Πέτρος Αραπάκης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Πέτρος Αραπάκης Έλληνας ανώτατος αξιωματικός [αριθμός μητρώου: 728], του Πολεμικού Ναυτικού με τον βαθμό του Αντιναυάρχου (ε.α.) που διατέλεσε Διοικητής του Στόλου από το 1971 μέχρι το 1973 και στη συνέχεια υπήρξε Αρχηγός του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού από την 1η Ιουνίου 1973, διορισμένος από τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπαδόπουλο, καθώς και την καταστροφική, για την Ελλάδα και την Κύπρο, περίοδο της Τουρκικής εισβολής στην Μεγαλόνησο, γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1923 στην Καλλιθέα Αττικής και πέθανε [1] στις 24 Απριλίου 2007 στην Αθήνα.

Ήταν παντρεμένος και από το γάμο του έγινε πατέρας δύο παιδιών.

Πέτρος Αραπάκης
Συνοπτικές πληροφορίες
Γέννηση: 11 Ιανουαρίου 1923
Τόπος: Καλλιθέα, Αττική (Ελλάδα)
Θάνατος: 24 Απριλίου 2007
Τόπος: Αθήνα (Ελλάδα)
Υπηκοότητα: Ελληνική
Ασχολία: Αξιωματικός Π.Ν. (Ναύαρχος ε.α.)
Επίτιμος αρχηγός Πολ. Ναυτικού

Βιογραφία

Οι Αραπάκηδες ήταν μία από τις ισχυρότερες και πλέον ιστορικές οικογένειες με καταγωγή από το χωριό Χαριά της Μέσα Λακωνικής Μάνης, όπου σώζεται ως τις μέρες μας ο Πύργος Αραπάκη [2], η κατοικία και το πολεμικό οχυρό της οικογένειας. Προπάππος του Πέτρου ήταν ο ιατροχειρουργός και αγωνιστής του 1821 Ηλίας Αραπάκης και παππούς του ήταν ο Παναγιώτης Αραπάκης. Πατέρας του Πέτρου ήταν ο ιατρός γυναικολόγος Ιωάννης (Γιάγκος) Αραπάκης, πρώτος ιδιοκτήτης Γυναικολογικής κλινικής στην Καλλιθέα και μετέπειτα πρώτος Δήμαρχος του νεοσύστατου Δήμου Καλλιθέας Αττικής, ενώ μητέρα του ήταν η Ευτέρπη Αραπάκη. Ο Πέτρος που είχε δύο μεγαλύτερους αδελφούς, τον Παναγιώτη και τον Δημήτρη, έφερε το όνομα του θαλασσοπόρου Πέτρου Αραπάκη [3] [4], του συνονόματου θείου του και μικρότερου αδελφού του πατέρα του. Ο Πέτρος παρακολούθησε τα μαθήματα της Βασικής και της Μέσης εκπαιδεύσεως στη γενέτειρα του.

Στρατιωτική σταδιοδρομία

Ο Πέτρος Αραπάκης εισήλθε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων στις 20 Σεπτεμβρίου 1939 και ένα χρόνο αργότερα, ως Δευτεροετής Ναυτικός Δόκιμος, απήλθε σε επ' αόριστον άδεια στις 21 Απριλίου 1941, αμέσως μετά την κατάρρευση του Μετώπου και τη συνθηκολόγηση της Ελλάδος και λίγες μέρες πριν από τη είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα. Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου εγγράφηκε στη Σχολή Ηλεκτρολόγων Μηχανολόγων του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, όπως απέκτησαν το δικαίωμα οι σπουδαστές των Στρατιωτικών Σχολών ύστερα από απόφαση της κυβερνήσεως του εθνικιστή Στρατηγού Γεωργίου Τσολάκογλου, ο οποίος υλοποίησε σχετική εισήγηση του εθνικιστή Υπουργού Εθνικής Αμύνης Γεωργίου Μπάκου. Από τον Οκτώβριο του 1943 παρακολούθησε μαθήματα στη Σχολή Λιμενικών Δοκίμων Σημαιοφόρων και στις 4 Μαρτίου του 1944 διέφυγε από την κατεχόμενη Ελλάδα και κατέφυγε στο Χαλέπι στη Μέση Ανατολή για να καταλήξει στις 21 Αυγούστου του ίδιου χρόνου στην Στρατιωτική Ναυτική Διοίκηση στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Στην Αλεξάνδρεια ο Αραπάκης συμπλήρωσε την εκπαίδευση ως μάχιμος Σημαιοφόρος και υπηρέτησε στο ΑΠ Θεμιστοκλής, επί του οποίου έλαβε μέρος στις συμμαχικές επιχειρήσεις στη Μεσόγειο Θάλασσα περιλαμβανόμενης της αποβάσεως στη Νότια Γαλλία και στο Άγημα Εμβολής για την ανακατάληψη των πλοίων του Ναυτικού τα οποία είχαν καταληφθεί από τους κομμουνιστές στασιαστές του κινήματος της Μέσης Ανατολής.

