Παιδομάζωμα

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Το παιδομάζωμα ή παιδολόγι ή γενιτσαριά [Τουρκικά devşirme, ντεβσιρμέ], η λέξη «παιδομάζωμα», ο βαρύτερος φόρος αίματος που κλήθηκε να πληρώσει ένα Έθνος κατά τη διάρκεια ξενικής κατοχής, εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1675 και ο παλαιότερος όρος ήταν «γιανιτζαρομάζωμα», όπως ονομάστηκε η πρακτική απαγωγής νέων αγοριών από τους Οθωμανούς, κυρίως από Χριστιανικές οικογένειες των Βαλκανίων, μία από της τραγικότερες μορφές εξισλαμισμού, με σκοπό την ανατροφή τους με Τουρκική συνείδηση προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως στρατιώτες στα Τάγματα των γενιτσάρων ή για τη στελέχωση υπηρεσιών του Σουλτάνου. Ήταν διαδικασία με κεντρική οργάνωση και εμπνευστής της υπήρξε ο Καρά Χαλίλ Πασάς, μεγάλος βεζίρης επί σουλτάνου Μουράτ Α'.

Αναλόγου είδους τακτική ακολούθησαν οι κομμουνιστοσυμμορίες στην Ελλάδα από το 1948 και έως λίγο πριν το τέλος και τη συντριβή της ένοπλης ανταρσίας των μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος, όταν μετά από απόφαση της κομμουνιστικής ηγεσίας και προσωπικά του Νίκου Ζαχαριάδη, παιδιά και των δύο φύλων αρπάχτηκαν με βάση οργανωμένο σχέδιο, αποχωρίστηκαν με τη βία τις οικογένειες τους και μετακινήθηκαν στις λεγόμενες «Λαϊκές Δημοκρατίες» της κομμουνιστικής Ανατολικής Ευρώπης, που βρίσκονταν υπό την επιρροή της Σοβιετικής Ενώσεως. Η ηγεσία των κομμουνιστών της Ελλάδος για να δικαιολογήσει την αρπαγή τους, το Παιδομάζωμα, και για να μην ευθύνονται οι αποκαλούμενες «σοσιαλιστικές χώρες», είχε φροντίσει μετά από προσυνεννόηση, και στα σημεία εισόδου στην Αλβανία, τη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία, δεν υπήρχαν στρατιώτες φύλακες. Έτσι δεν υπάρχει επίσημη καταγραφή των παιδιών που εισέρχονταν μαζικά και κατά χιλιάδες στις γειτονικές με την Ελλάδα χώρες.

Παιδομάζωμα (Τουρκοκρατία)
Συνοπτικές πληροφορίες
Έναρξη: 31 Μαρτίου 1946
Τόπος: Λιτόχωρο Πιερίας (Ελλάδα)
Λήξη: 29η/30η Αυγούστου 1949
Τόπος: Ύψωμα Κάμενικ
Όρος Γράμμος (Ελλάδα)
Εμπλεκόμενοι: Ελληνικός στρατός
Συμμορίες Κ.Κ.Ε.
Κομμουνιστικό παιδομάζωμα (1946-49)

Περιεχόμενα

Γενικά

Το παιδομάζωμα, που αναφέρεται και ως «φόρος αίματος» σε αντιπαραβολή με τον κεφαλικό (χρηματικό) φόρο τον οποίο επέβαλλαν οι Οθωμανοί στους υπόδουλους Έλληνες, αναφέρονταν αρχικά στη βίαιη στρατολογία παιδιών των χριστιανών υπηκόων της τουρκικής αυτοκρατορίας, η οποία είχε ως σκοπό να επανδρώσει τα σώματα των γενιτσάρων ή την τοποθέτηση τους στις υπηρεσίες των σουλτανικών ανακτόρων και ήταν ο σκληρότερος φόρος αίματος στον κατακτητή.

Τρεις και πλέον αιώνες μετά την ανάλογη πρακτική των Τούρκων κατακτητών, στην Ελλάδα, για την ακρίβεια στην Ελληνική ύπαιθρο, τα τρία τελευταία χρόνια του συμμοριοπολέμου, δηλαδή από το μέσο του 1946, έως και την συντριβή της ένοπλης ανταρσίας των μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος [Κ.Κ.Ε.] στο Γράμμο, δηλαδή έως το τέλος Αυγούστου του 1949, κι ύστερα από απόφαση της ηγεσίας του Κ.Κ.Ε. και προσωπικά του Νίκου Ζαχαριάδη, απήχθησαν με τη βία ανήλικοι και των δύο φύλων, από ένοπλους αντάρτες με βάση οργανωμένο σχέδιο, αποχωρίστηκαν από τις οικογένειες τους και μετακινήθηκαν στις αποκαλούμενες «Λαϊκές Δημοκρατίες», που βρίσκονταν υπό την επιρροή της Σοβιετικής Ενώσεως. Το κομμουνιστικό παιδομάζωμα, που εντάθηκε μετά τον Μάρτιο του 1948 υποχρέωσε σχεδόν τριάντα χιλιάδες ανήλικα παιδιά να εγκατασταθούν, χωρίς την θέληση τους, σε χώρες όπως η Αλβανία και η Γιουγκοσλαβία οι οποίες λόγω της γεωγραφικής τους γειτνιάσεως με την Ελλάδα, επιλέχθηκαν ως ενδιάμεση σταθμοί πριν την διασπορά τους σε άλλες χώρες του κομμουνιστικού Σιδηρού Παραπετάσματος. Οι ελληνόφωνοι του Κ.Κ.Ε υπολογίζεται πως μετέφεραν -σε συνθήκες εξαθλιώσεως- στις χώρες που βρίσκονταν υπό την επιρροή της Σοβιετικής Ενώσεως, περισσότερες από 28.000 ανήλικα παιδιά και των δύο φύλων. Η ηγεσία των κομμουνιστών της Ελλάδος για να δικαιολογήσει την αρπαγή τους, το παιδομάζωμα, και για να μην ευθύνονται οι αποκαλούμενες «σοσιαλιστικές χώρες», είχε φροντίσει μετά από προσυνεννόηση, και στα σημεία εισόδου στην Αλβανία, τη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία, δεν υπήρχαν στρατιώτες φύλακες. Έτσι δεν υπάρχει επίσημη καταγραφή των παιδιών που εισέρχονταν μαζικά και κατά χιλιάδες στις γειτονικές με την Ελλάδα χώρες.

Οθωμανικό παιδομάζωμα

Η τακτική του παιδομαζώματος ήταν κεντρικά οργανωμένη διαδικασία για την οποία διίστανται οι απόψεις πότε ακριβώς ξεκίνησε. Ο Γιάννης Κορδάτος αναφέρει ότι ξεκίνησε το 1227 και τα παιδιά που αρπάχτηκαν με τη βία, αναδείχθηκαν σωματοφύλακες του Σουλτάνου. Στην εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος Λαρούς» καταγράφεται πως η πρώτη σημαντική αναφορά για παιδομάζωμα χρονολογείται από το 1395 και αφορά τη Θεσσαλονίκη. Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος δίνει μία άλλη εκδοχή, ότι ξεκίνησε περί το 1326 μετά την άλωση της Προύσας και τον θάνατο του Οσμάν, τη διακυβέρνηση των Τούρκων της Βιθυνίας ανέλαβε ο γιος του, Ορχάν, ο οποίος θεωρείται ιδρυτής του οσμανικού κράτους. Ο αδελφός του Ορχάν, Αλαεδδίν (κατά τον Παπαρρηγόπουλο), κανόνισε τα θέματα ιματισμού των πολιτικών και στρατιωτικών, ώστε να διακρίνονται οι Οσμανίδες από τους Τουρκομάνους και, φυσικά, τους χριστιανούς. Αυτός που συνέλαβε τη φρικιαστική ιδέα για το παιδομάζωμα ήταν ο Καρά Χαλίλ Τσεντερλής, τότε αστυνόμος του στρατού, που αντιλήφθηκε πως το οσμανικό κράτος με τον ελάχιστο μωαμεθανικό πληθυσμό και τους ατίθασους Τουρκομάνους ως βάση του στρατού, θα ήταν εύκολος αντίπαλος για τους χριστιανούς αλλά και τους άλλους μωαμεθανούς. Έτσι, πρότεινε τη δημιουργία ενός προνομιούχου τάγματος πεζικού από εξισλαμισμένα χριστιανόπουλα, με σκοπό τη διατήρηση της πειθαρχίας στον στρατό.

Σύμφωνα με τον Κ. Φωτιάδη [1], το παιδομάζωμα ήταν μια βίαιη απαγωγή παιδιών Χριστιανών υπηκόων από τις οικογένειές τους, τα οποία εκπαίδευαν με μια ειδική αγωγή, ώστε να γίνουν καλοί μουσουλμάνοι, σκλάβοι του Σουλτάνου. Ο Αναστάσιος Γούναρης αναφέρει [2]: «Παιδομάζωμα είναι η από την Υψηλή Πύλη, κατά ορισμένο σύστημα, ενεργούμενη αρπαγή μικρών παιδιών και νέων από τους χριστιανικούς υπηκόους της (που διήρκησε από τις αρχές του ΙΔ΄ μέχρι τις αρχές του ΙΗ΄ αιώνα) με σκοπό τη χρησιμοποίησή τους ύστερα από μια συστηματική εκπαίδευση και αγωγή-σε ειδικά σώματα και υπηρεσίες του στρατού, των ανακτόρων και της διοίκησης...». Το φαινόμενο αυτό, γράφει από την πλευρά του ο Παπαρρηγόπουλος, είναι μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία. Οι Τούρκοι διάλεγαν τα πιο δυνατά, όμορφα κι έξυπνα παιδιά, ηλικίας 14-18 ή 15-20 χρονών, διαδικασία από την οποία εξαιρούνταν οι μοναχογιοί, οι ορφανοί κι οι παντρεμένοι, γι' αυτό και πολλοί γονείς πάντρευαν τα παιδιά τους από μικρή ηλικία. Τα παιδιά προσηλύτιζαν στο μωαμεθανισμό και σε ηλικία 25 ετών κατατάσσονταν στα σώματα των γενιτσάρων, ενώ όσα προόριζαν για τ' ανάκτορα, τα μάθαιναν γράμματα και ξένες γλώσσες και τα χρησιμοποιούσαν ως ανώτερους αξιωματούχους του κράτους. Ως όρο «παιδομάζωμα» απαντάται πρώτη φορά το έτος 1675 στο βιβλίο: «Ιστορίαι παλαιαί της περιφήμου πόλεως Αθήνης» εκ του ιερέα Γεωργίου Κονταρή, από τα Σέρβια Κοζάνης, ενώ ως «παιδιομάζωμα» αναφέρεται το έτος 1677 από το Νεκτάριο Ιεροσολύμων τον Κρήτα.

Γενικά στοιχεία

Στην πρώτη καταγραφή, οι κατάλογοι επιλογής των παιδιών για την αποστολή τους στην Κωνσταντινούπολη, περιείχαν τα ονόματα καθώς και τα πλήρη χαρακτηριστικά τους ώστε να αποφευχθεί τυχόν αντικατάστασή τους. Σύμφωνα με τον Απόστολο Βακαλόπουλο, ιστορικό συγγραφέα και Πανεπιστημιακό καθηγητή, η συστηματική εφαρμογή του Παιδομαζώματος άρχισε λίγο πριν το 1430, ενώ νωρίτερα εφαρμοζόταν σποραδικά. Αφορούσε τη στρατολόγηση νεαρών αγοριών, τα οποία κατάγονταν από χριστιανικές οικογένειες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι υπάλληλοι που υλοποιούσαν το παιδομάζωμα εκβίαζαν τους χριστιανούς και να αποσπούν και χρήματα καθώς έπαιρναν από την ίδια οικογένεια δύο ή και περισσότερα παιδιά, μη εξαιρώντας ούτε τον μοναχογιό, και δεν τα έδιναν πίσω παρά μόνο αν έπαιρναν 60, 70 ή και περισσότερα χρυσά νομίσματα. Έτσι οι πλούσιοι, και όσοι άλλοι μπορούσαν, εξαγόραζαν την ελευθερία των παιδιών τους. Τα παιδιά εξισλαμίζονταν και εκπαιδεύονταν προκειμένου να στελεχώσουν διάφορες κρατικές υπηρεσίες, όμως η πλειονότητα τους προοριζόταν για τα τάγματα του καπίκουλου, κυρίως για τους γενίτσαρους, ενώ άλλοι κατέληγαν να υπηρετούν στο παλάτι του σουλτάνου κι όσοι περίσσευαν από τη στρατολογία πωλούνταν ως δούλοι. Τα όρια ηλικίας των αγοριών ποικίλλουν, καθώς ως κατώτατη ηλικία αναφέρεται αυτή των οκτώ ετών και ως ανώτατη η των είκοσι χρόνων. Το παιδομάζωμα επαναλαμβάνονταν σε τακτά χρονικά διαστήματα, ετησίως, κάθε πέντε χρόνια ή ανάλογα με τις ανάγκες του Τουρκικού στρατού. Στρατολογούνταν μία αναλογία παιδιών, συνήθως από ένα ανά πέντε αγόρια, έως ένα ανά τρία, ενώ σύμφωνα με φιρμάνι των αρχών του 16ου αιώνα, ο αριθμός των παιδιών καθοριζόταν εκ των προτέρων και υπολογιζόταν να είναι ένα αγόρι 14-18 ετών ανά 40 οικογένειες. Σύμφωνα με φιρμάνι της Υψηλής Πύλης προς τις οθωμανικές αρχές της Ρούμελης, με ημερομηνία 29 Μαρτίου 1601, το οποίο υπογράφει ο Σουλτάνος Μωάμεθ Γ' και παραθέτει ο Βρετανός ιστορικός David Brewer [3]: «Οι νέοι των απίστων (που προορίζονται για γενίτσαροι) έπρεπε να είναι καλλίμορφοι, αρτιμελείς και προς πόλεμον κατάλληλοι. Οι άπιστοι γονείς ή όποιοι άλλοι αρνούνται την παράδοση των γενιτσάρων γιών τους θα απαγχονίζονται αμέσως μπροστά στην πόρτα του σπιτιού τους και το αίμα τους θα θεωρείται εντελώς ασήμαντο» [4].

Λόγοι θεσπίσεως παιδομαζώματος

Οι λόγοι για τους οποίους θεσπίστηκε η τακτική του παιδομαζώματος από τους Οθωμανούς μπορούν να ταξινομηθούν σε:

  • Πολιτικοί.

Η κατάσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επέβαλε την δημιουργία ειδικών ομάδων επιβολής στο στρατό και στην κρατική μηχανή καθώς η έκταση της αύξανε σταδιακά τις ανάγκες της σε συνδυασμό με την αδυναμία να εξευρεθούν Μουσουλμάνοι ικανοί για την κάλυψη των αναγκών. Όμως με την τακτική του παιδομαζώματος ο αριθμός των γενίτσαρων γίνονταν συνεχώς μεγαλύτερος και σταδιακά όλη η Αυτοκρατορία βρέθηκε να διοικείται από ανθρώπους που είχαν Χριστιανικό υπόβαθρο και Ευρωπαϊκή καταγωγή.

  • Στρατιωτικοί.

Οι μουσουλμάνοι άτακτοι στους οποίους αρχικά στηρίχθηκαν οι σουλτάνοι για την εξάπλωση της κυριαρχίας τους ήταν απολύτως ανυπάκουοι, εξαιρετικά απείθαρχοι και με μόνιμη διάθεση λεηλασιών. Η ανάγκη για τακτικά οργανωμένο και σωστά εκπαιδευμένο στρατό επέβαλε την αναζήτηση γενίτσαρων οι οποίοι μάχονταν οργανωμένα, ήταν αφοσιωμένοι, πειθαρχημένοι, μάχονταν με θάρρος, ενέπνεαν φόβο στους αντιπάλους τους και έφερναν σε πέρας τις αποστολές που αναλάμβαναν.

  • Ασφαλείας του εκάστοτε Σουλτάνου.

Αν και δεν ήταν αυτός εξ αρχής ο σκοπός του παιδομαζώματος και ο ρόλος των γενιτσάρων, σταδιακά οι Οθωμανοί ηγεμόνες τους εμπιστεύθηκαν την προσωπική τους ασφάλεια, τόσο την εσωτερική όσο και την εξωτερική φύλαξη του ανακτόρου.

  • Οικονομικοί.

Οι άτακτοι που έφτασαν και κατέλαβαν την Μικρά Ασία πολεμούσαν και είχαν κυριαρχικά δικαιώματα στις κατακτημένες περιοχές. Είχαν δικαίωμα σε λαφυραγώγηση αγαθών και ανθρώπων και πραγματοποιούσαν επιδρομές επιστρέφοντας στους τόπους τους με έμψυχη και υλική λεία καθώς μέχρι την περίοδο του σουλτάνου Μουράτ Β' η λαφυραγώγηση ήταν ανεξέλεγκτη. Με τη δημιουργία του σώματος των γενίτσαρων οι οποίοι στην ουσία αποτέλεσαν τακτικό στρατό, το Οθωμανικό κράτος έθεσε υπό τον έλεγχο του την λεία και τα λάφυρα των πολέμων και των εδαφικών κατακτήσεων του.

  • Δημογραφικοί.

Οι Οθωμανοί ήταν αριθμητικά ελάχιστοι μέσα σε ένα πολυπληθέστερο εχθρικό χριστιανικό αλλά και μουσουλμανικό, κόσμο. Το παιδομάζωμα ενίσχυε απ' ευθείας την αριθμητική του πληθυσμού των Οθωμανών και τους έδινε ποιοτικό και ποσοτικό πλεονέκτημα έναντι των μουσουλμανικών γηγενών πληθυσμών.

  • Θρησκευτικοί.

Είναι βέβαιο και ιστορικά απολύτως τεκμηριωμένη η στενή σύνδεση των γενιτσάρων με τους Γαζήδες, τις αδελφότητες των Αχήδων και αργότερα των Μπεκτασήδων. Η σύνδεση αυτή αποδεικνύει πως το σώμα των γενιτσάρων ήταν, μάλλον, ένα θρησκευτικό τάγμα καθώς οι γενίτσαροι ήταν στρατιώτες, πιστοί ακόλουθοι του Ισλάμ και άγαμοι, για να παραμένουν προσηλωμένοι στους στόχους τους. Ο συνδυασμός αυτός μετέτρεψε τους γενίτσαρους σε ένα από τα ισχυρότερα στρατιωτικά τάγματα που υπερτερούσαν ακόμη και σε σύγκριση με τους Ιησουίτες. Παράλληλα το παιδομάζωμα εξασφάλιζε στους Οθωμανούς ηγέτες πλήθος νεοφώτιστων, φανατικών θρησκόληπτων που θυσίαζαν με προθυμία την ζωή τους πολεμώντας αρχικά στο όνομα του προφήτη όμως στην ουσία για την ωφέλεια του σουλτάνου.

