υποχρεώθηκε να εγκλειστεί σε Μοναστήρι ο ογδοντάχρονος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Θεόκλητος και ο 92χρονος Μητροπολίτης Καλαβρύτων καθώς και άλλοι πέντε Επίσκοποι που θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για το Ανάθεμα κατά του Βενιζέλου, τον Δεκέμβριο του 1916. Παράλληλα μια σειρά φιλοβασιλικοί μητροπολίτες συνελήφθησαν, κακοποιήθηκαν και φυλακίστηκαν όπως ο Μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης Φώτιος, πρώην μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως και θείος του Οικουμενικού Πατριάρχη Φωτίου Β'. Ο κομμουνιστής λογοτέχνης Κώστας Βάρναλης που συνάντησε τον Φώτιο στην Αίγινα το 1920, όπου ο ποιητής υπηρετούσε ως καθηγητής, αφηγείται [43] τις ταλαιπωρίες του Μητροπολίτη τον οποίο κακοποίησαν και εξευτέλισαν οι Κρητικοί στρατοχωροφύλακες:

«...Μετά τους ανθελληνικούς διωγμούς του 1906, που ο μανιασμένος όχλος των «πατριωτών» Βουλγάρων κατέστρεψε την παλιά κι αξετίμητη βιβλιοθήκη της μητρόπολης, ο Φώτιος όπως και οι άλλοι τέσσερις Ρωμιοί δεσποτάδες στη Βουλγαρία, έφυγε. Στον πρώτο βαλκανικό πόλεμο ο ελληνικός στρατός προχωρώντας στη Μακεδονία τόνε βρήκε δεσπότη Σερβίων και Κοζάνης και τον προσάρτησε στην εκκλησία του ελευθέρου ελληνικού κράτους. Στα 1916, όταν ο Βενιζέλος έκανε την «αντεπανάσταση» της Θεσσαλονίκης, ο Φώτιος ρίχτηκε στη φυλακή κι έφαγε χαστούκια από τους «πατριώτες» χωροφυλάκους του Βενιζέλου γιατί, λέει, μνημόνεψε στην εκκλησία τον προδότη βασιλιά! Αυτό το περιστατικό του κόστισε πολύ. Κι έτσι έσπασε μέσα του ο ειρμός της λογικής και χάλασε το θυμητικό του. Κι ύστερα; Τί ύστερα! Αφού δεν καταλάβαινε τι του γίνεται, κι αφού δε μπορούσε να μιλήσει, έπαθε ό,τι είναι φυσικό να πάθει ένας τέτοιος ανυπεράσπιστος άνθρωπός μέσα σε μια ζούγκλα. Δηλαδή ό,τι δεν έπαθε από τους Βουλγάρους το έπαθε από τους Ρωμιούς. Του κλέψανε την κορώνα του, την πατερίτσα του, τα παράσημά του, τα χρυσά του άμφια κι όσα λεφτά είχε και στο τέλος ή δεν του έδινε σύνταξη η μητρόπολη ή του τα τρώγανε άλλοι!... Απάνου στο χειμώνα πέθανε ο Φώτιος. Πέρασε από την ψεύτικη ζωή στην αληθινή χωρίς να το καταλάβει....».

Χαλκιδική

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των Επιστράτων της Χαλκιδικής εναντίον των οποίων εξαπολύθηκαν, το Σεπτέμβριο του 1916, αποσπάσματα οπαδών του Βενιζέλου, αρχικά με επικεφαλής τον τότε Λοχαγό Γεώργιο Κονδύλη. Όταν έφτασαν στη Γαλάτιστα οι «Αμυνίτες» οι ντόπιοι αρνήθηκαν να επιστρατευτούν και ο Κονδύλης έδωσε διαταγή να συλλάβουν τους προκρίτους και να τους φυλακίσουν αφού προηγουμένως τους διαπόμπευσαν στους δρόμους έχοντας κρεμασμένες στους λαιμούς τους ταμπέλες που έγραφαν «προδότης». Στον Πολύγυρο ο Κονδύλης κατάσχεσε το επαρχιακό ταμείο, όμως στο μεταξύ οι επίστρατοι συνέλαβαν τους άνδρες του στη Γαλάτιστα. Ο Κονδύλης επέστρεψε εκεί και με ενισχύσεις που του έστειλαν από τη Θεσσαλονίκη επιτέθηκε στους επίστρατους και στη μάχη που ακολούθησε δολοφονήθηκαν 11 επίστρατοι. Στη συνέχεια οι άνδρες του Κονδύλη δολοφόνησαν τρεις επίστρατους ακόμη, φυλάκισαν 20 πολίτες, ανάμεσά τους και το βουλευτή Ιωάννη Τραϊανό, και στις 11 Σεπτεμβρίου επικήρυξαν έξι πολίτες με σχετική ανακοίνωση η οποία ανέφερε: «Εις εκείνον όστις θα φονεύση ή θα καταδώση εις τον στρατόν μας έναν επικηρυγμένον τούτων, θα δοθεί αμοιβή δραχμών 1000. Αι οικίαι των επικηρυγμένων θα κατεδαφισθώσιν εντός της σήμερον και η περιουσία των θα δημευθεί και αι οικογένειαί των θα απελαθώσι. Απαγορεύεται προς πάντας τους κατοίκους της Χαλικιδικής να χαιρετώσι, προστατεύωσι και τροφοδοτώσι τους επικηρυσσομένους. Ο παραβάτης της παρούσης θα υποστή την βαρυτέραν των ποινών».

Σύντομα η προσπάθεια του Κονδύλη αποδείχθηκε μάταιη κι ανακλήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Στη θέση του έστειλαν τoν ταγματάρχη Μπαρτσώκα κι ακολούθησε καθολικός αποκλεισμός της περιοχής με σκοπό να προκληθεί πείνα. Στις 17 Δεκεμβρίου εμφανίστηκε στον Πολύγυρο ο Παύλος Γύπαρης συνέλαβε τους περισσότερους ενώ οι άνδρες του λεηλάτησαν την πόλη. Το ίδιο έγινε και στην Αρναία. Σε έγγραφο του Μπαρτσώκα προς τον στρατηγό Παναγιώτη Δαγκλή που έστειλε από τον Πολύγυρο στις 13 Ιανουαρίου 1917 αναφέρονται για τις συνέπειες του αποκλεισμού που επιβλήθηκε στη Χαλκιδική: «...Ο αποκλεισμός είναι καιρός να αρθή διότι χωρία τινά προ 10 ημερών τρέφονται με χόρτα και είναι φόβος μη προκληθώσιν ασθένειαι» [44] Παράλληλα σε μια ένδειξη δήθεν καλής θελήσεως οι Βενιζελικοί απέστειλαν στην περιοχή και 500 σάκους αλεύρι με τον Θεμιστοκλή Σοφούλη καλώντας τους Επίστρατους να παρουσιασθούν για κατάταξη. Όσοι ξεγελάστηκαν και επέστρεψαν στα σπίτια τους συνελήφθησαν και κρατήθηκαν σε καθεστώς σχεδόν αιχμαλωσίας στρατού κατοχής.

Κυκλάδες

Ανάλογες μεθοδεύσεις χρησιμοποιήθηκαν και για να ελεγχθεί η διοίκηση του συνόλου των Κυκλάδων. Αγγλικό θωρηκτό, και δύο μικρότερα πλοία, κατέπλευσε στο λιμάνι της Σύρου από την οποία εκδιώχθηκαν οι πρόξενοι της Γερμανίας και των συμμάχων της, όλοι οι πολιτικοί που ήταν αντίθετοι με τον Βενιζέλο και εγκαταστάθηκε υπηρεσία λογοκρισίας. Παρά τα ακραία μέτρα οι κάτοικοι αρνούνταν να συνεργαστούν κι έτσι στις 29 Νοεμβρίου ολοκληρώθηκε η κατάληψη της Σύρου, συνελήφθη ο διοικητής τη Χωροφυλακής Παύλος Χρυσούλης και εγκαταστάθηκαν αρχές φιλικές προς το κράτος της Θεσσαλονίκης. Μέχρι τα τέλη του Δεκεμβρίου 1916 οι Άγγλοι είχαν ελέγξει και καθυποτάξει το σύνολο των Κυκλάδων πλην της Νάξου.

Στο νησί της Νάξου [45] οι κάτοικοι της Απειράνθου, όπου ήταν το σημαντικότερο σημείο των υποστηρικτών του Βασιλιά Κωνσταντίνου Β', οπλισμένοι με δυναμίτες, αρνήθηκαν ν’ αναγνωρίσουν τον Βενιζέλο κι αντιπρότειναν να παραμείνουν αυτόνομοι απ’ οποιασδήποτε κυβέρνηση. Επικεφαλής των Επιστράτων της Νάξου ήταν ο παλιός Μακεδονομάχος μόνιμος αξιωματικός (ΠΖ) και βουλευτής Μανώλης Δερλερές. Την καθυπόταξη τους ανέλαβε ένα βενιζελικό μικτό απόσπασμα, υπό τις διαταγές του Υπολοχαγού (εξ Εφέδρων) Δημητρίου Σαμαρτζή, στο οποίο συμμετείχαν στρατιώτες και Κρήτες χωροφύλακες. Αρχικά, το τορπιλοβόλο «Θέτις» έριξε δύο προειδοποιητικές βολές, χωρίς κάποιο αποτέλεσμα. Ακολούθησαν από τους άνδρες του Σαμαρτζή από απόσταση 80 βημάτων πυρά προς το συγκεντρωμένο πλήθος, τα οποία διήρκεσαν περίπου 15 λεπτά. Στη συνέχεια, ο στρατός έκανε έφοδο στο χωριό, συνέχισε τις βιαιότητες έναντι των αμάχων και λεηλάτησε περιουσίες. Μετά από προτροπή του παπά Φραγκίσκου, του πρωθιερέα της Απειράνθου, οι κάτοικοι του χωριού σήκωσαν λευκές σημαίες. Το απόσπασμα έπνιξε στο αίμα το χωριό με πολυβόλα και ξιφολόγχες, στις 5 Ιανουαρίου 1917, σκοτώνοντας 32 πολίτες -12 γυναίκες μεταξύ τους και έγκυοι, 4 υπερήλικες, 5 ανήλικους και 11 άνδρες- με ριπές πολυβόλου ενώ υπήρξαν και 44 τραυματίες, εκ των οποίων οι 15 έμειναν ανάπηροι. Μετά τη σφαγή, 120 κάτοικοι αναγκάστηκαν με την απειλή των όπλων να περισυλλέξουν τα πτώματα και να τα θάψουν χωρίς κάποια τελετή έξω από το νεκροταφείο του χωριού ενώ ακολούθως φυλακίστηκαν πολλοί από αυτούς ώσπου να υπογράψουν δήλωση προσχωρήσεως στην «Εθνική Άμυνα». Λέγεται πως ο ίδιος ο Βενιζέλος τηλεγράφησε στις 7 Ιανουαρίου στον στρατιωτικό διοικητή Κυκλάδων να στείλει στρατιωτικές ενισχύσεις στην περιοχή, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι Επίστρατοι της Νάξου, κλείνοντας με τη φράση «Μη φεισθήτε ουδενός».

Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα που αναφέρεται στη Σφαγή της Απειράνθου Νάξου, κείμενο που βασίζεται σε στοιχεία που αναγράφονται στο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών [46]. Γράφει ο Δημήτρης Μιχαλόπουλος: «...Μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου τοῦ 1916, οἱ Άγγλοι εἶχαν βιαίως καθυποτάξει ὅλα σχεδὸν τὰ νησιὰ τῶν Κυκλάδων στὸ καθεστὼς τοῦ Κράτους τῆς Θεσσαλονίκης. Ἐξαίρεση ἀποτελοῦσε ἡ Νάξος, οἱ κάτοικοι τῆς ὁποίας δὲν ἔστεργαν νὰ υἱοθετήσουν τὰ κελεύσματα τῶν δυνάμεων του καθεστώτος. Ἔτσι, κατὰ τὸ πρῶτο δωδεκαήμερο τοῦ Ἰανουαρίου τοῦ 1917, ὀργανώθηκε ὁλόκληρη ἐκστρατεία μὲ σκοπὸ τὴν ὑποδούλωση τοῦ νησιοῦ. Επικεφαλής τῆς ἐκστρατείας ὑπῆρξε ὁ σκωτικῆς καταγωγῆς Edward Montague Compton Mackenzie, λοχαγὸς τῶν Βρεταννικῶν Βασιλικῶν Πεζοναυτῶν, ὁ ὁποῖος εἶχε, κατὰ τὸ 1916, στήσει ἕνα «δίκτυο ἀντικατασκοπείας» στὴν Ἀθήνα, ποὺ ἐργαζόταν ὑπὲρ τοῦ Βενιζέλου. Δεδομένου ὅτι κέντρο τῶν ὀπαδῶν τοῦ Βασιλιᾶ Κωνσταντίνου (σ.σ. Κωνσταντίνος Α') στην Νάξο ἀποτελοῦσε ἡ Ἀπείρανθος, τὴν συγκεκριμένη ἐπιχείρηση ἀνέλαβε ... προσωπικῶς ὁ Ν. Καλομενόπουλος πού, στὸ μεταξύ, εἶχε γίνει στρατιωτικὸς διοικητὴς Κυκλάδων. Δύναμη 200 ἀνδρῶν λοιπόν, στοὺς ὁποίους συγκαταλέγονταν πολλοὶ ἄνδρες τῆς Κρητικῆς Χωροφυλακῆς, ἐκστράτευσε κατὰ τῆς Ἀπειράνθου, ἐνῶ, παράλληλα, τὸ ἀντιτορπιλλικὸ «Θέτις» κανονιοβολοῦσε τὸ χωριό. Τελικά, ἡ ἀντίσταση τῶν χωρικῶν κάμφθηκε...» [47].

Οι εκτελέσεις αντιφρονούντων και υπόπτων ήταν στην ημερήσια διάταξη σε όλη την έκταση της χώρας την οποία δεν ήλεγχαν οι οπαδοί του Βενιζέλου, αν και δεν είχαν την έκταση της Σφαγής στην Απείρανθο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ύδρα υπήχθη διοικητικά στις Κυκλάδες μόνο για να αποκοπεί η επικοινωνία της με τις Σπέτσες οι κάτοικοι της οποίας υποστήριζαν με φανατισμό τον Βασιλιά. Μετά την κατάληψη στις Κυκλάδες δημιουργήθηκε το 10ο Σύνταγμα Πεζικού υπό τον Ταγματάρχη Αλέξανδρο Οθωναίο, και κλήθηκαν προκειμένου να το στελεχώσουν περισσότεροι από 1.500 κληρωτοί του 1916 από τους οποίους παρουσιάστηκαν περίπου 300 ενώ οι υπόλοιποι δημιούργησαν ομάδες ανταρτών στα ορεινά της Νάξου κι άλλοι πέρασαν στην Εύβοια με τελικό προορισμό την Αθήνα. Στις 5 Φεβρουαρίου, το κοινοτικό συμβούλιο Απειράνθου με πρακτικό, το οποίο εγκρίθηκε παμψηφεί, αναγνώρισε και προσχώρησε στην επαναστατική κυβέρνηση «με την πεποίθηση ότι αυτή θέλει περισώσει το κινδυνεύον ελληνικόν έθνος». Στα χρόνια που ακολούθησαν η ψήφος των Απειραθιτών αποτελούσε φόρο τιμή στους νεκρούς τους, στους οποίους μερικά χρόνια αργότερα, το 1922, με τη δίκη και εκτέλεση των Έξι, προστέθηκε άλλος ένας, ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης. Η πολιτική τοποθέτηση των Απεραθιτών περιγράφεται και εξηγείται από ένα κοτσάκι: «Το κόμμα το Βασιλικό υποστηρίζετέ το, Γιατί το Βενιζελικό εσκότωσε τον Πέτρο».

Καταλύτης των αποκαλύψεων για όσα συνέβησαν στην Νάξο και γενικότερα στις Κυκλάδες υπήρξε η δημοσίευση ολόκληρης της εκθέσεως καταλήψεως [48] , αυτός είναι ο στρατιωτικός όρος που χρησιμοποιεί στην έκθεση του, που συντάχθηκε από τον Μακεδονομάχο συνταγματάρχη Νικόστρατο Καλομενόπουλο [49], με ημερομηνία 27 Ιανουαρίου 1917, ένα διαφωτιστικό αρχειακό τεκμήριο για το χρονικό διάστημα Νοέμβριος 1916-Ιανουάριος 1917. Ο Καλομενόπουλος συνέταξε την έκθεση με την ιδιότητα του Στρατιωτικού Διοικητή Κυκλάδων [50] και παραλήπτης της ήταν ο ίδιος ο Βενιζέλος.

Οι Γάλλοι στη Θεσσαλία

Η προέλαση των Γάλλων άρχισε το πρωί της 10ης Ιουνίου και την επόμενη ημέρα είχαν καταλάβει την Ελασσόνα και το πρωί της 12ης Ιουνίου ξεκίνησαν για την κατάληψη της Λάρισας. Ο στρατηγός Μπαΐρας μετέβη για να προϋπαντήσει τον Γάλλο στρατηγό Βενέλ. Στην συνάντηση τους ο Μπαΐρας γνωστοποίησε στον Γάλλο ομόλογο του ότι απόφαση της Ελληνικής κυβερνήσεως προς την ηγεσία των εκεί στρατευμάτων ήταν να μην προβληθεί αντίσταση, λόγος για τον οποίο ο εθνικιστής υποστράτηγος Ανδρέας Μπαΐρας κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες να πείσει τους υπ' αυτόν αξιωματικούς. Τραγική ήταν η συμπεριφορά των Γάλλων με ευθύνη του Sarl Sarail με το πνεύμα εχθρότητoς που τον διακατείχε έναντι των αντιβενιζελικών αν και σύμφωνα με τον ίδιο βασικός λόγος της προελάσεως των Γάλλων ήταν η εξασφάλιση της σοδειάς της Θεσσαλίας για τις ανάγκες των στρατευμάτων του. Ενδεικτική του μίσους του Βενιζέλου για τον βασιλιά Κωνσταντίνο Α' είναι η πληροφορία που παρέχει ο ίδιος ο Βενιζέλος πως παραμονές της προελάσεως ο ίδιος πρότεινε στον Sarrail να συμμετέχει και η αποκαλούμενη Μεραρχία Αρχιπελάγους στις επιχειρήσεις, πρόταση που δεν έγινε δεκτή, καθώς ο Γάλλος στρατηγός είχε ρητές διαταγές να μην συμμετάσχουν στρατεύματα του κινήματος της Εθνικής Άμυνας προκειμένου να αποφευχθούν επιπλοκές ή ακόμη και αντίσταση των πιστών στον Βασιλιά Κωνσταντίνο Α'.

Ο Γάλλος στρατηγός Βενέλ απάντησε στον Μπαΐρα ότι τον συλλαμβάνει μαζί με τους αξιωματικούς του επιτελείου του. Όσοι μοναρχικοί πολίτες συνελήφθησαν μεταφέρθηκαν και φυλακίστηκαν στη Γερμανική σχολή Θεσσαλονίκης όπου κρατούνταν μαζί με φυλακισμένους του κοινού ποινικού δικαίου. Οι πολιτικοί αιχμάλωτοι των Γαλλικών κατοχικών στρατευμάτων εργάζονταν καταναγκαστικά σε έργα οδοποιίας, ενώ όσοι αρνούνταν να εργαστούν οι Γάλλοι κατακτητές του στερούσαν στέγη, τροφή και νερό. Τουλάχιστον 200 πρόσωπα -μεταξύ τους βουλευτές, δημοτικοί άρχοντες, δικηγόροι και γιατροί- εκτοπίστηκαν στην Λέσβο όπου παρέμειναν κρατούμενοι των Γάλλων σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως επί τρία σχεδόν χρόνια κρατούμενοι υπό άθλιες συνθήκες. Εκεί εκτοπίστηκαν συνολικά 850 άτομα -ανάμεσα τους και 60 μοναχοί του Αγίου Όρους- όπου ζούσαν σε σκηνές των 9 ατόμων ενώ περιμετρικά υπήρχε μια διπλή σειρά συρματοπλεγμάτων την οποία φρουρούσαν Καμποτζιανοί και Σενεγαλέζοι στρατιώτες.

Μάχη της Σημαίας (Λάρισα) [51] [52] [53]

Ένα από τα πλέον σημαντικά στρατιωτικά παρεπόμενα και επιμελώς παραλειπόμενα εκείνης της περιόδου, το οποίο έχει σχέση -πιθανόν- με την δράση των Επιστράτων, είναι η μάχη που δόθηκε τον Μάιο του 1917, γνωστή σήμερα ως «μάχη της σημαίας», στην περιοχή της Λάρισας. Στην πόλη είχε την έδρα της η Ι Ελληνική Μεραρχία με διοικητή τον Υποστράτηγο Ανδρέα Μπαΐρα, φανατικό μοναρχικό και μετέπειτα συνεξόριστο του Ίωνα Δραγούμη στην Κορσική και στη Σκόπελο, με το 4ο Σύνταγμα Πεζικού και το 1/38 Τάγμα Ευζώνων. Οι Γαλλικές μονάδες όπου έβρισκαν Έλληνες στρατιώτες τους αφόπλιζαν και τους συνελάμβαναν. Στους κοιτώνες του 1/38 συντάγματος Ευζώνων που βρισκόταν υπό τις διαταγές του Αντισυνταγματάρχη Αθανασίου Φράγκου οι Γάλλοι ζήτησαν εκτός από τα όπλα των οπλιτών, και τα ξίφη των αξιωματικών. Ο Φράγκου αρνήθηκε να συμμορφωθεί, καθώς σύμφωνα με τα στρατιωτικά ήθη οι αξιωματικοί διατηρούσαν τα ξίφη τους.

Σύμφωνα με την τετρασέλιδη αναφορά του εθνικιστή -τότε ανθυπίλαρχου- Θωμά Πετζόπουλου που τραυματίστηκε σε κείνη τη μάχη: «...ενώπιον του συντάγματος και των αξιωματικών: Ταγματάρχης Ζήσιμος Δημήτριος, Λοχαγός Καζάνης Αθανάσιος, Λοχαγός Παλαιοδημόπουλος Ηλ. Διοικητής τοῦ 4ου Λόχου, Λοχαγός Λάγγης Ανδρέας Διοικητής 6ου Λόχου, Υπολοχαγός Κατάνης Αθανάσιος Διοικητής του 5ου Λόχου, Υπολοχαγός Κορωνάκος Ἰω., Υπολοχαγός Χρυσικός Γ., Υπολοχαγό Κώτσης Ηλ. Διοικητής 8ου Λόχου, Ανθυπολοχαγός Πεντζόπουλος Θωμάς διοικητής πρώτου Λόχου, Ανθυπολοχαγός Χατζηπαναγιώτου Γ. Διοικητής 2ου Λόχου-με έντονα στοιχεία οι δύο πεσόντες αξιωματικοί- ο Διοικητής του Συντάγματος επανέλαβε την πρόκλησιν του Γάλλου Συνταγματάρχου περί παραδόσεως των όπλων και πλήρης συγκινήσεως εξεδήλωσε την αγανάκτησίν του δια την προσβολήν εις την οποίαν έμελλε να υποβληθή όλον το Σύνταγμα, Σύνταγμα αναγράψαν ηρωϊκάς σελίδας κατά τους ενδόξους πολέμους, υπέβαλε δε την γνώμην να μην γίνῃ αποδεκτή η πρόκλησις του Γάλλου δια της επί του πεδίου ατιμία της παραδόσεως των όπλων άνευ πολέμου εις Σύνταγμα ούτινος η σημαία διάτρητος, αλλά υπερήφανος διέσχισε τα Μακεδονικά και τα Ηπειρωτικά πεδία καλύψασα υπό τας πτυχάς της τας ψυχάς όλων των ηρώων, Βελλισαρίου, Κολοκοτρώνη, Ιατρίδου, Γεωργούλια και πλείστων άλλων, αλλά το Σύνταγμα πιστόν εις τις παραδόσεις του να πορευθῇ προς Νότον και να αποφύγει την αιχμαλωσίαν.»

