Εθνική Ένωσις Ελλάς

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Η Εθνική Ένωσις Ελλάς, γνωστή με τα αρχικά «Ε.Ε.Ε.» ή ως «3E», ήταν Ελληνική εθνικιστική οργάνωση της εποχής του Μεσοπολέμου, η οποία είχε στρατιωτική δομή. Ιδρύθηκε στις 20 Ιανουαρίου 1927 κι αναγνωρίστηκε το Φεβρουάριο του ίδιου έτους [1] με στόχο την άμυνα του Έθνους απέναντι στον κομμουνισμό και γενικώς στα Ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα, που έφεραν την ευθύνη για την οικονομική και την ηθική κρίση που μάστιζε την ελληνική κοινωνία και είχε έδρα τη Θεσσαλονίκη. Πρώτος προσωρινός πρόεδρος της ήταν ο Αλέξανδρος Ουσταπασίδης και γραμματέας της ο τραπεζικός Δημήτριος Χαριτόπουλος, ενώ μετά από εκλογές μεταξύ των μελών της, πρόεδρος αναδείχθηκε ο εμποροράφτης Γεώργιος Κοσμίδης.

Έμβλημα της 3Ε

Γενικά στοιχεία

Η έδρα της βρίσκονταν στο Μέγαρο «Ερμείον», στην οδό Πανταζίδου 8 στο κέντρο της Θεσσαλονίκης και στα εγκαίνια τους που έγιναν στις 4 Αυγούστου 1931 [2], παραβρέθηκε ο Γενικός Διοικητής Μακεδονίας, Στυλιανός Γονατάς. Η πρώτη δημόσια εμφάνιση της πραγματοποιήθηκε στις 4 Απριλίου του 1927 με την επονομαζόμενη «Έκκληση προς τον ελληνικό λαό» Κι απευθύνονταν τόσο προς τις κρατικές Αρχές όσο και προς τους πολίτες, για μάχη εναντίον του κομμουνισμού και των Εβραίων. Το επόμενο έτος, ειδικότερα την περίοδο των γενικών εκλογών του 1928, ο Γεώργιος Κοσμίδης, προέτρεπε τους ψηφοφόρους να στηρίξουν με την ψήφο τους τον Ελευθέριο Βενιζέλο.

Η «Εθνική Ένωσις Ελλάς» είχε αντικοινοβουλευτικό και αντισημιτικό χαρακτήρα, ενώ ήταν αντίθετη με τον ταξικό συνδικαλισμό και τα κόμματα της εποχής. Σύμφωνα το καταστατικό της, είχε συσταθεί ως αλληλοβοηθητικό σωματείο, το οποίο επιδίωκε τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των μελών της και την επαγγελματική τους αποκατάσταση λόγω της δυσχερούς οικονομικής κατάστασης των περισσοτέρων και το πρόβλημα της ανεργίας, ενώ επέτρεπε να γίνονται δεκτοί μόνο Χριστιανοί και πολίτες ελληνικής καταγωγής. Τα μέλη της οραματίζονταν την αναβίωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ενώ, ως ένδειξη των στόχων τους, ντύνονταν με κίτρινα πουκάμισα με περιβραχιόνιο, πάνω στο οποίο ήταν τυπωμένα τα αρχικά και το σύμβολο της οργάνωσης και μαύρες μπότες για να τονίσουν τη βυζαντινοελληνική τους προέλευση, φορούσαν χαλύβδινα κράνη, κρατούσαν γκλομπ και διακήρυσσαν την πίστη τους στην ανωτερότητα και την καθαρότητα της ελληνικής φυλής. Στις τάξεις της οργανώσεως συσπειρώνονταν πολίτες νεαρής ηλικίας, οι οποίοι προέρχονταν από τα κατώτερα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα και συχνά είχαν διαφορετικές πολιτικές αντιλήψεις. Η οργάνωση διέθετε Φοιτητική Φάλαγγα, παράρτημα γυναικών και τμήμα ερασιτεχνικού θεάτρου που έδινε παραστάσεις στην αίθουσα του Λευκού Πύργου. Οι επικεφαλής της είχαν διαιρέσει τη Θεσσαλονίκη σε τομείς και τομεάρχες αναφέρονται, στον 6ο Τομέα της περιοχής Διοικητηρίου ήταν οι Νικόλαος Λεπτουργός, Γεώργιος Μαυρόπολος και Νικόλαος Ζήσου, στον 8ο τομέα της Ακροπόλεως οι Γεώργιος Καρακατσάνης και Δημήτριος Μεϊμαρίδης και στον 9ο Τομέα του Αγίου Γεωργίου οι Γεώργιος Χρυσαφίδης και Παναγιώτης Τερζόγλου.