Γενίτσαροι

Σύμφωνα με το Κοράνι, οι μουσουλμάνοι όταν κατακτούν μια χώρα μπορούν να διαχειριστούν το ένα πέμπτο της λείας, έμψυχης και άψυχης, του πολέμου. Στα πλαίσια αυτά χρησιμοποιήθηκαν οι υποτελείς λαοί για τις ανάγκες της αυτοκρατορίας και αναπτύχθηκε η τακτική του παιδομαζώματος [devshirme], με σκοπό την επάνδρωση των περιβόητων Γενίτσαρων, των «νέων στρατιωτών», και έκτοτε η ορολογία γενίτσαρος καθιερώθηκε ως ταυτόσημη με τον εξωμότη, τον νεοφώτιστο σε μια άλλη θρησκεία και διώκτη του δικού του Έθνους, καθώς και την στελέχωση διαφόρων κρατικών υπηρεσιών. Το παιδομάζωμα καθιερώθηκε για να προμηθεύεται η αυλή των Οσμανλήδων τους αναγκαίους δούλους, ενώ εξυπηρετούσε και το μουσουλμανικό καθήκον του προσηλυτισμού. Παράλληλα και οι αιχμάλωτοι αποτελούσαν μέρος αυτής της λείας, κι έτσι ο Σουλτάνος είχε τη δυνατότητα να διαθέσει τη ζωή τους κατά τη βούλησή του. Οι δούλοι αποτελούσαν τα στρατιωτικά τάγματα των γενιτσάρων, όπως τα ονόμασε ο Χατζή Βελή Μπεκτάς, ιδρυτής του τάγματος των Μπεκτασήδων δερβίσηδων. Το τάγμα αυτό δημιουργήθηκε περί το 1357, με πρώτη έδρα το χωριό Σουλουτζά, στην περιοχή της Αμάσειας. Ο ιδρυτής του πέθανε επί Μουράτ Α', του οποίου η μητέρα ήταν Χριστιανή βυζαντινή πριγκίπισσα, και τάφηκε στο χωριό Κιρ Σεχρή της Σεβάστειας, ενώ ο νέος στρατός [=γενί τσαρ] έφερε τη σημαία αυτού του τάγματος, ως το 1826, οπότε ο σουλτάνος Μαχμούτ Β' διέλυσε τους Μπεκτασήδες.

Στρατολογία

Μεμονωμένες στρατολογήσεις είχαν ξεκινήσει οι Οθωμανοί από το 1395, τον καιρό του σουλτάνου Βαγιαζήτ Α'. Τότε, στη Θεσσαλονίκη, διατάχθηκε στρατολόγηση παιδιών και υπάρχει καταγεγραμμένο ότι την Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 1395, ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ισίδωρος, σε ομιλία του -την Κυριακή των Νηστειών, στις 28 Φεβρουαρίου του 1395- με τον τίτλο: «Ομιλία περί της Αρπαγής των Παίδων κατά το του Αμηρά επίταγμα και περί της μελλούσης κρίσεως» προς τους γονείς των παιδιών, αναφέρθηκε στον αναγκαστικό εξισλαμισμό τους και στη σκληρή εκπαίδευσή και εκγύμνασή τους. Αναφέρει [5] χαρακτηριστικά ο Θεσσαλονίκης Ισίδωρος για τα αρπαγμένα παιδιά: ««Φρίττω γαρ το χαλεπόν κατά των φίλτατων ακηκοώς επίταγμα και, ως εις πυρ απρόσιτον ή ρομφαίας άμαχον, ούτως έχω προς αυτό. {...}... Βιαίως αλλοφύλλων χερσίν αρπαζόμενον και εις αλλόκοτα μεταπεσείν έθη βιαζόμενον και βαρβαρικής στολής και φωνής και ασεβείας και δυσωδίας άλλης σκεύος γενέσθαι μετά μικρόν προσδοκώμενον. ... Προς φόνους ομοφύλων παιδεύεται» και πληροφορεί ότι τα εξισλαμισμένα νεαρά αγόρια εκπαιδεύονται για να σκοτώνουν Έλληνες. Η στρατολογία των γενιτσάρων γινόταν κάθε 3 ή 5 χρόνια, ανάλογα με τις υπάρχουσες ανάγκες, με φιρμάνι του σουλτάνου προς τους ιεροδικαστές, μουτεσελίμηδες και κεχαγιάδες. Εξαιρούνταν οι οικογένειες που είχαν ένα αρσενικό παιδί. Τα παιδιά στέλνονταν αρχικά κοντά σε σπαχήδες, για να εθιστούν στο βίο των μουσουλμάνων και να διδαχτούν τις λεπτομέρειες του ιερού νόμου, ενώ η πρόοδος τους ελέγχονταν από ειδικούς υπαλλήλους. Στον Πόντο το παιδομάζωμα εφαρμόστηκε από νωρίς, καθώς οι περιοχές της Κασταμονής, της Σεβάστειας, της Τοκάτης και της Αμάσειας που υποτάχθηκαν στους Τούρκους νωρίτερα από το κράτος των Κομνηνών, ήταν γειτονικές με την έδρα των Μπεκτασήδων. Από την Τραπεζούντα οι Οθωμανοί αμέσως μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως απήγαγαν περί τα 800 αγόρια, τα οποία εξισλάμισαν βίαια. Εξαιρέσεις γίνονταν για τους Εβραίους και τους Αρμενίους, για τις οικογένειες των μεταλλωρύχων της Χαλδίας, λόγω των προνομίων που παραχωρήθηκαν σ’ αυτούς από το Σουλτάνο, καθώς και για όσους Σινωπίτες ασχολούνταν με τη ναυπηγική, ειδικότερα όσους ασχολούνταν με τη ναυπήγηση πολεμικών πλοίων.

Τα παιδιά που αρπάζονταν θεωρούντο οριστικά χαμένα ενώ στην Ήπειρο την πρώτη Κυριακή μετά την αρπαγή, οι γονείς τους πήγαιναν μαυροφορεμένοι στην εκκλησία, όπου ψαλλόταν νεκρώσιμη ακολουθία και εκφωνούνταν τα ονόματα των παιδιών που λογιάζονταν πλέον νεκρά για την ορθοδοξία και το Ελληνικό Έθνος. Μόλις γινόταν η επιλογή των παιδιών, δημιουργούταν ομάδες των 100-150 ατόμων και οδηγούνταν στην Κωνσταντινούπολη, όπου υποβάλλονταν σε αυστηρό σωματικό έλεγχο, περιτομή και έλεγχο των πνευματικών ικανοτήτων τους. Αρκετοί Έλληνες έγιναν με τη θέληση τους «Νενέκοι», δηλαδή εξισλαμισμένοι και γενίτσαροι, για να ζουν καλύτερα. Έτσι, αρκετοί φερόμενοι ως «Τούρκοι» της Πελοποννήσου, ήταν πριν Έλληνες και στη συνέχεια εξισλαμισμένοι έχοντας διατηρήσει τα ελληνικά επώνυμα. Έτσι, το έτος της ενάρξεως της Ελληνικής Εθνεγερσίας, το 1821, ο πληθυσμός της Πελοποννήσου ήταν 400.000 Χριστιανοί και 40.000 μωαμεθανοί, όμως μόλις δύο χρόνια μετά, περί το 1823, σύμφωνα με τα στοιχεία της Επαναστατικής Ελληνικής Κυβερνήσεως της Α' Ελληνικής Δημοκρατίας, η Πελοπόννησος είχε πληθυσμό 407.500 Χριστιανούς και μόλις 16.500 μωαμεθανούς.

Το παιδομάζωμα και η μαζικός εξισλαμισμός αποτελούν τους κύριους λόγους για τους οποίους οι Οθωμανοί δεν αποτέλεσαν ποτέ έθνος, με τη σημερινή έννοια της λέξεως, αλλά ένα μωσαϊκό λαών, το οποίο συνέδεε η ισλαμική πίστη. Όπως σχολιάζει ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος: «Απ’ όλη λοιπόν την ιστορία του οσμανικού κράτους μαρτυρείται ότι το κράτος αυτό δεν έγινε από κάποιο έθνος ίδιο, αλλά μόνο από ίδια θρησκεία˙ γι’ αυτό και ποτέ δεν ονόμασε τον εαυτό του τουρκικό αλλά οσμανικό, δημιούργημα δηλαδή του Οσμάν, ή μουσουλμανικό, δηλαδή άθροισμα των πιστών, ανεξάρτητα από κάθε εθνική διαφορά» [6]. Εκείνη την χρονική περίοδο της Ιστορίας η λέξη «Τούρκος» στα ελληνικά, σήμαινε γενικά τον μουσουλμάνο ή ειδικότερα τον μουσουλμάνο υπήκοο του σουλτάνου, μέσα σε μια πολυεθνική αυτοκρατορία. Δεν υπήρχε εθνικό τουρκικό κράτος, πολυεθνοτική ήταν και η σύνθεση της τάξεως των Οθωμανών αξιωματούχων που ασκούσε την εξουσία, καθώς ελάχιστοι απ' αυτούς είχαν καθαρά τουρκική καταγωγή. Παράλληλα η λέξη «Τούρκος» σηματοδοτούσε τον μουσουλμάνο αγρότη ή νομάδα της βαθειάς Ανατολίας και οι Έλληνες το χρησιμοποιούσαν υβριστικά, για να επισημάνουν πως κάποιος ήταν άξεστος, αγροίκος, βάρβαρος και απολίτιστος, κάτι που εξακολουθεί να διατηρείται στη λαϊκή μνήμη ως τις μέρες μας.

Συγγενής θεσμός με το παιδομάζωμα ήταν η ναυτολογία, δηλαδή η υποχρέωση των υποδούλων Ελλήνων να προσφέρουν στους Τούρκους νέους για την επάνδρωση των πληρωμάτων των πλοίων του πολεμικού στόλου, τακτική που εφαρμόστηκε από το 15ο αιώνα. Σύμφωνα με το σχετικό νόμο υπήρχε αναλογικό μέτρο, ένας νέος για είκοσι σπίτια στα χωριά και ένας νέος για δέκα σπίτια στις πόλεις. Σε 30.000 άνδρες-νέους, ίσως κι ακόμα περισσότερους, υπολογίζεται και αυτός ο φόρος αίματος. Η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των νέων, εξαιτίας των συνθηκών διαβιώσεως και των μεγάλων απωλειών στις ναυμαχίες, δεν ξαναγύριζαν ποτέ στα σπίτια τους. Οι ναυτολογούμενοι Έλληνες νέοι που ονομάζονταν λεβέντες, γαλιοντζήδες, κατεργάροι, μαριόλοι, κιουρεκτσήδες, γεμιτζήδες και γαρμπιέρηδες, βίωσαν συνθήκες αληθινής τραγωδίας στα εσωτερικά των πλοίων, υφιστάμενοι πείνα, δίψα, δυσωδία, ασθένειες, ανάλγητο μαστίγωμα και πολλές άλλες απάνθρωπες ταπεινώσεις.

Εκπαίδευση

Η επιλογή των νέων γίνονταν με βάση καταλόγους γεννήσεων που διατηρούσαν οι κοτζαμπάσηδες των χριστιανικών πόλεων και χωριών, από όπου οι στρατολόγοι επέλεγαν τα ικανά παιδιά των χριστιανικών οικογενειών. Σύμφωνα με το νόμο του Σουλτάνου κάθε χριστιανική οικογένεια έδινε μέχρι ένα αρσενικό παιδί, αλλά πολλές φορές οι Γενίτσαροι άρπαζαν με τη βία περισσότερα τα οποία στη συνέχεια πουλούσαν ως δούλους σε πλούσιους άρχοντες. Συχνά επιλέγονταν και παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας, μέχρι και 20 ετών, λόγος για τον οποίο οι Χριστιανοί γονείς τους συχνά πάντρευαν τα παιδιά τους ανήλικα, καθώς ο νόμος όριζε ότι τα παντρεμένα τέκνα εξαιρούνταν από το παιδομάζωμα. Σχετικός με την απεικόνιση αυτού του θέματος, δηλαδή του γάμου ανηλίκων Χριστιανών, είναι ο πίνακας του, γνωστού από το «Κρυφό Σχολειό», Νικόλαου Γύζη «Παιδικοί Αρραβώνες» (ή «Τα Αρραβωνιάσματα»), που φιλοτεχνήθηκε γύρω στο 1875, ενώ ο ίδιος φιλοτέχνησε και τον πίνακα «Το παιδομάζωμα».

Σε έκθεση του, το 1513, ο πρέσβης της Βενετίας στην Κωνσταντινούπολη, Βερνάρδος Ναβαγέρο, βεβαιώνει: «...οι απεσταλμένοι γυρίζουν πόλεις και χωριά, καλώντας τους Πρωτόγερους να παρουσιάσουν όλα τα παιδιά ηλικίας δώδεκα έως δεκαπέντε χρόνων. Από τον γονέα που έχει 4-5 διαλέγουν το καλύτερο, αλλά και από εκείνον που έχει ένα μόνο, του το παίρνουν κι αυτό», αν και η αρπαγή του μοναδικού τέκνου μιας οικογένειας ήταν απαγορευμένη με σουλτανικό φιρμάνι, αφού η αποψίλωση των επαρχιών είχε αρνητικές επιπτώσεις στα φορολογικά έσοδα της αυτοκρατορίας. Οι εξισλαμισμένοι Γενίτσαροι ακολουθούσαν το δόγμα της αδελφότητας των Μπεκτασί, το οποίο διαφέρει σημαντικά από το παραδοσιακό σουνιτικό Ισλάμ και περιελάμβανε την τιμή χριστιανών αγίων.

Η Ελληνική λαϊκή μούσα τραγούδησε [7] τον πόνο και τη θλίψη των γονέων για το παιδομάζωμα με το παρακάτω τραγούδι που προέρχεται από την περιοχή Πωγωνίου Ιωαννίνων:
«Ανάθεμά σαι βασιλιά και τρεις ανάθεμά
με το κακό οπόκαμες, με το κακό που κάνεις
στέλνεις, δένεις τους γέροντες και πρώτους τους παπάδες,
να μάσεις παιδομάζωμα, να κάνεις γενιτσάρους.
Κλαίν οι γονέοι τα παιδιά κι οι αδελφές τ’ αδέλφια.
Κλαίγω κι εγώ και καίγομαι κι όσο θα ζω θα κλαίγω.
Πέρσι πήραν το γιόκα μου, φέτος τον αδελφό μου».

Ένα μικρό μέρος των παιδιών που αρπάζονταν από τις οικογένειες τους, αυτά που ήταν πολύ ευφυή, δεν στέλνονταν να γίνουν στρατιώτες, αλλά στέλνονταν σε μία σχολή το Εντερούν, το ενδότερο δηλαδή, όπου εκπαιδεύονταν με σκοπό να ανέλθουν στις ανώτερες θέσεις της οθωμανικής διοικήσεως. Τα παιδιά αυτά οδηγούνταν σε ειδικούς χώρους, όπου δεν επιτρεπόταν διόλου η έξοδος αλλά παρέμεναν για εφτά χρόνια έγκλειστα, με προσεκτική και συστηματική στρατιωτική και θρησκευτική εκπαίδευση. Διδάσκονταν τη τουρκική γλώσσα, τα νέα καθήκοντά τους και τις ευθύνες τους, προπάντων την τυφλή υπακοή στους ανωτέρους των. Πολλοί από αυτούς έφταναν ακόμα και στη θέση του Πρώτου Βεζίρη, δηλαδή του Πρωθυπουργού της Αυτοκρατορίας. όμως όσο ψηλά κι αν έφταναν βρίσκονταν πάντα υπό την απειλή της εξοντώσεως από τον εκάστοτε Σουλτάνο. Πολλοί κορυφαίοι Βεζίρηδες, όπως ο Έλληνας Ιμπραήμ Πασάς ή ο Σέρβος Σοκουλούμ Μεμέτ Πασάς, ο αδερφός του οποίου ήταν Αρχιεπίσκοπος Βελιγραδίου, αν και έφτασαν ψηλά είχαν τραγική τύχη και κατάληξη. Ενδεικτική των αντιδράσεων που προκαλούσε στους υπηκόους του σουλτάνου η τύχη κάποιων από τα παιδιά που έπεφταν θύματα του παιδομαζώματος είναι η περίπτωση πλούσιου Τούρκου ο οποίος είπε στον πρέσβη της Αυστρίας: «Ενώ τα παιδιά των άθλιων χωρικών πηγαίνουν στα παλάτια και γίνονται μεγάλα και σπουδαία, τα δικά μας παιδιά αγνοούνται και παραμερίζονται σε σημείο να γίνονται υπηρέτες των άλλων». Διαπρεπείς άνδρες της οθωμανικής αυτοκρατορίας που προέρχονταν από Ελληνόπουλα του παιδομαζώματος, ήταν ο Μουράτ πασάς, ο Αχμέτ πασάς, ο Μαχμούτ πασάς και ο Μεγάλος Βεζύρης Αλή πασάς στην εποχή του σουλτάνου Σουλεϊμάν. Αναφέρεται ότι από τους σαράντα (40) Μεγάλους Βεζίρηδες που κατέλαβαν αυτό το αξίωμα μετά το 1453, οι είκοσι οχτώ (28) ήταν Ελληνικής καταγωγής και μόνον οι δώδεκα (12) ήταν Οθωμανοί.

Αναφορές στο παιδομάζωμα

Ο Βενετός πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη, Πιέτρο Μοροζίνι, γράφει το 1585: «Τα παιδιά αυτά διατελούν στην Κωνσταντινούπολη υπό την άμεση επίβλεψη ευνούχων, ιδίως μαύρων, που για το τίποτε τα ξυλοκοπούν αγρίως. Σπανίως τους δίνουν εκατό βουρδουλιές. Συνηθέστερα φτάνουν στις χίλιες. Και οι ευνούχοι, μετά τις βουρδουλές απαιτούν να παρουσιάζονται μπροστά τους τα δαρμένα παιδιά και να τους φιλούν το φόρεμα, εμφράζοντας τις ευχαριστίες των σ’ εκείνον που τα έδειρε. Τέτοια ταπείνωση και περιφρόνηση παθαίνουν τα δύστυχα». Σε υπόμνημά του ο Sieur De Breves, πρεσβευτής της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη από το 1590 έως το 1606 γράφει: «Το παιδομάζωμα γίνεται κάθε πέντε χρόνια σαν φόρος του λαού όλων των ελληνικών περιοχών από ειδικούς επιτρόπους επιφορτισμένους για τη συγκρότηση των γενιτσαρικών σωμάτων. [...] Τα παιδιά οδηγούνται στην Πόλη κι εκεί αρχίζει η προσεχτική και συστηματική εκπαίδευση σε ειδικούς χώρους όπου δεν επιτρέπεται διόλου η έξοδος. Φρουρούνται από ευνούχους, όπως ακριβώς οι γυναίκες του χαρεμιού. Έχουν εκπαιδευτές που τους διδάσκουν τη μουσουλμανική γλώσσα, τα καθήκοντα και τις ευθύνες τους και, προπαντός, την τυφλή υπακοή στους ανωτέρους τους. Τα παιδιά μένουν έγκλειστα εφτά χρόνια, όσο να ολοκληρωθή η εκπαίδευση». Μετά την ολοκλήρωση του εκπαιδευτικού κύκλου οι νέοι γενίτσαροι, είτε ακολουθούσαν καριέρα στρατιωτικού, εντασσόμενοι στο σώμα των Γενίτσαρων, είτε πολιτικού διοικητή ή υπαλλήλου σε κάποια επαρχία. Η έκταση αυτής της τακτικής ήταν τόση που όπως αναφέρει η Ζόελ Νταλέγκρ: «..Μεταξύ των ετών 1453 και 1623, στους 47 Μεγάλους Βεζίρηδες 5 μόνο είχαν τουρκική καταγωγή. Όλοι οι άλλοι είχαν εκπαιδευτεί στο σχολείο του παλατιού και ήταν προϊόντα παιδομαζώματος». Σε πολλές περιπτώσεις, μουσουλμανικές οικογένειες προσέφεραν τα παιδιά τους στις χριστιανικές, ελπίζοντας πως θα επιλεχθούν αυτά για την αυτοκρατορική εκπαίδευση, όπως γράφει ο Κ. Παπαρηγόπουλος: «... το πιο παράδοξο, η επιθυμία που είχαν οι οσμανίδες να συμμετάσχουν στην καλή τύχη των χριστιανών έγινε τόσο μεγάλη ώστε κατάντησαν να δανείζουν τα παιδιά τους στους δικούς μας για να συμπεριληφθούν στους γενίτσαρους». Από την πλευρά του ο Ελληνοαμερικανός ιστορικός Σπυρίδων Βρυώνης γράφει [8]: «Είναι δύσκολο να υπολογίσουμε πόσοι χριστιανοί απετέλεσαν μέρος του συστήματος [Ghulam] και έγιναν μουσουλμάνοι. Οπωσδήποτε ο αριθμός ήταν μικρός σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη εποχή, αλλά το σύστημα πρέπει κάπως να επηρέασε τους χριστιανούς στο θέμα του προσηλυτισμού τους κατά το διάστημα αρκετών αιώνων».

