Δημήτριος Μάξιμος
Ο Δημήτριος Μάξιμος, Έλληνας οικονομολόγος, τραπεζίτης και μετέπειτα πολιτικός που διατέλεσε πρωθυπουργός, γεννήθηκε στις 8 Ιουλίου 1873 στην Πάτρα και πέθανε από συγκοπή καρδιάς στις 16 Οκτωβρίου του 1955 στην Αθήνα. Η κηδεία του πραγματοποιήθηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών όπου και ενταφιάστηκε.
Ήταν παντρεμένος με την Ειρήνη (Ιρένα) Μανούση -μετέπειτα Τζίφου και στη συνέχεια σύζυγο του Αλέξανδρου Μιχαληνού, της οποίας ο Μάξιμος υπήρξε τρίτος σύζυγος, και δεν απέκτησαν παιδιά. Ανιψιός του ήταν ο Γεώργιος Οικονομόπουλος, υπουργός Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας.
| ||
| ||
Γέννηση: 8 Ιουλίου 1873 | ||
Τόπος: Πάτρα, Αχαΐα (Ελλάδα) | ||
Σύζυγος: Ειρήνη Μανούση | ||
Τέκνα: Άτεκνος | ||
Υπηκοότητα: Ελληνική | ||
Ασχολία: Οικονομολόγος, Γερουσιαστής, | ||
Θάνατος: 16 Οκτωβρίου 1955 | ||
Τόπος: Αθήνα, Αττική (Ελλάδα) | ||
Πληροφορίες αξιώματος * Πρωθυπουργός * | ||
Έναρξη θητείας: 24 Ιανουαρίου 1947 | ||
Προκάτοχος | ||
| ||
Λήξη θητείας: 29 Αυγούστου 1947 | ||
Διάδοχος | ||
Περιεχόμενα
Βιογραφία
Πρόγονοι
Ο Μάξιμος ήταν γόνος οικογένειας εμπόρων και πολιτικών από τη Χίο μέλη της οποίας διακρίθηκαν, πέρα από το εμπόριο, στον τραπεζικό κλάδο και στην πολιτική. Οι πρόγονοί του ανήκαν στη γνωστή οικογένεια Μαξίμου του νησιού, όπως και η μητέρα του Εμμανουήλ Μπενάκη, Λώξη (Λωξάνδρα) Μαξίμου ενώ η γιαγιά του, από την πατρική του πλευρά, ήταν το γένος Ροδοκανάκη.
Οικογένεια Μάξιμου
Πατέρας του ήταν ο Επαμεινώνδας Μάξιμος και μητέρα του ήταν η Ασπασία Λόντου, κόρη του προέδρου της Βουλής και δημάρχου Πατρέων, Ανδρέα Χ. Λόντου, των οποίων ήταν το δεύτερο παιδί. Ο Δημήτριος που ήταν πρώτος εξάδελφος των Δημητρίου Λόντου, βουλευτή και υπουργού και Γεωργίου Στρέιτ, νομομαθή και υπουργού, ολοκλήρωσε τα μαθήματα της Βασικής εκπαιδεύσεως στην Πάτρα και αποφοίτησε -στις 29 Ιουνίου 1891, αριθμός μαθητού 85 με βαθμό Λίαν Καλώς- από το Β' Γυμνάσιο Πατρών [1]. Σπούδασε νομικά, οικονομικά και πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Παρίσι.
Τραπεζική καριέρα
Το 1891, προσλήφθηκε ως υπάλληλος στην Εθνική Τράπεζα, υποδιοικητής της οποίας την περίοδο 1889-1896 και διοικητής της ως το 1911 ήταν ο θείος του Στέφανος Στρέιτ, σύζυγος της Βικτωρίας Λόντου, αδερφής της μητέρας του, και έγινε διευθυντής του υποκαταστήματος Πατρών και αργότερα Σπάρτης, ενώ το 1901 έγινε μέλος της λιμενικής επιτροπής Πατρών. Το 1911 έγινε διευθυντής του κεντρικού καταστήματος της τράπεζας στην Αθήνα, το 1914 έγινε υποδιοικητής μαζί με τον Ιωάννη Δροσόπουλο, και το 1920 εκλέχθηκε διοικητής της από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων. Με την ιδιότητα του ηγήθηκε πολλών οικονομικών αποστολών στο εξωτερικό και εργάσθηκε ιδιαίτερα για τη σύσφιγξη των οικονομικών σχέσεων Ελλάδας - Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Παρέμεινε στη θέση του Διοικητή της Εθνικής ως το τέλος του 1922 και το σχηματισμό της κυβερνήσεως των κινηματιών υπό τους Νικόλαο Πλαστήρα και Στυλιανό Γονατά, οπότε παραιτήθηκε φοβούμενος διώξεις από τους βενιζελικούς.
