Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Κυρός Ιάκωβος, [κατά κόσμον Γεώργιος Βαβανάτσος], Έλληνας Θεολόγος και Νομικός, που εκλέχθηκε και διατέλεσε 1ος Μητροπολίτης Αττικής και Μεγαρίδος και στη συνέχεια 15ος στη σειρά Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος [1] [2], μετά την ανακήρυξη του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Προκαθήμενος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος, Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Ελλάδος, του ανώτατου θεσμικού οργάνου διοικήσεως, καθώς και της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, γεννήθηκε στις 11/22 Ιουνίου 1895 στο Γαλαξίδι Ιτέας της επαρχίας Παρνασίδος και πέθανε στις 25 Οκτωβρίου 1984 στη Μονή της Παναγίας Φανερωμένης στη Σαλαμίνα Αττικής.

Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος (ο Βαβανάτσος)
Συνοπτικές πληροφορίες
Γέννηση: 11 Ιουνίου 1895
Τόπος:Γαλαξίδι Ιτέα, Φωκίδα (Ελλάδα)
Θάνατος: 25 Οκτωβρίου 1984
Τόπος: Μονή Φανερωμένης, Σαλαμίνα (Ελλάδα)
Υπηκοότητα: Ελληνική
Συνοπτικές πληροφορίες αξιώματος
* 15ος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών *
Έναρξη Θητείας : 13 Ιανουαρίου 1962
Λήξη θητείας : 25 Ιανουαρίου 1962
Προκάτοχος
Διάδοχος

Βιογραφία

Πατέρας του Γεωργίου ήταν ο ναυτικός Κωνσταντίνος Βαβανάτσος και μητέρα του η Παρασκευή Ανατσίτου, των οποίων ήταν το τρίτο τους παιδί. Ο Γεώργιος Βαβανάτσος παρακολούθησε τα μαθήματα της βασικής εκπαιδεύσεως στο Δημοτικό σχολείο και στο Σχολαρχείο Γαλαξιδίου, όπου συμμετείχε στις εκκλησιαστικές τελετές λατρείας κοντά στον ιερέα θείο του Νικόλαο Σκουτεράκο. Παρακολούθησε τα μαθήματα της Μέσης εκπαιδεύσεως και αποφοίτησε από το Γυμνάσιο του Πειραιά. Μετά από εξετάσεις εισήλθε στη Θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από την οποία αποφοίτησε και στη συνέχεια παρακολούθησε τα μαθήματα και αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Το 1918 χειροτονήθηκε Διάκονος από τον Μητροπολίτη Φθιώτιδος Ιάκωβο Παπαϊωάννου και έλαβε το εκκλησιαστικό όνομα Ιάκωβος. Το 1923 και μετά την εκλογή στη θέση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών του Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου, ο Ιάκωβος προσελήφθη διάκονος του με το οφίκιο του Μεγάλου Αρχιδιακόνου, ενώ το 1926 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και προχειρίστηκε Αρχιμανδρίτης από το Μητροπολίτη Καρυστίας Παντελεήμονα Φωστίνη αναλαμβάνοντας, ταυτόχρονα, καθήκοντα Γραμματέα της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, του Μητροπολιτικού Συμβουλίου και του Επισκοπικού Δικαστηρίου. Το 1931 διορίστηκε Πρωτοσύγκελος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών.

Τιτουλάριος Επίσκοπος Χριστουπόλεως

Στις 11 Ιανουαρίου 1935 χειροτονήθηκε τιτουλάριος Επίσκοπος Χριστουπόλεως, και ανέλαβε βοηθός Επίσκοπος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, διατηρώντας παράλληλα τη θέση του Πρωτοσυγκέλου, ως Μέγας Πρωτοσύγκελος. Την περίοδο από το 1923 έως το 1935 είχε αναλάβει τη διοικητική φροντίδα και την οργάνωση της Αρχιεπισκοπής, μεριμνώντας για την τελετουργική ομοιομορφία, την ευταξία, τη μόρφωση του κλήρου και την εύρυθμη λειτουργία των ενοριών. Το 1932 οργάνωσε το πρώτο Εφημεριακό Συνέδριο στις αίθουσες του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός, ενώ συνέστησε Πειθαρχικό Συμβούλιο από πρεσβυτέρους και ενίσχυσε το θεσμό των ιερατικών συνάξεων.

