Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Κυρός Χρύσανθος [κατά κόσμον Χαρίλαος Φιλιππίδης], Έλληνας εθνικιστής, Θεολόγος, που εκλέχθηκε και διατέλεσε Μητροπολίτης Τραπεζούντος και στη συνέχεια 10ος στη σειρά Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος [1] [2] μετά την ανακήρυξη του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Προκαθήμενος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος, Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Ελλάδος, του ανώτατου θεσμικού οργάνου διοικήσεως, καθώς και της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, μία από τις μεγάλες μορφές της Ορθοδόξου Εκκλησίας των νεοτέρων χρόνων ο οποίος εκλέχθηκε Ακαδημαϊκός [3], γεννήθηκε το Μάϊο του 1881 στο χωριό Γρατινή Κομοτηνής στο νομό Ροδόπης στη Δυτική Θράκη και πέθανε [4] στις 28 Σεπτεμβρίου 1949 στην Γλυφάδα Αττικής.

Κηδεύτηκε στις 11:00 το πρωί του Σαββάτου 1η Οκτωβρίου από το Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών με τιμές εν ενεργεία πρωθυπουργού και τάφηκε στο Α' νεκροταφείο Αθηνών.

Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος (ο Φιλιππίδης)
Συνοπτικές πληροφορίες
Γέννηση: Μάιος 1881
Τόπος: Γρατινή Κομοτηνής, Ροδόπη (Ελλάδα)
Θάνατος: 28 Σεπτεμβρίου 1949
Τόπος: Γλυφάδα, Αττική (Ελλάδα)
Υπηκοότητα: Ελληνική
Συνοπτικές πληροφορίες αξιώματος
* 10ος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών *
Έναρξη Θητείας : 22 Οκτωβρίου 1938
Λήξη θητείας : 2 Ιουνίου 1941
Προκάτοχος
Διάδοχος

Βιογραφία

Οικογενειακή κατάσταση

Ο Χαρίλαος ήταν γιος του Ζήση Φίλιογλου και της Ξανθώς Καραμπάση. Η οικογένεια του ήταν αρκετά εύπορη ώστε να παραχωρεί δωρεάν «προς κατοικίαν εις πτωχάς οικογενείας» κάποια οικήματα που βρίσκονταν στην αυλή του σπιτιού της. Ο Ζήσης Φίλιογλου ασχολούνταν με το εμπόριο σιτηρών και κουκουλιών, εργασίες στις οποίες είχε συνέταιρο το μικρότερο αδελφό του Παναγιώτη. Ήταν από τους προκρίτους της περιοχής, αφού σχετιζόταν με το μητροπολίτη Μαρωνείας Ιερώνυμο με τον οποίο μάλιστα, όπως επίσης και με τη βοήθεια του Τούρκου Αλί Οστόγλου, έσωσε «εκ βεβαίας σφαγής από τους Τούρκους τους χριστιανούς της πόλεως Γκουμουλτζίνας, [Κομοτηνής]».

Ο Ζήσης πέθανε από ημιπληγία, γύρω στα 1882, γεγονός που έφερε σε δύσκολη θέση την οικογένειά του, καθώς ο αδελφός και συνέταιρος του επιχείρησε να καταχραστεί την περιουσία τους. Ο Παναγιώτης «ήτο άνθρωπος κατωτέρας υφής και ποιού, από την αρπακτικότητα του οποίου ...{...}... έσωσε την μικράν μας περιουσίαν η κηδεμονία του εκ μητρός μου θείου Γιάγκου». Λίγο καιρό μετά το θάνατο του Ζήση Φίλιογλου πέθανε η Ελισάβετ, η μεγαλύτερης αδελφή του Χαρίλαου, στα 17 της χρόνια. Η μητέρα του Χρύσανθου, που είχε χάσει άλλα τρία παιδιά, στράφηκε προς τα αδέλφια της και ο Χαρίλαος με τις αδελφές του Χρυσάνθη και Κλεοπάτρα μεγάλωσαν «μέσω θλίψεως και ορφάνιας, μόνην παρηγορίαν έχοντες τον Κύριον», υπό την προστασία των θείων τους που ήσαν έμποροι σιτηρών και κουκουλιών [5].