Πολιτική δράση
Αμέσως μετά την απομάκρυνσή του από την Τράπεζα ο Μάξιμος, μαζί με τη σύζυγό του εγκαταστάθηκαν στη Φλωρεντία της Ιταλίας, όπου εργάστηκε συντάσσοντας οικονομολογικές μελέτες. Το 1927 επέστρεψε στην Ελλάδα, προσλήφθηκε ως οικονομικός σύμβουλος στο «Λαϊκό Κόμμα», όπου ανήκαν οι εξάδελφοι του Δημήτριος Λόντος, βουλευτής και υπουργός, και Γεώργιος Στρέιτ, νομικός και βουλευτής. Κατα τη διάρκεια της δεκαετίας του '30 αναμείχθηκε ενεργά στα πολιτικά πράγματα, ιδιαίτερα απο παρασκηνιακό επίπεδο, καθώς λόγω των οικονομικών του γνώσεων ήταν αποδεκτός και διατηρούσε ικανοποιητικό επίπεδο σχέσεων με όλες τις πολιτικές παρατάξεις της εποχής.
Η διαφωνία του σχετικά με τα χρυσά καλύμματα της Εθνικής Τράπεζας, ανάγκασε τον Αύγουστο του 1927, τα μέλη του Λαϊκού κόμματος να αποχωρήσουν από την οικουμενική κυβέρνηση. Στις 8 Ιουλίου 1931, συναντήθηκε μυστικά με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος του ζήτησε να πείσει τον Παναγή Τσαλδάρη, αρχηγό του λαϊκού κόμματος να αναγνωρίσει το πολίτευμα. Σε ανταπόδοση τον Σεπτέμβριο του 1931, μετά την παραίτηση του Διομήδη από την διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, τον πρότεινε για διοικητή της, όμως αρνήθηκε διαφωνώντας με τον τρόπο διοικήσεως της, όπως επίσης αρνήθηκε τον Απρίλιο του 1932 μετά την παραίτηση Μαρή, να αναλάβει το υπουργείο Οικονομικών.
Στις εκλογές του 1933 το Λαϊκό Κόμμα υπερίσχυσε του κόμματος των Φιλελευθέρων, όμως οι βενιζελικοί στρατηγοί, συνεπικουρούμενοι από τους πολιτικούς του ίδιου κόμματος, αρνήθηκαν να παραδώσουν την εξουσία στον Τσαλδάρη επιδιώκοντας τον σχηματισμό στρατιωτικής κυβερνήσεως. Ο Βενιζέλος φέρεται πως επικοινώνησε με τον Μάξιμο για να τον πληροφορήσει για τα γεγονότα προτρέποντας τον παράλληλα να ενημερώσει τον Τσαλδάρη, πράγμα που έκανε. Ο Τσλδάρης έμεινε πιστός στην άποψή του για σχηματισμό κυβερνήσεως απο του λαϊκούς και οι Βενιζελικοί στρατηγοί αδυνατώντας να συμφωνήσουν, πειθαναγκάστηκαν να επιτρέψουν στον Τσαλδάρη να σχηματίσει κυβέρνηση. Στις 7 Μαρτίου στο σπίτι του, το μετέπειτα γνωστό ως Μέγαρο Μαξίμου, συναντήθηκαν οι Αλέξανδρος Οθωναίος και Παναγής Τσαλδάρης για να συζητήσουν σχετικά με την παροχή αμνηστίας στο Νικόλαο Πλαστήρα.
Υπουργός Εξωτερικών
Ο Μάξιμος συμμετείχε, από τις 10 Μαρτίου 1933, ως εξωκοινοβουλευτικός υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος και στις 31 Μαρτίου εκλέχθηκε αριστίνδην γερουσιαστής έως την 1η Απριλίου 1935, όταν διαλύθηκε η Γερουσία. Με δική του εισήγηση την οποία αποδέχθηκε ο αρχηγός του Λαϊκού κόμματος, παρασχέθηκε αμνηστία στον Ελευθέριο Βενιζέλο, για τη συμμετοχή του στο κίνημα του 1933, ενώ και η γενικότερη στάση του στη θητεία του ως υπουργός Εξωτερικών, βελτίωσαν την εικόνα της χώρας στο εξωτερικό. Στις 14 Σεπτεμβρίου 1933, υπέγραψε με τον Τούρκο ομόλογό του το ελληνοτουρκικό σύμφωνο αμοιβαίας εγγυήσεως της εδαφικής ακεραιότητας των δύο χωρών ενώ άρχισαν και οι συζητήσεις για την υπογραφή συμφώνου μεταξύ των βαλκανικών χωρών.