Όλοι οι άνδρες του συντάγματος ακολουθούμενοι από 100 ακόμη οπλίτες της υπολοίπου μεραρχίας προσπάθησαν να διαφύγουν ένοπλοι με την σημαία τους προς την Λαμία ώστε να αποφύγουν τον εξευτελισμό. Η μάχη της σημαίας έλαβε χώρα μεταξύ τμήματος του 1/38 Ευζωνικού Τάγματος και Γάλλων λογχοφόρων από τις αποικίες στη θέση «Μεζούρλο», λίγο έξω από την Λάρισα, απέναντι από το σημερινό Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο και μεταξύ της οδού Λάρισας-Καρδίτσας και των σιδηροδρομικών γραμμών οι διαφυγόντες Έλληνες στρατιώτες, κυκλώθηκαν από πολλαπλάσιες δυνάμεις Μαροκινών σπαχήδων (ιππέων) και Σενεγαλέζων πεζών (Γαλλικά αποικιακά στρατεύματα) σε απόλυτα ανοικτό πεδίο. Αρνούμενοι και πάλι να παραδοθούν, υπερασπίστηκαν σε μία τρίωρη σκληρή μάχη την τιμή και την σημαία τους. Ο Γάλλος στρατηγός έστειλε το ιππικό των Μαροκινών Σπαχήδων να τους καταδιώξει. Έξι χιλιόμετρα αργότερα οι Έλληνες κυκλώθηκαν κι όταν τους ζητήθηκε να παραδοθούν, αρνήθηκαν με πείσμα. Στην μάχη, ενεπλάκησαν ένα απόσπασμα της ίλης Drevon (1ης επιλαρχίας Κυνηγών) και ένα απόσπασμα της ίλης Ballet των Μαροκινών Σπαχήδων εναντίον ενός λόχου Ευζώνων. Ο ίλαρχος Drevon τραυματίστηκε βαριά, ενώ οι υπίλαρχοι Berton της 1ης Κυνηγών και Lantaires των Σπαχήδων σκοτώθηκαν. Ο ίλαρχος Drevon ανατράπηκε, πέφτοντας κάτω από το σκοτωμένο άλογο του, όπως έπεσαν και άλλοι 13 ιππείς, από τους οποίους 7 σκοτώθηκαν και οι 6 τραυματίστηκαν βαριά. Ο λόχος των Ευζώνων αρχικά διέφυγε όμως λίγο αργότερα, κυκλώθηκε και πάλι. Οι δύο ίλες -ενισχυμένες και από άλλες δυνάμεις που είχαν φτάσει στο μεταξύ, επιτέθηκαν με σφοδρότητα και ακολούθησε σφαγή.

Οι Ελληνικές ιστορικές πηγές και αναφορές είναι ελάχιστες έως ανύπαρκτες καθώς ούτε τα αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών ούτε εκείνα της Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού για το 1/38 παρέχουν ιδιαίτερες πληροφορίες και μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι δεν αναφέρουν καν τα ονόματα των Ελλήνων νεκρών. Υπάρχει μια μετάφραση από το περιοδικό «Revuue Historiques de l’ Armee» για την τύχη της σημαίας του 1/38 Τάγματος, ενώ στα αρχεία της Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού, στον φάκελο του σχηματισμού του τάγματος, υπάρχει η ακόλουθη αναφορά: «Τον Μάιο του 1917, της Λαρίσης καταληφθείσης υπό των Γάλλων, το Σύνταγμα, όπως αποφύγη την εις τούτους παράδοσίν του, απεχώρησε προς Μαζούρλο μετά βραχείαν αντίστασιν κατά των ενοχλούντων Γάλλων παρά την σιδ. γραμμήν, χωρίς να αποφύγη ταύτην εκεί και μεθ’ ο διελύθη, φυλακισθέντος του μεγαλύτερου μέρους της δυνάμεώς του εν ταις φυλακαίς Αικατερίνης και Λιτοχώρου μέχρι του Αυγούστου 1917. Τον Αύγουστον του 1917, οι φυλακισθέντες, μεταφερθέντες εις Αθήνας, αφέθησαν ελεύθεροι και το Σύνταγμα, ανασυγκροτηθέν εκεί, επανήλθεν εις την έδραν του (Λάρισσαν)» [54]. Οι απώλειες κυρίως της Ελληνικής πλευράς, όπως περιγράφονται στις εφημερίδες της εποχής, υπήρξαν βαριές. Στην δεύτερη -σύντομη- μάχη των πεζών εναντίον του Γαλλικού ιππικού -σε ανοιχτό πεδίο αυτή τη φορά- οι Έλληνες μέτρησαν 59 αξιωματικούς και στρατιώτες νεκρούς όλους με φοβερούς σπαθισμούς. Οι Γάλλοι είχαν 2 αξιωματικούς και 7 στρατιώτες τραυματίες. Επί τόπου συνελήφθησαν 49 Έλληνες αξιωματικοί και 269 Έλληνες στρατιώτες [55]. Οι Εύζωνες χρησιμοποιήθηκαν από τους Γάλλους για αγγαρείες και έργα οδοποιίας στο Λιτόχωρο, ενώ οι αξιωματικοί οδηγήθηκαν και κρατήθηκαν σε παλαιούς Τουρκικούς στρατώνες στην Κατερίνη.

Ο αντισυνταγματάρχης Φράγκου με τον αντισυνταγματάρχη Γρίβα μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη με συνοδεία Σενεγαλέζων κυνηγών και Μαροκινών σπαχήδων. Στη συνοδεία ήταν και ο Γάλλος ανθυπίλαρχος τότε των σπαχήδων Verselíppe που στην έφοδο πήρε την Ελληνική σημαία. Οι αιχμάλωτοι με τη συνοδεία του έφτασαν στο γραφείο του στρατηγού Σαρράιγ, έναν φανατικά αντιμοναρχικό σοσιαλιστή αξιωματικό, και ο ανθυπίλαρχος του παρέδωσε ως τρόπαιο τη σημαία και ο Σαρράιγ του απένειμε το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής. Η σημαία του 1/38 παραδόθηκε ως λάφυρο που χαρακτηρίστηκε από τους ίδιους τους Γάλλους ως «ακατανόητο τρόπαιο» στον Στρατηγό Σαράιγ, φυσικό αυτουργό του «κινήματος» της Θεσσαλονίκης και του Εθνικού Διχασμού που προέκυψε απ' αυτό. Η σημαία παρέμεινε τρόπαιο στα χέρια του Στρατηγού Σαρράιγ και των απογόνων του. Σύμφωνα με πληροφορίες οι απόγονοι του την επέστρεψαν στο Πρώτο Σύνταγμα των Σπαχήδων που ακόμα διατηρείται χωρίς τη λέξη «Μαροκινό» στην επωνυμία του, έχει μετατραπεί σε τεθωρακισμένο, μετείχε στον πόλεμο του Αφγανιστάν, και εδρεύει στην πόλη Βαλάνς στη Νότιο Γαλλία. Στις 13 Ιουνίου ολοκληρώθηκε η κατάληψη του Βόλου και των Τρικάλων και το 5ο σύνταγμα Πεζικού υπό των συνταγματάρχη Γιαννόπουλο που βρισκόταν στα Τρίκαλα, όταν έφτασαν τα νέα για την συμπεριφορά των Γάλλων στην Λάρισα οπισθοχώρησε προς Λαμία αποφεύγοντας κάθε επαφή μαζί τους.

Το μνημείο-κενοτάφιο, στη μνήμη των σχεδόν άγνωστων νεκρών εκείνης της μάχης, στήθηκε το 1931 κοντά στο πεδίο της μάχης από τον εθνικιστή δήμαρχο Λάρισας Μιχαήλ Σάπκα. Στο μνημείο που μεταφέρθηκε μεταγενέστερα έξω από το Κλειστό Γυμναστήριο Νεάπολης στην οδό Καρδίτσης μια μαρμάρινη στήλη με ονόματα πεσόντων, ανάγλυφα σκαλισμένα, αναφέρονται τέσσερα μόνο ονόματα των Λαρισαίων πεσόντων: Ζήσιμος Δημ. Ταγματάρχης Πεζικού, Παλαιοδημόπουλος Επαμ. Λοχίας, Τσακανίκας Λοχίας και Κάκαβος Φώτης Στρατιώτης. Η επιγραφή αναφέρει με κεφαλαία γράμματα: «ΕΙΣ ΕΝΔΕΙΞΙΝ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΑΣ ΤΗΣ ΣΗΜΑΙΑΣ Ο ΔΗΜΟΣ ΛΑΡΙΣΑΣ ΕΣΤΗΣΕ ΤΟΔΕ», 30 Μαΐου 1917.

Διάλυση Επιστράτων

Η Αντάντ αξίωσε τη διάλυση των Επιστράτων καθώς και την παράδοση όλων των όπλων τους και του πολεμικού υλικού που υπήρχε στα σπίτια κάποιων επιφανών φιλοβασιλικών, με όπλο πιέσεως την άρση του αποκλεισμού των λιμανιών. Στις 14 Ιανουαρίου 1917 έγινε στο Ζάππειο Μέγαρο η τελετή επανορθώσεως με απόδοση τιμών στις συμμαχικές σημαίες ενώ ταυτόχρονα έγινε η διάλυση των τοπικών οργανώσεων, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες των φιλομοναρχικών. Λίγους μήνες αργότερα απομακρύνθηκε από το θρόνο του ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α', στις 2/15 Ιουνίου 1917, ο οποίος εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα και τον διαδέχθηκε ο γιος του Αλέξανδρος Α', δίχως να παραιτηθεί ο ίδιος. Η δράση του Κινήματος των Επιστράτων συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε το 1920, έτος κατά το οποίο επανήλθε στην Ελλάδα ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α', και ο μερικός μετασχηματισμός των μελών του σε οργανώσεις του «Λαϊκού κόμματος» συνέβαλε στην εκλογική νίκη του Δημητρίου Γούναρη στις εκλογές του Νοεμβρίου εκείνου του χρόνου και οι «Επίστρατοι» διαλύθηκαν. Στη θέση τους δημιουργήθηκαν οι Λαϊκοί Πολιτικοί Συλλόγοι που ξεκίνησαν την δραστηριότητα τους εκείνο το έτος και λειτούργησαν μέχρι το 1936 χωρίς διακοπή.

