Ερνστ Γιούνγκερ

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Ερνστ Γιούνγκερ, [Ernst Jünger], Γερμανός εθνικιστής φιλόσοφος και συγγραφέας, ίσως ο μεγαλύτερος του 20ου αιώνα, μία από τις σημαντικότερες μορφές του ρεύματος που αποκλήθηκε «Συντηρητική Επανάσταση» [1], ένας από τους προδρόμους του μαγικού ρεαλισμού που συνεισέφερε την έννοια του Άναρχου Κυρίαρχου Ατόμου, ο φιλόσοφος που μίλησε πρώτος για την «..μυστικιστική εμπειρία του πολέμου», γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου 1895 στη Χαϊδελβέργη και πέθανε στις 17 Φεβρουαρίου 1998, σε ηλικία 102 ετών, στην πόλη Riedlingen στην Άνω Σουηβία της Γερμανίας.

Ήταν παντρεμένος από το 1925, με την Gretha von Jeinsen και είχαν αποκτήσει δύο γιους, τον Ernst, που γεννήθηκε το 1926 και σκοτώθηκε το 1944 , και τον Αλέξανδρο, που γεννήθηκε το 1934 σπούδασε γιατρός και αυτοκτόνησε το 1993, λίγα χρόνια πριν το θάνατο του πατέρα του. Η πρώτη του σύζυγος πέθανε το 1960 και το 1962, παντρεύτηκε με τη Liselotte Lohrer, η οποία πέθανε λίγα χρόνια πριν το δικό του τέλος.

Ernst Jünger

Βιογραφία

Κατάγονταν από μεσοαστική οικογένεια και ο πατέρας του σπούδασε χημικός μηχανικός, όμως αργότερα εργάστηκε ως φαρμακοποιός. Ο Ερνστ, που είχε έναν μικρότερο αδελφό τον Friedrich Georg Jünger, που γεννήθηκε το 1898 πέθανε το 1977 και διακρίθηκε ως ποιητής και δοκιμιογράφος, μεγάλωσε στο Αννόβερο, όπου παρακολούθησε το σχολείο από το 1901 έως το 1913 και ήταν μέλος του κινήματος Wandervögel. Το 1913, εγκατέλειψε το σχολείο και την οικογένεια του και υπηρέτησε, για σύντομο χρονικό διάστημα, στη Γαλλική Λεγεώνα των Ξένων στη Βόρεια Αφρική.

Στρατιωτική δράση

Στη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε τον Αυτοκρατορικό Γερμανικό Στρατό στο Δυτικό μέτωπο από τον Νοέμβριο του 1914 μέχρι τον Αύγουστο του 1918, τραυματίστηκε 14 φορές και για τη δράση του παρασημοφορήθηκε, την πρώτη εβδομάδα του Ιανουαρίου του 1917, με τον Σιδηρούν Σταυρό Α' Τάξεως, ενώ το Σεπτέμβριο του 1918 τιμήθηκε από τον Κάιζερ με το παράσημο «Pour Le Merite» ανεπίσημα γνωστό ως «Blue Max», την ανώτατη τιμητική διάκριση στο Γερμανικό Στρατό της εποχής του, κι έγινε ο νεώτερος κάτοχος του παρασήμου, ενώ ήταν τελευταίος επιζών που το κατείχε. Στο έργο του «Θύελλες από ατσάλι», [«In Stahlgewittern»], περιέγραψε, με συγκλονιστική ακρίβεια και με συγκλονιστικές λεπτομέρειες, τη μάχη του Σομ, [Somme], η οποία άρχισε την 1η Ιουλίου 1916, ως αντιπερισπασμός στη μάχη του Βερντέν. Η μάχη διήρκεσε έως το Νοέμβριο, με απώλειες που ξεπέρασαν το 1.300.000 στρατιώτες και πολίτες, από κάθε εμπλεκόμενη πλευρά. Υπηρέτησε στο στρατό της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης μέχρι την αποστράτευση του το 1923, όταν απολύθηκε από τη Reichswehr με το βαθμό του υπολοχαγού.

