Θεόδωρος Τουρκοβασίλης

Από Metapedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο Θεόδωρος Τουρκοβασίλης, Έλληνας εθνικιστής νομικός και πολιτικός, που διατέλεσε βουλευτής, γερουσιαστής, υπουργός και υπήρξε ιδρυτής πολιτικού κόμματος, γεννήθηκε στις 17 Ιουλίου 1891 στην κωμόπολη Αλωνίσταινα Αρκαδίας και πέθανε στις 3 Μαρτίου 1975 στο Φάληρο. Η κηδεία του έγινε στις 4 Μαρτίου 1975 στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών και σύμφωνα με προσωπική του επιθυμία τάφηκε στο κοιμητήριο του Αγίου Αθανασίου Τριπόλεως.

Ήταν παντρεμένος, η σύζυγος του ήταν το γένος Αργυροπούλου, και από το γάμο του απέκτησε μια κόρη, τη Ρεβέκκα Γαλανού-Τουρκοβασίλη [1], που διατέλεσε μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής του καθεστώτος της 21ης Απριλίου 1967, επί πρωθυπουργίας του Γεωργίου Παπαδόπουλου.

Θεόδωρος Τουρκοβασίλης
Συνοπτικές πληροφορίες
Γέννηση: 17 Ιουλίου 1891
Τόπος: Αλωνίσταινα, Αρκαδία
Πελοπόννησος (Ελλάδα)
Θάνατος: 3 Μαρτίου 1975
Τόπος: Νέο Φάληρο, Αττική (Ελλάδα)
Τέκνο: Ρεβέκκα Γαλανού-Τουρκοβασίλη
Υπηκοότητα: Ελληνική
Ασχολία: Νομικός, πολιτικός.

Βιογραφία

Η οικογένεια Τουρκοβασίλη έφερε το επίθετο Δημητρακόπουλος. Ο παππούς του Θεόδωρου, ο Βασίλειος Δημητρακόπουλος, ήταν οπλαρχηγός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, στον οποίο ο αρχιστράτηγος είχε αναθέσει την τροφοδοσία του στρατεύματος με τροφές και αλεύρι. Το 1826 όταν κάποιοι κάτοικοι της Πελοποννήσου λιποψυχούσαν και προσκυνούσαν τους Τούρκους, ο Δημητρακόπουλος γνωστός για την αυστηρότητα του χαρακτήρα του, τους τιμωρούσε σκληρά. Για το λόγο αυτό ο Κολοκοτρώνης του είπε, «...Τούρκος είσαι ρε Βασίλη και τους τιμωρείς έτσι;» [2], με αποτέλεσμα να αποκτήσει το προσωνύμιο Τουρκοβασίλης. Μέλη της οικογένειας Δηματρακόπουλου διετέλεσαν πληρεξούσιοι της Αρκαδίας στην επανάσταση του 1821, ενώ ο ο πρόγονός του Γεώργιος Δημητρακόπουλος, ήταν συγκρατούμενος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και του Δημητρίου Πλαπούτα ή Κολιόπουλου στην Ακροναυπλία όταν δικάστηκαν επί αντιβασιλείας Όθωνα.

Πατέρας του Θεόδωρου ήταν ο Παναγιώτης Τουρκοβασίλης ή Δημητρακόπουλος. Ο Θεόδωρος που είχε δύο αδελφούς, το Βασίλη και το Γεώργιο, παρακολούθησε τα μαθήματα της Δημοτικής εκπαιδεύσεως στη γενέτειρα του και στη συνέχεια αποφοίτησε με άριστα από το Γυμνάσιο. Συνέχισε τις σπουδές του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη διάρκεια των σπουδών του έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη Θεολογία, τη Φιλοσοφία και την Ποίηση, ενώ μετά την αποφοίτηση του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών εργάστηκε ως δικηγόρος στην Τρίπολη. Συμμετείχε ως εθελοντής και πολέμησε στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων, όπου τραυματίστηκε από μια σφαίρα η οποία διαπέρασε το γόνατο [3]. Ως φιλοβασιλικών πεποιθήσεων, στον Εθνικό Διχασμό συντάχθηκε στο πλευρό της νομίμου κυβερνήσεως και του Βασιλιά, όμως μετά τη δημιουργία και την επικράτηση του κράτους της Θεσσαλονίκης, την αυτοεξορία του Βασιλιά και την ενοποίηση του κράτους το 1917, φυλακίστηκε στην Αίγινα μαζί με άλλους αντιφρονούντες και μετά την αποφυλάκιση του παρέμεινε σε περιορισμό κατ΄ οίκον ως πολιτικός αντίπαλος του Βενιζέλου.