Επέστρεψε στην Ελλάδα μετά την λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και στις 18 Αυγούστου του 1947 προήχθη στο βαθμό του Ανθυποπλοιάρχου, αναδρομικά από τις 3 Ιουνίου 1947, ενώ έλαβε μέρος στις Ναυτικές Επιχειρήσεις την περίοδο του συμμοριτοπολέμου. Επίσης μετείχε στις επιχειρήσεις απαγκιστρώσεως των δυνάμεων του Ε.Δ.Ε.Σ. [Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος] του Συνταγματάρχη Ναπολέοντος Ζέρβα. Προήχθη σε Υποπλοίαρχο στις 16 Μαΐου 1950, αναδρομικά από τις 19 Αυγούστου 1949, σε Πλωτάρχη στις 10 Αυγούστου 1954 και σε Αντιπλοίαρχο στις 8 Δεκεμβρίου 1959. Τον Απρίλιο του 1964 τοποθετήθηκε ως Ναυτικός Σύνδεσμος στην Κύπρο και ανέλαβε να μελετήσει τις ακτές και να οργανώσει την άμυνα της νήσου από θαλάσσης. Στις 24 Αυγούστου 1967, προήχθη, σε Πλοίαρχο με μεταγενέστερη πράξη, αναδρομικά από τις 24 Ιουλίου 1964, σε Αρχιπλοίαρχο στις 29 Ιουνίου 1970, αναδρομικά από τις 24 Ιουλίου 1968, σε Υποναύαρχο στις 29 Ιουνίου 1971 και σε Αντιναύαρχο στις 31 Μαΐου 1973. Ο Αραπάκης διατέλεσε αρχηγός του Στόλου από το 1971 μέχρι το 1973.

Αρχηγός Γ.Ε.Ν.

Ο Αραπάκης τοποθετήθηκε στη θέση του Αρχηγού Γ.Ε.Ν. [Γενικό Επιτελείο Ναυτικού] την 1η Ιουνίου 1973 από τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, ο οποίος ανετράπη, και μαζί του η κυβέρνηση του Σπύρου Μαρκεζίνη, τα μεσάνυχτα της 25ης Νοεμβρίου 1973 από κίνημα στρατιωτικών καθοδηγούμενων από τον Ταξίαρχο Δημήτριο Ιωαννίδη. Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας διορίστηκε ο Στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης και σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό τον Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο. Οι εκλογές που είχαν προκηρυχθεί για την 10η Φεβρουαρίου του 1974 ακυρώθηκαν και την ίδια ημέρα τοποθετήθηκαν στην ηγεσία των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων οι:

  • Αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων [Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων-ΑΕΔ και μετέπειτα ΓΕΕΘΑ] ο Αντιστράτηγος Γρηγόριος Μπονάνος,
  • Αρχηγός Γ.Ε.Σ. [Γενικό Επιτελείο Στρατού] ο Αντιστράτηγος Ανδρέας Γαλατσάνος,
  • Αρχηγός Γ.Ε.Α. [Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας] ο Αντιπτέραρχος Αλέξανδρος Παπανικολάου, ενώ
  • Αρχηγός Γ.Ε.Ν. [Γενικό Επιτελείο Ναυτικού] παρέμεινε ο Αντιναύαρχος Πέτρος Αραπάκης, όπως τον είχε τοποθετήσει, την 1η Ιουνίου 1973, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος.