Η Βουλγαρική κυβέρνηση αρνήθηκε τη συμμετοχή της, ενώ ο Μάξιμος τον Δεκέμβριο του 1933 συναντήθηκε με τον Αλέξανδρο, βασιλιά της Γιουγκοσλαβίας. Στη συνέχεια πραγματοποίησε διερευνητικά ταξίδια στη Ρώμη και το Λονδίνο, και όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, σε συμβούλιο πολιτικών αρχηγών, αποφασίστηκε η υπογραφή συμφώνου μεταξύ Ελλάδας, Γιουγκοσλαβίας, Ρουμανίας και Τουρκίας, το οποίο υπογράφηκε στις 9 Φεβρουαρίου 1934, παρά τις Αγγλικές και Ιταλικές αντιρρήσεις. Τελικά η κυβέρνηση δεν υπέγραψε τις στρατιωτικές συμβάσεις με τις άλλες χώρες, προκειμένου να αποφύγει το ενδεχόμενο της πολεμικής αντιπαραθέσεως με την Ιταλία. Παραιτήθηκε από τη θέση του στο υπουργείο τον Ιανουάριο του 1935, για λόγους υγείας και ταξίδεψε στο εξωτερικό, όμως η παραίτησή του έγινε δεκτή μόλις στις 2 Μαρτίου 1935, εποχή που είχε ξεσπάσει το κίνημα των Βενιζελικών αξιω,ατικών. Τελικά επανήλθε στην θέση του υπουργού εξωτερικών την 13η Ιουλίου.
Γερμανική κατοχή
Στη διάρκεια της κατοχής ήταν μεταξύ των πολιτικών που προσκάλεσε και τον επισκέφθηκαν, ο στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου, πρώτος κατοχικός πρωθυπουργός. Ανάλογη πρόσκληση είχαν αποδεχθεί και οι Θεόδωρος Πάγκαλος, Στυλιανός Γονατάς, Κωνσταντίνος Τσαλδάρης και Γεώργιος Παπανδρέου. Υπήρξε μάρτυρας στη δίκη των κατηγορούμενων για δοσολογισμό στη διάρκεια της τριπλής κατοχής και σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο δεύτερο κατοχικό πρωθυπουργό κατέθεσε [2]
«Κατ' αρχας ενόμιζον ότι δεν έπρεπε να σχηματισθη Κυβέρνηση κατοχής, όταν όμως είδον ότι οι Γερμανοί επέπεσαν ως όρνεα εις την Ελλάδα, επείσθην ότι εαν δεν εσχηματίζετο Κυβέρνησις, θα αφιέμεθα εις ουχί ισχυράς χείρας, διότι επρόκειτο να ανατεθη η διοίκησις εις υπαλληλίσκους, καθ' όσον οι ανώτεροι υπάλληλοι δεν θα εδέχοντο να αναλάβουν την Διοίκησιν και είπα τότε εις τον κ. Ράλλην ότι καλόν θα ήτο να δεχθή τον σχηματισμόν Κυβερνήσεως. Όλοι οι αποτελούντες τας Κυβερνήσεως κατέβαλον εξαιρετικάς προσπάθειας να εξυπηρετήσουν τον Λαόν και να βοηθήσουν τους συμπολίτας των...{...}... επαναλαμβάνω ότι όλοι επι κατοχής εκυβέρνησαν τον τόπο απο λόγους πατριωτικούς...{...}...».
