Μάχη του Κιλκίς (1944)

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Η Μάχη του Κιλκίς, σωστότερα η ανθρωποσφαγή που ακολούθησε τη μάχη από τις συμμορίες του κομμουνιστικού Ε.Α.Μ./Ε.Λ.Α.Σ. -την τέταρτη κατοχική δύναμη στην Ελλάδα- συνεπικουρούμενες από σλάβους ταξικούς συντρόφους τους η οποία απέδειξε την εγκληματική φύση του κομμουνισμού, έλαβε χώρα στις 4 Νοεμβρίου 1944 μεταξύ μεμονωμένων εθνικιστικών και αντικομμουνιστικών ομάδων Εθνικής αντιστάσεως και ομάδων των αποκαλούμενων από τους κομμουνιστές Ταγμάτων Ασφαλείας της Μακεδονίας -καθώς Τάγματα Ασφαλείας δεν έδρασαν οργανωμένα στη Βόρειο Ελλάδα, που βρίσκονταν σε άμυνα και εαμοσλαύων κομμουνιστοσυμμοριτών που επιτέθηκαν για να καταλάβουν την πόλη.

Η μάχη, που αν και οι αριστεροί υποστηρίζουν πως ήταν η τελευταία της Κατοχής στην πραγματικότητα ήταν η ξεκάθαρη και απτή απόδειξη των απώτερων επιδιώξεων του Κομμουνιστικού Κόμματος, διήρκεσε σχεδόν μια ολόκληρη ημέρα και έληξε αργά το απόγευμα με την πλήρη επικράτηση των κομμουνιστικών συμμοριών, την οποία ακολούθησαν μαζικές σφαγές και εκτελέσεις εθνικιστών πολιτών αλλά και ξεκλήρισμα ολόκληρων οικογενειών. Η Μάχη του Κιλκίς αναδείχθηκε στην φονικότερη ανθρωποσφαγή της κομμουνιστικής ανταρσίας της περιόδου 1943-1949 και μια από τις φονικότερες οργανωμένες και προαποφασισμένες σφαγές στην ιστορία των κάθε είδους μαχών της σύγχρονης Ευρώπης, ύστερα από εκείνη της ομαδικής δολοφονίας 20.000 Πολωνών αξιωματικών, από τους Ρώσους κομμουνιστές, στο δάσος του Κατύν.

Μνημείο νεκρών Μάχης του Κιλκίς (1944)
Συνοπτικές πληροφορίες
Ημερομηνία: 4 Νοεμβρίου 1944
Τόπος: Κιλκίς, Μακεδονία (Ελλάδα)
Νεκροί της Μάχης: 200
Δολοφονημένοι (άοπλοι): 7.142

Γενικό πλαίσιο

Στις 17 Σεπτεμβρίου του 1944 ομάδα εθνικιστών, όλοι τους μέλη και μαχητές της Π.Α.Ο. προερχόμενη από τη Θεσσαλονίκη κατευθύνονταν στη Δράμα. Έξω από το χωριό Δήμητρα, στην τότε επαρχία Νέας Ζίχνης, ανάμεσα στις δύο γέφυρες του ποταμού Αγγίτη έπεσε πάνω στη βουλγαρική φρουρά. Δίχως να προβάλουν αντίσταση οι εθνικιστές παρέδωσαν τα όπλα τους και ζήτησαν να αφεθούν ελεύθεροι, όμως το αίτημα τους δεν έγινε δεκτό και οι Βούλγαροι τους παρέδωσαν σε άνδρες των συμμοριών του κομμουνιστικού ΕΛΑΣ. Με πρωτοβουλία και ευθύνη του καπετάν Γιώργη, του αποκαλούμενου 21ου συντάγματος των συμμοριτών, μεταφέρθηκαν αρχικά στη Νέα Ζίχνη και από κει με στρατιωτικά οχήματα στις στρατιωτικές φυλακές των Σερρών. Περισσότεροι από 300 εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες από ομάδες πολιτοφυλάκων. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που παρέμειναν ζωντανοί και που μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας απελευθερώθηκαν [1].

Στις 14 Οκτωβρίου 1944 εγκαταλείπει την Αθήνα, φρικτά ηττημένος και ταπεινωμένος, και ο τελευταίος Γερμανός στρατιώτης. Τέσσερις ημέρες αργότερα, στις 18 Οκτωβρίου 1944, αποβιβάζεται στο Κερατσίνι από το θωρηκτό «ΑΒΕΡΩΦ» η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου που συγκροτήθηκε στο Κάϊρο. Σ' αυτήν συμμετείχαν και έξι (6) Υπουργοί του Ε.Α.Μ. Στο Κερατσίνι τους υποδέχθηκε ο Άγγλος Στρατηγός Σκόμπυ ο οποίος με την συμφωνία της Καζέρτας, στις 26 Σεπτεμβρίου 1944, είχε αναγνωρισθεί από όλες τις πολιτικές παρατάξεις ως ανώτατος Διοικητής όλων των ενόπλων αντιστασιακών και συμμαχικών δυνάμεων στην Ελλάδα. Τη συμφωνία προσυπέγραψαν οι Ναπολέοντας Ζέρβας, για λογαριασμό του ΕΔΕΣ, και Στέφανος Σαράφης εκ μέρους των συμμοριών του κομμουνιστικού ΕΛΑΣ. Οι συμμορίες του κομμουνιστικού ΕΛΑΣ δεσμευμένες με την συμφωνία της Καζέρτας δεν επιχείρησαν είσοδο στην Αθήνα, όμως εγκαταστάθηκαν στα περίχωρα των Αθηνών και στην Πάρνηθα. Στην υπόλοιπη Ελλάδα σε κάθε πόλη που απελευθέρωναν οι Γερμανοί ακολουθούσαν στο κατόπι τους οι κομμουνιστικές συμμορίες και εγκαθιστούσαν της ΕΑΜική εξουσία, δολοφονώντας και ασκώντας κάθε είδους βία όπου συναντούσαν αντίσταση. Το σκηνικό αυτό επαναλήφθηκε σε κάθε επαρχιακή πόλη από την οποία αποχωρούσαν τα Γερμανικά στρατεύματα κατοχής, με εξαίρεση την περιοχή της Ηπείρου, όπου ήταν εξαιρετικά ισχυρή η παρουσία των δυνάμεων του Ναπολέοντα Ζέρβα.

Παραβίαση Συμφωνίας Καζέρτας

Στη Συμφωνία της Καζέρτας είχε μείνει ασαφές τι επρόκειτο να γίνει με την Θεσσαλονίκη. Περιλαμβάνονταν μόνο μία φράση ότι «...βραδύτερον η Θράκη (συμπεριλαμβανομένης και της Θεσσαλονίκης) θα είναι υπό την διοίκηση ενός Αξιωματικού υποδειχθησομένου υπό της Ελληνικής Κυβερνήσεως». Οι Γερμανοί αποχώρησαν από την Θεσσαλονίκη την 30η Οκτωβρίου 1944. Με διαταγή του Στρατηγού Σκόμπυ κατέστη σαφές πως οι δυνάμεις του Ε.Λ.Α.Σ. δεν επιτρέπονταν να εισέλθουν στη Ζώνη μεταξύ των ποταμών Αξιού και Στρυμώνα, την εξουσία της οποίας θα ανελάμβανε προσωρινά η Ελληνική Χωροφυλακή έως ότου αφιχθούν στην περιοχή Βρετανικές Δυνάμεις, ενώ την πολιτική διοίκηση θα την ασκούσε, με την ιδιότητα του Γενικού Διοικητή, εκπρόσωπος της Ελληνικής Κυβερνήσεως, θέση στην οποία ορίσθηκε ο Γεώργιος Μόδης. Αγνοώντας τις εντολές της Ελληνικής Κυβερνήσεως η ομάδα των αποκαλούμενων Μεραρχιών Μακεδονίας [Ο.Μ.Μ.] του Ε.Λ.Α.Σ. (6η, 9η, 10η & 11η Μεραρχίες) με Διοικητή τον Στρατηγό Μπαρκιτζή και καπετάνιο τον Μάρκο Βαφειάδη επιτέθηκε στα Τάγματα Ασφαλείας, Π.Α.Ο., Τμήματα Τουρκόφωνων και Ποντίων στη Δυτική και Κεντρική Μακεδονία και τις εξουδετέρωσε. Στη συνέχεια η 10η και 11η Μεραρχίες κινήθηκαν πέραν του Αξιού προς την Θεσσαλονίκη. Ο Σκόμπυ ζήτησε από το Γενικό Στρατηγείο του Ε.Λ.Α.Σ. να διατάξει τις δύο Μεραρχίες να σταματήσουν την προέλαση τους, όμως παρά τη φαινομενική συμμόρφωση του Γενικού Στρατηγείου των συμμοριτών η ομάδα Μεραρχιών αγνόησε το Σαράφη και στις 30 Οκτωβρίου 1944 εισήλθε στη Θεσσαλονίκη όπου εγκατέστησε πολιτικές και στρατιωτικές αρχές του Ε.Α.Μ. και της πολιτοφυλακής Μακεδονίας, μετατρέποντας την πόλη «σε πρωτεύουσα της ΕΑΜοκρατίας» [2]. Λίγες μέρες μετά, όταν έφτασε στη Θεσσαλονίκη η 1η Ινδική Μεραρχία, τμήμα των Βρετανικών δυνάμεων, δεν αποτόλμησε να επιχειρήσει ανατροπή των ΕΑΜικής εξουσίας και κάνοντας την ανάγκη φιλότιμο στρατωνίστηκαν στο Μικρό και Μεγάλο Καραμπουρνού.