Τους πρώτους μήνες του 1929 ο Γεώργιος Κοσμίδης, επανεκτύπωσε και διένειμε δημοσίευμα οικονομικής εφημερίδας του 1927, το οποίο συνιστούσε στους χριστιανούς να μη συναλλάσσονται με Εβραίους, και το μοίρασε στην αγορά της Θεσσαλονίκης, όμως ύστερα από παρέμβαση της εβραϊκής κοινότητας, ο εισαγγελέας τον παρέπεμψε σε δίκη, κατηγορώντας τον για «..διχόνοια μεταξύ των κοινοτήτων». Ο Κοσμίδης είχε επιδείξει αντιεβραϊκή δραστηριότητα και αναφερόταν ως ένας μικρός ράπτης με μαγαζί κοντά στο Μπεζεστένι, ενώ σύμφωνα με τον Λεωνίδα Ιασωνίδη, υπουργό Προνοίας της κυβέρνησης των Φιλελευθέρων, «...είναι ένας πτωχός εμποροράπτης, εις δε την Κωνσταντινούπολιν ήτο ένας δυνατός εθνικός παράγων και εδώ βγάζει το ψωμί του με τον ιδρώτα του...» [3]. Χαρακτηρισατικό του κλίματος που είχε δημιουργηθεί είναι το γεγονός πως τον Οκτώβριο εκείνου του έτους καθηγητής-μέλος της οργανώσεως ο οποίος δίδασκε στην Εμπορική Σχολή του Γαλλικού Λυκείου Θεσσαλονίκης, προκάλεσε φραστικό επεισόδιο με μαθητές εβραϊκής καταγωγής.

Την 1η Δεκεμβρίου 1929 πραγματοποιήθηκε έκτακτη γενική συνέλευση της οργανώσεως που έγινε με τη συμμετοχή 155 μελών και είχε ως θέμα την έγκριση της τροποποιήσεως του Καταστατικού της, το οποίο θα αποτελούταν πλέον από 18 άρθρα. Στο νέο καταστατικό διατηρήθηκε ο αλληλοβοηθητικός χαρακτήρας της, ενώ προβλεπόταν επιπλέον η ίδρυση λέσχης, εντευκτηρίου και γραφείου εξεύρεσης εργασίας, η παροχή οικονομικών βοηθημάτων στα μέλη και, όπως και η ανάγκη διαδόσεως και στηρίξεως των ελληνικών προϊόντων. Αποφασίστηκε ακόμη, η δυνατότητα δημιουργίας παραρτημάτων και σε περιοχές εντός και εκτός της Θεσσαλονίκης, αλλά και η δυνατότητα ενισχύσεως αλλά και συνεργασίας με άλλες οργανώσεις που είχαν έδρα τη Θεσσαλονίκη και παρόμοιες επιδιώξεις. Παράλληλα, προβλέφθηκε ότι η οργάνωση όφειλε να συμβάλει στην τόνωση του εθνικού συναισθήματος και της αγάπης προς την πατρίδα, με την ένταση της δημόσιας παρουσίας της μέσω οργανωμένων και μαζικών εμφανίσεων των μελών της, αλλά και με την αντιμετώπιση με νόμιμα μέσα της προπαγάνδας που υπονόμευε την πατρίδα, τη θρησκεία και την οικογένεια. Τέλος, δίπλα στη σφραγίδα και στο λάβαρο της, υιοθετήθηκε ως σύμβολο ο Δικέφαλος Αετός, που συνοδεύονταν από το σύνθημα «Ελλάς-Ξύπνα», που μαζί με το τρίπτυχο «Πατρίδα-Θρησκεία-Οικογένεια» παρέπεμπαν στην παλινόρθωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας [4]. Σε μυστική εγκύκλιο που κυκλοφόρησε αργότερα, προβλεπόταν η οργάνωση των μελών σε τμήματα και τομείς και αναγνωριζόταν «...η ανάγκη πειθαρχίας και η ανάγκη όπως δηλώσωσι τα μέλη αφοσίωσιν διά της εμπράκτου αλληλεγγύης και διά της ζωηράς δράσεως κατά των εχθρών της πατρίδος..» [5].

Εφημερίδα

Η οργάνωση εξέδιδε την πρωινή εφημερίδα «Δράσις», που ήταν το επίσημο δημοσιογραφικό όργανο της με γραφεία στην περιοχή του ναού της Αγίας Σοφίας και θεωρητικός της νους ήταν ο Ελευθέριος Σταυρίδης. Η εφημερίδα κυκλοφόρησε το 1933 για διάστημα λίγων μηνών και είχε διευθυντή τον Αρίστο Χασηρτζόγλου. Στην ύλη της εκτός από αναγνώσματα εθνικιστικού περιεχομένου, υπήρχαν στήλες με θέματα εργατικά, προσφυγιάς, φοιτητικά, για απεργίες και ανταποκρίσεις για τις δραστηριότητες των αντίστοιχων εθνικοσοσιαλιστικών οργανώσεων του εξωτερικού, ενώ δημοσίευε κομμάτια από τα «Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών», ασκώντας έντονη κριτική στους Εβραίους, αλλά κι αποσπάσματα από το βιβλίο «Ο Αγών μου» του Αδόλφου Χίτλερ. Το 1934 στη στήλη «Επί των γεγονότων» [6], υπήρχε δημοσίευμα που σχολίαζε με επιτιμητικό τρόπο τη στάση των Ιταλικών αρχών κατοχής στα Δωδεκάνησα γράφοντας, «...Ό Αγών των Δωδεκανησίων είναι ιερός. Ημείς οι ελεύθεροι παρακολουθούμεν με συμπάθειαν τα τόσον συγκινητικά αισθήματα των αλυτρώτων αδελφών. βέβαιοι ότι μίαν ημέραν θα νικήσουν. Οι τίμιοι εθνικοί αγώνες πάντοτε θριαμβεύουν..».