Την 1η Ιουνίου 1974 ο Μπονάνος εξέδωσε άκρως απόρρητο έγγραφο με το οποίο εντέλλονταν οι αρχηγοί των επιτελείων όπως αποφεύγουν προκλήσεις κατά της Τουρκίας και στο οποίο σημειωνόταν ότι κάθε ενέργεια ή εκδήλωση κατά της Τουρκίας θα αναλαμβάνονταν μόνο μετά από διαταγή του ίδιου. Στις 2 Ιουλίου ο Μπονάνος πήρε μέρος σε σύσκεψη που έγινε στο Ελληνικό Πεντάγωνο στην Αθήνα, στην οποία πήραν μέρος και οι Ανδρέας Γαλατσάνος, Πέτρος Αραπάκης, ο Συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Καμπόκης, τότε Διοικητής Καταδρομών, καθώς και ο Δημήτριος Ιωαννίδης, όπου αποφασίστηκε η ανατροπή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ'. Στις 11 Ιουλίου ο Μπονάνος κάλεσε τον αρχηγό της Εθνοφρουράς στρατηγό Ντενίση να έρθει στην Αθήνα με σκοπό ή πρόσχημα να εκτιμήσουν την κατάσταση που δημιουργήθηκε μετά την από 2 Ιουλίου επιστολή του Αρχιεπισκόπου. Την Δευτέρα 15 Ιουλίου 1974 η Εθνική Φρουρά ανέτρεψε τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ' και στη θέση του τοποθετήθηκε ο βουλευτής Νίκος Σαμψών, ήρωας του Απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ και υποστηρικτής της ενώσεως Ελλάδος-Κύπρου. Στις 08.00 το πρωί εκείνης της μέρας ο Μπονάνος κάλεσε στο γραφείο του τους αρχηγούς των επιτελείων των τριών κλάδων και τους ανακοίνωσε ότι «...η Εθνοφρουρά ανέτρεψεν τον Μακάριον όστις μάλλον είχε φονευθεί».

Το πρωί της 21ης Ιουλίου ο Μπονάνος κάλεσε σε σύσκεψη στο γραφείο του τους αρχηγούς των τριών κλάδων και τους ανακοίνωσε ότι αποφασίσθηκε η κήρυξη πολέμου κατά της Τουρκίας. Την ώρα που η Τουρκική εισβολή στην Κύπρο ήταν σε εξέλιξη, το Πολεμικό Συμβούλιο, υπό την προεδρία του Στρατηγού και προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, Φαίδωνα Γκιζίκη, και τη συμμετοχή του πρωθυπουργού Αδαμάντιου Ανδρουτσόπουλου και του ταξίαρχου Δημήτριου Ιωαννίδη, διέταξε τους:

  • Αρχηγό Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγό Γρηγόριο Μπονάνο,
  • Αρχηγό Στρατού αντιστράτηγο Ανδρέα Γαλατσάνο,
  • Αρχηγό Ναυτικού αντιναύαρχο Πέτρο Αραπάκη και
  • Αρχηγό Αεροπορίας πτέραρχο Αλέξανδρο Παπανικολάου

να κηρύξουν Γενική Επιστράτευση και να προχωρήσουν στην άμεση ενίσχυση της Άμυνας της Κύπρου. Παράλληλα συμφωνήθηκε όπως:

  • α) μια Μοίρα Καταδρομών πλήρως εξοπλισμένη θα μεταφερόταν αεροπορικώς από τη Σούδα στη Λευκωσία,
  • β) τρία υπερσύγχρονα υποβρύχια θα έπλεαν στην Κύπρο σε μια προσπάθεια παρακωλύσεως της αποβάσεως των Τούρκων,
  • γ) το πλήρως εξοπλισμένο 573 Τάγμα Πεζικού με 550 Κύπριους εθελοντές θα μεταφερόταν με το επιταγμένο οχηματαγωγό πλοίο «Ρέθυμνο»,
  • δ) να εμπλακούν από αέρος τα 30 υπερσύγχρονα αεροπλάνα τύπου Fantom που μόλις είχαν παραληφθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.