Στην οικογένεια Καραμπάση κυριαρχούσε η μορφή της γιαγιάς «Χατζηνενέ» που «εις πάσαν συνάθροισιν των θυγατέρων της ήτο απαραίτητος η παρουσία και προεδρία της και έδιδε πάντοτε τον τόνον εις τας συνομιλίας». Στο Χαρίλαο έδειχνε ιδιαίτερη αδυναμία μια θεία του από την πλευρά της μητέρας του, που ήταν έμπορος υφασμάτων, η οποία «δεν εγνώριζε γράμματα και δεν είχεν εμπορικά βιβλία, όμως εκυβέρνα τον εμπορικόν της οίκον θαυμάσια». Η θεία του έπαιρνε τον Χαρίλαο, από τα δώδεκα χρόνια του, ως συνοδό στα εμπορικά της ταξίδια στην Κωνσταντινούπολη και τον προόριζε για το εμπόριο, όμως το θρησκευτικό κλίμα στο οποίο τον μεγάλωσε η μητέρα του και οι ιδιαίτερες επιδόσεις του στα μαθήματα τον έστρεψαν προς την Εκκλησία [6].

Σπουδές

Ο Χαρίλαος Φιλιππίδης ως το 1895, παρακολούθησε τα μαθήματα της εγκυκλίου εκπαιδεύσεως στο Σχολαρχείο της Κομοτηνής και εισήχθη στο 2ο έτος του ημιγυμνασίου της Ξάνθης, από το οποίο αποφοίτησε το 1897 σε ηλικία δεκαέξι ετών. Με δάνειο πέντε λίρες που πήρε από τη θεία του ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου τον υποδέχθηκε ο πρώην δάσκαλος του και οικογενειακός τους φίλος, ο Γεννάδιος Αλεξιάδης, υπογραμματέας της Ιεράς Συνόδου, ο οποίος φρόντισε την εισαγωή του Χρύσανθου στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Παρακολούθησε τα μαθήματα της σχολής από το 1897 και αποφοίτησε το 1904, υποβάλλοντας εναίσιμο Διατριβή υπό τον τίτλο «Τα υπό το όνοµα ∆ιονυσίου του Αρεοπαγίτου φερόμενα συγγράμματα». Κατά την διάρκεια των σπουδών του χειροτονήθηκε Διάκονος στον Ναό της Σχολής με το εκκλησιαστικό όνοµα Χρύσανθος, λόγω της αγάπης του προς την αδελφή του, τη Χρυσάνθη. Τον ίδιο χρόνο ακολούθησε τον μητροπολίτη Κωνσταντίνο Καρατζόπουλο στην Τραπεζούντα όπου άρχισε την υπηρεσία του ως ιεροκήρυκας, ενώ διορίστηκε καθηγητής στο Φροντιστήριο Τραπεζούντος. Δίδαξε θρησκευτικά μαθήματα αναπληρώνοντας και τον συνοδικό Μητροπολίτη ο οποίος είχε μεταβεί στη Κωνσταντινούπολη ως πρόεδρος των σχολικών επιτροπών. Μετά τον θάνατο του Μητροπολίτη, ο Χρύσανθος διατήρησε τη θέση του και επί του διαδόχου του.

Το 1907, με την άδεια και την ευλογία του Μητροπολίτου Τραπεζούντος Κωνσταντίνου, συνέχισε τις σπουδές του στη Λειψία της Γερμανίας, όπου παρακολούθησε φιλοσοφία, κανονικό και ρωμαϊκό δίκαιο, ελληνικά και γλωσσολογία. Δύο χρόνια αργότερα πήγε στη Λωζάνη της Ελβετίας, όπου παρακολούθησε μαθήματα στη Φιλολογική Σχολή, θεολογικά, νομικά αλλά και κοινωνιολογικά με καθηγητή τον Βιλφρέντο Παρέτο, [Vilfredo Pareto], διανοούμενο που θεωρείται πατέρας της ιδεολογίας του Ιταλικού Φασισμού κι ένας από τους θεωρητικούς ηγέτες της «Σχολής της Λωζάννης», ο οποίος επηρρέασε τη σκέψη του ιδιαίτερα. Στη διάρκεια των σπουδών του στην Ευρώπη δημιούργησε σχέσεις με Έλληνες καλλιτέχνες τη  Μέλπω Λογοθέτη [Merlier], καθώς και με στοχαστές και όπως τον Τραπεζούντιο Γ. Σκληρό-Κωνσταντινίδη και τον ποιητή Κώστα Χατζόπουλο, ο οποίος τον φιλοξένησε στο σπίτι του στο Dachau της Γερμανίας. Το 1911, ο Χρύσανθος ολοκλήρωσε τις σπουδές του και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ' Μεγαλοπρεπής τον κράτησε κοντά του και τον διόρισε Αρχειοφύλακα των Πατριαρχείων και διευθυντή του περιοδικού «Εκκλησιαστική Αλήθεια».