Ο Απόστολος Βακαλόπουλος αναφέρει: «Υπολογισμός-έστω και κατά προσέγγιση-του αριθμού των εξισλαμισμένων παιδιών είναι πολύ δύσκολος, σχεδόν αδύνατος. Ίσως τον υπολογισμό αυτό θα μπορούσε να διευκολύνει κάπως μια ειδική και διεξοδική μελέτη για το παιδομάζωμα με την ευρεία του έννοια» [9]. Ο Τούρκος ιστοριογράφος Τσελεμπί αναφέρει αρπαγές και βίαιο εξισλαμισμό, στη Βέροια και στην Έδεσσα, την ημέρα του Πάσχα, όπου αυτό γινόταν κατ’ έθιμο: «Στην πόλη ακόμη αυτή (τη Βέροια) υπάρχει ένα αρχαίο θέαμα, που είναι παρόμοιο με αυτό που συμβαίνει στην πόλη των Βοδενών. Όταν στην πόλη αυτή οι άπιστοι έχουν την κακόφημη γιορτή τους, δηλαδή όταν είναι οι μέρες των Κόκκινων Αυγών, επειδή τα Βοδενά και η πόλη αυτή, η Βέροια, κατακτήθηκαν τις ημέρες των Κόκκινων Αυγών, την ημέρα εκείνη όλοι οι άπιστοι, θα κλειδωθούν στα σπίτια τους, θα ντυθούν και θα οπλιστούν και δεν θα βγουν έξω από τα καταραμένα σπίτια τους. Όλοι οι μουσουλμάνοι τις ημέρες εκείνες των Κόκκινων Αυγών ντύνονται και ζώνονται τα άρματα, σαν να είναι μεγάλη γιορτή και σαν να είναι το Κουρμπάν Μπαϊράμι. Όλοι οι μαχητές γαζήδες, κατάφορτοι με πολεμικά άρματα, εκείνη την ημέρα, ώσπου να φτάση το βράδυ, ρίχνουν κανονιές και τουφεκιές και φωνάζοντας την πολεμική κραυγή των μουσουλμάνων «Αλλάχ, Αλλάχ», συγκεντρωμένοι σε ομάδες γυρνούν και ψάχνουν να βρουν τους άπιστους, που βγαίνουν έξω, τα όμορφα άπιστα αγόρια και τα κορίτσια των απίστων. Αν ως το βράδυ, βρουν έξω, έναν άπιστο, αμέσως τον περιτέμνουν και τον τιμούν κάνοντάς τον μουσουλμάνο». Τέλος, ο Νεοκλής Σαρρής γράφει [10]: «Οι πραγματικές διαστάσεις των αποτελεσμάτων του παιδομαζώματος υπερφαλαγγίζουν κατά πολύ οποιοδήποτε αριθμητικό μέτρο. Γιατί, όπως πολύ ορθά έχει παρατηρηθεί, οι χριστιανοί κάτοικοι της βαλκανικής χερσονήσου, προκειμένου να μην αποχωριστούν τα παιδιά τους, είχαν δύο λύσεις:

  • Πρώτον: Να εξισλαμισθούν ή να προσποιηθούν ότι εξισλαμίζονται.
  • Δεύτερον: Να φύγουν με την κινητή τους περιουσία στις πλησιέστερες κτήσεις των χριστιανών κρατών».

Αντιθέτως ο τουρκολόγος εθνικομπολσεβίκος καθηγητής Δημήτριος Κιτσίκης υποστηρίζει ξεκάθαρα πως υπήρξαν παράπλευρες ωφέλειες από το παιδομάζωμα και ότι στις μέρες μας η εικόνα που σχηματίστηκε για αυτή την τακτική είναι παραμορφωμένη από την εισβολή του «δυτικού εθνικισμού στη φραγκοποιημένη Ελλάδα». Γράφει [11]: «.. Στόχος των σουλτάνων ήταν ν’ αποδεσμευθούν από την επιρροή της αριστοκρατίας και των θρησκευτικών ομάδων και να βασίσουν τη απόλυτη εξουσία τους πάνω σε μια ελίτ, που να τους είναι αφοσιωμένοι ψυχή και σώματι. Έπρεπε αυτοί οι άνθρωποι να κόψουν τους δεσμούς τους με την οικογένεια τους, το χωριό τους, τη θρησκεία τους και [...] να μην έχουν άλλον υλικό και συναισθηματικό δεσμό από το πρόσωπο του αυτοκράτορα. [...] Οι προνομιούχοι αυτοί υπήρξαν κατ’ αποκλειστικότητα Έλληνες (Ρωμηοί), δηλαδή μόνον χριστιανοί ορθόδοξοι. Η απόφαση που χρησιμοποιήθηκε, για ν’ αρνηθεί ο σουλτάνος τη στρατολόγηση των μουσουλμάνων, ήταν πως δεν ήταν δυνατόν να γίνει δούλος ο γιός ενός πραγματικού πιστού του Προφήτη [...]. Η τυποποιημένη εικόνα της Ελληνίδας μάνας που βλέπει το βάρβαρο Τούρκο αφέντη να της παίρνει το παιδί από την αγκαλιά, για να το μετατρέψει σε γενίτσαρο, εικόνα που πήρε τη συγκεκριμένη τραγική της μορφή με τη άνοδο του εισαγόμενου δυτικού εθνικισμού στη φραγκοποιημένη Ελλάδα, παραμορφώνει τελείως ένα φαινόμενο που αναπτύχθηκε στην ενδιάμεση περιοχή στην προεθνικιστική περίοδο, όταν τέτοιου είδους εθνικιστικές αντιδράσεις δεν υπήρχαν. Για να μην αποδιοργανωθούν το εμπόριο και η βιομηχανία, οι νεαροί της Πόλης, των μεγάλων πόλεων και οι γιοί των βιοτεχνών στην ύπαιθρο αποκλείονταν. Παρά ταύτα χριστιανικές ακόμη και μουσουλμανικές οικογένειες των πόλεων πληρώνανε μεγάλα ποσά σε ελληνικές αγροτικές οικογένειες, για να υιοθετήσουν τα παιδιά τους, με την ελπίδα ότι θα συμπεριλαμβάνονταν στο παιδομάζωμα… Το παιδομάζωμα στην περίοδο της ακμής του δεν ήταν ούτε καθ’ αυτό παιδομάζωμα υπό την έννοια στρατολογήσεως μικρών παιδιών [...]ούτε στην ουσία υποχρεωτικό, διότι α) ο αριθμός των νεοσυλλέκτων ήταν πάρα πολύ μικρός [...] β) Οι νεοσύλλεκτοι δεν ήταν, όπως λανθασμένα επιστεύετο, κάτω των 5 ετών. Ήταν μεταξύ 8 και 18 ετών [...]. Η θρησκευτική και εθνική τους προσωπικότητα είχε ήδη κατά το πλείστον σχηματισθεί, γι’ αυτό και οι περισσότεροι πρωθυπουργοί, υπουργοί και γενίτσαροι παρέμεναν ουσιαστικά Ρωμηοί στην ψυχή...».

Κατάργηση

Με την πάροδο του χρόνου επιτράπηκε στους γενίτσαρους να αποκτούν οικογένεια και ήδη από το 1567 το σώμα των γενίτσαρων επανδρωνόταν από τα ίδια τα παιδιά τους, λόγος για τον οποίο, στις αρχές του 17ου αιώνα, ο σουλτάνος Οσμάν Β' είχε αποφασίσει να αντικαταστήσει τους γενίτσαρους με τάγματα Αιγυπτίων μισθοφόρων. Ο Οσμάν Β', το 1622, ήταν ο πρώτος που επιχείρησε να καταργήσει το παιδομάζωμα και ακολούθησε ο Μουράτ Δ' ο οποίος το ανέστειλε. Το 1637, οι έμμισθοι γενίτσαροι έφτασαν τις 46.000, από 12.000 που ήταν λίγα χρόνια νωρίτερα. Ουσιαστικά η τακτική αυτή εξαλείφθηκε από τα μέσα του 17ου αιώνα, όμως απόπειρες επαμναλήψεως της καταγράφονται μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα, όπως το 1705 που επιχειρήθηκε στη Νάουσα το οποίο έγινε και αιτία εξεγέρσεως των κατοίκων. Εκείνο το έτος ο σουλτάνος Αχμέτ Γ' διέταξε «τάχιστα περισυλλογή και αποστολή νέων γενιτσάρων» και για την περιφέρεια της Νάουσας υπήρχε η εντολή για επιλογή 50 νέων «κατά το κρατούν παλαιόν έθιμον». Οι Ναουσαίοι εξεγέρθηκαν υπό τον αρματολό Ζήση Καραδήμο και τους δύο γιούς του Βασίλη και Δημήτρη και σκότωσαν τον υπεύθυνο του παιδομαζώματος Αχμέτ Τσελεμπή και τους συνοδούς του. Όπως αναφέρεται [12] χαρακτηριστικά «..συνεπλάκησαν μετά των Τούρκων, εφόνευσαν τον στρατολόγον και τους συνοδεύοντας αυτόν και ακολούθως, ανερχόμενοι σε 100, ετράπησαν εις τα πέριξ της πόλεως δασώδη όρη, επιτιθέμενοι εκείθεν κατά των Τούρκων και διασαλεύοντες την τάξιν». Ακολούθως άρχισαν να εξολοθρεύουν τους Οθωμανούς στην ύπαιθρο της Βέροιας και της Νάουσας. Οι Τούρκοι σχημάτισαν ένοπλο σώμα από 1.000 άνδρες υπό τον Ρετζέπ Αγά και καταδίωξαν τους επαναστάτες ώσπου τους περικύκλωσαν στα μέσα Ιουνίου στα στενά της Αραπίτσας κοντά στη Νάουσα. Στη μάχη που έγινε σκοτώθηκε ο Ζήσης Καραδήμος, ενώ οι γιοί του και άλλοι άνδρες από το σώμα του συνελήφθησαν και δολοφονήθηκαν στη Βέροια.

Σύμφωνα με όσα γράφει [13] ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος: « Όπως μαρτυρούν έγγραφα του ιεροδικείου Βέροιας, οι κάτοικοι αρνήθηκαν να παραδώσουν τα παιδιά τους και σκότωσαν τους Τούρκους στρατιωτικούς τους εντεταλμενούς με τη στρατολογία. Έπειτα περισσότεροι από 100 άνδρες, με επικεφαλή τον αρματολό Ζήση Καραδήμο και τους γιούς του, σχημάτισαν «συμμορία, ύψωσαν τη σημαία της ανταρσίας και άρχισαν να διατρέχουν τα βουνά και τις πεδιάδες στην περιοχή της Βέροιας και της Νάουσας ληστεύοντας και σκοτώνοντας τους μουσουλμάνους της υπαίθρου. Η ανταρσία βέβαια καταπνίγηκε μετά από δυναμική επέμβαση τουρκικής στρατιωτικής δυνάμεως και όσοι συνελήφθησαν εκτελέσθηκαν, παραμένει όμως άγνωστο αν ύστερα από τα γεγονότα αυτά επέμεινε η Πύλη στη στρατολογία χριστιανοπαίδων από τη Νάουσα, γιατί στο αρχείο του ιεροδικείου της Βέροιας δεν βρέθηκε καμιά σχετική διαταγή του σουλτάνου ή του μπεηλέρμπεη της Ρούμελης. Φαίνεται άλλωστε ότι τα δραματικά εκείνα γεγονότα της Νάουσας αποτελούν και τον επίλογο της ιστορίας του παιδομαζώματος στην Οθωμανική αυτοκρατορία». Αυτό είναι το τελευταίο γνωστό περιστατικό παιδομαζώματος, ωστόσο σώζεται επίσης βεράτιο του 1150/1738 με το οποίο εξαιρείται ο γιος Χριστιανού υποτελούς από το παιδομάζωμα. Η διάλυσή του τάγματος των γενιτσάρων συνέπεσε, το 1826, με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Πετρουπόλεως που ήταν ο πρώτος σταθμός των Ελλήνων προς την ελευθερία. Σε ότι αφορά τις Ελληνίδες γυναίκες με το δεδομένο ότι οι Τούρκοι ποτέ δεν σταμάτησαν να συλλέγουν χαρέμια, συχνά απήγαγαν μερικές από τις ωραιότερες Χριστιανές, για να γεννούν απευθείας μουσουλμάνους γενίτσαρους.

Σύνοψη

Ενώ μέχρι το 1453 και την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως οι μαρτυρίες που υπάρχουν για το παιδομάζωμα είναι από σπάνιες έως είναι ελάχιστες και όσες υπάρχουν οι περισσότερες είναι μη κατατοπιστικές και με ανακρίβειες, όμως από το 1453 και μετέπειτα οι πηγές γίνονται περισσότερες και εμπεριέχουν πληροφορίες πιο κατατοπιστικές. Συνοπτικά, το παιδομάζωμα άρχισε την περίοδο της Τουρκοκρατίας περί το 1320, επί ημερών του Σουλτάνου Ορχάν που ήταν γιος του Οσμάν, του ιδρυτή του Τουρκικού κράτους. πρώτη αναφορά στο παιδομάζωμα έγιεν το 1395 σε ομιλία του Επισκόπου Θεσσαλονίκης, του Ισίδωρου Γλαβά. Η τακτική συστηματοποιήθηκε αρτιότερα επί Σουλεϊμάν Α' τον 15ο αιώνα, και τελείωσε περί το 1632, επί των ημερών του Σουλτάνου Μουράτ Δ', που κατάργησε τα τάγματα των γενιτσάρων τα οποία διαδραμάτιζαν ρόλο πραιτωριανών στην Τουρκική αυτοκρατορία, καθώς τα νέα όπλα και οι νέες τακτικές του πολέμου άρχισαν να ξεπερνούν τους φανατικούς προσήλυτους, ενώ το κόστος στρατολογήσεως μέσω του παιδομαζώματος κατέστη απαγορευτικό. Η τελευταία αναφορά στο παιδομάζωμα γίνεται σε καταχώριση του οθωμανικού δικαστικού κώδικα της Βέροιας αναφορικά με την αντίδραση των χριστιανών στη Νάουσα για το παιδομάζωμα που επιχείρησαν οι Οθωμανοί το 1705. Πολύτιμες μαρτυρίες για το παιδομάζωμα περιλαμβάνονται στο βιβλίο «Περί της Καταστάσεως των Σήμερον Ευρισκομένων Ελλήνων», του Χριστόφορου Άγγελου (1619), που μεταφράστηκε σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες, ενώ συγκλονιστικές είναι οι περιγραφές Ευρωπαίων διπλωματών για τη διαβίωση των παιδιών που εξισλαμίζονταν. Αναφέρονται ελάχιστα παραδείγματα γενίτσαρων που διατηρούσαν ισχυρές αναμνήσεις των παιδικών τους χρόνων και ευνοούσαν τους χριστιανούς. Ορισμένοι υποστήριζαν ακόμα και σταυροφορία των Δυτικών ενάντια στην οθωμανική αυτοκρατορία ενώ χαρακτηριστική περίπτωση γενίτσαρου που ήταν ο Αρτινός Μουχαμέτης Παπαδάτος που εγκατέλειψε την Οθωμανική Αυτοκρατορία και το 1587 μετέβη στο Τίμπιγκεν της Γερμανίας, όπου βαπτίστηκε χριστιανός σε ηλικία 28 ετών.

Απολογισμός ψυχών

Τουρκική πηγή του 16ου αιώνα κάνει λόγο για 200.000, έως τότε. ο Αμερικανός ιστορικός Σούγκαρ, προφανώς αναπαράγοντας την προηγούμεμη πηγή, αναφέρει: «Είμαι από εκείνους που πιστεύουν ότι το σύνολο των νεαρών χριστιανοπαίδων, που αρπάχτηκαν «νόμιμα» από τις οικογένειες τους με τη διαδικασία του παιδομαζώματος, υπολογίζεται πώς ήταν περίπου διακόσιες χιλιάδες για όλη την περίοδο των δύο περίπου αιώνων που εφαρμόστηκε» [14]. Η εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος» κάνει λόγο για περισσότερα από μισό εκατομμύριο αρπαγμένα παιδιά ενώ ανάλογη είναι η εκτίμηση του Αυστριακού ιστορικού Ιωσήφ Χάμμερ που κι αυτός με τη σειρά του υπολογίζει τον αριθμό των παιδιών σε 500.000 και γράφει σχετικά: «Εξάγεται βεβαίως ότι πεντακόσιαι χιλιάδες παίδων χριστιανών εισίν ο ελάχιστος αριθμός των δια ξίφους ληφθέντων και καταναλωθέντων παίδων χριστιανών, ο ελάχιστος ον η θεομηνία δύναται να εναβρύνηται ότι εθυσίασε τω στρατιωτικώ δεσποτισμώ» [15]. Ο Γάλλος ιστορικός Lavalle γράφει [16]: «..Έτσι, μπορεί κανείς να εκτιμήσει σε πέντε εκατομμύρια τουλάχιστον τον αριθμό των παιδιών των χριστιανών, τα οποία, μέσα σε διαστήματα τριών αιώνων αλλαξοπίστησαν έτσι με τη βία και θυσιάστηκαν στη βάρβαρη πολιτική των σουλτάνων...». Τέλος ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος υπολογίζει πως: «...το σύνολον των ανδρών όσοι αφηρέθηκαν από τον χριστιανισμόν της Ανατολής προς μόνην την συγκρότησιν του γενιτσαρικού τάγματος, ειμπορεί να υπολογισθή εις εν περίπου εκατομμύριον» [17] [18].

