Σπυρίδων Παπαλουκάς

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Σπύρος Παπαλουκάς, Έλληνας ζωγράφος και αγιογράφος, πρόδρομος της λεγόμενης «γενιάς του '30» και μία από τις κορυφαίες προσωπικότητες της ελληνικής τέχνης του 20ού αιώνα, γεννήθηκε το 1892 στη Δεσφίνα Παρνασσίδας στο νομό Φωκίδος και πέθανε στις 3 Ιουνίου 1957 στην Αθήνα. Η κηδεία του έγινε με δημόσια δαπάνη και τάφηκε στο Α' νεκροταφείο Αθηνών, σε τάφο που παραχώρησε ο Δήμος Αθηναίων.

Ήταν παντρεμένος από το 1927 με την Όλγα Eυαγγέλου, με καταγωγή από το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας και από το γάμο τους απέκτησαν μια κόρη, τη Μίνα.

Σπύρος Παπαλουκάς

Βιογραφία

Πατέρας του ήταν ο Xαράλαμπος Παπαλουκάς, ναυτικός σε καράβια στο Γαλαξίδι και μητέρα του η Aσημίνα Πυροβόλου. Είχε τέσσερα ακόμη αδέλφια, μεγαλύτερη από τα οποία ήταν η Ειρήνη, και σε ηλικία έξι ετών έμεινε ορφανός από τον πατέρα του. Παρακολούθησε τα μαθήματα της εγκύκλιας εκπαιδεύσεως στο Δημοτικό σχολείο της γενέτειρας του από το 1900 έως το 1906 και παράλληλα πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής κι αγιογραφίας από το μετέπειτα γαμπρό και συμπατριώτη του Νικόλαο Παπακωνσταντίνου. Το 1907 εγκαταστάθηκε στον Πειραιά κι εργάστηκε ως υπάλληλος σε χρωματοπωλείο, ενώ το 1908 πήρε το απολυτήριο του σχολαρχείου από την κωμόπολη του Χρυσσού. Αυτή την περίοδο αγιογράφησε το «Mεγάλο Aρχιερέα» και στη συνέχεια ολόκληρο το τέμπλο του ναού του Αγίου Δημητρίου της Δεσφίνας.

Εικαστική δράση

Ο Παπαλουκάς σπούδασε ζωγραφική από το 1909 έως το 1916, στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, και ήταν μαθητής των Γεωργίου Ροϊλού, Δημητρίου Γερανιώτη, Γεωργίου Ιακωβίδη, Στέφανου Λάντσα, Σπυρίδωνος Βικάτου και Παύλου Μαθιόπουλου. Στη διάρκεια των σπουδών του κατέκτησε έξι πρώτα βραβεία. Συνέχισε τις σπουδές του από το 1916 έως το 1921 στο Παρίσι, όπου συγκατοικούσε με το φίλο του και μετέπειτα συγγενή του Φώτη Κόντογλου, στην «Académie Julian» και στην «Académie de la Grande Chaumière» και συμμετείχε σε πολλές εκθέσεις ζωγραφικής, ενώ ανέλαβε τη διακόσμηση μιας επαύλεως στις Bερσαλλίες. Επέστρεψε στην Ελλάδα και το 1921 συμμετείχε στη Μικρασιατική Εκστρατεία ως πολεμικός ζωγράφος, ως ο ένας από τους επίσημους εικονογράφους της εκστρατείας, μαζί με τους Περικλή Bυζάντιο και Παύλο Pοδοκανάκη. Το Υπουργείο Στρατιάς της Μικράς Ασίας διοργάνωσε με τα έργα του, έκθεση στο Ζάππειο, την «Πρώτη Πολεμική Έκθεση της Στρατιάς της Mικράς Aσίας» η οποία απέσπασε εξαιρετικές κριτικές από τους Ζαχαρία Παπαντωνίου και Φώτο Πολίτη και αποφάσισε τη μεταφορά της εκθέσεως στη Σμύρνη. Στην οπισθοχώρηση του ελληνικού στρατού και την Μικρασιατική καταστροφή κάηκαν, στο τραίνο που τα μετέφερε, περισσότερα από πεντακόσια έργα του. Επιστρέφοντας από την Μικρά Ασία στην Ελλάδα, εγκαταστάθηκε στην Αίγινα. Μαζί με το Στρατή Δούκα, επισκέφθηκε το Νοέμβριο του 1923 έως το Νοέμβριο του 1924, το Άγιο Όρος, ζωγραφίζοντας το τοπίο, μελετώντας την βυζαντινή ζωγραφική και δημιουργώντας αντίγραφα από έργα εκκλησιαστικής τέχνης. Ένα μέρος αυτής της εργασίας του εκτέθηκε το 1924 στην Θεσσαλονίκη, σε αίθουσα του καφενείου του Λευκού Πύργου και τον ίδιο χρόνο, ταξίδεψε στην Λέσβο, όπου δημιούργησε μία σειρά από τοπιογραφίες.

