Κωνσταντίνος Μπακόπουλος

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Κωνσταντίνος Θ. Μπακόπουλος Έλληνας παραδοσιοκράτης και μοναρχικός, ανώτατος αξιωματικός του Στρατού με το βαθμό του Αντιστρατήγου (ΠΒ), που συμμετείχε σε όλες τις πολεμικές αναμετρήσεις του Έθνους από τους Βαλκανικούς πολέμους έως και τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και πολιτικός που διατέλεσε Υφυπουργός και Υπουργός σε κυβέρνηση υπό τον Ιωάννη Μεταξά του οποίου ως -στρατιωτικός- υπήρξε στενός συνεργάτης, γεννήθηκε το 1889 στο χωριό Αγιωργίτικα, κοντά στην Τρίπολη του σημερινού νομού Αρκαδίας και πέθανε στις 24 Φεβρουαρίου [1] του 1950 στο Παρίσι.

Κωνσταντίνος Μπακόπουλος
Κωνσταντίνος Μπακόπουλος.jpg
Γέννηση: 1889
Τόπος: Αγιωργίτικα, Τρίπολη (Ελλάδα)
Σύζυγος: Αικατερίνη Χρηστοβασίλη
Τέκνα: Αλέξανδρος, Θεοδώρα
Υπηκοότητα: Ελληνική
Ασχολία: Αντιστράτηγος (ε.α.)
Θάνατος: 23 Φεβρουαρίου 1950
Τόπος: Παρίσι (Γαλλία)

Στις 17 Μαΐου 1928 [2] ο τότε συνταγματάρχης Μπακόπουλος αρραβωνιάστηκε στα Ιωάννινα και στις 25 Οκτωβρίου του ίδιου έτους παντρεύτηκε στην Αθήνα με την Αικατερίνη (Τιτίνα) Χριστοβασίλη [3], κόρη του Έλληνα εθνικιστή, συγγραφέα, δημοσιογράφου και πολιτικού Χρήστου Χρηστοβασίλη. Ο Μπακόπουλος, από το γάμο του, έγινε πατέρας δύο παιδιών του Αλέξανδρου μαθηματικού και Πανεπιστημιακού καθηγητή, που γεννήθηκε το 1937, και της Θεοδώρας (Ντόρα), που γεννήθηκε στις 20 Μαρτίου 1939 στην Αθήνα, μετέπειτα γνωστής πιανίστα.

Βιογραφία

Παππούς του Κωνσταντίνου ήταν ο Νικόλαος Μπακόπουλος που διατέλεσε Δήμαρχος στο δήμου Κορυθίου της επαρχίας Μαντινείας στο νομό Αρκαδίας. Πατέρας του ήταν ο Θεόδωρος και μητέρα του η Βασιλική Μπακοπούλου, των οποίων ο Κωνσταντίνος ήταν το ενδέκατο από τα δεκατέσσερα τέκνα τους. Ο Θεόδωρος Μπακόπουλος ήταν, επίσης, δήμαρχος στο Κορύθιον Μαντινείας. Ο Μπακόπουλος παρακολούθησε τα μαθήματα της εγκυκλίου εκπαιδεύσεως στη γενέτειρα του και τα μαθήματα του Γυμνασίου στη Μαντινεία της Αρκαδίας. Αδέλφια του Κωνσταντίνου Μπακόπουλου ήταν ο Ναύαρχος του Βασιλικού Ναυτικού Δημήτριος Μπακόπουλος, στον οποίο με απόφαση της Βουλής τον Μάρτιο του 1910 απονεμήθηκε προνόμιο [4] λόγω της εφευρέσεως ενός τύπου αμυντικής τορπίλης, ο Πλοίαρχος του Βασιλικού Ναυτικού Ευάγγελος ή Άγγελος Μπακόπουλος [5] και ο νομικός Αθηνών Γεώργιος Μπακόπουλος, πολιτικός που εκλέχθηκε πολλές φορές βουλευτής και διατέλεσε υπουργός Εργασίας.

Στρατιωτική σταδιοδρομία

Ο Κωνσταντίνος, μετά την αποφοίτηση του από το Γυμνάσιο, εισήλθε ύστερα από επιτυχείς εξετάσεις [6] στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων από την οποία αποφοίτησε, στις 26 Ιουνίου του 1912, με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού Πυροβολικού. Συμμετείχε στους Βαλκανικούς πολέμους, στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο, ήδη με το βαθμό του Ταγματάρχη, καθώς και στην Μικρασιατική εκστρατεία, όπου υπηρέτησε στην 5η Μεραρχία Πυροβολικού ενώ τον Ιανουάριο του 1922 τοποθετήθηκε στην Διεύθυνση Επιθεωρήσεως των Στρατιωτικών Σχολών και τον Ιανουάριο του 1924 τοποθετήθηκε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων όμως αποτάχθηκε αμέσως μετά την επικράτηση του στρατιωτικού κινήματος του Στυλιανού Γονατά και οδηγήθηκε σε δίκη ενώπιον του Στρατοδικείου με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας λόγω της υποτιθέμενης συμμετοχής του σε παραστρατιωτική οργάνωση που είχε σκοπό την στάση του στρατεύματος. Απολογούμενος στο στρατοδικείο ο Κωνσταντίνος Μπακόπουλος είπε, μεταξύ άλλων:

«...η κακή μοίρα, η οποία τόσα δεινά επεσώρευσε κατά τά τελευταία χρόνια εις την πατρίδα μας οδήγησε καί εμέ μετά των άλλων συναδέλφων μου είς το εδώλιον του κατηγορουμένου καί μάλιστα με την κατηγορίαν  τής έσχατης προδοσίας κατά τής πατρίδος μου» [7].

Ο Μπακόπουλος εξιστόρησε ενώπιον των μελών του Στρατοδικείου ότι στο τέλος Αύγουστου ή αρχάς Σεπτεμβρίου του 1922 συναντήθηκε μετά του αντισυνταγματάρχου Δεμέστιχα, που επέστρεφε από τα Άδανα, ο οποίος τον πληροφόρησε για την δημιουργία μιας οργανώσεως αξιωματικών που είχε ως αποκλειστικό της σκοπό την γρήγορη αποκατάσταση του πολιτεύματος και τον περιορισμό του Στρατού στα κύρια έργα του. Με απόφαση του Εκτάκτου Στρατοδικείου αποτάχθηκε όμως επανήλθε με το βαθμό του Αντισυνταγματάρχη, μετά από απόφαση του Στρατιωτικού Συμβουλίου, στις 19 Μαρτίου του 1927 [8]

Φρούραρχος Αθηνών

Το πρωί της 25ης Ιουνίου 1933 σιδηροδρομικοί συρμοί που μετέφεραν μέλη και οπαδούς της εθνικιστικής οργανώσεως Εθνική Ένωσις Ελλάς έφτασαν στο σταθμό Λαρίσης στην Αθήνα από τη Θεσσαλονίκη. Εκεί οι Χαλυβδόκρανοι παρατάχθηκαν, απέδωσαν τιμή στη σημαία τους και με επικεφαλής ποδηλάτες Άλκιμους με τις μπλε μπλούζες και τη μουσική μπάντα του δήμου Αθηναίων, τους οποίους ακολουθούσε η φάλαγγα των χαλυβδόκρανων με φαλαγγάρχη τον Αναστάσιο Νταλίπη, υπασπιστή τον Σ. Ασβεστά, επιτελάρχη της οργανώσεως τον Χαρ. Βασιλογεώργο και επιτελείς τους Δημ. Γούλα, Αχ. Τζηρίδη, Στ. Αγγελομάτη και τον υφομαδάρχη Παττερίδη, τους αντιπροσώπους των επαρχιακών τομέων Ασπετάκη από την Έδεσσα, Σμυρλή από τη Βέροια, Πέκο από την Κλεισούρα, Φάκαλο από τα Γιαννιτσά, Παντελή από την Πτολεμαϊδα, Παπαθανασίου από το Αμύνταιο, Ρωμπαρά από τη Φλώρινα, κατέληξαν στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη.

Την πορεία ακολούθησαν το προεδρείο και ο αρχηγός μαζί με αντιπροσωπεία της «Εθνικής Παμφοιτητικής Ενώσεως», [«Ε.Π.Ε.»]. Στην τελετή της Πλατείας Συντάγματος παρέστησαν και υποδέχθηκαν τους Χαλυβδόκρανους, ο Στυλιανός Γονατάς, με την ιδιότητα του προέδρου της Γερουσίας καθώς και οι υπουργοί Εσωτερικών Περικλής Ράλλης και Δικαιοσύνης Σπυρίδων Ταλιαδούρος, ο Υποστράτηγος Μπακόπουλος, που είχε προαχθεί στο βαθμό τον Μάρτιο του 1934 και κατείχε τη θέση του Φρούραρχου Αθηνών, αρκετοί βουλευτές, ενώ τελέστηκε αγιασμός από τον Μητροπολίτη Βέροιας Πολύκαρπο. Στη διάρκεια της καταθέσεως στεφάνων από τις εθνικιστικές οργανώσεις μία διμοιρία ευζώνων απέδιδε τιμές.

Κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935

Την 1η Μαρτίου του 1935, όταν εξερράγη το βενιζελικό στρατιωτικό κίνημα, στον Μπακόπουλο, που κατείχε τη θέση του Στρατιωτικού Διοικητού Αθηνών, ανατέθηκε η προεδρία του Στρατοδικείου [9] που δίκασε τους κινηματίες αξιωματικούς οι οποίοι κρίθηκαν ένοχοι. Ο Μπακόπουλος, που μόλις κατέλαβε την έδρα ζήτησε από όλες τις πλευρές να φέρονται με απόλυτο σεβασμό στους κατηγορουμένους, διηύθυνε τις συνεδριάσεις με εξαιρετικό τακτ και απόλυτη ευγένεια ενώ αντιστάθηκε με σθεναρό τρόπο στην επιβολή της θανατικής ποινής σε κατηγορούμενους και διαφοροποιήθηκε από αυτές, με σκοπό να διασώσει την ενότητα του Στρατού. Η δίκη, που διήρκησε 13 ημέρες, διεξήχθη στη Σχολή Χωροφυλακής, με τεράστια δημοσιογραφική κάλυψη από τις κυβερνητικές και τις αντιπολιτευόμενες εφημερίδες. Σύμφωνα με την απόφαση απόφαση οι κατηγορούμενοι Σαράφης, Λεωνίδας Σπαής και οι αδελφοί Χριστόδουλος και Ιωάννης Τσιγάντες καταδικάστηκαν σε ισόβια δεσμά ενώ στους υπόλοιπους κατηγορούμενους επιβλήθηκαν μικρότερες ποινές.

Υπουργός Διοικητής Κρήτης / Υφυπουργός Εσωτερικών

Στις 7 Δεκεμβρίου του 1935, ο Μπακόπουλος διορίσθηκε:

  • υπουργός γενικός διοικητής Κρήτης [10] στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Δεμερτζή, από τις 30 Νοεμβρίου του 1935 έως τις 13 Μαρτίου του 1936,
  • Υφυπουργός Εσωτερικών στις 23 Μαρτίου και έως τις 13 Απριλίου 1936 [11] όταν πέθανε αιφνιδίως ο πρωθυπουργός Δεμερτζής.

Την ίδια μέρα ο Ιωάννης Μεταξάς έλαβε εντολή από τον βασιλιά Γεώργιο Β' να σχηματίσει νέα κυβέρνηση και στις 16 Απριλίου έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή με 241 ψήφους υπέρ, 16 κατά και 4 αποχές. Σ’ αυτήν την κοινοβουλευτική κυβέρνηση ο Μπακόπουλος διορίσθηκε:

  • Υφυπουργός Εσωτερικών [12] έως τις 5 Αυγούστου 1936, όταν παραιτήθηκε, μετά από υπόδειξη και συμφωνία με τον Μεταξά, από την θέση του στην κυβέρνηση.

Αντιαεροπορική Άμυνα

Μετά την παραίτηση του από την κυβέρνηση Μεταξά ο Μπακόπουλος αφοσιώθηκε στα αμιγώς στρατιωτικά του καθήκοντα και τοποθετήθηκε Διοικητής στην Ανώτατη Διοίκηση Αντιαεροπορικής Άμυνας. Υπό την ευθύνη και την εποπτεία του Μπακόπουλου λειτούργησαν, από τον Ιανουάριο του 1937, σχολές ταχύρρυθμης εκπαιδεύσεως στελεχών Αντιαεροπορικής Άμυνας, με στόχο να εκπαιδεύσει εν ενεργεία και απόστρατους αξιωματικούς των ενόπλων δυνάμεων, των σωμάτων ασφαλείας, του λιμενικού σώματος, όπως και εκπροσώπους των κρατικών οργανισμών και ανεξάρτητων ιδρυμάτων ενώ με έγγραφο του ζήτησε [13] η μέχρι τότε περιοδική λειτουργία κάθε σχολής να αποκτήσει μόνιμο χαρακτήρα. Ο Μπακόπουλος ήταν ομιλητής σε πολλές απ' αυτές τις εκπαιδευτικές διαδικασίες, όπως στα Ιωάννινα [14], τον Απρίλιο του 1938 και στην Πάτρα τον Οκτώβριο του 1939. Ανάλογες δράσεις έλαβαν χώρα σε πόλεις όπως οι Σέρρες, η Δράμα, η Καβάλα, η Αλεξανδρούπολη [15], ενώ νυκτερινή άσκηση πραγματοποιήθηκε και στην Έδεσσα [16]. Τέλος, εξαιρετική επιτυχία σημείωσαν οι διαδικασίες εκπαιδεύσεως στην Αθήνα, χάρη στη μαζική συμμετοχή της Εθνικής Οργανώσεως Νέων της 4ης Αυγούστου, γεγονός που επισήμανε [17] ο Μπακόπουλος:

«...[...] Η επιτυχία των τελευταίων [...] ασκήσεων οφείλεται, κατά μέγιστον μέρος, εις την συμβολήν [...] της ΕΟΝ [...]. Η υπηρεσία [...] κατεπλάγη κυριολεκτικώς δια την ακρίβειαν και την πειθαρχίαν μετά των οποίων εξετέλεσαν τας ανατεθείσας [....] υπηρεσίας [...]».

Ελληνικός Ραδιοανιχνευτής

Η κατασκευή του «Ελληνικού ραντάρ» [18] ήταν η σημαντικότερη από τις επινοήσεις του καθηγητή Παύλου Σαντορίνη που ασχολήθηκε με την ιδέα του ήδη από το 1934, σχεδόν την ίδια εποχή που δρούσαν ανάλογα διακεκριμένοι επιστήμονες σε χώρες του εξωτερικού. Το 1936 ο Σαντορίνης ήταν υφηγητής της Εφηρμοσμένης Φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και είχε κατορθώσει να παραγάγει και να πειραματίζεται με ηλεκτρομαγνητικά κύματα μήκους εκατοστών, τα εκατοστομετρικά ραντάρ. Ο εθνικός κυβερνήτης-πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς, επικεφαλής του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, πληροφορήθηκε για την ανακάλυψη, σχετικά με την ανίχνευση των αεροπλάνων και κάλεσε τον Σαντορίνη για περισσότερες πληροφορίες, ενώ του ζήτησε να καταθέσει σχετικό υπόμνημα στην Υπηρεσία Αντιαεροπορικής Αμύνης.

Ο στρατηγός Μπακόπουλος, αναφέρει στο βιβλίο του «Η Ομηρία των πέντε Αντιστρατήγων» ότι τον Σεπτέμβριο εκείνου του έτους υποβλήθηκε στη Διοίκηση Αντιαεροπορικής Άμυνας, της οποίας ήταν επικεφαλής, υπόμνημα του καθηγητή της Εφαρμοσμένης Φυσικής Σαντορίνη «περί μεθόδου ανιχνεύσεως εχθρικών αεροπλάνων δι’ ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων». Ο Μπακόπουλος υπέβαλε το υπόμνημα με τίτλο «Περί μεθόδου ανιχνεύσεως εχθρικών αεροπλάνων μέσω ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων» στο Γ.Ε.Σ. και συστάθηκε επιτροπή αποτελούμενη από τους καθηγητές του Πανεπιστημίου και του Πολυτεχνείου Γουναράκη, Σαρρόπουλο, Χόνδρο, Αθανασιάδη και των πλοιάρχου Πεζόπουλου, ταγματάρχη Κουρκούλια και επισμηναγού Αβέρωφ. Η επιτροπή γνωμάτευσε ότι επιστημονικά η προτεινόμενη μέθοδος ήταν ορθή. Έτσι συστάθηκε επιτροπή ελέγχου και δοκιμών πρόεδρος της οποίας ήταν ο ίδιος ο Μπακόπουλος. Για την εκτέλεση των δοκιμών απαιτείτο όμως η κατασκευή των αναγκαίων συσκευών. Στην Ελλάδα όμως δεν υπήρχαν τα αναγκαία εξαρτήματα και κυρίως ειδικές λυχνίες. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μπακόπουλος:

«Αριθμός Πρωτοκόλλου Απορρήτων 44/19-9.1936- Προς το ΓΕΣ «… Δεδομένου ότι η επαλήθευσις της εν λόγω μελέτης θέλει σοβαρώς διευκολύνει παρ’ ημίν την λύσιν του προβλήματος της ανιχνεύσεως από αέρος από μακρυνών αποστάσεων με ολιγοδάπανα μέσα και με ολίγον προσωπικόν, υποβάλλομεν την γνώμην όπως διατάξητε την συγκρότησιν επιτροπής εξ’ ειδικών, ου μόνον στρατιωτικών αλλά και καθηγητών του Πανεπιστημίου και Πολυτεχνείου… Μπακόπουλος, υποστράτηγος».

