Αρχιεπίσκοπος Μισαήλ

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Κυρός Μισαήλ [κατά κόσμον Μισαήλ Αποστολίδης], Έλληνας Θεολόγος και Φιλόσοφος, Πανεπιστημιακός καθηγητής, που εκλέχθηκε και διατέλεσε Επίσκοπος Πατρών & Ηλείας και στη συνέχεια 2ος στη σειρά Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος [1] [2], μετά την ανακήρυξη του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Προκαθήμενος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος, Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Ελλάδος, του ανώτατου θεσμικού οργάνου διοικήσεως, καθώς και της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, γεννήθηκε το 1789 στο χωριό Μελισσουργείο, της τότε επαρχίας Κισσάμου του νομού Χανίων στην Κρήτη, και πέθανε στις 20 Ιουνίου 1862 [3] στην Αθήνα.

Αρχιεπίσκοπος Μισαήλ (ο Αποστολίδης)
Συνοπτικές πληροφορίες
Γέννηση: 1789
Τόπος: Μελισσουργείο Κισσάμου, Χανιά,
Κρήτη (Ελλάδα)
Θάνατος: 20 Ιουνίου 1862
Τόπος: Αθήνα
Υπηκοότητα: Ελληνική
Συνοπτικές πληροφορίες αξιώματος
* 2ος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών *
Έναρξη Θητείας : 2 Δεκεμβρίου 1861
Λήξη θητείας : 20 Ιουνίου 1862
Προκάτοχος
Διάδοχος

Βιογραφία

Ο Μισαήλ σε ηλικία έντεκα ετών εισήχθη στην ανδρική Μονή Παναγίας Οδηγήτριας Γωνιάς Χανίων, σε μικρή απόσταση και βόρεια από την κωμόπολη Κολυμβάρι της Κρήτης, όπου ολοκλήρωσε τη βασική εκπαίδευση. Εκεί εκάρη μοναχός το 1800 και αργότερα διάκονος. Σπούδασε στο Φιλολογικό Γυμνάσιο της Σμύρνης με δάσκαλο τον Κωνσταντίνο Οικονόμο εξ Οικονόμων και χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.

Ιερέας & Δάσκαλος στην Ευρώπη

Το 1815, ο Αρχιμανδρίτης Μισαήλ κλήθηκε από την Ελληνική Κοινότητα Βιέννης και ανέλαβε εφημέριος του εκεί Ορθοδόξου ναού και παράλληλα δάσκαλος στο Ελληνικό σχολείο της πόλεως. Το ήθος του προκάλεσε την προσοχή του τσάρου της Ρωσίας Αλεξάνδρου Α΄, ο οποίος τον παρασημοφόρησε. Δύο χρόνια αργότερα, το 1817, τον κάλεσε η Ελληνική Κοινότητα Τεργέστης όπου και εγκαταστάθηκε ως εφημέριος του Ορθόδοξου Ναού του Αγίου Νικολάου και δάσκαλος στο Ελληνικό σχολείο. Όπως προκύπτει από σχετικά έγγραφα, οι επαναστάτες της Κρήτης είχαν ορίσει τον Μισαήλ ως πρόξενο στην Ευρώπη για την προβολή των θέσεών τους και την οικονομική ενίσχυση του αγώνα τους.

Το 1827, μετά από παράκληση του Ιωάννη Καποδίστρια, που του απηύνυνε σχετική επιστολή, ο Μισαήλ βοήθησε να συγκεντρωθούν χρήματα από τους Έλληνες της διασποράς προκειμένου να ιδρυθούν ορφανοτροφεία στην ελεύθερη Ελλάδα. Παρέμεινε στην Τεργέστη έως το 1830, όταν μετά από πρόσκληση του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α΄, εγκαταστάθηκε στο Μόναχο, στο τέλος του Ιουνίου ή στις αρχές του Ιουλίου του 1830, όπου δίδαξε την ελληνική γλώσσα στον Όθωνα, ο οποίος μόλις είχε εκλεγεί βασιλιάς της Ελλάδας. Στη Γερμανία παρακολούθησε μαθήματατα Θεολογίας και Φιλοσοφίας ως ακροατής. Στις 3/15 Οκτωβρίου του 1832 ήταν ένας απ' αυτούς που υποδέχθηκαν την Ελληνική αντιπροσωπεία στο Μόναχο, και κρατούσε το Ευαγγέλιο στην ορκωμοσία των τριών αντιπροσώπων, του Ανδρέα Μιαούλη, του Κώστα Μπότσαρη και του Δημητρίου Πλαπούτα. Ο Μισαήλ επέστρεψε στην Ελλάδα μαζί με τον Όθωνα, στις 11 Δεκεμβρίου του 1832, ύστερα από δύο χρόνια και επτά μήνες παραμονής στη Γερμανία.