Εισβολή στην Κύπρο

Στις 13.15 το μεσημέρι της 19ης Ιουλίου 1974 ο Αραπάκης διέταξε τα υποβρύχια «Τρίτων», «Γλαύκος» και «Νηρεύς» να πλεύσουν στον μεταξύ Κρήτης και Ρόδου θαλάσσιο χώρο [5]. Την 20η Ιουλίου 1974, την ώρα που ο Τουρκικός στόλος είχε ολοκληρώσει την προσέγγιση των ακτών της Κύπρου και οι δυνάμεις εισβολής κτυπούσαν τις θέσεις άμυνας του νησιού, ο Αραπάκης συναποφάσισε την κήρυξη επιστρατεύσεως και εφάρμοσε μερική επιστράτευση στο ναυτικό. Στο πολεμικό συμβούλιο της 21ης Ιουλίου ενώ ο στρατηγός Γρηγόριος Μπονάνος, τότε αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων, ανακοίνωσε απόφαση για κήρυξη πολέμου κατά της Τουρκίας, ο Αραπάκης υποστήριξε την άποψη πως δεν έπρεπε να κηρυχθεί πόλεμος γιατί θα ήταν καταστροφικός για το έθνος. Την 21η Ιουλίου στις 13.00' το μεσημέρι εκδόθηκε Διαταγή ανακλήσεως των υποβρυχίων ύστερα από εντολή του Αρχηγού Α.Ε.Δ. στρατηγού Γρηγόριου Μπονάνου λόγω των ανησυχιών του, όπως έλεγε, για την άμυνα του Αιγαίου από τυχόν επίθεση από βορρά ή ανατολή ή ταυτόχρονα και από τις δυο κατευθύνσεις. Επίσης, δεν ήθελε με την τυχόν επίθεση των υποβρυχίων να δώσει την αφορμή για μία πολεμική σύρραξη μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας [6].

Το απόγευμα της 21ης Ιουλίου ο Αραπάκης συμμετείχε σε σύσκεψη των αρχηγών, η οποία διεξήχθη παρουσία του Δημητρίου Ιωαννίδη, όπου αποφασίστηκε ότι θα ήταν μάταιη κάθε απόπειρα αποστολής βοήθειας στην Κύπρο. Το βράδυ της ίδιας μέρας ο Αραπάκης δέχθηκε στο γραφείο του τηλεφώνημα από τον Αμερικανό απεσταλμένο Τζόζεφ Σίσκο, ο οποίος είχε επιστρέψει στην Αθήνα από την Άγκυρα και -κατά τον Αραπάκη, μάταια αναζητούσε κάποιον Έλληνα υπεύθυνο για συνομιλίες. Το μεσημέρι της 22ας Ιουλίου, πάλι με πρωτοβουλία του αρχηγού του Ναυτικού και χωρίς ενημέρωση του ΑΕΔ δίδεται νέα εντολή να πλεύσουν τα υποβρύχια «Γλαύκος» και «Νηρεύς» προς την Κύπρο [7]. Ο Αραπάκης πήρε την πρωτοβουλία και προχώρησε στις διαπραγματεύσεις εξαπατώντας τον Αμερικανό αξιωματούχο τον οποίο διαβεβαίωσε ότι εκπροσωπούσε την Ελληνική κυβέρνηση, ενώ την ίδια ώρα ο Σίσκο βρισκόταν σε συνεχή επαφή με τον τότε υπουργό Εξωτερικών των Η.Π.Α. Χένρυ Κίσσιγκερ, με θέμα την κατάπαυση του πυρός στην Κύπρο. Στη διάρκεια των συζητήσεων επήλθε συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στην Κύπρο στις 16.00 το απόγευμα της 22ας Ιουλίου 1974, συμφωνία που εκμεταλλεύθηκαν οι Τούρκοι εκμεταλλεύθηκαν για να βελτιώσουν τις θέσεις τους στο Κυπριακό έδαφος. Το μεσημέρι της 23ης Ιουλίου δόθηκε εντολή οριστικής ανακλήσεως των υποβρυχίων από την Κύπρο λόγω της συμφωνίας για έναρξη διαπραγματεύσεων στη Γενεύη [8].

Πολιτειακή μεταβολή

Την ίδια ημέρα ο Αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων Μπονάνος και οι Αρχηγοί Στρατού Ανδρέας Γαλατσάνος, Ναυτικού Αραπάκης και Αεροπορίας Αλέξανδρος Παπανικολάου σε κοινή σύσκεψη, αφού εκτίμησαν και την έντονη ανησυχία των αξιωματικών που είχε αρχίσει να εκδηλώνεται φανερά πια μετά την ανακοίνωση της καταπαύσεως του πυρός στη Κύπρο, αποφάσισαν να προτείνουν στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Φαίδωνα Γκιζίκη να καλέσουν τους πολιτικούς και να τους παραδώσουν την εξουσία. Ο Αραπάκης υποστηρίζει ότι αυτός πρώτος κινήθηκε προκειμένου να επέλθει πολιτειακή αλλαγή και να παραδοθεί η εξουσία στους πολιτικούς και ο ίδιος διατηρούσε φιλική σχέση με τον Καραμανλή από τα χρόνια που ήταν ακόλουθος στην Ελληνική πρεσβεία στο Παρίσι, ενώ συνομιλούσε συχνά μαζί του μετά τον Νοέμβριο του 1973. Ο ναύαρχος Αραπάκης, όπως γράφει, πρωτοστάτησε για τη λύση Καραμανλή, διότι παρά τη βαθιά εκτίμηση που έτρεφε για τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, που ήταν ο αρχικά προταθείς για τη θέση του πρωθυπουργού, «η δυναμική και σοβαρή προσωπικότητα του Καραμανλή ήταν απαραίτητη» καθώς «Η κατάσταση ήταν ασταθής, εύθραυστη και επικίνδυνη. Χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια μέχρις ότου σταθεροποιηθεί και εδραιωθεί η μεταπολιτευτική κυβέρνηση». Ο Αραπάκης υποστηρίζει [9] ότι την 21η Ιουλίου 1974 σε συζήτηση των τεσσάρων, «εκμεταλλευόμενος την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, βρήκα ότι ήταν οι κατάλληλη ευκαιρία να ρίξω την ιδέα να προχωρήσουμε σε αλλαγή από την στρατιωτική στην πολιτική ηγεσία. Πρότεινα τότε να καλέσουμε τους πολιτικούς και να προχωρήσουμε στη μεταπολίτευση», διεκδικώντας για λογαριασμό του την ιδέα της πολιτειακής μεταβολής.

Μεταπολίτευση

Σύμφωνα με απόρρητη έκθεση που υπέβαλε ο Αραπάκης, στις 17 Απριλίου του 1975, ένα χρόνο μετά την αποκαλούμενη μεταπολίτευση, στον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή, το χρονικό σημείο δεν ευνοούσε απόπειρα ανατροπής του προέδρου της Κύπρου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Γράφει σχετικά ο Αραπάκης: «...εὗρον τήν εὐκαιρίαν νά εἲπω... ὃτι θά ἦτο προτιμότερον νά ἀποκατασταθῶσιν αἱ σχέσεις μας μετά τοῦ Μακαρίου ἀφ ' ἑνός ἐν ὂψει τῶν ἐγγυήσεων, τάς ὁποίας εἶχεν ἐξασφαλίσει οὗτος διά τήν ἀνεξαρτησίαν καί τήν ἐδαφικήν ἀκεραιότητα τῆς νήσου, καί ἀφ' ἑτέρου τοῦ κύρους πού ἀπελάμβανεν ὁ Μακάριος διεθνῶς ἀλλ ' ἒτι πλέον καί λόγῳ συμπαραστάσεως πρός αὐτόν τῶν ἀδεσμεύτων. Εἰδικώτερον διότι τόσον διά τοῦ κύρους του ὅσον καί διά τῆς ἐπιρροῆς τῶν ἀδεσμεύτων, θά ἠδύνατο νά ἐξασφαλίσῃ καί ἡ Ἑλλάς διεθνῶς ἐπί τῶν προβλημάτων της τήν μείζονα διεθνῆ ἀναγνώρισιν...». Ο Αραπάκης υποστηρίζει ότι αυτές τις σκέψεις του ανέλυσε και στον τότε Υπουργό Εσωτερικών Κωνσταντίνο Κυπραίο, της κυβερνήσεως του Αδαμάντιου Ανδρουτσόπουλου, στον τότε πρεσβευτή της στην Κύπρο Ευστάθιο Λαγάκο και στον Ταξίαρχο Δημήτριο Ιωαννίδη, ο οποίος τις αγνόησε και, στις 15 Ιουλίου 1974, διέταξε την ανατροπή του Μακαρίου. Ο Αραπάκης αναφέρει επίσης ότι η εντολή δόθηκε στους αξιωματικούς Γεωργίτση και Κομπόκη από τον στρατηγό Γρηγόριο Μπονάνο, στις 2 Ιουλίου, παρουσία του Ιωαννίδη. Κατά τον Αραπάκη, ο Ταξίαρχος Γεωργίτσης «ἐξεδήλωσεν δισταγμούς καί ἀμφιβολίας περί τῆς ἐπιτυχίας τοῦ ἐπιδιωκομένου ἐγχειρήματος», εξαιτίας ελλείψεως χρόνου προπαρασκευής και επαρκών δυνάμεων, όμως «...οἱ ἐντολεῖς ἐπέμενον διά τήν ἂμεσον ἐκτέλεσιν τῆς ἐπιχειρήσεως». Ο Αραπάκης αναφέρει ακόμη πως κλήθηκε και συμμετείχε στη σύσκεψη που έγινε στην Αθήνα στις 13 Ιουλίου 1974 προκειμένου να ληφθούν αποφάσεις, θεωρεί όμως ότι η σύσκεψη αποσκοπούσε, απλώς, στην παραπλάνηση του Μακαρίου, αλλά και στην απομάκρυνση του αντιστράτηγου Ντενίση, αρχηγού του Γ.Ε.Ε.Φ. [Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς], που υποστηρίζει ότι δεν ήταν σύμφωνος.