Στη συνέχεια συγκροτήθηκε η επιτροπή «ελέγχου και δοκιμών» με μέλη τους καθηγητές Δημήτριο Χόνδρο και Γεώργιο Αθανασιάδη, τον πλοίαρχο Πεζόπουλο, τον αντισυνταγματάρχη Βάλβη και τον ταγματάρχη Πάλλη, υπό την προεδρία του Ανωτάτου Διοικητού της Αντιαεροπορικής Άμυνας αντιστράτηγου Μπακόπουλου. Η επιτροπή έκρινε ότι η μέθοδος είναι εφαρμόσιμη, και με απόφαση της [19] ζήτησε να ξεκινήσουν πειραματικές δοκιμές. Γι’ αυτό το σκοπό αποφασίστηκε από το Γ.Ε.Σ. να ταξιδέψει ο Σαντορίνης στο εξωτερικό, για να εξασφαλίσει τις απαραίτητες λυχνίες, καθώς και τα υπόλοιπα απαραίτητα υλικά. Το καλοκαίρι του 1937 ο Σαντορίνης ταξίδεψε στη Βιέννη, όπου συμμετείχε στο Διεθνές Συνέδριο βραχέων και υπερβραχέων κυμάτων, στο οποίο αναδείχθηκε πρόεδρος του Τμήματος Υπερβραχέων Κυμάτων και πραγματοποίησε τις απαραίτητες επαφές και συνεννοήσεις.

Τα πειράματα του Σαντορίνη άρχισαν πριν το τέλος του 1937 στην Αεροπορική βάση του Παλαιού Φαλήρου και στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και συνεχίστηκαν έως το 1939, όταν το «Ελληνικό ραντάρ» μπορούσε να εντοπίσει και να παρακολουθεί αεροπλάνα σε απόσταση περίπου διακοσίων χιλιομέτρων. Υπό τον φόβο υποκλοπών το Γ.Ε.Σ. διέρρευσε ότι εκδόθηκε εντολή διακοπής των πειραμάτων λόγω αποτυχίας, όμως με απόρρητη διαταγή υπέδειξε να συνεχιστούν οι δοκιμές σε άλλες θέσεις, ενώ ο Σαντορίνης μετέφερε ένα μικρότερο πομπό στην ταράτσα του σπιτιού του, όπου συνέχισε τις δοκιμές. Στις 7 Ιουλίου του 1940, μετά από απόφαση της Ελληνικής κυβερνήσεως, ο Σαντορίνης πραγματοποίησε πειραματική επίδειξη του «Ελληνικού ραντάρ», που υπήρξε το πρώτο στον κόσμο εκατοστομετρικό, σε επιτροπή Άγγλων με επί κεφαλής τον ταγματάρχη Heywood, της Αγγλικής Πρεσβείας Αθηνών.

Κατά την διάρκεια της επιδείξεως ανιχνεύθηκε αεροπλάνο το οποίο ερχόταν από την Κρήτη και εντοπίστηκε όταν περνούσε πάνω από τη νήσο Μήλο, δηλαδή σε απόσταση περίπου 130 χιλιομέτρων. Ο ταγματάρχης Heywood ζήτησε να αποκτήσει την συσκευή, για λογαριασμό της Αγγλικής κυβερνήσεως, προκειμένου να την μεταφέρει στο Κάιρο, όμως ο Ιωάννης Μεταξάς ενέκρινε μόνο την παράδοση των σχεδίων του ραντάρ επειδή η Ελλάδα είχε δηλώσει και ήθελε να διατηρήσει πολιτική πολεμικής ουδετερότητος. Μετά την συνθηκολόγηση της Ελλαδος και την εισβολή των δυνάμεων του Άξονα στην Ελλάδα το Γ.Ε.Σ. διέταξε την ολοκληρωτική καταστροφή του «Ελληνικού ραντάρ», κι ότι εξαρτήματα απέμειναν, τοποθετήθηκαν αργότερα σε προθήκη του Εργαστηρίου Φυσικής ΙΙ του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, όπου, για πολλά χρόνια, ήταν διευθυντής ο Σαντορίνης.

Πολεμικές προετοιμασίες

Στις 21 Μαΐου 1940, ο Ιωάννης Μεταξάς κάλεσε στο υπουργείο Εξωτερικών τους αντιστρατήγους Κωνσταντίνο Μπακόπουλο, τότε Διοικητή του Ε' Σώματος Στρατού Θράκης, Ιωάννη Πιτσίκα, Αλέξανδρο Παπάγο, Δημήτριο Παπαδόπουλο, Γεώργιο Κοσμά, Γεώργιο Τσολάκογλου και τον υφυπουργό Στρατιωτικών Νικόλαο Παπαδήμα αλλά και οι υφυπουργοί των άλλων στρατιωτικών υπουργείων, στους οποίους ανακοίνωσε ότι η Ελλάδα δεν έχει επιθετικές βλέψεις, ούτε προτίθεται να επιτεθεί κατά οιουδήποτε. Στη διάρκεια της συναντήσεως ένας αντιστράτηγος εξέφρασε την άποψη, ότι ίσως να ήταν καλλίτερο για την χώρα να μεταπηδήσει στο πλευρό του Άξονα όμως ο Μεταξάς οργισμένος του ζήτησε να σωπάσει και του είπε ότι η Ελλάδα θα τηρούσε τον λόγο της τιμής της [20]. Παράλληλα, ο Άγγελος Σ. Βλάχος περιγράφει [21] μια πολιτικοστρατιωτική σύσκεψη, στα τέλη Σεπτεμβρίου 1940, στην οποίαν έλαβε μέρος και ο ίδιος.

Β' Παγκόσμιος Πόλεμος

Ο Ελληνικός πολεμικός σχεδιασμός, πριν την εμφάνιση στον ορίζοντα της πιθανότητος ενός Παγκοσμίου πολέμου, επικεντρώθηκε στο ενδεχόμενο μιας συγκρούσεως εναντίον της Βουλγαρίας στη Μακεδονία και τη Θράκη. Για την υπεράσπιση της ανατολικής Μακεδονίας, το πολεμικό σχέδιο προέβλεπε την ίδρυση του Τμήματος Στρατιάς Καβάλας, η οποία είχε έδρα την Καβάλα και αποτελούνταν από μια Ομάδα Μεραρχιών, επίσημη ονομασία: Ομάς Μεραρχιών, στην περιοχή του Αξιού Ποταμού. Αυτή αποτελούνταν από τις XVIII, XIV, VII Μεραρχίες Πεζικού, την XIX Μηχανοκίνητη Μεραρχία, την Ταξιαρχία Νέστου, το Απόσπασμα Κρουσίων και ένα ενισχυμένο τάγμα Πεζικού.

Με την έκρηξη του πολέμου και την εμπλοκή της Ελλάδος σε αυτόν το Τμήμα Στρατιάς Καβάλας κινητοποιήθηκε υπό την ηγεσία του Αντιστράτηγου Μάρκου Δράκου και μετονομάστηκε σε Τμήμα Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας, με έδρα τις Σέρρες, στις αρχές του Νοεμβρίου. O Αντιστράτηγος Δράκος, ο οποίος είχε αναλάβει τη Διοίκηση την 28η Οκτωβρίου 1940, αμέσως με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου τη διατήρησε ως τις 7 Φεβρουαρίου 1941, όταν παρέδωσε στον Αντιστράτηγο Μπακόπουλο, ως τότε Διοικητή του Ε' Σώματος Στρατού Θράκης, ο οποίος στις 8 Φεβρουαρίου, από τη Θεσσαλονίκη όπου είχε μεταφερθεί η έδρα, εξέδωσε την ακόλουθη ημερήσια διαταγή:

«ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΓΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΣΤΡΑΤΙΑΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ (8/2/41) [22] 
Ἡ Μακεδονία ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων ὑπῆρξε χώρα καθαρῶς ΕΛΛΗΝΙΚΗ. Ἀψευδὴς μάρτυς τούτου δὲν εἶναι μόνον ἡ ἱστορία, ἀλλὰ καὶ τὰ πάμπολλα μνημεῖα, τὰ ὁποῖα εὑρέθησαν καὶ συνεχῶς εὑρίσκονται ὑπὸ τὸ ἔδαφος αὐτῆς. Οἱ πρὸ 2000 ἐτῶν π.Χ. κάτοικοι αὐτῆς ἦσαν Ἕλληνες δωρικῆς καταγωγῆς. Λόγῳ ὅμως τῆς γεωγραφικῆς θέσεως ταύτης καὶ τῆς εὐφορίας τοῦ ἐδάφους της ὑπέστη κατὰ καιροὺς πολυαρίθμους ἐπιδρομὰς ἐκ μέρους διαφόρων βαρβάρων λαῶν, οἱ ὁποῖοι ἐκ περιτροπῆς καὶ κατὰ περιόδους κατώρθωναν νὰ τὴν ὑποδουλώνουν. Ἀλλά οὐδεὶς τούτων, παρὰ τὰ σκληρὰ καὶ βίαια μέτρα, τὰ ὁποῖα μετήρχετο, κατώρθωσε νὰ μεταβάλῃ τὸν Ἑλληνικὸν χαρακτῆρα αὐτῆς καὶ τὸ ἐθνικὸν αἴσθημα τῶν κατοίκων της. Τοιαύτης χώρας ἡ Πατρὶς καὶ ὁ Βασιλεὺς μᾶς ἐνεπιστεύθησαν τὴν φρούρησιν. Τῆς μεγάλης αὐτῆς τιμῆς πρέπει νὰ φανῶμεν  πάντες ἀντάξιοι. Βαρὺ καὶ δύσκολον τὸ ἔργον, ἀλλά ἀνάλογος θὰ εἶναι καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ δόξα ὅλων μας καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη τῆς Πατρίδος.
Πιστεύω ὅτι οὐδεὶς θὰ θελήσῃ να ἀπειλήσῃ ἀπὸ Βορρᾶ τὴν ἀκεραιότητα τῆς Πατρίδος μας. Ἐὰν ὅμως τολμήσῃ, πρέπει νὰ  ὑποστῇ καὶ οὗτος τὴν τύχην τοῦ ἀντιπάλου μας, ὁ ὁποῖος ἐπεχείρησεν ὅλως αἰφνιδιαστικῶς νὰ παραβιάσῃ τὰ Ἠπειρωτικὰ σύνορά μας, διὰ νὰ ὑποδουλώσῃ τὴν Ἑλλάδα. Καὶ σήμερον, ἀντὶ νὰ εὑρίσκεται οὗτος ἐντὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ ἐδάφους, ὅπως ὑπελόγιζε καὶ ἦτο βέβαιος περὶ αὐτοῦ, εὑρίσκεται ἡττημένος εἰς τὰ ἐνδότερα τῆς Ἀλβανίας. Πρὸ τῆς ἀκατασχέτου ὁρμῆς καὶ τῶν σκληρῶν κτυπημάτων τοῦ ἡρωϊκοῦ στρατοῦ μας, διωκόμενος, καταβάλλει ἀπεγνωσμένας προσπαθείας, ὅπως συγκρατήσῃ τὸν πανικόβλητον καὶ ἔντρομον στρατόν του. Καὶ ὁ στρατὸς τῆς Μακεδονίας, ἐὰν αἱ περιστάσεις ἐπιβάλουν νὰ ἐκπληρώσῃ τὸ ὕψιστον πρὸς τὴν Πατρίδα καθῆκόν του, εἶμαι βέβαιος ὅτι θὰ φανῇ ἀντάξιος τῆς μεγάλης ἀποστολῆς του καὶ ἀντάξιος τοῦ ἐν Ἀλβανίᾳ ἀγωνιζομένου σήμερον ἡρωϊκοῦ στρατοῦ μας.
Μὲ τὴν ἀπόλυτον ταύτην πεποίθησιν ἀναλαμβάνων τὴν Διοίκησιν τούτου ἀπευθύνω εἰς πάντας ἐγκάρδιον χαιρετισμόν.
Ἀντιστράτηγος Κωνσταντῖνος Μπακόπουλος»

Στις 6 Απριλίου 1941, στη γραμμή των «Οχυρών Ρούπελ (Οχυρά Μεταξά είχαν συμπτυχθεί ως Τ.Σ.Α.Μ. [Τμήμα Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας] -υπό τον αντιστράτηγο Μπακόπουλο- τρεις Ελληνικές μεραρχίες πεζικού και μία μηχανοκίνητη. Οι άνδρες του απέκρουσαν επιτυχώς τα γερμανικά στρατεύματα 5η και 6η ορεινές μεραρχίες του XVIII Ορεινού Σώματος Στρατού, κατά τη διάρκεια αιματηρών μαχών, συμπεριλαμβανομένης και της περίφημης σήμερα Μάχης του Οχυρού Ρούπελ. Δύο ημέρες αργότερα η αντίσταση άρχισε να κάμπτεται καθώς δύο τεθωρακισμένες μεραρχίες παρέκαμψαν την αμυντική γραμμή, διείσδυσαν στην αφύλακτη κοιλάδα του Αξιού ποταμού και έφτασαν στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης σε απόσταση μόλις 20 χιλιομέτρων από το κέντρο.

Συνθηκολόγηση

Ο αγώνας ανατολικά του Νέστου είχε ουσιαστικά παύσει μετά την εγκατάλειψη του οχυρού Εχίνος, οι μαχητές του οποίου πολέμησαν σκληρά το διάστημα 6-8 Απριλίου και το εγκατέλειψαν όταν οι Γερμανοί το παρέκαμψαν, και την εκπόρθηση του οχυρού Νυμφαία. Έτσι οι γερμανικές φάλαγγες ήταν ελεύθερες να κινηθούν και προς την Καβάλα. Το βράδυ της 8ης Απριλίου ο Μπακόπουλος ζήτησε από το Γενικό Στρατηγείο στην Αθήνα να εγκρίνει την παράδοση της Θεσσαλονίκης προκειμένου να διασώσει τους άνδρες του και να προλάβει τον βομβαρδισμό της Θεσσαλονίκης, γενικότερα για να αποφευχθούν περιττές καταστροφές. Στις 21:00' ο Μπακόπουλος απέστειλε τον αντισυνταγματάρχη Αλέξανδρο Πετίνη στο γερμανικό προξενείο Θεσσαλονίκης για να μεταβιβασθεί το αίτημα συνθηκολογήσεως στον «διοικητή των γερμανικών στρατευμάτων των δρώντων εις κοιλάδα Αξιού». Νωρίτερα, ο στρατιωτικός διοικητής Θεσσαλονίκης στρατηγός Νικόλαος Ραγκαβής, συνοδευόμενος από τον υπασπιστή του συνταγματάρχη Παπακωνσταντίνου, εξήλθε από την πόλη και κατευθύνθηκε σ’ ένα σημείο της οδού Θεσσαλονίκης-Κιλκίς, όπου συνάντησε τον διοικητή της γερμανικής φάλαγγας, στον οποίο ανακοίνωσε ότι η Θεσσαλονίκη κηρύχθηκε ανοχύρωτη και αποκλεισμένη πόλη και κατά συνέπεια παραδίδεται, ενώ ζήτησε να τηρηθεί η τιμή των όπλων για τον ελληνικό στρατό.

Ο Μπακόπουλος έστειλε επιστολή συνθηκολογήσεως στον Αντιστράτηγο Ρούντολφ Φαιελ (Rudolf Veiel), ο οποίος αφού διάβασε το έγγραφο του Μπακόπουλου που ζητούσε τη συνθηκολόγηση, έφυγε, συνοδευόμενος από τον επιτελάρχη του, μέσα στη νύχτα αεροπορικώς για τη Σόφια, όπου ήταν η έδρα του στρατάρχη Βίλελμ Λιστ, διοικητή της 12ης Στρατιάς. Γύρισαν στο Πρόχωμα στις 9 π.μ. και ανακοίνωσαν στον αντισυνταγματάρχη Πετίνη ότι οι όροι έγιναν κατ’ αρχήν δεκτοί, εκτός από τον όρο της διατηρήσεως του ατομικού οπλισμού των στρατιωτών. Στη συνέχεια, ο στρατηγός Φάιελ και οι επιτελείς του, από κοινού με τον Έλληνα αντισυνταγματάρχη Πετίνη, συνέταξαν το πρωτόκολλο συνθηκολογήσεως στο οποίο ο Πετίνης, με δική του πρωτοβουλία, μπόρεσε να προσθέσει δύο όρους:

  • Να συνεχισθεί η λειτουργία των ελληνικών δικαστηρίων και
  • να παραμείνει στην αρμοδιότητα της Χωροφυλακής η τήρηση της τάξεως.

Παράδοση της Θεσσαλονίκης

Νωρίς το πρωί της 9ης Απριλίου η ελληνική επιτροπή, που την αποτελούσαν ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος, ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνος Μερκουρίου, ο υπασπιστής του στρατιωτικού διοικητή Ραγκαβή συνταγματάρχης Παπακωνσταντίνου και ο αστυνομικός διευθυντής Παπαργύρης, συναντήθηκε στην οδό Μοναστηρίου με τον Γερμανό στρατηγό Φάιελ, που συνοδευόταν από τον επιτελάρχη του και τον Πετίνη, για την παράδοση της πόλεως. Ο δήμαρχος Μερκουρίου, εκ μέρους της επιτροπής, προσφώνησε τον Γερμανό στρατηγό:

«Αι στρατιωτικαί αρχαί της πόλεως Θεσσαλονίκης ανήγγειλαν εις ημάς, ότι παρέδωκαν προ ολίγων ωρών την πόλιν εις τον γερμανικόν στρατόν. Εξ ονόματος της πόλεως εμπιστεύομαι αυτήν εις την υμετέραν εξοχότητα, με την βαθείαν πεποίθησιν ότι η εν γένει ασφάλεια και η ησυχία αυτής θα είναι ηγγυημέναι και ο βίος των πολιτών ομαλός και άνετος».