Η μάχη του Κιλκίς

Τι προηγήθηκε

Με τη Συμφωνία της Καζέρτας τα Τάγματα Ασφαλείας και οι ανεξάρτητες εθνικιστικές ομάδες της ολόκληρης της Ελλάδος χαρακτηρίστηκαν εχθρικός σχηματισμός, ενώ οι επικεφαλής και τα μέλη τους κλήθηκαν να παραδοθούν στην ΧΙ Μεραρχία του Ε.Λ.Α.Σ. (!) ο οποίος από κοινού με την Συμμαχική Στρατιωτική Αποστολή είχαν εγγυηθεί για την ασφάλειά τους σε περίπτωση παραδόσεως τους. Όταν τα γερμανικά στρατεύματα συμπτύχθηκαν, με σκοπό την αποχώρηση τους από την Ελλάδα, διάφορες εθνικιστικές αντικομμουνιστικές ομάδες εξέφρασαν την διάθεση και την επιθυμία τους αλλά και επιδίωξαν να παραδοθούν στις βρετανικές δυνάμεις. Όμως, καθώς ο κομμουνιστικός ΕΛΑΣ είχε αναγνωρισθεί και από την Ελληνική κυβέρνηση Εθνικής ενότητος -υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου- αλλά και από το συμμαχικό στρατηγείο Μέσης Ανατολής ως συμμαχικός στρατός, όλες οι δυνάμεις έπρεπε να παραδοθούν στις κομμουνιστικές συμμορίες που αποτελούσαν «κυβερνητική στρατιωτική δύναμη». Οι ηγέτες αυτών των ομάδων -με δεδομένες τις σφαγές στην Πελοπόννησο που ακολούθησαν την αποχώρηση των Γερμανών, δεν είχαν καμιά εμπιστοσύνη στις κομμουνιστικές και συμμαχικές διαβεβαιώσεις για την προστασία της ζωής και της τιμής τους. Στις 11 Οκτωβρίου του 1944 διαταγή από το Λονδίνο έφτασε στη δύναμη «133», δηλαδή στην κεντρική διοίκηση όλων των Βρετανών συνδέσμων που βρίσκονταν εκείνο τον καιρό σε Ελληνικό έδαφος, με την οποία ζητούσαν να διατάξει στον συμμορίτη Στέφανο Σαράφη να εντάξει στη δύναμή του την οργάνωση «Ελληνικός Εθνικός Στρατός» του Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου. Στις αρχές του τρίτου δεκαημέρου του Οκτωβρίου 1944 σχεδόν το σύνολο των πόλεων της Μακεδονίας είχαν ελευθερωθεί και οι Γερμανικές δυνάμεις κατοχής είχαν αποσυρθεί στην προσπάθεια τους να συμπτυχθούν συντεταγμένα προς την Κεντρική Ευρώπη. Στις ήδη ελεύθερες πόλεις εισέβαλλαν οι ορδές των Ελληνόφωνων και των Σλάβων συμμοριτών του κομμουνιστικού Ε.Λ.Α.Σ. βιάζοντας, λεηλατώντας και σφάζοντας κάθε πολίτη που δεν συμφωνούσε με τα σχέδια τους για την Ελλάδα μετά τον πόλεμο.

Οι εθνικιστές αποχωρούν από τη Θεσσαλονίκη

Πριν την αποχώρηση των Γερμανικών στρατευμάτων από τη Θεσσαλονίκη, οι εθνικιστικές και αντικομμουνιστικές ένοπλες ομάδες απαιτούσαν από τον Αθανάσιο Χρυσοχόου να παραμείνουν μέσα στην πόλη για να αποτρέψουν την διαφαινόμενη είσοδο των ΕΛΑΣιτών, όμως ο Χρυσοχόου [3] επέμεινε να απομακρυνθούν από τη Θεσσαλονίκη, προκειμένου να μην δοθεί αφορμή στις συμμορίες του Κομμουνιστικού Κόμματος να εισέλθουν στην πόλη -κάτι που τελικά δεν απετράπη. Οι ένοπλοι εθνικιστές αρχικά στρατοπέδευσαν στον Άγιο Αθανάσιο [4] στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, όμως μετά από διαπραγματεύσεις με τους Άγγλους και τους εκπρόσωπους της Ελληνικής Κυβερνήσεως πείστηκαν να αποχωρήσουν από την ευρύτερη περιοχή, στις 30 Οκτωβρίου 1944, και κατευθυνθήκαν στο Κιλκίς, περιμένοντας να παραδοθούν στους Άγγλους και την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητος.

Ο Κισά μπατζάκ υποστήριζε ότι «...οι μπολσεβίκοι υπήρξαν οι βασικοί σύμμαχοι του Κεμαλικού εθνικισμού, προμήθευαν τους κεμαλικούς με όπλα, χρήματα, και συμβούλους. Οι μπολσεβίκοι όχι μόνο δώσανε όπλα στον Κεμάλ για να χτυπήσει τους Έλληνες, αλλά απελευθέρωσαν όλους τους Τούρκους στρατιώτες που είχαν συλλάβει αιχμαλώτους όταν μπήκαν στην Τραπεζούντα», και κατέδιδαν στους Τούρκους του Πόντιους Αντάρτες,που προσπαθούσαν να αγοράσουν όπλα από την Ρωσία». Οι κομμουνιστές άλλωστε είχαν εκτελέσει τη γυναίκα και την κόρη του Κισά Μπατζάκ το 1943, ενώ σε μια τοπική σύγκρουση με τους κομμουνιστές συμμορίτες σκοτώθηκε και ο γιος του. Αναχωρώντας από τη Θεσσαλονίκη, υπό την πίεση του Χρυσοχόου, ξεκαθάρισε πως: «Εμείς είμαστε Έλληνες και πρέπει να σεβασθούμε τους νόμους και τις αποφάσεις τής Ελληνικής Κυβερνήσεως. Θα πάμε στο Κιλκίς για να είμαστε συγκεντρωμένοι όλοι σ’ ένα μέρος. Εκεί θα τεθούμε στην διάθεση τού Κράτους μας, γιά να μάς δικάσει, μιάς που μάς κατηγορούν ότι είμαστε προδότες».

Στρατιωτική αξία του Κιλκίς για τους συμμορίτες

Το Κιλκίς αποτελούσε κομβικό σημείο για τις κομμουνιστικές συμμορίες του Ε.Α.Μ./Ε.Λ.Α.Σ. λόγω της γειτνίασης του, καθώς βρίσκεται κοντά στα σύνορα, με χώρες συμμάχους μπολσεβίκους όπως ήταν η Βουλγαρία και η Γιουγκοσλαβία. Στην περιοχή ήταν γνωστό ότι το 13ο Σύνταγμα του Ε.Α.Μ./Ε.Λ.Α.Σ. και μεγάλη δύναμη του Ε.Λ.Α.Σ. από Τρίκαλα, Τύρναβο, Καρδίτσα και Λάρισα επρόκειτο να καταλάβουν την πόλη. Ήδη από τα τέλη του Οκτωβρίου 1944 υπήρχαν πληροφορίες ότι τα βράδια ένοπλες ομάδες συμμοριτών εισέρχονταν στην πόλη όπου τους φιλοξενούν στα σπίτια τους ντόπιοι κομμουνιστές αλλά και ιδεολογικά ουδέτεροι κάτοικοι υπό την απειλή για σφαγή των οικογενειών τους ή την καταγγελία τους ως δωσιλόγων, μια γνωστή προβοκατόρικη κατηγορία των συμμοριτών για όσους δεν συμφωνούσαν με τα σχέδια τους.

Εθνοκάθαρση Ποντίων από τους συμμορίτες

Στην περίοδο της Κατοχής της Ελλάδος από τις δυνάμεις του Άξονα στη Βόρεια Ελλάδα, οι συμμορίες του Ε.Α.Μ. και οι σλαβόφωνοι του ΣΝΟΦ επιδόθηκαν σε επιλεκτική εθνοκάθαρση των ποντιακών χωριών από πρόσφυγες που ήρθαν στη Μακεδονία μετά την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 και μετέβαλαν την πληθυσμιακή σύσταση της περιοχής. Η τακτική των εκκαθαρίσεων οδήγησε στο βουνό πολλούς πόντιους καπετάνιους με πρώτιστο στόχο και σκοπό την προστασία των χωριών τους. Εξοπλισμό προμηθεύτηκαν από τον υποχωρούντα Ελληνικό στρατό, όπως έκανε ο Κυριάκος Παπαδόπουλος που έφερε 1.500 όπλα στον Κούκο, ακόμα και από τους Γερμανούς. Στην περιοχή του Κιλκίς την ίδια περίοδο έδρασαν δύο οργανώσεις, οι συμμορίτες του ΕΛΑΣ [Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός], και ο Ε.Ε.Σ. [Ελληνικός Εθνικός Στρατός] μια αντιεαμική στρατιωτική οργάνωση, η οποία αντικατέστησε μια άλλη αντιστασιακή αλλά και συνάμα αντιεαμική οργάνωση, την Π.Α.Ο. [Πανελλήνια Απελευθερωτική Οργάνωσις], η οποία υπέστη σειρά πολλαπλών επιθέσεως από τις κομμουνιστικές συμμορίες και τελικά αυτοδιαλύθηκε. Ο τελευταίος Γερμανός εγκατέλειψε το Κιλκίς στις 27 Οκτωβρίου 1944.

Οι εθνικιστικές δυνάμεις στο Κιλκίς

Την άμυνα του Κιλκίς οργάνωσε ο Υπολοχαγός του Εθνικού στρατού Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος, με καταγωγή από το χωριό Μουριές του Κιλκίς. Σε βοήθεια του έσπευσαν δυνάμεις του Αντών Τσαούς (Αντώνης Φωστερίδης) αλλά και ο Πόντιος Καπετάν Λαζίκ με τους άνδρες του. Φτάνοντας στα πέριξ του Κιλκίς οι εθνικιστές επικεφαλής των διαφόρων ομάδων Εθνικής Αντιστάσεως στη Βόρεια Ελλάδα, όπως ο Αντώνης Δάγκουλας από τη Θεσσαλονίκη κι ο Κισά μπατζάκ από την Πιερία, διαφώνησαν για το σημείο οχυρώσεως τους, όμως ο Παπαδόπουλος συνδυάζοντας τις πληροφορίες που είχε για τις δυνάμεις τους Ε.Λ.Α.Σ. που κατέλαβαν άλλες πόλεις και την τύχη των αιχμαλώτων τους, έδωσε εντολή να ετοιμαστούν για αναχώρηση και να οχυρωθούν στα βουνά του Κιλκίς. Έβγαλε έναν πρόχειρο λόγο και είπε: «Έλληνες πατριώτες, τα βουνά μας έσωσαν στις μάχες με τους Γερμανούς, τα βουνά θα μας σώσουν και στις μάχες με τα κόκκινα σκυλιά, στρατός οργανωμένος και εξοπλισμένος αυτοί, αγρότες εμείς. Στο Κιλκίς δεν μπορούμε να οχυρωθούμε γιατί έχουν μπει ήδη μέσα περίπου 1000 δικοί τους και θα τρώμε σφαίρες από μπροστά και από πίσω. Στα βουνά λοιπόν αντάρτες να γίνουμε, μέχρι να έρθει η ώρα μας».