Εξορία Βασιλέως Κωνσταντίνου Α'

Τον Μάιο του 1917, με την προοπτική της εκθρονίσεως του βασιλιά Κωνσταντίνου Α', οι Γάλλοι κατέλαβαν την ουδέτερη ζώνη και το μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλίας και οι Ιταλοί τη νότια Ήπειρο μέχρι το ύψος των Ιωαννίνων και της Πάργας. Ο τότε εισαγγελέας Νικόλαος Γερακάρης κάνει λόγο για «οργιώδη κάθοδον των συμμαχικών στρατιών προς την Θεσσαλίαν« μέσω της οποίας επιτεύχθηκε η «κατάκτησις του κράτους των Αθηνών» και η οποία είχε ως στόχο την κάμψη «της αδαμάστου θελήσεως του λαού όπως μείνει πιστός εις τον λατρευτόν βασιλέα του» [56]. Η Γαλλική προέλαση συνδυάστηκε με δεκάδες συλλήψεις αντιβενιζελικών στην Τσαριτσάνη, στην Ελασσόνα και στην Λαμία, συλλήψεις που γίνονταν με την καθοδήγηση των κατά τόπους Βενιζελικών που έδιναν πληροφορίες στον Γαλλικό στρατό για την ταυτότητα των πολιτικών τους αντιπάλων. Ταυτόχρονα σημειώθηκαν πολλαπλά κρούσματα κλοπών, καταστροφών στις αγροτικές καλλιέργειες, με την συνεχή παρενόχληση των γυναικών της περιοχής, παραπτώματα στα οποία υπέπεσαν -κατά κύριο λόγο- οι Μαροκινοί και τα αποικιακά στρατεύματα, ενώ η καταπίεση των Ελλήνων δεν μειώθηκε σε όλη την διάρκεια της Γαλλικής κατοχής των Ελληνικών εδαφών.

Την 1/14 Ιουνίου 1917 ο Κωνσταντίνος Α' αναχώρησε από τον Ωρωπό με τη βασιλική θαλαμηγό «Σφακτηρία», συνοδευόμενος από δύο γαλλικά αντιτορπιλικά, για την Ιταλία με τελικό προορισμό την Ελβετία. Παρά τις ενστάσεις τους η Αγγλία και η Ιταλία αποδέχθηκαν την εκθρόνιση του και μόνο η Ρωσία διαμαρτυρήθηκε με έντονο τρόπο στις 2/15 Ιουνίου διότι θεώρησε τη Γαλλική ενέργεια ως ανάμιξη στα εσωτερικά κυρίαρχου κράτους. Κλιμακώνοντας τις αντιδράσεις της η Ρωσία ζήτησε στις 5/18 Ιουνίου, όταν διαπίστωσε ότι ο Γάλλος γερουσιαστής Charles Jonnart ενεργούσε ως Ύπατος Αρμοστής των Προστατίδων Δυνάμεων χωρίς την έγκρισή της, από τη Γαλλική Κυβέρνηση να μη χρησιμοποιεί πλέον αυτό τον τίτλο στις ενέργειές του και στις 6/19 Ιουνίου, ζήτησε από την Αντάντ να αποσυρθούν οι Ρωσικές δυνάμεις που συμμετείχαν στην κατάληψη της Αθήνας, υποστηρίζοντας ότι επρόκειτο για αυθαίρετη ενέργεια των Γάλλων που δεν είχαν ενημερώσει σχετικά ούτε είχαν λάβει Ρωσική συναίνεση. Με την άνοδο του Αλεξάνδρου Α' στο θρόνο, ο ο Charles Jonnart προχώρησε σε εκκαθαρίσεις στην αστυνομία και τις δημόσιες υπηρεσίες.

Ο Βενιζέλος έφθασε στην Αττική στις 8/21 Ιουνίου και παρέμεινε [57] στο Γαλλικό πολεμικό «Jurien de la Gravieres» που ναυλοχούσε στη Σαλαμίνα, όπου διέμενε και ο Charles Jonnart. Η Κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη παραιτήθηκε στις 11/24 Ιουνίου και ο βασιλιάς Αλέξανδρος Α' κάλεσε τον Βενιζέλο να αναλάβει την εξουσία. Στις 12/25 Ιουνίου 1917 ο Γάλλος στρατηγός Ρενιώ (Regnault) προχώρησε στην κατάληψη των Αθηνών και οι Γαλλικές δυνάμεις, με πυροβολικό και πολυβόλα, αναπτύχθηκαν στα υψώματα των Αθηνών. Τα στρατεύματα κατοχής ανακοίνωσαν ότι όποιος συλλαμβάνονταν ένοπλος ή διενεργούσε πράξεις εχθρικές προς τις δυνάμεις τους θα τουφεκιζόταν επί τόπου. Τα μέλη της μελλοντικής κυβερνήσεως του Βενιζέλου εγκαταστάθηκαν στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» υπό την προστασία Γαλλικών στρατευμάτων και στις 14/27 Ιουνίου 1917 με την προστασία των Γαλλικών λογχών ο Βενιζέλος ορκίστηκε πρωθυπουργός.

Διώξεις [58] μοναρχικών & Επιστράτων

Ο Βενιζέλος την περίοδο από το 1917 έως την ήττα του στις εκλογές του 1920 διοίκησε -θεωρητικά- με βάση το Σύνταγμα του 1911 καθώς είχαν ανασταλεί τα άρθρα για τις προσωπικές ελευθερίες, όπως η άρση προβλέπονταν από το Νόμο περί καταστάσεως πολιορκίας ο οποίος εφαρμόστηκε στους Νομού Αττικής και Βοιωτίας στις 20 Ιουνίου 1917. Παράλληλα λειτούργησαν οι επονομαζόμενες επιτροπές δημόσιας ασφάλειας και λογοκρισίας του Υπουργείου των Εσωτερικών και του Νόμου 755 της 23ης Αυγούστου του 1917 «περί αδικημάτων τινών της ασφάλειας της χώρας και της κοινής ησυχίας» με βάση τον οποίο καταρτίστηκαν δύο κατάλογοι με 30 πρόσωπα, ο καθένας. Στον πρώτο κατάλογο περιλαμβάνονταν ο πρώην πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης, οι Βίκτωρ Δούσμανης, Ιωάννης Μεταξάς, Κωνσταντίνος Έσλιν, Σπυρίδων και Γεώργιος Μερκούρης, Γεώργιος Πεσματζόγλου, Ίων Δραγούμης, ο πρόεδρος των επιστράτων Ιωάννης Σαγιάς και αρκετοί άλλοι σημαίνοντες αντίπαλοι του Βενιζέλου. Στον δεύτερο κατάλογο περιλαμβάνονταν 130 προσωπικότητες, όπως οι πρώην πρωθυπουργοί Σπυρίδων Λάμπρος, Στέφανος Σκουλούδης, οι πρώην υπουργοί και ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι-λειτουργοί του κράτους. Όσοι αναφέρονταν στον πρώτο κατάλογο εκτοπίστηκαν στο Αιάκειο της Κορσικής και παρέμειναν εκεί σχεδόν μέχρι τον Οκτώβριο του 1920. Διέφυγαν στη νήσο Σαρδηνία οι Γούναρης, Μεταξάς, και Πεσματζόγλου, ενώ οι προσωπικότητες του δεύτερου καταλόγου ετέθησαν υπό αυστηρή αστυνομική επιτήρηση. Το καθεστώς που ίδρυσε επανέφερε σε ισχύ τη Βουλή του 1915, γνωστή ως Βουλή των Λαζάρων, ενώ απέκλεισε την διενέργεια εκλογών. Είναι χαρακτηριστικό ότι το Νοέμβριο του 1918 ο Ίων Δραγούμης έγραψε: «Ο Βενιζέλος έκαμε έτσι ώστε η Ελλάδα να μην ανήκει πια στον εαυτό της, παρά να γίνει εξάρτημα, παράρτημα, πρακτορείο, υποκατάστημα, προτεκτοράτο της Γαλλίας και της Αγγλίας».

Υπεύθυνος για την λειτουργία των μηχανισμών ασφαλείας του Βενιζελικού καθεστώτος ήταν ο Εμμανουήλ Ρέπουλης τότε Υπουργός Εσωτερικών και ο Κωνσταντίνος Ρακτιβάν, πρόεδρος της ανώτερης επιτροπής της Δημόσιας ασφάλειας. Παράλληλα με Βασιλικό Διάταγμα καταργήθηκε για ένα χρόνο η ισοβιότητα των δικαστών και η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, ενώ ακολούθησε εκτεταμένη εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από μοναρχικούς και εθνικιστές που υπέστησαν διώξεις και εκτοπίσεις. Περίπου 400 άνδρες, όλοι τους μέλη της Κρητικής χωροφύλακες ανέλαβαν την προσωπική ασφάλεια του Βενιζέλου. Τον Αύγουστο του 1917 ο Υπουργός των Στρατιωτικών Ανδρέας Μιχαλακόπουλος με προσωπάρχη τον αντισυνταγματάρχη Θεόδωρο Πάγκαλο υλοποίησε την εκκαθάριση στα μόνιμα στελέχη του στρατεύματος και ως το τέλος εκείνου του έτους αποστρατεύθηκαν 1.600 μόνιμα στελέχη και τέθηκαν σε διαθεσιμότητα 700 ακόμη δηλαδή απομακρύνθηκαν από το στράτευμα το 40% του μόνιμου στελεχιακού του δυναμικού. Ο τότε Ταγματάρχης Αλέξανδρος Παπάγος τέθηκε σε διαθεσιμότητα, διαγράφηκε από τον κατάλογο των εφέδρων και εκτοπίστηκε σε νησί του Αιγαίου. Άλλοι 600 περίπου έφεδροι αξιωματικοί υποβιβάστηκαν στον βαθμό του απλού στρατιώτη και απελάθηκαν οι πρίγκιπες Νικόλαος και Ανδρέας.

Απολύθηκαν από το δικαστικό σώμα 570 ισόβιοι δικαστικοί και από τον κρατικό μηχανισμό 6.500 δημόσιοι υπάλληλοι. Αποσχηματίστηκαν αρκετοί επίσκοποι, αρχιμανδρίτες, διάκονοι, φυλακίστηκαν για τα επόμενα χρόνια σε διάφορες φυλακές 200 και πλέον αξιωματικοί του Στρατού Ξηράς και αποτάχτηκαν από το Ναυτικό 300 περίπου αξιωματικοί, δηλαδή το 30% του συνόλου. Στην Ελληνική Χωροφυλακή αποστρατεύθηκαν 3.000 αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και χωροφύλακες. Από τους αποστρατευμένους αξιωματικούς περίπου 400 κρίθηκαν επικίνδυνοι από τις Επιτροπές Δημόσιας ασφάλειας και εκτοπίστηκαν στα νησιά Θήρα, Ανάφη, Σίκινο και Φολέγανδρο. Περιορίστηκαν σε γυναικείες φυλακές γυναίκες μοναρχικών πολιτών. Χιλιάδες πολίτες φυλακίστηκαν δι' εξύβρισιν του Πρωθυπουργού μεταξύ τους και γυναίκες. Στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως της Λέσβου, όπου ήταν διοικητής ο Γεώργιος Παπανδρέου, μετέπειτα πολιτικός σύμβουλος του Νικολάου Πλαστήρα, φυλακίστηκαν 721 άτομα, προσωπικότητες, πολιτικοί και στρατιωτικοί κρατούμενοι, πολλοί από από τους οποίους απεβίωσαν από τις κακουχίες, τις στερήσεις και τα καταναγκαστικά έργα. Τα δρακόντεια και εκδικητικά μέτρα του Βενιζέλου επικρίθηκαν αυστηρά ακόμη και από στενούς συνεργάτες του όπως ο αντιστράτηγος Παναγιώτης Δαγκλής, ένας από τα μέλη της Τριανδρίας της Κυβερνήσεως της Θεσσαλονίκης, ο οποίος στα μέσα του Δεκεμβρίου του 1917 δημοσίευσε στον Αθηναϊκό τύπο μακροσκελή επιστολή στην οποία κατέκρινε την απόφαση του Βενιζέλου για την εκκαθάριση του στρατεύματος και σχολίασε ότι οι αποστρατεύσεις ήταν κίνηση ευνοϊκή για την άνοδο του Θεόδωρου Πάγκαλου και των συνεργατών του. Ο προσωπικός φίλος του Βενιζέλου, ο Ζαβιτσιάνος γράφει στο βιβλίο του: «...όσα διαπράχτηκαν εις το εσωτερικόν της χώρας από το 1917 μέχρι και τις εκλογές του 1920 δεν ήταν μόνο λυπηρό αλλά και εμφάνιζαν μια εσωτερικήν διοίκησιν που φυλιεστέραν ως την στιγμήν εκείνην δεν είχε δοκιμάσει η Ελλάς».