Πρωθυπουργός
Στις 24 Ιανουαρίου 1947 με Αμερικανική ανοχή και βοήθεια, ο Μάξιμος ανέλαβε εξωκοινοβουλευτικός πρωθυπουργός [3]. Ο Μάξιμος, μόλις του ανατέθηκε η πρωθυπουργία, έκανε την εξής δήλωση:
«Η Α.Μ. ο Βασιλεύς μού έκαμε την υψίστην τιμήν να μου αναθέση τον σχηματισμόν κυβερνήσεως, διά την οποίαν, ως επληροφορήθην, είναι σύμφωνος η μεγαλυτέρα μερίς των αρχηγών των εν τη Βουλή κομμάτων. Μολονότι η απόφασίς μου, η οριστική και αμετάκλητος, ήτο ν’ απέχω πάσης αναμίξεως εις τα κοινά, δεν μου ήτο δυνατόν ν’ αρνηθώ. Καθ’ όλον μου τον μακρόν βίον, το προς την Πατρίδα καθήκον έθεσα προ παντός. Η Κυβέρνησις θα έχη ν’ αντιμετώπιση σπουδαία ζητήματα κατά τας τραγικάς στιγμάς τας οποίας διέρχεται η Πατρίς και ζητώ από σας, τους αντιπροσώπους του τύπου, την πολύτιμον συνδρομήν σας».
Η κυβέρνηση του που σχηματίστηκε, για να αντιμετωπιστεί η κομμουνιστική ανταρσία, με τη συνεργασία επτά από τα οκτώ κόμματα της Βουλής, που είχαν ως αρχηγούς τούς Κωνσταντίνο Τσαλδάρη, Στυλιανό Γόνατά, Σοφοκλή Ελ. Βενιζέλο, Παναγιώτη Κανελλόπουλο, Γέωργιο Παπανδρέου, Ναπολέοντα Ζέρβα και Απόστολο Αλεξανδρή. Εμειναν εκτός κυβερνήσεως το κόμμα του Θεμιστοκλή Σοφούλη και το «Νέον Κόμμα» του Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη, που δεν είχε ακόμα εμφανιστεί επίσημα στη Βουλή. Η «Επτακέφαλη Κυβέρνηση» είχε αντιπροέδρους τους Κωνσταντίνο Τσαλδάρη και Σοφοκλή Βενιζέλο και υπουργούς μεταξύ άλλων τους Γεώργιο Παπανδρέου, υπουργό Εσωτερικών, Στυλιανό Γονατά, υπουργό Δημοσίων Έργων, Παναγιώτη Κανελλόπουλο, υπουργό Ναυτικών, Ναπολέοντα Ζέρβα, υπουργό Δημοσίας Τάξεως και Κωνσταντίνο Καραμανλή, υπουργό Εργασίας.
Στις 15 Φεβρουαρίου 1947, τα Αγγλικά στρατεύματα αποχώρησαν από την Ελλάδα και στις 12 Μαρτίου ο Αμερικανός πρόεδρος Χάρι Τρούμαν εξήγγειλε το «Δόγμα Τρούμαν», ενώ τον Απρίλιο πέθανε ο βασιλιάς Γεώργιος Β' και τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Παύλος. Η αποτυχία των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του Ελληνικού Στρατού, οι οποίες είχαν στόχο τους αντάρτες του αποκαλούμενου «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος», [Δ.Σ.Ε.], καθώς και η άρνηση του Τσαλδάρη να το αίτημα των Βενιζέλου, Παπανδρέου και Κανελλόπουλου να αποπεμφθούν από την κυβέρνηση οι «ακραίοι» και αντιπαθείς στους Αγγλο-αμερικανούς Ζέρβας και Στράτος, τον εξανάγκασαν στις 29 Αυγούστου 1947, να υποβάλλει την παραίτηση του και ο Βασιλιάς Παύλος διόρισε νέα κυβέρνηση υπό τον Κωνσταντίνο Τσαλδάρη, και δέκα μέρες αργότερα άλλη κυβέρνηση υπό τον Θεμιστοκλή Σοφούλη.
Το τέλος του
Μετα την παραίτηση του από την πρωθυπουργία ο Μάξιμος ιδιώτευσε μέχρι το θάνατό του. Τάφηκε δίχως καμία ιδιαίτερη επισημότητα, καθώς μετά από παράκληση της οικογένειας του δεν του αποδόθηκαν τιμές πρωθυπουργού. Τάφος της οικογένειας Μαξίμου υπάρχει και στο Α' νεκροταφείο Πατρών όπου είναι ενταφιασμένος ο πατέρας του Επαμεινώνδας, δίπλα σε αυτούς των συγγενικών τους οικογενειών Λόντου και Χαραλάμπη, στον λόφο των αγωνιστών. Η βιβλιοθήκη του περιήλθε μετά τον θάνατό του στον δήμο Πατρέων και ο ίδιος αναφέρεται μεταξύ των δωρητών της βιβλιοθήκης. Στην πόλη της Πάτρας δόθηκε το όνομά του σε έναν δρόμο κοντά στο Σκαγιοπούλειο. Ο Μάξιμος υπήρξε Τέκτονας [4], μέλος Ύπατου Συμβουλίου 33ου βαθμού.