Μητροπολίτης Αττικής & Μεγαρίδος

Στις 30 Σεπτεμβρίου 1936 εκλέχθηκε από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος Μητροπολίτης της νεοπαγούς Μητροπόλεως Αττικής και Μεγαρίδος, η οποία δημιουργήθηκε σε εδαφική έκταση που αποσπάστηκε από την υπερμεγέθη αρχιεπισκοπική περιφέρεια. Μετά το θάνατο του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου στις 23 Οκτωβρίου 1938, ο Ιάκωβος στήριξε την υποψηφιότητα του τότε Μητροπολίτη Κορίνθου Δαμασκηνού Παπανδρέου, αντίπαλης με αυτή του τότε Μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρυσάνθου Φιλιππίδη. Ο Δαμασκηνός εκλέχθηκε με οριακή πλειοψηφία μιας ψήφου, μέσα από μια σειρά παρατυπιών. Η εκλογή του ακυρώθηκε μετά από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο οποίο προσέφυγαν Μητροπολίτες μέλη της Ιεράς συνόδου και η κυβέρνηση του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου υπό τον Ιωάννη Μεταξά συγκάλεσε αριστίνδην Σύνοδο, που ανέδειξε τον Χρύσανθο στη θέση του προκαθημένου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Τα όρια της Μητροπόλεως Αττικής & Μεγαρίδος συρρικνώθηκαν στην περιοχή των Μεγάρων και η επαναφορά τους συντελέστηκε το 1941, αφού είχαν προηγηθεί η απομάκρυνση του Χρυσάνθου και η ανάληψη της αρχιεπισκοπίας από το Δαμασκηνό.

Αρχιεπίσκοπος Αθηνών & Πάσης Ελλάδος

Τι προηγήθηκε

Στις 11 Ιανουαρίου 1962 ελάχιστες ώρες πριν την κηδεία του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου κυρού Θεοκλήτου Παναγιωτόπουλου, προκηρύξεις που στάλθηκαν σε Αθηναϊκές εφημερίδες και «φωτογράφιζαν» τον Ιάκωβο Βαβανάτσο, τον οποίο κατηγορούσαν για «παρεκλίνουσα σεξουαλική συμπεριφορά». Όπως τονίζονταν στις προκηρύξεις, «...ο κίνδυνος να εκλεγεί Αρχιεπίσκοπος Αρχιερεύς (εκ Βορρά ή Νότου), όστις δυστυχώς, έχει ευρύτατα δυσφημηθή ως πρόσωπον στερούμενον ανδρικής αξιοπρεπείας... Οι έντιμοι Ιεράρχαι ας αισθανθούν τας τρομεράς ευθύνας των. Ας θυμηθούν τίνος είναι στρατιώται. Ας δώσουν την μάχην. Παρά το πλευρόν των ίσταται "το μικρόν ποίμνιον του Ιησού", ο μαρτυρικός και ευσεβής λαός και αποστέλλει τούτο το σήμα του κινδύνου: S.Ο.S. Προβάλλει σαφές το αίτημά του. Ζητεί Αρχιεπίσκοπον ΑΝΔΡΑ.» Ο Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής ζήτησε από την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος να καθυστερήσει την εκλογή νέου Αρχιεπισκόπου, ενώ ο βασιλιάς Παύλος κάλεσε σε ακρόαση τον τότε υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων Γρηγόριο Κασιμάτη.

Η εκλογή του

Στις 13 Ιανουαρίου η Ιεραρχία συνεδρίασε κεκλεισμένων των θυρών, ενώ την ίδια ώρα το κτίριο πολιορκούνταν από χιλιάδες πιστούς-μέλη εκκλησιαστικών οργανώσεων, με την Αστυνομία να προσπαθεί να επιβάλει την τάξη. Ο Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος Νικολάου ζήτησε αναβολή, όμως το αίτημα του απορρίφθηκε από τον υπουργό Παιδείας Κασιμάτη και Αρχιεπίσκοπος εκλέχθηκε ο Ιάκωβος Βαβανάτσος με ψήφους 33 έναντι 20 του Φιλίππων Χρυσοστόμου και 4 του Μαντινείας Γερμανού (Μαυρομάτης) [3], ο οποίος ανήκε στην τριάδα των «επαναστατών» αρχιερέων μαζί με τους Φλωρίνης και Ζακύνθου, ενώ στην πρώτη ψηφοφορία 4 ψήφους συγκέντρωσε και ο τότε Πρωθιερέας των Ανακτόρων και αργότερα Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Κοτσώνης. Στη διάρκεια της αναγνώσεως του μηνύματος του νέου Αρχιεπισκόπου συμμετείχαν 32 Αρχιερείς και απείχαν 25, ενώ η ιαχή «ανάξιος» ακολουθεί τον νέο Αρχιεπίσκοπο, σε βάρος του οποίου κατατέθηκαν τρεις μηνύσεις, η μία εκ των οποίων του Αρχιμανδρίτη Δαμασκηνού Γεωργακόπουλου.