Ο Αντιναύαρχος Αραπάκης στην κατάθεση του ενώπιον της Εξεταστικής επιτροπής της Βουλής για τον Φάκελλο της Κύπρου, αναφέρει πως πληροφορήθηκε στις 17 Ιουλίου του 1974 από τον πρεσβευτή της Δυτικής Γερμανίας, σε μια δεξίωση που έδινε ο τελευταίος στην Πρεσβεία του, ότι δεν ξέρει «αν τα πράγματα θάναι καλά και αύριο», γιατί σημειώνονται στη Βουλγαρία εκτεταμένες κινήσεις στρατευμάτων. Την πληροφορία αυτή ο Αραπάκης την μεταβιβάζει στον Αρχηγό του Α.Ε.Δ., πράγμα που βεβαιώνει στην δική του κατάθεση του και ο Γρηγόριος Μπονάνος. Ο Φαίδων Γκιζίκης και οι άλλοι τρεις ανώτατοι αξιωματικοί, παρέμειναν στις θέσεις τους και με τον ίδιο τραγικό τρόπο χειρίσθηκαν και τη δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής. Σύμφωνα με τα έγγραφα που περιέχονται στο πόρισμα της Ελληνικής Βουλής για τον Φάκελλο της Κύπρου καλούσαν τον Καραμανλή να μην αντιδράσει στρατιωτικά, όπως και έγινε. Αν και οι Μπονάνος, Γκιζίκης, Παπανικολάου, Γαλατσάνος, αποστρατεύτηκαν [10] στις 19 Αυγούστου 1974 με βαθμό επί τιμή, απολαμβάνοντας τη σύνταξη και όλα τα προνόμια των συνταξιούχων στρατιωτικών, ως να εκτέλεσαν τα καθήκοντα τους με άριστο τρόπο [11] ο Παναγιώτης Αραπάκης υπέβαλε την παραίτηση του στις 3 Ιανουαρίου 1975 [12], η οποία έγινε δεκτή από την κυβέρνηση Καραμανλή, για προσωπικούς λόγους όπως ανακοινώθηκε [13], όμως παρέμεινε στη θέση του Αρχηγού του Ναυτικού μέχρι τις 8 Ιανουαρίου 1975, όταν παρέδωσε στον ναύαρχο Εγκολφόπουλο.

Τιμητικές διακρίσεις

Ο Αραπάκης τιμήθηκε με τα παράσημα και μετάλλια:

  • Χρυσός Σταυρός του Τάγματος του Φοίνικος,
  • Ταξιάρχης του Τάγματος του Φοίνικος,
  • Ταξιάρχης του Τάγματος του Γεωργίου,
  • Ανώτερος Ταξιάρχης του Τάγματος του Φοίνικος,
  • Στρατιωτικής Αξίας Γ', Β' και Α' Τάξεως,
  • Πολεμικός Σταυρός Γ' Τάξεως,
  • Σταυρός Αγώνα του Βασιλικού Ναυτικού,
  • Αναμνηστικό του Ελληνοϊταλογερμανικοό πολέμου 1940-41 και 1941-45,
  • Μετάλλιο Αγήματος Εμβολής Εξαίρετων Πράξεων.

Συγγραφικό έργο

Ο Πέτρος Αραπάκης έγραψε και δημοσίευσε το βιβλίο:

  • «Το Τέλος της Σιωπής», τον Ιούνιο του 2000, σελίδες 354, εκδόσεις «Νέα Σύνορα-Α.Α. Λιβάνη».