Εκτιμήσεις

Το παιδομάζωμα προκάλεσε σοβαρή αφαίμαξη του υπόδουλου Ελληνισμού καθώς επί δύο και πλέον αιώνες μπορεί και σχεδόν τρεις, από τις αρχές του 14ου αιώνα έως και το τέλος του 16ου αιώνα, ένα μέρος του Ελληνισμού εκτουρκίστηκε. Η απώλεια εκτιμάται ως πολύ σοβαρότερη και μεγιστοποιείται η σημασία της αν λάβουμε υπ' όψη μας ότι τα παιδιά που στρατολογούνταν ήταν τα πιο ωραία, θαρραλέα, ρωμαλέα και με καλύτερη σωματική διάπλαση σε σχέση με τα παιδιά της ηλικίας τους. Παράλληλα πρέπει να συνυπολογίσουμε τις σφαγές, τους εξανδραποδισμούς, τις ακούσιες ή εκούσιες εξωμοσίες, την προσαρμογή των κατοίκων στις σκληρές συνθήκες ζωής, τις ηθικές και υλικές δυσκολίες, τους θανάτους, την ερήμωση περιοχών αλλά και την δημογραφική αλλοίωση μέσα από την πραγματική μείωση του πληθυσμού της Ελλάδος και τον κίνδυνο για την εξαφάνιση του Ελληνικού Έθνους. Οι Γενίτσαροι που ως σώμα αποτέλεσαν την αιχμή του δόρατος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με ένδοξες νίκες και κατακτήσεις, άρχισαν να παρακμάζουν με την εισαγωγή Τούρκων στις τάξεις τους, ενώ σταδιακά απέκτησαν λόγο ακόμη και στην ανάδειξη Σουλτάνου. Ο σουλτάνος Μαχμούτ ο Β' υπήρξε αυτός που αποφάσισε να αποφάσισε να δώσει τέλος στην ύπαρξη τους, όταν το 1826 οι Γενίτσαροι εξεγέρθηκαν, αντιδρώντας στην ίδρυση τακτικού στρατού. Τότε ο σουλτάνος με πιστά του στρατεύματα τους εγκλώβισε στους δρόμους της Κωνσταντινουπόλεως, τους περικύκλωσε με πυροβολικό και στη συνέχεια τους κατέσφαξε.

Κομμουνιστικό παιδομάζωμα (1946-49)

Στην Ελλάδα το 1948, 316 χρόνια μετά την ανάλογη πρακτική των Τούρκων κατακτητών και λίγο πριν το τέλος και τη συντριβή της ένοπλης ανταρσίας των μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος [Κ.Κ.Ε.], μετά από απόφαση της ηγεσίας του και προσωπικά του Νίκου Ζαχαριάδη, αρπάχτηκαν παιδιά και των δύο φύλων, από ένοπλους αντάρτες με βάση οργανωμένο σχέδιο, αποχωρίστηκαν με τη βία τις οικογένειες τους και μετακινήθηκαν στις αποκαλούμενες «Λαϊκές Δημοκρατίες», που βρίσκονταν υπό την επιρροή της Σοβιετικής Ενώσεως. Σε έντυπο της εποχής γινόταν ιστορική ανάλυση των δεινών που προκάλεσαν οι Σλάβοι στην Ελλάδα από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα: «Δεν είναι η πρώτη φορά, μέσα εις το κύλισμα των αιώνων, που οι Σλαύοι εξαπολύουν τις βάρβαρες ορδές των εις την Ελληνική Μακεδονία. [...] Οι Σλαύοι, τη φορά αυτή δεν αποτελούνται μόνον από Αλβανούς και Βουλγάρους. Έχουνε βοηθούς των τους συμμορίτες κομμουνιστές» [19]. Το παιδομάζωμα, ξεκίνησε τον Μάρτιο του 1948. Η Αλβανία και η Γιουγκοσλαβία, λόγω της γεωγραφικής τους θέσεως, επιλέχθηκαν ως ενδιάμεσοι σταθμοί. Σύμφωνα με τον Γεώργιο Μανούκα, πρώην Γενικό Επιθεωρητή του «παιδομαζώματος», το σχέδιο προέβλεπε τη μεταγωγή 50.000 παιδιών [20] και αποτέλεσε επινόηση της σλαβικής ηγεσίας του διεθνούς κομμουνισμού, που επιτελέσθηκε με ευσυνειδησία και την απόλυτη συνέργεια των συμμοριτών του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος [21].

1η φάση

Το παιδομάζωμα χωρίζεται σε δυο φάσεις. Αυτό που έγινε συντεταγμένα σχεδόν όλο το 1948 και αυτό που πήρε τη μορφή της αρπαγής μετά την κατάληψη της Καρδίτσας, της Νάουσας, του Καρπενησίου και άλλων μικρότερων επαρχιακών πόλεων. Η μετακίνηση παιδιών προς τις κομμουνιστικές χώρες είχε αρχίσει καιρό πριν υπάρξει η καταγγελία της Ελληνικής κυβερνήσεως, χωρίς όμως να αναφέρεται οτιδήποτε. Έτσι, η ακριβής χρονική στιγμή έναρξης της πρακτικής από τους κομμουνιστές παραμένει απροσδιόριστη, όμως τα μέσα ενημερώσεως των ανταρτών επιβεβαίωσαν το γεγονός όταν οι καταγγελίες τα εξανάγκασαν να το πράξουν.

Αντίδραση της Ελληνικής κυβερνήσεως

Η ελληνική κυβέρνηση, στις 27 Φεβρουαρίου 1948, υπέβαλε αγωγή στην Ειδική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα Βαλκάνια [UNSCOB], με την οποία κατήγγελλε «ότι Ελληνόπουλα μετακινούνται διά της βίας από τους αντάρτες πέρα από τα σύνορα, την Αλβανία, τη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία, καθώς και σε άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και κρατούνται στις χώρες αυτές. [....] Πράκτορες του "Στρατηγού" Μάρκου έχουν αρχίσει απογραφή παιδιών, ηλικίας 3 έως 14 ετών, στη Βόρεια Ελλάδα» με σκοπό να τα εκπαιδεύσει και να τα εντάξει στα μάχιμα τμήματά του. Σύμφωνα με την Ελληνική Κυβέρνηση ο στόχος αυτών των ενεργειών ήταν να:

  • τρομοκρατήσουν τις ελληνικές οικογένειες ώστε να βοηθήσουν τους αντάρτες,
  • εκπαιδεύσουν τα παιδιά με την κομμουνιστική ιδεολογία,
  • καταστρέψουν την ελληνική φυλή αποξενώνοντας τα Ελληνόπουλα και
  • αποδιοργανώσουν τη γεωργική παραγωγή, εξαναγκάζοντας τις οικογένειες να φύγουν από την ύπαιθρο προς τις πόλεις για να προστατεύσουν τα παιδιά τους.

Στο τέλος της αγωγής, η ελληνική Κυβέρνηση, επισήμανε πως το σχέδιο και η εκτέλεσή του συνιστούσαν το έγκλημα της γενοκτονίας. Στις 29 Φεβρουαρίου, που εορτάζονταν η Διεθνής μέρα υπέρ του παιδιού, Αθηναϊκή εφημερίδα [22] δημοσίευσε ότι οι συμμορίτες απάγουν τα παιδιά ηλικίας 3-14 ετών στην περιφέρεια Καστοριάς, με σκοπό να τα οδηγήσουν στη Ρωσία για να καταστούν καλοί κομμουνιστές.

Μάλιστα, για το «έγκλημα του παιδομαζώματος», το Δημοτικό Συμβούλιο Θεσσαλονίκης καθώς και Δημοτικά Συμβούλια άλλων πόλεων, απηύθυνε έκκληση στον Ο.Η.Ε., για την άμεση επιστροφή των παιδιών και τον στιγματισμό αυτής της «απάνθρωπης βίας»: «Απάνθρωπον, βάρβαρον, εγκληματικόν και γενοκτόνον παιδομάζωμα, όπερ συνετελέσθη εις βάρος χιλιάδων δυστυχών γονέων στερηθέντων βία των ανηλίκων τέκνων των αρπαγέντων υπό των σλαβοκομμουνιστών. Τα δυστυχή ταύτα πλάσματα κατακρατούνται εις στρατόπεδα υπό των διαφόρων κομμουνιστικών χωρών [...], τα οποία ανδρούμενα θα χρησιμοποιηθούν υπό των σλαβοκομμουνιστών συμμοριτών εν καιρώ εις νέαν επίθεσιν κατά της ιδίας ημών Πατρίδος μεταβαλλόμενα εις εγκληματικούς εχθρούς της μητρός των Πατρίδος, της Ελλάδος» [23].

Έναρξη του παιδομαζώματος

Στις αρχές Μαρτίου 1948 η αποκαλούμενη «Προσωρινή κυβέρνηση» των κομμουνιστών ανακοίνωσε πως έγινε δεκτό το αίτημά της στο Βαλκανικό συνέδριο νεολαίας, όλες οι «δημοκρατικές» χώρες να παράσχουν βοήθεια και να περιθάλψουν 12.000 ανήλικα παιδιά προερχόμενα από την Ελλάδα. Στις 4 Μαρτίου εκείνου του χρόνου, από τον ραδιοσταθμό «Ελεύθερη Ελλάδα» των συμμοριών του ΚΚΕ μεταδόθηκε η παρακάτω ανακοίνωση της αποκαλούμενης Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβερνήσεως: «Στο τελευταίο βαλκανικό συνέδριο των Νέων, το οποίο πραγματοποιήθηκε στο Βελιγράδι στις 3 Μαρτίου 1948, μετά από πρόταση του Ελληνα αντιπροσώπου, αποφασίσθηκε ομόφωνα από όλους τους αντιπροσώπους των δημοκρατικών χωρών να ενδιαφερθούν και να δώσουν βοήθεια σε 12.000 παιδιά από την Ελλάδα. Τα παιδιά αυτά είναι ηλικίας 3-15 ετών. Αυτά θα μεταφερθούν στις γειτονικές δημοκρατικές χώρες, όπου θα τους παρασχεθεί βοήθεια και εκπαίδευση. Για κάθε 25 παιδιά θα υπάρχει μια δασκάλα η οποία θα τα φροντίζει». Αμέσως άρχισε η έξοδος των παιδιών, καθώς οι προσυγκεντρώσεις είχαν ήδη ξεκινήσει από τα τέλη Φεβρουάριου 1948. Η διαταγή της αποκαλούμενης Προσωρινής Κυβερνήσεως του ΚΚΕ ήταν η όλη επιχείρηση να ολοκληρωθεί μέσα σε 15 ημέρες.

Η επιχείρηση μεταγωγής Ελληνοπαίδων προς την αλβανική μεθόριο, άρχισε υπό την εποπτεία των δήθεν αξιωματικών του αυτοαποκαλούμενου Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, του Υπολοχαγού του Μήτσου Γκουμπίδη, του Λοχαγού Θωμά Λευτέρη, του Βασίλη Σακελλαρίδη και του Σταύρου Κωτσόπουλου, καθώς και στελεχών της πολιτοφυλακής, ενώ την ευθύνη του συντονισμού είχε ο καθηγητής Ιατρικής Πέτρος Κόκκαλης, υπουργός Υγείας της κυβερνήσεως των συμμοριτών. Σε αυτήν τη φάση τα παιδιά, που όλα ήταν κάτω των 15 ετών, στην πλειονότητά τους παραδόθηκαν από τους γονείς τους οικειοθελώς. Το 50% της δυνάμεως των κομμουνιστοσυμμοριτών αποτελούσαν οι «Σλαβομακεδόνες», 12.000 περίπου, που κατοικούσαν στη Βορειοδυτική Ελλάδα. Επιπλέον οι περιοχές όπου διεξάγονταν οι μάχες κατοικούνταν από σημαντικό αριθμό «Σλαβομακεδόνων». Παράλληλα στον αποκαλούμενο Δ.Σ.Ε. σε σταθερή βάση πολεμούσαν γυναίκες σε ποσοστό που προσεγγίζει το 25%. Με βάση τα ανωτέρω δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα πόσα από τα παιδιά που απήχθησαν ή «μεταφέρθηκαν» στα κομμουνιστικά κράτη του παραπετάσματος ήταν παιδιά «Σλαβομακεδόνων» που οι γονείς τους τα παρέδωσαν για μεταφορά. Πολλοί «Σλαβομακεδόνες» γονείς, ο ένας ή και οι δύο, είχαν περάσει τα σύνορα και περίμεναν να έρθουν και τα παιδιά τους. Αρκετές από τις γυναίκες-μέλη των κομμουνιστικών συμμοριών είχαν αφήσει τα παιδιά τους σε συγγενείς και στη συνέχεια ανέλαβε να τα προωθήσει η κομμουνιστική οργάνωση στις χώρες του ανατολικού μπλοκ.

2η φάση

Στη δεύτερη φάση το παιδομάζωμα ήταν άτακτο χρονικά και γεωγραφικά. Όσο οι ανάγκες του αποκαλούμενου Δ.Σ.Ε. για τις λεγόμενες εφεδρείες γίνονταν πιο επιτακτικές, τόσο το παιδομάζωμα έπαιρνε τη μορφή της στρατολογίας διά της αρπαγής. Στηριζόταν σε αιφνιδιαστικές περιπολίες και εισβολές συμμοριτών σε κατοικημένες περιοχές ή σε ενέδρες σε τόπους χωρικών. Οι συμμορίτες έμπαιναν στα σπίτια αναζητώντας άτομα που θα στελέχωναν τις γραμμές τους. Οι εντολές της κομμουνιστικής ηγεσίας ήταν σαφείς: ενδελεχής έρευνα σε κατοικίες, καμάρες, αποθήκες, αποχωρητήρια, κρυψώνες, αχυρώνες, καλύβες και καταφύγια. Να μην εξαπατώνται και να μην δωροδοκούνται, να χρησιμοποιούν ανάλογα με την περίπτωση δόλο ή και απειλές, βία. Να εξαπατούν τις ανήλικες τις οποίες θα χρησιμοποιούν ως ασπίδες προστασίας, να μην επιδίδονται σε λεηλασίες και καταχρήσεις ενώ ιδιαίτερα οι συμμορίτισσες να μην είναι ατημέλητες κατά την στρατολόγηση των θυμάτων τους.

Σύμφωνα με δημοσίευμα: «Παραδοθείς εις την περιοχή της Μουργκάνας συμμορίτης καταγόμενος εκ Κουκλίων [24] περιέγραψε την νυχτερινή αρπαγή των παιδιών ηλικίας από 5-14 ετών των οποίων οι μητέρες υποχρεώθησαν με ξυλοδαρμούς και πυροβολισμούς να τα συνοδέψουν μέχρι το χωριό Κορκοβίτσα (σημ. πρόκειται μάλλον για το παραμεθόριο χωριό της Β. Ηπείρου Κοσοβίτσα) επί του αλβανικού εδάφους όπου και τα εγκατέλειψαν ακουσίως επιστρέψασαι ακολουθίας (γύρισαν με συνοδεία) εις τα ληστοκρατούμενα χωρία των» [25]. Στη φάση αυτή το παιδομάζωμα συνδέεται με τις στρατολογικές ανάγκες των κομμουνιστικών συμμοριών. Πολλά από τα παιδιά μεταφέρθηκαν στις χώρες του παραπετάσματος για να εκπαιδευθούν στα όπλα και στη συνέχεια να προωθηθούν στα πολεμικά μέτωπα. Σύμφωνα με μαρτυρίες, πολλά πτώματα ανταρτών ανήκαν σε νεαρά παιδιά, καθώς είναι γνωστό ότι όσα παιδιά ήταν άνω των 15 ετών οι γονείς τους έπρεπε να τα παραδώσουν στον Δ.Σ.Ε. για να πολεμήσουν.

Απαγωγή & Φυγάδευση

Η απομάκρυνση των παιδιών από την Ελλάδα γινόταν από τις μεθοριακές περιοχές της Κρυσταλλοπηγής, τον Γράμμου, του Πωγωνίου, της Μουργκάνας και της Σωπικής (χωριό του Πωγωνίου που ανήκει στην Αλβανία), καθώς η περιοχή βρισκόταν υπό τον απόλυτο έλεγχο των δυνάμεων των συμμοριτών και η διέλευση ήταν ελεύθερη. Οι βασικές διαδρομές ήταν τρεις: Κρυσταλλοπηγή-Ελμπασάν, Μουργκάνα-Άγιοι Σαράντα-Δυρράχιο και Σωπική-Αργυρόκαστρο-Φιέρι-Αυλώνα. Οι μεταφορές των παιδιών ως τα σύνορα γίνονταν με φορτηγά, σε ελάχιστες περιπτώσεις και στις δύσβατες περιοχές με ζώα ή κυρίως μετά από εξαντλητικές πεζοπορίες, στη διάρκρια των οποίων εκατοντάδες παιδιά άφησαν την τελευταία τους πνοή. Η ηγεσία των κομμουνιστών της Ελλάδος για να δικαιολογήσει την αρπαγή τους, το «Παιδομάζωμα» [26], και για να μην ευθύνονται οι «σοσιαλιστικές χώρες», είχε φροντίσει μετά από προσυνεννόηση και στα σημεία εισόδου στην Αλβανία, τη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία, δεν υπήρχαν ούτε στρατιώτες φύλακες. Έτσι δεν υπάρχει καταγραφή των παιδιών-προσφύγων, που εισέρχονταν μαζικά και κατά χιλιάδες στις γειτονικές με την Ελλάδα χώρες. Τα δρομολόγια μεταφοράς τους ποίκιλλαν και συνήθως ήταν, στην πλευρά της Φλώρινας, με τόπο συγκεντρώσεως το Βατοχώρι και στη συνέχεια στο Αλβανικό έδαφος από μονοπάτια δίπλα από την Κρυσταλοπηγή. Στην πλευρά της Καστοριάς, τόπος συγκεντρώσεως ήταν το Γιαννοχώρι, χωριό που βρίσκεται σε απόσταση 16 χιλιομέτρων από το Νεστόριο, και η Ιεροπηγή, σε απόσταση 4 χιλιόμετρα από τα αλβανικά σύνορα, ενώ μέσα στην Αλβανία τα συγκέντρωναν στο χωριό Βιντέχοβα. Στα σύνορα με τη Γιουγκοσλαβία, το πέρασμα βρίσκονταν στον Άγιο Γερμανό και από εκεί τα πήγαιναν με φορτηγά, είτε στο Μοναστήρι, είτε μέσω Κάτω Ντούπενι-Λιουμπόινο στο Brailovo, και στη συνέχεια με τραίνο στα Σκόπια. Στη Βουλγαρία, από όπου πέρασαν 10.028 παιδιά από τη Μακεδονία και τη Θράκη, το πέρασμα ήταν στη Ροδόπη, στο αφύλαχτο τουρκοχώρι το Krumovgrad και από το Ivajlovgrad κοντά στην Ορεστιάδα, στον Έβρο.

Στρατιωτική εκπαίδευση / επαναπροώθηση

Στις κομμουνιστικές χώρες οι παιδικοί σταθμοί χαρακτηρίζονταν από πολεμικό πνεύμα και στρατιωτική αγωγή, ώστε να αναπτυχθεί ο επαναστατικός παλμός των παιδιών για να μη λησμονήσουν τον τελικό τους σκοπό, που ήταν η επικράτηση του κομμουνισμού στην Ελλάδα. Τότε, το 1948 και στις αρχές του 1949, ήταν κοινή πεποίθηση στα ηγετικά στελέχη του Κ.Κ.Ε., πως ο συμμοριτοπόλεμος θα διαρκούσε πολύ και γι’ αυτόν τον λόγο οι παιδικοί σταθμοί στις χώρες αυτές αποτελούσαν φυτώριο εφεδρειών. Οι ντόπιοι αποκόμιζαν την εικόνα πως δεν επρόκειτο για παιδικούς σταθμούς, αλλά για στρατόπεδα. Τα παιδιά κυκλοφορούσαν μέσα στις πόλεις με στρατιωτικό βήμα, τραγουδώντας κομμουνιστικά τραγούδια. Τα δε μεγαλύτερα παιδιά έφεραν δίκωχα με το σήμα του ΔΣΕ. Τα παιδιά του «παιδομαζώματος» με κέντρο τη Βουδαπέστη διαμοιράστηκαν σε όλες τις κομμουνιστικές χώρες, πλην της Ανατολικής Γερμανίας, όπου μεταφέρθηκαν, κατόπιν επιλογής, περίπου 400 παιδιά, όλα ελληνόφωνα, υψηλής ευφυΐας και με καθαρό φάκελο. Ύστερα από 8-10 μήνες σχηματίστηκαν τάγματα που προωθήθηκαν στα Ελληνικά βουνά. Στη Ρουμανία ο Πορφυρογένης φρόντισε να δημιουργηθούν τάγματα ανηλίκων που, μέσω Γιούργεβο, πέρασαν στη Βουλγαρία και από εκεί με φορτηγά, μέσω Γιουγκοσλαβίας, έφτασαν στο Βίτσι.