Στις 14 Ιανουαρίου 1962, την επομένη ημέρα της εκλογής του Ιακώβου στη θέση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, ο εφημέριος του Αγίου Δημητρίου Αμπελοκήπων Αθηνών αρχιμανδρίτης Δαμασκηνός (Γεωργακόπουλος) κατέθεσε μήνυση (εκκλησιαστικού Δικαίου) στην Ιερά Σύνοδο εναντίον του. Η κατηγορία ήταν περί «ακατανομάστων πράξεων» και ο μηνυτής επικαλέστηκε ως βασικούς μάρτυρες τον στρατηγό Γεώργιο Κουρούκλη και τον ναύαρχο Αλέξανδρο Σακελλαρίου, τον καθηγητή και αρχισυντάκτη του περιοδικού «Ενορία» Ανδρέα Κεραμίδα, τον διευθυντή του περιοδικού «Τρεις Ιεράρχαι» Παναγιώτη Βαρυμπομπιώτη, τον επίσης αρχισυντάκτη του περιοδικού «Ανάπλασις» Κωνσταντίνο Κούρκουλα. Επίσης, την ίδια ημέρα μήνυση εναντίον του Ιακώβου κατέθεσε και ο ε.α. υποστράτηγος Μπενηψάλτης, επικαλούμενος εθνικούς κινδύνους ενώ από το βήμα των εκκλησιών ιερείς των Αθηνών εκφράζονταν στα κηρύγματα τους εναντίον του Αρχιεπισκόπου με προεξάρχοντα τον αρχιμανδρίτη Αυγουστίνο Καντιώτη. Τη Δευτέρα 22 Ιανουαρίου ξεκίνησε η διαδικασία των καταθέσεων εναντίον του Ιακώβου και ο μάρτυρας κατηγορίας στρατηγός Κουρούκλης έκανε λόγο για «ακατανόμαστα όργια», τα οποία του διηγήθηκαν υφιστάμενοί του, όταν τελούσε αρχηγός του Πυροβολικού. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, ο Κουρούκλης διαβίβασε εγγράφως τις πληροφορίες του στον τότε Αρχιεπίσκοπο Δωρόθεο, ο οποίος του απάντησε ότι ήταν γνώστης και πως θα λάμβανε μέτρα εναντίον του τότε Μητροπολίτη Αττικής.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ο μετέπειτα Μητροπολίτης Αυγουστίνος Καντιώτης ίδρυσε την ιεραποστολική Αδελφότητα Θεολόγων «Ο Σταυρός», που οργάνωνε διαμαρτυρίες εναντίον καλλιτεχνών αλλά και εκκλησιαστικών αξιωματούχων που θεωρούσε ότι έθιγαν την Εκκλησία ή την πατρίδα. Ο Μητροπολίτης Αυγουστίνος Καντιώτης ανέπτυξε δράση ζητώντας να παραιτηθεί ο Αρχιεπίσκοπος και τον κατήγγειλε ανοιχτά. Έτσι η Ιερά Σύνοδος υποχρεώθηκε να ξεκινήσει ανακρίσεις μετά τις καταγγελίες, ως αποτέλεσμα της κινητοποιήσεως των οπαδών του Αυγουστίνου.

Η παραίτηση του

Στις 25 Ιανουαρίου 1962 ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος υπέβαλε την παραίτηση του και η Ιερά Σύνοδος του ανέθεσε, με την έγκριση όλης της Ιεραρχίας, την προεδρία της Μητροπόλεως Αττικής και Μεγαρίδος ενώ του απένειμε τον τίτλο του «πρώην Αθηνών». Τον διαδέχθηκε ο υπέργηρος Μητροπολίτης Φιλίππων Χρυσόστομος Χατζησταύρου ο οποίος παρέμεινε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο έως την επιβολή του καθεστώτος της 21ης Απριλίου 1967. Τότε, ο Χρυσόστομος Χατζησταύρου απομακρύνθηκε και τον διαδέχθηκε ο Αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος Κοτσώνης. Τον ίδιο χρόνο και μετά την ανάδειξη του Ιερώνυμου Κοτσώνη ως νέου Αρχιεπισκόπου, ο Ιάκωβος αναγκάσθηκε να απομακρυνθεί από τη Μητρόπολη Αττικής και Μεγαρίδος.