Τελικά επικράτησε η άποψη να εγκατασταθούν οργανωμένα μέσα στην πόλη του Κιλκίς, όπως ήταν η εντολή του Αθανασίου Χρυσοχόου, όπου είχαν ισχυρή παρουσία οι Πόντιοι αντικομμουνιστές οπλαρχηγοί. Ο Παπαδόπουλος, ο πιο σημαντικός αρχηγός ομάδας, διαφώνησε με την επιλογή της πόλεως ως σημείου άμυνας και πρότεινε την τοποθέτηση και οχύρωση των μαχητών στα γύρω βουνά, αποχώρησε μαζί με τους 1.500 άνδρες της ομάδος του και οχυρώθηκε στις Μουριές υποσχόμενος ότι θα βοηθούσε σε περίπτωση πολιορκίας. Στις 27 έφτασαν στην πόλη μαχητές του Κισά μπατζάκ, συνοδευόμενες από κάποιους μόνιμους αξιωματικούς του Ελληνικού στρατού με επικεφαλής τον Μέραρχο Σερεμέτη -καθώς και οι άνδρες του Αντώνη Δάγκουλα. Ο Κισά μπατζάκ, που εγκατέστησε το αρχηγείο του στο καπνεργοστάσιο του Γιώργου Σιδηρόπουλου στην είσοδο του Κιλκίς στην κεντρική Λεωφόρο της 21ης Ιουνίου, είχε προειδοποιήσει τον Νομάρχη Κιλκίς Δημοσθένη Αμπατζόπουλο ότι: «...αυτές οι διαταγές τού Κάιρου δεν θα εκτελεστούν ποτέ από τους κομμουνιστές. Οι κομμουνιστές θα κτυπήσουν και τον Παπανδρέου και τους Εγγλέζους».
Βέβαιοι ότι θα δέχονταν επίθεση από τις κομμουνιστικές συμμορίες και προσπαθώντας να προφυλαχθούν απ' όσα θα επακολουθούσαν οι ένοπλοι εθνικιστές οργάνωσαν την άμυνα τους σε τέσσερα κυρίως σημεία:

  • στο λόφο του Άη Γιώργη,
  • στο στρατόπεδο Ιππικού,
  • στο Νοσοκομείο,
  • στα Σφαγεία,
  • ενώ τα περιφερειακά σπίτια του Κιλκίς είχαν μετατραπεί σε πολυβολεία, δεύτερης πολεμικής γραμμής.

Αρκετές εθνικιστικές δυνάμεις εγκαταστάθηκαν στους Άνω, Μέσους και Κάτω Αποστόλους Κιλκίς όπου στις 31 Οκτωβρίου συγκρούστηκαν με μικρές δυνάμεις του ΕΛΑΣ που είχαν σπεύσει στην περιοχή. Παρά το πανηγυρικό κλίμα ο Κισά μπατζάκ δεν συμμερίστηκε τη χαρά των στρατιωτών του και καθώς διατηρούσε αμφιβολίες σχετικά με το πως θα εξελιχθεί το σχέδιο που είχε δεχθεί από το Κάϊρο, για παροχή αμνηστίας και ειρηνική αποστράτευση, έδωσε εντολή να πάψουν οι πανηγυρισμοί και να μην χαλαρώσει το πνεύμα της ετοιμότητας. «Καλύτερα να δακρύσουν χίλια μάτια για τον Κισά μπατζάκ, παρά να κλάψει ο Κισά μπατζάκ για τους άνδρες του» ανέφερε χαρακτηριστικά στην ομιλία του. Το απόγευμα της 30ης Οκτωβρίου, στρατοπέδευσε στο Κιλκίς και η «ΧΙ Μεραρχία του ΕΔΕΣ Κεντρικής Μακεδονίας» η οποία ενώθηκε με το 13ο Σύνταγμα του Ε.Δ.Ε.Σ. του Θεόφιλου Βαή, το οποίο είχε ήδη εγκαταστήσει το στρατηγείο του στη Μητρόπολη. Με το που έφτασαν τα νέα της αποχωρήσεως των Γερμανών και της εισόδου των Άγγλων στη Θεσσαλονίκη, οι άνδρες του Κισά μπατζάκ ξέσπασαν σε πανηγυρισμούς.

Πριν την Μάχη και τη Σφαγή

Επίγραμμα Μνημείου Μάχης Κιλκίς (1944)

Το απόγευμα της 31ης Οκτωβρίου του 1944 πραγματοποιήθηκε η είσοδος των εθνικιστικών δυνάμεων στο ήδη ελεύθερο -από τους Γερμανούς- Κιλκίς. Στην πόλη βρήκαν καταφύγιο, αποφασισμένοι να υπερασπιστούν τις ζωές τους ή να πεθάνουν σε περίπτωση επιθέσεως, εθνικιστές μαχητές, αντικομμουνιστές μέλη ομάδων Εθνικής αντιστάσεως από τις πόλεις της Μακεδονίας, τη Θεσσαλία και τη Θράκη, πολλοί απ' αυτούς είχαν μαζί τους το σύνολο των μελών των οικογενειών τους. Ο Αντισυνταγματάρχης Παντελής Καζαμίας [5] βρίσκονταν, ήδη, στο Κιλκίς, όπως κι ο Κισά μπατζάκ [6] [7] από τον Κούκο Κατερίνης, ο Θεόφιλος Βαής [8] από την Κατερίνη, μεμονωμένες ομάδες εθνικιστών από τα Γιαννιτσά, οι Αντώνης Δάγκουλας [9] και Γκαρίπης [10] από τη Θεσσαλονίκη και την περιοχή της, ένοπλοι του Ε.Α.Σ.Α.Δ. [11] από τη Θεσσαλία, ελάχιστοι εθνικιστές από τη Νότιο Ελλάδα που βρίσκονταν στη Θεσσαλονίκη, ενώ παρά τα θρυλούμενα ο Μιχάλαγας [12], με τους υπ’ αυτόν Τουρκόφωνους οπλαρχηγούς και τα σώματά τους, περίπου 2.500-3.000 άνδρες, παρέμειναν στα οχυρωμένα χωριά τους στην περιοχή Κοζάνης και δεν βρέθηκαν στο Κιλκίς. Μαζί με τους ενόπλους κατέκλυσαν την πόλη άμαχοι (άνδρες και γυναικόπαιδα ) από χωριά της περιοχής που χαρακτηρίζονταν «αντιδραστικά», δηλαδή χωριά που θεωρούνταν «εθνικιστικά», από τον ΕΛΑΣ κι ήταν στο στόχαστρο του, και οι κάτοικοι τους φοβούνταν επιθέσεις εναντίον τους. Σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, συγκεντρώθηκαν στην πόλη του Κιλκίς περίπου 10.000 ένοπλοι και γυναικόπαιδα, αγρότες και πρόσφυγες, ενώ οι συμμορίτες αντιπαρέτασσαν 10.000 οπλισμένους άνδρες του ΕΛΑΣ που ενισχύονταν από Βούλγαρους ολμιστές, παρτιζάνους του Ιωσήφ Τίτο, τις δυνάμεις του εφεδρικού ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ, έχοντας με τον τρόπο αυτό ξεκάθαρη υπεροχή.

Οι Άγγλοι διέταξαν τις ομάδες των ένοπλων εθνικιστών, που περίμεναν στο Κιλκίς να παραδοθούν στις Αγγλικές και συμμαχικές δυνάμεις, να παραδώσουν τον οπλισμό τους αλλά και να παραδοθούν οι ίδιοι στην ΧΙ Μεραρχία του ΕΛΑΣ, που ήταν «κυβερνητική στρατιωτική δύναμη», και είχε περικυκλώσει το Κιλκίς με 6.000 άνδρες έχοντας υποστήριξη από ένα σύνταγμα Βουλγάρων ολμιστών και με συνεχή ανεφοδιασμό από τους Παρτιζάνους Γιουγκοσλάβους του Ιωσήφ Τίτο. Ο Ε.Λ.Α.Σ. και η Συμμαχική Στρατιωτική Αποστολή εγγυήθηκαν για την ασφάλεια όλων και απαίτησαν την εκκένωση της πόλεως μετά την παράδοση του οπλισμού των Ελλήνων πατριωτών. Ο κομμουνιστικός Ε.Λ.Α.Σ., με επικεφαλής τον καπετάν Κικίτσα (Σαράντη Πρωτόπαπα) από την Κλεπα Ναυπακτίας, διοικητή της 10ης μεραρχίας, έχοντας ως τεκμήριο τις διαβεβαιώσεις του Ε.Δ.Ε.Σ. στη Θεσσαλονίκη, ότι «η μεταμόρφωση των διαφόρων Παπαδόπουλων εις τμήματα του ΕΔΕΣ δια της τοποθετήσεως των διακριτικών της Οργανώσεώς μας οφείλεται σε πρωτοβουλία δική του και μόνον», τους χαρακτηρίζει στις ανακοινώσεις του ως «ψευτοΕΔΕΣίτες» και κάλεσε τον νομάρχη Δημοσθένη Αμπατζόπουλο να διατάξει την απομάκρυνσή τους από την πόλη. Η απάντηση τού Κισά μπατζάκ ήταν: «Προτιμώμεν ν' αποθάνωμεν [...] με το όπλον ανά χείρας, πολεμούντες τον κομμουνισμόν, ο οποίος θέλει ν’ αφανίσει την Ελλάδα, παρά να παραδοθώμεν να μάς σφάξουν σαν αρνιά, αφού και με την θυσίαν ταύτην δεν πρόκειται να σωθεί η εθνική υπόθεσις. Ούτε εις την πρόσκλησιν τού Παπανδρέου μπορεί να υπακούσωμεν, διότι, όταν οι εαμοκομμουνισταί μάθουν ότι παραδώσαμε τα όπλα, θα 'ρθουν να μάς βρουν, όπου κι αν πάμε, και θα μάς σκοτώσουν με τα τσεκούρια».

Ο Αμπατζόπουλος, που είχε αναλάβει ρόλο διαμεσολαβητή, απάντησε πως μέσα στο Κιλκίς δεν βρίσκεται ο Παπαδόπουλος αλλά ένα Σύνταγμα ΕΔΕΣιτών μαζί με πολλά τμήματα του Κισά μπατζάκ τα οποία αρνούνται να εγκαταλείψουν την πόλη. Ανέφερε επίσης, πως με δική του πρωτοβουλία, διαλύθηκε το γερμανικό στρατόπεδο όπου κρατούνταν μέλη του Ε.Λ.Α.Σ., πως οι συμμαχικές σημαίες κυματίζουν στους δρόμους, ενώ παράλληλα πραγματοποίησε έκκληση για αποφυγή αλληλοσφαγής λέγοντας: «Δια ταύτα εκφράζομεν ομόθυμον θέλησιν του λαού του Κιλκίς και την ευχήν της Εκκλησίας, όπως με κάθε θυσίαν επέλθει μία συνεννόησις και αποφευχθεί πάσα νέα αιματοχυσία αυτήν μάλιστα την στιγμήν όπου άπασα η μητέρα Ελλάς ελευθερώθη και ουδαμού επί ελληνικού εδάφους υπάρχει ίχνος κατακτητού». Οι κομμουνιστές με το πρόσχημα ότι δέχθηκαν πυροβολισμούς, διέκοψαν τις διαπραγματεύσεις, και επιτέθηκαν στους εγκλωβισμένους, τα ξημερώματα της 4ης Νοεμβρίου.