Από τη μεριά του, ο Γερμανός στρατηγός ευχαρίστησε και απάντησε ότι παίρνει την πόλη υπό την προστασία του και ότι εγγυάται για την ασφάλεια και την εργασία των πολιτών. Πρόσθεσε:

«Ο γερμανικός λαός εκτιμά και ενθυμείται την παλαιάν αγάπην που είχε προς τον ελληνικόν λαόν, προς τον οποίον τρέφει πάντοτε εξαιρετικήν συμπάθειαν. Οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης πρέπει να επιδοθώσιν εις τα έργα των, βέβαιοι όντες, ότι η τάξις θα τηρηθή απόλυτος και ότι ο ελληνικός λαός θα περιβάλλεται πάντοτε διά της αγάπης των γερμανικών στρατιωτικών αρχών».

Στις 8.00 π.μ. της 10ης Απριλίου, όπως είχε οριστεί, υπογράφηκε η παράδοση της Θεσσαλονίκης σε γραφείο του κτιρίου της Γερμανικής Σχολής. Παρόντες στην συμβολική παράδοση της Θεσσαλονίκης, επί της Μοναστηρίου στην έρημη πλατεία Βαρδαρίου, ήταν ο τότε Δήμαρχος Κώστας Μερκούριος, ο Μητροπολίτης Γεννάδιος και ο στρατιωτικός διοικητής Νικόλαος Ραγκαβής ενώ καθήκοντα μεταφραστή είχαν ανατεθεί στον Γερμανομαθή εθνικιστή καθηγητή Νομικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Περικλή Βιζουκίδη.

Πρωτόκολλο παραδόσεως Τ.Σ.Α.Μ.

Στις 12:00' το μεσημέρι της 9ης Απριλίου ο αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος υπέγραψε την υπ’ αριθ. 1381 διαταγή του, με την οποία επέτρεπε την κατάθεση των όπλων «επιδιώκοντες κατά το δυνατόν εντίμους όρους συνθηκολογήσεως». Ο Μπακόπουλος κλήθηκε προς συνάντηση στο γερμανικό προξενείο για την 12:30 ώρα της 10ης Απριλίου. Έφθασε στο προξενείο την καθορισθείσα ώρα συνοδευόμενος από τον επιτελάρχη του συνταγματάρχη Π. Καλογερόπουλο και τον αντιστράτηγο Νικόλαο Ραγκαβή. Ο στρατηγός Φάιελ επέδωσε στον αντιστράτηγο Ραγκαβή το συνταχθέν, στο χωριό Πρόχωμα, στη γερμανική γλώσσα πρωτόκολλο, για ανάγνωση και μετάφραση. Ο Μπακόπουλος δεν έμεινε ικανοποιημένος από τη διατύπωση και ζήτησε την τροποποίηση του καθώς και τη σύνταξή του και στην ελληνική γλώσσα. Ο αντιστράτηγος, επέμεινε κυρίως όπως στο πρωτόκολλο προστεθούν οι όροι :

- Να αναγνωρισθεί ότι το Τ.Σ.Α.Μ. δεν ηττήθηκε αλλά ότι αναγκάσθηκε να προτείνει συνθηκολόγηση, λόγω της καταρρεύσεως της γιουγκοσλαβικής αντιστάσεως.
- Να επιστραφεί το πολεμικό υλικό στην Ελλάδα, μετά το πέρας του πολέμου.
- Να παραμείνουν στις θέσεις τους οι ελληνικές πολιτικές αρχές.
- Να µην εισέλθει στο ελληνικό έδαφος βουλγαρικός στρατός και να µην αποσταλούν σε καμία περίπτωση στη Βουλγαρία ή Ιταλία ως αιχμάλωτοι Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώτες.
- Κάποια δευτερεύοντα ζητήματα που αφορούσαν τη μελλοντική θέση των αξιωματικών και οπλιτών του ΤΣΑΜ.

Μετά από διαπραγματεύσεις σχεδόν δύο ωρών συντάχθηκε παράρτημα, το οποίο προσαρτήθηκε στο αρχικό πρωτόκολλο και περιλάμβανε τις αιτήσεις του ΤΣΑΜ που έγιναν δεκτές, µε εξαίρεση εκείνα που αφορούσαν στην επιστροφή του οπλισμού και της µη εισόδου βουλγαρικών στρατευμάτων για τα οποία ο στρατηγός Φάιελ δήλωσε αναρμόδιος. Στο Πρωτόκολλο συνθηκολογήσεως τονίζεται: «Αναγνωρίζεται ρητώς ότι .... τα Ελληνικά στρατεύματα ηγωνίσθησαν γενναίως κατά των γενναίων γερμανικών στρατευμάτων». Αν και οι όροι της παραδόσεως έδιναν στους Αξιωματικούς το δικαίωμα να κρατήσουν τα ξίφη τους και τα Ελληνικά τμήματα να αποχωρήσουν χωρίς να συλληφθούν ως αιχμάλωτοι πολέμου στην πράξη ο στρατός Ανατολικής Μακεδονίας παραδόθηκε άνευ όρων στους Γερμανούς και οι οπλίτες του θεωρήθηκαν αιχμάλωτοι πολέμου.

Ο Μπακόπουλος, μετά την υπογραφή του πρωτοκόλλου απευθυνόμενος προς τον Γερμανό στρατηγό είπε:

«Αισθάνοµαι βαθυτάτην λύπην, διότι η τύχη µου επεφύλασσε να θέσω την υπογραφήν µου εις το πρωτόκολλον τούτο το οποίον µε υποχρεώνει να παραδώσω την υπό την διοίκησίν µου ηρωϊκήν και ένδοξον στρατιάν της Ανατολικής Μακεδονίας καίτοι αύτη δεν ηττήθηκε. Παρηγορούμαι όμως ότι η παράδοσις αύτη γίνεται προς τον γενναίον γερμανικόν στρατόν και είμαι βέβαιος ότι η συμπεριφορά τούτου προς τους αξιωματικούς και στρατιώτας µου θα είναι οία αρμόζει εις γενναίους προς γενναίους». 

Ο Γερμανός στρατηγός απάντησε ότι λυπάται και αυτός, διότι βρέθηκαν αντιμέτωποι οι δύο στρατοί, εξέφρασε τα εγκάρδια συγχαρητήρια και το θαυμασµό του για τη γενναιότητα και τον ηρωισμό της στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας και πρόσθεσε ότι εκτιμά απολύτως τη βαθιά λύπη που αισθανόταν ο διοικητής της. Η συνθηκολόγηση έχει την υπογραφή του Κωνσταντίνου Μπακόπουλου και του Αντιστράτηγου Φάιελ ενώ την ίδια στιγμή κοινοποιήθηκε σχετική διαταγή για παύση πυρός. Στις 16:00 ο Μπακόπουλος γνωστοποίησε στις μονάδες του τα της υπογραφής της συνθηκολογήσεως και τους όρους της, διέτασσε τη διακοπή των εχθροπραξιών και τη συγκέντρωση του οπλισμού προς παράδοση. Ο Μπακόπουλος κοινοποίησε ημερήσια διαταγή µε την οποία απέτειε φόρο τιμής προς τους πολεμιστές του.

Συμφωνία Μπακόπουλου-φον Κρένσκι

Δύο ημέρες αργότερα έφθασε στη Θεσσαλονίκη ο αντιστράτηγος φον Κρένσκι, ο οποίος είχε ορισθεί ως στρατιωτικός διοικητής της περιοχής, εξουσιοδοτημένος από τον στρατάρχη Λιστ να διαπραγματευθεί τους τελικούς όρους συνθηκολογήσεως. Οι διαπραγματεύσεις του με τον Μπακόπουλο κατέληξαν σε συμφωνία που πρόβλεπε:

α. Αποστράτευση των εφέδρων αξιωματικών και οπλιτών που κατάγονται από την κατεχόμενη περιοχή, με τη συγκρότηση κέντρων αποστράτευσης στις πόλεις Θεσσαλονίκη, Σιδηρόκαστρο, Δράμα, Ελευθερούπολη, Κομοτηνή και Αλεξανδρούπολη.
β. Διατήρηση της διοικητικής και οργανικής σύνθεσης του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας, του οποίου ο αριθμός μονάδων θα εξαρτάται από τη δύναμη που θα απομείνει μετά την απόλυση των εφέδρων.
γ. Ρύθμιση, με μέριμνα της ελληνικής και της γερμανικής Επιμελητείας, ως προς τη διατροφή και τη μισθοδοσία όσων δεν θα απολυθούν.
δ. Παραμονή των αξιωματικών ελευθέρων μέσα στις πόλεις, εφοδιασμένων από τις γερμανικές αρχές με δελτία ταυτότητας και άδειες ελεύθερης κυκλοφορίας.
ε. Εξασφάλιση τηλεφωνικού συνδέσμου του Τ.Σ.Α.Μ. με τις μονάδες του διά του υπεραστικού κέντρου και για ορισμένα μόνο τηλέφωνα του.