Δίκες & Καταδίκες

Οι Γάλλοι ονόμασαν «Δεκεμβριανά» ή «Ελληνικό Εσπερινό» [59] [60] ή «ενέδρα της Αθήνας» την ήττα τους -τα «Νοεμβριανά του 1916» [61]. Ο Φουρνιέ τιμωρήθηκε από την Γαλλική κυβέρνηση καθώς ανέλαβε την πλήρη ευθύνη για την εισβολή ισχυριζόμενος δημόσια ότι είχε ενεργήσει μόνος, και απαλλάχθηκε τελικά από τα καθήκοντά του. Στο Λονδίνο ο πρωθυπουργός Χέρμπερτ Χένρι Άσκουϊθ και ένα τμήμα του πολιτικού του συμβουλίου παραιτήθηκαν στις 5 Δεκεμβρίου, και στο Παρίσι πραγματοποιήθηκε αλλαγή του υπουργικού συμβουλίου στις 12 Δεκεμβρίου. Οι οπαδοί του Βενιζέλου όπως και ο ίδιος ονόμασαν τον Εθνικό Διχασμό εμφύλιο πόλεμο, ορισμό που αρνούνταν οι μοναρχικοί και ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α' για τους οποίους δεν ήταν «εμφύλιος» καθώς οι αντίπαλοι τους ήταν απλώς προδότες και πράκτορες των ξένων. Την αντίληψη αυτή υποστηρίζει και ο Γεώργιος Α. Βλάχος, εκδότης και διευθυντής της εφημερίδος «Καθημερινή», γράφοντας για την Ελλάδα μετά τον ερχομό του Βενιζέλου: «Άνθρωποι έφθασαν εκ πάσης γωνίας, οι ξένοι ως Έλληνες, οι Έλληνες ως ξένοι...» [62].

Τις δίκες για τα «Νοεμβριανά» αλλά και όσα προηγήθηκαν ή ακολούθησαν την τριετία από το 1917 μέχρι το 1920, υπήρξε μια περίοδος που την βίωσαν ιδιαίτερα καταπιεστικά οι μοναρχικοί, εξαιτίας της απομακρύνσεως του Κωνσταντίνου Α' από τον θρόνο της Ελλάδος, της αναγκαστικής στρατολογίας και των διώξεων σε βάρος τους. Στη δεύτερη δίκη, μεταξύ των στρατιωτικών που αντιμετώπισαν την κατηγορία ότι «υπεκίνησαν εμφύλιον πόλεμον», και ιδιαίτερα εκείνη του Γενικού Επιτελείου [63] από το έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών, με βάση την εισηγητική γνωμάτευση που έφερε την υπογραφή του εισηγητή του Α ' Διαρκούς Στρατοδικείου Στυλιανού Κολοκυθά [64], εκδόθηκε το 1919 στην Αθήνα, απέδιδε ευθύνες για την παράδοση της Ανατολικής Μακεδονίας, του Δ' ́Σώματος Στρατού και άφθονου πολεμικού υλικού στους γερμανοβουλγάρους, χαρακτήριζε προδοτική τη στάση του Γενικού Επιτελείου, το οποίο είχε καταστεί «την εποχήν εκείνην το κέντρον της αντιανταντικής και Γερμανοφίλου πολιτικής», σύμφωνα με το κατηγορητήριο, κατηγορίες τις οποίες αντέκρουσε [65] με περισσή επιτυχία ο Βίκτωρας Δούσμανης που όπως και ο απών Ιωάννης Μεταξάς κρίθηκε ένοχος παμψηφεί και καταδικάστηκε σε θάνατο.

Επίσης, σε θάνατο ερήμην καταδικάστηκαν, το 1919, για τα Νοεμβριανά ο Σπυρίδων Μερκούρης καθώς και ο Γεώργιος Ι. Πεσμαζόγλου, που κατηγορήθηκε ως ο χρηματοδότης των Επιστράτων, όμως στα απομνημονεύματά του, που δημοσιεύτηκαν το 1979, έχει μόλις πέντε λέξεις για εκείνη την περίοδο: «έλαβον και εγώ ενεργόν μέρος», αναφέρει [66]. Ο Πεσμαζόγλου, ηλικίας μόλις 27 ετών εκείνη την εποχή, ήταν επικεφαλής της ομάδος των Επιστράτων που εισέβαλε στο σπίτι του τότε Δημάρχου Αθηναίων Εμμανουήλ Μπενάκη από την κατοικία του οποίου δέχονταν πυροβολισμούς οι Επίστρατοι που πολεμούσαν τις δυνάμεις της Αντάντ. Η Πηνελόπη Δέλτα αναφέρεται στο συμβάν και γράφει για τον πατέρα της: «Σκοπός του όχλου ήταν να πάν το Δήμαρχο στη ρεματιά πίσω από τους στρατώνες [του Πυροβολικού] και να τον ξεπαστρέψουν» [67]. Ο Μπενάκης συνελήφθη από τους Επιστράτους και σύμφωνα με τον Γεώργιο Βεντήρη [68] θα τον κακοποιούσαν αν «....δεν παρουσιάζετον εις εκ των υπασπιστών του Καλλάρη όστις τον μετέφερεν εις την αστυνομίαν. Φαίνεται ότι επενέβη ο τότε διάδοχος Γεώργιος, κατόπιν μεσολαβήσεως κοινών φίλων. Χάρις εις τους ίδιους, επετράπη προς τον Μπενάκην να επανέλθη εις τον οίκον του». Τον Ιούλιο του 1917, είχε ήδη ορκιστεί κυβέρνηση υπό τον Βενιζέλο στην Αθήνα, συγκροτήθηκε στην Ελληνική πρωτεύουσα τριμελής μικτή Επιτροπή Αποζημιώσεων για τα θύματα των Νοεμβριανών (με μέλη Γάλλο, Βρετανό και Έλληνα). Σύμφωνα με την έκθεση που υπέβαλε τον Δεκέμβριο του 1918, η Επιτροπή έκανε δεκτές χιλιάδες αιτήσεις αποζημιώσεων, από τις οποίες, 922 αφορούσαν φυλάκιση, 418 τραυματισμό ή κακοποίηση, 503 λεηλασία, 66 ζημιά σε ακίνητα, 395 μποϊκοτάζ (καταστημάτων), 31 κλείσιμο εφημερίδων και 980 απέλαση ή φυγή λόγω απειλής από τους Επίστρατους, όμως παρά τα θρυλούμενα, μόνο 35 αιτήσεις αφορούσαν θάνατο, όμως τα μέλη της επιτροπής άφησαν να αιωρείται η εντύπωση ότι οι νεκροί ήταν περισσότεροι διότι, όπως αναφέρουν: «ανάμεσα στους σκοτωμένους υπήρχαν πρόσφυγες που δεν είχαν οικογένεια και δεν άφησαν κληρονόμο» [69].

Αναφορές στους Επίστρατους

Επίστρατοι (Επιφυλλίδα του Σπύρου Μελά) [70]

Ο «Μαύρος Σεπτέμβριος» του 1916 στιγμάτισε την ιστορία της Ελλάδας και όπως σε κάθε πτυχή στην αφήγηση εκείνης της περιόδου έτσι και στα γεγονότα σχετικά με τους Επίστρατους έχει επικρατήσει η καθεστωτική -βενιζελική- και μετέπειτα κεντροαριστερή αφήγηση. Με το βενιζελικό πραξικόπημα της Θεσσαλονίκης, το οποίο επέζησε χάρη στην επέμβαση των Γαλλικών δυνάμεων κατοχής υπό τον στρατηγό Μορίς Σαράϊγ, οι πιέσεις προς την επίσημη Ελληνική κυβέρνηση εντάθηκαν σε δραματικό βαθμό. Οι σύμμαχοι -με την στάση τους- εξωθούσαν τα πράγματα στα άκρα απαιτώντας την εκθρόνιση του βασιλιά Κωνσταντίνου Α' ενώ νωρίτερα είχαν απαιτήσει και πέτυχαν την αποστράτευση δεκάδων χιλιάδων Αξιωματικών, Υπαξιωματικών και οπλιτών του Ελληνικού Στρατού. «Οι έφεδροι επανερχόμενοι εις τας εστίας των εκφράζουν ομόθυμον την αποδοκιμασίαν των κατά της Βενιζελικής πολιτικής και διά θερμών τηλεγραφημάτων διαδηλούν την αφοσίωσιν και την πίστιν αυτών προς την Α. Μ. τον Βασιλέα» γράφει ο τύπος των Αθηνών [71]. Στην επαρχία, στους Επίστρατους κατατάχθηκαν οι μικροκτηματίες της «Παλαιάς Ελλάδος», ενώ στην Αθήνα συγκροτήθηκε ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Συντεχνιών και Εργατικών Σωματείων από 45 προέδρους «των εν Αθήναις και Πειραιεί αμαξοκαραγωγέων, κουρέων-κομμωτών-μυροπωλών, καταστηματαρχών σιδηρωτών, εργατών ζαχαροπλαστών, τεχνιτών εξαρτύσεως και υποδήσεως στρατού, λαχανοπωροπωλών, σανδαλοποιών, εφαπλωματοποιών, καφεζυθοζαχαροπλαστών, καφεπωλών κ.λπ.» που πρόβαλε συνθήματα ταξικής συνεργασίας μα κυρίαρχα τα συνθήματα: «Ζήτω ο εργάτης και το κεφάλαιον! Ζήτω η Πατρίς και ο Βασιλεύς!», ενώ ήταν σε στενή συνεργασία με τους Επίστρατους.

Τα περιορισμένα στοιχεία που υπάρχουν για αυτή την εποχή υπονοούν τους Ιωάννη Μεταξά και Δημήτριο Γούναρη ως οργανωτές, εμψυχωτές και υποκινητές στην εξέγερση των επιστράτων. Οι δυνάμεις της εποχής ανάγκασαν τελικά την Ελληνική βασιλική κυβέρνηση σε πράξεις υποτέλειας, όπως η απόδοση τιμών στις σημαίες των δυνάμεων, οι οποίες είχαν ηττηθεί στη μάχη με τους επίστρατους, εκβιάζοντας με τον ναυτικό αποκλεισμό που επέβαλαν και την πείνα που ακολούθησε. Η περίοδος του αποκαλούμενου εθνικού διχασμού αποτελεί ηρωική παρένθεση στην έως τότε υποτέλεια των ελληνικών κυβερνήσεων και οι Γούναρης, Σκουλούδης, Λάμπρος υπήρξαν πρωθυπουργοί που έδωσαν μαθήματα εθνικής υπερηφάνειας και ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής. Τελικά ο Βασιλεύς εκθρονίστηκε και η νόμιμη κυβέρνηση ανετράπη για να έρθει στην εξουσία η Βενιζελική παράταξη στηριγμένη στα αγγλογαλλικά όπλα.

