Πατριάρχης Ιωακείμ Γ' Μεγαλοπρεπής

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Μακαριστός Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κυρός Ιωακείμ Γ' Μεγαλοπρεπής, [το κοσμικό του όνομα ήταν Χρήστος Δεβετζής ή Δημητριάδης], Έλληνας εθνικιστής, το επίθετο Μεγαλοπρεπής του αποδόθηκε καθώς θεωρείται ο μέγιστος των πατριαρχών της Κωνσταντινουπόλεως μετά την άλωση και τη διάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ο ουσιαστικός αρχηγός και καθοδηγητής του Μακεδονικού Αγώνα, που διατέλεσε Μητροπολίτης Βάρνης, Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως σε δύο διαφορετικές χρονικές περιόδους, Μακεδονομάχος με σημαντικό ρόλο στο διάστημα πριν καθώς και στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα αλλά και με συνολικά σημαντική εθνική δράση, διακεκριμένη πολιτική, πνευματική και θρησκευτική προσωπικότητα, μια από τις κορυφαίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας στις αρχές του 20ου αιώνα, γεννήθηκε στις 18/30 Ιανουαρίου του 1834 στο Βαφειοχώρι (Μπογιατζήκιοϊ) [1] ένα προάστιο της Κωνσταντινουπόλεως και εκοιμήθη στις 13/26 Νοεμβρίου 1912 ημέρα Τρίτη στην Κωνσταντινούπολη. Η νεκρώσιμη ακολουθία του έγινε στις 10:00 το πρωί της Κυριακής 18 Νοεμβρίου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και κηδεύτηκε στο πατριαρχικό κοιμητήριο της Ιεράς Μονής Ζωοδόχου Πηγής του Βαλουκλή στην Κωνσταντινούπολη.

Πατριάρχης Ιωακείμ Γ' (Μεγαλοπρεπής)
Πατριάρχης Ιωακείμ Γ' Μεγαλοπρεπής.jpeg
Γέννηση: 18/30 Ιανουαρίου 1834
Τόπος: Βαφειοχώρι (Μπογιατζήκιοϊ) Κωνσταντινούπολη
Υπηκοότητα: Οθωμανική
Ασχολία: Μητροπολίτης, Πατριάρχης
Εθνικός αγωνιστής
Θάνατος: 13/26 Νοεμβρίου 1912
Τόπος: Κωνσταντινούπολη
Συνοπτικές πληροφορίες αξιώματος
* Μητροπολίτης Βάρνης *
Έναρξη Θητείας : 2 Δεκεμβρίου 1864
Προκάτοχος:
Λήξη θητείας : 8 Ιανουαρίου 1874
Διάδοχος:
* Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης *
Έναρξη Θητείας : 9 Ιανουαρίου 1874
Προκάτοχος: Μητροπολίτης Νεόφυτος
Λήξη θητείας : 3 Οκτωβρίου 1878
Διάδοχος:
Συνοπτικές πληροφορίες αξιώματος
* Οικουμενικός Πατριάρχης (1η θητεία) *
Έναρξη Θητείας : 4 Οκτωβρίου 1878
Προκάτοχος: Πατριάρχης Σωφρόνιος Γ'
Λήξη θητείας : 30 Μαρτίου 1884
Διάδοχος:
* Οικουμενικός Πατριάρχης (2η θητεία) *
Έναρξη Θητείας : 25 Μαΐου 1901
Προκάτοχος: Πατριάρχης Κωνσταντίνος Ε'
Λήξη θητείας : 13/26 Νοεμβρίου 1912
Διάδοχος: Πατριάρχης Γερμανός Ε'

Βιογραφία

Γονείς του Χρήστου ήταν ο Δημήτριος Δεβετζής ή Δημητριάδης και η Θεοδώρα Δεβετζή. Η απώτερη καταγωγή της οικογένειας δεν είναι απολύτως διευκρινισμένη καθώς αλλού αναφέρεται ότι ήταν από το Κρούσοβο της Πεαλαγωνίας ενώ σύμφωνα με άλλες πηγές ήταν Ποντιακής καταγωγής [2]. Ο Χρήστος έμαθε τα πρώτα γράμματα κοντά στον πατέρα του και στη συνέχεια, και μέχρι τη δευτέρα τάξη του σχολαρχείου, φοίτησε στο σχολείο της γενέτειρας του, όπου είχε δάσκαλο τον Μιχαλάκη. Στα παιδικά του χρόνια τον ανέλαβε υπό την προστασία του ο εφημέριος της γενέτειράς του, ο ιερομόναχος Χρύσανθος Ρύσιος.

Πρώτα χρόνια

Μετά το σχολαρχείο ο Χρήστος μετέβη στη Μονή Παντοκράτορος στο Άγιο Όρος, μαζί με τον ιερομόναχο Χρύσανθο, όπου παρακολούθησε μαθήματα με δάσκαλο τον Πάμβιο, ο οποίος είχε καταγωγή από την Λέσβο. Το 1848 κατόπιν συστάσεως του Μητροπολίτου Κυζίκου Ιωακείμ προσελήφθη στην υπηρεσία του Μητροπολίτου Πωγωνιανής Αγαπίου, ο οποίος από τις αρχές του 1849 διέμενε στο Βουκουρέστι. Μετά την κοίμηση του Αγαπίου παρέμεινε στο Βουκουρέστι στην υπηρεσία του διαδεχθέντος τον Αγάπιο Μητροπολίτου Πωγωνιανής Νικάνδρου.

Εκκλησιαστικός βίος

Ο Χρήστος Δεβετζής, τον Αύγουστο του 1852 σε ηλικία 17 ετών, χειροτονήθηκε διάκονος στο Βουκουρέστι, στις 10 Αυγούστου 1852, στο μετόχι των Γραικών, από τον επίσκοπο Πωγωνιανής Νίκανδρο και έλαβε το εκκλησιαστικό όνομα Ιωακείμ, όπως αυτό του γέροντά του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωακείμ Β' του από Κυζίκου. Στην πόλη συνέχισε τις σπουδές του και παράλληλα έμαθε να ομιλεί τη γλώσσα της χώρας καθώς και το βλάχικο γλωσσικό ιδίωμα. Επιθυμία του Ιωακείμ ήταν να συνεχίσει και να ολοκληρώσει τις σπουδές του στην Αθήνα, ταξίδι που αποφάσισε να πραγματοποιήσει μέσω Βιέννης. Στη διάρκεια της παραμονής του στην πόλη η εκεί Ελληνική κοινότητα εκτίμησε τα προσόντα του και οι επικεφαλής της έπεισαν τον Ιωακείμ να παραμείνει. Στην τότε πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας παρέμεινε από το 1855 έως το 1860, διακονώντας στους ναούς του Αγίου Γεωργίου και της Αγίας Τριάδος. Στη διάρκεια της διαμονής του έμαθε τη γερμανική γλώσσα ενώ παράλληλα πρόσφερε υπηρεσίες ως κατηχητής και διδάσκαλος των θρησκευτικών στην κοινοτική σχολή της Βιέννης.

Εκκλησιαστικά αξιώματα

Τον Οκτώβριο του 1860 ο Ιωακείμ επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη όπου ο γέροντάς του ο Ιωακείμ Β' (Κοκκώδης) εξελέγη, για πρώτη φορά κατά τους Γενικούς Κανονισμούς, στη θέση του Οικουμενικού. Με απόφαση του Πατριάρχη ο Ιωακείμ Β' του από Κυζίκου προσελήφθη, στις 12 Νοεμβρίου 1860, στην Πατριαρχική αυλή και τοποθετήθηκε δευτερεύων Πατριαρχικός διάκονος. Στις 2 Μαρτίου 1863 κατά τη Θεία Λειτουργία της χειροτονίας του Μητροπολίτου Βιζύης Πλάτωνος χειροτονήθηκε και ο Ιωακείμ Πρεσβύτερος από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ τον Β΄. Στις 3 Μαρτίου 1863 (Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως) προχειρίστηκε σε Μέγα Πρωτοσύγκελο των Πατριαρχείων. Λίγους μήνες αργότερα, συγκεκριμένα στις 9 Ιουλίου του 1863, ο Πατριάρχης Ιωακείμ Β' παραιτήθηκε από τη θέση του, επίσημα για λόγους υγείας όμως ουσιαστικά λόγω έντονων διαφωνιών και αντιπαλοτήτων. Ο Ιωακείμ απαλλάχτηκε από τα καθήκοντα του Μεγάλου Πρωτοσυγκέλλου, μετά από απόφαση του τοποτηρητή του Οικουμενικού Πατριαρχείου Μητροπολίτη Ρασκοπρεσρένης Μελέτιου. Έκτοτε, έως τις πρώτες ημέρες του Δεκεμβρίου 1864, ο Ιωακείμ παρέμεινε αργός στην Κωνσταντινούπολη.

Μητροπολίτης Βάρνης

Στις 2 Δεκεμβρίου του 1864 ο Ιωακείμ εξελέγη και στις 11 Δεκεμβρίου 1864 χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Βάρνης στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι της Κωνσταντινουπόλεως. Τη χειροτονία τέλεσε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Σωφρόνιος ο Γ' ο εξ Αμασείας, συμπαραστατούμενος από 9 Συνοδικούς Αρχιερείς. Οι Βούλγαροι Ορθόδοξοι, οι οποίοι εκτιμούσαν ότι είχε έλθει το πλήρωμα του χρόνου να χειροτονηθεί ομοεθνής τους ιεράρχης στην επαρχία τους, αντιδρούσαν στην τοποθέτηση Έλληνα μητροπολίτη καθιστώντας δύσκολη τη θέση του εξ υπαρχής αφού ο Ιωακείμ διέθετε μόνο τη στήριξη των Ελλήνων του ποιμνίου. Ο Ιωακείμ έφτασε στην έδρα της επαρχίας του τον Μάρτιο του 1865. Εκεί τόνισε με σαφήνεια:

...ἦλθον ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ οὐχὶ ὡς Γραικὸς ἤ Βούλγαρος, ἀλλὰ ὡς ἀρχιερεὺς ἔχων καθῆκον ἀπαράβατον καὶ ἱερὸν φροντίζων περὶ ὅλων τῶν ὑπὸ τὴν πνευματικὴν δικαιοδοσίαν χριστιανῶν ἀνεξαιρέτως, προνοὼν ὑπὲρ τῶν Σχολῶν, τῶν Ἐκκλησιῶν, τῶν διδασκάλων καὶ τοῦ κλήρου˙ συντηρὼν τὰ καθεστῶτα καὶ ἐνδίδων εἰς ὅτι δίκαιον καὶ νόμιμον προβεὶς ὅτι οὐκ προσωπεύω ἐθνότητας, ἀλλ’ ἀρχὰς νομίμου θρησκείας..

Παρά τις αγαθές προθέσεις του, τη σύνεση, την υπομονή και την καρτερία που αποδεδειγμένα τον διακατείχε, απέτυχε στις προσπάθειες του, έχοντας βρεθεί αντιμέτωπος με την εχθρική διάθεση μεγάλης μερίδας των Βουλγάρων της επαρχίας του που στόχος τους ήταν η ίδρυση μιας ανεξάρτητης-αυτοκέφαλης Εκκλησίας. Το στόχο των Βουλγάρων υποδαύλιζαν οι Οθωμανοί Τούρκοι που επιθυμούσαν διηρημένους του Ορθόδοξους και στήριζαν τους Βουλγάρους προκειμένου να αντισταθούν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τον Δεκέμβριο του 1872 όταν εγκαταστάθηκε στη Βάρνα ο Βούλγαρος ιεράρχης Συμεών, ο Ιωακείμ ζήτησε άδεια από τον Οικουμενικό Πατριάρχη να επισκεφθεί την Κωνσταντινούπολη και ανήμερα της εορτής των Θεοφανείων του 1873 εγκατέλειψε την Βάρνα, στην οποία δεν επέστρεψε ποτέ και βρήκε καταφύγιο στην Βασιλεύουσα.

Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης

Μετά την επάνοδο του Πατριάρχη Ιωακείμ Β' στον οικουμενικό θρόνο ο έως τότε Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Νεόφυτος ο Βυζάντιος απομακρύνθηκε καθώς απέτυχε να συμφιλιώσει τούς νεωτεριστές με τούς παραδοσιακούς και ο Ιωακείμ εκλέχθηκε και τοποθετήθηκε, στις 9 Ιανουαρίου του 1874, στην Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης όπου αφίχθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 24 Μαρτίου. Οι περίπου 10.000 Χριστιανοί Ορθόδοξοι της πόλεως, οι οποίοι αποτελούσαν τη μειοψηφία των κατοίκων της, επένδυσαν πολλές προσδοκίες στην παρουσία του. Το 1875 η Επισκοπική Σύνοδος της Θεσσαλονίκης εξέλεξε και χειροτόνησε Μητροπολίτη Ιερισσού τον Αμβρόσιο, τον μετέπειτα Πλαταμώνος και Επίσκοπο Κίτρους τον Νικόλαο. Στους δύο ιεράρχες η Σύνοδος κατέληξε εκτιμώντας τον δυναμισμό και την αποφασιστικότητά τους κάτι που αποδείχθηκε στη συνέχεια καθώς και οι δυο τους αμφισβήτησαν την κυριαρχία των Τούρκων συμμετέχοντας στην επανάσταση του 1878. Οι δύο Ιεράρχες υπερέβησαν την Εθναρχική πραγματικότητα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και αναδείχθηκαν σε προμάχους του Μακεδονικού Αγώνα, οδηγοί των μακεδονομάχων αρχιερέων που ακολούθησαν και έγιναν πρωτοπόροι της εθνικής ιδέας στο χώρο της Ελληδικής Εκκλησίας.

Άγιος Δανιήλ (ο Κατουνακιώτης)

Το 1875 ο Ιωακείμ πρότεινε στον Σμυρναίο μοναχό Δανιήλ -μετέπειτα γνωστός ως Δανιήλ Κατουνακιώτης που αγιοκατατάχθηκε το 2020- να διακονήσει σε όποια μονή της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης επιθυμούσε. Ο Ιωακείμ θεωρούσε ότι ο Δανιήλ είχε αδικηθεί στην προηγούμενη διακονία του στον Άθωνα και απομακρύνθηκε άδικα από το κοινόβιο του Αγίου Παντελεήμονος στο Άγιον Όρος, διότι ενεργούσε για να αποτρέψει τις προσπάθειες των Ρώσων μοναχών να ελέγξουν την διοίκηση της Μονής. Ο Δανιήλ για την εγκατάστασή του στα όρια της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης επέλεξε τη Μονή Αγίας Αναστασίας Φαρμακολύτριας στα Βασιλικά Θεσσαλονίκης, στην οποία εισήγαγε το αγιορείτικο τυπικό στην νηστεία και στις ακολουθίες.

Σφαγή των Προξένων

Στις 6 Μαΐου του 1876, επί των ημερών της Αρχιερατείας του Ιωακείμ στην Θεσσαλονίκη, συνέβη η «σφαγή των προξένων». Εκείνη την ημέρα η Στεφάνα ή Βελίκω, βουλγαρικής καταγωγής μεταξύ 12 και 16 ετών και ορφανή από πατέρα, η οποία ζούσε στη Βογδάντσα, μια εξισλαμισμένη πρώην Χριστιανή ή Χριστιανή που είχε αποφασίσει να ασπαστεί το Ισλάμ ή σύμφωνα με άλλη εκδοχή την επιθυμούσε ο Εμίν Εφέντης της Θεσσαλονίκης ώστε να την εντάξει στο χαρέμι του, έφθασε από το χωριό της στη Θεσσαλονίκη σκεπασμένη με μαντίλα. Η μητέρα της, μαζί με κάποιους χριστιανούς συγγενείς τους, την υποδέχθηκαν στο σταθμό του τραίνου όπου η κοπέλα έβγαλε τη μαντίλα, γεγονός προσβλητικό για τους μουσουλμάνους που προκάλεσαν εκτεταμένα επεισόδια και δύο πρόξενοι, που μετέβαιναν για το θέμα σε συνάντηση με τον πασά, συνελήφθησαν από το πλήθος. Ήταν οι πρόξενοι, Ερρίκος ή Εδμόνδος Άμποτ της Γερμανίας -εξελληνισμένος Άγγλος, ορθόδοξος, μετριοπαθής αριστοκράτης, και της Γαλλίας Ζυλ Μουλέν.

Αρχικά οι δύο άνδρες φυλακίστηκαν σε κτίσμα του τεμένους Σαατλί όπου στη συνέχεια δέχθηκαν επίθεση με σιδηρολοστούς και ξύλα. Οι δύο πρόξενοι κατακρεουργήθηκαν από το μουσουλμανικό πλήθος μέσα στο κτίριο. Στο επεισόδιο ενεπλάκη το προξενείο των Η.Π.Α., πρόξενος ήταν ο Ορθόδοξος Περικλής Χατζηλαζάρου, στο κτίριο του οποίου φιλοξενήθηκε προσωρινά η νεαρή, ενώ οι πρόξενοι της Βρετανίας, της Ιταλίας, και της Αυστρίας υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων. Πολεμικά πλοία των Μεγάλων Δυνάμεων έπλευσαν άμεσα στο λιμάνι της πόλεως ενώ από την Κωνσταντινούπολη δόθηκε εντολή να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι και στις 17 Μαΐου απαγχονίστηκαν, δημοσίως στα τείχη της Θεσσαλονίκης, έξι από τους πρωταίτιους. Το γεγονός είναι ενδεικτικό της δυσκολίας και των προβλημάτων στην εφαρμογή των Τανζιμάτ και των μεταρρυθμίσεων από τις αντιδράσεις των μουσουλμάνων, που παρακολουθούσαν την παντοδυναμία τους να κλονίζεται.

Αποχώρηση από τη Θεσσαλονίκη

Στις 28 Μαρτίου 1878, ανακοινώθηκε στους πιστούς της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης ότι ο μητροπολίτης Ιωακείμ ...αναγκάζεται νά μεταβῆ εἰς Κωνσταντινούπολιν συνεπεία τηλεγραφικῆς διαταγῆς τῆς Μ. Ἐκκλησίας η οποία της επιβλήθηκε από τις Οθωμανικές αρχές. Τελικά οι Οθωμανοί δεν κατόρθωσαν να πείσουν το Οικουμενικό Πατριαρχείο να απομακρύνει τον Ιωακείμ από την Θεσσαλονίκη. Ο Ιωακείμ επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη στις 2 Ιουνίου 1878 και στο λιμάνι της πόλεως τον υποδέχθηκαν σύσσωμοι, ο κλήρος, οι μαθητές και οι καθηγητές των σχολών, παρουσία πλήθους πιστών ενώ η επιστροφή του σηματοδότησε πως ο αγώνας εναντίον των Τούρκων κατακτητών και της Βουλγαρικής Εξαρχίας, δηλαδή ο ιδεολογικός πυρήνας δηλαδή του βουλγαρικού εθνικισμού, επρόκειτο να συνεχιστεί με ένταση. Αυτή τη φορά η παρουσία του Μητροπολίτη Ιωακείμ, στην Θεσσαλονίκη, αποδείχθηκε ιδιαίτερα σύντομη καθώς εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης, μετά τον θάνατο του Γέροντά του Πατριάρχη Ιωακείμ Β'.

Οικουμενικός Πατριάρχης

Μετά τον θάνατο του Σωφρονίου Γ' καθήκοντα τοποτηρητή του Οικουμενικού Θρόνου ανέλαβε ο Επίσκοπος Εφέσου Αγαθάγγελος, ο οποίος συνέταξε κατάλογο με την συμμετοχή 13 αρχιερέων, τον οποίο επέδωσε στην Υψηλή Πύλη και πήρε την έγκριση της ως είχε. Στη συνέχεια συγκλήθηκε εκλογική συνέλευση απαρτιζόμενη από 69 μέλη, αρχιερείς και λαϊκούς. Στο τριπρόσωπο που συγκροτήθηκε ο Ιωακείμ Θεσσαλονίκης έλαβε 60 ψήφους, έναντι 44 του Φιλιππουπόλεως Νεοφύτου και 35 του Άρτης Σεραφείμ. Καθοριστικό ρόλο στην εκλογή του Ιωακείμ Γ' ως Οικουμενικού Πατριάρχη διαδραμάτισε ο τραπεζίτης Γεώργιος Ζαρίφης, προσωπικός τραπεζίτης του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ, υποστηρικτής της ιδέας μιας αυτοκρατορίας Ελλάδος και Τουρκίας, άποψη παρόμοια με αυτήν που διατύπωσε ο Ίωνας Δραγούμης. Οι δύο άνδρες φέρονται να επιθυμούσαν μ' αυτό τον τρόπο την διαφύλαξη και διαβίωση του ελληνισμού από τις κοινότητές του στο βαλκανικό και μικρασιατικό χώρο.

1η Πατριαρχία

Στις 4 Οκτωβρίου 1878 ο Ιωακείμ εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης από την Ιερά Πατριαρχική Σύνοδο. Μετά την εκλογή ταξίδεψε στη Θεσσαλονίκη ο Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Καλλίνικος για να τον συνοδεύσει στη νέα του έδρα. Ο Ιωακείμ Γ' με την συνοδεία του αναχώρησαν από τη Θεσσαλονίκη στις 23 Οκτωβρίου, με το ατμόπλοιο Πρίγκηψ Αμεδαίος και στις 25 του ίδιου μήνα ο νέος Πατριάρχης κατέπλευσε στην Κωνσταντινούπολη όπου κατέλυσε στην παραθαλάσσια οικία, του μητροπολίτη Δέρκων Ιωακείμ Κρουσουλούδη. Την 1η Δεκεμβρίου 1878 και μετά την παρουσίασή του ενώπιον του σουλτάνου, έλαβε χώρα η τελετή της ενθρονίσεώς του στη διάρκεια της οποίας εκφώνησε τον ενθρονιστήριο λόγο του, ενώ αντιφώνησε ο αρχιμανδρίτης Φιλάρετος Βαφείδης. Στην έκτακτη συνεδρίαση της Οικουμενικής Συνόδου της 1ης Δεκεμβρίου 1878, ο πατριάρχης ζήτησε και πέτυχε:

  • την συνένωση κάποιων γραφείων και υπηρεσιών του Πατριαρχείου,
  • την απόλυση υπαλλήλων και
  • την συγχώνευση και κατάργηση θέσεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με στόχο να βελτιωθούν τα οικονομικά του Πατριαρχείου που βρίσκονταν σε άθλια κατάσταση.

Στην συγκληθείσα εθνοσυνέλευση, της 12ης Ιανουαρίου 1879, εκφώνησε το περίφημο υπόμνημά του, περί της εκκλησιαστικής καταστάσεως και άρχισε το έργο του, επιλύοντας με διακανονισμό το οικονομικό χρέος που προϋπήρχε, με άτοκο δάνειο από μεγάλους ευεργέτες του Γένους. Την Μεγάλη Πέμπτη του 1879, τέλεσε για πρώτη φορά τον καθαγιασμό του Αγίου Μύρου. Στις 16 Μαΐου 1879 και στις 2 Ιουνίου 1879, ζήτησε βοήθεια από τον αγγλικό παράγοντα. Στις 3 Νοεμβρίου 1879, ζήτησε από τον μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας να σταματήσουν οι δραστηριότητες του Μακεδονο-ρουμανικού Συλλόγου, που είχε την έδρα του στο Βουκουρέστι καθώς ο σύλλογος δρούσε σε βάρος των Ελληνοβλάχων στην Μακεδονία. Πίστις του πατριάρχη ήταν ότι η ρουμανική προπαγάνδα είχε ως προστάτη της τον πανσλαυισμό λόγος για τον οποίο ζητούσε από τους μητροπολίτες του στη Μακεδονία και την Ήπειρο ν’ αντισταθούν παντοιοτρόπως στους ρουμανίζοντες. Το Δεκέμβριο του 1882 η Ελληνική Κυβέρνηση έστειλε απευθείας οικονομική βοήθεια στο Οικουμενικό Πατριαρχείο παρακάμπτοντας τον πατριάρχη τον οποίο κατηγόρησε για οικονομικές ατασθαλίες. Ο Ιωακείμ στις αρχές Ιανουαρίου 1883, έστειλε επιστολές στους αρχιερείς ζητώντας τους να μη δέχονται την Ελληνική οικονομική ενίσχυση.

Προνομιακό ζήτημα

Στο τέλος του 1883 προέκυψε το προνομιακό ζήτημα όταν ο Σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ Β' περιόρισε τα προνόμια των Χριστιανών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ως τότε ο Πατριάρχης, οι κατά τόπους Επίσκοποι και οι Δημογέροντες είχαν την ευθύνη των σχολείων, της κοινωνικής πρόνοιας, των ορφανοτροφείων, των γηροκομείων, των πτωχοκομείων, της τακτοποίησης των κληρονομικών υποθέσεων, των διαζυγίων και άλλων θεμάτων που αφορούσαν τους ορθόδοξους χριστιανούς. Ο Πατριάρχης αντέδρασε στην προσπάθεια και υπέβαλε την παραίτησή του το Μάρτιο του 1884 πράξη που επανέλαβε δύο ακόμη φορές προσπαθώντας να πιέσει την Πύλη. Παράλληλα διατηρούσε προσωπικές επαφές με εκπροσώπους του σουλτάνου λόγος για τον οποίο κατηγορήθηκε από κάποιους συνοδικούς αρχιερείς με επικεφαλής το Μητροπολίτη Χαλκηδόνος Γερμανό, αλλά και από τον δημοσιογράφο Βουτυρά της εφημερίδος «Νεολόγος» της Κωνσταντινουπόλεως.

Απολογισμός

Στην πρώτη του περίοδο στη θέση του Πατριάρχη ο Ιωακείμ Γ' ανακαίνισε τις εγκαταστάσεις του Πατριαρχείου, με έξοδα του Ευστάθιου Ευγενίδη, οικοδόμησε το πατριαρχικό παρεκκλήσι του αγίου Ανδρέα, ανασύστησε το Πατριαρχικό τυπογραφείο το 1880 και το 1883 άρχισε την έκδοση του περιοδικού «Εκκλησιαστική Αλήθεια» με διευθυντή συντάξεως τον Μανουήλ Γεδεών σύζυγο της Σοφίας Γεδεών ανάδοχος της οποίας ήταν ο Πατριάρχης, ίδρυσε την Πατριαρχική Βιβλιοθήκη και τη σχολή εκκλησιαστικής μουσικής, οικοδόμησε κτίριο στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, ανασύστησε την ιερατική σχολή που λειτουργούσε στο Μουχλί, συνοικία της Κωνσταντινουπόλεως πολύ κοντά στο Φανάρι. Ανίδρυσε την «Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή». Ο θεμέλιος λίθος κατετέθη την 30η Ιανουαρίου του 1880 και τα εγκαίνια έλαβαν χώρα την 14η Σεπτεμβρίου του 1882. Στην πρόσοψη του κτιρίου με μεγάλα γράμματα σώζεται η επιγραφή όπου αναγράφεται: «Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή. Επί Ιωακείμ του Γ'», ενώ στην οπίσθια όψη του μνημονεύεται με άλλη επιγραφή, η θεμελίωσή του: «Αρχιτέκτων Γ. Δημάδης 1881». Στα εγκαίνια της Σχολής ο Πατριάρχης Ιωακείμ, μεταξύ άλλων, είπε: «Ως τερέβυνθος εξέτεινε κλάδους και οι κλάδοι δόξης και χάριτος ως κιννάμωμον και ασπάλαθος αρωμάτων δέδωκεν ευωδίαν, διδασκαλίαν ως προφητείαν εξέχεε και καταλείψει αυτήν εις γενεάς αιώνων».

Επιπλέον συνέστησε τη Φιλανθρωπική και Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα, στην οποία ανέθεσε την παροχή βοήθειας στα χριστιανικά σχολεία που λειτουργούσαν στις επαρχίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου και την ευθύνη να ιδρύσει νέα. Ανήγειρε φρενοκομείο, μετέβαλλε τη μονή της Μεταμορφώσεως της νήσου Πρώτης σε γηροκομείο για κληρικούς, έστειλε στο εξωτερικό για σπουδές νέους κληρικούς και προσπάθησε να αναθεωρήσει τους Γενικούς Κανονισμούς. Το 1879 αναγνώρισε αυτοκέφαλη την Εκκλησία της Σερβίας. Με τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο του 1882 παραχώρησε στην αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος τις επαρχίες της Θεσσαλίας, η οποία ενσωματώθηκε στην Ελλάδα το 1881, μετά τη συνθήκη του Βερολίνου. Το 1882 αρνήθηκε να αναγνωρίσει την εκλογή του Φωτίου (Περόγλου) σε Πατριάρχη Ιεροσολύμων και, μετά από έρευνες των Οθωμανικών αρχών, η εκλογή ακυρώθηκε ενώ Πατριάρχης εξελέγη ο Νικόδημος (Τσιντσώνης).

Παραίτηση

Ο Ιωακείμ Γ' βρέθηκε στη δίνη των Τουρκικών πιέσεων αλλά και της επιμονής της Ελληνικής Κυβερνήσεως υπό τον Πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη, η οποία αν και τον κατηγορούσε ότι αδιαφορούσε για τα εθνικά συμφέροντα του μακεδονικού και του θρακικού Ελληνισμού εντούτοις ενίσχυσε οικονομικά το Οικουμενικό Πατριαρχείο κατά τα έτη 1882-1885, όμως ζητούσε τόσο από τον Πατριάρχη όσο και από τους αρχιερείς, να ενεργούν ως αποδέκτες των υποδείξεων και εντολών της και να συντάσσονται με τις προτροπές και υποδείξεις του εθνικού κέντρου. Με τη σειρά του ο Πατριάρχης θεωρούσε τον εαυτό του αρχηγό όχι μόνο του κλήρου αλλά και εθνάρχη που είχε την φροντίδα ολόκληρου του ορθόδοξου ελληνικού λαού. Ο Ιωακείμ δεν δίσταζε να στέκεται τόσο απέναντι στον Έλληνα πρωθυπουργό όσο και στον σουλτάνο και πίστευε ότι οι Έλληνες στα πλαίσια της οθωμανικής αυτοκρατορίας μπορούσαν ν' αναδειχθούν πρωταγωνιστές.

Παράλληλα με τις πιέσεις της κοσμικής εξουσίας Ελλάδος και Τουρκίας υπήρξαν σημαντικές αντιδράσεις του ανώτερου κλήρου και του τύπου της Ελληνικής ομογένειας στην Τουρκία εξαιτίας της καταστάσεως που δημιουργήθηκε από σύμβαση που υπέγραψε ο Πατριάρχης με την Αυστροουγγαρία σχετικά με τις μητροπόλεις της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης καθώς το γεγονός ότι τη διαπραγματεύτηκε μόνος του, χωρίς την έγκριση των δύο Εκκλησιαστικών Σωμάτων, δηλαδή της Ιεράς Συνόδου και του Διαρκούς Εθνικού Μεικτού Συμβουλίου, του καταλογίστηκε ως λανθασμένη ενέργεια. Αιχμάλωτος αυτού του ιδιαίτερα νοσηρού κλίματος και δέσμιος των πανταχόθεν πιέσεων ο Πατριάρχης παραιτήθηκε οριστικά από το Θρόνο στις 30 Μαρτίου του 1884. Μετά την παραίτησή του εγκαταστάθηκε στο Βαφεοχώρι και το 1887 επισκέφθηκε για προσκύνημα τα Ιεροσόλυμα. Ακολούθως ταξίδεψε στην Αντιόχεια και στην Αλεξάνδρεια ενώ μετά την επιστροφή του παρέμεινε για κάποιο χρονικό διάστημα στη γενέτειρα του.

Διαμονή στο Άγιο Όρος

Το 1887, από τις 26 Μαΐου έως τις 16 Σεπτεμβρίου, ο Ιωακείμ αποσύρθηκε στην Ιερά Μονή Ιβήρων προσπαθώντας να καθορίσει, έχοντας προσωπική εικόνα, το ζήτημα της κατά το δυνατόν προσφορότερης εγκαταστάσεώς του στο Όρος. Λέγεται δε, ότι κατά την διαμονή του στη Μονή, ζήτησε να του ανατεθεί ως διακόνημα η καθαριότητα της Μονής, πράγμα το οποίον δεν αποδέχθησα οι Ιβηρίτες μοναχοί. Τον Σεπτέμβριο του έτους 1889 ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ' ταξίδεψε στο Άγιο Όρος και εγκαταστάθηκε σε κελί στο κάθισμα του Αγίου Ευσταθίου του Μυλοπόταμου, μετόχι της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας. Στο περιβόλι της Παναγίας κέρδισε τον θαυμασμό και την αγάπη καλογήρων και προσκυνητών με την ευρύτητα της μορφώσεως του, τον τρόπο της ζωής του και την απίστευτη αντοχή του σε πεζοπορίες και ορθοστασίες κατά τις ολονυκτίες, λόγοι για τους οποίους οι μοναχοί τον τίμησαν με την προσωνυμία «Θηρίον του Μυλοποτάμου». Στη διάρκεια της 12ετούς εγκαταβιώσεώς του στο Όρος ο Ιωακείμ Γ' επισκέπτονταν συχνά την Μονή Ιβήρων για εκκλησιασμό, συνήθως τις μεγάλες γιορτές αλλά και κάποιες Κυριακές.

Λίγες ημέρες πριν από την επανεκλογή του επισκέφθηκε τα Καυσοκαλύβια και ακολούθως τις Μονές Σίμωνος Πέτρας, Γρηγορίου και Διονυσίου. Επέστρεψε στο Μυλοπόταμο και επισκέφθηκε την αγαπημένη του Ιερά μονή Λαύρας όπου τέλεσε τον εσπερινό, τη νυχτερινή αγρυπνία και την επομένη, ημέρα της Πεντηκοστής, τη θεία λειτουργία. Αυτή η διαδρομή ήταν και η τελευταία του στο Όρος. Στο κελί του ο Πατριάρχης εγκαταβίωσε μέχρι την επανεκλογή του στον Πατριαρχικό Θρόνο [3].

2η Πατριαρχία [4]

Τον Μάιο του 1901 μετά την παραίτηση του Πατριάρχη Κωνσταντίνου Ε' ανέλαβε τοποτηρητής του Οικουμενικού Θρόνου ο Προύσσης Ναθαναήλ ο οποίος στις 23 Μαΐου συγκάλεσε εκλογική συνέλευση από 85 μέλη και απέστειλε τον κατάλογο των προς εκλογήν νέου Πατριάρχου στην Υψηλή πύλη. Από τον κατάλογο διαγράφηκαν επτά επίσκοποι οι, Χαλκηδόνος Γερμανός, Δέρκων Καλλίνικος, Σμύρνης Βασίλειος, Λέρου Ιωάννης, Σερρών Γρηγόριος, Ανδριανουπόλεως Κύριλλος, και Ιωαννίνων Γρηγόριος. Στην ψηφοφορία για το τριπρόσωπο η οποία διεξήχθη στις 25 Μαΐου έλαβαν ο πρώην Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ 83 ψήφους, ο μητροπολίτης Χίου Κωνσταντίνος 72 και ο μητροπολίτης Βάρνης Πολύκαρπος 69 ψήφους ενώ βρέθηκαν και δύο λευκά ψηφοδέλτια. Το γεγονός της εκλογής αναγγέλθηκε τηλεγραφικά στον Ιωακείμ, ενώ ο μητροπολίτης Μηθύμνης Στέφανος αναχώρησε για το Άγιο Όρος προκειμένου να συνοδεύσει τον Οικουμενικό Πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ιωακείμ Γ' αναχώρησε από το Άγιο όρος, με το ατμόπλοιο «Κρήτη», το απόβραδο της Κυριακής 3 Ιουνίου και λίγο πριν τις 15:00 μετά το μεσημέρι της Δευτέρας 4 Ιουνίου έφτασε στην Κωνσταντινούπολη.

Στις 11η Ιουνίου 1901 έγινε η δεύτερη ενθρόνιση του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ' και την ποιμαντορική ράβδο του παρέδωσε ο μητροπολίτης Ηρακλείας Ιερώνυμος. Με την επάνοδο του στο Πατριαρχείο αντιλαμβάνεται πως η Ορθοδοξία θα εμπλακεί στην επικείμενη δίνη των εθνικών αντιπαραθέσεων των αρχών του 20ου αιώνα και στρέφεται άμεσα προς την Ελληνική Κυβέρνηση στην Αθήνα επιδιώκοντας την άμεση σύνδεση του Πατριαρχείου με το εθνικό κέντρο. Επί της πατριαρχίας του οι Βούλγαροι επιχείρησαν δύο φορές να δολοφονήσουν τον Μητροπολίτη Ειρηναίο Παντολέοντος, τότε Μελενίκου και τον Αύγουστο του 1906 τον κάλεσε να παραιτηθεί και τον τοποθέτησε για δεύτερη φορά διευθυντή της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Το 1907 ο Ιωακείμ υπέβαλε εκ νέου την παραίτησή του, εξαιτίας διωγμών που υφίστατο η Ορθόδοξη Εκκλησία από τους Οθωμανούς. Στις 18 Μαρτίου 1908 με Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο, οι Ορθόδοξες Ελληνικές κοινότητες στην Ευρώπη, στην Αμερική και σε άλλες χώρες, παραχωρήθηκαν στην Εκκλησία της Ελλάδος.

Το Πατριαρχείο & οι Νεότουρκοι

Εκείνη την περίοδο, τόσο η Οργάνωσις Κωνσταντινουπόλεως αλλά και ο ίδιος ο Αθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαΐδης, ο οποίος ήταν ο ιδρυτής της, όπως και ο Ίωνας Δραγούμης είχαν δημιουργήσει ομάδα που στήριζε τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ Γ'. Απέναντι τους βρίσκοντας ομάδα Ελλήνων βουλευτών του Οθωμανικού κοινοβουλίου με επικεφαλής τον Παύλο Καρολίδη, μαζί με ιεράρχες και λαϊκούς που συγκρότησαν την αντιπολίτευση στους εθνοκεντρικούς. Μετά τις εκλογές του 1908, η Επιτροπή Ενώσεως και Προόδου [İttihad ve Terakki Cemiyeti] έγινε η κυρίαρχη πολιτική δύναμη στην αυτοκρατορία. Αμέσως έθεσαν σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα συγκεντρωτισμού και εκκοσμικεύσεως, θεσπίζοντας σειρά νόμων που αμφισβητούσαν τα δικαιώματα και τα προνόμια των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων τους οποίους η ελληνορθόδοξη ηγεσία θεωρούσε ως μια ξεκάθαρη εθνικιστική πολιτική εκτουρκισμού. Ο Πατριάρχης αντιστάθηκε στον περιορισμό της δικαιοδοσίας του αναφορικά με τα εκπαιδευτικά και θρησκευτικά ζητήματα των Ελλήνων Ορθοδόξων και τον Ιούνιο του 1909 έστειλε στην Τουρκική κυβέρνηση το πρώτο από μια σειρά υπομνημάτων διαμαρτυρίας [5]. To Πατριαρχείο υποστήριξε ότι: «την εκπαιδευτικήν αυτού ταύτην αυτοδιοίκησιν [...] το Ρωμαϊκόν εθεώρησε και θεωρεί μετά της θρησκευτικής τοιαύτης, ως ζήτημα υπάρξεως της διανοητικής και ηθικής αυτού υποστάσεως» όμως το υπουργείο Παιδείας απέρριψε κάθε αίτημα του Πατριάρχη. Το 1909 η Υψηλή Πύλη απαίτησε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο να μεταθέσει από τη Μακεδονία τους ιεράρχες που είχαν στηρίξει τον μακεδονικό Αγώνα. Έτσι, μετακινήθηκαν οι μητροπολίτες Πελαγονίας Ιωακείμ και ο Σερρών Γρηγόριος.

Αρχιεπισκοπή Κύπρου

Στη αρχή της δεύτερης πατριαρχίας του τον ο Ιωακείμ Γ' απασχόλησε η κατάσταση της Εκκλησίας της Κύπρου, η οποία διέρχονταν περίοδο οξύτατης κρίσεως και διχασμού εξαιτίας του αρχιεπισκοπικού ζητήματος. Το αρχιεπισκοπικό ζήτημα της Κύπρου προέκυψε το 1900, μετά τον θάνατο του αρχιεπισκόπου Κύπρου Σωφρονίου κι ενώ ο επισκοπικός θρόνος Πάφου χήρευε από το προηγούμενο έτος. Πρωταγωνιστές του ήταν οι μητροπολίτες Κιτίου Κύριλλο και Κυρηνείας Κύριλλο, που και οι δυο διεκδικούσαν την εκλογή τους στο αξίωμα του αρχιεπισκόπου.

Τον Μάιο του 1901, η Εκκλησία της Κύπρου βρίσκονταν σε αναβρασμό από την παρέμβαση του πατριάρχη Κωνσταντίνου. Ο Ιωακείμ, σε συνεργασία με τους πατριάρχες Δαμιανό των Ιεροσολύμων και Φώτιο της Αλεξανδρείας, προσπάθησε να επιλύσει το ζήτημα και πέρα από τις επιστολές που απηύθυνε απέστειλε εκπρόσωπό του στην Κύπρο με σκοπό να ξεπεραστεί η κρίση. Εκπρόσωπός του, που έφτασε στην Κύπρο τον Σεπτέμβριο του 1901, ήταν ο Δημήτριος Γεωργιάδης, καθηγητής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Παράλληλα ο Ιωακείμ πρόβαλε την υποψηφιότητα τριών «εξωκλιματικών» εκκλησιαστικών προσωπικοτήτων -ο Κύπριος την καταγωγή αρχιεπίσκοπος Κυριακουπόλεως Μελέτιος, ο μητροπολίτης Μελενοίκου Ιωακείμ και ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Κωνσταντινίδης, για το αξίωμα του αρχιεπισκόπου Κύπρου. Η εισήγηση του απορρίφθηκε από τους Κυπρίους, αν και είχε υποστηριχθεί από τους πατριάρχες Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας.

Το 1908 ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις των υποστηρικτών του Μητροπολίτη Κιτίου Κυρίλλου το 1908, όταν η σύνοδος του οικουμενικού πατριαρχείου προχώρησε, ύστερα από 8 ολόκληρα χρόνια διαφωνιών στην Κύπρο, στην προσωρινή -όπως χαρακτηρίστηκε- εκλογή του μετριοπαθούς Κυρίλλου Κυρηνείας ως αρχιεπισκόπου Κύπρου. Η αντίδραση στην ενέργεια αυτή του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ήταν τόσο μεγάλη στην Κύπρο, ώστε ο μητροπολίτης Κυρηνείας αναγκάστηκε να αποσυρθεί. Η κρίση, που δίχασε για 10 χρόνια τους Κυπρίους σε «κιτιακούς» και «κυρηνειακούς», τερματίστηκε το 1910 με συμβιβασμό των δυο Κυρίλλων, αφού ταλαιπώρησε την Εκκλησία καθ' όλη σχεδόν τη διάρκεια της δεύτερης πατριαρχίας του Ιωακείμ Γ'.

Απολογισμός

Ο Ιωακείμ Γ', στη διάρκεια της δεύτερης πατριαρχίας του, προσπάθησε να διασφαλίσει τους δεσμούς τόσο μεταξύ των ορθοδόξων Εκκλησιών, ίδρυσε δυο ορφανοτροφεία, ένα θηλέων στην Πρώτη και ένα αρρένων στην Πρίγκηπο, συνέστησε την εθνική Σχολή γλωσσών και εμπορίου, αξιόλογη Σχολή Δευτεροβάθμιας Εκπαιδεύσεως με πρακτικό προσανατολισμό, συμπλήρωσε την κτιριακή υποδομή των νοσοκομείων Βαλουκλή, με βοήθεια από τις οικογένειες Ζαρίφη, Μαυρογορδάτου, Βαλλιάνου, Νεγρεπόντη, Κορωνιού, Σινιόσογλου και άλλων από Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ρωσία καθώς και από Αίγυπτο. Οικοδόμησε το Ιωακείμιο Παρθεναγωγείο, συνέχισε να σπουδάζει νέους κληρικούς και να διαμορφώνει δυναμικά στελέχη για την Εκκλησία. Με τις ενέργειες του βελτίωσε τα οικονομικά του Πατριαρχείου, το 1903 και 1912 καθαγίασε, όπως το έτος 1879, το Άγιον Μύρο, συμφιλιώθηκε με τον κύριο αντίπαλο του Επίσκοπο Χαλκηδόνος Γερμανό, ο οποίος τον διαδέχθηκε, τον Ιανουάριο του 1913, στον Οικουμενικό Θρόνο. Παράλληλα υποδέχθηκε στο Πατριαρχείο τον βασιλέα της Σερβίας Πέτρο, στον οποίο έδωσε ως δώρο το πατριαρχικό του εγκόλπιο και ο βασιλέας Πέτρος το φύλαξε στο εικονοστάσιο των ανακτόρων στο Βελιγράδι, τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον πρίγκιπα της Ελλάδος Χριστόφορο και τον Δημήτριο Γούναρη.

Τιμητικές διακρίσεις

Ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ', που τα τελευταία έτη της ζωής του είχε προσβληθεί από αρθρίτιδα του ώμου και φλεβίτιδα του μηρού, τιμήθηκε από την Οθωμανική αυτοκρατορία και τα βασίλεια της Ελλάδος, της Βουλγαρίας, της Αιγύπτου, της Ρωσίας και της Ρουμανίας με τα ανώτερα παράσημα. Το Πανεπιστήμιο Αθηνών στις 21 Μαρτίου 1912 τον τίμησε για την προσφορά του αναγορεύοντάς τον σε επίτιμο διδάκτορα της Θεολογίας με αφορμή την επέτειο 75 ετών λειτουργίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Κατηγορίες σε βάρος του [6]

Σημείο τριβής και κατηγοριών εναντίον του Ιωακείμ Γ' αποτέλεσαν οι σε βάρος του καταγγελίες ότι υπήρξε Τέκτονας [7] και μέλος της Στοάς «Πρόοδος» [8] της Κωνσταντινουπόλεως, κυρίως όμως η προσπάθεια του να προσεγγίσει τους ετεροδόξους με τους οποίους αντάλλαξε και σχετική αλληλογραφία. Ο ενθρονιστήριος λόγος του, κατά την έναρξη της δεύτερης πατριαρχίας του, στάθηκε αφορμή αλλά και αιτία των ενδοεκκλησιαστικών διενέξεων με επίκεντρο την δράση του Πατριάρχη Ιωακείμ στα πράγματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας καθώς σύμφωνα με τους κατηγόρους του, αποτέλεσε «την αφετηρία της περαιτέρω πανορθοδόξου και παγχριστιανικής κινητοποιήσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου, μιά και έδωκε αφορμή για να συνταχθούν αι Εγκύκλιοι του 1902 και του 1904, που προέτειναν μια στενώτερη επαφή και συνεργασία των Ορθοδόξων και ετεροδόξων Εκκλησιών». Σὐγκεκριμένα κατηγορήθηκε ότι στην Εγκύκλιό του της 12ης Ιουνίου 1902 ζητούσε από τους Προκαθημένους των Ορθοδόξων Εκκλησιών να εξετασθούν:

  • Οι μελλοντικές σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τις δύο μεγάλες «αναδενδράδες» του Χριστιανισμού, τους Παπικούς και τους Προτεστάντες, ο πρώτος Ορθόδοξος που χαρακτήρισε τους Δυτικούς ως «αναδενδράδες», δηλαδή τους αποδέχθηκε ως κλάδους του δένδρου της Εκκλησίας.
  • Οι σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους Παλαιοκαθολικούς.
  • Η ανάγκη διαμορφώσεως κοινής στάσεως στο ημερολογιακό ζήτημα.

Το έτος 1902 συνέβη το πρώτο ρήγμα στην ενιαία έως τότε αδιαπραγμάτευτη θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας σχετικά με το Γρηγοριανό ημερολόγιο το οποίο ήταν λυμένο με αποφάσεις Συνόδων. Ο Πατριάρχης Άνθιμος Ζ' είχε απαγορεύσει κάθε συζήτηση για το θέμα της αλλαγής του ημερολογίου όμως ο Ιωακείμ Γ' το επανάφερε και προκάλεσε νέο διάλογο καθώς ζήτησε από τους Προκαθημένους των Ορθοδόξων Εκκλησιών τη γνώμη τους, αν μπορεί η Ορθόδοξη Εκκλησία να αποδεχθεί το νέο ημερολόγιο. Στο ερώτημα απάντησαν όλοι οι Προκαθήμενοι -εξαιρουμένων του Πατριάρχη Αλεξανδρείας και Κύπρου, οι περισσότεροι των οποίων αρνητικά. Το 1904 ο Ιωακείμ Γ' με Εγκύκλιό του απέρριψε το Γρηγοριανό ημερολόγιο. Ο Ιωακείμ κατηγορήθηκε, επίσης, ότι προχώρησε στη χειροτονίες Τεκτόνων Μητροπολιτών στις εθνικά ευαίσθητες επαρχίες του επισκόπους του Πατριαρχείου παρακινούμενος από εθνικούς λόγους. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι μεταξύ των Μητροπολιτών που χειροτόνησε ο Ιωακείμ Γ' το έτος 1902 ήταν και ο Τέκτονας Χρυσόστομος Σμύρνης ο οποίος όμως λίγα έτη αργότερα, στράφηκε εναντίον του Πατριάρχη αποκαλώντας τον «ξόανον» και «κιβδηλότατον των Πατριαρχών», επειδή διαφώνησε με την εθνικιστική γραμμή του Χρυσοστόμου Σμύρνης.

Εθνική δράση Πατριάρχη Ιωακείμ Γ'

Η πολυετής διαμονή του Ιωακείμ Γ' στο Άγιο Όρος υπήρξε καθοριστική στη διαμόρφωση των απόψεων του για το μακεδονικό ζήτημα και την Ελλάδα και στάθηκε καταλύτης για την απόφασή του να συνταχθεί στην από κοινού αντιμετώπιση αυτού του Εθνικού θέματος. Για την επιτυχία του Μακεδονικού Αγώνα συνεργάστηκε με Αγιορείτες Μακεδονομάχους μοναχούς, όπως ο Ιωακείμ Ιβηρίτης και ο Χρυσόστομος Λαυριώτης, καθώς και με οπλαρχηγούς του Μακεδονικού Αγώνα, ιδιαίτερα με τον καπετάν Γεώργιο Γιαγλή. Σύμφωνα με όσα γράφει [9] ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Αθανάσιος Ε. Καραθανάσης, το 1895 ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ':

«...κατηγορούσε τις ελληνικές κυβερνήσεις ότι δεν κατενόησαν ότι η πολιτική του σουλτάνου τείνει στην αφομοίωση πάντων των Χριστιανών της αυτοκρατορίας του, ...., ότι το δράμα για την Ελλάδα είναι ότι οι Έλληνες πολιτικοί δεν τολμούν να έχουν «γνώμη σαφή φοβούμενοι τους ανεύθυνους λογιωτάτους και την απώλειαν της δημοτικότητας αυτών... και ακόμη ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν εσκέφθησαν ποτέ για το Μακεδονικό, «δεν εχάραξαν μιαν πολιτικήν, δεν συνέστησαν μιαν υπηρεσίαν για να το παρακολουθεί και δεν συνεννοήθηκαν με το Πατριαρχείο «όπως ίδωμεν τι αιτούμεν, πού βαδίζομεν και πώς δρώμεν, ούτε εν τη διεθνεί πολιτική της Ευρώπης έχομεν τινά επιστάμενον τι αιτούμενον και υποσχόμενον ημίν βοήθειαν εις τούτο». 

Το 1902 ο Ιωακείμ Γ' χαιρέτησε την ίδρυση της Μακεδονικής Αδελφότητος Κωνσταντινουπόλεως, η οποία είχε ως στόχο της, τη στήριξη των μητροπόλεων της Μακεδονίας. Ο ίδιος φρόντισε για την επάνδρωση της Μακεδονίας, που δοκιμάζονταν από τον βουλγαρικό εθνικισμό και την εξαρχία, με νέους στην ηλικία, εμφορούμενους κυρίως από εθνικό Ελληνικό φρόνημα και δυναμικούς Μητροπολίτες, όλοι τους ικανοί ρήτορες, πτυχιούχους της θεολογικής σχολής της Χάλκης. Μεταξύ τους οι Μητροπολίτες, Δράμας και μετέπειτα Σμύρνης Εθνομάρτυρας και Άγιος Χρυσόστομος (ο Καλαφάτης) το 1901, Στρωμνίτσης Γρηγόριος το 1902, Νευροκοπίου Θεοδώρητος (ο Βασματζίδης) το 1903, Θεσσαλονίκης Αλέξανδρος το 1903, Πελαγωνείας Ιωακείμ (ο Φορόπουλος) το 1903 και Γρεβενών Αιμιλιανός (ο Λαζαρίδης) το 1908. Οι Μητροπολίτες αυτοί εμφορούνταν πρώτιστα από εθνική συνείδηση, ήταν υποστηρικτές της Ελληνικής εθνικής ιδέας και ιδεολογίας και οι περισσότεροι απ' αυτούς εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία πριν και την εποχή του Παύλο Μελά και πρόξενων όπως ο Λάμπρος Κορομηλάς.

Ο Ιωακείμ Γ' πρωτοστάτησε στον αγώνα εναντίον της ρουμανικής προπαγάνδας, η οποία προσπάθησε να αλώσει την ελληνική εθνική συνείδηση των Βλάχων της Βαλκανικής. Συγκεκριμένα, απέστειλε τέσσερις εγκυκλίους προς τους Αρχιερείς και τους χριστιανούς της Μακεδονίας και Ηπείρου σχετικές με τη στάση που πρέπει να κρατήσουν στο Κουτσοβλαχικό Ζήτημα. Επίσης, ένα Πατριαρχικό Τακρίριο προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Θρησκευμάτων Αβδουρραχμάν και ένα υπόμνημα προς τους πρεσβευτές Αυστρίας, Ρωσίας, Αγγλίας, Γερμανίας, Γαλλίας και Ιταλίας, τους οποίους ενημερώνει «περί των εν Μακεδονία, αξιώσεων της ρουμουνικής κυβερνήσεως». Σε όλες τις επιστολές του υπεραμύνεται της ελληνικότητας των Βλάχων της Βαλκανικής και αποκλείει κάθε σκέψη εισαγωγής της ρουμανικής γλώσσας στη λατρεία σε περιοχές, που κατοικούνται από Βλάχους. Το 1902 κάλεσε με Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιο τους προκαθημένους των Ορθόδοξων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών να συνεργασθούν για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που απασχολούσαν εκείνην την περίοδο την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Το 1908 την εποχή του Κινήματος των Νεοτούρκων, που επαγγέλθηκαν εφαρμογή του Συντάγματος, όταν οι εθνικές μειονότητες στην Τουρκία πανηγύριζαν για την επικείμενη ισονομία και ισοπολιτεία, ο Ιωακείμ Γ' υποστήριξε ότι εφαρμογή του συντάγματος οδηγούσε στην κατάργηση των προνομίων καθώς, κατά τη γνώμη του, Νεότουρκοι θα καλούσαν όλους να υπηρετήσουν τον τουρκικό στρατό και τελικά η αυτοκρατορία θα οδηγείτο στην επικράτηση του νεοτουρκικού εθνικισμού. Η άποψή του δικαιώθηκε όπως αποδείχθηκε με τους βαλκανικούς πολέμους, με τον Α' παγκόσμιο πόλεμο, και αργότερα με δραματικό τρόπο στη Μικρά Ασία με την εφαρμογή της τελικής λύσεως και την εθνοκάθαρση σε βάρος του Ελληνικού πληθυσμού στην ασιατική πλευρά του Αιγαίου πελάγους.

Η κοίμηση του

Το Σάββατο 3 Νοεμβρίου 1912 ο Ιωακείμ Γ' ασθένησε και παρέμεινε στον κοιτώνα του στο Πατριαρχείο όπου εκοιμήθη την Τρίτη 13 Νοεμβρίου, λόγω κυστικής μολύνσεως η οποία εξελίχθηκε σε πνευμονία. Κοιμήθηκε λίγες μέρες μετά την εθνική αποκατάσταση της Μακεδονίας, για την οποία τόσο πολύ πάσχισε, όταν ήδη η Θεσσαλονίκη ήταν ελεύθερη, όπως και ένα τμήμα της Μακεδονίας, μεταξύ τους το Άγιον Όρος, στο οποίο διέμεινε επί μακρό χρονικό διάστημα ανάμεσα στις δύο περιόδους της πατριαρχίας του. Το σκήνωμα του εκτέθηκε σε προσκύνημα στον Πατριαρχικό Ναό καθήμενο επί θρόνου και ενδεδυμένο με την αρχιερατική στολή. Η εξόδιος ακολουθία του έγινε στις 10:00 της Κυριακής 18 Νοεμβρίου 1912 προεξάρχοντος του μητροπολίτου Αμασείας Γερμανού και τον επικήδειο εκφώνησε ο Αρχιγραμματέας της Συνόδου Απόστολος, ο μετέπειτα Μητροπολίτης Ρόδου. Ακολούθησε η λιτάνευση του σκηνώματος του στους δρόμους της Κωνσταντινουπόλεως και η πομπή έφτασε στην αποβάθρα Αγιάς του Τζιβαλίου. Στη συνέχεια το σκήνωμα μετέφερε η θαλαμηγός «Βαζιφέ», πλοίο που διατίθετο για τους επισήμους και τις ανάγκες του Οθωμανικού κράτους, με κατεύθυνση τα Υψωμαθειά και από εκεί ξαναετέθη σε προσκύνηση στην Ιερά Μονή Ζωοδόχου Πηγής Βαλουκλή, έως την Τετάρτη 21η Νοεμβρίου. Το πρωί εκείνης της ημέρας έγινε αρχιερατικό συλλείτουργο με την συμμετοχή των μητροπολιτών Μαρωνείας και Κομοτηνής Νικολάου, Σιατίστης Ιεροθέου, Δεβρών Παρθενίου και ακολούθησε η ταφή του στο κοιμητήριο της Ιεράς Μονής, σχεδόν τριάντα ημέρες μετά την είσοδο των Ελληνικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη, στον ιδιαίτερο χώρο που υπάρχει για την ταφή των Οικουμενικών Πατριαρχών.

Μνήμη Πατριάρχη Ιωακείμ Γ' [10]

Ο ενάρετος Πατριάρχης Ιωακείμ Γ' ήταν πνευματικό τέκνο του Μητροπολίτη Κυζίκου και μετέπειτα Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωακείμ Β'. Στη μνήμη του αφιερώθηκαν βιβλία, άρθρα και συνέδρια, πρωτοβουλίες οι οποίες αποδεικνύουν ότι, πέρα από κάθε αμφιβολία, κράτησε άσβεστη τη συνέχεια του θεσμού του Πατριαρχείου. Υπήρξε ο τελευταίος εν ενεργεία Πατριάρχης του Ελληνικού Γένους, μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Ενθουσιώδης πατριώτης, κορυφαίος Έλληνας αγωνιστής Ιεράρχης, ονομάστηκε Μεγαλοπρεπής, Μεγαλουργός, Μεγαλόφρων, Μέγας και Τρανός.

Ως χαρακτήρας διέθετε έμφυτη αγάπη, κλήση και κλίση για την Εκκλησία, βαθύτατο εκκλησιαστικό φρόνημα, ρεαλισμό, διορατικότητα και ενόραση, ταπείνωση, αγαθότητα και φιλανθρωπία, χαρίσματα που τον οδήγησαν σε τεράστια εκκλησιαστική προσφορά και διακονία. Ήταν αυστηρός, βαρύς, θερμός και δογματικώς ακλόνητος σε ότι αφορά την θρησκευτική του πίστη. Αν και δεν έλαβε πανεπιστημιακή μόρφωση αναπλήρωσε αυτό το κενό με την ευρύτητα της σκέψεως του και την λατρεία του για τα γράμματα καθώς διέθετε πνευματικά προσόντα και τεράστια προσωπικότητα. Εργάστηκε με συνέπεια για τη συμπόρευση και τη ειρηνική συμβίωση των Ελλήνων ορθοδόξων χριστιανών με τις βουλγαρικές ορθόδοξες κοινότητες, αλλά και τις μουσουλμανικές, μακριά από οποιεσδήποτε διακρίσεις. Επιβλήθηκε στην εκτίμηση του λαού επιδεικνύοντας σύνεση, διορατικότητα, δραστηριότητα, μεγαλοπραγμοσύνη, αγαθότητα και φιλανθρωπία ενώ εργάστηκε με ζήλο ακάματο και ολοκληρωτική αυταπάρνηση.

Ο Καθηγητής Παναγιωτίδης γράφει για τη διάρκεια της παρουσίας του Ιωακείμ Γ' στη Θεσσαλονίκη:

«....εύρον ευρύτερον στάδιον αναδείξεως αι κοσμούσαι Αυτόν μεγάλαι αρεταί: η σύνεσις και η διορατικότης, η δραστηριότης και η μεγαλοπραγμοσύνη, η αγαθότης και η φιλανθρωπία, δια των οποίων εδικαίωσε τας ελπίδας της Εκκλησίας και επεβλήθη εις την εκτίμησιν του έθνους Του».

Ο Ιωακείμ Γ' δημιούργησε καλές σχέσεις με τους Ρώσους και κατηγορήθηκε ως ρωσόφιλος, καθώς είναι αλήθεια ότι στο πατριαρχείο δρούσαν ρωσόφιλοι Επίσκοποι οι οποίοι ασκούσαν μεγάλη επιρροή. Ο Πατριάρχης θεωρούσε ότι ως Οικουμενικός ήταν ο κληρονόμος της ιστορίας του Βυζαντίου, και, όπως έλεγε συχνά, τοποτηρητή των βυζαντινών αυτοκρατόρων λόγος για τον οποίο αρνούνταν να επισκεφθεί τους πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής κι είχε την απαίτηση να τον επισκέπτονται πρώτοι εκείνοι. Ο Ίωνας Δραγούμης κατέγραψε [11] τις εντυπώσεις του από τη συνάντησή του, το 1908, με τον Ιωακείμ Γ' και γράφει σχετικά:

«...Είχε κληρονομήσει τη θέση του και κάθουνταν, σαν προαιώνια, στο θρόνο των Πατριαρχάδων στην Κωνσταντινούπολη. Στα χέρια του είχε έναν παμπάλαιο οργανισμό, την Εκκλησία, και στα δάχτυλα έπαιζε όλες του τις λεπτομέρειες. Και θυμήθηκε ο Αλέξης άξαφνα το μαρμαρένιο Μωϋσή του Μιχαήλ-Αγγέλου που κάθεται ασάλευτος αιώνες στο θρόνο του, τον πέτρινο στη Ρώμη. Το στόμα του θεληματικό και πεισματάρικο έμοιαζε, η ματιά του έμοιαζε, το βαρύ κορμί του ίδιο, και το δυνατό του μπράτσο με τις φλέβες ανακουφωτές, αν το ξεγύμνωνε θα ήταν απαράλλακτο, σαν έτοιμο για να συντρίψει βασιλιάδες. Και τότε απόμεινε αμίλητος ο Αλέξης που ένοιωσε τη δική του την αδυναμία. Ποιόν οργανισμό ανθρώπινο είχε στα χέρια του αυτός για να ορίζει ανθρώπους; Μπροστά του δεν είχε άνθρωπο αλλά δύναμη, που θα υποχωρούσε όχι σε συζήτηση παρά σε άλλη δύναμη.... Παιδεύτηκε μια στιγμή ο Αλέξης να καταλάβει αν αυτός, ο από τους πρώτους Έλληνες στοχάζεται κατά το σύγχρονο ελληνικό τρόπο, τον εθνικιστικό, μα ένοιωσε αμέσως πως ο εξαιρετικός αυτός ακατέργαστος άνθρωπος δεν μπορεί να ταυτίζει τον εαυτό του με τον Ελληνισμό παρά τόσο μονάχα όσο χρειάζεται για να βασταχτεί Πατριάρχης. Μόνο έτσι θα είναι σύμφωνος με τον εαυτό του.... Τέτοιον τον κατάλαβε τον Πατριάρχη ο Αλέξης και καταχάρηκε, γιατί στην τόση στειροσύνη ανθρώπων ηύρε στον Ελληνισμό κ’ ένα δυνατόν άνθρωπο».

Ο Βλάσης Γαβριηλίδης μέσα από τη στήλη του στην εφημερίδα «Ακρόπολις» αναφέρεται με λόγια θαυμασμού τον Πατριάρχη. Γράφει [12]:

«...Γεμάτος εις έκφρασιν, γεμάτος εις παράστασιν, γεματώτατος εις σκέψιν, θαρραλεώτατος και υπερήφανος ως αληθής κυβερνήτης, γερόλυκος της θαλάσσης, δαμαστής των κυμάτων και των θυελλών ακατάβλητος, ωμίλησεν ο πατριάρχης μας. Είναι κίνδυνος, είπεν. Αλλ’ η κατάστασις ήτο περισσότερον φουρτουνιασμένη άλλοτε. Εγώ ως πηδαλιούχος το λέγω. Αν επρόκειτο να κάμωμεν δικτάτορα, έπρεπε να κάμωμεν δικτάτορα τον Ιωακείμ Γ'».

Κειμήλια / Ανδριάντας / Ονοματοδοσίες

Σύμφωνα με τον μακαριστό γέροντα Γαβριήλ Διονυσιάτη <re>[Αρχιμανδρίτης Γαβριήλ Διονυσιάτης, «Λαυσαϊκόν τοῦ Ἁγίου Ὄρους», Βόλος 1953, σελίδα 21η.]</ref> για τον Ιωακείμ «....τό προσφιλές του προσκύνημα ἦταν ἡ Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων», όπου διέμενε στην Καλύβη των Ιωασαφαίων. Εκεί ο Πατριάρχης το 1887 εγκαινίασε το άνετο παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου ενώ φρόντισε για την ανέγερση του κωδωνοστασίου και ανακαίνισε με δική του φροντίδα το μαγειρείο και την αίθουσα του φαγητού. Εκφράζοντας τις ευχαριστίες του προς τους Λαυριώτες για την φιλοξενία που του παρέσχον «εν τω τερπνοτάτω και μοναστικών χαρίτων πεπροικισμένω αναχωρητηρίω του Μυλοποτάμου», δύο χρόνια πριν την αναχώρηση του από το Άγιον Όρος, ο πατριάρχης δώρισε στην κυρίαρχο μονή της Μεγίστης Λαύρας την αρχιερατική του στολή, λευκή κεντητή μίτρα, πατερίτσα, εγκόλπια και δικηροτρίκηρα. Στο αρχείο της Σκήτης αλλά και στην Καλύβη του Αγίου Γεωργίου Ιωασαφαίων φυλάσσεται μέρος της αλληλογραφίας του Πατριάρχη ενώ στο σκευοφυλάκιο της Σκήτης διασώζεται βαρύτιμη αρχιερατική στολή του και η Αρχιερατική Μήτρα του ως μητροπολίτη Βάρνας [13].

Ο Δήμος Αθηναίων τον τίμησε δίνοντας το όνομά του στον κεντρικό δρόμο του Κολωνακίου. Στη Θεσσαλονίκη κεντρική οδός φέρει το όνομα του Ιωακείμ Γ' ενώ ο ανδριάντας του, τον οποίο φιλοτέχνησε η καθηγήτρια γλυπτικής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών Αφροδίτη Λίτη, βρίσκεται στον προαύλιο χώρο της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. Στα αποκαλυπτήρια [14], την Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014, παρέστησαν ο τότε μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Άνθιμος, ο μητροπολίτης Καστελίου, Αρκαλοχωρίου και Βιάννου και καθηγητής του Α.Π.Θ. Ανδρέας, ο τότε Δήμαρχος Θεσσαλονίκης Γιάννης Μπουτάρης, ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Περικλής Μήτκας, ο καθηγητής της ιατρικής και ο Πρόεδρος της ΦΑΑΘ Θεόδωρος Δαρδαβέσης, πλήθος καθηγητών και φοιτητών.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. [Κοινότητα Βαφεοχωρίου (Μπογιατζίκιοϊ) bosphoros.org]
  2. [Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ ήταν Ποντιακής καταγωγής pontosnews.gr]
  3. [Η τελευταία ημέρα του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ στον Μυλοπόταμο. Ποιοι τον επισκέφθηκαν agioritikesmnimes.blogspot.com]
  4. [Ιωακείμ ο Γ΄. O μεγαλοπρεπής Πατριάρχης και τα κατά την τελευταίαν μεσοπατριαρχείαν]
  5. [Αθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαΐδης 1984, σελίδες 118η-129η.]
  6. [Αποκάλυψη: Ιωακείμ Γ', ο πρώτος Ορθόδοξος μασώνος Πατριάρχης των Χριστιανών katohika.gr]
  7. [Μιχάλης Φυσεντζίδης, «Επιφανείς και Διάσημοι Έλληνες Ελευθεροτέκτονες (1800-1970)»]
  8. [Ιωακείμ Γ’ Πατριάρχης grandlodge.gr, Η Μεγάλη Στοά της Ελλάδος]
  9. [Α.Ε. Καραθανάσης, «Η πορεία του Γένους κατά την τουρκοκρατία και η ενότητα του Ελληνισμού. (Φορείς, Ιδεολογία, Θεσμοί)».]
  10. [Σαν σήμερα, 26/13 Νοεμβρίου 1912, κοιμήθηκε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ ο Μεγαλοπρεπής]
  11. [Ίων Δραγούμης, «Όσοι ζωντανοί».]
  12. [Εφημερίδα «Ακρόπολις», στήλη «Λακωνικά», Βλάσης Γαβριηλίδης, φύλλο 6ης Ιανουαρίου 1910.]
  13. [Η αρχιερατική μήτρα του Οικουμενικού Πατριάρχου Ιωακείμ Γ΄ στη Σκήτη Καυσοκαλυβίων. agioritikoslogos.blogspot.com]
  14. [Αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’ dogma.gr, 09 Δεκεμβρίου 2014]