Επιστροφή στην Ελλάδα

Στη διάρκεια της παραμονής του στη Βιέννη και την Τεργέστη, ο Μισαήλ έμαθε λατινικά, γερμανικά και γαλλικά και λόγω της πολυγλωσσίας του χρησιμοποιήθηκε από το ελληνικό κράτος για να διδάξει σε διάφορα σχολεία, όπως Θρησκευτικά και Ελληνική Φιλολογία στο Θεολογικό Σχολείο και στο Διδασκαλείο. Το 1837, όταν ιδρύθηκε το τότε Βασιλικό Πανεπιστήμιο Αθηνών υπήρξε ένας από τους πρώτους 28 καθηγητές που διορίσθηκαν, ανάμεσα τους ο Θεόκλητος Φαρμακίδης της Θεολογικής Σχολής. Ο Μισαήλ ήταν ο πρώτος τακτικός καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου στη Δογματική θεολογία, τη Χριστιανική ηθική και την Ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης εκ των Εβδομήκοντα. Μιλώντας στα εγκαίνια του Πανεπιστημίου στις 3 Μαΐου 1837, ο Μισαήλ Αποστολίδης τόνισε ότι από το Πανεπιστήμιο θα εξέρχονταν «...της Θέμιδος οι λειτουργοί και του Ασκληπιού οι θιασώται ... διά να συντελώσιν έπειτα εις της κοινωνίας ημών την ευημερίαν..» [4].

Το 1836 θεσπίστηκε η υποχρεωτική προσευχή στα σχολεία, ενώ η πρόταξη της Φιλοσοφικής Σχολής στο Διάταγμα του Άρμανσπεργκ της 31 Δεκεμβρίου 1836 οφείλεται στην επίδραση του Πανεπιστημίου του Humboldt, το οποίο έδινε την πρωτοκαθεδρία στη Φιλοσοφική Σχολή, όμως η αντικατάσταση της από τη Θεολογική σχολή, μόλις τρεις μήνες αργότερα, είναι προσφορά του Όθωνα προς τον Μισαήλ Αποστολίδη, και μέρος της Βασιλικής εύνοιας ήταν και η προαγωγή του από καθηγητή σε κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής. Με το Βασιλικό Διάταγμα διορισμού των πρώτων καθηγητών του Πανεπιστημίου Αθηνών που εκδόθηκε στις 22 Απριλίου 1837, διορίστηκε τακτικός καθηγητής της Θεολογίας, ενώ δίδαξε Δογματική Θεολογία, Χριστιανική Ηθική, Ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης και Ομιλητική

Ο Μισαήλ διατέλεσε πρώτος «Σημάντωρ» της Σχολής, δηλαδή Σχολάρχης-Κοσμήτορας [5] της Θεολογικής Σχολής το ακαδημαϊκό έτος 1837-1838 και με την ιδιότητα του εκφώνησε τον επίσημο εναρκτήριο λόγο της λειτουργίας του Πανεπιστημίου. Στην ομιλία του, για να τονίσει τη μεγάλη αντιπαράθεση δυνάστη-δυναστευόμενου και το μέγα έργο της εκκλησίας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ανέφερε ότι «οι βάρβαροι», δεν άφηναν τους Έλληνες να συντηρούν εκπαιδευτικά ιδρύματα. Το 1838 θεσμοθετήθηκε ο εορτασμός της Εθνικής εξεγέρσεως του 1821 να γίνεται την ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.

Στις παραμονές της επαναστάσεως του Χαιρέτη στην Κρήτη, ο Μισαήλ Αποστολίδης με επιστολή του παρότρυνε έναν από τους πρωτεργάτες της Κρητικής Επαναστάσεως του 1821, τον Χατζη-Ανδρέα Κριαρά, να συμμετάσχει στον αγώνα, ξεσηκώνοντας τους συντοπίτες του Σφακιανούς. Ο Μισαήλ εκλέχθηκε Πρύτανης [6] του Πανεπιστημίου κατά τα Ακαδημαϊκά έτη 1842-1843 και 1850-1851, όταν το Πανεπιστήμιο εξέλεξε για πρύτανή του τον Ιωάννη Βενθύλο, όμως το Υπουργείο προτίμησε τον Μισαήλ Αποστολίδη, ενώ το 1852 ανακηρύχθηκε επίτιμος καθηγητής. Ο Μισαήλ υπήρξε από τους εμπνευστές και τα ιδρυτικά μέλη της «Φιλεκπαιδευτικής Εταιρίας» [7] [8] και παρέμεινε εισηγητής τhς «επί των Σχολείων Επιτροπής» μέχρι το 1844. Ο Μισαήλ ήταν ένας από τους εκτελεστές [9] της διαθήκης του Γεωργίου Ριζάρη και το 1843, ο πρώτος καθηγητής της «Ριζαρείου Εκκλησιαστική Σχολής», που σκοπό είχε τη μόρφωση του κλήρου της Ελλάδας, στην οποία από το 1844 έως το 1846 διατέλεσε διευθυντής.