Επίθεση & κατάληψη Κιλκίς

Στις 04:30' το πρωί του Σαββάτου, 4 Νοεμβρίου 1944, οι συμμορίες του ΕΛΑΣ, που τις προηγούμενες ημέρες είχαν κυκλώσει από παντού την πόλη του Κιλκίς, άρχισαν την επίθεση τους. ήδη από τις 05:00 το πρωί το πυροβολικό των συμμοριτών άρχισε να βάλλει κατά της οχυρής θέσεως του λόφου στον Άγιο Γεώργιο προξενώντας σοβαρά πλήγματα και στις 09:30 το πρωί εκείνης της μέρας οι συμμορίτες κατέλαβαν το λόφο, θέση στρατηγικής σημασίας για την άμυνα του Κιλκίς. Στη συνέχεια οι συμμορίτες εισέβαλλαν στην πόλη όπου ακολούθησαν σκληρές οδομαχίες με τεράστιες απώλειες. Τετρακόσιοι εθνικιστές μαχητές που αντιστέκονταν έγκλειστοι στο Δημοτικό Νοσοκομείο του Κιλκίς, εγκλωβισμένοι στο κτίριο και περικυκλωμένοι από τους συμμορίτες, συνειδητοποίησαν πως δεν είχαν ελπίδες και ύψωσαν λευκή σημαία. Παρά την εκδηλωμένη διάθεση τους οι αμυνόμενοι δέχτηκαν βολές από μπαζούκας που έριχναν ασταμάτητα. Όσοι εθνικιστές δεν σκοτώθηκαν εκεί αιχμαλωτίστηκαν εκείνη ή τις επόμενες ημέρες ενώ υπολογίζεται ότι στην επίθεση σκοτώθηκαν και 70 συμμορίτες, αριθμός που συνάγεται από το γεγονός πως η ΕΑΜική διοίκηση παρήγγειλε αντίστοιχα φέρετρα μετά τη μάχη. Μια προσπάθεια του αρχηγού του Ε.Ε.Σ Κώστα Παπαδόπουλου [13], που διαφώνησε με τους υπόλοιπους και δεν εισήλθε στο Κιλκίς, να ανακουφίσει με το τμήμα του τους πολιορκημένους προσβάλλοντας με το ιππικό του τα νώτα του Ε.Λ.Α.Σ δεν έφερε αποτέλεσμα και κατέληξε σε αποτυχία. Ο Κυριάκος Παπαδόπουλος, γνωστός ως Κισά μπατζάκ, επικεφαλής 800 περίπου ανδρών του, κατάφερε να απεγκλωβιστεί από την πόλη, όμως περικυκλώθηκε από την Ταξιαρχία Ιππικού του ΕΛΑΣ υπό τον Μπουκουβάλα, και εξοντώθηκαν όλοι. Στο ανακοινωθέν της ΧΙ Μεραρχίας των συμμοριών του ΕΛΑΣ όπως αυτό δημοσιεύθηκε σε εφημερίδες των Αθηνών, αναφέρεται ότι «τμήματα της εκύκλωσαν την πόλιν του Κιλκίς, όπου είχον συγκεντρωθεί 3.500 άνδρες των ταγμάτων ασφαλείας. Κατόπιν ολιγοημέρου μάχης, την 4ης τρέχοντος, τα τμήματα του ΕΛΑΣ εισήλθον εις την πόλιν και συνέλαβον 2.500 αιχμαλώτους, εξ ων 30 αξιωματικούς του στρατού και της χωροφυλακής. Εκ των ανδρών των ταγμάτων -συμφώνως προς το ανακοινωθέν- εφονεύθησαν πεντακόσιοι» [14].

Η μαζική σφαγή

Η μάχη του Κιλκίς θεωρείται ως η πλέον πολύνεκρη σύγκρουση ενόπλων, μαζί με τη σφαγή που επακολούθησε, κατά τη διάρκεια της κατοχικής περιόδου αλλά και ως το τέλος του συμμοριοπολέμου το 1949, εξαιρουμένων των μαχών σε Γράμμο και Βίτσι. Κατά τους υπολογισμούς κορυφαίου στελέχους των συμμοριτών στη Μάχη του Κιλκίς σκοτώθηκαν, συνολικά, 200 από τους εθνικιστές αμυνομένους ενώ συνελήφθησαν, εκείνη την ημέρα και την επόμενη, 2.190 άνδρες και γυναικόπαιδα [15], αριθμοί που με βεβαιότητα είναι ψευδείς καθώς άλλες πηγές αναφέρονται σε περίπου 7.000 αιχμαλώτους, αμάχους άνδρες, γυναίκες και μικρά παιδιά, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι προφανές ότι δολοφονήθηκαν πριν ανακοινωθεί ο τελικός αριθμός των νεκρών και των αιχμαλώτων καθώς οι εκτελεσθέντες ανήλθαν στους περίπου 2.100, μόνο μέσα στην πόλη του Κιλκίς, ενώ στον Προμαχώνα των Σερρών και στην Τριάδα, μεταφέρθηκαν και εκτελέστηκαν άλλοι περίπου 800 αιχμάλωτοι. Εκείνη την ημέρα και τις επόμενες, οι συμμορίτες άρχισαν να εισβάλουν στα σπίτια ψάχνοντας για κρυμμένους ενώ όποιος έπεφτε στα χέρια τους, οδηγούνταν στην κεντρική πλατεία κι ύστερα σε χώρους κρατήσεως διάσπαρτους μέσα στην πόλη, με κυριότερο αυτόν του κινηματογράφου. Περίπου 1.800 αιχμάλωτοι κρατήθηκαν, υπό άθλιες συνθήκες, στις τρεις καπναποθήκες του Κιλκίς -στις δύο του Σιδηρόπουλου και του Φιξ, ενώ πολλοί άλλοι μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως της Θεσσαλονίκης. Μεταξύ των αιχμαλώτων ήταν ο -ένας από τους τρείς- Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος και ο Δημήτριος Θεοχαρίδης [16] μετέπειτα βουλευτής με το «Λαϊκό Κόμμα» του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη. Επίσης, έχασαν τη ζωή τους περίπου 180 συμμορίτες, οι δυνάμεις των οποίων είχαν και περίπου 800 τραυματίες.

Την ίδια μέρα, αλλά και τις επόμενες, οι συμμορίτες επιδόθηκαν, αδιακρίτως, σε δολοφονίες αιχμαλώτων στις οποίες συμμετείχαν μέλη του Ε.Λ.Α.Σ. και άνδρες από την κομμουνιστική πολιτοφυλακή, ο επικεφαλής της οποίας στο Κιλκίς, γνωστός με το ψευδώνυμο «Βράχος», είχε χάσει το γιο του σε μάχη με τα Τάγματα Ασφαλείας. Σε μια προφανή προσπάθεια να συκοφαντήσουν τη μνήμη των δολοφονημένων και να αθωώσουν τους δολοφόνους, μεταξύ τους και γυναίκες, ο αριστερός ιστορικός Βλάσης Αγτζίδης, με καταγωγή το Κιλκίς, αναφέρει ότι πολλές γυναίκες δολοφόνησαν -ο Αγτζίδης χρησιμοποιεί τον αδόκιμο, για την περίσταση, όρο εκτέλεσαν- οι ίδιες τους βιαστές τους (!), που τους αναζήτησαν ανάμεσα στους αιχμαλώτους. Οι συμμορίτες δολοφόνησαν σχεδόν όλους τους Τουρκόφωνους Πόντιους αντικομμουνιστές, όλοι τους σκληροί κι ανυπότακτοι μαχητές, κι όσους είχαν καταγωγή από τα χωριά Κρύα Βρύση, Κούκος Πιερίας και τα Γιαννιτσά ενώ εκατοντάδες οδηγήθηκαν στο θάνατο -αφού πρώτα διαπομπεύθηκαν- με την ταμπέλα «Εθνοπροδότης» περασμένη στο κεφάλι τους. Οι δολοφονίες συνεχίστηκαν και κατά τη μεταφορά αιχμαλώτων στη Θεσσαλονίκη, όπως συνέβη με την ομαδική εκτέλεση κοντά στο Πεδινό.

Τα θύματα προέρχονταν στην πλειοψηφία τους από χωριά της περιφέρειας του Κιλκίς και της Θεσσαλονίκης, τα οποία την περίοδο της Κατοχής είχαν συμμετάσχει σε ένοπλες συγκρούσεις με κομμουνιστικές συμμορίες. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονταν ο Άγιος Πέτρος με 15 νεκρούς, οι Άνω και Κάτω Απόστολοι με 17, το Ανάβρυτα με 30, ο Επτάλοφος με 15, η Βάθη με 14, ο Άγιος Αθανάσιος με 36, το Άδεντρο με 16, η Φύσκια με 16, η Μεσιά με 15, η Τέρπυλλος με 24, ο Διπόταμος με 29, το Λαοδικηνό με 17, το Νέο Αγιονέρι με 85. Το ίδιο αμείλικτα αντιμετωπίστηκαν οι Πόντιοι των Σερρών και της Δράμας, στην πλειοψηφία τους Μπαφραλήδες, από τους οποίους 105 σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της μάχης ή εκτελέστηκαν τις επόμενες ημέρες. Βαριές ήταν επίσης οι απώλειες όσων ακολούθησαν τον Κισά Μπατζάκ: σε 60 περίπου ανήλθαν οι νεκροί από τον Κούκο, τον Τρίλοφο, την Παλαιοστάνη, τον Κορινό, την Κατερίνη, το Μοσχοπόταμο, τον Άνω Άγιο Ιωάννη, τη Βρωμερή, τη Λεπτοκαρυά, την Περίσιαση και τη Σεβαστή. Από τα άλλοτε ισχυρά προπύργια του Πούλου στον κάμπο των Γιαννιτσών, την Κρύα Βρύση και το Αγγελοχώρι και από χωριά της Ημαθίας και Πέλλας, είχαν σκοτωθεί ή εκτελεσθεί περίπου 38 άτομα. Είκοσι παιδιά οδηγήθηκαν σε παρακείμενο ρέμα και αφού τα ξεγύμνωσαν, αρχικά τους ακρωτηρίασαν -τους έκοψαν τα αυτιά, τις μύτες και τα δάχτυλα, στη συνέχεια έβαλαν στις πληγές τους αλάτι και τελικά τα έσφαξαν. Ύστερα απέκοψαν το κεφάλι και το τοποθέτησαν ανάμεσα στα πόδια με τα γεννητικά όργανα του καθενός στο στόμα. Ανάλογο τέλος είχαν και οι επικεφαλής των αποσπασμάτων της εθνοφυλακής από κάθε χωριό, όπως και τους βρήκε ο Ελληνικός στρατός λίγο καιρό μετά στους ομαδικούς τάφους, δηλαδή στα ρέματα της περιοχής.