Εμπρησμός της συνοικίας Κάμπελ

Αιτίες

Εκλογική αφίσσα

Τον Αύγουστο του 1930, έγινε στη Σόφια της Βουλγαρίας, η γιορτή του αθλητικού σωματείου της Μακαμπή για τα 25 χρόνια από την ίδρυση της και σ' αυτή κλήθηκε η Μακαμπή της Θεσσαλονίκης, που εκπροσωπήθηκε από τον Ισαάκ Κοέν. Την ίδια ημέρα βρισκόταν σε εξέλιξη στην πόλη το έκτακτο συνέδριο της «Μακεδονικής Επιτροπής», της Ε.Μ.Ε.Ο. της Οργανώσεως των Βούλγαρων ανταρτών για την προσάρτηση της Μακεδονίας, και η Μακαμπή δέχτηκε πρόσκληση για την παρακολούθηση του, όπου και ψηφίσθηκε η απελευθέρωση της Μακεδονίας από την Ελλάδα, και συγχρόνως η δημιουργία της «αυτόνομης Μακεδονίας». Η συμμετοχή κρατήθηκε μυστική, όμως τελικά, διέρρευσε τον Ιούνιο του 1931. Η «Εθνική Παμφοιτητική Ένωσις», [«Ε.Π.Ε.»], Θεσσαλονίκης, κυκλοφόρησε φυλλάδια με τα οποία ζητούσε από τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης να αποκηρύξουν την παρουσία της Μακαμπή Θεσσαλονίκης στο Συνέδριο και να διαχωρίσει τη θέση της από αυτές του Συνεδρίου, πράγμα που οι Εβραίοι δεν έκαναν, ενώ αντίθετα, αρνούμενοι κάθε κατηγορία διαμαρτυρήθηκαν για τη συμπεριφορά των εθνικιστών απέναντί τους, ζητώντας τη μεσολάβηση των Αρχών για τη λήψη μέτρων υπέρ της προστασίας τους, την ίδια ώρα που ο εβραϊκός Τύπος έκανε αναφορές περί αντισημιτισμού. Η Η «Εθνική Παμφοιτητική Ένωσις», [«Ε.Π.Ε.»], Θεσσαλονίκης, ζήτησε από τους κατοίκους, με νέα της παρέμβαση μέσω διανομής φυλλαδίων, να μποϋκοτάρουν τους Εβραίους καταστηματάρχες, τους οποίους κατάγγειλε για αντεθνική δράση και συνεργασία με τους Βούλγαρους.

Στις 25 Ιουνίου 1930 η εφημερίδα «Μακεδονία» δημοσίευσε ανακοίνωση της «Ε.Π.Ε.» η οποία αιτιολογούσε τους λόγους της διανομής των φυλλαδίων λέγοντας μεταξύ άλλων, «...Ή αναστάτωσις… οφείλεται εις την συσσώρευσοιν, επί έτη, της αγανακτήσεως της ελληνικής ψυχής λόγω της ανήκουστου διαγωγής των Εβραίων…Τους καλούμεν να γίνουν καλοί Έλληνες πολίται απορρίπτοντες τον εβραϊκόν ψευτοεθνισμό ο οποίος κατά δηλώσεις ομοφύλου των κοινωνιολόγου εκ Ζυρίχης τους άγει εις την καταστροφήν. Καλούμεν τους συμπολίτες Εβραίους να παύσουν πάσαν κίνησην εναντίον των μελών της Ενώσεως μας διότι ούτως αυτοί πρώτοι προκαλούν τας σκηνάς και τα επεισόδια των οποίων την ευθύνην φέρουν ακεραίαν και να διαλύσουν τη Μακαμπή...». Στο πλευρό των φοιτητών, τάχθηκε με ανακοίνωση του, ο Σύνδεσμος Εφέδρων Αξιωματικών Θεσσαλονίκης, που έστειλε τηλεγράφημα στην κυβέρνηση, το οποίο κοινοποίησε και στον Τύπο. Στις 24 Ιουνίου 1931, αργά το απόγευμα, εθνικιστές φοιτητές, διένειμαν προκηρύξεις στα εβραϊκά καταστήματα της Θεσσαλονίκης, όμως οι Εβραίοι αντέδρασαν και έγιναν συμπλοκές με τους φοιτητές στην περιοχή του Βαρδάρη, στην Ερμού, στη Βενιζέλου και αλλού, ενώ συνελήφθησαν οι Ευθύμιος Καρπαθούσης και ο Βασίλειος Σκουβαλής, εθνικιστές φοιτητές, που αφέθηκαν ελεύθεροι, μετά από παρέμβαση του διοικητικού συμβουλίου της «Εθνικής Παμφοιτητικής Ενώσεως». Ο Στυλιανός Γονατάς, γενικός διοικητής Μακεδονίας από τις 16 Δεκεμβρίου 1929, όταν πληροφορήθηκε τα επεισόδια διέταξε την κατάσχεση των φυλλαδίων που είχαν κυκλοφορήσει καθώς και τη σύλληψη των πρωταιτίων.