Τα χρόνια της παραμονής του στην Κωνσταντινούπολη ήρθε σε επαφή με την «Οργάνωση Κωνσταντινουπόλεως» και γνωρίστηκε με τον Ίωνα Δραγούμη, καθώς και με τον στενό συνεργάτη του, τον Αθανάσιο Σουλιώτη-Νικολαΐδη, με τους οποίους ανέπτυξε σχέσεις φιλίας και αναδείχθηκε η κλίση του στον Ιδεαλισμό, ενώ ήρθε σε επαφή και συγκινήθηκε από τις εθνικιστικές ιδέες του Περικλή Γιαννόπουλου. Εκείνη την εποχή πολλοί Έλληνες μεταξύ των οποίων και ο Χρύσανθος, πίστεψαν και επιχείρησαν την βαθμιαία αναμόρφωση της φθίνουσας Αυτοκρατορίας σε μια φιλελεύθερη ισονομούμενη κυρίαρχη νεοβυζαντινή πολιτεία. Μετά τη λήξη του πολέμου με την Βουλγαρία ο Χρύσανθος βρέθηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του όπου αγωνίστηκε να ενώσει Έλληνες και Τούρκους στγο αίτημα Αυτονομίας της Δυτικής Θράκης προκειμένου να προλάβει τις κινήσεις των Βουλγάρων.

Μητροπολίτης Τραπεζούντος

Τον Μάρτιο του 1913 ο μητροπολίτης Τραπεζούντας μετατέθηκε στη Κύζικο και οι Τραπεζούντιοι αξίωσαν τον Χρύσανθο ως νέο μητροπολίτη τους. Έτσι στις 18 Μαΐου του ίδιου χρόνου ο Χρύσανθος εκλέχθηκε Μητροπολίτης Τραπεζούντος επί της Πατριαρχίας του Γερµανού του Ε'. Η ενθρόνιση του σημαδεύτηκε από ιστορικά γεγονότα. Στις 3 Απριλίου 1916 υποδέχθηκε τον Ρωσικό Στρατό στην Τραπεζούντα και τον ίδιο μήνα ανέλαβε τη διοίκηση της Τραπεζούντας από τον Τούρκο βαλή Μεχμέτ Τζεμάλ Αζμή μπέη. Από τη θέση του κατάφερε να επεκτείνει αποτελεσματικά τη προστασία του και προς τους Έλληνες των γειτονικών περιοχών Ροδόπολης και Χαλδείας. Παράλληλα προστάτεψε τον Τουρκικό πληθυσμό, ενώ μετά τον Οκτώβριο του 1917 και την εκδήλωση του κινήματος των Μπολσεβίκων, ο Ρωσικός στρατός αποσύρθηκε. Ο Χρύσανθος το Δεκέμβριο του 1918, μαζί µε τον Τοποτηρητή του Οικουμενικού Θρόνου τον Μητροπολίτη Προύσης ∆ωρόθεο, επισκέφθηκαν το Λονδίνο, το Παρίσι και τον Σαν Ρἐμο συζητώντας µε τους ηγέτες τα θέματα της Εκκλησίας, αλλά και των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.

Στο τέλος του Απριλίου του 1919, κλήθηκε από τον τότε τοποτηρητή του Οικουμενικού Θρόνου Δωροθέου, Μητροπολίτη Προύσας και από τον Αλέξανδρο Παπά να εκπροσωπήσει τον Ελληνισμό του Πόντου στο Παρίσι και συμμετείχε στην Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στη Γαλλική πρωτεύουσα, επικεφαλής αντιπροσωπείας Ποντίων και στις 2 Μαΐου κατέθεσε σχετικό υπόμνημα. Τον Ιανουάριο του 1920 υπέγραψε το σύμφωνο Ποντοαρμενικής Ομοσπονδίας και το 1921 ο Δημήτριος Γούναρης κάλεσε τον Χρύσανθο να μετάσχει της ελληνικής αποστολής στο Λονδίνο. Τον Μάιο 1921, στη διάρκεια της παραμονής του στο Λονδίνο, το ειδικό «Δικαστήριο της Ανεξαρτησίας» στην Τουρκία τον καταδίκασε ερήμην εις θάνατο. Η καταδίκη του υποχρέωσε να επιστρέψει άμεσα στην έδρα του και στη συνέχεια για να αποφύγει τη σύλληψή του από τις δυνάμεις του Κεμάλ κατέφυγε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως. Το 1922, αν και εκλέχθηκε Μητροπολίτης Μαρωνείας δεν αποδέχθηκε την εκλογή του και διατήρησε τον τίτλο του μητροπολίτη Τραπεζούντος.