Ανήκε στους φιλελεύθερους θεολόγους και υποστήριξε την καθιέρωση του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία είχε μεν αυτοανακηρυχθεί Αυτοκέφαλη, όμως δεν είχε αναγνωριστεί από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το 1850 διορίσθηκε γραμματέας της Ιεράς Συνόδου και υποστήριξε τις θέσεις της αποτελεσματικά στην Κωνσταντινούπολη και στην Πετρούπολη, όπου στάλθηκε για να αναγνωρισθεί η Εκκλησία της Ελλάδος. Ως εκπρόσωπος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Κωνσταντινούπολη, συμμετείχε και συνετέλεσε στην έκδοση του «Συνοδικού Τόμου» του 1850, με τον οποίο καθορίστηκε και αναγνωρίστηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως το διοικητικό καθεστώς της Εκκλησίας της Ελλάδος. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, στις 16 Ιουλίου του 1850, έφερε μαζί του τον «Συνοδικό Τόμο» και άλλα επίσημα εκκλησιαστικά έγγραφα. Πριν αποβιβαστεί στο λιμάνι του Πειραιά παρέμεινε για διάστημα κάποιων ημερών στο εκεί λοιμοκαθαρτήριο για την απαραίτητη απολύμανση [10]. Το 1859 βοήθηκε στην ίδρυση σχολείου των Αρσάκειων Εκπαιδευτηρίων στην Πάτρα [11]

Εκκλησιαστικά αξιώματα

Υπηρέτησε ως ηγούμενος [12] της ανδρικής Σταυροπηγιακής Μονής Παναγίας Οδηγήτριας Γωνιάς Χανίων, όπου σε νεαρή ηλικία εκάρη Μοναχός και Διάκονος. Το 1852, ο Μισαήλ επιλέχθηκε και χειροτονήθηκε Επίσκοπος Πατρών και Ηλείας. Στις 2 Δεκεμβρίου 1861 μετατέθηκε στη Μητρόπολη Αθηνών, διάδοχος του στη Μητρόπολη Πατρών ήταν ο Μητροπολίτης Κύριλλος Χαιρωνίδης, θέση στην οποία αρχιεράτευσε για λίγους μήνες και στην οποία παρέμεινε ως τον θάνατό του. Ως Μητροπολίτης Αθηνών τέλεσε τα εγκαίνια του Μητροπολιτικού Ναού Αθηνών, του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου [13] στις 21 Μαΐου 1862, ενώ διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ανέγερση μνημείου για τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε'. Υπήρξε διακεκριμένος Ιεράρχης, «...επί μικρόν μεν αρχιερατεύσας, αλλά διά της καθόλου εκκλησιαστικής δράσεώς του καταλαβών επιφανή θέσιν εν τω νεωτέρω ελληνικώ κλήρω» [14].

Συγγραφικό έργο

Αν και κατηγορήθηκε για φιλοδυτικές απόψεις, υπήρξε κληρικός με μεγάλη Ελληνική και Ορθόδοξη μόρφωση. Μεταξύ των έργων του περιλαμβάνονται,

  • «Σύνοψις κατηχητική της ιεράς ιστορίας εκ της Παλαιάς και Νέας Διαθήκης προς χρήσιν των Δημοτικών και Ελληνικών Σχολείων» [15], το 1837.

Πρόκειται για σχολικό εγχειρίδιο Θρησκευτικών για τα Δημοτικά και Ελληνικά Σχολεία που περιλαμβάνει την ιστορία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης από την δημιουργία του κόσμου μέχρι και την ανάληψη του Ιησού Χριστού.

  • «Ο βίος και τα συγγράμματα του εν Αγίοις Ιωάννου του Δαμασκηνού», το 1838,
  • «Επιτομή της Ιεράς Ιστορίας εκ των θεόπνευστων βιβλίων της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης»,
  • «Απάντησις εις την ψευδεπίγραφον απόκρισιν της κατηχητικής συνόψεως της Ιεράς Ιστορίας»,
  • «Διατριβή αυτοσχέδιος περί της αρχής και της εξουσίας των Πατριαρχών, και περί της σχέσεως της εκκλησιαστικής αρχής προς την πολιτικήν εξουσίαν» το 1843,
  • «Εγχειρίδιον της κατά Χριστόν ηθικής: χάριν της σπουδαζούσης νεολαίας», το 1849,
  • «Εγχειρίδιον της κατά Χριστόν ηθικής: χάριν της σπουδαζούσης νεολαίας», το 1868,