Οι αιχμάλωτοι εκτελούνταν 300 κάθε μέρα από κάθε αποθήκη, και 100 από τον κινηματογράφο που ήταν λιγότεροι, περίπου 1000 την ημέρα δηλαδή. Οι εκτελέσεις γινόταν σπάνια με πυροβολισμό. Αξίνες, τσεκούρια, δρεπάνια, κονσερβοκούτια και ξυράφια είχαν την τιμητική τους. Μέσα σε λιγότερο από 10 ημέρες 7.342 αιχμάλωτοι πολέμου Έλληνες σφαγιάσθηκαν και τους πέταξαν σε 4 διαφορετικά ρέματα στα ανατολικά της πόλης του Κιλκίς. Πολλοί από τους νεκρούς δεν μπόρεσαν ποτέ να βρεθούν ή να αναγνωριστούν μιας και δεν είχαν κεφάλια ή αυτά ήταν πολτοποιημένα με βαριοπούλες. Όταν ο Ελληνικός στρατός έφτασε στο Παλαιό Αγιονέρι μια από τις γυναίκες συμμορίτισσες όρμησε έξω από το Δημοτικό σχολείο, κρατώντας το όπλο της, μπροστά σε μια διμοιρία Ελλήνων στρατιωτών. Νομίζοντας ότι πρόκειται για συμμορίτες φώναξε «Εδώ σύντροφοι, εδώ φυλάμε τους φασίστες που είναι για εκτέλεση». Μόλις διαπίστωσε πως φοράνε εθνόσημα έστρεψε το όπλο της για να πυροβολήσει τους στρατιώτες. Τότε με μια ριπή ο Λοχίας Πεζικού Νικόλαος Ευθυμίου της έκοψε το μισό κρανίο ενώ οι στρατιώτες όρμησαν στο κτίριο σε μια αίθουσα του οποίου κρατούνταν αιχμάλωτοι δεκάδες παιδιά και γυναίκες για εκτέλεση. Ο Ενωματάρχης Γεώργιος Π. υπηρετούσε στο Κιλκίς, όταν μετά το τέλος της μάχης συνελήφθη και κλείστηκε στον κινηματογράφο. Το 1948 κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη του στρατοπεδάρχη Κωνσταντίνου Δ. ή Καπετάν Φουρτούνα: «Κάθε βράδυ οι Ελασίται έπαιρναν από τους κρατουμένους εις τον Κινηματογράφον, τους ωδήγουν έξω του Κινηματογράφου καί έκτοτε ούτοι εξηφανίζοντο [...] Έδερναν τούς κρατουμένους εις τον Κινημ/φον, αλλά δεν εξετέλουν μέσα εκεί» [17]. Οι μαζικές σφαγές εθνικιστών από τους συμμορίτες συνεχίστηκαν μέχρι τις 16 Νοεμβρίου που έφτασε στο Κιλκίς η πρώτη ομάδα Βρετανών στρατιωτών.

Ασαφείς αλλά αρκούντως ενδεικτικές της σφαγής είναι και οι μαρτυρίες των ίδιων των συμμοριτών αλλά και όσων τους υποστηρίζουν. Σύμφωνα με όσα γράφει κομμουνιστικός ιστότοπος: «Σε κάθε περίπτωση οι νεκροί των ταγματασφαλιτών υπήρξαν χιλιάδες, όχι τόσο στη μάχη, όσο στα λαϊκά δικαστήρια και στις πράξεις προσωπικής αντεκδίκησης που εξακολούθησαν. Ο επικεφαλής της Πολιτοφυλακής του ΕΛΑΣ στο Κιλκίς, ένας άνδρας με το ψευδώνυμο «Βράχος», είχε χάσει το γιο του κατά τη διάρκεια της Κατοχής, δολοφονημένο από τα Τάγματα. Δεν επρόκειτο να επιδείξει έλεος...» [18]. Κατά τον Κωνσταντίνο Τσανικλίδη: «Οι δρόμοι του Κιλκίς ήταν γεμάτοι πτώματα» [19]. Η Κατερίνας Μπακιρτζή γράφει: «Τρεις μέρες μετά την Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης ο ΕΛΑΣ τους ακολούθησε, τους χτύπησε στο Κιλκίς και εξοντώθηκε ένα πολύ μεγάλο μέρος από αυτούς. Σκοτώθηκαν και άνθρωποι που δεν θα έπρεπε ή θα έπρεπε να είχαν βρει άλλες κυρώσεις, αλλά ήταν τόσο έντονο το μίσος εναντίον των ανθρώπων οι οποίοι καταδυνάστευαν το λαό της Θεσσαλονίκης» [20].

Συμπερασματικά δολοφονήθηκαν ή σφάχτηκαν κυριολεκτικά, απροσδιόριστος αριθμός αιχμαλώτων, σε διάφορα σημεία μέσα και έξω από το Κιλκίς, σε μια προαποφασισμένη και ως εκ τούτου απολύτως οργανωμένη μαζική σφαγή. Ο αριθμός των δολοφονημένων είναι δύσκολο να προσδιοριστεί αν και ο πρώην νομάρχης του Κιλκίς, Δημοσθένης Αμπατζόπουλος, αναφέρει 2.200 δολοφονίες, αριθμός που θεωρείται επιεικής για τους δολοφόνους. Ενδεικτικά και μόνο, ο αριστερός συγγραφέας Στάθης Καλύβας, αναφέρει πως ο αριθμός των δολοφονημένων εκτιμάται από 1.000 ως 3.000 άτομα, όμως πηγές ανεβάζουν τον αριθμό των δολοφονημένων στους 7.442 συνολικά. Ελάχιστοι από τους εθνικιστές που αμύνονταν στο Κιλκίς κατάφεραν να διαφύγουν και να καταφύγουν στη Θεσσαλονίκη που είχαν καταφτάσει Αγγλικές δυνάμεις και εκπρόσωποι της Ελληνικής κυβερνήσεως αναζητώντας σωτηρία. Ο εθνικιστής οπλαρχηγός Αντώνης Δάγκουλας τραυματίστηκε βαριά και και αντί να οδηγηθεί στο νοσοκομείο ή έστω στο στρατόπεδο «Παύλος Μελάς» ή στο στρατόπεδο στην Αριδαία, όπως οι υπόλοιποι αιχμάλωτοι, λιντσαρίστηκε από συμμορίτες και τελικά πέθανε στις 21 Νοεμβρίου 1944 σε Νοσοκομείο στην Θεσσαλονίκη «λόγω ουραιμίας», που προκλήθηκε από τον «ακρωτηριασμό», που υπέστη από τους κομμουνιστές συμμορίτες. Μετά τον θάνατο του οι Αγγλικές δυνάμεις και η Ελληνικές αρχές στη Θεσσαλονίκη επέτρεψαν, ή έστω παρακολούθησαν άπραγοι και με απάθεια, τη σκύλευση και τη διαπόμπευση της σωρού του στους δρόμους της Θεσσαλονίκης από συμμορίτες που παρίσταναν τα θύματα της αντιστασιακής και αντικομμουνιστικής δράσεως του.

Αριθμός νεκρών

Μνημείο Νεκρών Μάχης Κιλκίς

Σύμφωνα με αναφορά που απέστειλε το Φεβρουάριο του 1945 στο αγγλικό προξενείο της Θεσσαλονίκης ο Γεώργιος Σιδηρόπουλος, ιδιοκτήτης καπναποθήκης στο Κιλκίς, οι εκτελέσεις ξεκίνησαν αμέσως μετά το τέλος της μάχης και διήρκεσαν πολλές ημέρες, ακόμα και μετά την άφιξη στις 16 Νοεμβρίου των πρώτων Άγγλων στρατιωτών στην πόλη [21]. Ο Σιδηρόπουλος υπολόγιζε σε 5.000 τους εκτελεσθέντες, από τους οποίους οι 3.000 είχαν εκτελεστεί από τον Ε.Λ.Α.Σ. και οι υπόλοιποι από τους Πολιτοφύλακες. Στην τρισέλιδη έκθεση του, η οποία τιτλοφορείται «Ο Κόκκινος Νοέμβριος του Κιλκίς», ο Σιδηρόπουλος περιγράφει λεπτομερώς τις ομαδικές εκτελέσεις κρατουμένων, μεταξύ των οποίων υπήρχαν δάσκαλοι και δημόσιοι λειτουργοί, περίπου 15 ιερείς, αλλά και τραυματίες που απήχθησαν από το Νοσοκομείο της πόλεως. Με βάση την έκθεση Σιδηρόπουλου και άλλες πληροφορίες, οι αγγλικές προξενικές αρχές συνέταξαν αναλυτικό κατάλογο για τα εγκλήματα που είχε διαπράξει ο Ε.Λ.Α.Σ. στο Κιλκίς, με τους αριθμούς των θυμάτων και τις τοποθεσίες όπου είχαν εκτελεστεί και ταφεί ομαδικά. Υπολογιζόταν ότι πίσω από την αποθήκη Βογιατζή είχαν εκτελεσθεί 60 άτομα, πίσω από το λόφο του Αγίου Γεωργίου 300, στο Μεταλλικό 200, στο προαύλιο των αποθηκών του Σιδηρόπουλου 600, έξω από την Κολχίδα 200, στην Κρηστώνα 60, κοντά στο Πεδινό 80 και πολλοί άλλοι σε διάφορες τοποθεσίες μέσα και έξω από το Κιλκίς.