Ο Μπακόπουλος διοίκησε την Τ.Σ.Α.Μ. ως την συνθηκολόγηση με τις Γερμανικές δυνάμεις στις 9/10 Απριλίου του 1941. Μετά τη συμφωνία άρχισε η απόλυση των εφέδρων αξιωματικών και οπλιτών, ενώ οι αξιωματικοί παρέμεναν ελεύθεροι αν και ορισμένες γερμανικές αρχές ζήτησαν την αναστολή της απολύσεως των εφέδρων και προσπάθησαν να τους συγκεντρώσουν στις μονάδες τους και σχηματίσθηκαν στρατόπεδα, όπου οι οπλίτες τέθηκαν υπό περιορισμό με ευθύνη των Ελλήνων αξιωματικών. Παράλληλα, επιβλήθηκε και στους αξιωματικούς περιορισμός εντός των στρατώνων ή σε άλλα κτίρια, ενώ επιτρεπόταν η έξοδός τους μόνον επί δίωρο καθημερινά για σιτισμό. Ελεύθερη κυκλοφορία επιτρεπόταν μόνο για τους Έλληνες στρατηγούς και αξιωματικούς για υπηρεσιακούς λόγους. Για τις παραβιάσεις που προέκυψαν, ο στρατηγός Μπακόπουλος έκανε συνεχείς διαμαρτυρίες στις γερμανικές αρχές.

Κατοχή της Ελλάδος

Αντιστασιακή δράση

Το βράδυ της 20ης Μαΐου 1943, ο αντιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος κάλεσε ακόμη πέντε αντιστρατήγους -Μπακόπουλος, Ιωάννης Πιτσίκας, Γεώργιος Κοσμάς, Παναγιώτης Δέδες, και Δημήτριος Παπαδόπουλος, που τον συνάντησαν στο σπίτι του στην οδό Πραξιτέλους. Εκεί συμφώνησαν και προχώρησαν στην ίδρυση της αντιστασιακής οργανώσεως «Βασιλικός Σύνδεσμος» ή «Στρατιωτική Ιεραρχία» [23], η οποία φιλοδοξούσε να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στον συντονισμό των αντιστασιακών δυνάμεων, ενώ στόχευε να ενισχύσει τον συνεχιζόμενο αγώνα της Ελλάδας και παράλληλα να αντιταχθεί σε κάθε απόπειρας διασαλεύσεως ή ανατροπής του κοινωνικού καθεστώτος και δήλωνε την σταθερή προσήλωσή της στον Βασιλιά Γεώργιο Β' και την εξόριστη κυβέρνηση του Καΐρου. Επικεφαλής ήταν ο Αλέξανδρος Παπάγος και μέλη της ήταν στενοί συνεργάτες του, όπως οι αντιστράτηγοι Γεώργιος Κοσμάς, Κωνσταντίνος Μπακόπουλος, Παναγιώτης Δέδες, οι ταξίαρχοι Μαραβέας, Γεώργιος Στανωτάς και οι συνταγματάρχες Μαυρογένης, Γερολυμάτος και Παπαγεωργίου.

«Στρατιωτική Ιεραρχία»

Στη συνάντηση τους οι έξι Αντιστράτηγοι συνέταξαν και υπέγραψαν το ακόλουθο Πρακτικό, όπως οι ίδιοι το ονόμασαν

«Οι κάτωθι ύπογεγραμμένοι Αντιστράτηγοι, έχοντες ύπ’ δψιν:
α') Ότι ή Ελλάς, έκπροσωπουμένη έν τω εξωτερικό ύπό της Α. Μ. τού Βασιλέως καί της νομίμου Κυβερνήσεως, συνεχίζει τον άγώνα παρά τό πλευράν των ήνωμένων συμμάχων Εθνών
β') Ότι μέχρι άποκαταστάσεως της Ελλάδος έν τη έννοια του Κυριάρχου Κράτους δέν άποκλείονται οί κίνδυνοι διασαλεύσεως της τάξεως, ή άνατροπης τού κοινωνικού καθεστώτος, καί φρονούντες ότι ή διατήρησες της ένότητος καί της σύμπνοιας μεταξύ των εν Έλλάδι παραμενόντων αξιωματικών, έκτός τού ότι αύτη αποτελεί ύποχρέωσιν προς τήν Πατρίδα, δύναται έπωφελώς νά συμβάλη τόσον εις τήν ένίσχυσιν τού έθνικού άγώνος, όσον καί τήν ματαίωσιν οίασδήποτε άποπείρας διασαλεύσεως της τάξεως, ή άποπείρας άνατροπης τού κοινωνικού καθεστώτος, άναλαμβάνομεν τήν ύποχρέωσιν έν τω πνεύματι της πλέον ειλικρινούς συνεργασίας νά:
α') Ένισχύσωμεν τόν συνεχιζόμενον άγώνα της Ελλάδος·
β') Καταβάλωμεν κάθε προσπάθειαν διά τήν διατήρησιν της ένότητος καί τής σύμπνοιας τών αξιωματικών·
γ') Άντιταχθώμεν κατά πάσης άποπείρας διασαλεύσεων ή άνατροπής τού κοινωνικού καθεστώτος, συνεργαζόμενοι καί μέ δλας τάς άλλας πολιτικάς όργανώσεις, αίτινες έμφορούνται ύπό τών αύτών έθνικών ιδεωδών
δ') Πειθαρχήσωμεν άπολύτως εις τόν Βασιλέα και τήν νόμιμον Κυβέρνησιν.
ε') Άπό της έγκαταστάσεως της νομίμου Κυβερνήσεως έν Έλλάδι, αί άνω υποχρεώσεις παύουσίν ίσχόουσαι.
Έν ’Αθήναις τη 20 Μαΐου 1943
Άλέξανδρος Παπάγος, Ιωάννης Πιτσίκας, Δημήτριος Παπαδοπούλος, Κωνσταντίνος Μπακόπουλος, Παναγιώτης Δέδες, Γεώργιος Κοσμάς».
Στόχοι & σκοποί

H κίνηση απευθυνόταν σε όλους τους αξιωματικούς του Ελληνικού στρατού που απείχαν της ενεργού αντιστασιακής δράσεως. Ανέπτυξε δίκτυο αξιωματικών σε όλη την Ελλάδα, περίπου 17 αντιστράτηγους στην Αθήνα και 600 αξιωματικούς όλων των βαθμών στην υπόλοιπη χώρα, όμως δεν παρουσίασε καμία αντιστασιακή δράση την περίοδο της κατοχής. Πολλά από μέλη της ήταν απόστρατοι οι οποίοι απέβλεπαν στην επάνοδο του βασιλιά. Η κίνηση διεκδίκησε την επίσημη συνέχεια του προπολεμικού στρατού, καθώς και τη διατήρηση του αντίστοιχου πολιτικού και πολιτειακού κατεστημένου. Το καλοκαίρι του 1943 η οργάνωση απέστειλε τον στρατηγό Νικόλαο Τσίπουρα στο Κοινό Γενικό Στρατηγείο των Ανταρτών που είχε μόλις συγκροτηθεί, προκειμένου να αναλάβει ως ο παλαιότερος αξιωματικός την ηγεσία του αγώνα. Ο Τσίπουρας όχι μόνο δεν έγινε αποδεκτός, αλλά συνελήφθη με την κατηγορία ότι είχε αναλάβει αξιώματα επί Ιωάννου Μεταξά και επί Γεωργίου Τσολάκογλου.

Αιχμαλωσία

Ο Μπακόπουλος, όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες στρατηγοί, παρέμεινε σε κατ’ οίκον περιορισμό ως τους πρώτους μήνες του 1943. Στις 20 Μαΐου εκείνου του έτους, ο Αλέξανδρος Παπάγος κάλεσε στο σπίτι του τους αντιστρατήγους Ιωάννη Πιτσίκα, Δημήτριο Παπαδόπουλο, Παναγιώτη Δέδε, Γεώργιο Κοσμά, Μάρκο Δράκο και Μπακόπουλο. Εκεί συναντήθηκαν όλοι τους, εκτός του Δράκου που δεν παραβρέθηκε λόγω προσωπικού προβλήματος, όμως κι αυτός συμφώνησε, αργότερα, με την ίδρυση της αντιστασιακής οργανώσεως «Στρατιωτική Ιεραρχία» που δημιούργησαν οι συνάδελφοι του. Η οργάνωση απέκτησε επαφή και με άλλους αξιωματικούς και άρχισε να αναπτύσσεται ενώ οι αντιστράτηγοι συγκεντρώνονταν κάθε 8-10 ημέρες. Όπως αναφέρει ο αντιστράτηγος Μπακόπουλος, οι Γερμανοί πληροφορήθηκαν τα συμβαίνοντα από «τινές κακούς Έλληνας» και στις 25 Ιουλίου 1943, στις 05.30 το πρωί, πέντε αντιστράτηγοι συνελήφθησαν σε παράλληλες επιχειρήσεις των στρατευμάτων κατοχής.