Όταν επήλθε η ρήξη Τίτο-Στάλιν, οι Γιουγκοσλάβοι δεν επέτρεπαν να διέρχονται οι αυτοκινητοπομπές με τα παιδιά μέσα από το έδαφος τους κι έτσι οι αποστολές από τη Ρουμανία τελικά δεν πραγματοποιήθηκαν. Πολλά από τα παιδιά που βίωναν τον πόλεμο στον Γράμμο και στο Βίτσι φοβούνταν και βρίσκονταν σε κατάσταση σοκ. Αυτά μέσω Αλβανίας προωθούνταν στη Ρουμανία για επανεκπαίδευση, αλλά ο φάκελος του είχε την ένδειξη «δειλό». Ενδεικτική της οπτικής με την οποία αντιμετώπιζε η κομμουνιστική ηγεσία τα ανήλικα παιδιά είναι η ομολογία του Κώστα Γκριτζώνα [27] ανώτατου στελέχους του αποκαλούμενου Δ.Σ.Ε.: «....το πρόβλημα της αύξησης των μαχητικών δυνάμεων του στρατού μας παρέμενε οξύτατο. Όταν το μαχαίρι έφτασε στο κόκκαλο, το Γενικό Αρχηγείο (ΓΑ) του ΔΣΕ αναγκάστηκε να βρει νέους μαχητές ανάμεσα στα παιδιά που είχαν βγει στις Λαϊκές Δημοκρατίες. Ήταν ένα αναγκαίο κακό. Το δίκαιο της επανάστασης δικαιώνει εκείνη την ενέργεια» [28]. Η παραδοχή αυτή δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία για τις προθέσεις καθώς και τις συνεπακόυθες ευθύνες της κυβερνήσεως των συμμοριτών και ξεκάθαρα υπονομεύουν ακόμη και την όποια ελάχιστη αξιοπιστία του βασικού επιχειρήματος της, ότι δηλαδή απομάκρυνε τα παιδιά από την Ελλάδα για να τα σώσει από τον πόλεμο.

Κομμουνιστικοί ισχυρισμοί

Το Κ.Κ.Ε. από το τέλος του 1947 έμοιαζε πως έχανε τον πόλεμο συμμοριών που είχε εξαπολύσει. Εκείνο τον χρόνο το πρόβλημα της ελλείψεως εφεδρειών έγινε μείζον από την πλευρά του. Όλα αυτά ήταν γνωστά στους κομμουνιστές και σ’ αυτό το χρονικό σημείο η ηγεσία του έλαβε ηθελημένα λάθος αποφάσεις καθώς έπασχε σε επίπεδο στρατιωτικής αλλά και πολιτικής ηγεσίας. Μια απ' αυτές ήταν το παιδομάζωμα. Το ΚΚΕ ισχυρίστηκε ψευδώς, ότι η μεταφορά των παιδιών ήταν οργανωμένη και από μέρους του αλλά και από τις χώρες υποδοχής. Επίσης ότι τα παιδιά καταγράφονταν και συνοδεύονταν από άνθρωπο που είχε εκλεγεί από τα συμβούλια γονέων, ενώ ανά 25 παιδιά υπήρχε κι ένας συνοδός [29]. Tον Ιούνιο του 1948, όταν επήλθε ρήξη και με τη διακοπή των σχέσεων της Γιουγκοσλαβίας με την Κόμινφορμ, άρχισε η καταγραφή των παιδιών που εισέρχονταν στην Γιουγκοσλαβία παιδιών, υπάρχουν οι καταθέσεις των συνοδών οι οποίες αποτελούν και τις κύριες αποδείξεις του τυφλού παιδομαζώματος, αφού οι «συνοδοί» δεν είχαν καταστάσεις και δεν ήξεραν ούτε στο ελάχιστο τα ονόματα των ανήλικων παιδιών.

Οι Ελληνικές κυβερνήσεις που στηρίχθηκαν στις επίσημες αναφορές του Ερυθρού Σταυρού, όπως καταχωρήθηκαν στη Διεύθυνση Αναζητήσεων, έδωσε τον αριθμό των 28.010 αγνοούμενων παιδιών, από τα οποία 15.317 ήταν αγόρια και τα 12.693 κορίτσια. Αναλυτικά οι αριθμοί αφορούσαν 3.355 παιδιά από την Ήπειρο, 13.048 από Φλώρινα-Καστοριά-Κοζάνη, 6.231 από Μακεδονία, 3.797 από Θράκη, 1.159 από τη Θεσσαλία και 420 από τη Στερεά Ελλάδα. Σε αυτά τα 28.010 παιδιά, περιλαμβάνονται μόνο 420 παιδιά, από τα περίπου 1.500, που απήγαγαν οι κομμουνιστές αντάρτες τον Φεβρουάριο του 1948, από την Στερεά Ελλάδα, για να τα μεταφέρουν μέσω Πίνδου, στην Αλβανία. Περισσότερα από 1.000 πέθαναν παιδιά στον δρόμο, ενώ πολλά αγόρια και κορίτσια ηλικίας 15 και 16 χρονών, κρίθηκαν κατάλληλα για μάχιμη δράση, εντάχθηκαν στον αποκαλούμενο «Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδος» και σκοτώθηκαν στις μάχες που ακολούθησαν.

Η «Ligue des Societes de la Croix Rouge» [«Ένωση των Εθνικών Ερυθρών Σταυρών»] βρήκε και καταμέτρησε στις Κομμουνιστικές χώρες 25.295 παιδιά τον Νοέμβριο του 1948, και όπως ανακοίνωσε τα στοιχεία της την 1η Δεκεμβρίου του 1948 , τα Ελληνόπουλα που βρισκόντουσαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες, ήtαν κατανεμημένα ως εξής: 2.000 είχαν ξεμείνει σε στρατόπεδα της Αλβανίας, και τα οποία μεταφέρθηκαν τον Νοέμβριο του 1948, με τραίνα για τη Ρουμανία, αλλά στα Σκόπια, τα κατέβασαν από το τραίνο σαν «Μακεδονόπουλα» και τα κράτησαν, 2.650 ήσαν στη Βουλγαρία, 3.000 στην Ουγγαρία, 3.801 στη Ρουμανία, 2.235 στην Τσεχοσλοβακία και 11.609 στη Γιουγκοσλαβία, δίχως να προσμετρώνται τα παιδιά που «έκρυβαν στους συγγενείς» τους, οι Γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές. Στις 27 Νοεμβρίου του 1948, η 3η Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών που συνήλθε στο Παρίσι μετά από αίτημα της Ελληνικής κυβερνήσεως αποφάσισε να «...συστήσει τον επαναπατρισμό των εκτός των εστιών αυτών ευρισκομένων Ελληνοπαίδων, εφ΄ όσον ήθελον ζητήση τούτο τα παιδία ταύτα, οι γονείς των, ή τούτων μη υπαρχόντων, οι πλησιέστεροι συγγενείς των....». Με την επιμέλεια του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού η Σοβιετική Ένωση [Ε.Σ.Σ.Δ.], επέστρεψε 289 Ελληνόπουλα το 1951 και 268 το 1952, ενώ η 7η Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. στις 17 Δεκεμβρίου 1952, που εξέφρασε τη λύπη της για την άρνηση των κομμουνιστικών χωρών να εφαρμόσουν τις αποφάσεις της, διέλυσε την Επιτροπή πού είχε επιφορτισθεί μ' αυτό το έργο, και παρακάλεσε τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό να συνεχίσει μόνος του τις προσπάθειες. Μέσω του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, διαβιβάστηκαν στις κομμουνιστικές χώρες κατάλογοι αιτήσεων συγγενών των παιδιών από την Ελλάδα για την επιστροφή 9.838 παιδιών, που απερρίφθησαν όλες.

Οι κομμουνιστικές «Υπηρεσίες Ερυθρού Σταυρού» απάντησαν ότι, 552 από αυτά τα παιδιά ζούσαν και με τους δύο γονείς τους στις Λαϊκές Δημοκρατίες, 1.496 ζούσαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες με τον ένα γονέα τους, 2.223 παιδιά δεν ήσαν το 1952 πλέον παιδιά, αλλά ενήλικα άτομα που ζούσαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες τα οποία είχαν αγωνιστεί μέσα από τις τάξεις του Δ.Σ.Ε., 2.484 παιδιά δεν βρέθηκαν και 2.650 αιτήσεις είχαν ανεπαρκή στοιχεία. Αντίθετα, 5.000 παιδιά κυρίως Σλαβομακεδόνων και λίγων Ελλήνων, απελευθερώθηκαν και στάλθηκαν στους συγγενείς τους στον Καναδά και την Αυστραλία. Επιπλέον των 25.295 παιδιών, μεταφέρθηκαν στην Πολωνία τον Οκτώβριο του 1948, και τον Μάρτιο του 1949, από το Γενικό Επιθεωρητή του Παιδομαζώματος, Γεώργιο Μανούκα, 300 παιδιά από τη Θεσσαλία, την Ήπειρο και τη Στερεά, 721 παιδιά «...που έφυγαν αργότερα μαζί με τους κομμουνιστές γονείς τους..», ενώ το καλοκαίρι του 1949, μεταφέρθηκαν στην Αλβανία 3.000 παιδιά, από τα παιδομαζώματα στην Καρδίτσα, 11-13 Δεκεμβρίου 1948, το Καρπενήσι, 19 Ιανουαρίου/9 Φεβρουαρίου του 1949 και τη Νάουσα, 11-14 Ιανουαρίου 1949.

Ο Γεώργιος Μανούκας αφηγήθηκε, «...Ημέρα με την ημέρα περίμενα αεροπλάνα να μου φέρουν «φορτίο». Με είχαν διορίσει εκφορτωτή. Ξεφόρτωνα παιδάκια που είχαν αρπάξει «λάφυρα» απ' τη Ρούμελη και Θεσσαλία, απ' την Καρδίτσα και το Καρπενήσι Μόλις άνοιγε η πόρτα του αεροπλάνου ξεμυτούσε από ένα-ένα «καβουράκι». Έτσι είχαν καταντήσει απ' τις ταλαιπωρίες του δρόμου, κι απ' την «ειδική» περιποίηση που έτυχαν στην Αλβανία, ώστε δεν μπορούσε κανένα να κατέβη χωρίς βοήθεια τη σκαλίτσα του αεροπλάνου. Είχα βοηθό στο ξεφόρτωμα ένα Ρώσο ταγματάρχη. Αυτός συνόδευε την αποστολή. Σε ένα φορτίο ανακάλυψα και μια μικρή πατριώτισσά μου. Ήταν απ' το Καρπενήσι. Τη λέγανε Κυρίτση. Την είχαν αρπάξει στη μάχη του Καρπενησίου και την κουβάλησαν ως την Αλβανία....». Τον Μάιο του 1949, ο Υπουργός Παιδείας και Υγιεινής της αποκαλούμενης Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης (Π.Δ.Κ.), Πέτρος Κόκκαλης, ευχαριστούσε τις κυβερνήσεις των Ανατολικών Χωρών για την φιλοξενία των Ελληνόπουλων. Στην αλβανική κυβέρνηση, έγραφε: «Θα ήθελα να διαβεβαιώσω την Εξοχότητά σας, ότι οι απευθυνόμενες από την κυβέρνηση μας ευχαριστίες, εκφράζουν τα συναισθήματα τόσο των γονέων, που μας εμπιστεύτηκαν τα παιδιά τους, τα οποία απειλούντο από τον μοναρχοφασιστικό κίνδυνο και τους εναέριους βομβαρδισμούς, όσο κι εκ μέρους όλου του ελληνικού λαού, στρατευμένου σε έναν αγώνα αποφασιστικής σημασίας για την εξασφάλιση της εθνικής ανεξαρτησίας, τη δημοκρατία και την ειρήνη» [30]. Ο Πέτρος Κόκκαλης, ιθύνων νους του παιδομαζώματος σε τετρασέλιδη ανακοίνωσή του, διατύπωνε την άποψη πως «...τα παιδιά μας ζουν ευτυχισμένα στις Λαϊκές Δημοκρατίες» [31].

Ο.Η.Ε. & Παιδομάζωμα

H Ελληνική κυβέρνηση αντέδρασε έντονα στο παιδομάζωμα, ενώ καθοριστική ήταν η παρέμβαση της Βασίλισσας Φρειδερίκης, της συζύγου του Βασιλιά Παύλου Α' με την ίδρυση των παιδοπόλεων. Στις 21 Οκτωβρίου 1947, κατόπιν αποφάσεως της Γενικής Συνελεύσεως του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, η οποία ελήφθη με σαράντα ψήφους υπέρ, έξι κατά και έντεκα αποχές, ιδρύθηκε η Ειδική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα Βαλκάνια. Στην U.N.S.C.O.B. [United Nations Special Committee on the Balkans] συμμετείχαν εκπρόσωποι της Αυστραλίας, της Βραζιλίας, της Κίνας, της Γαλλίας, του Μεξικού, της Ολλανδίας, του Πακιστάν, του Ηνωμένου Βασιλείου και των Ηνωμένων Πολιτειών όμως, για προφανείς λόγους, αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στην Επιτροπή, εκπρόσωποι της Σοβιετικής Ενώσεως και της Πολωνίας. Την 1η Δεκεμβρίου, ιδρύθηκαν τα κεντρικά γραφεία της UNSCOB στη Θεσσαλονίκη και η Επιτροπή άρχισε να παρακολουθεί τα βόρεια σύνορα της Ελλάδας καθώς η Ελληνική Κυβέρνηση διαμαρτυρήθηκε στη Βαλκανική Επιτροπή για απαγωγή ανηλίκων κι αυτή, μετά από έρευνα τεσσάρων μηνών, υιοθέτησε την άποψη ότι υπήρχε προμελετημένο σχέδιο απαγωγής των ανηλίκων από τους Έλληνες κομμουνιστές με τη βοήθεια των κυβερνήσεων των Ανατολικών χωρών. Μετά από έκθεση Ειδικής Επιτροπής, στις 27 Νοεμβρίου 1948, ο Ο.Η.Ε. ενέκρινε ψήφισμα με το οποίο προειδοποιούσε με αυστηρό τρόπο την Αλβανία για την παρεχόμενη βοήθεια στους Έλληνες αντάρτες και ζητούσε από τα Τίρανα στην άμεση επιστροφή των απαχθέντων. Η Αλβανία αρχικά δήλωσε ότι δεν υπήρχαν απαχθέντα παιδιά, ενώ στη συνέχεια επικαλέστηκε ως επιχείρημα ότι η βοήθεια προς τους Ελληνόπαιδες ήταν πράξη ανθρωπισμού. Ακολούθησαν δύο ακόμα αποφάσεις της Γενικής Συνελεύσεως του Ο.Η.Ε. (το 1949 και το 1950), ενώ στις 4 Ιανουαρίου 1949, ο Γενικός Γραμματέας του Ο.Η.Ε., Νορβηγός Trygue Halvdan Lie (Λι), με επιστολές του προς τις κυβερνήσεις της Αλβανίας, της Βουλγαρίας, της Γιουγκοσλαβίας, της Ουγγαρίας, της Ρουμανίας, της Τσεχοσλοβακίας αλλά και της Ελλάδας, τις προσκαλούσε να συμβάλλουν στον επαναπατρισμό των Ελληνόπουλων. Η διεθνοποίηση του προβλήματος και η εμπλοκή του Ο.Η.Ε., ήταν σοβαρότατο πλήγμα για το Κ.Κ. Ελλάδας.

Στις 27 Φεβρουαρίου 1948 η κυβέρνηση της Ελλάδος κατήγγειλε στην Ειδική Επιτροπή του ΟΗΕ για τα Βαλκάνια ότι η μετακίνηση των παιδιών προς τις σοσιαλιστικές χώρες γινόταν δια της βίας, ενώ είχε ως απώτερο στόχο την μύηση των παιδιών στην κομμουνιστική ιδεολογία, την καταστροφή της ελληνικής φυλής και την διάλυση της ελληνικής οικονομίας. Η αναφορά εξέφραζε την άποψη ότι αυτή η πράξη ήταν έγκλημα γενοκτονίας. Η Επιτροπή απασχολήθηκε στις 4 Μαρτίου του ίδιου χρόνου με το θέμα, δίνοντας εντολές στις «ομάδες παρατηρήσεως» της πού είχε οργανώσει στις βόρειες επαρχίες της Ελλάδος, να ερευνήσουν την υπόθεση, συγκεντρώνοντας τα αναγκαία στοιχεία. Τον Απρίλιο η Επιτροπή διαπίστωσε τη βίαιη και προγραμματισμένη αρπαγή πολλών παιδιών και συμπέρανε ότι «η παρατεταμένη κατακράτηση αυτών των παιδιών, θα ήταν αντίθετη με τα διεθνή δεδομένα». Έτσι ο Γενικός Γραμματέας του Ο.Η.Ε. ζήτησε από τις Κυβερνήσεις της Αλβανίας, της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας να διαπραγματευθούν με την Ελλάδα τον γρήγορο επαναπατρισμό των απαχθέντων ανηλίκων παιδιών, όμως οι κομμουνιστικές χώρες αρνήθηκαν την επιστροφή των παιδιών με τον ισχυρισμό πώς τα αυτά εγκατέλειψαν την Ελλάδα με τη θέληση τους και «λόγοι ανθρωπιστικοί» επέβαλλε να τα δεχτούν.

Η Eιδική Επιτροπή ήρθε σε επαφή και με την Διεθνή Ένωση για την προστασία του παιδιού στη Γενεύη. Στις 20 Αυγούστου η Ένωση πληροφόρησε την Ειδική Επιτροπή ότι αναλάμβανε τη μεταφορά όσων παιδιών είχαν απαχθεί και μετακινηθεί δίχως τη θέληση των γονέων τους. Ακόμα θεώρησε την αρπαγή σαν «σκανδαλώδη παράβαση τής Διακηρύξεως των δικαιωμάτων του Παιδιού», γνωστής σαν «Διακηρύξεως της Γενεύης». Στις 28 Οκτωβρίου άρχισε η συζήτηση του Ελληνικού θέματος στην Πολιτική Επιτροπή του Ο.Η.Ε., με θερμό υποστηρικτή των κομμουνιστικών χωρών τον Σοβιετικό αντιπρόσωπο Βισίνσκυ. Στις 9 Νοεμβρίου, με πρωτοβουλία του προέδρου της Α' Πολιτικής Επιτροπής, του Βέλγου Σπάακ, οι αντιπρόσωποι συμφώνησαν πώς το θέμα δεν πρέπει να θεωρηθεί σαν μέρος τής πολιτικής συζητήσεως, αλλά θα πρέπει να ληφθεί γι’ αυτό μια χωριστή απόφαση. Μετά από συζήτηση, πού κράτησε περισσότερο από δύο εβδομάδες, η Πολιτική Επιτροπή στις 11 Νοεμβρίου 1948 ψήφισε ομόφωνα την επιστροφή των παιδιών, πού αρπάχτηκαν με τη βία. Αυτή ήταν και η πρώτη παγκοσμίως χρήση της λέξης σε επίσημο έγγραφο. Ειδική επιτροπή του ΟΗΕ διερεύνησε επιτόπου τις καταγγελίες.