Μεσοπόλεμος & Εθνικιστικές απόψεις

Ernst Jünger

Στη συνέχεια σπούδασε θαλάσσια βιολογία, ζωολογία, βοτανική, και φιλοσοφία, και έγινε γνωστός εντομολόγος στη Γερμανία, όπου υπάρχει αφιερωμένο στη μνήμη του, το σημαντικό βραβείο «Ernst-Jünger-Preis für Entomologie». Την δεκαετία του 1920 άρχισε να αρθρογραφεί εφημερίδες, ενώ παράλληλα συνεχίζει να εκδίδει κείμενα όπως «Ο αγώνας ως εσωτερικό βίωμα» και «Φωτιά και αίμα» εκθέτοντας τις φιλοσοφικές και υπαρξιακές του θέσεις. Στη διάρκεια της ανεπιθύμητης Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, την οποία επέκρινε για την αστάθεια της και την αδυναμία της, δηλώνοντας ότι «...μισούσε τη δημοκρατία σαν την πανούκλα...», στηλίτευσε τις μιλιταριστικές πρακτικές γράφοντας κείμενα όπως το «Περί κινδύνου», που περιλήφθηκε στην συλλογική έκδοση «Φωνές από την Βαϊμάρη», του ελληνικού εκδοτικού οίκου «Ύψιλον». Παράλληλα, αρθρογραφούσε σε διάφορα εθνικιστικά έντυπα προπαγανδίζοντας την ανάγκη για έναν επαναστατικό και ριζοσπαστικό εθνικισμό. Εργάστηκε ως καθοδηγητής εθνικιστικών εντύπων, ενώ διατηρούσε επαφές με διάφορες ομάδες, όπως με την ένωση βετεράνων «Stahlhelm» και τους «Εθνικομπολσεβίκους» του [Ερνστ Νήκις|Ερνστ Νήκις]], [Ernst Niekisch]. Πριν τον πόλεμο δεν επέκρινε ποτέ το Εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς, αν και δεν προσχώρησε στο Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα, όπως και οι Φράυερ, Zόμπαρτ και Όσβαλντ Σπένγκλερ, αντίθετα με τους Μάρτιν Χάιντεγκερ και Καρλ Σμιτ, [Carl Schmitt], που προσχώρησαν για μικρό διάστημα.

Το 1927 εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο και, αν και του προτάθηκε από το Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα, αρνήθηκε να θέσει υποψηφιότητα για βουλευτής, καθώς και την πρόσκληση να ηγηθεί της Γερμανικής Ακαδημίας Λογοτεχνίας, [Die Deutsche Akademie der Dichtung]. Στις 22 οκρωβρίου 1932, στη βαυαρική εφημερίδα «Völkischer Beobachter», επίσημο όργανο του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, δημοσιεύθηκε άρθρο με τίτλο «Das endlose dialektische Gesprach», το οποίο τον κατηγορούσε για «φιλελεύθερες» απόψεις και πως δεν υπερασπίζονταν το φυλετικό δόγμα του αίματος και του εδάφους. Στις 14 Ιουνίου 1934, ζήτησε από την εφημερίδα «Völkischer Beobachter», επίσημο όργανο του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, να μη δημοσιεύσει κανένα από τα γραπτά του, ενώ αρνούνταν να συμμετάσχει σε ραδιοφωνικές εκπομπές. Γενικά ανήκε στους εθνικιστές συγγραφείς, που το όνομα τους δεν αναφέρθηκε σε δηλώσεις πίστεως στον Αδόλφο Χίτλερ.

Β' Παγκόσμιος πόλεμος

Αηδιασμένος με την πολιτική πραγματικότητα της εποχής του και απογοητευμένος με την έλευση της εθνικοσοσιαλιστικής περιόδου, λυτρώθηκε ψυχικά όταν επανεντάχθηκε στο Γερμανικό στρατό στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, Υπηρέτησε ως λοχαγός στην Wehrmacht, [Βέρμαχτ] κι είχε μετατεθεί στο Παρίσι την περίοδο 1941-44, με διοικητικά καθήκοντα στο γερμανικό επιτελείο στρατού. Μετά τη σφαγή των αντιστασιακών της Βρετάνης του ανατέθηκε να καταγράψει τα γεγονότα με «λογοτεχνικό» τρόπο, πράγμα το οποίο έκανε, όμως κατέστρεψε το πρωτότυπο κείμενο και μόνο ένα αντίγραφο βρέθηκε μεταπολεμικά και εκδόθηκε σε βιβλίο, ενώ αποτελεί μέρος από το σενάριο της ταινίας «Η θάλασσα του πρωινού» του Φόλκερ Σλέντορφ. Ο Γιούνγκερ απολύθηκε από το Γερμανικό στρατό το 1944, μετά την αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας κατά του Αδόλφου Χίτλερ, στην οποία, σύμφωνα με τη φημολογία, είχε κάποια συμμετοχή.

Μεταπολεμική δραστηριότητα

Μετά τον πόλεμο αντιμετωπίστηκε με καχυποψία λόγω του εθνικιστικού του παρελθόντος και έζησε απομονωμένος στο Wilflingen της Νοτίου Γερμανίας, ενώ για τέσσερα χρόνια του απαγορεύτηκε να δημοσιεύει από τις Βρετανικές Δυνάμεις Κατοχής. Αντιμετώπισε επίσης, την εχθρότητα των Γερμανών διανοουμένων λόγω της εθνικιστικής του σκέψεως και δράσεως, καθώς θεωρήθηκε αντιδραστικός και μιλιταριστής, όπως οι Pino Rauti, που ήταν προσωπικός του φίλος, Τζουζέπε Πρετζολίνι, Gottfried Benn, Pierre Drieu La Rochelle, Ρομπέρ Μπραζιγιάκ, Λουί Φερντινάντ Σελίν, Μορίς Μπαρντές, Πωλ ντε Μαν, Έζρα Πάουντ, Giovanni Gentile, Wyndham Lewis, Κνουτ Χάμσουν, Όσβαλντ Σπένγκλερ και ο Martin Heidegger.

Το έργο του «Η Ειρήνη» [γερμανικός τίτλος «Der Friede»], το οποίο έγραψε το 1943 και δημοσιεύτηκε στο εξωτερικό το 1947, σήμανε και το τέλος της εμπλοκής του στην πολιτική, ενώ τη δεκαετία του 1950, αποκαταστάθηκε η φήμη του και έγινε αποδεκτός από τη Γερμανική και την παγκόσμια λογοτεχνική κοινότητα. Παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του αμφιλεγόμενη προσωπικότητα στα μάτια της μαρξιστικής αριστεράς, τόσο για το εθνικιστικό του παρελθόν όσο και για το καθοριστικό ρόλο που διαδραμάτισε στη συνέχεια ως συντηρητικός φιλόσοφος και φυσιογνωμία. Ήταν στενός φίλος με τον Μάρτιν Χάιντεγκερ και απέσπασε το θαυμασμό του Julius Evola ο οποίος το 1960, δημοσίευσε το βιβλίο με τίτλο «L'Operaio nel Pensiero di Ernst Juenger», αφιερωμένο στον Γιούνγκερ. Ένα χρόνο πριν το θάνατο του, ο Γιούνγκερ ασπάστηκε τον Καθολικισμό και συμμετείχε στα Εκκλησιαστικά μυστήρια. Παρά τη διαμάχη και τις φιλονικίες που υπήρχαν γύρω από τη ζωή του, ποτέ δεν μετάνοιωσε για τις ενέργειες και τη δράση του, ούτε ανακάλεσε κάτι απ' όσα έγραψε.