Στρατόπεδα συγκεντρώσεως

Αρχικά ο Μπακόπουλος, όπως και οι άλλοι αντιστράτηγοι, μεταφέρθηκαν στο αρχηγείο της GESTAPO και στη συνέχεια οι αρχές πραγματοποίησαν έρευνα στα σπίτια τους. Τελικά κρατήθηκαν οι Μπακόπουλος, Παπάγος, Πιτσίκας, Δέδες και Κοσμάς που μεταφέρθηκαν στη Βοημία, μέσω Θεσσαλονίκης, κι ύστερα στην κατεχόμενη Τσεχοσλοβακία, στο Κενιγκστάιν, ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως για ανωτάτους αιχμαλώτους στρατιωτικούς. Μαζί τους κρατούνταν 45 Γάλλοι και πέντε Ολλανδοί αξιωματικοί. Στις 21 Σεπτεμβρίου 1943 οι Έλληνες αντιστρατηγοί μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Σαξενχάουζεν στο Οράνιεμπουργκ του Βερολίνου, όπου κρατούνταν οι «επικίνδυνοι» αιχμάλωτοι, μαζί με Σοβιετικούς, Πολωνούς και Βρετανούς αξιωματικούς αλλά και ο Αυστριακός πρώην καγκελάριος Σούσινγκ. Στις 28 Οκτωβρίου οι Έλληνες αξιωματικοί γιόρτασαν την ιστορική επέτειο με λίγες σοκολάτες και ελάχιστο κρασί που βρήκαν. Τον Νοέμβριο, με αίτημα του Παπάγου, δύο Έλληνες αιχμάλωτοι των Ιταλών, ο δεκανέας Νικόλαος Γρίβας από τον Πειραιά και ο στρατιώτης Βασίλειος Δημητρίου από την Αθήνα, εγκαταστάθηκαν στον ίδιο θάλαμο. Εκεί με βοήθεια του Γρίβα, ο Παπάγος μαγείρευε τα τρόφιμα που έστελνε ο Ερυθρός Σταυρός, προς ενίσχυση του συσσιτίου. Στις 6 Ιουνίου 1944 οι Έλληνες αξιωματικοί πληροφορήθηκαν την απόβαση στη Νορμανδία. Αργότερα πληροφορήθηκαν την απελευθέρωση της Ελλάδος, αλλά και την κήρυξη του συμμοριοπολέμου, με το Δεκεμβριανό κίνημα, καθώς και την ίδρυση «μακεδονικού κράτους» με πρωτεύουσα τα Σκόπια, από τον Γιόζεφ Τίτο. Εκεί τους βρήκε η 25 Μαρτίου 1945 και γιόρτασαν την εθνική επέτειο όμως στις αρχές Απριλίου μεταφέρθηκαν αρχικά στο στρατόπεδο του Φλόσελμπουργκ, κατόπιν στο διαβόητο Νταχάου και τέλος στο Ίνσμπρουκ στην Αυστρία όπου συνάντησαν άλλους τρεις Έλληνες κρατουμένους, τους Σωφρονόπουλο, Βάσσο και Ορφανογιάννη και αργότερα μεταφέρθηκαν, όλοι, στο Τυρόλο. Στις 30 Απριλίου έγινε γνωστή η αυτοκτονία του Αδόλφου Χίτλερ.

Απελευθέρωση /Επιστροφή στην Ελλάδα

Στις 4 Μαΐου οι πέντε Έλληνες στρατηγοί απελευθερώθηκαν [24] από την 5η Αμερικανική Στρατιά. Υπό την προστασία και με την βοήθεια Αμερικανικού Λόγου η ομάδα των Ελλήνων στρατηγών έφτασε, στις 11 Μαΐου, στη Νάπολι της Ιταλίας [25] όπου ανέμενε να επιβιβαστεί σε μεταφορικά μέσα. Στις 14 Μαΐου το πρωί Αγγλικό αεροπλάνο παρέλαβε την ομάδα των στρατηγών και στις 12:30'το μεσημέρι της ίδιας ημέρας τους αποβίβασε στην Αθήνα μετά από είκοσι έναν μήνες παραμονής σε συνθήκες αιχμαλωσίας στο εξωτερικό [26]. Σε δήλωση του σε Αθηναϊκή ημερήσια εφημερίδα ο Μπακόπουλος είπε [27]:

«Είνε ευνόητον πόσον ευτυχής είμαι που επέστρεψα εις την προσφιλή πατρίδα και μάλιστα μετά τόσας περιπετείας καί τόσους κινδύνους, που διετρέξαμεν. Είμαι, επίσης, ευτυχής, διότι κατά την απελευθέρωσιν μας διεπιστώσαμεν ότι ή πατρίς μας έχει περίβλεπτον θέσιν εις την διεθνή εκτίμησιν. Και αυτοί ακόμη οι εχθροί μας μας εκτιμούν λόγω των κατορθωμάτων τού Ελληνικού στρατού. Επληροφορήθημεν ότι με μεγάλην συμπάθειαν παρηκαλούθησεν η ελληνική κοινωνία τας περιπέτειας μας και σας παρακαλώ να εκφράσητε την ευγνωμοσύνην μου προς αυτἠν. Δεν θα λησμονήσω ποτέ τας εξαιρετικός περιποιήσεις, των όποιων ετύχαμεν από τούς ελευθερωτάς μας Αμερικανούς και το μέγα ενδιαφέρον, το οποίον επέδειξαν οι Άγγλοι δι’ ημάς. Ήδη επανελθών δεν έχω παρά να ευχηθώ ολοψύχως να ευτυχήσει η Ελλάς και να ομονοήσουν οι Έλληνες.»

Συγγραφικό έργο

Το βιβλίο που έγραψε ο Μπακόπουλος:

  • «Η ομηρία των πέντε αντιστρατήγων. Η ζωή των. Στρατόπεδα συγκεντρώσεως» [28], Αθήνα, 1948,

περιλαμβάνει την εμπειρία του από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Η συγγραφή του ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του 1946, έτος κατά το οποίο άρχισε στην Ελλάδα η δεύτερη φάση του συμμοριοπολέμου, με την επίθεση των συμμοριών του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος στο Σταθμό της Ελληνικής Βασιλικής στο Λιτόχωρο Πιερίας και την σφαγή των Αξιωματικών και των οπλιτών της Χωροφυλακής και του Στρατού που βρίσκονταν σ' αυτόν. Εκείνη την κρίσιμη στιγμή για τη χώρα, το βιβλίο τελειώνει με ένα μήνυμα ενδεικτικό του χαρακτήρα και του ήθους του στρατηγού Μπακόπουλου: «Ήδη επανελθών δεν έχω παρά να ευχηθώ ολοψύχως να ευτυχήσει η Ελλάς και να ομονοήσουν οι Έλληνες» [29].

Ύστερα χρόνια

Σύμφωνα με την διήγηση της τότε οκτάχρονης κόρης του Μπακόπουλου, της Ντόρας Μπακοπούλου, το 1950 ο στρατηγός υπέστη σοβαρό ατύχημα για το οποίο υπήρξε ανάγκη να μεταφερθεί για νοσηλεία και επεμβάσεις στο εξωτερικό. Η οικογένεια Μπακόπουλου βρέθηκε στη Νέα Υόρκη όπου, σύμφωνα με την ίδια πηγή, η Ντόρα Μπακοπούλου άρχισε να διδάσκεται πιάνο από τον παγκοσμίου φήμης Έλληνα συνθέτη και διευθυντή ορχήστρας Δημήτριο Μητρόπουλο. Ο Μπακόπουλος έφερε την ιδιότητα του Ελευθεροτέκτονα [30] και ήταν μέλος της Στοάς «Σκενδρέμπεης».

Τιμητικές διακρίσεις

Για τις υπηρεσίες του προς την Ελλάδα ο στρατηγός Μπακόπουλος τιμήθηκε με:

  • Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Σωτήρος,
  • Ανώτατο Ταξιάρχη του Φοίνικος,
  • Μεγαλόσταυρο του Γεωργίου Α',
  • Χρυσούν Αριστείο Ανδρείας [31], τον Νοέμβριο του 1921,
  • Πολεμικό Σταυρό,
  • Μετάλλιο Πολεμικής Αξίας,
  • Μετάλλιο Εξαίρετων Πράξεων,
  • Γαλλικά και Σερβικά Μετάλλια Ανδρείας,
  • Διεθνές Αναμνηστικό Μετάλλιο Πολέμου και των πολέμων 1912-13.

Ένας δρόμος στο Ψυχικό Αττικής, όπου κατοικούσε εν ζωή με την οικογένεια του, φέρει το όνομά του.