Ο εμπρησμός

Το βράδυ της 25ης Ιουνίου 1931, μέλη 200 της ΕΠΕ, της ΕΕΕ και εφέδρων αξιωματικών, επιτέθηκαν στα γραφεία της Μακαμπή, στη διασταύρωση των οδών Καραϊσκάκη και Πραξιτέλους. Μέσα στα γραφεία βρισκόταν ο πρόεδρος της Αλβέρτος Κοέν, ο αντιπρόεδρος Ζακ Ερρέρα, ο γενικός γραμματέας Σιακή Σαλώμ και δέκα μέλη του συλλόγου. Οι επιτιθέμενοι έσπασαν τις πόρτες, τα γραφεία και παράθυρα, όμως αστυφύλακες του 2ου Αστυνομικού Τμήματος απέτρεψαν τον εμπρησμό του οικήματος, ενώ συνελήφθησαν οι εθνικιστές Νικόλαος Γιαγκάς και Αριστείδης Αποστόλου, με την κατηγορία της συμμετοχής στα επεισόδια. Στις 26 Ιουνίου ο Γονατάς, κάλεσε τα προεδρεία της «Ε.Π.Ε.», της «Ε.Ε.Ε.», των «Εθνικών Λεγεώνων» και των Εφέδρων Αξιωματικών για να τους κάνει συστάσεις, όμως αρνήθηκε να κηρύξει στρατιωτικό νόμο επειδή όπως δήλωσε, «...θα επέφερε περιορισμόν της νυκτερινής κινήσεως εις βλάβην όλων των κινηματογράφων και θα επαύξανε την οικονομικήν κρίσιν...» [7]. Παράλληλα ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις, με επικεφαλής τον αστυνόμο Γαβριλάκη και τον διαμερισματάρχη Γιουλούντρα, κατέλαβαν τα επίκαιρα σημεία της πόλεως για να αποτρέψουν την κλιμάκωση των επεισοδίων, ενώ μπροστά στο ζαχαροπλαστείο Φλόκας αστυνομικοί απαγόρευσαν στους εθνικιστές να μοιράσουν προκηρύξεις και ο Περικλής Βιζουκίδης, τότε πρύτανης του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, διέταξε ανακρίσεις για να βρεθούν όσοι φοιτητές συμμετείχαν στη διανομή φυλλαδίων.

Στις 29 Ιουνίου 1931, ομάδα Χριστιανών δέχθηκε επίθεση στον εβραϊκό συνοικισμό του Χαριλάου από Εβραίους οπλισμένους με λοστούς και ρόπαλα και πέντε άτομα τραυματίστηκαν. Αργότερα την ίδια μέρα, μια ομάδα 150-200 ατόμων κατευθύνθηκε προς τον εβραϊκό συνοικισμό κοντά στην προσφυγική συνοικία της Τούμπας για να τον πυρπολήσει, όμως τους εμπόδισε η αστυνομία. Στη συνέχεια 1.500-2.000 πολίτες από τις προσφυγικές συνοικίες, κατευθύνθηκαν προς τον συνοικισμό του Κάμπελ, όπου λίγο πριν τα μεσάνυχτα, εκδηλώθηκε πυρκαγιά. Μετά τον εμπρησμό του Εβραϊκού συνοικισμού, ο Γονατάς διαχώρισε τη θέση του από την ενέργεια, εγκατέλειψε τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας -στις 4 Νοεμβρίου 1932, και ανέλαβε την προεδρία της Γερουσίας στην Αθήνα, όμως κατηγορήθηκε ως ηθικός αυτουργός του εμπρησμού, ενώ ο συνοικισμός Κάμπελ μετονομάσθηκε σε συνοικισμό «Στυλιανού Γονατά», γεγονός που αποδόθηκε στην επιρροή της Ε.Ε.Ε. στο δημοτικό συμβούλιο Θεσσαλονίκης.

Τι ακολούθησε

Στις 30 Ιουνίου του 1931, οι κομμουνιστές της Θεσσαλονίκης πραγματοποίησαν διαδήλωση εναντίον της «Ε.Ε.Ε.» και της κυβερνήσεως, ενώ η εφημερίδα «Ριζοσπάστης» ανέφερε πως η οργάνωση είχε από πριν σχεδιάσει τον εμπρησμό, με την ανοχή των Αρχών, για εξυπηρέτηση των συμφερόντων της κυβερνήσεως του Ελευθερίου Βενιζέλου. Οι έρευνες που διατάχθηκαν, οδήγησαν στη σύλληψη 26 ατόμων, τα οποία παραπέμφθηκαν σε δίκη, οι περισσότεροι ήταν Πόντιοι πρόσφυγες από την Καλαμαριά και την Τούμπα, ενώ η Ισραηλιτική κοινότητα, μήνυσε τους Γεώργιο Κοσμίδη, Δημήτριος Χαριτόπουλου και Νικόλαο Φαρδή ως ηθικούς αυτουργούς των επεισοδίων. Σε απολογία κλήθηκαν ο Καρακαντάς, Πρόεδρος της ΕΠΕ, καθώς και ο Ασθενίδης, ο Γενικός Γραμματέας της. Όλοι τους αφέθηκαν ελεύθεροι στις 21 Αυγούστου του 1931, έπειτα από μία ημέρα κράτησης, καθώς και οι ίδιοι αρνήθηκαν οποιαδήποτε συμμετοχή αλλά και δεν προέκυψαν ενοχοποιητικά στοιχεία σε βάρος τους.