Διακρίσεις

Φωτογραφία πολέμου

Το 1981 τιμήθηκε με το Βραβείο Mondial Cino Del Duca και το 1982 με το βραβείο Goethe της πόλεως της Φραγκφούρτης, ενώ το 1983, έγινε ένας από τους μόλις τέσσερις Γερμανούς συγγραφείς, οι άλλοι τρεις είναι ο Γκαίτε, Klopstock, και Wieland, που έζησαν για να δουν δύο εκδόσεις των Απάντων του που δημοσιεύθηκαν. Τον Μάρτιο του 1995, όταν συμπληρώθηκαν τα 100 χρόνια του Jünger, στην κατοικία του τον επισκέφθηκαν ο καγκελάριος Helmut Kohl και ο πρόεδρος της Γερμανίας Roman Herzog. Την επομένη του θανάτου του, όλες οι γερμανικές εφημερίδες κυκλοφόρησαν με αυτόν ως κύριο τίτλο, ενώ ο πρόεδρος της Γερμανίας δήλωσε ότι, «...θρηνούμε τον θάνατο ενός μοναδικού μάρτυρος της εποχής μας..».

Η προτομή του, όπως κι αυτές των Ζαν Κοκτώ, Έζρα Πάουντ και Λουί Φερντινάντ Σελίν, είναι έργο του Άρνο Μπρέκερ, του εθνικοσοσιαλιστή γλύπτη και αρχιτέκτονα, προσωπικού φίλου του Αδόλφου Χίτλερ. Σε έκθεση τεκμηρίων και αντικειμένων για τον 1ο Παγκόσμιο πόλεμο που έγινε στο Μάρμπαχ της Γερμανίας, παρουσιάστηκαν φωτογραφίες που είχαν ληφθεί από τον Γιούνγκερ καθώς και το τρυπημένο από σφαίρα ατσάλινο κράνος, το οποίο φορούσε στη διάρκεια του πολέμου.

Εργογραφία

Διατέλεσε εκδότης και διευθυντής του περιοδικού «Ανταίος», στο οποίο συνεργάστηκε και δημοσίευσε άρθρα και κείμενα, ο Ρουμάνος εθνικιστής και πανεπιστημιακός καθηγητής Μίρτσεα Ελιάντε. Ο Γιούνγκερ στο έργο του χαιρετίζει το μύθο και τη μαγεία ως τα κυρίαρχα σημάδια του 20ου αιώνα σε σχέση με τον προηγούμενο γράφοντας, «...Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του πνεύματος του 20ου αιώνα είναι η ανικανότητά του να δει αυτό που ενώνει τη ratio με τα άδυτα. Μέσα στην υπεροψία του, φανταζόταν ότι η εξέλιξη προχωρούσε σε μια γραμμή που είχε χαράξει, σε ένα αρμονικό περιβάλλον προσεκτικά οριοθετημένο, που δημιούργησε και έλεγχε και που ονόμαζε Συνείδηση. Υπό αυτές τις συνθήκες, ένα ξύπνημα ήταν αναπόφευκτο. Συνέβη την ίδια στιγμή που οι ρίζες του ορθολογισμού άγγιξαν το λίκνο του μύθου. Αυτό φαίνεται στις λέξεις, στη σκέψη, ακόμα και στις επιστήμες: όλα έγιναν πιο δυνατά από το μέτρο και τη μετριοφροσύνη του ανθρώπου. Τότε, ύστερα από τρομερές μονομαχίες, μυθικές μορφές βάδισαν κατά των ορθολογικών μορφών, και στη λάμψη των πυρκαγιών εμφανίστηκαν κόσμοι ονείρου και νυχτερινής μαγείας..». Είχε εξιδανικεύσει τον πόλεμο ως «μύχιο βίωμα». [inneres Erlebnis], κάτι που έδωσε την αφορμή στον Καρλ Σμιτ, να θεωρήσει τον πόλεμο ως προϋπόθεση και εκπλήρωση του πολιτικού, που οριζόταν ως τόπος αντιπαράθεσης μεταξύ του φίλου, [Freund], και του εχθρού, [Feind], ενώ θεωρούσε ότι ο σύγχρονος κόσμος, «...παραπαίει σαν μεθυσμένος Καραμαζώφ μες στο σκοτάδι της πλανητικής τεχνολογίας που είχε πρoφητέψει ο Νίτσε...»