Μνήμη Δημητρίου Μάξιμου
Στις 22 Μαρτίου 1933, στην εφημερίδα «Ακρόπολις» υπό τον τίτλο «Ο κ. Δημ. Μάξιμος και η πολιτική του», ο συνεργάτης της, γνωστός δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας, Αλέκος Λιδωρίκης δημοσίευσε μια συνέντευξη με τον Μάξιμο, που είχε γίνει πριν από λίγες μέρες υπουργός Εξωτερικών. Περιγράφοντας την προσωπικότητά του, ο γνωστός δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας έγραφε:
«..Βγάζω το καρνέ μου. Ο υπουργός με κοιτάζει με τα μικρά, παράξενα φωτισμένα μάτια του. Το πρόσωπόν του θα έλεγε κανείς ότι θυμίζει τον Λένιν: Ένα μουστάκι μαύρο, με μικρές αποχρώσεις ελάχιστου γκρίζου και ένα μουσάκι ομοιόχρωμο... Εάν εις τα μάτια του δεν εγράφετο η ηρεμία του αστού, το μετρημένο των σκέψεών του, ο σοφός υπολογισμός της ζωής, ωρισμένως θα θύμιζε τον μεγάλον μπολσεβίκον ηγέτην ο σημερινός υπουργός. Είπα, όμως, διαφέρουν τα μάτια. Πολύ, μα πάρα πολύ. Το κορμί μικρό, συμμαζεμένο, χωρίς να στερείται την ευκινησίαν. Χαμογελά όμως με συμπάθειαν, με καλωσύνην, με ευγένειαν....».
Μέγαρο Μαξίμου [5]
Το οικόπεδο του Μεγάρου ανήκε το 1856 στους αδελφούς Άγγελο και Αργύρη Καραγιάννη. Το 1891, στην οδό Ηρώδου του Αττικού, στον χώρο που μέχρι τότε χρησιμοποιείται ως βασιλικός λαχανόκηπος, κτίστηκαν τα Ανάκτορα του Διαδόχου, για να στεγάσουν την οικογένεια του τότε διαδόχου Κωνσταντίνου Α', και της πριγκίπισσας Σοφίας, κόρης του Κάιζερ Φρειδερίκου της Γερμανίας. Τον σχεδιασμό του ανέλαβε ο Ερνέστος Τσίλλερ. Το 1912 ο εφοπλιστής Αλέξανδρος Μιχαληνός αγόρασε το οικόπεδο στη γωνία των οδών Ηρώδου του Αττικού και Διοχάρους, σημερινή οδός Βασιλέως Γεωργίου Β', αρχίζει η οικοδόμηση μεγάρου για να χρησιμεύσει ως κατοικία του. Μετά το θάνατο του Μιχαληνού η χήρα του Ειρήνη, το γένος Μανούση, παντρεύτηκε τον Δημήτριο Μάξιμο και το 1916 πώλησε το οικόπεδο της οδού Ηρώδου του Αττικού με την ημιτελή οικοδομή στον Λεωνίδα Ανδρ. Εμπειρίκο, πατέρα του ποιητού Ανδρέα Εμπειρίκου. Προφανώς επρόκειτο για εικονική πώληση καθώς το 1921, η οικογένεια Μαξίμου το επαναγόρασε ημιτελές και αφού ολοκλήρωσε τις εργασίες, εγκαταστάθηκε σε αυτό. Το 1952 το Ελληνικό Δημόσιο ήρθε σε συνεννόηση με τον Μάξιμο προκειμένου να αγοράσει την κατοικία του με σκοπό τη φιλοξενία επιφανών ξένων καλεσμένων. Για την εκτίμηση του ακινήτου συστάθηκε επιτροπή από τους καθηγητές του Ε.Μ.Π. Κωνσταντίνο Κιτσίκη, νεότερο αδελφό του Νικολάου Κιτσίκη, Αθανάσιο Ρουσσόπουλο και τον οικονομικό έφορο Π. Σταυρόπουλο.