Αποκρισάριος

Μετά την Μικρασιατική καταστροφή και την κατάληψη της Σμύρνης από τους Τούρκους ο Χρύσανθος κατέφυγε στην Αθήνα. Ο Πατριάρχης Βασίλειος Γ', τον διόρισε εκπρόσωπο του στην Αθήνα, στις 31 Ιουλίου 1926, καθώς ήταν προσωπικότητα με συστηματικές σπουδές στη Χάλκη και στην Λειψία, αλλά και με μεγάλη γλωσσομάθεια. Η εκκλησιαστική μόρφωσή του ήταν ευρύτατη όπως φαίνεται από τα δημοσιεύματά του στην «Εκκλησιαστική Αλήθεια». Κατά την εγκατάστασή του στην Αθήνα τον απασχόλησαν τα προσφυγικά ζητήματα των Ποντίων και η συγκέντρωση και διαφύλαξη των ιερών κειμηλίων εκ της Ανατολής. Με τις επαφές με τον πολιτικό κόσμο απέκτησε βαθύτατη εκτίμηση και ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος τον κατέστησε στενό σύμβουλό του ως ειδήμονα στα εκκλησιαστικά. Όταν ο Πατριάρχης Βασίλειος Γ' του ανέθεσε την εκπροσώπηση του συγκέντρωσε τα πυρά των παλαιοελλαδιτών που διεκδικούσαν τις Μητροπόλεις των Νέων Χωρών. Όπως περιγράφει ο Χρύσανθος με γράμμα του προς την Πηνελόπη Δέλτα: «……Είχα και αγώνας δεινούς και μακρούς με το νομοσχέδιο της εκκλησιαστικής διοικήσεως των Νέων Χωρών. Η αντίδρασις εκκλησιαστικών και πολιτικών κύκλωνήτο μεγάλη και εχρειάσθησανμόχθοι και αγρυπνίαι δια να σπάσει η αντίδρασις και έσπασε και το νομοσχέδιον εφηφίσθη και εθριάμβευσεν η ευρυτέρα αντίληψις εναντίον του ελλαδικού πνεύματος και η μεγαλοψυχία κατά της μικροψυχίας. Και έτσι και άλλοτε και εις αυτήν την περίπτωσιν νοιώθω βαθειά τον Λέοντα τον Ίσαυρο που, όταν συνέτριψε την στενόψυχη επανάσταση των Ελλαδικού Κοσμά, εξήγγειλε με θρίαμβο: ευμένεια Χριστού.,.κατεβλήθη η των Ελλαδικών επανάστασις. Ετσι διευθετείται αυτό το μέγα εκκλησιαστικόν και εθνικόν ζήτημα» [7].

Το 1926 το Πατριαρχείο τον έστειλε στα Τίρανα για να διευθετήσει το θέμα της αναγνωρίσεως της Αλβανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, ενώ τα έτη 1928 και 1930 επισκέφθηκε το Άγιο Όρος για την συγκρότηση της Πανορθοδόξου Συνόδου. Το 1929 επισκέφθηκε το Βελιγράδι, τη Σόφια και το Βουκουρέστι για την ενημέρωση των Εκκλησιών αυτών σχετικά µε το θέμα της Εκκλησίας της Αλβανίας. Το 1931 ταξίδεψε στη Συρία και το Πατριαρχείο Αντιοχείας και μαζί µε τους Πατριάρχες Αλεξανδρείας και Ιεροσολύµων διευθέτησαν το θέμα πού είχε προκύψει µε την αναγνώριση του Πατριάρχου Αντιοχείας Αλεξάνδρου του Γ’, ενώ την ίδια χρονιά επισκέφθηκε και την Κύπρο για την επίλυση του προβλήματος που προέκυψε, ύστερα από την εξορία των Μητροπολιτών Κιτίου Νικοδήμου και Κυρηνείας Μακαρίου από τις Αγγλικές Αρχές. Το 1937 αναγορεύθηκε επίτιμος Διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, για το συγγραφικό και κοινωνικό έργο του.