Οι συμμορίτες δολοφόνησαν εκατοντάδες αιχμαλώτους μέσα στην πόλη, αντλώντας από τους τόπους κρατήσεως. Σύμφωνα με αναφορά του τότε νομάρχη Κιλκίς, Δημοσθένη Αμπατζόπουλου, πλέον των 300 αιχμαλώτων, μεταξύ αυτών και ο διευθυντής Χωροφυλακής μοίραρχος Λειβαδίτης, μεταφέρθηκαν στο χωριό Μεταλλικό, όπου οι συμμορίτες τους εκτέλεσαν με τσεκούρια, «ίνα ικανοποιήσουν τους εκεί παλαιμάχους κομμουνιστάς», ενώ περισσότεροι από 1900 εκτελέστηκαν σε διάφορες θέσεις, μεταξύ τους και ο «Ταγάς» Χάρης, μέλος της ομάδας του Κώστα Παπαδόπουλου, τον οποίον λίντσαραν συμμορίτισσες μαινάδες σε κεντρική πλατεία της πόλεως [22]. Ο ανώτατος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού Μιχάλης Μυριδάκης [23] γράφει: «Ο ΕΛΑΣ εξετέλεσεν εις την πόλιν Κιλκίς και την γύρω περιοχήν του περί τα 4.800 άτομα, μεταξύ των οποίων 280 αξιωματικούς και 274 αντάρτες του 13 Συντάγματος ΕΟΕΑ-ΕΔΕΣ Μακεδονίας» [24]. Ενδεικτική της αγριότητος και της δολοφονικής μανίας των συμμοριτών είναι πως η οικογένεια του μακεδονομάχου καπετάν Γκόνου Δογιάμα, ο ίδιος, οι γιοί του, Δημήτριος και Βασίλειος, τα ανίψια του, Ευάγγελος και Λάζαρος Δογιάμας, ο γαμπρός του, Θάνος Τουλούπης, και ο Ευάγγελος Τσάνας, απήχθησαν και κρατήθηκαν στις καπναποθήκες (τα λεγάμενα «δίδυμα κτίρια») στο κέντρο του Κιλκίς, που χρησίμευαν ως τόπος φυλακίσεως ανεπιθύμητων και αντιφρονούντων. Ο τρίτος γιoς του, o Χρήστος, πατέρας τεσσάρων παιδιών βρέθηκε νεκρός σε ένα χαντάκι. Όλη η οικογένεια συμμετείχε στην Εθνική αντίσταση με την Π.Α.Ο. Ο ανιψιός του, Λάζαρος Δογιάμας, δολοφονήθηκε κατόπιν στο νοσοκομείο του Κιλκίς όπου μεταφέρθηκε, λόγω του ότι είχε τραυματιστεί.

Ο οπλαρχηγός Γεώργιος Γεωργαντάς στην αναφορά του [25], αφού περιγράφει τις αδελφικές σχέσεις των συμμοριτών του Ε.Α.Μ./Ε.Λ.Α.Σ. με τους Βούλγαρους αναφερόμενος στη μάχη του Κιλκίς, γράφει: «...εκ των 7000 ανθρωπίνων ψυχών 400 απελευθερώθησαν, οι 1200 μετεφέρθησαν εις Σιδηρόκαστρο ως όμηροι, το υπόλοιπο 6400 περίπου, αποτελεί το μακάβριο περιεχόμενο των διαφόρων ομαδικών τάφων...». Ακολούθως ο Γεωργαντάς περιγράφει τους τόπους και τον αριθμό πτωμάτων στο Μεταλλικό (500), Πεδινό (200), Σφαγεία Κιλκίς (1000), Μάνδρα Κυπραίου (200), Ηρώο (200), Λόφος Αγίου Γεωργίου (500), Μάνδρα Σαμολαδά (250). Σύμφωνα με τα λεπτομερή αρχεία της Ε.Α.Ε.Α. Κικλίς, τα οποία περιλαμβάνουν πλήρη ονοματεπώνυμα, μαρτυρίες ελάχιστων επιζώντων και λοιπά βιβλιογραφικά στοιχεία, οι δολοφονημένοι της θηριωδίας των κομμουνιστικών συμμοριών στην περιοχή του Κιλκίς, ξεπερνούν τις 7.400 ανθρώπινες ψυχές.

Σύμφωνα με την περιγραφή του αυτόπτη μάρτυρα Παύλου Σωκράτη Παυλίδη: «Στο πυκνό σκοτάδι τού χειμώνα γυαλοκοπάνε κάπου-κάπου τα μαχαίρια των Σλάβων παρτιζάνων και τού κομμουνιστικού ΕΛΑΣ. Το μεσημέρι τής 4ης Νοεμβρίου 1944 τα υψώματα τού Άη Γιώργη είχαν πέσει. Η πόλη είχε τυλιχθεί στους καπνούς και οι γύρω λόφοι είχαν γεμίσει από πτώματα τής άνισης μάχης. [...] Το ύψωμα τού Άη Γιώργη [...] είχε κτυπηθεί από τα κανόνια των βούργαρων από τις ρεματιές τής Γοαμμάταινας. [...] Το πυροβολικό των βούργαρων και η επίθεση τού κομμουνιστικού ΕΛΑΣ με την βοήθεια ξένων παρτιζάνων, εξουδετέρωσαν γρήγορα ύστερα από φονικές μάχες σε όλα τα γύρω υψώματα την αντίσταση τού ΕΔΕΣ Κιλκίς. Αρχηγός τού ΕΔΕΣ ήταν ο Κυριάκος Παπαδόπουλος ή Κισά μπατζάκ [...] και το 1944 αυτοκτόνησε στην μάχη γιά να μην συλληφθεί από το κομμουνιστικό ΕΛΑΣ γιατί είχε τραυματισθεί σοβαρά. [...] Τα χωνιά (των κομμουνιστών) καλούσαν τον λαό τού Κιλκίς άνδρες και γυναίκες, να βγει έξω στην ανατολική πλευρά κάπου ένα χιλιόμετρο προς την Αργυρούπολη. Εκεί [...] άρχισαν να εκδικούνται. Άρχισε η διαλογή των πολιτών τόσο των Κικλισιωτών όσο και χωρικών τού Νομού. Με σχοινιά άρχισαν να δένουν και με υποκόπανο στο κεφάλι τους έριχναν καταγής σαν άντερο. [...] Στα υψώματα Αργυρούπολης εκτέλεσαν περί τους 290. Εις το χωρίον Μαυρονέρι 40. Άνω των χιλίων κατά τμήματα μετέφεραν και εκτέλεσαν στην θέση Σφαγεία. Εις την θέση μάνδρα Γεωργίου Κυπραίου περί τους 250. Εις την θέση Ασβεστοκάμηνα Κιλκίς 400. Στην μάνδρα Σαμόλαδά 330 άτομα. Εις τα Σούρμενα Μουριές 35 άτομα. Εις το Καβαλάρης Μουριές, εκεί βρέθηκε το ιππικό τής Λάρισας στους πρόποδες τού Μπέλλες θέριζε ελληνικές ψυχές. Εκεί ο Ροδώνας έχασε 21 παλικάρια. Πατέρας να παρακαλεί μες στην μαύρη νύχτα τους δολοφόνους, να εκτελέσουν πρώτα αυτόν, να μη δει το παιδί του δεκαετεσσάρων χρονών μπρος τα μάτια του να το σφάζουν. Εκεί στο Καβαλάρης ήταν το πιό φρικτό που έγινε με τους 350 σφαγιασθέντες στην περιοχή Μουριές. Εις την Ελληνοσερβική μεθόριο παρά την λίμνη Δοϊράνη 220 άτομα. Εννέα μέρες μετά την ανθρωποσφαγή αυτήν 125 περίπου πρόσωπα μεταξύ των οποίων 6 ιερείς και κτηνοτρόφους 25. Και ακόμα εις την οδό Κιλκίς-Ροδόπολης περίπου 125 άτομα μπροστά στα μάτια των δεμένων κρατουμένων. Τους αιχμαλώτους, όταν τους οδηγούσαν στου Βογιατζή την καπναποθήκη, τους ξεγύμνωναν και τους άφηναν μόνο με τα εσώρουχα. Κλάματα και θρηνολαλήματα γυναικών, δεν έβγαινε η φωνή έξω, δεν ακούγονταν το κλάμα, έσβηνε μέσα στα στήθια τους. Τον τραυματία τον εκτελούσαν επί τόπου. Πολλοί ήταν τραυματίες εις την αιματηρή σύγκρουση [...] και χρειάζονταν περίθαλψη γιά να μην πεθάνουν. [...] Όμως το νοσοκομείο τής πόλης είχε πέσει στα χέρια των κομμουνιστών και οι τραυματισμένοι δεν έφταναν ποτέ στους θαλάμους τού θεραπευτηρίου. Τους εκτελούσαν. [...] Οι Γερμανοί είχαν φύγει από την πατρίδα μας αλλά οι βούργαροι έβγαζαν «Μακεδονικές» ταυτότητες με σύμφωνο το κομμουνιστικό ΕΛΑΣ που έκανε (Εθνική Αντίσταση) εναντίον ποιών;» [26]

Αξιολόγηση / Συμπεράσματα

Πρώτος στόχος των συμμοριτών ήταν ο έλεγχος ολόκληρης της Ελλαδικής επικράτειας την επόμενη ημέρα της αποχωρήσεως των κατοχικών δυνάμεων. Αυτός ο στόχος μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με την εξολόθρευση των δυνάμεων που ήταν εμπόδιο στην εγκαθίδρυση κομμουνιστικού καθεστώτος. Συνεπώς έπρεπε να εξολοθρευθούν οι δυνάμεις του ΕΔΕΣ, της ΕΚΚΑ, της ΠΑΟ (και μικροτέρων εθνικιστικών ομάδων). Το ΚΚΕ επιχείρησε, και σε μεγάλο βαθμό πέτυχε, την ηθική εξόντωση των αντιπάλων του με την συκοφαντική προπαγάνδα περί Ταγματασφαλιτών και συνεργατών των Γερμανών. Οι συκοφαντίες αυτές επεκτεινόταν και σε όλους όσοι αρνούνταν να ενταχθούν στις δυνάμεις τους. Στη Μακεδονία, μετά την διάλυση της Π.Α.Ο. μικρό τμήμα ανταρτών δέχθηκαν όπλα από τους Γερμανούς για την προστασία της ζωής των από τους Ελασίτες, καθώς έκριναν ότι ο κίνδυνος για τις ζωές τους ήταν μικρότερος από αυτόν των ελασιτών [27].

Οι κομμουνιστές ιστορικοί, συγγραφείς και «συγγραφείς» αναφέρουν -σε συγχορδία, λες και τους κινεί ένα αόρατο κέντρο- ότι οι εθνικιστικές ανταρτικές ομάδες είχαν συγκεντρωθεί στο Κιλκίς, όπου «...περίμεναν τους Άγγλους, τα νέα αφεντικά τους». Με την αναφορά αυτή προσπαθούν να απαξιώσουν τους εθνικιστές αντάρτες και την αντιστασιακή τους δράση και από την άλλη να δικαιολογήσουν την δολοφονική δράση των συμμοριών. Η αναφορά αυτή δημιουργεί μια σειρά από παραδοχές:

  • Οι ένοπλοι εθνικιστές συγκεντρώθηκαν στο Κιλκίς διότι αυτό τους επιβλήθηκε προκειμένου να αφοπλισθούν και στη συνέχεια να παραδοθούν στις συμμαχικές δυνάμεις. Συνεπώς δεν είχαν πρόθεση πολεμικής αναμετρήσεως.
  • Οι Γερμανοί από της 30-10-1944 είχανε εκκενώσει την Ελλάδα και δεν υπήρχε στην χώρα κατακτητής.
  • Οι επικεφαλής των ανταρτικών ομάδων ΕΛΑΣ, ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ, ακόμη κι αυτοί του ΕΑΜ, συζητούσαν με την Κυβέρνηση του Καΐρου να βρουν τρόπο ομαλής μεταβάσεως στη Δημοκρατία καθώς είχε αποχώρηση των Γερμανών.