Εκτιμήσεις-Συμπεράσματα

Η εφημερίδα «Η Φωνή του Αιγαίου», συνέκρινε την πολιτική του Κ.Κ.Ε. μ' εκείνη των Οθωμανών, γράφοντας ότι μόνο οι σουλτάνοι χώριζαν τα παιδιά απ’ τους γονείς τους και κατηγορούσε ως κύριο υπεύθυνο της τραγωδίας ονομαστικά τον Νίκο Ζαχαριάδη τις απόψεις του οποίου χαρακτήριζε υποκριτικές. Σύμφωνα με όσα έγραψαν οι Αθηναϊκές εφημερίδες: «Πολλά παιδιά τα οποία απήχθησαν προ τριετίας από τους κομμουνιστοσυμμορίτες, βρίσκονται τώρα στη Λ.Δ. της Γερμανίας και εκπαιδεύονται για μελλοντική ανταρτική δράση κατά της Ελλάδας... Στη Βουδαπέστη υπάρχει κεντρικό γραφείο υπό την αιγίδα του πρώην καθηγητή Κόκκαλη, το οποίο συντονίζει όλα τα στρατόπεδα των Ελληνοπαίδων» [32]. Στα αρχεία του αποκαλούμενου Δ.Σ.Ε. στον Γράμμο που εγκαταλείφθηκαν μετά την επικράτηση του Ελληνικού Στρατού, βρέθηκε επιστολή κομμουνιστού ανώτατου εκπαιδευτικού στελέχους προς συναγωνιστή του. Οι εφημερίδες που δημοσίευσαν τότε την επιστολή τόνιζαν πως από μόνη της καταρρίπτει την προπαγανδιστική επιχειρηματολογία του ΚΚΕ, ότι η απαγωγή γινόταν για την προστασία των παιδιών από τους βομβαρδισμούς της αεροπορίας και του στρατού. Η επιστολή αναφέρει μεταξύ άλλων: «Μας λέγουν εδώ διάφοροι σύντροφοι ότι δεν κατορθώσατε να ξεπεράσετε τις δυσκολίες που δημιούργησαν στον αγώνα μας οι παράγοντες των ξένων ιμπεριαλιστών. Βλέπουν το κίνημα να είναι πολύ καθυστερημένο. Περίμεναν μεγαλύτερη δράση και ανάπτυξη. Κι εγώ συμφωνώ με αυτές τις απόψεις, γιατί τις βρίσκω πολύ λογικές. Θα έπρεπε να είχε σταλεί στις γειτονικές λαϊκές χώρες τριπλάσιος τουλάχιστον αριθμός παιδιών αντιδραστικών γιατί έτσι θα μπορούσαμε να ενισχύσουμε την προσπάθεια που γίνεται για την οργάνωση και ανάπτυξη του παγκόσμιου προλεταριακού στρατού. Καταλαβαίνετε σ. Τίγρη (σημ. πρόκειται για ψευδώνυμο) πόσο ακατάβλητος θα είναι ο στρατός αυτός όταν σε λίγα χρόνια θα πάρει τη θέση του μέσα στη δράση του Παγκόσμιου Προλεταριακού Κινήματος ενάντια στις καπιταλιστικές χώρες και ειδικά της μοναρχοφασιστικής Ελλάδας...» [33].

Ακόμη και προβεβλημένα στελέχη των κομμουνιστών της Ελλάδος καταδίκασαν και κατήγγειλαν την απάνθρωπη τακτική του παιδομαζώματος. Γράφει σε επιστολή του ο κομμουνιστής Μιχάλης Παρτσαλίδης: «...Η προώθηση των ανήλικων παιδιών (3-14 χρονών) στις χώρες Ανατολικής Ευρώπης που αποκλήθηκε παιδομάζωμα από τη δεξιά προπαγάνδα δεν έγινε για να σπουδάσουν αυτά τα παιδιά όπως λέγεται και γράφεται. Σκοπός του παιδομαζώματος ήταν να δημιουργήσουν ένα φυτώριο έμψυχου υλικού για το αντάρτικο. Διαφωνώ με τα λόγια κάποιου συνομιλητή της έρευνας που λέει: Δε φέραμε συνάλλαγμα αλλά φέραμε πτυχία. Τα πιστοποιητικά αγνοουμένων και σκοτωμένων παιδιών ηλικίας 15-20 χρονών είναι πολύ περισσότερα από τα πτυχία. Εμπρός στους τόσους νεκρούς Έλληνεςκαι από τις δύο πλευρές τα πτυχία που φέραμε ήταν σταγόνα στον ωκεανό. ...{...}... Πότε πια παιδομάζωμα. Όλα πρέπει να ξεχαστούν εκτός από το παιδομάζωμα για να μην επαναληφθεί...» [34]. Το παιδομάζωμα αποτέλεσε την πλέον ειδεχθή πτυχή του συμμοριτοπολέμου. Πολλά απ' αυτά τα παιδιά, έχασαν τη ζωή τους, μεταφερόμενα στις Ανατολικές χώρες, από κακουχίες και βομβαρδισμούς, ενώ άλλα βιάστηκαν, σύμφωνα με μαρτυρίες του Τύπου της εποχής. Κάποια επέστρεψαν στην Ελλάδα, πολέμησαν και σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Στα αρχεία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, υπάρχουν αναφορές για ανήλικους έγκλειστους σε στρατόπεδα και φυλακές. Εν κατακλείδι το γενικό σύνολο των απαχθέντων παιδιών στη διάρκεια του κομμουνιστικού παιδομαζώματος έφτασε στις 32.416 παιδιά, ενώ επιπλέον 6.500 παιδιά πέθαναν ή σκοτώθηκαν ανεβάζοντας τον αριθμό τους κοντά στις 40.000. Η 29η Δεκεμβρίου ορίστηκε ως ημέρα Εθνικού πένθους για τα παιδιά-θύματα του παιδομαζώματος της Αριστεράς και την παράνομη κράτηση τους στις κομμουνιστικές χώρες. Σύμφωνα με το πρώτο πρόγραμμα εκδηλώσεων από την Αρχιεπισκοπή Αθηνών, κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων σε όλη την Ελλάδα, στόχος ήταν να συγκεντρωθούν χρήματα που θα δίνονταν στα ίδια τα παιδιά με την επιστροφή τους. Πραγματοποιήθηκαν ομιλίες από συλλόγους και σωματεία και συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας [35].

Όσα παιδιά μεταφέρθηκαν στην Ανατολική Γερμανία ζούσαν αρχικά στην περιοχή Ράντεμποϊλ κοντά στη Δρέσδη, υπό την αυστηρή εποπτεία του Κ.Κ.Ε. και των κομμουνιστικών ανατολικογερμανικών Αρχών. Η διαπαιδαγώγησή τους είχε έντονα στρατιωτικά χαρακτηριστικά ενώ οι μετακινήσεις και οι επαφές τους με τους Γερμανούς ήταν περιορισμένες, και η αλληλογραφία με τις οικογένειές τους ελεγχόταν από το ΚΚΕ. Καθώς τα παιδιά γίνονταν ενήλικες και αποκτούσαν ιδιωτική ζωή, εργασίες και νοικοκυριά, διασκορπίστηκαν σε διάφορες πόλεις της Ανατολικής Γερμανίας, όμως ταυτόχρονα, έδειχναν όλο και λιγότερη προθυμία να υπακούσουν σε συμβουλές και εντολές του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος. Το 1955 επετράπη για πρώτη φορά σε 630 παιδιά να επισκεφθούν τους γονείς τους που ζούσαν στη Ρουμανία, την Τσεχοσλοβακία, τη Βουλγαρία και άλλες κομμουνιστικές χώρες. Κάποιοι επιχείρησαν και τελικά διέφυγαν στη Δυτική Γερμανία κι ύστερα σε άλλες χώρες. Μέρος όσων παρέμειναν στην Ανατολική Γερμανία υιοθέτησαν πολιτικές απόψεις που έρχονταν σε αντίθεση με τις επίσημες του Γερμανικού κράτους, ιδίως μετά το 1968 την διάσπαση του ΚΚΕ και τη δημιουργία του Κ.Κ.Ε. (εσωτερικού) στην Ελλάδα, με συνέπεια να χάσουν τις εργασίες τους. Σταδιακά το μεγαλύτερο τμήμα τους επέστρεψε στην Ελλάδα, κάτι που διευκολύνθηκε με τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων της Ανατολικής Γερμανίας με την Ελλάδα το 1973, επί 21ης Απριλίου υπό τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, και αργότερα επί κυβερνήσεων του Κωνσταντίνου Καραμανλή και Ανδρέα Παπανδρέου. Ως το 1990, την κατάρρευση του κομμουνισμού και την συνεπακόλουθη διάλυση της Ανατολικής Γερμανίας, οι περισσότεροι Έλληνες είχαν φύγει από τη χώρα.

Βασίλισσα Φρειδερίκη & παιδοπόλεις

Μετά τον θάνατο του βασιλιά Γεωργίου Β' και την ανάρρηση το θρόνο του συζύγου της η έως τότε πριγκίπισσα Φρειδερίκη ονομάστηκε Βασίλισσα των Ελλήνων. Έτσι τον Απρίλιο του 1947, όταν ορκίστηκε ο Βασιλιάς Παύλος Α', η σύζυγος του Βασίλισσα Φρειδερίκη θεώρησε καθήκον της να ακολουθήσει το κοινωφελές έργο της βασίλισσας Όλγας και της βασίλισσας Σοφίας και τα χρόνια που ακολούθησαν στάθηκε με δυναμισμό στο πλευρό του βασιλιά συζύγου της. Μέσα στο κλίμα αποσταθεροποιήσεως που δημιούργησε στην Ελληνική ύπαιθρο η δολοφονική δράση των συμμοριών της Αριστεράς, η Βασίλισσα Φρειδερίκη, που περιόδευε στα θέατρα επιχειρήσεων του πολεμικού μετώπου, αποφάσισε να δράσει. Αναφερόμενη στο Παιδομάζωμα γράφει: «... Οί μητέρες τους ήλθαν καί μοΰ ζήτησαν βοήθεια. Είδα τήν απελπισία μέσα στά μάτια τους κι άκουσα τόν σπαρακτικό τους θρήνο. Μέ τή δική τους βασανισμένη ψυχή καί μέ τ' άδεια τους χέρια, στρέφομαι σήμερα πρός όλους σας καί σας ικετεύω έν όνόματι τοΰ Θεού καί πρός χάριν των παιδιών σας, βοηθήστε με νά ξυπνήσω τήν συνείδησιν τής Οικουμένης, ενώστε τήν φωνή σας μέ τήν δική μας, γιά νά ξαναφέρωμε πίσω τα παιδιά μας, στήν αγκαλιά τής μάνας τους. Πάρα πολύν καιρό έχει μείνει σιωπηλός ό πολιτισμένος κόσμος. Ή σιωπή εμπρός σέ μιά τόσο βαρειά προσβολή μεγαλώνει τό έγκλημα καί μας κάνει όλους συνενόχους...».

Έτσι, τον Ιούνιο του 1947 ακολούθησαν τρεις συσκέψεις της με κυρίες, γυναίκες της αθηναϊκής μεγαλοαστικής τάξεως και τους ζήτησε να τη βοηθήσουν να υλοποιήσει τους στόχους της, καθώς όπως δήλωνε οι κρατικές υπηρεσίες ήταν αργοκίνητες και γραφειοκρατικές και ότι ο έρανος θα έπρεπε να προχωρήσει γρήγορα και ανεξάρτητα. Τον ίδιο μήνα άρχισε η επιχείρηση «Τέρμινους» του Ελληνικού Στρατού και αμέσως τέθηκε το θέμα των μικρών παιδιών που ζούσαν στις περιοχές όπου διεξάγονταν πολεμικές επιχειρήσεις. Παράλληλα, ακολούθησε εκκένωση των ορεινών περιοχών καθώς ο Ελληνικός Στρατός υποχρέωνε τους κατοίκους ν' απομακρυνθούν προκειμένου να στερήσει τρόφιμα και μαχητές από τους συμμορίτες. Περίπου 800.000 κάτοικοι της υπαίθρου συγκεντρώθηκαν στις παρυφές των αστικών κέντρων, ανάμεσα τους και χιλιάδες παιδιά. Στις 4 Ιουλίου 1947 μετά από σύσκεψη με τον τότε πρωθυπουργό Δημήτριο Μάξιμο, τους Υπουργούς Συντονισμού Στέφανο Στεφανόπουλο και Οικονομικών Δημήτριο Χέλμη, τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών Δαμασκηνό και προέδρους επαγγελματικών σωματείων, αποφασίστηκε η σύσταση μιας επιτροπής που θα αναλάμβανε τη διενέργεια εράνου υπέρ των ανταρτόπληκτων πληθυσμών. Ο έρανος συνεργαζόταν με δημόσιες υπηρεσίες ενώ εκτελεστική επιτροπή που θα επέλεγε η Φρειδερίκη θα αναλάμβανε την ευθύνη για τη διοίκηση και τη στελέχωσή τους.

Πρόνοια Βόρειων Επαρχιών

Το βράδυ της 5ης Ιουλίου 1947, με ραδιοφωνικό [36] μήνυμα της η βασίλισσα Φρειδερίκη εξαγγέλλει τη διεξαγωγή τη δημιουργία του Εράνου «Πρόνοια Βορείων Επαρχιών της Ελλάδος» [37], εξαγγελία που υλοποιήθηκε με Βασιλικό διάταγμα λίγες ημέρες αργότερα [38]. Ακολούθησε ανάλογη έκκληση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Δαμασκηνού. Επίσημα, ο έρανος ξεκίνησε στις 11 Ιουλίου 1947 και η πρώτη επιτροπή του, απαρτιζόταν από σημαίνοντες πολιτικούς, οικονομικούς και ακαδημαϊκούς. Τους πρώτους μήνες, η επιτροπή ασχολήθηκε με το σύνολο όσων είχαν εγκαταλείψει τα σπίτια τους, με «πρωταρχική σημασία στην «προστασίαν και ανακούφισιν των γερόντων, ασθενών και παιδιών ηλικίας κάτω των 16 ετών», όμως σταδιακά επικεντρώθηκε στα παιδιά. Τον Αύγουστο του 1947, δημοσιεύθηκε η απόφαση για την επιβολή φόρων, υπέρ του εράνου, όπως εισφορά 5% επί των εισιτηρίων δημοσίων θεαμάτων, 5% επί των λογαριασμών κέντρων πολυτελείας και πρώτης τάξεως και εισφορά 5% στα είδη πολυτελείας, ενώ θεσπίστηκε εθελοντικός φόρος 1% επί του κύκλου των εργασιών των επιχειρηματιών. Έτσι μεταξύ των ετών 1947-1952 ιδρύθηκαν σε όλη την επικράτεια 53 παιδοπόλεις, οι οποίες φιλοξένησαν περίπου 25.000 παιδιά, ορφανά, από άπορες οικογένειες, που δεν μπορούσαν να επιβιώσουν. Στις παιδοπόλεις τα παιδιά εξασφάλισαν τροφή, στέγη και περίθαλψη, ενώ καθιερώθηκαν μαθήματα της εγκύκλιας εκπαιδεύσεως και επαγγελματικής καταρτίσεως, βασισμένα στις αρχές του ελληνοχριστιανικού ιδεώδους. Η βασίλισσα Φρειδερίκη, που αποκλήθηκε η «μεγάλη μάνα», δημιούργησε μια ομάδα από κυρίες που ανέλαβαν την επίβλεψη των παιδοπόλεων με τακτικές επισκέψεις.

Όροι & Προϋποθέσεις

Στις παιδοπόλεις φιλοξενούνταν ακόμη και παιδιά που ανήκαν σε αριστερές οικογένειες που ξεκληρίστηκαν, χάθηκαν ή αγνοούνταν οι γονείς τους [39]. H βασίλισσα Φρειδερίκη είχε τη συμπαράσταση και Πολλών διανοουμένων που εναντιώθηκαν στους κομμουνιστές, όπως ο Στράτης Μυριβήλης, ο οποίος μίλησε σε εκδήλωση στην Καλαμάτα το 1948 με θέμα «Ο κομμουνισμός και το παιδομάζωμα», την οποία εξέδωσε υπό μορφή μπροσούρας. Μετά τη λήξη του συμμοριοπολέμου, περίπου 15.000 παιδιά επέστρεψαν στα σπίτια τους, ενώ όσα παρέμειναν ήταν είτε ορφανά είτε οι γονείς τους αδυνατούσαν να τα συντηρήσουν. Σύμφωνα με απολογισμό της Βασιλικής Πρόνοιας, μεταξύ 1947 και 1964 πέρασαν από τις παιδοπόλεις 33.989 παιδιά, τα οποία απέκτησαν, κατά την εκεί παραμονή τους, τη βασική εκπαίδευση και επαγγελματική κατάρτιση. Ο θεσμός των παιδοπόλεων χρηματοδοτήθηκε κυρίως με συνεισφορές πλουσίων οικογενειών, αλλά και με τέλη και δασμούς που επιβάλλονταν σε μια σειρά από προϊόντα που αποδίδονταν στη συνέχεια στον «Έρανο Βορείων Επαρχιών». Η κομμουνιστική προπαγάνδα έστρεψε τα βέλη της και στόχευσε με αθέμιτο τρόπο την περισυλλογή των παιδιών από τον Ελληνικό Στρατό και την προώθηση τους στις παιδοπόλεις, κάνοντας λόγο για «παιδομάζωμα». Πρόκειται περί κωμικού κομμουνιστικού ισχυρισμού καθώς στην μεταφορά παιδιών στις παιδοπόλεις δεν υπήρχε αρπαγή και οι γονείς δεν εξαναγκάσθηκαν να παραδώσουν τα παιδιά τους, φαινόμενο που παρατηρήθηκε μαζικά στην περίπτωση των παιδιών που μεταφέρθηκαν στις χώρες του παραπετάσματος. Το Ελληνικό κράτος και ο Στρατός δεν συγκέντρωσε τα παιδιά για να τα εκπαιδεύσει και να τα στείλει στο μέτωπο, καθώς δεν είχε ανάγκη εφεδρειών. Οι νέοι σε ηλικία στρατεύσεως παρουσιάζονταν κανονικά στα κέντρα νεοσυλλέκτων για κατάταξη και από στις τάξεις του Ελληνικού Στρατού κατατάχθηκαν περί τις 290.000 οπλίτες κατά την περίοδο του συμμοριοπολέμου. Τέλος, το Ελληνικό κράτος διέθετε τους μηχανισμούς που αποδεικνύουν την οικειοθελή παράδοση των μικρών παιδιών από τους γονείς τους, μέσα από συγκεκριμένη γραφειοκρατική διαδικασία.

Σκοποί

Σκοπός των παιδοπόλεων ήταν «η παροχή προσωρινού ασύλου και η περίθαλψις των ορφανών, εγκαταλελειμμένων, απόρων ή δεομένων αμέσου βοηθείας παιδιών της υπαίθρου και των περιοχών εκείνων αίτινες κατέστησαν επισφαλείς λόγω των εν αυταίς διαδραματιζομένων γεγονότων». Οι 72 κυρίες της αθηναϊκής κοινωνίας ανέλαβαν να βοηθήσουν το έργο και μετακινούμενες πάνω σε μουλάρια διέτρεχαν τα χωριά της Ελλάδας για να συγκεντρώσουν τα παιδιά. Όπως ομολογεί η Βασίλισσα Φρειδερίκη στα «Απομνημονεύματα» της «ήταν ένας απελπισμένος αγώνας δρόμου, που κάποτε τον έχαναν, αλλά κατά το πλείστον τον κέρδιζαν». Έτσι, μέσα σε πανηγυρικό κλίμα, άρχισαν οι μεταφορές παιδιών από τη Βόρεια Ελλάδα. Η πρώτη αποστολή περιλάμβανε παιδιά από την περιφέρεια της Θεσσαλονίκης. Στις 31 Μαρτίου του 1948, 1.000 παιδιά από περιοχές της Βορείου Ελλάδος επιβιβάστηκαν σε ατμόπλοιο για να μεταβούν στον Πειραιά και από εκεί να μεταφερθούν στο Καστρί της Κηφισιάς [40]. Στις αρχές του Απριλίου μετά από απόφαση του Υπουργείου Προνοίας, 1.186 παιδιά προερχόμενα από χωριά της Θράκης μεταφέρθηκαν στην Αθήνα, με το αρματαγωγό «Αλιάκμων» ενώ η τρίτη αποστολή «διασωθέντων από το παιδομάζωμα» έφτασε στην Αθήνα στις 23 Απριλίου, όπου διοργανώθηκε επίσημη τελετή στην οποία παρέστησαν η ίδια η Βασίλισσα Φρειδερίκη, υπουργοί, άλλοι επίσημοι, οι τοπικές αρχές και πλήθος κόσμου. Οι αποστολές παιδιών από τη βόρεια Ελλάδα συνεχίστηκαν με αμείωτους ρυθμούς τους επόμενους μήνες και σύμφωνα με τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό περισσότερα από 12.300 παιδιά μεταφέρθηκαν από τις περιοχές των επιχειρήσεων σε νησιά του Αιγαίου.

Παιδοπόλεις

Οι παιδοπόλεις ιδρύθηκαν το 1947, διαρκούντος του συμμοριτοπολέμου, με πρωτοβουλία της Βασίλισσας Φρειδερίκης. Η οργάνωση και η διοίκηση τους έγινε από την Επιτροπή Εράνου «Πρόνοια Βορείων Επαρχιών της Ελλάδος». Υπήρξαν μια μοναδική και ιδιότυπη κοινωνική αναγκαιότητα, τραγικό επακόλουθο των συνθηκών που διαμορφώθηκαν, από την κομμουνιστική δολοφονική μανία, στην Ελληνική ύπαιθρο. Με την ίδρυση και την λειτουργία τους η Φρειδερίκη δημιούργησε ένα μοναδικό και ιστορικό έργο δίχως προηγούμενο αλλά και χωρίς συνέχεια. Επρόκειτο για ένα δίκτυο 53 ιδρυμάτων στην ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα όπου φιλοξενήθηκαν παιδιά από τις συμμοριόπληκτες περιοχές. Το σχέδιο εφαρμόστηκε με χρηματοδότηση του εράνου «Πρόνοια Βορείων Επαρχιών της Ελλάδος». Η απομάκρυνση των παιδιών από τις εμπόλεμες περιοχές και συγκέντρωση στις Παιδουπόλεις ονομάστηκε «παιδοφύλαγμα» σε αντιδιαστολή με τον όρο «παιδομάζωμα» που χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει την βίαιη αρπαγή παιδιών και την αποστολή τους στις χώρες του κομμουνιστικού παραπετάσματος από τον αυτοαποκαλούμενο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδος. Ο αριθμός των παιδιών που πέρασαν από τις παιδουπόλεις εκτιμάται περίπου στις 25.000, δράση για την οποία υπήρξε χαλαρή αντίδραση ακόμη και από αστούς της εποχής. Αρχικά οι Παιδοπόλεις λειτούργησαν υπό την επίβλεψη του Βασιλικού Ιδρύματος Πρόνοιας. Μετά το τέλος του συμμοριτοπολέμου, οι περισσότερες από τις 52 περίπου παιδοπόλεις έκλεισαν και παρέμειναν σε λειτουργία δεκατέσσερις.

Η πρώτη παιδόπολη ιδρύθηκε στις 11 Ιουλίου 1947, στο Ωραιόκαστρο Θεσσαλονίκης, ονομάστηκε «Αγία Ειρήνη» και φιλοξένησε σύντομα 240 παιδιά από περιοχές της Μακεδονίας. Στα εγκαίνια της η Φρειδερίκη, στον επίσημο λόγο της, ανέφερε πως αυτή «είναι ο πρώτος καρπός της ενότητας του ελληνικού λαού και ότι τα παιδιά που ζουν εκεί δεν είναι ορφανά, αλλά «παιδιά όλων των Ελλήνων. Τον Σεπτέμβριο του 1947 ιδρύθηκαν οι παιδοπόλεις «Αγίου Κωνσταντίνου» στα Ιωάννινα, «Αποστόλου Παύλου» στη Λάρισα, «Αγίας Σοφίας» στην Αγριά Βόλου και «Αγίου Γεωργίου» στην Καβάλα. Τον Νοέμβριο, ιδρύθηκε η «Αγία Ελένη» στην Κόνιτσα, η οποία όμως εκκενώθηκε μόλις δύο μήνες αργότερα, μετά την αποτυχημένη προσπάθεια των ανταρτών να καταλάβουν την πόλη και τα παιδιά μεταφέρθηκαν στον «Άγιο Αλέξανδρο» Ζηρού Φιλιππιάδας. Στις αρχές Απριλίου 1948, η Φρειδερίκη μετά από σύσκεψη στο παλάτι με τον Αντιπρόεδρο της Κυβερνήσεως Κωνσταντίνο Τσαλδάρη, τον επικεφαλής της A.A.G. [American Aid for Greece] Ντουάιτ Γκρίσγουλντ και τον αρχηγό της Αμερικανικής στρατιωτικής αποστολής Βαν Φλιτ [Van Fleet], αποφασίστηκε η συγκρότηση νέας επιτροπής, που λειτούργησε υπό τον τίτλο Επιτροπή Συντονισμού, Διασώσεως και Περιθάλψεως Ελληνοπαίδων [ΕΣΔΠΕ]. Στην πρώτη της συνεδρίαση, η Ε.Σ.Δ.Π.Ε. αποφάσισε την ίδρυση της Ειδικής Υπηρεσίας Περιθάλψεως Ελληνοπαίδων [Ε.Υ.Π.Ε.], με σκοπό τη γρήγορη και αποτελεσματική βοήθεια των ανήλικων που μεταφέρονταν στις παιδοπόλεις.

Σταδιακά οι παιδοπόλεις, κάλυψαν ολόκληρη σχεδόν την Ελλάδα. Από τη Φλώρινα, «Αγία Όλγα», μέχρι τη Ρόδο «Άγιος Γεώργιος», «Θεοτόκος», «Νέα Παιδόπολις Προσκόπων», και από την Κέρκυρα, «Άγιος Σπυρίδων», μέχρι τη Λέσβο «Άγιος Ιάκωβος». Συνολικά ιδρύθηκαν και λειτούργησαν 23 στην Αττική, 13 στη Μακεδονία, οι 11 από τις οποίες στη Θεσσαλονίκη, 8 στα νησιά, 4 στην Ήπειρο, 3 στη Στερεά Ελλάδα, 2 στη Θεσσαλία και 1 στην Πελοπόννησο. Στην Κρήτη, δεν ιδρύθηκε παιδόπολη, αλλά η επαγγελματική σχολή «Άγιος Νικόλαος», στην οποία μεταφέρονταν κορίτσια ηλικίας 16-21 ετών, που συλλαμβάνονταν ως μαχήτριες του αυτοαποκαλούμενου Δ.Σ.Ε. ή απολύονταν από τη Μακρόνησο, για να λάβουν τεχνικές γνώσεις, ενώ κάτι ανάλογο έγινε και στη Λέρο με την ονομασία «Βασιλικαί Τεχνικαί Σχολαί Λέρου». Σύμφωνα με τα στοιχεία στις παιδοπόλεις φιλοξενήθηκαν από 18.000 μέχρι 24.000 παιδιά που έμειναν στις παιδοπόλεις ως το 1950, ενώ συνολικά 65.000 παιδιά βρίσκονταν υπό την προστασία του εράνου, το ίδιο χρονικό διάστημα.

Σκοπός των Παιδοπόλεων

Σύμφωνα με τη Βασίλισσα Φρειδερίκη, σκοπός των Παιδοπόλεων ήταν «να σώσουμε τα παιδιά μας των βορείων επαρχιών από την απαγωγή πέρα από τα σύνορα και τη διαπαιδαγώγησή τους σε εχθρούς της πατρίδος». Ο όρος «παιδόπολη» χρησιμοποιήθηκε από το Βασιλικό Ίδρυμα Πρόνοιας για να χαρακτηρίσει τα ιδρύματα «φιλοξενίας και περίθαλψης απροστάτευτων και ορφανών παιδιών» και στηρίχθηκε στα Ισπανικά πρότυπα την εποχή του Φρανθίσκο Φράνκο. Εκεί φιλοξενούνταν ορφανά ή παιδιά με άρρωστους γονείς ή όσα το οικογενειακό περιβάλλον δεν μπορούσε να τους δώσει τα «αναγκαία ηθικά εφόδια». Με εντολή της Βασίλισσας Φρειδερίκης συγκεντρώθηκαν αγόρια και κορίτσια, που έχασαν κατά τον συμμοριτοπόλεμο της περιόδου 1947-1949, τον ένα ή και τους δύο γονείς τους ή αυτοί ήταν πολύ φτωχοί και δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στις οικονομικές ανάγκες και συνθήκες ζωής. Παράλληλα, ένας από τους κύριους σκοπούς κύριος σκοπός των κυβερνήσεων της εποχής ήταν να σταματήσει ο ανεφοδιασμός των κομμουνιστών ανταρτών και να μη γίνεται στρατολόγηση νέων από τους κομμουνιστές. Αυτός υπήρξε και ο κύριος λόγος του μένους της κομμουνιστικής Αριστεράς εναντίον της Βασίλισσας Φρειδερίκης.

Οι συνθήκες παραμονής των παιδιών στις παιδοπόλεις έχουν καταγραφεί από τις μαρτυρίες των τότε παιδιών, που τις θεωρούσαν καταφύγιο από την φρίκη του πολέμου, όμως μιλάνε για αυστηρό πλαίσιο ζωής με παρεχόμενες εκπαιδευτικές δυνατότητες. Στις παιδοπόλεις γίνονταν δεκτά παιδιά ηλικίας από 4-16 χρονών, αν και κάποιες φορές, ανάλογα με τις συνθήκες και τις ανάγκες, ο κανονισμός παραβιάστηκε με αποτέλεσμα να συγκεντρώνονται και μικρότερα παιδιά. Τον Απρίλιο του 1948 η U.N.S.C.O.B. [United Nations Special Committee On The Balcans], αν και δεν ενδιαφερόταν για τις παιδοπόλεις, απέστειλε ερωτηματολόγιο για την απόκτηση πληροφοριών σχετικά με τον αριθμό τη φροντίδα των παιδιών σ' αυτές και ο Ελληνικός σύνδεσμος ενημέρωσε ότι κρατούνταν παιδιά ηλικίας 3-14 ετών. Πολλά από τα ορφανά παιδιά υιοθετήθηκαν από άτεκνα ζευγάρια, κυρίως στις Η.Π.Α., ενώ χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή δύο κοριτσιών της οικογένειας Αργυριάδη που τεκνοθετήθηκαν από έναν Ελληνοαμερικανό, καθώς ο πατέρας τους, ο Ηλίας Αργυριάδης, εκτελέστηκε μαζί με το Νίκο Μπελογιάννη.

Εκπαίδευση στις παιδοπόλεις

Οι υπεύθυνοι για την αγωγή των παιδιών, δάσκαλοι και διευθυντές, φρόντιζαν για την ενδυνάμωση του εθνικού τους φρονήματος και την Ορθόδοξη θρησκευτική τους διαπαιδαγώγηση με κηρύγματα και τακτικό εκκλησιασμό. Γίνονταν συστηματική εθνική πολιτική κατήχηση και τονίζονταν με έμφαση οι αντιπατριωτικές και αντεθνικές πεποιθήσεις των κομμουνιστών, τους οποίους αποκαλούσαν, συνήθως, αντάρτες, προδότες, συμμορίτες και εγκληματίες. Τα παιδιά διδάσκονταν, δύο φορές την εβδομάδα, «πολιτική αγωγή» και τραγουδούσαν στίχους με εθνικό περιεχόμενο. Τα παιδιά στις Παιδοπόλεις απέκτησαν ήθος και απορρίπτουν τις κατηγορίες για προπαγάνδα ως αναληθείς, ενώ λένε πως στις παιδουπόλεις και σε φιλανθρωπικά ιδρύματα «είχαν πρόσβαση σε πλήρη εκπαίδευση και κάθε είδους φροντίδα».

Το τέλος του προγράμματος

Στη συνέντευξή της, τον Σεπτέμβριο του 1949, στον δημοσιογράφο Μαξ Ίστμαν [41] η Φρειδερίκη αναφέρεται ως ο σωτήρας χιλιάδων ορφανών παιδιών, κι ως η Βασίλισσα που κατόρθωσε με τη δράση της να μετατρέψει το πολίτευμα της χώρας από απλή βασιλεία σε «κοινωφελές βασιλικό πολίτευμα». Παράλληλα, στο πολυσέλιδο οδοιπορικό του Μέιναρντ Όουεν Ουίλιαμς με τίτλο «Η ρημαγμένη από τον πόλεμο Ελλάδα κοιτάζει μπροστά» [42], η Φρειδερίκη περιγράφεται ως «νέα, όμορφη, και δημοκρατική», ενώ προβάλλεται το έργο της στην Παιδόπολη των Ιωαννίνων. Τον Δεκέμβριο του 1949, άρχισε η σταδιακή επιστροφή των παιδιών στα σπίτια τους, όμως η επίσημη λήξη του προγράμματος των παιδοπόλεων, κηρύχθηκε στις 24 Ιουνίου 1950, με τελετή στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη στην Αθήνα. Στην τελετή συμμετείχαν 3.800 παιδιά, μαθητές των σχολείων της Αθήνας, πρόσκοποι και οδηγοί και παρέστησαν η βασιλική οικογένεια, ο Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων, ανώτεροι αξιωματούχοι, άλλοι επίσημοι και πλήθος κόσμου. Ανάλογη τελετή διοργανώθηκε την 1η Ιουλίου 1950, στη Θεσσαλονίκη.

Εκείνο το διάστημα περίπου 15.000-16.000 παιδιά επέστρεψαν στα σπίτια τους, ενώ 2.000-3.000 παρέμειναν στις παιδοπόλεις και κάποια αυτά, δόθηκαν σε ανάδοχες οικογένειες. Ο αριθμός των παιδοπόλεων περιορίστηκε από 52 σε 12 και τα παιδιά που εξαιρέθηκαν του επαναπατρισμού ήταν ορφανά -είτε από τους δύο γονείς είτε εκ του ενός- ή παιδιά εκτελεσμένων, κατάδικων ή υπόδικων συμμοριτών ή οι γονείς τους είχαν εγκαταλείψει τη χώρα. Κατά κανόνα τα μη επαναπατρισθέντα παιδιά προέρχονταν από τις βόρειες επαρχίες εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Το 1955 το ίδρυμα μετεξελίχθηκε σε Βασιλικό Ίδρυμα Πρόνοιας («Υπό την υψηλή προστασία των Α.Α. Μ.Μ. των Βασιλέων») και το 1970, επί 21ης Απριλίου και πρωθυπουργού Γεωργίου Παπαδόπουλου πήρε το όνομα «Εθνικός Οργανισμός Πρόνοιας» [43] και οι Παιδοπόλεις συνέχισαν να λειτουργούν υπό την επίβλεψη του. Σήμερα είναι ιδρύματα φιλοξενίας και περιθάλψεως απροστάτευτων και ορφανών παιδιών και κατά το 2007 ήταν σε λειτουργία 6 παιδοπόλεις οι οποίες φιλοξενούσαν 200-250 παιδιά.

Συμμοριοπόλεμος 1946-49

O συμμοριοπόλεμος, σύνθετη λέξη, [συμμορίτης και πόλεμος], χρησιμοποιείται για την περιγραφή μιας πολεμικής αναμετρήσεως που εξελίσσεται μεταξύ των στρατευμάτων της επισήμου κυβερνήσεως μιας χώρας εναντίον ομάδων ανταρτών που ενισχύονται με έμψυχο και άψυχο δυναμικό από το εξωτερικό αυτής της χώρας. Ειδικότερα στην Ελλάδα ως συμμοριοπόλεμος αναφέρεται η πολεμική αναμέτρηση της χρονικής περιόδου από το 1945 έως και τις αρχές του Φθινοπώρου του 1949. Ο συμμοριοπόλεμος -το τέλος του οποίου σφραγίστηκε στα όρη Γράμμος και Βίτσι στα τέλη Αυγούστου 1949- αποτέλεσε οργανωμένη επιδρομή του σλαβισμού για την μετατροπή της Ελλάδος σε κομμουνιστική Σοβιετική αποικία και την απόσχιση της Μακεδονίας και της Θράκης. Ο συμμοριτοπόλεμος αποτέλεσε την πρώτη ένοπλη ψυχροπολεμικού χαρακτήρα σύγκρουση και μαζί με την δολοφονία του George Washington Polk σηματοδότησαν την αρχή της περιόδου του «Ψυχρού Πολέμου» [«Cold War»] [44].

Το τέλος του συμμοριοπολέμου

Στις 2 προς 3 Αυγούστου 1949 ο Ελληνικός Στρατός θέτει σε εφαρμογή την επιχείρηση «Πυρσός Α'» και επιτίθεται με άρματα μάχης, αεροπλάνα και 250.000 άνδρες εναντίον των 15.000 εναπομεινάντων συμμοριτών. Αφού αρχικά αποδιοργανώθηκαν οι θέσεις των συμμοριών στις 10 Αυγούστου του ίδιους έτους ο Στρατός καταφέρει ένα ακόμη χτύπημα με την επιχείρηση «Πυρσός Β'» και στις 16 Αυγούστου το Βίτσι εκκαθαρίστηκε πλήρως. Στις 24 Αυγούστου 1949 η επιχείρηση «Πυρσός Γ'» βρίσκεται στην πλήρη ανάπτυξη της και ο Γράμμος καίγεται από τη μια του ως την άλλη άκρη. Παρά τις δυσκολίες που προκαλούσαν το διακεκομμένο έδαφος, η ναρκοθέτηση του εδάφους και προβλήματα στην υποστήριξη του πυροβολικού και της αεροπορίας, στις 25 Αυγούστου, μία μεραρχία του Ελληνικού Στρατού κατορθώνει να υπερκεράσει τη γραμμή άμυνας των συμμοριτών, να βρεθεί στα μετόπισθεν τους όπου κατέλαβε την Πόρτα Οσμάν, κύριο σημείο εξόδου τους προς την Αλβανία και στη συνέχεια να εγκατασταθεί μεταξύ της συνοριακής γραμμής και των συμμοριών του Κομμουνιστικού Κόμματος. Γράφει ο Θανάσης Ανάγνου, διευθυντής τότε του 3ου Επιτελικού Γραφείου της 9ης μεραρχίας του αποκαλούμενου «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος»: «Λαμπαδιασμένος ο Γράμμος τραντάζεται από τις μαζικές εκρήξεις των ολοήμερων βομβαρδισμών. Μια απερίγραπτη γιγαντομαχία διεξάγεται. Τα τμήματά μας μάχονται σκληρά με αφάνταστο ηρωισμό και αυτοθυσία, με άνισους όρους, πολλές φορές κυκλωμένα και μεμονωμένα, μέσα σε μια λάβα φωτιάς και σίδερου. Δεν παραδίνονται, όμως, πολεμάνε, σπάζουν κλοιούς και συμπτύσσονται μέσα από τις εχθρικές δυνάμεις». Καθοριστική, στην τελική φάση της συγκρούσεως, υπήρξε η συμβολή των διθέσιων βομβαρδιστικών καθέτου εφορμήσεως «Χελντάιβερ» [«Helldiver»], με τα οποία είχε προμηθεύσει η Αμερικανική Αεροπορία την Ελληνική. Ίδιου τύπου αεροσκάφη είχαν αναλάβει δράση το 1945 στις μάχες στον Ειρηνικό Ωκεανό όταν με απονηώσεις από τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα, βομβάρδισαν με εμπρηστικές ναπάλμ τους οχυρωμένους Ιάπωνες. Στις 24 Αυγούστου του 1949, οι κάτοικοι της Μακεδονίας αντίκρισαν τα πρώτα 18 «Helldiver» της Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας να κατευθύνονται προς βορρά, μετά από απόφαση του εθνικιστή τότε αρχηγού Α.Δ.Α. Εμμανουήλ Κελαϊδή.

Γράφει [45] ο πατριώτης δημοσιογράφος Θεόδωρος Χατζηγώγος: «....Οι άνδρες της 1ης Μεραρχίας Πεζικού που βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή εκείνη την ημέρα, σταμάτησαν ό,τι έκαναν και κοίταξαν με δέος ψηλά. Απέναντί τους είχαν το ύψωμα «Τσάρνο», στον Γράμμο. Αυτός ήταν ο αντικειμενικός σκοπός των 18 «Helldiver» εκείνη την ημέρα. Το ύψωμα «Τσάρνο» αποτελούσε το κλειδί της όλης αμυντικής τοποθεσίας του Δ.Σ.Ε. με πολυβολεία, πυροβόλα, όλμους, νάρκες, παγιδεύσεις στις προσβάσεις, ορύγματα και συρματοπλέγματα. Οι κομμουνιστοσυμμορίτες είχαν εξοπλίσει τα πολυβολεία τους με τέσσερις σειρές δένδρων. Όλοι οι ιστορικοί του Συμμοριτοπολέμου συμφωνούν πως ήταν πολύ γερά οχυρά. Στον Γράμμο μόνο οι βόμβες των «Helldiver» μπορούσαν να τα ξηλώσουν, {....} Σημειωτέον ότι ο Εθνικός Στρατός είχε κάνει τρεις απόπειρες να καταλάβει το «Τσάρνο» αλλά είχε «σπάσει τα μούτρα του», με δεκάδες θυσίες νεαρών στρατευμένων Ελληνόπουλων. Στην τελική επιχείρηση, εκτός από τα 18 «Helldiver» συμμετείχαν 26 «Σπίτφαϊαρ», δύο «Ντακότα» ως βομβαρδιστικά συν το πυροβολικό. Το ύψωμα καταλήφθηκε από το ηρωικό Ελληνικό Πεζικό στις 25 Αυγούστου. Από τις 24 έως τις 30 Αυγούστου του 1949, η δράση των «Χελς», όπως αποκαλούσαν τα αμερικανικά «Helldiver» οι χειριστές τους, ήταν ασταμάτητη. Για το συμφέρον της Πατρίδος, όλες οι οχυρές τοποθεσίες των κομμουνιστοσυμμοριτών χτυπήθηκαν ανελέητα, χωρίς καμμία «χριστιανική» τύψη: Τσαγκός, Καραούλι, Παπούλι, Φλάμπουρο, Ψωριάρικο, Πόρτα Οσμάν, Βετέρνικο, ύψωμα 1825, και Κιάφα!... Σημειωτέον ότι οι τελευταίες βόμβες του Συμμοριτοπολέμου που κατατρομοκράτησαν τους κατσαπλιάδες του Ζαχαριάδη έπεσαν στις 29 Αυγούστου του 1949 στο Κάμενικ, μέσα στην Βόρειο Ήπειρο. Ήταν κι αυτό εντολή των Αμερικανών συμβούλων, διότι οι «πονόψυχοι» Έλληνες επιτελείς δεν ήθελαν να ... μακελέψουν τα αδέλφια τους που είχαν παρασυρθεί από την κομμουνιστική προπαγάνδα!.. {...}..».

Στις 27 Αυγούστου 1949, οι συμμορίτες, που είχαν αναδιπλωθεί από το Βίτσι προς τον Γράμμο, εγκατέλειψαν τα υψώματα της Πόρτας Οσμάν, ενώ την ίδια μέρα έπεσε και το Φλάμπουρο. Στις 28 Αυγούστου άρχισε μαζική υποχώρηση προς την Αλβανία. Μέχρι το απόγευμα της 29ης Αυγούστου κρατήθηκε ανοιχτό το συνοριακό πέρασμα της Μπάρας. Αντιμέτωπη με τον κίνδυνο να αποκλειστεί και η μοναδική απομένουσα δίοδος και οι δυνάμεις των συμμοριτών να βρεθούν περικυκλωμένες, το Πολιτικό Γραφείο του K.K.E. τις διέταξε να εκκενώσουν τον Γράμμο και να περάσουν κακήν-κακώς στην Αλβανία, συνολικά περί τις 60-70.000, συν 28.000 παιδιά, τα οποία το Κ.Κ.Ε. είχε μεταφέρει νωρίτερα και διασπείρει, όπως έγινε στη συνέχεια και με τους συμμορίτες, στις κομμουνιστικές χώρες [46]. Γράφει σχετικά ο Βασίλης Μπαρτζιώτας: «Τη νύχτα της 29ης Αυγούστου 1949 με τη βοήθεια όλων των στελεχών του ΔΣΕ και ιδιαίτερα των μελών της ΚΕ του ΚΚΕ, περάσαμε στην Αλβανία, οργανωμένα, χωρίς ο κυβερνητικός στρατός να εξοντώσει ή να συλλάβει αιχμαλώτους έστω και ένα μικρό τμήμα του ΔΣΕ. Έπιασε μόνο μεμονωμένους μαχητές μας που ξεκόπηκαν από τις μονάδες τους κι έχασαν τον προσανατολισμό τους». Ο στρατηγός Θρασύβουλος Τσακαλώτος περιγράφει τις τελευταίες ημέρες του πολέμου: «Στας 28 Αυγούστου η κίνησις ήτο σχεδόν άνευ αντιστάσεως και το βράδυ τα τμήματά μας ολοκλήρωσαν τον Β. Γράμμον και εξεχύνοντο προς κατάληψιν του Ν. Γράμμου. Τα τμήματά μας εσημείωσαν με φωτιές χαράς και αποδείξεως την κατάληψιν των συνόρων. (...) Στις 29 Αυγούστου στας 5μ.μ. κατελήφθη από τους καταδρομείς του Ρούσσου η Μπάρα του Ν. Γράμμου. Την 30ν Αυγούστου, στας 5 μ.μ., η VIII Μεραρχία κατέλαβε το Κάμενικ. Στας 10 το πρωί κάθε αντίστασις εσταμάτησε παντού» [47]. Τη νύχτα της 29ης προς την 30η Αυγούστου έπεσε το ύψωμα Κάμενικ και το Γκόλιο. Η μάχη του Γράμμου είχε τελειώσει και μαζί της είχε τερματιστεί και η τρίχρονη απέλπιδα προσπάθεια του αυτοαποκαλούμενου «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας» για την καθυπόταξη της χώρας, τον ακρωτηριασμό της και την παράδοση της ως ομήρου στις διαθέσεις των Σλάβων γειτόνων της.

Διαβάστε τα λήμματα

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Βιβλιογραφία

Παραπομπές

  1. [Κωνσταντίνος Φωτιάδης, «Οι εξισλαμισμοί της Μικράς Ασίας και οι κρυπτοχριστιανοί του Πόντου», Θεσσαλονίκη, εκδότης «Αδελφοί Κυριακίδη», σελίδα 147η.]
  2. [Αναστάσιος Αθ. Γούναρης, «Ιστορία του παιδομαζώματος κατά την Τουρκοκρατία», Αθήνα, εκδότης «Σύλλογος προς διάδοσιν ωφέλιμων βιβλίων», σελίδα 39η.]
  3. [David Brewer: «Η Φλόγα της Ελευθερίας 1821-1833», εκδόσεις «Πατάκη», Αθήνα 2019, σελίδα 35η.]
  4. [Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», «Εκδοτική Αθηνών», 1974, Τόμος Ι', σελίδα 60η.]
  5. [Βασιλική Παπούλια, Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, «Φαινόμενα αλλοτριώσεως των υποδούλων Ελλήνων», Πρακτικά Β' Επιστημονικού Συνεδρίου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Πεντέλη 22-23 Νοεμβρίου 2013, εκδόσεις «Αρχονταρίκι», σελίδα 174η.]
  6. [Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος, «Ιστορία του Ελληνικού έθνους», εκδόσεις «Αλέξανδρος», τόμος 8ος.]
  7. [Παναγιώτης Αραβαντινός, «Χρονογραφία της Ηπείρου», έκδοση Ηλία Ρίζου 1856, τόμος 1ος, σελίδα 218η.]
  8. [Σπυρίδων Βρυώνης, (στο: Αναστάσιος Αθ. Γούναρης, «Ιστορία του παιδομαζώματος κατά την Τουρκοκρατία», Αθήνα, εκδότης «Σύλλογος προς διάδοσιν ωφέλιμων βιβλίων», σελίδα 131η.)]
  9. [Απόστολος Βακαλόπουλος, «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού», Τόμος Β' (Οι ιστορικές βάσεις της νεοελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, Θεσσαλονίκη: Τυπογραφεία Στ. & Ιω. Σφακιανάκη, σελίδα 71η.]
  10. [Νεοκλής Σαρρής, «Οσμανική πραγματικότητα», τόμος Α', Αθήνα: «Ι.Δ. Αρσενίδης & Σία», σελίδα 239η.]
  11. [«Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας», Δημήτριος Κιτσίκης, Αθήνα, εκδότης «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», σελίδες 89η-92η.]
  12. [Ιωάννης Βασδραβέλλης, «Οι Μακεδόνες κατά την Επανάστασιν του 1821», έκδοση «Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών», Θεσσαλονίκη 1967, σελίδες 20η-21η.]
  13. [Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», «Εκδοτική Αθηνών», 1974, Τόμος Ι', σελίδα 65η.]
  14. [Π. Σούγκαρ, «Η Νοτιοανατολική Ευρώπη κάτω από την Οθωμανική κυριαρχία», τόμος Α', Αθήνα: Εκδόσεις «Σμίλη» σελίδα 121η.]
  15. [Ιωσήφ Χάμμερ, «Ιστορία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας» (Αναστάσιος Αθ. Γούναρης, «Ιστορία του παιδομαζώματος κατά την Τουρκοκρατία», Αθήνα, εκδότης «Σύλλογος προς διάδοσιν ωφέλιμων βιβλίων», σελίδα 130η.)]
  16. [Lavalle, (Αναστάσιος Αθ. Γούναρης, «Ιστορία του παιδομαζώματος κατά την Τουρκοκρατία», Αθήνα, εκδότης «Σύλλογος προς διάδοσιν ωφέλιμων βιβλίων», σελίδα 130η.)]
  17. [Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος, «Ιστορία του Ελληνικού έθνους», εκδόσεις «Αλέξανδρος», τόμος 8ος.]
  18. [Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμος Ε', Αθήνα: Εκδόσεις «Φέξη», σελίδα 446η.]
  19. [Δώρου Γερ. Πεφάνη, «Το παιδομάζωμα εις την ελληνικήν ιστορίαν από της εποχής των περσικών επιδρομών μέχρι σήμερον», Αθήνα 1948.]
  20. [Γεώργιος Χ. Μανούκας, «Παιδομάζωμα. Η αγωγή και η διδασκαλία των απαχθέντων ελληνοπαίδων», Αθήνα 1969, σελίδα 22η.]
  21. [Γεώργιος Χ. Μανούκας, «Παιδομάζωμα. Το μεγάλο έγκλημα κατά της Φυλής», Αθήνα 1961, σελίδα 5η.]
  22. [Εφημερίδα «Η Καθημερινή», φύλλο 29ης Φεβρουαρίου 1948.]
  23. [Δήμος Θεσσαλονίκης, Πρακτικά Συνεδριάσεως Δημοτικού Συμβουλίου, Έκτακτη Συνεδρίαση της 29ης Δεκεμβρίου 1949: «Έκδοσις ψηφίσματος διαμαρτυρίας εναντίον του παιδομαζώματος». Αριθμός 576, Θεσσαλονίκη, 29 Δεκεμβρίου 1949.]
  24. [Οι Κουκλιοί είναι χωριό του Δήμου Πωγωνίου του νομού Ιωαννίνων.]
  25. [Ημερήσια Αθηναϊκή εφημερίδα «Καθημερινή», φύλλο 5ης Σεπτεμβρίου 1948.]
  26. Ε.Α.Μ.-Ε.Λ.Α.Σ.-Δ.Σ.Ε./Βίαιη στρατολόγηση και Παιδομάζωμα
  27. [Ο Κώστας Γκριτζώνας υπήρξε Πολιτικός Επίτροπος του Δ.Σ.Ε. και χρημάτισε μέλος της Επιτροπής Διασώσεως των Παιδιών, που είχε συγκροτήσει η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση με πρόεδρο τον τακτικό καθηγητή του Πανεπιστημίου της Αθήνας Πέτρο Κόκκαλη.]
  28. [Κώστας Γκριτζώνας, «Τα παιδιά του εμφυλίου πολέμου», σελίδα 44η.]
  29. [Δελτίο Ειδήσεων Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος, 3 Μαρτίου 1948}
  30. [AQSH, P.490, (Υπουργικό Συμβούλιο), v.1949, D.678, Επιστολή Πέτρου Κόκκαλη προς των πρωθυπουργό της Αλβανίας, 25 Ιουλίου 1949.]
  31. [A.Π. 1/4/56/511/217 φάκελος του Υπουργείου Εξωτερικών]
  32. [Αθηναϊκή εφημερίδα «Εμπρός», φύλλο της 18ης Σεπτεμβρίου 1952.]
  33. [Ημερήσια Αθηναϊκή εφημερίδα «Βήμα», φύλλο 23ης Αυγούστου 1949.]
  34. [Μιχάλης Παρτσαλίδης, επιστολή στην ημερήσια Αθηναϊκή εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», φύλλο της 13 Δεκεμβρίου 1985.]
  35. [Γενικά Αρχεία του Κράτους, Βασίλειο της Ελλάδος, Αρχιεπισκοπή Αθηνών προς Γενικούς Διοικητές, Νομάρχες και Επάρχους, Αριθμός 3184, Αθήνα, 22 Δεκεμβρίου 1949, Tο πρόγραμμα των εκδηλώσεων «Η Ελλάς πενθεί για τις χιλιάδες τα παιδιά του Παιδομαζώματος».]
  36. [Στις 5 Ιουλίου 1947, η Φρειδερίκη στο ραδιοφωνικό διάγγελμα προς τον Ελληνικό λαό, ανέφερε: «Έλληνες. Καθημερινώς από κάθε σημείον των Βορείων Επαρχιών μας, του εθνικού αυτού προπυργίου της Ελλάδας, καταφθάνουν εκκλήσεις βοηθείας… Πληθυσμοί ολόκληροι ξεκληρίζονται και καταφεύγουν ρακένδυτοι και πειναλέοι εις τα κέντρα… Παιδιά ορφανά γυρίζουν εις τους δρόμους αναζητώντας κάποιο στήριγμα. Όλους αυτούς χωρίς καμίαν διάκρισιν, οι λοιποί Έλληνες οφείλομεν να τους βοηθήσωμεν...»]
  37. [Ο «έρανος για τις Βόρειες Επαρχίες» πήρε αμέσως νομική μορφή, με το Βασιλικό Διάταγμα της 10ης Ιουλίου 1947.]
  38. [Βασιλικό Διάταγμα της 10 Ιουνίου 1947, Φ.Ε.Κ. 141/12 Ιουλίου 1947.]
  39. [Είναι χαρακτηριστικό δημοσίευμα αθηναϊκής εφημερίδας στις 6 Μαΐου 1948: «Απεστάλησαν εις Αθήνας 40 παιδιά συμμοριτών ηλικίας 1-10 ετών, τα οποία θα τύχουν της δεούσης περιθάλψεως».]
  40. [Εφημερίδα «Η Καθημερινή», φύλλο 1ης Απριλίου 1948.]
  41. [Η συνέντευξη της Βασίλισσας Φρειδερίκης στον δημοσιογράφο Μαξ Ίστμαν δόθηκε στα ανάκτορα και δημοσιεύτηκε στο Αμερικανικό περιοδικό «Reader’s Digest» τον Σεπτέμβριο του 1949 με τίτλο «Συνομιλία με μια βασίλισσα».]
  42. [Το οδοιπορικό του Αμερικανού δημοσιογράφου Μέιναρντ Όουεν Ουίλιαμς δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Νational Geographic» στο τεύχος του Δεκεμβρίου 1949.]
  43. [Η μετονομασία του Βασιλικού Ιδρύματος Πρόνοιας σε Εθνικό Οργανισμό Πρόνοιας δημοσιεύθηκε στο Φ.Ε.Κ. 125/2 Ιουνίου 1970.]
  44. [Πρώτος χρησιμοποίησε τον όρο «Ψυχρός Πόλεμος» («Cold War») ο Αμερικάνος επιχειρηματίας και Προεδρικός σύμβουλος Μπέρναρντ Μπαρούχ σε ομιλία του το 1947. Άλλη μία έκφραση που χαρακτήρισε την εποχή ήταν όρος «Σιδηρούν» Παραπέτασμα» [«Iron Curtain»] το αθέατο αλλά ανυπέρβλητο φράγμα που χώριζε την Ανατολική Ευρώπη από τον Δυτικό κόσμο. Την έκφραση «Σιδηρούν Παραπέτασμα» έκανε γνωστή ο Άγγλος πρωθυπουργός Winston Churchill, ο οποίος τη χρησιμοποίησε σε ομιλία του στο Fulton του Missouri στις 5 Μαρτίου 1946, παραγνωρίζοντας, λένε μερικοί ιστορικοί, ότι η πατρότητα της άνηκε στον Joseph Goebbels, υπουργό Διαφωτίσεως και Προπαγάνδας της εθνικιστικής Γερμανίας. ]
  45. [Θεόδωρος Χατζηγώγος, «Κοινός νους» Εφημερίδα «Στόχος», Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2020, φύλλο 982ο, σελίδα 6η.]
  46. [Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος XVI, σελίδα 165η.]
  47. [Θρασύβουλος Τσακαλώτος, «40 Χρόνια Στρατιώτης της Ελλάδος», Αθήναι 1960, τόμος Β', σελίδα 278η.]