Το τέλος του / Μνήμη Αρχιεπισκόπου Ιακώβου

Η περίοδος της εκκλησιαστικής κρίσεως με αφορμή το ζήτημα της εκλογής του Ιακώβου χαρακτηρίστηκε «θλιβερό κατάντημα» [4], ενώ ως και εφημερίδες στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ασχολήθηκαν με την εκλογή του σχολιάζοντας ότι «περισσότεροι αστυνομικοί παρά πιστοί ήταν παρόντες στην ενθρόνισή του» [5]. Αν και το πέρασμα του από τον Αρχιεπισκοπικό θρόνο ήταν εξαιρετικά σύντομο και αμαύρωσε την φήμη του πρόκειται μάλλον για την περίπτωση μίας κορυφαίας προσωπικότητας της ελλαδικής Εκκλησίας και το μεταρρυθμιστικό έργο του αναβάθμισε τον ρόλο και τη θέση του κλήρου. Υπήρξε πρωτεργάτης στην ίδρυση του Ταμείου Ασφαλίσεως Κληρικών Ελλάδος (ΤΑΚΕ), διεύθυνε την εκκλησιαστική επιτροπή για τη σύνταξη του νόμου «Περί Ενοριακών Ναών και Εφημεριών», συνέστησε το Πειθαρχικό Συμβούλιο από πρεσβυτέρους και ενίσχυσε τον θεσμό των ιερατικών συνάξεων.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Ιάκωβος έζησε στην Ιερά Μονή Παναγίας Φανερωμένης Σαλαμίνας, όπου απεβίωσε. Η κηδεία του τελέστηκε στην Ιερά Μητρόπολη Αθηνών χοροστατούντος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Σεραφείμ Τίκα και η σορός του τάφηκε στην Ιερά Μονή της Παναγίας Φανερωμένης.

Τιμητικές διακρίσεις

Ο Ιάκωβος, τιμήθηκε με το

  • Μεγαλόσταυρο του Βασιλικού Τάγματος του Γεωργίου Α' και με το
  • Δίπλωμα Εξαιρέτων Πράξεων, την 25η Μαρτίου 1952, το οποίο του απένειμε ο ναύαρχος Σακελλαρίου ένας από τους μετέπειτα κύριους κατηγόρους του.

Συγγραφικό έργο

Ο Ιάκωβος έγραψε και δημοσίευσε το έργο:

  • «Ποιμαντικαί Υποδείξεις», το 1953, έργο που αποτελεί έναν οδηγό ποιμαντικής πρακτικής.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Παραπομπές

  1. Αρχιεπίσκοποι Αθηνών-Πρόεδροι Ιεράς Συνόδου. Εκκλησία της Ελλάδος.
  2. [Ιστορικά ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Α' (ο Παπαδόπουλος) είναι ο ο πρώτος «Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος», καθώς όλοι οι προγενέστεροι απ' αυτόν ήταν Μητροπολίτες Αθηνών που απλώς έφεραν τον τίτλο και «Πάσης Ελλάδος» και συγκαλούσαν μεν την Ιεραρχία, αλλά δεν είχαν ακόμη τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου.]
  3. [Ο Γερμανός (Μαυρομάτης) ήταν υποστηρικτής του Παλαιού Ημερολογίου. Μετά την εκλογή του Ιακώβου προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας ζητώντας την ακύρωση της χειροτονίας του. Το αίτημά του απορρίφθηκε και ο ίδιος καθαιρέθηκε από τη Σύνοδο.]
  4. [Εφημερίδα «Μεσημβρινή», 23 Iανουαρίου 1962.]
  5. [Εφημερίδα «New York Times», 18 Ιανουαρίου 1962.]





Αρχιεπίσκοποι Αθηνών & Πάσης Ελλάδος
Αρχιεπίσκοπος Νεόφυτος (ο Μεταξάς) | Αρχιεπίσκοπος Μισαήλ (ο Αποστολίδης) | Αρχιεπίσκοπος Θεόφιλος (ο Βλαχοπαπαδόπουλος) | Αρχιεπίσκοπος Προκόπιος Α' (ο Γεωργιάδης) | Αρχιεπίσκοπος Γερμανός (ο Καλλιγάς) | Αρχιεπίσκοπος Προκόπιος Β' (ο Οικονομίδης) | Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος Α' (ο Μηνόπουλος) | Αρχιεπίσκοπος Μελέτιος (ο Μεταξάκης) | Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Α' (ο Παπαδόπουλος) | Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος (ο Φιλιππίδης) | Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός (ο Παπανδρέου) | Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων (ο Βλάχος) | Αρχιεπίσκοπος Δωρόθεος (ο Κοτταράς) | Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος Β' (ο Παναγιωτόπουλος) | Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος (ο Βαβανάτσος) | Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β' (ο Χατζησταύρου) | Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α' (ο Κοτσώνης) | Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ (ο Τίκας) | Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος (ο Παρασκευαΐδης) | Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Β' (ο Λιάπης)