Η οργάνωση των αποστράτων σε ομάδες εφέδρων, κυρίως υπαξιωματικών και στρατιωτών οι οποίοι έγιναν γνωστοί ως «Επίστρατοι», υλοποιήθηκε από ανθρώπους που προέρχονταν από τα κοινωνικά στρώματα που αποκαλούνται «μεσαία», οι οποίοι ζούσαν με ευπρέπεια από -και με- τον ιδρώτα του προσώπου τους και τον κάματο των χειρών τους. «Μικροαστοί και αγρότες ήταν η κοινωνική σύνθεση των επιστράτων. Όταν τους κάλεσε ο Βασιλιάς, το κέντρο της Αθήνας γέμισε από χωριάτες με σκαμμένα πρόσωπα που έρχονταν με τα πόδια στην Αθήνα από τα Μεσόγεια», γράφει γι' αυτούς ο Πάξτον Χίμπεν, Αμερικανός ανταποκριτής στην Αθήνα της εποχής. Πρόκειται για την πρώτη μαζική οργάνωση στη νεότερη πολιτική ιστορία της Ελλάδος. Αν και κατηγορήθηκαν ως τρομοκρατική οργάνωση η δημιουργία τους ήταν μια υγιής αντίδραση στην βιαιότητα των Βενιζελικών. Οι «Επίστρατοι» στο σύνολο τους είχαν πολεμήσει στους Βαλκανικούς πολέμους κι οι περισσότεροι πέρα από βετεράνοι, ήταν έμπειροι και σκληροτράχηλοι πολεμιστές που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν κολαούζοι του βασιλιά Κωνσταντίνου Α' και πολύ περισσότερο προδότες, παρά θύματα της βίας των βενιζελικών και της πολιτικής τους να διαιρέσουν και να διχάσουν την χώρα. Από κοινωνικής απόψεως οι επίστρατοι και γενικώς η συντηρητική παράταξη εκείνων των χρόνων υποστηρίχθηκαν και στελεχώθηκαν από κοινωνικά στρώματα μεσαία και προς τα κάτω καθώς τα ανώτερα στρώματα υποστήριξαν τον Βενιζέλο. Ο λαός υπέφερε από την πείνα και τη στέρηση αγαθών. Η ιστορία των Επιστράτων, σύμφωνα με τον Γιώργο Μαυρογορδάτο, περιβάλλεται από τη «μυθολογία και δαιμονολογία» που εκπορεύεται από τη βενιζελική πλευρά, «νικήτρια στο πεδίο της ιστοριογραφίας και της συλλογικής μνήμης» [72]. Στις εκλογές που έγιναν τον Νοέμβριο του 1920, οι πρώην Επίστρατοι, με ένα αυθόρμητο σύστημα ακέφαλης αντιστάσεως, συνεννοήθηκαν πόρτα-με-πόρτα κι ύστερα πήγαν ήσυχα στις κάλπες και έριξαν την ψήφο τους υπέρ του βασιλιά Κωνσταντίνου Α' και των κομμάτων που τον υποστήριξαν. Και όταν αυτοί, μετά τη νίκη τους, παρά τις υποσχέσεις τους συνέχισαν τον χωρίς νόημα και ελπίδα πόλεμο στη Μικρά Ασία, οι Επίστρατοι, αντίθετα προς τη θέληση και την ιδεολογία τους, στρατεύθηκαν για μία ακόμη φορά και πολέμησαν στην Μικρά Ασία. Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή οι Επίστρατοι ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν για τον βασιλιά και την κοινωνία που επιθυμούσαν όμως η προσχεδιασμένη θανατική εκτέλεση των Έξι στο Γουδί σε συνδυασμό με τον πρόωρο θάνατο του Κωνσταντίνου Α' στην εξορία τους στέρησε τη φυσική τους ηγεσία και τους αποδυνάμωσε καθοριστικά.

Για την έκταση και την μορφή των διώξεων του καθεστώτος Βενιζέλου σε βάρος των ιδεολογικών και πολιτικών αντιπάλων του γράφει, το 1934, ο Ιωάννης Μεταξάς:
«Ποιος δεν ενθυμείται την δεινήν αστυνομικήν κατασκοπείαν και τον νόμον «περί δυσμενείας κατά του καθεστώτος»! Τι έγινε το σύνταγμα και αι πολιτικαί και ατομικαί ελευθερίαι, χάριν των οποίων δήθεν κατήργησαν οι ξένοι την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος χειροκροτούντος του κ. Βενιζέλου;
- Απήτει ο κατά της Βουλγαρίας πόλεμος την αναστολήν της ισοβιότητας των δικαστών και την άρσιν της μονιμότητας των υπαλλήλων;
- 570 δικασταί απεβλήθησαν εκ του δικαστικού σώματος.
- 6.500 περίπου υπάλληλοι των διαφόρων υπουργείων απελύθησαν.
- 2.300 περίπου αξιωματικοί απεβλήθησαν εκ των τάξεων του στρατού.
- 600 αξιωματικοί της εφεδρείας εξέπεσαν του βαθμού του αξιωματικού εις την τάξιν του απλού στρατιώτου.
- 3.000 υπαξιωματικοί και οπλίται της χωροφυλακής απεβλήθησαν.
- 300 αξιωματικοί του πολεμικού ναυτικού απεβλήθησαν.
- 430 αξιωματικοί εξετοπίσθησαν εις διαφόρους νήσους.
- 150 αξιωματικοί εφυλακίσθησαν.
Δηλαδή, άνω των 10 χιλιάδων προσώπων, από αρεοπαγιτών, αρχιεπισκόπων, στρατηγών και πρέσβεων, μέχρι κλητήρων, διακόνων και χωροφυλάκων, απεβλήθησαν των θέσεών των, διότι δεν είχον ακολουθήσει τον κ. Βενιζέλον εις την κατά του βασιλέως εκστρατείαν του».

Οι επίστρατοι δεν ηττήθηκαν στρατιωτικά, όμως οι πολιτικοί έχασαν την μάχη, γιατί ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α' και η τότε κυβέρνηση υπέκυψαν στις πιέσεις της Αντάντ, αποδεχόμενοι εξευτελιστική απόδοση τιμών στις ξένες σημαίες. Ο βενιζελικός ιστορικός Γεώργιος Βεντήρης γράφει για το κίνημα των Επιστράτων: « ... Παρουσιάζουν αναλογίας με τον ιταλικόν φασισμόν, του οποίου προεπορεύθησαν, προς τους Γερμανούς μοναρχικούς ή τους εθνικόφρονας σοσιαλιστάς. Αλλ’ αι ομοιότητες περιορίζονται εις την μέθοδον της ενέργειας και τον αντιδημοκρατικόν χαρακτήρα των διαφόρων τούτων κινήσεων. Διότι η δράσις των Ελλήνων επιστράτων δεν ανταπεκρίνετο εις οικονομικάς ανάγκας ή εθνικούς σκοπούς μιας ωρισμένης ομογενούς τάξεως, όπως συμβαίνει εις Ιταλίαν και Γερμανίαν. Αυτή είναι η πρωτοτυπία των, εις τούτο δε πρέπει να αποδοθή ο αναρχικός χαρακτήρ και η σχετικώς σύντομος ζωή των επιστράτων» [73]. Κατά τον Γ.Θ. Μαυρογορδάτο [74] η συγγένεια των επιστράτων με τα πρωτοφασιστικά και φασιστικά κινήματα που δημιουργήθηκαν το ίδιο χρονικό διάστημα σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, και ειδικότερα τον ιταλικό φασισμό και τον γερμανικό ναζισμό είναι εμφανής, λόγος για τον οποίο μπορούμε να μιλάμε για «ένα φασισμό προδρομικό αλλά ατελή». Σύμφωνα με τον Δημήτριο Μιχαλόπουλο [75] «...ο Φασισμός των Επιστράτων πήρε μεν μορφή επαναστατική αλλά εναντίον όχι του Κράτους που ήδη υπήρχε αλλά εκείνου που πήγαινε να επιβληθεί...». Οι αναλυτές παραγνωρίζουν πως παρά τις όποιες συγκυριακές συμπτώσεις και συγκλίσεις ο μοναρχισμός και ο φασισμός αποτελούν εξ αρχής ριζικώς ασύμβατα συστήματα συνεπώς ο όποιος «μοναρχοφασισμός» ευαγγελίστηκαν είτε ενσάρκωσαν οι Επίστρατοι ήταν καταδικασμένος να μείνει ατελής κι ανολοκλήρωτος φασισμός.

Επίστρατοι & Λογοτεχνία

Ο εθνικιστής ακαδημαϊκός και δημοσιογράφος Σπύρος Μελάς, σύγχρονος της εποχής των επιστράτων και αυτόπτης μάρτυρας των συμβάντων αναφέρει σε άρθρο του [76]: «Ο Επίστρατος! ... Σταθείτε όρθιοι! ... Είναι η ψυχή της Ελλάδας ... Είναι το κύτταρο που της δίνει ζωή. Είναι ο δημιουργός της ωραιότερης εποχής της Σύγχρονης Ιστορίας μας του τόπου μας. Είναι κάτι το μοναδικό, το αξιοθαύμαστο! ... Αυτός, ο φοβερός Επίστρατος, απείλησε να κάνει πόλεμο δικό του, του κεφαλιού του, όταν το λιπόθυμο Κράτος φοβότανε να αδράξει τα όπλα και να τον ακολουθήσει. Και, αφότου βγήκε ξανά νικητής, βεβαίως όλοι κομπάσανε και πήγανε να σφετεριστούν το έργο των Γενναίων. Και κατάφεραν μάλιστα να ... το πλασάρουν σαν δικό τους, χωρίς ο Επίστρατος να αγανακτήσει, χωρίς να διαμαρτυρηθεί, χωρίς να καυχηθεί και χωρίς να μεγαλοφρονήσει. Σεμνός σαν κορίτσι, επέστρεψε ο ήρωας στο χωριό του, έχοντας μαζί του μόνο τα τραύματα και τα παράσημά του. Έβαλε στην άκρη το όπλο του και ξανάπιασε τις δουλειές της ειρήνης. Παρέμενε όμως άγρυπνος πάνω στο Έργο του , γιατί πολύ καλά το ήξερε ότι αυτό το Έργο, το δικό του, ήταν η ίδια η αναγέννηση της Ελλάδας. Ξανάρθανε όμως οι δύσκολοι καιροί. Οι φλόγες του Μεγάλου Πολέμου ζώσανε και τη δική μας Πατρίδα ... Και έφτασε μια στιγμή, που τόσο πολύ προχώρησε η ηθική αποσύνθεση, ώστε πολύ φαντάστηκαν πως όλα τελείωσαν, πως η Ελλάδα είχε πεθάνει. Ο Επίστρατος όμως έμενε σταθερός, γεμάτος δύναμη και ζωή, με πεποίθηση ακλόνητη στο μέλλον. Έβλεπε τι γινότανε γύρω του, μέσα του έβραζε, αλλά παρέμενε σιωπηλός. Οι φυγάδες τον θεώρησαν δειλό. Οι άμαχοι τον κατηγόρησαν πως φοβόταν για τη ζωή του. Αυτός όμως απλώς περίμενε τη στιγμή. Και μόλις πείστηκε ότι έχουν το θράσος να σηκώσουν το σιχαμένο τους χέρι ενάντια στο Έργο του, στάθηκε όρθιος ... εμπνευσμένος, ωραίος, ευγενής, άγιος ... Ακριβώς όπως τον είδατε να διαβαίνει χτες, χωρίς φωνές και φανφάρες, για να ντυθεί και πάλι, μέσα στους στρατώνες, το αιματόβρεχτο και δοξασμένο χακί.
- «Που πάτε, βρε παιδιά;» ρώτησε δακρύζοντας ένα γεροντάκι.
- «Μη σε νοιάζει καθόλου παππούλη» απάντησε μέσα από τις τετράδες των Επιστράτων μας ένα μελαχρινό, καθαρό, φωτεινό παλληκάρι. «Εμείς μια χαρά το ξέρουμε που πάμε...».