Αρχιεπίσκοπος Αθηνών & Πάσης Ελλάδος

Τι προηγήθηκε

Στις 22 Οκτωβρίου 1938 πέθανε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χρυσόστομος, και ο Χρύσανθος επιλέχθηκε να διεκδικήσει την ψήφο των μελών στη Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος για τη θέση του Προκαθημένου της Ελλαδικής Εκκλησίας. Αντιπαλός του ήταν ο Μητροπολίτης Κορινθίας και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός. Στις 5 Νοεμβρίου του 1938 εκλέχθηκε με την τρίτη ψηφοφορία ο Κορινθίας Δαμασκηνός συγκεντρώνοντας 31 ψήφους έναντι των 30 του Χρύσανθου. Ακολούθησε η αντίδραση του τότε μητροπολίτη Φθιώτιδος Αμβρόσιου που αμφισβήτησε το αποτέλεσμα, το οποίο θεώρησε άκυρο. Την άποψη του Αμβρόσιου ασπάστηκαν περίπου οι μισοί Επίσκοποι που συμμετείχαν στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος υποστηρίζοντας ότι σύμφωνα με τη νομοθεσία, στην εκλογή Χρύσανθος είχε τη δυνατότητα να θέσει υποψηφιότητα αλλά όχι να παραστεί και να ψηφίσει ο ίδιος, όπως και συνέβη και δεν ψήφισε, καθώς ήταν «εξωελλαδικός», σε αντίθεση με τον Μητροπολίτη Δαμασκηνό που παρέστη και ψήφισε. Όμως στον κατάλογο αυτών που είχαν δικαίωμα ψήφου περιλαμβάνονταν και ο (πρώην) Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Ιωάννης που είχε ήδη εκπέσει και παυθεί, κατηγορούμενος για σιμωνία και η εκλογή του Δαμασκηνού οδηγήθηκε προς κρίση στο Συμβούλιο της Επικρατείας, μετά από αίτηση των μητροπολιτών Αμβροσίου Φθιώτιδας, Ιακώβου Μυτιλήνης και Ειρηναίου Σάμου. Το Ανώτατο Δικαστήριο της Ελλάδος με απ'οφαση που εξέδωσε ακύρωσε την εκλογή του Δαμασκηνού.

Η εκλογή του Χρύσανθου

Η κυβέρνηση του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου υπό τον πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά, απομάκρυνε τον υπουργό θρησκευμάτων Κωνσταντίνο Γεωργακόπουλο, από λάθος του οποίου περιλήφθηκε στον κατάλογο των ψηφοφόρων ο ο (πρώην) Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Ιωάννης. Παράλληλα με πρόταση των υπουργών Θεολόγου Νικολούδη και Κωνσταντίνου Μανιαδάκη, εξέδωσε νόμο, στις 3 Δεκεμβρίου του 1938, [8] με τον οποίο κατήργησε αυτόν της επαναστατικής κυβερνήσεως του 1922 και επανέφερε τον προγενέστερο. Έτσι ακολούθησε νέα εκλογή από «Αριστίνδην Σύνοδο» [9], από την οποία αναδείχθηκε το τριπρόσωπο, ο από Τραπεζούντος Χρύσανθος με 11 ψήφους και οι μητροπολίτες Λήμνου και Δράμας από 4 ψήφους, ενώ στη συνέχεια ο Βασιλεύς Γεώργιος Β' εξέλεξε τον Χρύσανθο για τη θέση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών. Την περίοδο του ελληνοϊταλικού και ελληνογερμανικού πολέμου 1940-41, ο Χρύσανθος ανάμεσα στα άλλα οργάνωσε την υπηρεσία «Κοινωνική Πρόνοια Στρατευμένων». Στο στενό περιβάλλον του Χρύσανθου ανήκαν ο νεαρός τότε αρχιμανδρίτης και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α' (ο Κοτσώνης), που ήταν γραμματέας της Ιεράς Συνόδου και ο αρχιμανδρίτης και μετέπειτα Μητροπολίτης Πατρών Νικόδημος Βαλληνδράς, τότε αρχιδιάκονος του Χρύσανθου.

Τον Απρίλιο του 1941, όταν εκδηλώθηκε η Γερμανική επίθεση κατά της Ελλάδος ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος εξέδωσε διάγγελμα στο οποίο, σύμφωνα με τους Φερμανούς, περιλαμβάνονταν χαρακτηρισμοί και αιχμές προσβλητικές για το γερμανικό έθνος. Στο διάγγελμα που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Εκκλησία» [10] ο Χρύσανθος τόνιζε: «Από της σήμερον και έτερος εχθρός, η Χιτλερική Γερμανία, αδίκως και ανάνδρως επιτίθεται κατά της ιεράς ημών Χώρας. Η Α.Μ. ο Βασιλεύς και η Εθνική Κυβέρνησις καλούσιν ημάς εις νέας θυσίας προς υπεράσπισιν της Πίστεως ημών και του Δικαίου και της Ελευθερίας. Εις όμοιον αγώνα αποδύεται και ο ομόδοξος ηρωικός λαός ετέρας ιεράς γης, της γείτονος Γιουγκοσλαυίας, καθ’ ης την αυτήν ημέραν και ώραν ήρξατο επιτιθέμενος ο κοινός πολέμιος. Αι δυνάμεις της ύλης και του σκότους συνώμοσαν κατά της δυνάμεως του πνεύματος και του φωτός. Αλλ’ ο μέγας Θεός, όστις είναι Πνεύμα, Φως και Ζωή, δεν θα επιτρέψη την βασιλείαν του σκότους, και, όπως μέχρι τούδε ενίσχυσεν όπλα τα ιερά και διά της απαραμίλλου ανδρείας και γενναιότητος υμών κατέρριψε τον εξ Ιταλίας αντίθετον Γολιάθ, ούτω θα συντρίψη και τον εκ Γερμανίας Εκατόγχειρα Τυρφέα, και θα ανατείλη και πάλιν εις την καθ’ ημάς Ανατολήν και καθ’ όλην την οικουμένην τον ήλιον της Δικαιοσύνης και Αληθείας. Επί τη πίστει ταύτη η Εκκλησία της Ελλάδος ευλογεί τους νέους ιερούς αγώνας και εύχεται, ίνα ο ισχυρός του Κυρίου βραχίων κατευθύνη τους πιστούς Συμμάχους εις νέα τρόπαια νίκης και θριάμβους προς διάσωσιν του κινδυνεύοντος χριστιανικού πολιτισμού, εν ω και μόνω είναι δυνατόν να ζώσι καλώς οι ευγενείς λαοί. “Αλλ’ ή καλώς ζην ή τεθνηκέναι τον ευγενή χρη”...». Ο Χρύσανθος για το διάγγελμα του έγινε αντικείμενο σκληρής κριτικής από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Βερολίνου, πριν ακόμη οι Γερμανοί καταλάβουν την Αθήνα.