Η επιτροπή εκτίμησε την αξία του ακινήτου σε 11 δισεκατομμύρια δραχμές. Στη συνέχεια, ο Υπουργός των Οικονομικών Χ. Ευελπίδης επισκέφθηκε τον Μάξιμο, ο οποίος του δήλωσε ότι δέχεται να πουλήσει την κατοικία του στο Δημόσιο αντί του ποσού των 5,75 δισεκατομμυρίων δραχμών, δηλαδή στο μισό περίπου της εκτιμήσεως της επιτροπής. Επιπλέον δε προσφέρει στο Κράτος όλη την επίπλωση της κατοικίας του, καθώς και τους περίφημους ζωγραφικούς πίνακες που βρίσκονται σ’ αυτήν, ο Μάξιμος υπήρξε ιδιαίτερα φιλότεχνος, προκειμένου να καταστεί «Κυβερνητικόν Μέγαρον» και να χρησιμοποιείται για τη φιλοξενία ξένων υψηλών προσώπων. Ο τότε πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας, σε ευχαριστήρια επιστολή του προς τον Μάξιμο για τη γενναιόδωρη προσφορά του, δηλώνει ότι το κτήριο θα διατηρήσει το όνομά του, ως «Οικία Μαξίμου». Στη διάρκεια της Γερμανικής κατοχήςτο Μέγαρο κατοικήθηκε, ύστερα από την επίταξή του, από Γερμανό Ναύαρχο επικεφαλής του Στόλου στο Αιγαίο, ενώ μετά την ήττα του Άξονα, χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία του Αμερικανού πρεσβευτή.
Ως ξενώνας προσωπικοτήτων, όπως αρχικά χρησιμοποιήθηκε το Μέγαρο Μαξίμου, φιλοξένησε μεταξύ άλλων, πρώτα τον πρόεδρο της τουρκικής Δημοκρατίας Τζελάλ Μπαγιάρ και ακολούθησαν ο αυτοκράτορας της Αιθιοπίας Χαϊλέ Σελασιέ, ο βασιλιάς της Αιγύπτου Φεϊζάλ, ο Ιταλός πρωθυπουργός Ντε Γκάσπερι, ο Κανγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας Αντενάουερ και ο στρατάρχης Τίτο. Τα χρόνια της κυβερνήσεως του Επαναστατικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου 1967 έγινε η προσθήκη του 1ου ορόφου καθώς και σημαντικές βελτιώσεις στον εσωτερικό διάκοσμο. Στο Μέγαρο διέμενε ο τότε Αντιβασιλεύς Γεώργιος Ζωιτάκης και η οικογένεια του. Ο πρώτος ξένος ηγέτης που φιλοξενήθηκε στο Μαξίμου ήταν ο Τούρκος Πρόεδρος Τζελάλ Μπαγιάρ, ενώ μέχρι το 1981 το Μέγαρο χρησιμοποιήθηκε ως ξενώνας για πρωθυπουργούς και προέδρους άλλων χωρών που επισκέπτονταν την Αθήνα, όπως το 1980 η συντηρητική Βρετανίδα πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ. Το 1982 ο Μένιος Κουτσόγιωργας, τότε υπουργός Εσωτερικών της νεοεκλεγμένης κυβερνήσεως του Πα.Σο.Κ., πρότεινε και έγινε δεκτό να μετατραπεί σε έδρα και κατοικία του εκάστοτε πρωθυπουργού, με τον Ανδρέα Παπανδρέου να εγκαθίσταται στο Μέγαρο.
Έκτοτε, το Μέγαρο Μαξίμου χρησιμοποίησαν ως γραφείο οι εκάστοτε πρωθυπουργοί της Ελλάδος. Πρώτος ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου, μετά οι μεταβατικοί, υπηρεσιακοί και οικουμενικοί πρωθυπουργοί Τζαννής Τζαννετάκης, Ιωάννης Γρίβας, Ξενοφών Ζολώτας, Λουκάς Παπαδήμος, Παναγιώτης Πικραμμένος, Βασιλική Θάνου και Ιωάννης Σαρμάς και μετά οι κοινοβουλευτικοί Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, πάλι Ανδρέας Παπανδρέου, Κωνσταντίνος Σημίτης, Κωνσταντίνος Αλ. Καραμανλής, Γεώργιος Α. Παπανδρέου, Αντώνιος Σαμαράς, Αλέξης Τσίπρας και ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Παραπομπές
- ↑ [Δημήτριος Ε. Μάξιμος]
- ↑ [«Ιδού η αλήθεια» Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος]
- ↑ [Ωρκίσθη η υπό τον κ. Δημ. Μάξιμον νέα κυβέρνησις Εφημερίδα «Η Καθημερινή», Σάββατο 25 Ιανουαρίου 1947, σελίδα 1η.]
- ↑ [Μάξιμος Δημήτριος]
- ↑ [Το Μέγαρο Μαξίμου αφηγείται την ιστορία του]