Ο αδελφός του Βασίλης, που εκλέχθηκε βουλευτής το 1910 με το «Λαϊκό Κόμμα» του Δημητρίου Γούναρη και διατέλεσε και Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, εξορίστηκε στην Κρήτη, λόγω της αντιθέσεως του στο καθεστώς του Ελευθερίου Βενιζέλου, όπου και πέθανε. Ο Θεόδωρος ήταν υποψήφιος με το «Λαϊκό Κόμμα» του Δημητρίου Γούναρη και στις εκλογές του Νοεμβρίου 1920 εκλέχθηκε βουλευτής με το συνδυασμό του σχηματισμού «Ηνωμένη Αντιπολίτευση». Μετά την Μικρασιατική καταστροφή και την εκτέλεση του Γούναρη [4], τα στελέχη, τα μέλη και οι οπαδοί του τέθηκαν υπό διωγμό και εναντίον του Τουρκοβασίλη σχηματίστηκε δικογραφία με την αστήρικτη και αβάσιμη κατηγορία ότι ενεργούσε για την αυτονομία της Πελοποννήσου και την ανεξαρτητοποίηση της από τον Ελληνικό Εθνικό κορμό.

Προπολεμική δράση

Εκείνη την περίοδο γνωρίστηκε με τον Ιωάννη Μεταξά ο οποίος από κοινού με τους Αγγελόπουλο και Φίλωνα, συμβούλους του βασιλιά Γεωργίου Β’, έγιναν κουμπάροι στον γάμο του και ίδρυσαν το «Κόμμα των Ελευθεροφρόνων». Μετά την εξορία του Μεταξά ο Τουρκοβασίλης παρέμεινε παρών στο πολιτικό σκηνικό και μετά τις εκλογές του 1926 ανέλαβε υπουργός Δικαιοσύνης -στις δύο οικουμενικές κυβερνήσεις του Αλέξανδρου Ζαΐμη, την πρώτη [5] από τις 17 Αυγούστου 1927 έως τις 8 Φεβρουαρίου 1928, ενώ από τις 28 Οκτωβρίου 1927 του είχε ανατεθεί προσωρινώς η Διεύθυνση του Υπουργείου Συγκοινωνίας, σε μια θητεία σύντομη σε διάρκεια, και τη δεύτερη [6] από τις 8 Φεβρουαρίου 1928 έως τις 4 Ιουλίου του ίδιου έτους, όταν ο η οικουμενική κυβέρνηση αντικαταστάθηκε από κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ως υπουργός προώθησε μεταρρυθμίσεις, όπως τη δυνατότητα ανεγέρσεως Δικαστικών Μεγάρων και την εξυγίανση των φυλακών. Ως υπουργός Δικαιοσύνης πρωταγωνίστησε στην καταστολή του κινήματος στην Κρήτη, την Κυριακή 29 Ιανουαρίου 1928, διατάσσοντας τη σύλληψη των πρωταγωνιστών του ώστε να αποφευχθούν νέες κινήσεις και να μην πραγματοποιηθούν τα νέα συλλαλητήρια που είχαν ανακοινωθεί, παράλληλα με τη σύλληψη των κομμουνιστών του Ηρακλείου, που συμμετείχαν στο μεγάλο συλλαλητήριο, και τη δίωξή τους.