Αμέσως μετά την κατάληψη των Αθηνών ο μετέπειτα υπουργός Νικόλαος Λούβαρις κινήθηκε δραστήρια με σκοπό την αντικατάσταση του Αρχιεπισκόπου από τον Δαμασκηνό, όμως προσέκρουσε στη γερμανική πρεσβεία, οι υπεύθυνοι της οποίας είχαν καταλήξει ότι η σωστή πολιτική στάση θα ήταν να μη θιγεί ο Αρχιεπίσκοπος και είχαν στείλει στο Βερολίνο και σχετική έκθεση. Τις τελευταίες ημέρες του Απριλίου του 1941, ο στρατηγός Στούμμε επισκέφθηκε τον Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο στο γραφείο του στην Αρχιεπισκοπή. Στα λεχθέντα του Γερμανού στρατηγού «Όμορφη η πατρίδα σας. ...{...}....Οι Γερμανοί λατρεύουν τον Όμηρο» ο Χρύσανθος απάντησε ευγενικά «..Ελπίζω να σεβαστείτε την Χώρα. ...{...}.... Στρατηγέ μη θίξετε την φιλοτιμία του Ελληνικού λαού». Την επόμενη ημέρα ο στρατηγός Στούμμε, όπως και ο προσωπικός φίλος του Χρύσανθου ο μετέπειτα υπουργός Πλάτωνας Χατζημιχάλης, ζήτησε από τον Χρύσανθο να ορκίσει την κυβέρνηση του Γεωργίου Τσολάκογλου κι ο Αρχιεπίσκοπος του απάντησε με κατηγορηματικό τρόπο, «...Δεν μπορώ να ορκίσω Κυβέρνηση προβληθείσα από τον εχθρό, εμείς γνωρίζουμε ότι τις Κυβερνήσεις τις ορίζει ο λαός ή ο Βασιλεύς. Εδώ τώρα ούτε ο λαός εψήφισε την Κυβέρνηση, ούτε ο Βασιλεύς την όρισε. Πως ζητάτε να ορκίσω Κυβέρνηση υποδειχθείσα υπό του εχθρού;......». Παράλληλα στις επίμονες πιέσεις που δέχονταν αντέταξε το επιχείρημα, «....Ο πρωθυπουργός που όρκισα βρίσκεται και αγωνίζεται στην Κρήτη». Στις 29 Απριλίου 1941, στις 11:00 το πρωί ορκίστηκε η κυβέρνηση του Στρατηγού Γεωργίου Τσολάκογλου από τον διάκονο της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου Καρύτση.

Η τελευταία δημόσια δήλωση του Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου έγινε στις 6 Μαΐου 1941, όταν δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» υπό τον τίτλο «Έκκλησις του Αρχιεπισκόπου», το ακόλουθο κείμενο: «Οι τίμιοι της Πατρίδος στρατιώται, οι μη δυνάμενοι να επανέλθουν εις τας εστίας των, έχουν απαραίτητον ανάγκην μιας πολιτικής ενδυμασίας. Ποιούμεθα έκκλησιν εις πάντας τους ευσεβείς και φιλοπάτριδας χριστιανούς της καθ’ ημάς Αρχιεπισκοπής, ίνα ακολουθούντες το ευαγγελικόν “ο έχων δύο χιτώνας μεταδότω τω μη έχοντι”, προσκομίσωσιν αμέσως πολιτικάς ενδυμασίας και παραδώσωσιν αυτάς εις την επί τούτω εντεταλμένην επιτροπήν της Αρχιεπισκοπής, εδρεύουσαν εν τη οδώ Μητροπόλεως 44.
Ο Αθηνών Χρύσανθος».