Έγινε στόχος της κριτικής του Julius Evola, που τον κατηγόρησε για μεταστροφή στο φιλελευθερισμό και απομάκρυνση από τις επαναστατικές του ιδέες και στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο του «The Path of Cinnabar» γράφει, «...από την άλλη πλευρά, όλα αυτά τα χρόνια ο Jünger έχει αποστασιοποιηθεί από όσα είχα εισάγει με το βιβλίο μου στο ιταλικό κοινό, και έχει εγκαταλείψει τις αρχικές του απόψεις. Ενώ τα πλέον πρόσφατα γραπτά του Jünger συνέβαλαν σημαντικά στην φήμη του ως συγγραφέα και ανθρώπου των γραμμάτων, αυτό σε πνευματικό επίπεδο αντανακλά ένα ολίσθημα...» [2].

Επιλεγμένα έργα

Το πολεμικό κράνος του Γιούνγκερ

Έγραψε και δημοσίευσε περισσότερα από 50 βιβλία. Μεταξύ τους περιλαμβάνονται τα έργα,

  • «Θύελλες από ατσάλι», [«In Stahlgewittern»], το 1920, στο οποίο περιγράφει τις εμπειρίες του από τον πόλεμο και στην ουσία, αποτελεί το ημερολόγιό του και εξυμνεί τη βία του πολέμου και την ουσία της συγκρούσεως σε εθνικό επίπεδο. Το έργο αυτό, τον κατέστησε αμέσως στο κέντρο ενδιαφέροντος της γερμανικής λογοτεχνίας.

Διηγούμενος στις σελίδες του βιβλίου, τι τον ενέπνευσε ως νεαρό εθελοντή μαζί με τους άλλους εθελοντές στο ξεκίνημα εκείνου του πολέμου, γράφει «...Eγκαταλείψαμε τις αίθουσες διαλέξεων, τα σχολικά θρανία και τον πάγκο της δουλειάς μέσα σε λίγες εβδομάδες εκπαίδευσης και γίναμε όλοι ένα σώμα, τρανό κι ενθουσιασμένο. Είχαμε ανδρωθεί σ’ ένα κλίμα ασφάλειας και στα στήθη μας φώλιαζε ο πόθος για το ασύνηθο, για τον μεγάλο κίνδυνο. Τότε, μας μάγεψε ο πόλεμος όπως το μεθύσι. Πορευτήκαμε σε μια βροχή από άνθη, μεθυσμένοι από τα τριαντάφυλλα και το αίμα. Άλλωστε ο πόλεμος έπρεπε να μας φέρει κάτι μεγάλο, ισχυρό, πανηγυρικό. Mας φάνηκε ως ένα ανδρικό κατόρθωμα, μια εύθυμη μάχη τυφεκιοφόρων σ’ ανθισμένα λιβάδια ποτισμένα μ’ αίμα. Δεν υπάρχει πιο ωραίος θάνατος σ’ αυτόν τον κόσμο… Ω! αρκεί μονάχα να μην παραμείνουμε στο σπίτι, φθάνει μόνο να μπορέσουμε να συμμετέχουμε….».

  • «Ο αγώνας ως εσωτερικό βίωμα», το 1922,
  • «Φωτιά και αίμα», «Feuer und Blut», το 1926,
  • «Der Arbeiter», το 1932, στο οποίο αναλύει τις απόψεις του για μια πλήρως κινητοποιημένη κοινωνία που θα καθοδηγείται από πολεμιστές-εργάτες-διανοούμενους,
  • «Φωνές από τη Βαϊμάρη»,
  • «Στρογγυλή Τράπεζα»,

Στο έργο του αναφέρεται ότι, «…Σε μιαν εποχή που πασχίζει να μιλάει μόνο για την μάζα, η σωτηρία μας είναι ότι κάποια πρόσωπα συνεχίζουν ακατανίκητα σαν οχυρά. Τίποτα δεν μπορεί να πετύχει εναντίον τους..».

  • «Το τελευταίο συναισθηματικό ταξίδι», το 1936.

Το έργο περιλαμβάνει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, που προέρχονται από την εμπειρία του στη Λεγεώνα των ξένων. Το βιβλίο κυκλοφόρησε στα Ελληνικά με τον τίτλο «Παιχνίδια της Αφρικής», από τις εκδόσεις «Νεφέλη».

  • «Στον Τοίχο του Χρόνου».

Στο βιβλίο εκφράζει τη μετάβαση από τον μύθο στην ιστορία, και τη στιγμή στην οποία η μυθική συνείδηση αντικαταστάθηκε από την ιστορική, ενώ το κλειδί σε αυτή τη μετάβαση, κατά τον Γιούνγκερ, το παρέχει ο Ηρόδοτος, μέσω του οποίου ο άνθρωπος «...περνάει μέσα από μια χώρα φωτισμένη από τις ακτίνες της αυγής..».

  • «Treaty of rebel», στο οποίο περιγράφει τον επαναστάτη ως «..έναν ανεξάρτητο και ελεύθερο άνθρωπο, έναν άνθρωπο της δράσης, παρόμοιας ιδιοσυγκρασίας με αυτήν του καλλιτέχνη...»,
  • «Eumeswil», έργο στο οποίο αναφέρεται στη μορφή του Άναρχου, μια μεταϊστορική φιγούρα που αποτελεί την απάντηση του στο ζήτημα της επιβίωσης της ατομικής ελευθερίας σε ένα ολοκληρωτικό κόσμο και έχει το χαρακτήρα του Martin Venator.

Σύμφωνα με την ανάλυση του Αλαίν ντε Μπενουά «...Ενώ ο αναρχικός θέλει να καταργήσει την εξουσία, ο Άναρχος αρκείται στο να σπάσει όλους τους δεσμούς με αυτήν. Ο Άναρχος δεν είναι εχθρός των αρχών, αλλά δεν τις αναζητά, διότι δεν τις χρειάζεται, ώστε να γίνει αυτό που είναι.»

  • «Η Ειρήνη» [γερμανικός τίτλος «Der Friede»], το 1947,
  • «Ναρκωτικά και μέθη», το 2003, στο οποίο αποτυπώνει με δοκιμιακό τρόπο τις εμπειρίες που αποκόμισε από τον πειραματισμό του με τα ναρκωτικά [3].

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Το ρεύμα της «Συντηρητικής Επαναστάσεως» συγκρότησαν μια σειρά από Γερμανούς διανοούμενους, με κοινό σημείο το αντιδημοκρατικό τους πνεύμα, τα χρόνια λίγο πριν από την κατάρρευση της αστικής Δημοκρατίας, μεταξύ τους εκτός του Ερνστ Γιούνγκερ και οι Μάρτιν Χάϊντεγκερ,Γκέρχαρντ Χάουπτμαν, Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ, Γκόντφριντ Μπεν, Βίλχελμ Στάπελ, Όσβαλντ Σπέγκλερ, Καρλ Σμιτ, οι οποίοι δεν έκρυβαν την αντίθεση τους σε πρόσωπα, κοινωνικές τάξεις, σε κοινωνικές και πολιτικές ελίτ, ενώ έδειχναν φανερά την ιδεολογική σύμπλευση τους με τον εθνικοσοσιαλισμό]
  2. Jünger: from 'Conservative Revolutionary' to Sluggishly Liberal & Humanistic
  3. Στον ομφαλό του ονείρου Ένα περιπετειώδες ταξίδι υπό την επήρεια των ναρκωτικών ουσιών και του αλκοόλ από τον φαουστικό γερμανό συγγραφέα του 20ού αιώνα, εφημερίδα «Το Βήμα», 15 Φεβρουαρίου 2004