Μνήμη Στρατηγού Μπακόπουλου

Το 1956, είχαν ήδη περάσει έξι χρόνια από το θάνατο του Μπακόπουλου, το Γενικό Επιτελείο Στρατού αναγνώρισε ότι το Τ.Σ.Α.Μ. «... προσέφερεν εις την Πατρίδα μέγα ηθικόν κέρδος» καθ' ον χρόνο ανθίστατο κατά των δυνάμεων του γερμανικού στρατού. Με το Νομοθετικό Διάταγμα 179/69 όπως προβλέπεται από τα άρθρα 2-4 «Εθνικαί Ανταρτικαί Ομάδες», «Εθνικαί Οργανώσεις Πληροφοριών και Δολιοφθοράς» καί «Εθνικαί Οργανώσεις Εσωτερικού» της περιόδου του Β' Παγκοσμίου Πολέμου οι οποίες αγωνίστηκαν κατά του εχθρού υπό την προϋπόθεση αφενός ότι είχαν αναγνωριστεί από το Συμμαχικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής και αφετέρου ότι τελούσαν σε επαφή τουλάχιστον με έναν από τους παρακάτω τρεις παράγοντες: ή με το Συμμαχικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής ή με την Ελληνική Κυβέρνηση του εξωτερικού, ή με την ευρισκόμενη στην Ελλάδα Στρατιωτική Ιεραρχία του Πολέμου 1940-41, «ήτοι αρχικώς των πέντε αντιστράτηγων και μετέπειτα του ενός παραμείναντος έξ αυτών», ο Μπακόπουλος και οι συνάδελφοι του καθώς και η οργάνωση «Στρατιωτική Ιεραρχία» αναγνωρίστηκαν για την αντιστασιακή τους δράση.

Πηγή

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Ψήφισμα Εφημερίδα «Εμπρός», 25 Φεβρουαρίου 1950, σελίδα 2η.]
  2. [«Ευτυχείς αρραβώνες Μαίρη Κωστή, «Σκόρπια Λόγια», εφημερίδα «Πρωινός Λόγος» Ιωαννίνων, Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014, σελίδα 6η.]
  3. [Η Αικατερίνη (Τιτίνα) Χρηστοβασίλη ήταν απόφοιτος της Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων, (Σπύρος Εργολάβος «Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων»), (Αναπολώντας τα παλιά, εφημερίδα «Πρωινός Λόγος» Ιωαννίνων, 7 Δεκεμβρίου 2013. σελίδα 8η).]
  4. [Εφημερίδα «Εμπρός», 9 Μαρτίου 1910, σελίδα 2η.]
  5. [Η αποδημία του Στόλου τον Απρίλιο του 1941 και η «δεύτερη πατρίδα» που αυτός βρήκε στην Αίγυπτο Περιοδικό Ναυτική Επιθεώρηση, τεύχος 586ο, 9ος-11ος/2013, σελίδα 68η κ.ε.]
  6. [Οι εξετάσεις των Ευέλπιδων Εφημερίδα «Εμπρός», 22 Νοεμβρίου 1909, σελίδα 2η.]
  7. [Δια να φιμωθούν οι ψευδολόγοι Εφημερίδα «Σκριπ», 1 Φεβρουαρίου 1930, σελίδα 1η.]
  8. [Η απόφασις του Στρατιωτικού Συμβουλίου Εφημερίδα «Εμπρός», 19 Μαρτίου 1927, σελίδα 1η.]
  9. [Την σύνθεση του Στρατοδικείου αποτελούσαν οι: Πρόεδρος ο υποστράτηγος Κωνσταντίνος Μπακόπουλος, τότε Φρούραρχος Αθηνών, κυβερνητικός επίτροπος ο αντισυνταγματάρχης του πυροβολικού Βαγενάς, αναπληρωματικός ο επιστρατευθείς εισαγγελεύς Πειραιώς Κωνσταντίνου. Τακτικά μέλη οι Συνταγματάρχες Πυροβολικού Σωκράτης Δημάρατος και Τότσιος, μηχανικού Δουγκάκης και σμήναρχος Αποστολόπουλος. Στις 28 Μαρτίου 1935 ο κυβερνητικός επίτροπος Βαγενάς ζήτησε τη θανατική καταδίκη 13 κατηγορουμένων, ενώ ο εισαγγελέας Κωνσταντίνου συνέστησε επιείκεια. Η απόφαση εκδόθηκε στις 1.45' το ξημέρωμα της 31ης Μαρτίου 1935. Μετά τη δίκη οι στρατοδίκες μετατέθηκαν από την Αθήνα, ο πρόεδρος του στρατοδικείου, Μπακόπουλος, αντικαταστάθηκε από τον Γεώργιο Τσολάκογλου και διορίσθηκε υπουργός γενικός διοικητής Κρήτης ενώ ο σμήναρχος Αποστολόπουλος τέθηκε σε εξάμηνη διαθεσιμότητα.]
  10. [Κυβέρνησις Κωνσταντίνου Δεμερτζή Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης]
  11. [Κυβέρνησις Κωνσταντίνου Δεμερτζή Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης]
  12. [Κυβέρνησις Ιωάννου Μεταξά Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης]
  13. [ΓΕΣ/ΔΙΣ, φάκελος 766/Β/1: Ανωτάτη Διεύθυνσις Αντιαεροπορικής Αμύνης, προς τα μέλη του Κεντρικού Συμβουλίου Ανωτέρας Διοικήσεως Αντιαεροπορικής Αμύνης, Αριθμός 4775, Αθήνα, 1938, σελίδες 1-2.]
  14. [ Με την ευκαιρία της επισκέψεως του Μπακόπουλου στα Ιωάννινα, ο τοπικός Τύπος δημοσίευσε σε συνέχεια παλαιότερες διαλέξεις του για την οικογενειακή αεράμυνα. Τα Ιωάννινα ήταν ο τόπος όπου εκλέγονταν βουλευτής και από τον οποίο κατάγονταν ο πεθερός του Μπακόπουλου, ο ποιητής Χρήστος Χρηστοβασίλης.]
  15. [Εφημερίδα «Μακεδονία», 8 Φεβρουαρίου 1939.]
  16. [Εφημερίδα «Μακεδονία», 12 Σεπτεμβρίου 1939.]
  17. [Περιοδικό «Η Νεολαία», τεύχος 38ο, 1η Ιουλίου 1939, σελίδα 1237η]
  18. [Ο Ραδιοεντοπιστής ή Radar, Radio Detection And Ranging, είναι συσκευή ακριβούς ανιχνεύσεως και εντοπισμού αεροπλάνων και υποβρυχίων, με τη βοήθεια ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων.]
  19. [Αριθμός Πρωτ. αποφάσεως 44 της 19ης Σεπτεμβρίου 1936]
  20. [Γεώργιος Τσολάκογλου, «Απομνημονεύματα», Αθήνα 1959, σελίδες 12η-13η.]
  21. [Άγγελος Σ. Βλάχος, «Μια φορά κι έναν καιρό ένας διπλωμάτης», τόμος Α', σελίδα 57η.]
  22. [Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Ε' Δημοτικού, έτος 1955.]
  23. [Έκθεση του Λίνκολν Μακβή, Αμερικανού πρεσβευτή στην Αθήνα, τον Οκτώβριο του 1945, στην οποία αναφέρει ότι εκτός από τον Ι.Δ.Ε.Α., τουλάχιστον τρεις οργανώσεις αξιωματικών δραστηριοποιούνταν εκείνη την εποχή στο εσωτερικό του Ελληνικού στρατού.]
  24. [Απηλευθερώθησαν οι Έλληνες στρατηγοί Εφημερίδα «Εμπρός», 9 Μαΐου 1945, σελίδα 2η.]
  25. [Οι κ. Παπάγος, Δέδες και Κοσμάς εις Νεάπολιν Εφημερίδα «Εμπρός», 12 Μαΐου 1945, σελίδα 2η.]
  26. [Η οδύσσεια των πέντε στρατηγών Εφημερίδα «Εμπρός», 15 Μαΐου 1945, σελίδα 1η & 3η.]
  27. [Η οδύσσεια των πέντε στρατηγών Εφημερίδα «Εμπρός», 15 Μαΐου 1945, σελίδα 3η.]
  28. [«Η ομηρία των πέντε αντιστρατήγων. Η ζωή των. Στρατόπεδα συγκεντρώσεως» Ολόκληρο το βιβλίο (pdf format), docdroid.net]
  29. [«Η ομηρία των πέντε αντιστρατήγων. Η ζωή των. Στρατόπεδα συγκεντρώσεως», Κωνσταντίνος Μπακόπουλος, Αθήνα, 1948, σελίδα 332η.]
  30. [Μπακόπουλος Κωνσταντίνος Μεγάλη Στοά της Ελλάδος]
  31. [Το Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας εις τους αξιωματικούς του Μετώπου Εφημερίδα «Εμπρός», 25 Νοεμβρίου 1921, σελίδα 2η.]