Παύθηκε στις 2 Ιουνίου 1941 με Συντακτική Πράξη και αποσύρθηκε στο σπίτι του επί της οδού Σουμελά στην Κυψέλη, όπου έθεσε σε λειτουργία τον πρώτο αντιστασιακό σταθμό της Κατοχής, γνωστό ως ο «Ασύρματος του Δεσπότη», ενώ στις στις 28 Σεπτεμβρίου 1946 υπέβαλλε επισήμως παραίτηση από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο.

Διακρίσεις

Στις 10 Φεβρουαρίου 1940 η Ακαδημία Αθηνών σε πανηγυρική συνεδρία της εξέλεξε ομόφωνα τον Χρύσανθο ως Τακτικό μέλος της [11]. Ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1937 και το 1949 τιμήθηκε με τον Μεγαλόσταυρο του Σωτήρος από τον Βασιλιά της Ελλάδος.

Υστεροφημία

Ο Χρύσανθος πρωτοστάτησε στην ψήφιση σημαντικών νόμων για την Εκκλησία της Ελλάδος και αντιτάθηκε με ξακάθαρο και υπερήφανο τρόπο στους Γερμανικές αρχές των στρατευμάτων κατοχής που του ζητούσαν με επιτακτικό τρόπο να ορκίσει την κυβέρνηση του Στρατηγού Γεωργίου Τσολάκογλου. Την περίοδο της Κατοχής ήταν πρόεδρος της «Πρόεδρος της Επιτροπής Συντονισμού του εθνικού αγώνος», ενώ μετά την απελευθέρωση ιδιώτευσε παρακολουθώντας στενά τις εκκλησιαστικές εξελίξεις. Αργότερα διαδραμάτισε σηματικό ρόλο στην εκλογή του Αρχιεπισκόπου Αμερικής Αθηναγόρα στη θέση του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.

Το τέλος του

Ο Χρύσανθος στη διαθήκη του, την οποία συνέταξε στις 10 Ιουλίου 1943, όρισε τον ανιψιό του, δικηγόρο Γεώργιο Ν. Τασούδη, εκτελεστή της και διαχειριστή του αρχείου του, που περιεχόταν σε έναν σάκο, ενώ όρισε ότι τα αρχεία της υπηρεσίας του ως αντιπρόσωπου του Οικουμενικού Πατριαρχείου πρέπει να δοθούν στο Πατριαρχείο. Η επιθυμία του εκπληρώθηκε όπως τεκμηριώνεται από επιστολή του εκτελεστή της διαθήκης του προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Ιερώνυμο Α' (ο Κοτσώνης), στις 10 Νοεμβρίου 1969, στην οποία αναφέρει ότι παρέδωσε το υλικό που αφορούσε τις υποθέσεις που χειρίστηκε ο Χρύσανθος ως αποκρισάριος στο Πατριαρχείο. Στο αρχείο περιλαμβάνονται διάφοροι έπαινοι, το εγκόλπιο της Ακαδημίας και ο Μεγαλόσταυρος του Σωτήρος, τα οποία δωρήθηκαν στον Μορφωτικό Όμιλο Κομοτηνής, ενώ το 2002 το αρχείο του δωρήθηκε στο Ελληνικό Λαογραφικό Ιστορικό Αρχείο, [Ε.Λ.Ι.Α.] [12].

Έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην έπαυλη Ευγενίδου στη Γλυφάδα Αττικής. Πέθανε στις 23:30 το βράδυ της Τετάρτης προς Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 1949, από ανακοπή καρδιάς, καθώς επτά ημέρες πριν το θάνατο του ασθένησε από πνευμονία, εξαιτίας της οποίας εξασθένισε η ούτως ή άλλως προβληματική καρδιακή του λειτουργία. Από τα ξημερώματα της Πέμπτης 29 Σεπτεμβρίου έως την ώρα της νεκρωσίμου ακολουθίας η σορός του εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο Μητροπολιτικό ναό Αθηνών. Η κηδεία του [13] τελέστηκε παρουσία του τότε πρωθυπουργού Διομήδη και του συνόλου των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου. Τάφηκε στο Α' κοιμητήριο Αθηνών στο χώρο που θάπτονται οι Αρχιερείς και πλησίον του πρώην Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Κωνσταντίνου. οι Το 1991 τα οστά του Χρύσανθου μεταφέρθηκαν στην Νέα Ιερά Μονή της Παναγίας του Σουμελά, που βρίσκεται στο Βέρμιο του νομού Ημαθίας.