Μιλώντας στη Βουλή για τα γεγονότα, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, πρόεδρος του κόμματος Δημοκρατική Ένωση, τάχθηκε αντίθετος με τις δράσεις της «Ε.Ε.Ε.» και στις στις 10 Δεκεμβρίου του 1931 καταδίκασε τις κινήσεις της, κατηγορώντας τα μέλη της ως υποχείρια των Φιλελευθέρων. Η δίκη των μελών της οργανώσεως άρχισε στις 2 Απριλίου 1932 στο Κακουργιοδικείο Βέροιας, που συνεδρίασε στο δικαστικό μέγαρο της πόλεως, και διήρκησε έως τα μέσα του ίδιου μήνα. Κατηγορούμενοι ήταν οι Κοσμίδης, Χαριτόπουλος και Φαρδής, ως υποκινητής των επεισοδίων. Στη διάρκεια της δίκης, ο εκ των συνηγόρων της οργανώσεως, δικηγόρος Κάπος, δήλωσε ότι, «...πριν από το Κάμπελ η Ε.Ε.Ε. είχε 12 παραρτήματα και 3.000 μέλη, τώρα έχει 27 παραρτήματα και 7.000 μέλη..», και για το λόγο αυτό διέθετε διευθυντή παραρτημάτων, θέση που κατείχε ο Αναστάσιος Νταλίπης, γιος του Μακεδονομάχου Δημητρίου Νταλίπη, βουλευτής του Λαϊκού Κόμματος στην Περιφέρεια Φλώρινας-Καστοριάς. Στις 17 Απριλίου το δικαστήριο αποφάνθηκε περί της αθωότητας των κατηγορουμένων, οι οποίοι αφέθηκαν ελεύθεροι αφού απαλλάχθηκαν από τις κατηγορίες, λόγω ελλείψεως στοιχείων.

Η ανάπτυξη της Ε.Ε.Ε.

Στις αρχές του 1932, ιδρύθηκε ως παράρτημα της οργανώσεως, η Εθνική Ένωσις Καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη, με το όνομα «Η Συνεργασία», για την επεξεργασία του κρατικού καπνού, ενώ το Σωματείο Καπνεργατών ίδρυσε παραρτήματα στις Σέρρες, την Καβάλα και την Ξάνθη. Παράλληλα, δημιουργήθηκαν σωματεία, όπως η Εθνική Ένωσις Αχθοφόρων Ιχθυαγοράς, η Εθνική Ένωσις εργατών Καλαποδοποιών, η Εθνική Ένωσις Κρεοπωλοϋπαλλήλων, η Εθνική Ένωσις Υποδηματεργατών με την ονομασία «Άγιος Σπυρίδων», η Εθνική Ένωσις Υδατεργατών και Τεχνιτών Υδραυλικών και η Συνεργατική Ένωσις Αρβυλοποιών με την ονομασία «Ο Συνασπισμός». Στις 17 Αυγούστου 1932, σύμφωνα με ανακοίνωση που εξέδωσε το υπό κομμουνιστική επιρροή Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης, μέλη της οργανώσεως φέρονται να πραγματοποίησαν ένοπλη επιδρομή στο σωματείο Οικοδόμων Θεσσαλονίκης, τραυματίζοντας βαριά τον γραμματέα του Χρήστο Παπαδόπουλο, καθώς και τον οικοδόμο Χαρίτο Σταμπουλίδη, ο οποίος ξεψύχησε την επόμενη μέρα [8]. Το 1933, η οργάνωση διέθετε 32 παραρτήματα σε όλη την Ελλάδα, από τα οποία 19 στη Μακεδονία, 10 στη Νότια Ελλάδα και 3 στη Θράκη, ενώ δημιουργήθηκαν παραρτήματα ελληνικές παροικίες, όπως σε Αίγυπτο, Λοζάννη, Ελβετία και Νέα Υόρκη. Στα τέλη της Ανοίξεως του 1932, δημιουργήθηκε το ειδικό τμήμα νέων, που απαρτιζόταν από παιδιά ηλικίας από 14 έως 18 ετών, η ενδυμασία τους ήταν ομοιόμορφη και ονομαζόταν «Εθνικόν Σώμα Ελλήνων Άλκιμων».

Η πορεία στην Αθήνα

Την Κυριακή 18 Ιουνίου 1933 στη Θεσσαλονίκη οι τομεάρχες έλαβαν οδηγίες για την κάθοδο τους στην Αθήνα, ενώ στις 20 Ιουνίου διανεμήθηκε στον Τύπο σχετικό ανακοινωθέν της «Τρία Έψιλον». «....Ανακοινούται ότι η από μηνών εξαγγελθείσα κάθοδος των μελών της ΕΕΕ...{...}..., πραγματοποιείται ...{...}... το εσπέρας του προσεχούς Σαββάτου 24ην τρέχοντος, με επιστροφήν την πρωίαν της Τρίτης, 27η Ιουνίου. Δια της καθόδου ...{...}..., ήτις πρόκειται να προσλάβη τον χαρακτήρα Πανελληνίου Εθνικού συναγερμού, εκπληρούται η ζωηρά επιθυμία της ΕΕΕ όπως τρανώσουν την ευγνωμοσύνη αυτών προς τους αφανείς εργάτας του μεγαλείου της ελληνικής πατρίδος δια της στέψεως του Ηρώου . Πάσα αντίθετος διάδοσις οποθενδήποτε προερχομένη είτε περί τον χρόνο της μεταβάσεως και επιστροφής ή τον σκοπόν της καθόδου, είναι ανακριβής....».