Μνήμη Πέτρου Αραπάκη

Ο τότε πρωθυπουργός Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος στο βιβλίο του «Η μαρτυρία ενός πρωθυπουργού» [14] αναφέρει ότι στη σύσκεψη που συγκλήθηκε το μεσημέρι της 21ης Ιουλίου 1974, στο γραφείο του Προέδρου και Στρατηγού Φαίδωνα Γκιζίκη στην οποία συμμετείχαν εκτός του ίδιου και οι Ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης, αρχηγός ΑΕΔ Αντιστράτηγος Γρηγόριος Μπονάνος, Αντιστράτηγος Ανδρέας Γαλατσάνος, αρχηγός ΓΕΣ, Αντιπτέραρχος Αλέξανδρος Παπανικολάου, αρχηγός ΓΕΑ, Αντιναύαρχος Πέτρος Αραπάκης, αρχηγός ΓΕΝ, αποφασίστηκε ομόφωνα η προσβολή της τουρκικής αποβατικής δυνάμεως από δύο υποβρύχια και σμήνος μαχητικών αεροσκαφών «Fantom». Επιπλέον υποστηρίζει ότι οι αρχηγοί των επιτελείων, δηλαδή οι Μπονάνος, Γαλατσάνος, Παπανικολάου και Αραπάκης δεν εξετέλεσαν τις εντολές του πολεμικού συμβουλίου και υπάκουσαν στις υποδείξεις των Αμερικανών και πως σε επαφή με τη C.I.A., μεθόδευσαν την πτώση του στρατιωτικού καθεστώτος και την επιβολή ως πρωθυπουργού του Κωνσταντίνου Καραμανλή.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. Αυτοί που φεύγουν-Αντιναύαρχος Πέτρος Αραπάκης. Επίτιμος Αρχηγός Ναυτικού. Περιοδικό «Ναυτική Επιθεώρησις», τεύχος 560ο/2009, σελίδα 153η.
  2. Πύργος Αραπάκη
  3. Πέτρος Αραπάκης: Ο Μανιάτης θαλασσοπόρος που έκανε τον γύρο του κόσμου με ένα 12μετρο σκάφος.
  4. Πέτρος Αραπάκης. Έλλην θαλασσοπόρος εκ Χαριάς της Μάνης
  5. [Επιτροπή της Ελληνικής Βουλής για τον Φάκελλο της Κύπρου, Κατάθεση Αραπάκη σελίδα 33η.]
  6. [Επιτροπή της Ελληνικής Βουλής για τον Φάκελλο της Κύπρου, Κατάθεση Αραπάκη σελίδα 51η.]
  7. [Επιτροπή της Ελληνικής Βουλής για τον Φάκελλο της Κύπρου, Κατάθεση Αραπάκη σελίδα 108η.]
  8. [Επιτροπή της Ελληνικής Βουλής για τον Φάκελλο της Κύπρου, Κατάθεση Αραπάκη σελίδα 109η.]
  9. [«Το τέλος της σιωπής», εκδόσεις «Λιβάνης», Αθήνα 2000, σελίδα 301η.]
  10. Απεστρατεύθησαν οι Μπονάνος, Γαλατσάνος και άλλοι οκτώ Στρατηγοί Εφημερίδα «Μακεδονία», 20 Αυγούστου 1974, σελίδα 1η.
  11. [Ο Φαίδων Γκιζίκης διατήρησε τη θέση του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας μέχρι τις 18 Δεκεμβρίου του 1974, ο Ανδρέας Γαλατσάνος παρέμεινε Αρχηγός ΓΕΣ μέχρι τις 19 Αυγούστου 1974 και ο Αλέξανδρος Παπανικολάου παρέμεινε Αρχηγός Αεροπορίας μέχρι τις 23 Ιανουαρίου του 1975.]
  12. Παρητήθη ο ναύαρχος Αραπάκης Εφημερίδα «Μακεδονία», Σάββατο 4 Ιανουαρίου 1975, σελίδα 1η.
  13. Η παραίτησις του κ. Αραπάκη έγινε δεκτή. Εφημερίδα «Μακεδονία», Κυριακή 5 Ιανουαρίου 1975, σελίδα 1η.
  14. «Η μαρτυρία ενός πρωθυπουργού», Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος, Αθήνα 1993.