Στις εκλογές του ίδιου χρόνου απέτυχε να εκλεγεί βουλευτής καθώς το «Κόμμα των Ελευθεροφρόνων» ηττήθηκε στις εκλογές, όμως όταν το 1929 καθιερώθηκε ο θεσμός της Άνω Βουλής ή Γερουσίας εκλέχθηκε πρώτος σε ψήφους στη σε θέση γερουσιαστή. Και στην επαναληπτική εκλογή βγήκε πρώτος σε ψήφους αφού είχε ισχυρό έρεισμα στην περιοχή. Στις εκλογές του 1932 και του 1933, ηττήθηκε το κόμμα του Βενιζέλου και επικράτησε ο συνασπισμός «Λαϊκού Κόμματος»-«Κόμματος των Ελευθεροφρόνων» και ο Παναγής Τσαλδάρης ορκίστηκε πρωθυπουργός. Ο Τουρκοβασίλης το ίδιο διάστημα ήταν γερουσιαστής, όμως από τις 13 Μαρτίου 1933 έως τις 20 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, ανέλαβε υπουργός Παιδείας [7], αντικαθιστώντας το Γεώργιο Παπανδρέου.

Ως υπουργός Παιδείας προώθησε την ίδρυση Παιδαγωγικών Ακαδημιών [8], ενώ φρόντισε για την αποπεράτωση του Δικαστικού Μεγάρου Τριπόλεως [9]. Αντικατέστησε τους τρεις κύκλους της εκπαιδεύσεως, με εξατάξιο δημοτικό και εξατάξιο γυμνάσιο, εισήγαγε τη διδασκαλία της λατινικής γλώσσας στα γυμνάσια, ίδρυσε την Ακαδημία Σωματικής Αγωγής, ως ισότιμη Πανεπιστημιακή Σχολή και ήταν ο πρώτος υπουργός Παιδείας που θέσπισε τη δημόσια προκήρυξη για την συγγραφή των σχολικών εγχειριδίων από ομάδες επιστημόνων και σχολικών συμβούλων, εξασφαλίζοντας ποιότητα και αξιοκρατία. Υποστήριξε την απλή καθαρεύουσα και καταδίκασε τον δημοτικισμό που είχε κερδίσει έδαφος επί των κυβερνήσεων Βενιζέλου, την οποία περιόρισε στις πρώτες τέσσερις τάξεις του δημοτικού και παράλληλα καταδίκασε δημόσια τις αριστερές παιδαγωγικές ιδέες του Δημητρίου Γληνού και κατέκρινε από το βήμα της βουλής, τις γλωσσικές επιλογές του Χαράλαμπου Θεοδωρίδη, καθηγητή φιλοσοφίας του Αριστοτέλειου πανεπιστημίου. Υπήρξε ιδεολόγος αντικομουνιστής και τήρησε αδιάλλακτη γραμμή έναντι των Βενιζελικών, αρνούμενος να υπογράψει αμνηστία για αξιωματικούς που συμμετείχαν στο αποτυχημένο κίνημα του Νικολάου Πλαστήρα τον Μάρτιο του 1933, ενώ μετά το αποτυχημένο Βενιζελικό κίνημα του 1935, υποστήριξε την αποκάθαρση των δημοσίων υπηρεσιών από τους φανατικούς οπαδούς του Βενιζέλου. Υπέγραψε την απομάκρυνση από τη θέση του στο Πανεπιστήμιο στις 13 Απριλίου 1935, του Αλέξανδρου Δελμούζου, ο οποίος επανήλθε στις 3 Απριλίου 1936.

Σταδιακά ο Τουρκοβασίλης διαφώνησε με το Μεταξά σχετικά με τον χρόνο του δημοψηφίσματος, τον οποίο ο Μεταξάς μετέθετε στο μέλλον σε μια προσπάθεια να διαφοροποιηθεί πολιτικά από τον Γεώργιο Κονδύλη, απομακρύνθηκε και απέσπασε δύο πληρεξουσίους στην Ε' Εθνοσυνέλευση από τους «Ελευθερόφρονες». Πρωτοστάτησε στο Δημοψήφισμα του 1935 για την παλινόρθωση της Βασιλείας, μαζί με πολιτικούς από το «Λαϊκό Κόμμα» υπό τον Ιωάννη Θεοτόκη, τον Ιωάννη Ράλλη, που συνεργάστηκαν με το Γεώργιο Κονδύλη. Το 1935, ο Τουρκοβασίλης ανέλαβε Υπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση του Γεωργίου Κονδύλη, ενώ σύστησε το «Κόμμα Εθνικοφρόνων» και στις εκλογές του 1936 συνεργάστηκε με το συνασπισμό «Γενική Λαϊκή Ριζοσπαστική Ένωσις», που απέσπασε ποσοστό 19,89%, μόλις 2 μονάδες πίσω από το «Λαϊκό Κόμμα» του Παναγή Τσαλδάρη, συγκεντρώνοντας μεγάλα ποσοστά στην Πελοπόννησο και στην Αττική. Στις ίδιες εκλογές εμφανίστηκε και το τοπικού βεληνεκούς, στη Βόρεια Ελλάδα, «Μεταρρυθμιστικό Εθνικό Κόμμα» του Σωτήρη Γκοτζαμάνη. Ως Υπουργός της κυβερνήσεως Κονδύλη, φρόντισε για τη μείωση της ποινής της πενταετούς εξορίας δύο πα­λαιοημερολογιτών αρχιερέων τον Οκτώβριο του 1935, όπως αποκάλυψε χρόνια μετά ο επικεφαλής τους Επίσκοπος Φλωρίνης Χρυσόστομος, που απέδωσε έπαινο στον Τουρκοβασίλη, «...όστις... απέδωσε τήν έλευθερίαν...» [10].