Το 1925 διορίστηκε καθηγητής του ελεύθερου και διακοσμητικού σχεδίου στη Βιοτεχνική σχολή. Συμμετείχε σε πανελλήνιο διαγωνισμό που προκηρύχθηκε το 1927 για την εικονογράφηση του μητροπολιτικού ναού της Ευαγγελίστριας της Άμφισσας. Επικράτησε με ομόφωνη απόφαση των μελών της επιτροπής, που την αποτελούσαν ο Αναστάσιος Ορλάνδος, ο Δημήτριος Πικιώνης, ο Αριστοτέλης Ζάχος και ο Κωνσταντίνος Παρθένης και επιμελήθηκε την περίοδο από το 1927 έως 1932 την αγιογράφηση του τέμπλου στο ναό της Ευαγγελίστριας, της Μητροπόλεως της Άμφισσας. Το 1928, ο Άγγελος Σικελιανός τον προσκάλεσε να συμμετάσχει στην προετοιμασία των Δελφικών Εορτών μαζί με το φίλο και κουμπάρο του Δημήτρη Πικιώνη. Την περίοδο από το 1935 έως το 1937 συμμετείχε στην έκδοση του περιοδικού «Το 3ο Μάτι», ένα από τα καλλιτεχνικά περιοδικά που θεμελίωσαν θεωρητικά την ελληνική εκδοχή του μοντερνισμού μαζί με τους Δημήτριο Πικιώνη, στενό φίλο και νονό της κόρης του Μίνας, Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα και συνεργάτες τους συγγραφείς Στρατή Δούκα και Τάκη Παπατσώνη, το θεατρικό σκηνοθέτη Σωκράτη Καραντινό, το γλύπτη Μιχάλη Τόμπρο και το χαράκτη Άγγελο Θεοδωρόπουλο. Διετέλεσε το 1940, διευθυντής της Πινακοθήκης του Δήμου Αθηναίων, ενώ από το 1943 ως το 1951 δίδαξε ελεύθερο σχέδιο στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και το 1956 εκλέχθηκε καθηγητής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, στο εργαστήρι ζωγραφικής [1]. Σπουδαστές του ήταν οι ζωγράφοι Δημοσθένης Κοκκινίδης και Δημήτρης Μυταράς.

Μεταθανατίως

Οικογένεια Παπαλουκά

Η Μίνα Παπαλουκά, κόρη και κληρονόμος του, αναίρεσε πριν το θάνατό της, την αρχική της απόφαση με την οποία δώριζε τα έργα του πατέρα της στον Δήμο Αθηναίων και επέλεξε τον Βασίλη Θεοχαράκη, μαθητή του, γνωστό επιχειρηματία και εικαστικό. Τα έργα του φυλάσσονται στο «Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Βασίλη και Μαρίνας Θεοχαράκη», μαζί με όσα έργα είχε αποκτήσει ο ίδιος ο Θεοχαράκης τα τελευταία 30 χρόνια, συνολικά 260 έργα, πίνακες ζωγραφικής, σχέδια και εικόνες. Η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Φωκίδας και ο Δήμος Άμφισσας, την Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2008, έδωσαν το όνομα του κι έκαναν τα εγκαίνια της Δημοτικής Πινακοθήκης «Σπύρος Παπαλουκάς», ενώ ο Δήμος Αθηναίων Σπύρου Παπαλουκά, την πλατεία κοντά στο σπίτι του στη συνοικία Κυπριάδου στην περιοχή Άνω Πατησίων.

Εργογραφία

Συμμετείχε σε πολλές εκθέσεις στην Ελλάδα αλλά και στη Γαλλία, την Ολλανδία, το Βέλγιο, τη Γιουγκοσλαβία και αλλού. Βασικό θέμα στα έργα του ήταν το τοπίο. Τεχνική του η καθαρή συνθετική διεργασία, η λιτότητα, η αφαίρεση, ο συνθετικός περιορισμός όλων των εκφραστικών μέσων στα απολύτως απαραίτητα. Ενδιαφέρθηκε για κοσμικά θέματα όλων των κατηγοριών, καθώς και από τη μελέτη της βυζαντινής τέχνης που έκανε στο Άγιον Όρος. Στη ζωγραφική του διακρίνεται για μια προσωπική χρησιμοποίηση τύπων των μεταεμπρεσσιονιστικών ρευμάτων και ιδιαίτερα του Cezanne.

Έργα του είναι

  • «Βάρκες στο Σηκουάνα, 1918»,
  • «Αίγινα, 1923»,
  • «Ο ναός της Αφαίας, 1923»,
  • «Αρσανάς Μεγίστης Λαύρας, 1924»,
  • «Μονή Παντοκράτορος, 1925»,
  • «Μονή Καρακάλλου, 1924»,
  • «Αρσανάς Μονής Παντοκράτορος, 1935»,
  • «Καφενείο στη Μυτιλήνη, 1929»,
  • «Θάλασσα στην Πάρο, 1948»,
  • «Σπίτι στην Ύδρα, 1955»
  • «Τοπία από την Αίγινα»,
  • «Καμένο χωριό» το 1925,
  • «Χωριό της Λέσβου»,
  • «Σπίτια της Ύδρας» και άλλα.

Εμπνεύστηκε κι επηρεάστηκε από τον ελληνοκεντρισμό του Περικλή Γιαννόπουλου, όπως πριν απ' αυτόν, οι Κωστής Παλαμάς, Άγγελος Σικελιανός, Μιλτιάδης Μαλακάσης, Μυρτιώτισσα, Γεώργιος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Δημήτριος Πικιώνης, Άρης Κωνσταντινίδης, Γιάννης Τσαρούχης, Κώστας Φέρρης, Λίνος Καρζής και οι σύγχρονοι του Φώτης Κόντογλου, Γεράσιμος Στέρης, Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Αντώνιος Σώχος, Σίμων Καρράς και άλλοι.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. Παπαλουκάς Σπύρος Πινακοθήκη της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών