Σπυρίδων Καλλιάφας

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Σπυρίδων Μ.Καλλιάφας Έλληνας εθνικιστής, παιδαγωγός, πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής που δίδαξε ως καθηγητής στη Μέση εκπαίδευση, πανεπιστημιακός καθηγητής, γεννήθηκε στις 14 Νοεμβρίου 1885 [1] στο χωριό Δρόβιανη Αυλώνας της υπόδουλης -τότε στους Τούρκους και στη συνέχεια στους Αλβανούς- Βορείου Ηπείρου και πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου 1964 [2] στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» στην Αθήνα. Η νεκρώσιμη ακολουθία του τελέστηκε το απόγευμα της 4ης Φεβρουαρίου και τον επικήδειο λόγο [3] εκφώνησε ο καθηγητής της Παιδαγωγικής Κωνσταντίνος Σπετσιέρης, εντεταλμένος της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Σπυρίδων Καλλιάφας
Σπυρίδων Καλλιάφας.jpg
Γέννηση: 1903
Τόπος: Δρόβιανη, Αυλώνα, Βόρειος Ήπειρος
Σύζυγος: Αθηνά Καλλιάφα
Τέκνα:
Υπηκοότητα: Ελληνική
Ασχολία: Φιλόλογος, καθηγητής, Πανεπιστημιακός
Θάνατος: 4 Φεβρουαρίου 1964
Τόπος: Αθήνα, Αττική (Ελλάδα)

Ήταν παντρεμένος με την Αθήνα Καλλιάφα.

Βιογραφία

Πατέρας του ήταν ο Μιχαήλ Καλλιάφας, ενώ είχε και δύο μικρότερα αδέλφια, ένα από τα οποία ήταν ο γεννημένος το 1888, Ιωάννης Καλλιάφας. Η οικογένεια Καλλιάφα έζησε στο χωριό Νεοχώριο της τότε επαρχίας Μεσολογγίου, όπου ο Σπύρος παρακολούθησε τα μαθήματα του Δημοτικού σχολείου, ενώ παρακολούθησε τα μαθήματα και αποφοίτησε από το Γυμνάσιο του Μεσολογγίου στο νομό Αιτωλοακαρνανίας. Από το Φθινόπωρο του 1902 φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1907, και στη συνέχεια δίδαξε ως καθηγητής σε σχολεία Μέσης εκπαιδεύσεως.

Από το 1916 έως το 1919, με υποτροφία του Όθωνα Σταθάτου, πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης στην Ελβετία, στο οποίο παρακολούθησε μαθήματα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής. Μέχρι την εκλογή του στην καθηγητική έδρα της Παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, εργάστηκε ως καθηγητής σε Ελληνικά Γυμνάσιο, σε Διδασκαλεία, στη «Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή» και ως επόπτης στα σχολεία της «Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας» Αθηνών.

Διδασκαλική δραστηριότητα

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα μετά τις μεταπτυχιακές του σπουδές διορίστηκε μέχρι το Δεκέμβριο του 1920, διευθυντής του Διδασκαλείου Ιωαννίνων. Στις 17 Δεκεμβρίου του 1920 ανέλαβε τη διδασκαλία των Παιδαγωγικών μαθηματών στο «Μαράσλειο Διδασκαλείο» στη θέση του καθηγητού Ζήση Ζαμάνη, ο οποίος δεν δέχθηκε τη μετάθεση του στο Διδασκαλείο Τριπόλεως και παραιτήθηκε ιδρύοντας ιδιωτικό σχολείο στο Φάληρο. Το 1923 μετά την πολιτειακή μεταβολή που επήλθε ο Καλλιάφας παύθηκε από τα διδασκαλικά του καθήκοντα στο «Μαράσλειο Διδασκαλείο» και από τις 16 Φεβρουαρίου 1924 ανέλαβε καθήκοντα τακτικού καθηγητού στο «Ριζάρειο Ιεροδιδασκαλείο» [4]. Το 1928 έθεσε υποψηφιότητα για τη θέση του καθηγητού στην έδρα της Παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στην οποία εκλέχθηκε ο Αλέξανδρος Δελμούζος, ενώ ο Καλλιάφας δεν έλαβε ούτε μία ψήφο. Παρέμεινε στη θέση του καθηγητή στο Ριζάρειο μέχρι τις 12 Δεκεμβρίου του 1929 [5] όταν καταργήθηκε το Ιεροδιδασκαλείο.

Ο Καλλιάφας διατέλεσε Υποδιευθυντής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Αθηνών και το 1938, διορίστηκε Ανώτατος εκπαιδευτικός σύμβουλος του Υπουργείου Παιδείας, την περίοδο του καθεστώτος της «4ης Αυγούστου» του Ιωάννη Μεταξά. Τον ίδιο χρόνο όταν καταργήθηκε η διδασκαλία του μαθήματος «Αγωγή του Πολίτου» στα γυμνάσια θηλέων, η δικαιολόγηση του μέτρου έγινε με την προσφυγή σε αντιλήψεις της προαστικής ιδεολογίας για το ρόλο και τον προορισμό της γυναίκας ενώ ο Καλλιάφας αρθρογράφησε προβάλλοντας ανάλογες απόψεις του Ιταλικού καθεστώτος για το ίδιο θέμα. Ο Ευάγγελος Παπανούτσος γράφει ότι την Άνοιξη του 1938, ο Καλλιάφας ως μέλος του Ανώτατου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου, [Α.Ε.Σ.], επισκέφθηκε για επιθεώρηση την Παιδαγωγική Ακαδημία Ιωαννίνων και ανακάλυψε ότι διδάσκει Ψυχανάλυση και άλλες ανατρεπτικές θεωρίες, όπως έγραψε στην έκθεση του προς το Υπουργείο Παιδείας. Ο Καλλιάφας στη διάρκεια της Κατοχής της Ελλάδος από τις δυνάμεις του Άξονα διορίστηκε, δίχως την συναίνεση του και απολύτως αυθαίρετα, σύμβουλος του Υπουργείου Παιδείας. Τον Ιούνιο του 1945, λίγο μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος, απολύθηκε από τη θέση του και αναδιορίστηκε ως παρανόμως απομακρυνθείς [6].

Πανεπιστημιακή δραστηριότητα

Στις 29 Αυγούστου του 1947 ο Καλλιάφας εκλέχθηκε καθηγητής στην δεύτερη έδρα της Παιδαγωγικής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, με δεκαέξι ψήφους υπέρ και δύο κατά. Προηγήθηκε θετική εισηγητική έκθεση των δύο εκ των τριών μελών της εισηγητικής επιτροπής, των Θεόφιλου Βορέα, που κατείχε την έδρα της Φιλοσοφίας και του Νικόλαου Εξαρχόπουλου, που κατείχε την έδρα της Παιδαγωγικής, από τις 26 Ιουλίου του 1912. Ο τρίτος της εισηγητικής επιτροπής ο Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος δεν τον θεώρησε κατάλληλο, όπως και κανέναν άλλον εκ των τριών υποψηφίων. Με δέκα έξι ψήφους υπέρ του και μόνο δύο κατά, ο Καλλιάφας κατέλαβε τη δεύτερη τακτική έδρα της Παιδαγωγικής, ενώ κανείς δεν ψήφισε τους συνυποψήφιους του, την εθνικίστρια Σοφία Γεδεών και τον Ευριπίδη Σούρλα [7].

Στις 11 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους ο Καλλιάφας [8] έδωσε τον νενομισμένο όρκο, ανέλαβε τα καθήκοντα του και για τα επόμενα δύο Ακαδημαϊκά έτη συνυπήρξε με τον Νικόλαο Εξαρχόπουλο, διδάσκοντας Παιδαγωγική και Ψυχολογία σε τρεις -στη Φιλοσοφική, τη Θεολογική και τη Φυσικομαθηματική- από τις πέντε σχολές του Πανεπιστημίου. Μετά τη συνταξιοδότηση του Εξαρχόπουλου, ο Καλλιάφας ανέλαβε τη διεύθυνση του Εργαστηρίου Πειραματικής Παιδαγωγικής καθώς και του Πρότυπου σχολείου του Πανεπιστημίου Αθηνών με βοηθούς τη Φωτεινή Ψαλλίδα, τη Μαρία Τενεζάκη και το μετέπειτα Καθηγητή της Παιδαγωγικής Ιωάννη Μαρκαντώνη. Το Ακαδημαϊκό έτος 1953-54 κατείχε τη θέση του Κοσμήτορα [9] της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου. Ο Καλλιάφας συνταξιοδοτήθηκε την 31η Αυγούστου του 1956 και του δόθηκε ο τίτλος του Ομοτίμου καθηγητή.

Μεταπολεμικώς ο Καλλιάφας ήταν ομιλητής σε συνέδριο της «Ηπειρωτικής Εταιρείας» Αθηνών και στην ομιλία του αναφέρθηκε στο στρατηγό Γεώργιο Τσολάκογλου, τον πρώτο κατοχικό πρωθυπουργό. Σκιαγραφώντας την προσωπικότητα του Στρατηγού Τσολάκογλου είπε μεταξύ άλλων:

«....Εις εμέ δε παρακαλώ να επιτραπεί να εξάρω εν και μόνον έργον του ανδρός, το κατά την γνώμην μου σπουδαιότερον υπό εθνικήν άπόψιν, την σύναψιν δηλαδή της προς τους Γερμανούς ανακωχής κατά την άνοιξιν του 1941. Εάν δεν είχεν εγκαίρως συναφθή η ανακωχή εκείνη, λαμβανομένης υπ’ όψιν και της νυν αχαριστίας των τότε συμμάχων μας, πιθανότατα ή μάλλον βεβαίως η ακεραιότης του εδάφους Πατρίδος υπό βαρύτατου πένθους εσπαραγμένης και εις ερείπια κατακείμενης και η πολιτική αυτής ελευθερία θα ανήκον σήμερον εις το παρελθόν. ...{...}... μόνον το έργον τούτο υπήρξε τοιούτο, ώστε, ως νομίζομεν, είναι επιτετραμμένον να λεχθή, ότι είναι άξιος ανδριάντος τιθεμένου εις περίοπτον τόπον της πρωτευούσης...».

Ήταν μέλος και το 1958 εκλεγμένος σύμβουλος στο Διοικητικό Συμβούλιο του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός», το 1959 διατέλεσε εκλεγμένος Πρόεδρος της «Ηπειρωτικής Εταιρείας» Αθηνών καθώς και μέλος και εκλεγμένος σύμβουλος στην «Πανελλήνια Ένωση Ψυχικής Υγιεινής». Περιλαμβάνονταν μεταξύ των συντακτών της Εγκυκλοπαίδειας «Πάπυρος».

Συγγραφικό έργο

Ο Καλλιάφας δημοσίευσε άρθρα για θέματα παιδείας σε ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και ειδικά, επιστημονικά και μή, περιοδικά. Ως παιδαγωγός υπήρξε ένθερμος οπαδός του σχολείου εργασίας και προσπάθησε να καθιερώσει τη μέθοδο αυτή στην Ελλάδα και στην ψυχολογία επέβαλε βασικές έννοιες της επιστήμης. Ως φιλόσοφος ακολούθησε την πνευματοκρατία, την οποία προσπάθησε να θέσει στην υπηρεσία της παιδαγωγικής. Ο Καλλιάφας ασχολήθηκε στη Φιλοσοφία με την αναίρεση του υλισμού και τη θεμελίωση της χριστιανικής κοινωνικής-ηθικής θεωρήσεως της ζωής. Άφησε αξιόλογο συγγραφικό έργο και μετέφρασε έργα του Gaudig για το σχολείο εργασίας. Ήταν συντάκτης άρθρων για το χριστιανικό περιοδικό «Ακτίνες» της Οργανώσεως Θεολόγων «Ζωή» το οποίο είχε τεράστια απήχηση.

Σημαντικότερα από τα έργα του είναι

  • «Γενική Παιδαγωγική»,
  • «Η σύγχρονη παιδαγωγική στη θεωρία και την πράξη», το 1923,
  • «Σώμα και ψυχή, ύλη και πνεύμα», το 1929,
  • «Η Θρησκεία και η Διδασκαλία των Θρησκευτικών», το 1930,
  • «Χαρακτήρες ή Ψυχολογικοί τύποι. Παιδαγωγικά και Κοινωνικά πορίσματα», το 1935, [10], το οποίο δίδασκε στην έδρα της Παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών,
  • «Πως πρέπει να παρασκευάζεται Τις εις το Διδάσκειν», το 1935,
  • «Σκέψεις Τίνες. Περί της Ανωτέρας Εκπαιδεύσεως των Θηλέων και Αποχαιρετισμός των Απολυομένων Μαθητριών», το 1936,
  • «Το περί ψυχής πρόβλημα», 1η έκδοση το 1938, δεύτερη έκδοση το 1951 από τις εκδόσεις «Βιβλιοθήκη Αποστολικής Διακονίας»,
  • «Περί της βουλήσεως», το 1940,
  • «Ψυχολογία του βάθους», το 1945,
  • «Πρόγραμμα των μαθημάτων των σχολείων της στοιχειώδους εκπαιδεύσεως», Μάρτιος 1949,
  • «Εισαγωγή εις την χαρακτηρολογίαν του Ernst Kretschmer», το 1950,
  • «Νοημοσύνη και ευφυΐα», το 1951,
  • «Υλισμός και Σύγχρονος Βιολογία και Ψυχολογία», το 1952,
  • «Χαρακτηρισμός της Εποχής μας και άλλαι τινές επίκαιροι πραγματείαι» το 1953.

Στο έργο του αναφέρεται στη διάκριση μεταξύ του δημοσίου και ιδιωτικού βίου και γράφει:

«...Είς εκ των πρώτων αναγκαίων όρων της αυτοβελτιώσεως είναι η εκβολή της βδελυράς και ολεθρίας διδασκαλίας, ήν επενόησε το διέπον την εποχήν μας νοσηρόν πνεύμα, ότι τάχα, πρέπει να διαχωρίζεται ως δια σινικού τείχους από τον δημόσιον ο ιδιωτικός βίος, ότι επομένως είναι δυνατόν να διάγη τις τον μεν δημόσιον βίον ανεπίληπτον, τον δε ιδιωτικόν αισχρόν...». Μάλιστα επικαλείται τον Πλούταρχο ο οποίος αναφερόμενος στην αναλόγου είδους υποκρισία που επικράτησε κατά την παρακμήν της Αρχαίας Ελλάδος είπε: «Ου μόνον, ων λέγουσι και πράττουσι δημοσία οι πολιτευόμενοι ευθύνας διδόασιν, αλλά και δείπνον αυτών πολυπραγμονείται και γάμος και κοίτη και παιδιά και σπουδή πάσα».
  • «Η ύλη και η διδακτική των μαθημάτων του Δημοτικού Σχολείου: πρώτον και δεύτερον σχολικόν έτος» το 1954,
  • «Ένδον Σκάπτε», το 1955,
  • «Το Νόημα της 28 Οκτωβρίου 1940», το 1956,
  • «Ανθρωπολογικαί Μελέται», το 1957,
  • «Επίτομος γενική παιδαγωγική», το 1958,
  • «Το παιδαγωγικό πρόβλημα της γενετησίου ορμής», το 1958,
  • «Τα πρώτα πέντε παιδικά έτη», εκδόσεις «Χριστιανική Ένωση Εκπαιδευτικών Λειτουργών» [Χ.Ε.Ε.Λ.] [11],
  • «Θεωρία και Πράξις του Σχολείου Εργασίας»,
  • «Περί τινών ελαττωμάτων και τινών προτερημάτων του πολιτισμού των Ηνωμένων Πολιτειών» το 1963,
  • «Η κοινωνική σημασία της συγχρόνου τέχνης» το 1963,
  • «Αθεΐα και υπεροψία», το 1964, κυκλοφόρησε σε αυτοτελή έκδοση ανατυπωμένη από το περιοδικό «Ελληνοχριστιανική Αγωγή».
  • «Συγχρονισμένοι και Ασυγχρόνιστοι», το 1964, κυκλοφόρησε σε αυτοτελή έκδοση ανατυπωμένη από το περιοδικό «Ελληνοχριστιανική Αγωγή» [12].

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Διαβάστε τα λήμματα

Παραπομπές

  1. [Περιοδικό «Νέα Εστία», τεύχος 883, σελίδα 555.]
  2. [Περιοδικό «Νέα Εστία», τεύχος 883, σελίδα 555.]
  3. [Επικήδειος λόγος εις Σπ. Καλλιάφαν.]
  4. [«Ιστορία της «Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής», Γεράσιμος Κονιδάρης, Αθήνα 1969, σελίδα 87η.]
  5. [«Ιστορία της «Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής», Γεράσιμος Κονιδάρης, Αθήνα 1969, σελίδα 87η.]
  6. [«Ιστορία της «Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής», Γεράσιμος Κονιδάρης, Αθήνα 1969, σελίδα 159η.]
  7. [Πρακτικά Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, τόμος 22ος, συνεδρία 9ης Ιουνίου 1947, σελίδα 216.]
  8. [Εφημερίδα «Εμπρός», 12 Σεπτεμβρίου 1947, σελίδα 2η.]
  9. [Διατελέσαντες Κοσμήτορες Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Φιλοσοφική σχολή.]
  10. [Χαρακτήρες ή Ψυχολογικοί τύποι Περιοδικό «Νέα Εστία», τεύχος 225, σελίδες 659η-661η.]
  11. [Η «Χριστιανική Ενωση Εκπαιδευτικών Λειτουργών» ιδρύθηκε το 1947 από την Αδελφότητα Θεολόγων «Η Ζωή» είχε ως μέλη της εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων και λειτουργούσε στο χώρο της εκπαιδεύσεως. Το Μάιο του ίδιου χρόνου η οργάνωση εξέδωσε το περιοδικό «Δελτίον» συνεχίζοντας ανελλιπώς ως τον Δεκέμβριο του 1956. Τον Ιανουάριο του 1957 με το τεύχος 72, το περιοδικό συνέχισε την κυκλοφορία του έχοντας με τον τίτλο «Ελληνοχριστιανική Αγωγή».]
  12. [Το περιοδικό «Ελληνοχριστιανική Αγωγή» είναι μεταξέλιξη του περιοδικού το «Δελτίον» που κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1947 από την «Χριστιανική Ένωση Εκπαιδευτικών Λειτουργών». Η οργάνωση ιδρύθηκε στις αρχές του 1947 από την Αδελφότητα Θεολόγων «Η Ζωή» είχε ως μέλη της εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων και λειτουργούσε στο χώρο της εκπαιδεύσεως.]