Ο γνωστός ζωγράφος Περικλής Βυζάντιος γράφει [77]: «...Όλη η νύχτα πέρασε σχεδόν ήσυχα τουλάχιστο για μένα· κοιμήθηκα καλά, και τα πρωινά φύλλα μας διαβεβαίωσαν ότι έγινε συμβιβασμός· με αμοιβαίες υποχωρήσεις δόθηκαν ή μάλλον θα δοθούν στον Φουρνέ έξι ορειβατικές πυροβολαρχίες, με την υπόσχεση ότι αμέσως τα αγήματα θα εκκενώσουν την Aθήνα και ότι θα μεσολαβήσει για να τελειώσουν τα αιώνια αιτήματα της Aντάντ. Tις χθεσινές οβίδες τις έριχναν εναντίον των Aνακτόρων. Eυτυχώς είχαν αφαιρεθεί οι πυροσωλήνες, για να μη γίνει έκρηξη. Έπεσαν δύο στο γραφείο του Bασιλέως, τη στιγμή που ο Bασιλεύς συζητούσε με τους πρεσβευτές τα αιτήματα. Kαθώς του έφεραν την οβίδα που είχε πέσει, την έδειξε στους πρεσβευτές της Aντάντ λέγοντας: «Nous allons discuter avec des pièces à l’appui». Mετά το βομβαρδισμό εκ μέρους των ξένων, έπαψε κάθε εχθροπραξία, αλλά δεν ήταν, φαίνεται, το ίδιο με τους βενιζελικούς. Λίγοι Kρήτες, υπό την αρχηγία του στρατηγού Kόρακα και του Kρητικού οπλαρχηγού Γύπαρη, έπιασαν στην οδό Σταδίου ορισμένα σπίτια και άρχισαν να χτυπούν το Στρατό· σε λίγο το πυρ γενικεύθηκε και από άλλα σπίτια. (...) αυτή τη στιγμή που γράφω είναι έντεκα τη νύχτα, και το πανηγύρι εξακολουθεί· (...) Σήμερα γράφει η Eσπερινή ότι δε θα δώσουν στον Φουρνέ έξι πυροβολαρχίες, όπως συμφωνήθηκε, αλλά μόνο τέσσερις, γιατί δύο του είχαν παραδοθεί στην Kέρκυρα προ καιρού, δεν ξέρω πόσου, και ο Φουρνέ το δέχτηκε....».

Με τους Επίστρατους και τα δραματικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν εκείνη την περίοδο στην Ελλάδα ασχολήθηκαν και πολύ γνωστοί και σημαντικοί Έλληνες λογοτέχνες, όπως ο Θανάσης Βαλτινός με το έργο του «Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη. Βιβλίο δεύτερο: Βαλκανικοί-'22» που κυκλοφόρησε το 2000, ο Δημοσθένης Βουτυράς που έγραψε τα έργα «Ο απόκληρος» που δημοσιεύθηκε το 1920 στο περιοδικό «Νουμάς» καθώς και το «Μέρες τρόμου» που δημοσιεύθηκε το 1932, ο Αντώνιος Τραυλαντώνης ο οποίος το 1936 δημοσίευσε το έργο «Λεηλασία μιας ζωής» με εκτενή αναφορά στα «Νοεμβριανά» γεγονότα του 1916, ο Κωνσταντίνος Παρορίτης, συγγραφέας του μυθιστορήματος «Ο Κόκκινος Τράγος» (1924), και ο Αθανάσιος Πετσάλης-Διομήδης που το 1964 δημοσίευσε το αυτοβιογραφικό «Δεκατρία χρόνια. Από το 1909 στο 1922» [78].

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Πηγές

  • [Δημήτρης Μιχαλόπουλος, «Η ξεχασμένη επανάσταση: Οι Έλληνες Επίστρατοι και ο αγώνας τους, 1916-1920», Αθήνα, 2012 εκδόσεις «Πελασγός».]
  • [Σπυρίδων Σπυριδωνίδης, «Η εθνική προδοσία», Αθήνα 1917, σελίδες 45η-49η.]
  • [Δέσποινα Παπαδημητρίου [79], «Οι Eπίστρατοι στα χρόνια του πρώτου πολέμου: πολιτική βία και ακροδεξιές συμπεριφορές», Περιοδικό «Αρχειοτάξιο», τεύχος 16ο, Νοέμβριος 2014, σελίδες 13η-23η. Αφιέρωμα: «Η Ακροδεξιά στο φως της ιστορίας».]
  • [Εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», ένθετο «Ιστορικά», τεύχος 57ο, 16 Νοεμβρίου 2000, «Τα Νοεμβριανά του '16 και το Ανάθεμα».]
  • [«Τα «Νοεμβριανά» του 1916, Γιάννης Μουρέλος]