Συγγραφικό έργο

Παρουσίασε πλούσια πνευματική δραστηριότητα. Συνέγραψε πολλά άρθρα και μελέτες και ήταν από τους ιδρυτές της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών, η οποία εξέδιδε το περιοδικό «Αρχείον Πόντου». Στην αρθρογραφία του ασχολήθηκε με εθνικά και θρησκευτικά θέματα, ενώ το συγγραφικό του έργο ήταν πλούσιο και πολυποίκιλο. Έγραψε μεταξύ άλλων τα έργα,

  • «Το ζήτημα του Ευξείνου Πόντου»,
  • «Η Εκκλησία Τραπεζούντος» [14].

Το έργο αυτό εκτός από εκκλησιαστική ιστορία αποτελεί και εξαντλητική αναδρομή στην ιστορία του Πόντου, βραβεύτηκε το 1937, με το Μαυρογένειο  βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Πηγές

  • «Βιογραφικαί αναμνήσεις του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσάνθου του από Τραπεζούντος», επιμέλεια Νικόλαος Γ. Τασούδης.

Παραπομπές

  1. Αρχιεπίσκοποι Αθηνών-Πρόεδροι Ιεράς Συνόδου. Εκκλησία της Ελλάδος.
  2. [Ιστορικά ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Α' (ο Παπαδόπουλος) είναι ο ο πρώτος «Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος», καθώς όλοι οι προγενέστεροι απ' αυτόν ήταν Μητροπολίτες Αθηνών που απλώς έφεραν τον τίτλο και «Πάσης Ελλάδος» και συγκαλούσαν μεν την Ιεραρχία, αλλά δεν είχαν ακόμη τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου.]
  3. Τακτικά μέλη της Ακαδημίας Αθηνών κατά σειρά εκλογής.
  4. Απεβίωσεν ο πρώην Αθηνών Χρύσανθος Εφημερίδα «Εμπρός», Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 1949, σελίδα 6.
  5. [Χρύσανθος Τραπεζούντος]
  6. [Χρύσανθος Τραπεζούντος]
  7. [«Αλληλογραφία της Π. Σ. Δέλτα (1906-7940)». Αθήναι, εκδόσεις «Εστία», 1956.
  8. [Αναγκαστικός Νόμος 1493 της 3ης Δεκεμβρίου 1938.]
  9. [«Αριστίνδην» ονομάζεται μια σύνοδος της οποίας τα μέλη επιλέγονται με απόφαση της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας.]
  10. [«Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος ο από Τραπεζούντος και η εθνική και εκκλησιαστική δράσις του 1926-1949», βιβλίο 2o, Αθήναι 1972, σελίδα 433.]
  11. Τακτικά μέλη της Ακαδημίας Αθηνών κατά σειρά εκλογής.
  12. Χρύσανθος αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ελληνικό Λαογραφικό Ιστορικό Αρχείο
  13. Εκηδεύθη χθες ο πρώην Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Εφημερίδα «Εμπρός», Κυριακή 2 Οκτωβρίου 1949, σελίδα 5.
  14. «Η Εκκλησία Τραπεζούντος» Ολόκληρο το βιβλίο.






Αρχιεπίσκοποι Αθηνών & Πάσης Ελλάδος
Αρχιεπίσκοπος Νεόφυτος (ο Μεταξάς) | Αρχιεπίσκοπος Μισαήλ (ο Αποστολίδης) | Αρχιεπίσκοπος Θεόφιλος (ο Βλαχοπαπαδόπουλος) | Αρχιεπίσκοπος Προκόπιος Α' (ο Γεωργιάδης) | Αρχιεπίσκοπος Γερμανός (ο Καλλιγάς) | Αρχιεπίσκοπος Προκόπιος Β' (ο Οικονομίδης) | Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος Α' (ο Μηνόπουλος) | Αρχιεπίσκοπος Μελέτιος (ο Μεταξάκης) | Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Α' (ο Παπαδόπουλος) | Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος (ο Φιλιππίδης) | Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός (ο Παπανδρέου) | Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων (ο Βλάχος) | Αρχιεπίσκοπος Δωρόθεος (ο Κοτταράς) | Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος Β' (ο Παναγιωτόπουλος) | Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος (ο Βαβανάτσος) | Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β' (ο Χατζησταύρου) | Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α' (ο Κοτσώνης) | Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ (ο Τίκας) | Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος (ο Παρασκευαΐδης) | Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Β' (ο Λιάπης)