Στις 24 Ιουνίου 1933, σε δύο ναυλωμένα τραίνα επιβιβάστηκαν περισσότεροι από 3.000 χαλυβδόκρανοι, οι οποίοι το βράδυ της ίδιας μέρας και ενώ η αμαξοστοιχίες εισερχόταν στη Λάρισα, δέχθηκαν επίθεση από δύο ομάδες κομμουνιστών που λιθοβόλησαν τα βαγόνια. Τα επεισόδια πήραν γενικευμένη μορφή, καθώς τα μέλη της Ε.Ε.Ε. αποβιβάστηκαν, συνεπλάκησαν με τους κομμουνιστές και συνέλαβαν τον Π. Ηλιόπουλο, τον οποίο παρέδωσαν στην αστυνομία, ενώ στις συμπλοκές τραυματίστηκε στο κεφάλι από πέτρα, ο εθνικιστής Κερτινιάδης από τη Θεσσαλονίκη. Ανάλογες δράσεις των κομμουνιστών, έλαβαν χώρα στους Μύλους της Αττικής [9], στη Λεωφόρο Κωνσταντινουπόλεως όπου σκοτώθηκε από ανταλλαγή πυροβολισμών ο λιμενεργάτης Ανάργυρος Πικραμένος 35 χρόνων. Δράσεις υπήρξαν, επίσης, στη συμβολή Βουλής και Καραγεώργεβιτς, στο σταθμό Λαρίσης και στην οδό Μητροπόλεως, όπου κομμουνιστές διαδηλωτές που επιχείρησαν να οργανώσουν αντιδιαδήλωση προς το Σύνταγμα, ξυλοκοπήθηκαν από Χαλυβδόκρανους. Σύμφωνα με όσα γράφει στα απομνημονεύματα του ο Βασίλης Νεφελούδης, στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος, ήταν ειλημμένη απόφαση να αποδοκιμαστούν ή να εμποδισθούν με κάθε τρόπο τα μέλη της ΕΕΕ στην προσπάθεια τους να φτάσουν στην Αθήνα.

Στις 8 το πρωί της 25ης Ιουνίου, οι συρμοί έφτασαν στο σταθμό Λαρίσης στην Αθήνα, οι Χαλυβδόκρανοι παρατάχθηκαν και χαιρέτησαν τη σημαία τους και με επικεφαλής ποδηλάτες Άλκιμους με τις μπλε μπλούζες και τη μουσική μπάντα του δήμου Αθηναίων, τους οποίους ακολουθούσε η φάλαγγα των χαλυβδόκρανων με φαλαγγάρχη τον Αναστάσιο Νταλίπη, υπασπιστή τον Σ. Ασβεστά, επιτελάρχη της οργανώσεως τον Χαρ. Βασιλογεώργο και επιτελείς τους Δημ. Γούλα, Αχ. Τζηρίδη, Στ. Αγγελομάτη και τον υφομαδάρχη Παττερίδη, τους αντιπροσώπους των επαρχιακών τομέων Ασπετάκη από την Έδεσσα, Σμυρλή από τη Βέροια, Πέκο από την Κλεισούρα, Φάκαλο από τα Γιαννιτσά, Παντελή από την Πτολεμαϊδα, Παπαθανασίου από το Αμύνταιο, Ρωμπαρά από τη Φλώρινα, κατέληξαν στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Την πορεία ακολούθησαν το προεδρείο και ο αρχηγός μαζί με αντιπροσωπεία της «Εθνικής Παμφοιτητικής Ενώσεως», [«Ε.Π.Ε.»].

Στην τελετή της Πλατείας Συντάγματος παρέστησαν και υποδέχθηκαν τους Χαλυβδόκρανους, ο Στυλιανός Γονατάς, με την ιδιότητα του προέδρου της Γερουσίας καθώς και οι υπουργοί Εσωτερικών Περικλής Ράλλης και Δικαιοσύνης Σπυρίδων Ταλιαδούρος, ο φρούραρχος Αθηνών Υποστράτηγος Κωνσταντίνος Μπακόπουλος, αρκετοί βουλευτές, ενώ τελέστηκε αγιασμός από τον Μητροπολίτη Βέροιας Πολύκαρπο. Στη διάρκεια της καταθέσεως στεφάνων από τις εθνικιστικές οργανώσεις μία διμοιρία ευζώνων απέδιδε τιμές.

Πολιτικός μετασχηματισμός

Με άρθρο του στην εφημερίδα «Δράση» στις 28 Φεβρουαρίου 1934, ο Ελευθέριος Σταυρίδης, προανήγγειλε τη μετατροπή της οργανώσεως «Εθνική Ένωσις Ελλάς» σε πολιτικό κόμμα και σύντομα η οργάνωση δημιούργησε παραρτήματα σε ολόκληρη την Ελλάδα. Πρόεδρος του παραρτήματος της Αθήνας ανέλαβε ο δημοσιογράφος Iωάννης Λαζαρής, με γραμματέα τον Δ. Πολυμερή, στο παράρτημα γυναικών ήταν η Ευθυμία Αγγελομάτη, στην Κηφισιά ο Μίκης Μελάς, γιος του Παύλου Μελά, στη Νέα Ιωνία ανέλαβε ο Ν. Συμεωνίδης, στη Νεάπολη ο Μ. Σκευοφύλακας, στα Πετράλωνα ο Δ. Γιαννακόπουλος, στον Βύρωνα ο Α. Αραδούλης και στην Καστοριά οι Ιωάννης Γκότσης και Αριστείδης Αρμάσης. Μετά την απομάκρυνση του Λαζαρή, επικεφαλής της οργανώσεως στην Αθήνα, ανέλαβε ο, μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο βουλευτής, Δημήτριος Σφαέλλος. Στις 5 Νοεμβρίου του 1933 η Γενική Συνέλευση της «Ε.Ε.Ε.» αποφάσισε τη διάλυση της οργάνωσης και τη μετατροπή της σε πολιτικό κόμμα, με την ονομασία «Εθνικοσοσιαλιστικόν Κόμμα–Εθνική Ένωσις Ελλάς».