Γεννάται το ερώτημα:

  • Τότε γιατί οι ένοπλοι εθνικιστές υποχρεώθηκαν σε μάχη εκ μέρους των συμμοριών του ΕΛΑΣ, όταν ο αφοπλισμός και η παράδοση τους ήταν θέμα ημερών αν όχι ωρών;

Επ’ αυτού οι κομμουνιστές έχουν έτοιμη την απάντηση. Για να απελευθερώσουν το Κιλκίς από τους φασίστες, τους ταγματασφαλίτες, τους «συνεργάτες» των Γερμανών. Αυτό υποστηρίζουν εξακολουθητικά οι εκπρόσωποι του ΚΚΕ/ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και όλοι οι κομμουνιστές συγγραφείς (Κικίτσας, Χορομίδης,Τσανακλίδης) που μιλούν για την απελευθέρωση του Κιλκίς. Απελευθέρωση όμως από ποιους; Οι Γερμανοί ήδη είχαν φύγει και οι ίδιοι αναφέρουν πως οι εθνικιστές περίμεναν τα νέα αφεντικά τους. Οι βαρβαρότητες, οι βασανισμοί, οι αγριότητες και σφαγές που ακολούθησαν σε βάρος εθνικιστών και συντηρητικών πολιτών, μετά την εισβολή των συμμοριτών στο Κιλκίς δεν τις αμφισβητούν ούτε οι ίδιοι οι επικεφαλής των συμμοριών.

Μνήμη τραγικής επετείου [28]

Ελάχιστοι γνωρίζουν πως η Μάχη του Κιλκίς, κυρίως όμως η Σφαγή αιχμαλώτων που ακολούθησε, ήταν η δεύτερη πιο πολύνεκρη μάχη που διεξήχθη επί Ελληνικού εδάφους μετά τη μάχη Κιλκίς-Λαχανά (19 έως 21 Ιουνίου 1913) στον Β' Βαλκανικό Πόλεμο. Στην πράξη αυτό που έγινε στο Κιλκίς δεν ήτανε μάχη αντιπάλων, ήταν εγκληματική, δολοφονική ενέργεια μιας ένοπλης συμμορίας τα μέλη της οποίας τυφλωμένα από μίσος και κομματική εμπάθεια θέλησαν να επιβάλλουν την αποτρόπαιη ιδεολογία τους καταφεύγοντας σε μια ολοκάθαρη πρόθεση εξοντώσεως των ιδεολογικών αντιπάλων τους. Αριστεροί δημοσιογράφοι και παραγωγοί τηλεοπτικών εκπομπών αναφέρονται στη σφαγή του Κιλκίς και προσπαθούν να δικαιολογήσουν τις φρικαλεότητες των κομμουνιστικών συμμοριών υποστηρίζοντας πως ο στρατός, μέρος του οποίου αποτελούσαν σύμφωνα με την Συμφωνία της Καζέρτας οι συμμορίτες του ΕΛΑΣ, είχε την ευθύνη για την παράδοση των όπλων όλων όσων ανήκαν στα Τάγματα Ασφαλείας ή άλλες εθνικιστικές στρατιωτικές οργανώσεις. Το επιχείρημα είναι αληθές όπως είναι εξ ίσου αληθές πως η παράδοση δεν θα γινόταν στις συμμορίες της αριστεράς, αλλά σύμφωνα με τη Συμφωνία της Καζέρτας «Τα Τάγματα Ασφαλείας θεωρούνται ως όργανα του εχθρού. Θα χαρακτηρισθούν ως εχθρικοί σχηματισμοί, εκτός εάν παραδοθούν συμφώνως προς διαταγάς εκδοθησομένας παρά του Στρατηγού Διοικούντος τας εν Ελλάδι δυνάμεις». Τις Ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις -συνεπώς και τις κομμουνιστικές συμμορίες του ΕΛΑΣ στις 4 Νοεμβρίου 1944 που έγινε η Μάχη του Κιλκίς, διοικούσε ο Σκόμπυ από τον οποίο δεν εκδόθηκε καμία σχετική διαταγή. Στην περίπτωση της σφαγής στο Κιλκίς είναι προφανής η παραβίαση της Συνθήκης της Καζέρτας, γεγονός που αποκτά μεγαλύτερη αξία ακόμη και από τα «Δεκεμβριανά» στην Αθήνα, καθώς η σφαγή του Κιλκίς είναι μια ολοκάθαρη απόδειξη ότι το ΚΚΕ επιζητούσε πολεμική αναμέτρηση θεωρώντας πως θα επικρατήσει.

Στη διάρκεια της διακυβερνήσεως της Ελλάδος από το Επαναστατικό στρατιωτικό καθεστώς της 21ης Απριλίου, επί πρωθυπουργίας του Γεωργίου Παπαδόπουλου, αναγέρθηκε έξω από την πόλη του Κιλκίς ένα μνημείο στη μνήμη όσων δολοφονήθηκαν από τις κομμουνιστικές συμμορίες εκείνη την αποφράδα ημέρα και τις ημέρες που ακολούθησαν. Η τότε κυβέρνηση το ονόμασε Μνημείο αγωνιστών και έκτοτε διοργάνωσε τοπικούς εορτασμούς και τιμούσε την επέτειο της μνήμης των δολοφονημένων θυμάτων. Μετά το 1974 οι οπαδοί της αριστεράς επιχειρούν να πείσουν ότι το μνημείο, αποτελεί μνημείο μίσους, κακίας και ανθρώπινου φθόνου και πως πρέπει να αποξηλωθεί και να απομακρυνθεί. Είναι απολύτως προφανές ότι η ιστορική μνήμη επιτάσσει να παραμείνει το μνημείο στη θέση του για να υπενθυμίζει στις επόμενες γενιές ότι στο όνομα του απάμθρωπου κομμουνισμού κάποιοι δέχτηκαν να μετατραπούν σε στυγνούς δολοφόνους με άλλοθι τον συκοφαντικό ισχυρισμό ότι οι ιδεολογικά αντίθετοι τους υπήρξαν συνεργάτες του εχθρού ενώ πανηγυρίζουν δημόσια τη σφαγή, προσβάλλοντας βάναυσα τη μνήμη των νεκρών. Ο λόγος της αριστεράς είναι άκαμπτος και στερεότυπος και η ματιά της στα γεγονότα απολύτως επιλεκτική καθώς αποσιωπά την κομμουνιστική βία, ενώ οι σκοτεινές πλευρές που δεν μπορούν να συγκαλυφθούν ή να παραποιηθούν εντάσσονται στο ρητορικό σχήμα του λάθους ή της μεμονωμένης ενέργειας με έντονη χρήση ευφημισμών ki eίναι χαρακτηριστικό πως η Σφαγή μετά τη μάχη του Κιλκίς, περιγράφεται ως «διασκορπισμός» [29].

Βιβλιογραφία

  • [«ΚΙΣΑ ΜΠΑΤΖΑΚ ο τραντέλλενας της Μακεδονίας», Γεώργιος Ξανθόπουλος, εκδόσεις «Αφοί Κυριακίδη», Οκτώβριος 2011.]
  • [«Η Εθνική Αντίσταση στο Νομό Κιλκίς», Γιώργος Καραμαλάκης, Α' βραβείο ΤΕΔΚ Κιλκίς, 1990.]
  • [«Ο Αρμαγεδδών του Εμφυλίου-Κιλκίς 4η Νοεμβρίου 1944, Κώστας Χρυσάφης, εκδόσεις «Ερωδιός», Αθήνα, 2018.]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Διαβάστε τα λήμματα