Παραπομπές

  1. [Επίστρατος: εκ του επιστρατεύω + -ος, μορφολογικά αναλύεται σε επι- + -στρατος, ο έφεδρος που έχει επιστρατευθεί ή ανήκει σε στρατεύσιμη κλάση σε περίοδο επιστρατεύσεως. Η λέξη μαρτυρείται από το 1895 όταν δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις».]
  2. [Εφημερίδα «Νέα Ημέρα», Επίστρατοι Ιθάκης, φύλλο 28ης Ιουνίου 1916, σελίδα 5η.]
  3. [Εφημερίδα «Θάρρος» Τρικάλων, φύλλο της 1ης Μαρτίου 1916.]
  4. [Το Γκαίρλιτς (Görlitz) μια παλιά πόλη στην ανατολική πλευρά του κρατιδίου της Σιλεσίας της πρώην Ανατολικής Γερμανίας (τώρα ανήκει στο γερμανικό ομόσπονδο κρατίδιο της), είναι κτισμένη από την εποχή του Μεσαίωνα στις όχθες του ποταμού Νάϊσε, ο οποίος αποτελεί σήμερα το φυσικό σύνορο της Γερμανίας με την Πολωνία. Την εποχή του Α' Παγκοσμίου Πολέμου είχε πληθυσμό 90.000 περίπου.]
  5. [Ο Συνταγματάρχης Ιωάννης Χατζόπουλος πέθανε τον Απρίλιο του 1918 στο Γκέρλιτς. Στην κηδεία του παρέστη και εκπρόσωπος του Κάϊζερ ενώ ο θάνατός του προκάλεσε απέραντη θλίψη στους Έλληνες στρατιώτες και αξιωματικούς του.]
  6. [Οι αξιωματικοί του Γκέρλιτς εις διαθεσιμότητα Εφημερίδα «Εμπρός», 24 Δεκεμβρίου 1918, σελίδα 1η.]
  7. [Γεράσιμος Αλεξάτος, «Οι Έλληνες του Γκαίρλιτς 1916-1919», εκδόσεις «Αδελφοί Κυριακίδη.}
  8. [Εφημερίδα «Νέα Ημέρα», φύλλο 20ης Ιουνίου 1916]
  9. [Εφημερίδα «Νέα Ημέρα», φύλλο 13ης Ιουλίου 1916.]
  10. [«Ιωάννης Μεταξάς, Το προσωπικό του ημερολόγιο», τόμος Β', επιμέλεια Χρ. Χρηστίδη, Αθήνα 1952, εκδόσεις «Εστίας», σελίδα 664η.]
  11. [Επιστολή του Ιωάννη Μεταξά προς την σύζυγο του Λέλα Μεταξά της 2ας Δεκεμβρίου 1920 από την Κεφαλλονιά, την οποία επισκέφθηκε αμέσως μετά την επιστροφή του από την εξορία στην Ελλάδα.]
  12. [Εφημερίδα «Νέα Ημέρα», φύλλο 14ης Ιουλίου 1916]
  13. [Σεραφείμ Μάξιμος, Κοινοβούλιο ή Δικτατορία, εκδόσεις Στοχαστής 1975, σελίδα 14η. Πρώτη έκδοση το 1928.]
  14. [Εφημερίδα «Σκριπ», αριθμός φύλλου 7836, Τρίτη 20 Ιουνίου 1916.]
  15. [Γιάννης Μουρέλος «Τα «Νοεμβριανά» του 1916, σελίδες 199η-207η.]
  16. [O δικηγόρος και έφεδρος ανθυπολοχαγός Ιωάννης Σαγιάς, παρασημοφορημένος τραυματίας της μάχης του Κιλκίς με ανάπηρο χέρι, έγινε μέλος του Π.Σ.Ε. την περίοδο της παρανομίας του.]
  17. [Η συνομωσία πίσω από την επίθεση ξένων και Ελλήνων πρακτόρων στην Γαλλική πρεσβεία (9 Σεπτεμβρίου 1916) istorikathemata.com]
  18. [Γαλλική Κατοχή Πειραιά 1916-17 (Επιχείρηση Ελληνικός Εσπερινός) pireorama.blogspot.com]
  19. [Τα Νοεμβριανά του 1916 και η Γαλλική Κατοχή στον Πειραιά του 1917. Δημήτρης Κρασονικολάκης.]
  20. [Τα "Νοεμβριανά" του 1916: Οι Έλληνες στρατιώτες που πολέμησαν, θυσιάστηκαν και παραμένουν στη λήθη. istorikathemata.com, 19 Νοεμβρίου 2021.]
  21. [Τα "Νοεμβριανά" του 1916: Οι Έλληνες στρατιώτες που πολέμησαν, θυσιάστηκαν και παραμένουν στη λήθη. kataggeilte.blogspot.com]
  22. [«Τα φοβερά ντοκουμέντα. Ο Εθνικός διχασμός, Βενιζέλος & Κωνσταντίνος», εκδόσεις «Φυτράκης», σελίδα 81η.]
  23. [Newbolt Henry, «Naval Operations Vol IV. Official History of the War», «Longman’s Green & Co» London UK, 1928, σελίδα 166η.]
  24. [Εδουάρδος Ντριώ, «Ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος-Θρύλος και Ιστορία», σελίδες 135η-140η.]
  25. [Ed. Driault, «Histoire Diplomatique de la Grece», volume E'.]
  26. [Εφημερίδα «Αστραπή», φύλλο 20ης Νοεμβρίου 1916, σελίδα 4η.]
  27. [Εφημερίδα «Νέα Ημέρα», φύλλο 11ης Δεκεμβρίου 1916.]
  28. [Εφημερίδα «Σκριπ», 21η Νοεμβρίου 1916, σελίδα 2η.]
  29. [Εφημερίδα «Σκριπ», φύλλο 21ης Νοεμβρίου 1916 & Εφημερίδα «Αστραπή», φύλλο 24ης Νοεμβρίου 1916.]
  30. [Οι φονείς του Νταλιάνη Εφημερίδα «Εμπρός», φύλλο της 30ης Νοεμβρίου 1916, σελίδα 3η.]
  31. [Eφημερίδα «Αθήναι», φύλλο 21ης Νοεμβρίου 1916.]
  32. [Δημήτριος Μιχαλόπουλος, «Η ξεχασμένη επανάσταση: Οι Έλληνες επίστρατοι και ο αγώνας τους 1916-1920», εκδόσεις «Πελασγός», Αθήνα, Δεκέμβριος 2012.]
  33. [Εφημερίδα «Αναγέννησις» Τρικάλων, φύλλο 24ης Νοεμβρίου 1916.]
  34. [Εφημερίδα «Αναγέννησις» Τρικάλων, φύλλο 24ης Νοεμβρίου 1916.]
  35. [Εφημερίδα «Αναγέννησις» Τρικάλων, φύλλο 9ης Δεκεμβρίου 1916.]
  36. [Εφημερίδα «Νέα Ημέρα», φύλλο 4ης 4 Ιουλίου 1916.]
  37. [Εφημερίδα «Αναγέννησις», φύλλο 1ης Δεκεμβρίου 1916.]
  38. [Εφημερίδα «Αναγέννησις», φύλλο 12ης Δεκεμβρίου 1916.]
  39. [Εφημερίδα «Αναγέννησις», φύλλο 6ης Ιανουαρίου 1917.]
  40. [Εφημερίδα «Αναγέννησις», φύλλο 4ης Ιανουαρίου 1917.]
  41. [Εφημερίδα «Αναγέννησις», φύλλο 15ης Ιανουαρίου 1917.]
  42. [Εφημερίδα «Θάρρος» Τρικάλων, φύλλο 20ης Αυγούστου 1917.]
  43. [Κώστας Βάρναλης, «Φιλολογικά απομνημονεύματα», σελίδες 253η-256η, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1980]
  44. [Στρατηγού Παναγιώτη Γ. Δαγκλή, «Αναμνήσεις-Έγγραφα-Αληλογραφία- το Αρχείον του», τόμος Β', σελίδες 196η-197η, Βιβλιοπωλείο Ε.Γ.Βαγιονάκη, Αθήνα 1965.]
  45. [1916 ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εφέδρων στη Νάξο και ο ρόλος του στα γεγονότα του 1917 στην Απείρανθο orinosaxotis.blogspot.com]
  46. [Α.Υ.Ε., Aρχείο Θεσσαλονίκης, 1916, Α/7, αναφορά Γ. Σαραντόπουλου, Αθήνα, 10 Φεβρουαρίου 1917, Δημήτριος Μιχαλόπουλος, «Η ξεχασμένη επανάσταση: Οι Έλληνες επίστρατοι και ο αγώνας τους 1916-1920», εκδόσεις «Πελασγός», Αθήνα, Δεκέμβριος 2012.]
  47. [Βασίλης Φραγκουλόπουλος, «Η ανθρωποσφαγή στην Απείρανθο το 1917, η αδημοσίευτη έκθεση Καλομενόπουλου στη δίνη του εθνικού διχασμού», Τριμηνιαία έκδοση «Ναξιακά Γράμματα», τεύχος 26ο Ιανουάριος– Μάρτιος 2018, Εκδόσεις Εταιρείας Ναξιακών Γραμμάτων, σελίδες 11η-26η.]
  48. [Η έκθεση του Συνταγματάρχη Νικόστρατου Καλομενόπουλου φυλάσσεται στο Διπλωματικό και Ιστορικό αρχείο του Υπουργείου των Εξωτερικών, 1917/Α.Α.Κ./3.]
  49. [Ο συνταγματάρχης Νικόστρατος Καλομενόπουλος συμμετείχε στον Μακεδονικό Αγώνα με το προσωνύμιο «Καπετάν Νίδας», επικεφαλής σώματος ανταρτών. Συνελήφθη σε συμπλοκή και καταδικάστηκε σε πενταετή φυλάκιση, αλλά μετά από τρία χρόνια δραπέτευσε από τις φυλακές Μοναστηρίου. Διατέλεσε στρατιωτικός διοικητής Κυκλάδων στη διάρκεια του Κινήματος της Εθνικής Άμυνας.]
  50. [Στον ατομικό φάκελο του Συνταγματάρχη Νικόστρατου Καλομενόπουλου δεν αναφέρεται ούτε το ελάχιστο για τη θητεία του ως στρατιωτικού διοικητή Κυκλάδων. Το βιογραφικό σημείωμα του βρίσκεται στο αρχείο της Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού (Δ.Ι.Σ./Α.Σ.).]
  51. [Η μάχη της Σημαίας του 1/38 Συντάγματος Ευζώνων: Ένα νέο Μολών Λαβέ. Εφημερίδα «Ελεύθερος Κόσμος», 16 Ιουνίου 2018.]
  52. [Η μάχη της σημαίας ή το «ακατανόητο τρόπαιο». «Ελληνικές Γραμμές», Κώστας Καρδαράς, Μέλος Π.Γ. Εθνικού Μετώπου]
  53. [12 Ιουνίου 1917(*): Η "μάχη της σημαίας" και η βίαιη κατάληψη της Θεσσαλίας από τον Γαλλικό στρατό istorikathemata.com]
  54. [Γενικό Επιτελείο Στρατού, Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, «Επίτομη Ιστορία της συμμετοχής του Ελληνικού Στρατού στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο 1914-1918», Αθήνα 1993, σελίδα 158η.]
  55. [Γενικό Επιτελείο Στρατού, Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, «Επίτομη Ιστορία της συμμετοχής του Ελληνικού Στρατού στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο 1914-1918», Αθήνα 1993, σελίδα 262η.]
  56. [«Σελίδες εκ της συγχρόνου ιστορίας (Πρόσωπα και πράγματα)», Νικόλαος Γερακάρης, Αθήνα 1936, σελίδα 459η Ολόκληρο το βιβλίο, Ψηφιακή βιβλιοθήκη «Ανέμη».]
  57. [Ξ. Λευκοπαρίδης, «Στρατηγού Π. Γ. Δαγκλή, Το Αρχείον του, Τόμος Β'», σελίδα 250η.]
  58. [Η βενιζελική "εθνική άμυνα" και τα αιματηρά γεγονότα στην Χαλκιδική (Σεπτέμβριος 1916) istorikathemata.com, 19 Δεκεμβρίου 2009]
  59. [Γαλλική Κατοχή Πειραιά 1916-17 (Επιχείρηση Ελληνικός Εσπερινός) pireorama.blogspot.com]
  60. [Η ονομασία ελληνικοί εσπερινοί η οποία δόθηκε, στην Δυτική Ευρώπη, στην σφαγή που ακολούθησε παραπέμπει στους «σικελικούς εσπερινούς» του 1282, στη διάρκεια των οποίων οι δυνάμεις του Ανδεγαυού βασιλιά Καρόλου Α΄ σφαγιάστηκαν συστηματικά από τον ντόπιο σικελικό πληθυσμό.]
  61. [Γαλλική Κατοχή Πειραιά 1916-17 (Επιχείρηση Ελληνικός Εσπερινός) pireorama.blogspot.com (ανακτήθηκε στις 22 Νοεμβρίου 2021, 07:17').]
  62. [Εφημερίδα «Η Καθημερινή», φύλλο 12ης Οκτωβρίου 1920 («Η βασίλισσα»), άρθρο που αναφέρεται στην βασίλισσα και βασιλομήτορα Όλγα, χήρα του βασιλέως Γεωργίου Α', που τότε είχε μόλις επιστρέψει στην Αθήνα.]
  63. [ Η Δίκη του πρώην Επιτελείου, την οποία οι εφημερίδες της εποχής αποκάλεσαν και υπόθεση Ρούπελ από την παράδοση του ομώνυμου οχυρού, άρχισε την 25η Οκτωβρίου 1919 και περατώθηκε την 31η Ιανουαρίου 1920. Κατηγορούμενοι ήταν οι: Βίκτωρ Δούσμανης, και Ιωάννης Μεταξάς Ξενοφών Στρατηγός και Αθανάσιος Εξαδάκτυλος. Βασική κατηγορία υπήρξε η εσχάτη προδοσία για τους Δούσμανη και Μεταξά για τους ακόλουθους λόγους: α. Συνωμότησαν για τη μεταβολή του καθεστώτος από Βασιλευομένη Δημοκρατία σε απόλυτο Μοναρχία, β. Παρέδωσαν την Ανατολική Μακεδονία και τα οχυρά της στους Γερμανούς και Βουλγάρους, γ. Όπλισαν τους επιστρατευτικούς συλλόγους και τους παρακίνησαν σε εμφύλιο πόλεμο και δ. Παρέδωσαν σε πράκτορες της Γερμανίας, Αυστρίας και Βουλγαρίας κρατικά απόρρητα. Η κατηγορία για τους Στρατηγό και Εξαδάκτυλο ήταν ότι βοήθησαν τους Δούσμανη και Μεταξά για την εκτέλεση των πράξεων εσχάτης προδοσίας. Σύμφωνα με την απόφαση οι Δούσμανης και Μεταξάς κρίθηκαν: για την παράδοση των οχυρών της Ανατολικής Μακεδονίας ομόφωνα ένοχοι, για παράδοση της Ανατολικής Μακεδονία αθώοι, για την παράδοση κρατικών εγγράφων αθώοι, για τη μεταβολή του πολιτεύματος αθώοι, για τον εξοπλισμό των επιστράτων αθώος ο Δούσμανης και ομόφωνα ένοχος ο Μεταξάς. Στον Μεταξά επιβλήθηκε η θανατική ποινή και στον Δούσμανη η ποινή των ισοβίων δεσμών. Οι άλλοι δύο κατηγορούμενοι Στρατηγός και Εξαδάκτυλος κηρύχθηκαν αθώοι.]
  64. [«Γνωμάτευσις του εισηγητού του Α' ́Διαρκους Στρατοδικείου Στυλιανού Α. Κολοκυθά κατά του τέως Γενικού Ελληνικού Επιτελείου Δούσμανη Β., Μεταξά Ιωαν., Στρατηγού Ξ. και Εξαδάκτυλου Αθανασίου κατηγορουμένων επί εσχάτη προδοσία», «Εθνικό Τυπογραφείο», Αθήνα 1919, σελίδα 92η κ.ε.]
  65. [Βίκτωρ Δούσμανης, «Απομνημονεύματα. Ιστορικαί σελίδες τας οποίας έζησα», Εκδοτικός Οίκος «Πέτρου Δημητράκου», Αθήνα 1946, σελίδες 122η-8η,149η-151η.]
  66. [«Γεώργιος Ι. Πεσμαζόγλου, Το χρονικόν της ζωής μου (1889-1979)», Αθήνα, 1979, σελίδα 61η.]
  67. [Πηνελόπη Σ. Δέλτα, «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος (Αρχείο της Π. Σ. Δέλτα Α')», επιμέλεια Π. Α. Ζάννα, Αθήνα, 1978, εκδόσεις «Ερμής», σελίδες 16η & 20η.]
  68. [Γεώργιος Βεντήρης, «Η Ελλάς του 1910-1920», Εκδόσεις «Ίκαρος», Αθήνα 1970.]
  69. [Ministry of Foreign Affairs of Greece, Official Report on the Events Which Took Place in Athens, December 1 and 2, 1916 (Paris: Imprimerie Chaix, 1918), σελίδα 12η. Το άθροισμα των κατηγοριών ήταν 3.350, όχι 3.550 όπως αναφέρεται. Όσα αναγράφονται για πιθανούς νεκρούς πρόσφυγες βρίσκονται σε απόλυτη αντίθεση με τη συγκρότηση επιτροπής προσφύγων για την αποζημίωση των οικογενειών «των τυφεκισθέντων υπερτριακοσίων προσφύγων», που είχε αναγγελθεί από την εφημερίδα «Πατρίς», φύλλο 24ης Ιουνίου 1917.]
  70. [Φορτούνιο (Σπυρίδων Μελάς)-Επίστρατοι, Εφημερίδα «Εμπρός», φύλλο 18ης Νοεμβρίου 1916, σελίδα 1η.]
  71. [Κατά της πολιτικής του κ. Βενιζέλου Εφημερίδα «Εμπρός», φύλλο 19ης Ιουνίου 1916, σελίδα 2η.]
  72. [Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, «Εθνικός Διχασμός και μαζική οργάνωση. Οι επίστρατοι του 1916», εκδόσεις «Αλεξάνδρεια» 1996, σελίδα 21η.]
  73. [«Η Ελλάς του 1910-1920», τόμος Β', σελίδα 151η, εκδόσεις «Πυρσός», Αθήνα 1931.]
  74. [«Εθνικός Διχασμός και μαζική οργάνωση. Οι επίστρατοι του 1916», σελίδες 34η-36η, εκδόσεις «Αλεξάνδρεια» 1996.]
  75. [Δημήτριος Μιχαλόπουλος, «Η ξεχασμένη επανάσταση: Οι Έλληνες επίστρατοι και ο αγώνας τους 1916-1920», εκδόσεις «Πελασγός», Αθήνα, Δεκέμβριος 2012, σελίδα 125η.]
  76. [Επίστρατοι Σπύρος Μελάς Εφημερίδα «Εμπρός», φύλλο 18ης Νοεμβρίου 1916, σελίδα 1η.]
  77. [«Περικλής Βυζάντιος, Η ζωή ενός ζωγράφου. Αυτοβιογραφικές σημειώσεις», Σάββατο, 19 Nοεμβρίου 1916, έκδοση «Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης», Αθήνα 1994.]
  78. [Εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», ένθετο «Ιστορικά», τεύχος 57ο, 16 Νοεμβρίου 2000, σελίδες 45η-49η.]
  79. [Η Δέσποινα Παπαδημητρίου είναι μέλος του διδακτικού προσωπικού στο τμήμα Πολιτικής Ιστορίας και Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών.]