Διασπάσεις

Στις 15 Δεκεμβρίου του 1933, οκτώ στελέχη με επικεφαλής το Δημήτριο Χαριτόπουλο, τα οποία κατηγορήθηκαν ως φερέφωνα του Λαϊκού Κόμματος με φιλικές διαθέσεις προς τους Εβραίους, αποχώρησαν από το κόμμα, επανίδρυσαν την οργάνωση «Ε.Ε.Ε.» με σκοπό τη συνέχιση των στόχων της και στις 16 Δεκεμβρίου, διαγράφηκαν επίσημα. Τη διάσπαση σε επίπεδο ηγεσίας, σύντομα ακολούθησαν ανάλογες κινήσεις και σε επίπεδο βάσεως και μελών, ενώ τα γραφεία της οργανώσεως παρέμειναν στην οδό Πανταζίδου 8 στο μέγαρο «Ερμείον». Η εφημερίδα της οργανώσεως μετονομάστηκε σε «Έφοδος», με κύριους διανεμητές της τους «Άλκιμους» και τους «Πρωτοπόρους» σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, ενώ σύνθημα της οργανώσεως παρέμεινε το «Ελλάς Ξύπνα». Στο χώρο των Πανεπιστημίων, λειτουργούσε η Φοιτητική Φάλαγγα, με πρωτοπόρο τη Γεωπονική Σχολή Θεσσαλονίκης. Την ίδια, περίπου, εποχή αποχώρησαν από την οργάνωση οι Δημήτριος Ιατρίδης, Σπυρίδων Βάσσος, Αθανάσιος Ζαρίφης και Λεωνίδας Περλεγκίδης, που αργότερα με τη σύμπραξη του Ελευθέριου Σταυρίδη, πρώην βουλευτή του Κομμουνιστικού Κόμματος, ίδρυσαν την Εθνικοσοσιαλιστική οργάνωση «Εθνικοί Δημοκρατικοί Φρουροί Βορείου Ελλάδος», με αρχηγό τον Περιστέρη, που ήταν αργότερα μέλος στα Τάγματα Ασφαλείας, ενώ ως τα τέλη του 1934, πολλά μέλη της προσχώρησαν στην «Οργάνωση Εθνικοφρόνων Σοσιαλιστών», [Ο.Ε.Σ.»], του Ιάκωβου Διαμαντόπουλου.

Σχέσεις με Εθνικιστικές Οργανώσεις

Τον Απρίλιο του 1934 αντιπροσωπεία της Ρουμανικής εθνικιστικής οργανώσεως «Σιδηρά Φρουρά» του Κορνηλίου Κοντρεάνου, [Corneliu Codreanu], η πολιτοφυλακή της οργανώσεως «Λεγεώνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ», [«Leginnea Arhanghelului Mihail»], επισκέφθηκε τα γραφεία της στη Θεσσαλονίκη και μετά το τέλος της επισκέψεως ο Ρουμάνος εκπρόσωπος και ο Σ. Πετρίδης, υπασπιστής της «Εθνικής Ενώσεως Ελλάδος», εξέδωσαν κοινό ανακοινωθέν κατά «...των Εβραίων και των κομμουνιστών που επιχειρούν να δηλητηριάσουν τις εθνικές κοινωνίες....».

Εκλογική συμμετοχή

Τον Απρίλιο του 1934 ιδρύθηκε παράρτημα στην Πτολεμαΐδα από τους Κωνσταντίνο Αδαμόπουλο, Σωκράτη Καλαϊτζόπουλο, Γεώργιο Μισανδρέου και άλλους, ενώ 31 Ιανουαρίου του 1934 το «Εθνικοσοσιαλιστικόν Κόμμα–Εθνική Ένωσις Ελλάς» υπέδειξε τον Κωνσταντίνο Βορτσέλα, ως υποψήφιο δήμαρχο Θεσσαλονίκης, ο οποίος απέτυχε, καθώς συγκέντρωσε 798 σταυρούς προτιμήσεως ή ποσοστό 2,4% συνολικά. Στις προσφυγικές συνοικίες απέσπασε το 4,5% των ψήφων, στις συνοικίες των γηγενών έλαβε 1,8% και στις ισραηλιτικές συνοικίες έλαβε ποσοστό 1,3%. Σε άλλες περιοχές εκλέχθηκαν, ο Σ. Μαρτίνης στα Ιωάννινα που συγκέντρωσε 913 ψήφους και με επιστολή του στην εφημερίδα «Ηπειρωτικός Αγών», δήλωσε ότι επιζητούσε τις ψήφους των χριστιανών κατοίκων και όχι των Εβραίων, ενώ στην Κοκκινιά του Πειραιά, εκλέχθηκαν οι Αξαρλής και Χρυσοχέρης.

Στις 10 Μαΐου 1935, ο Δημήτριος Σφαέλλος με επιστολή του στον Κων. Χατζηκωνσταντίνου, του πρότεινε να επιδιωχθεί η συμμετοχή του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, τότε νεαρού καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ως υπαρχηγού του νέου κόμματος. Στις βουλευτικές εκλογές της 26ης Ιανουαρίου 1936 το «Εθνικοσοσιαλιστικόν Κόμμα–Εθνική Ένωσις Ελλάς», με αρχηγό τον Κλ. Παπανικολάου, έλαβε μόλις 505 ψήφους ή ποσοστό 0,04%, από τις οποίες οι 295 προέρχονταν από τη Θεσσαλονίκη, ενώ στις 10 Ιουνίου του ίδιου έτους, στο πλαίσιο των σφοδρών γεγονότων του Μάη του 1936, τα γραφεία του κόμματος δέχθηκαν επίθεση. Σταδιακά η δράση της ατόνησε, σε βαθμό που η επιβολή του καθεστώτος της «4ης Αυγούστου» από τον πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά, βρήκε την οργάνωση σε κατάσταση διαλύσεως και πολλοί από τους τομεάρχες της συμπορεύθηκαν με το καθεστώς, ενώ τα γραφεία της «Ε.Ε.Ε.» στη Θεσσαλονίκη μετατράπηκαν σε κέντρα της «Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας», [«Ε.Ο.Ν.»] του Καθεστώτος της 4ης Αυγούστου.

Ανασύσταση

Η οργάνωση συστάθηκε εκ νέου το καλοκαίρι του 1941 στην Αθήνα, σε ένα ισόγειο της οδού Σκουφά 10 όπου κατοικούσαν οι Κοσμίδης και Γούλας, με ηγετική ομάδα δικηγόρο Κωνσταντίνο Γούλα από την Θεσσαλονίκη, τον συνταγματάρχη Γρηγοράκη, τον γιο του Γεωργίου Κοσμίδη, τον Βασίλη Σκανδάλη, αδελφό του Κωνσταντίνου Σκανδάλη που ήταν διευθυντής των ελληνόφωνων εκπομπών του ραδιοφώνου, και τον Γεώργιο Αρβανιτάκη, παλαιό κομμουνιστή και συνδικαλιστή της 4ης Αυγούστου. Τα γραφεία της οργανώσεως ήταν στην οδό Σίνα 8, στη συμβολή των οδών Στησιχόρου και Μουρούζη υπήρχε αίθουσα του Τμήματος Προπαγάνδας, ενώ υπεύθυνοι για την καθοδήγηση των μελών ανέλαβαν οι Αρβανιτάκης, Πανταζής και Χ. Λάμπρου.

Σύμφωνα με τη φημολογία της εποχής, κρυφός ιθύνων νους που κατηύθυνε τη λειτουργία της οργανώσεως ήταν ο στρατηγός Γεώργιος Μπάκος και ο υπασπιστής του, λοχαγός Βουδικλάρης. Το καλοκαίρι του 1944, στην περιοχή της Θεσσαλίας σύμφωνα με την αναφορά πληροφοριοδότη της Ελληνικής κυβερνήσεως στη Μέση Ανατολή, δρούσαν 800 μέλη της οργανώσεως υπό τον αντισυνταγματάρχη Χρυσοχοϊδη, με σκοπό την αντιμετώπιση των κομμουνιστών. Στην ίδια έκθεση ο πληροφοριοδότης ανέφερε ότι, «...1. Εις Τρίκαλα με αρχηγόν τον Μαντζούφαν. Η εύκολος δύναμις της ομάδος είναι 150 άνδρες. 2. Εις Ιωάννινα αποτελούμενον από 30 μέλη υπό τας διαταγάς του λοχαγού Μιχαλάκη...» [10]

Tον Αύγουστο του 1944, στη λαχαναγορά δολοφονήθηκε ο Βασίλης Σκανδάλης, από άνδρες της κομμουνιστικής οργανώσεως δολοφόνων «Ο.Π.Λ.Α.», [«Οργάνωση Προστασίας Λαϊκού Αγώνα»], μέσα στα γραφεία της οργανώσεως στου Ρέντη τα οποία φυλάσσονταν από πέντε ένοπλους άνδρες της Εθνικιστικής οργανώσεως «Χ», του στρατηγού Γεωργίου Γρίβα, καθώς υπήρχε συνεργασία και κοινή δράση από τις περισσότερες οργανώσεις του αντικομμουνιστικού χώρου.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Βιβλιογραφία

  • «Ο Άντρας με την γερμανική στολή», Μαρούλα Κλιάφα, Εκδόσεις «Κέδρος»
  • «Οργάνωση Εθνική Ένωσις Ελλάς (Τρία Έψιλον)»] Χριστιάνα Πιστόλα, Μεταπτυχιακή εργασία που υποβλήθηκε στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Παραπομπές

  1. [Το καταστατικό της Ε.Ε.Ε. συντάχτηκε την 20η Ιανουαρίου 1927 και η οργάνωση αναγνωρίστηκε από το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης την 5η Φεβρουαρίου του ίδιου χρόνου.]
  2. [Τα χθεσινά εγκαίνια του κέντρου της Εθνικής Οργανώσεως Ελλάς Εφημερίδα «Μακεδονία», 5 Ιανουαρίου 1931.]
  3. [Πρακτικά συνεδριάσεων της Βουλής των Ελλήνων, συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου 1931.]
  4. [Γιάννης Ράγκος, Περιοδικό «Ιστορία Εικονογραφημένη», Δεκέμβριος 2014, τεύχος 534]
  5. [Εφημερίδα «Μακεδονικά Νέα», 12 Δεκεμβρίου 1931.]
  6. [Εφημερίδα «Δράση», 7 Απριλίου 1934]
  7. [Εφημερίδα «Νέα Αλήθεια» Θεσσαλονίκης.]
  8. [Η χθεσινή φονική συμπλοκή μεταξύ κομμουνιστών και εθνικιστών Εφημερίδα «Μακεδονία», 18 Αυγούστου 1932, σελίδα 4η.]
  9. [Εφημερίδα «Καθημερινή», φύλλο 26ης Ιουνίου 1933.]
  10. [«Αρχείο Εθνικής Αντίστασης», Εκδόσεις «Δ.Ι.Σ.», αναφ. 393/22.7.44, 239/26.8.44, 79/22.7.44]