Παραπομπές

  1. [Κώστας Πασχάλης, «Βασίλης Ραφτούδης 1914-1948» Εκδόσεις «Φιλίστωρ», Αθήνα, 2006.]
  2. [Καλύβας Στάθης & Μαραντζίδης Νίκος, «Εμφύλια Πάθη», Αθήνα εκδόσεις «Μεταίχμιο», 2016, σελίδα 209η.]
  3. [Ο τότε Συνταγματάρχης και μετέπειτα στρατηγός Αθανάσιος Χρυσοχόου, τότε γενικός διευθυντής νομαρχιών Μακεδονίας με έδρα τη Θεσσαλονίκη, με την επιστολή του στην ημερήσια Αθηναϊκή εφημερίδα «Το Βήμα» που δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 11ης Αυγούστου 1963, αναφέρει ότι οι περίπου 3.000 μαχητές του Αντώνη Δάγκουλα μεταστάθμευσαν από τον Άγιο Αθανάσιο Θεσσαλονίκης στο Κιλκίς ύστερα από δική του διαταγή.]
  4. [Σάκης Μουμτζής, «Πως η Ελλάδα παρέμεινε στον ελεύθερο κόσμο. Η Εαμοκρατία στη Θεσσαλονίκη», τόμος 1ος, σελίδα 86η, εκδόσεις εφημερίδα «Φιλελεύθερος».]
  5. [Ο Παντελής Καζαμίας υπήρξε στενός συνεργάτης του Κ. Παπαδόπουλου. Κατά την οριστική αποχώρηση των Γερμανών από το Κιλκίς, υπηρετούσε ως Ταγματάρχης στη Στρατιωτική Διοίκηση Κιλκίς του Ε.Ε.Σ (Εθνικός Ελληνικός Στρατός).]
  6. [Κούκος Πιερίας: Κισά μπατζάκ-Κυριάκος Παπαδόπουλος lefteria.blogspot.com]
  7. [Ο Πόντιος πρόσφυγας και τουρκόφωνος αντικομμουνιστής Κυριάκος Παπαδόπουλος από το χωριό Κούκος της Κατερίνης, με το προσωνύμιο Κισά μπατζάκ (κοντοπόδαρος). Στον Πόντο πολέμησε τους Τούρκους σφαγείς τού Κεμάλ, όπου έχασε τρία αδέλφια και τον θείο του. Στην Ελλάδα, δεν παρασύρθηκε από τα δήθεν πατριωτικά λόγια του ΕΛΑΣ, αρνούμενος να προσχωρήσει στις δυνάμεις του, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι υπηρετούσαν την επέκταση του σλαβισμού της μητέρας πατρίδας τους και σχημάτισε ένοπλο σώμα από Τουρκόφωνους το οποίο πολέμησε με συνέπεια τον Ε.Λ.Α.Σ., σ’ όλο το διάστημα της κατοχής. Κατέφυγε στο Κιλκίς όπου σύμφωνα με μια εκδοχή φέρεται ότι σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια της μάχης, κατ’ άλλη, όμως, ότι αυτοκτόνησε για να μην πέσει στα χέρια των συμμοριτών.]
  8. [Ο Θεόφιλος Βαής υπήρξε επικεφαλής ένοπλου εθνικιστικού και αντικομμουνιστικού σώματος Εθνικής Αντιστάσεως. Βασικός τομέας δράσεως του ήταν η Κατερίνη και η ευρύτερη περιοχή της. Ακολούθησε με το σώμα τους τους υπόλοιπους εθνικιστές οπλαρχηγούς και συμμερίστηκε την τύχη τους στο Κιλκίς.]
  9. [Ο εθνικιστής και αντικομμουνιστής αγωνιστής της Εθνικής Αντιστάσεως Αντώνιος Δάγκουλας γεννήθηκε το 1907 στην Αρτάκη της Μικράς Ασίας. Ήταν εγκατεστημένος στα Γρεβενά και το επάγγελμά του ήταν οδηγός. Την περίοδο της Κατοχής εντάχθηκε αρχικά στο ΕΑΜ, ωστόσο τον Οκτώβριο του 1943 εγκατέλειψε το αντάρτικο και την περιοχή και εγκαταστάθηκε στην Θεσσαλονίκη όπου αναδείχθηκε σε σφοδρό πολέμιο του κομμουνισμού και επικεφαλής εθνικιστών ανταρτών. Συνεργάστηκε με την "Εθνική Ελληνική Ασφάλεια Πόλεως Θεσσαλονίκης". Πριν την εισβολή στην πόλη των συμμοριών του ΕΛΑΣ και ύστερα από εντολή του Αθανασίου Χρυσοχόου κατέφυγε στο Κιλκίς. Στη διάρκεια της μάχης τραυματίστηκε βαριά στο πόδι συνελήφθη αιχμάλωτος και νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης. Μετά το θάνατο του, με την ανοχή των Ελληνικών αρχών και των Αγγλικών δυνάμεων, η σορός του που παραδόθηκε στους συμμορίτες σκυλεύτηκε και διαπομπεύθηκε στους δρόμους της Θεσσαλονίκης.]
  10. [Ο Υπίλαρχος Γκαρίπης, δρούσε με το ένοπλο τμήμα του άλλοτε στη Θεσσαλονίκη και άλλοτε στην περιοχή Κατερίνης.]
  11. [Η οργάνωση Ε.Α.Σ.Α.Δ (Εθνικός Αγροτικός Σύνδεσμος Αντικομμουνιστικής Δράσεως) έδρασε στη Θεσσαλία με αρχηγό τον Τάκη Μακεδόνα (γνωστός ως Μαύρος). Δημιούργημα της, τον Μάρτιο του 1944 είναι η οργάνωση με επικεφαλής τους Γρηγόριο Σούρλα και το Λοχαγό Ψύλλα.]
  12. [Ο Μιχάλαγας, αγωνιστικό ψευδώνυμο με το οποίο ήταν γνωστός ο Μιχαήλ Παπαδόπουλος, ήταν Πόντιος Τουρκόφωνος πρόσφυγας εθνικιστής οπλαρχηγός. Μαχητικός αντικομμουνιστής συμμετείχε σε διάφορες επιχειρήσεις εναντίον του Ε.Λ.Α.Σ. Δρούσε στις περιοχές της Κοζάνης με άξονα από το χωριό Βαθύλακκος μέχρι και το χωριό Πελαργός. Τα ένοπλα τμήματά του ανέρχονταν σε 3000 περίπου άνδρες. Αρνήθηκε να παραδώσει τα όπλα των ανδρών του στον Ε.Λ.Α.Σ μετά την αποχώρηση των Γερμανών με αποτέλεσμα να δεχθεί επίθεση των συμμοριτών που διέλυσαν το τμήμα του και συνέλαβαν τον ίδιο αιχμάλωτο. Το 1973 η Κυβέρνηση της 21ης Απριλίου υπό τον Γεώργιο Παπαδόπουλο ανήγειρε στο Βαθύλακκο μνημείο των πεσόντων ΠΑΟτζήδων περιοχής Κοζάνης, που απεικονίζει τον ίδιο τον Μιχάλαγα και έφερε την επιγραφή «Προς τιμήν των Π.Α.Ο.-Ε.Ε.Σ.». Μετά το 1974 η επιγραφή αφαιρέθηκε και οι ιστορικά απαίδευτοι υποθέτουν ότι πρόκειται για μνημείο «Του Αγνώστου Στρατιώτη», ή ακόμα και της «Εθνικής Αντιστάσεως».]
  13. [Ο Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος υπήρξε, αρχικά, ένα από τα δυναμικότερα στελέχη της εθνικής αντιστασιακής οργανώσεως Π.Α.Ο και από τους πιο συνεπείς αγωνιστές της. Προς το τέλος της Κατοχής συγκρότησε και τέθηκε επικεφαλής του αυτοαποκαλούμενου Εθνικού Ελληνικού Στρατού (Ε.Ε.Σ). Σε συνεννόηση με τους Άγγλους, προσπάθησε να εντάξει όλα τα ένοπλα εθνικιστικά σώματα της Μακεδονίας στον Ε.Δ.Ε.Σ. Πριν από την επίθεση του Ε.Λ.Α.Σ κατά του Κιλκίς διαφώνησε με τους υπόλοιπους εθνικιστές οπλαρχηγούς και δεν εισήλθε στην πόλη. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος και την λήξη του συμμοριοπολέμου εκλέχθηκε βουλευτής με συντηρητικά κόμματα, το 1946, βουλευτής Κοζάνης με το Λαϊκό Κόμμα του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη, ενώ από το 1950 μέχρι το 1964 διετέλεσε συνεχώς βουλευτής Κιλκίς, αρχικά με τον κόμμα Ελληνικός Συναγερμός του Αλέξανδρου Παπάγου και στη συνέχεια με την Ε.Ρ.Ε. του Κωνσταντίνου Καραμανλή.]
  14. [Εφημερίδα Αθηναϊκά Νέα», Τετάρτη 8 Νοεμβρίου 1944, αριθμός φύλλου 67ο, σελίδα 1η.]
  15. [Ο ΕΛΑΣ πήρε το Κιλκίς Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 7 Νοεμβρίου 1944, σελίδα 2η.]
  16. [Σχετικά με τον Θεοχαρίδη γράφει η φυλλάδα των συμμοριτών «Ελεύθερη Ελλάδα» (στο φύλλο της 27ης Δεκεμβρίου 1946): «Όταν οι Γερμανοί αποχωρούσαν από τη Βόρειο Ελλάδα, οι ηνωμένες δυνάμεις ταγματασφαλιτών των Δάγκουλα, Κεσά Μπατζάκ, Κ. Παπαδοπούλου και Παπούλια, απεσύρθησαν στο Κιλκίς, προστατεύοντας σαν «Ισχυρή όπισθοφυλακή» τις υποχωρούσες σύμμαχος, γερμανικές δυνάμεις. Μεταξύ των τελευταίων αυτών ήταν και ο σημερινός υφυπουργός Εφοδιασμού και βουλευτής του Λαϊκού Κόμματος, Δ. Θεοχαρίδης. Κατά τη μάχη του Κιλκίς μεταξύ ΕΛΑΣ και ταγματασφαλιτών, ο Δ. Θεοχαρίδης συνελήφθη αιχμάλωτος και σε μια αυτόγραφη απολογία του ομολογεί τα εγκλήματα του κατά του ελληνικού λαού, τους στενούς δεσμούς του με τους Δάγκουλα-Χρυσοχόου, και γενικά την προδοτική και αντεθνική του δράση».]
  17. [Πρακτικά Κακουργιοδικείου Θεσσαλονίκης, τόμος Ιανουάριος-Ιούνιος 1948, Συνεδρίαση 16ης Ιανουαρίου 1948, σελίδες 20η-23η.]
  18. [«Ο «Ποντιακός Εμφύλιος» ή «το τέλος των Ταγμάτων Ασφαλείας;» pontosandaristera.wordpress.com]
  19. [«Το 13ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ. Η εθνική αντίσταση στο Κιλκίς», Κωνσταντίνος Τσανικλίδης, Ιδιωτική έκδοση.]
  20. [«Οι κρίσιμες αποφάσεις του ΕΛΑΣ που έσωσαν την Θεσσαλονίκη στις 30 Οκτωβρίου 1944», Κατερίνα Μπακιρτζή, left.gr]
  21. [1944: Σφαγές από κομμουνιστές στο Κιλκίς blackblogofcommunism.com (ανακτήθηκε στις 10 Νοεμβρίου 2021, 19:55').]
  22. [Η μάχη του Κιλκίς phorum.gr (ανακτήθηκε στις 7 Νοεμβρίου 2021, 17:02')]
  23. [O Μιχάλης Μυριδάκης υπήρξε στρατιωτικός υπεύθυνος της επιχειρήσεως για την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου κι ήταν αυτός που διευθέτησε τις τελευταίες διαφωνίες μεταξύ Ε.Δ.Ε.Σ. και Ε.Λ.Α.Σ., ώστε να πραγματοποιηθεί το εγχείρημα. Μετά από πρόταση του Συμμαχικού Στρατηγείου Μέσης Ανατολής, παρασημοφορήθηκε στο βουνό, μαζί με τους Ναπολέοντα Ζέρβα και Άρη Βελουχιώτη.]
  24. [Εφημερίδα «Ελεύθερος Κόσμος», φύλλο 19ης Νοεμβρίου 1975.]
  25. [Γεώργιος Ιωαν. Γεωργαντάς, Αναφορά της 5ης Φεβρουαρίου 1945.]
  26. [Η σφαγή Ελλήνων στο Κιλκίς Παύλος Σωκράτη Παυλίδης, «Και διηγώντας τα να κλαίς»]
  27. [«Οι άλλοι καπετάνιοι», Νίκος Μαραντζίδης.]
  28. [Η ομιλία του κ. Θεόδωρου Παυλίδη στο λόφο “44” στο μνημόσυνο της ΕΑΕΑ ν. Κιλκίς eidisis.gr]
  29. [Γεώργιος Μαργαρίτης, «Πολιτικές Προοπτικές και Δυνατότητες Κατά την Απελευθέρωση». «Μνήμων» 9: σελίδα 179η (174η-193η)]