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. Αρχιεπίσκοποι Αθηνών-Πρόεδροι Ιεράς Συνόδου. Εκκλησία της Ελλάδος.
  2. [Ιστορικά ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Α' (ο Παπαδόπουλος) είναι ο ο πρώτος «Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος», καθώς όλοι οι προγενέστεροι απ' αυτόν ήταν Μητροπολίτες Αθηνών που απλώς έφεραν τον τίτλο και «Πάσης Ελλάδος» και συγκαλούσαν μεν την Ιεραρχία, αλλά δεν είχαν ακόμη τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου.]
  3. [«...Μιχαήλ Άποστολίδης, ό μητροπολίτης Αθηνών, πρόεδρος τής Ίερας Συνόδου τής Ελλάδος καί επιτίμιος καθηγητής του ήμετέρου Πανεπιστημίου τη κ' του παρελθόντος Ιουνίου, προς κύριον άποδημήσας, κατέλειπε περίλυπον ποίμνιον καί Πανεπιστήμιον...», «Λόγοι εκφωνηθέντες τη ΚΓ' Σεπτεμβρίου 1862 κατά την εγκαθίδρυσιν τών αρχών του Εθνικού Πανεπιστημίου», σελίδα 17.]
  4. [ Κ.Θ. Δημαράς, Αθήνα 1987, σελίδα 111.]
  5. Διατελέσαντες Κοσμήτορες Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο.
  6. Πρυτάνεις του Πανεπιστημίου Αθηνών Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, σελίδα 25.
  7. Η ίδρυση της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας.
  8. Ιστορία της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας.
  9. [Στις 11 Αυγούστου 1841 συγκεντρώθηκαν οι Εκτελεστές της Διαθήκης του Γεωργίου Ριζάρη, συγκροτήθηκαν σε σώμα και συνεδρίασαν για πρώτη φορά. Ήταν οι Μισαήλ Αποστολίδης, Χριστόδουλος Κλωνάρης, Γεώργιος Σπανωλάκης, Γεώργιος Γεννάδιος, Αθανάσιος Τσίνης, Φίλιππος Ιωάννης, Θεόδωρος Ράλλης, Π. Ομηρίδης, Γεώργιος Ρισσαβενός και Κ. Κόνταρης.] «Ο Ριζαρείτης», τεύχος 75, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2012, σελίδα 4.
  10. [ Παύλος Καρολίδης, «Σύγχρονη Ιστορία των Ελλήνων και των λοιπών λαών της Ανατολής από το 1891 μέχρι το 1921»-Τόμος Δ'.]
  11. [Εφημερίδα «Μίνως», 10 Απριλίου 1859.]
  12. Μονή Παναγίας Οδηγήτριας Γωνιάς Χανίων.
  13. Ιερός Καθεδρικός Ναός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου (Μητροπολιτικός).
  14. Μισαήλ Αποστολίδης Το Θεολογικό-Φοιτητικό Οικοτροφείο της Εκκλησίας της Ελλάδος
  15. «Σύνοψις κατηχητική της ιεράς ιστορίας εκ της Παλαιάς και Νέας Διαθήκης προς χρήσιν των Δημοτικών και Ελληνικών Σχολείων». Ολόκληρο το εγχειρίδιο.




Αρχιεπίσκοποι Αθηνών & Πάσης Ελλάδος
Αρχιεπίσκοπος Νεόφυτος (ο Μεταξάς) | Αρχιεπίσκοπος Μισαήλ (ο Αποστολίδης) | Αρχιεπίσκοπος Θεόφιλος (ο Βλαχοπαπαδόπουλος) | Αρχιεπίσκοπος Προκόπιος Α' (ο Γεωργιάδης) | Αρχιεπίσκοπος Γερμανός (ο Καλλιγάς) | Αρχιεπίσκοπος Προκόπιος Β' (ο Οικονομίδης) | Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος Α' (ο Μηνόπουλος) | Αρχιεπίσκοπος Μελέτιος (ο Μεταξάκης) | Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Α' (ο Παπαδόπουλος) | Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος (ο Φιλιππίδης) | Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός (ο Παπανδρέου) | Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων (ο Βλάχος) | Αρχιεπίσκοπος Δωρόθεος (ο Κοτταράς) | Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος Β' (ο Παναγιωτόπουλος) | Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος (ο Βαβανάτσος) | Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β' (ο Χατζησταύρου) | Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α' (ο Κοτσώνης) | Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ (ο Τίκας) | Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος (ο Παρασκευαΐδης) | Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Β' (ο Λιάπης)