4η Αυγούστου-Κατοχή-Απελευθέρωση

Στις 29 Αυγούστου 1940, στη διάρκεια του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου του Ιωάννη Μεταξά, ο υπουργός Ασφαλείας Κωνσταντίνος Μανιαδάκης μετά από σχετική εντολή του Μεταξά [11], διέταξε τη σύλληψη και την εξορία του Τουρκοβασίλη, όταν διαπιστώθηκε η συμμετοχή του στην απόπειρα ανατροπής του καθεστώτος από το κίνημα των Γερμανοφίλων και για το λόγο αυτό εκτοπίστηκε στην Άνδρο. Το Νοέμβριο του 1940 έστειλε συγχαρητήριο τηλεγράφημα στον Ιωάννη Μεταξά για την επιτυχή διεξαγωγή του πολέμου, επιδιώκοντας επαναπροσέγγιση με τον Εθνικό Κυβερνήτη. Η προσπάθεια του απέβη άκαρπη και απλώς μεταφέρθηκε από την Άνδρο στη Γενική Ασφάλεια Αθηνών, όπου κρατήθηκε ως και λίγο καιρό μετά τον θάνατο του Μεταξά και αφέθηκε ελεύθερος με την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα, ενώ εξ αρχής το όνομα του προβλήθηκε μεταξύ των πιθανών υπουργών στις πρώτες κατοχικές κυβερνήσεις. Μαζί με τους στρατηγούς Κότση και Πλατή, τον Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο, ίσως και άλλους, πρότειναν για υπουργό το μετέπειτα συνεργάτη του Σωτήρη Γκοτζαμάνη.

Στις αρχές Ιουλίου 1941, αφού έχει αρχίσει ο γερμανοσοβιετικός πόλεμος, ο Νικόλαος Πάϊκος αρχηγός της οργανώσεως «Εθνικοσοσιαλιστική Φρουρά Ελλάδος», έστειλε έγγραφο στον στρατηγό Πρωθυπουργό Γεώργιο Τσολάκογλου, με το οποίο του ζητούσε ανασχηματισμό της κυβερνήσεως ώστε να συμμετάσχουν «...ιδεολόγοι και ικανοί άνδρες οίτινες πιστεύουν μετ’ αυταπαρνήσεως εις τα υψηλά Πεπρωμένα του Μείζονος Ράιχ...». Στο έγγραφο ο Πάικος πρότεινε την αντικατάσταση του Τσολάκογλου από τον Τουρκοβασίλη, για τον οποίο έγραφε ότι, «....Είνε ο εξέχων πολιτικός ανήρ της εποχής μας, δυνάμενος να δράση ως άμεσος αντικαταστάτης Υμών....επί σκοπώ όπως αναγεννηθή η Πατρίς...». Ο Τουρκοβασίλης με επιστολή του της 2ας Ιουνίου 1941 καταφέρονταν εναντίον του στρατηγού Τσολάκογλου, τον οποίο κατηγορούσε για αγγλοφιλία και κακομεταχείριση των γερμανόφιλων προσωπικοτήτων [12], ενώ τον ίδιο χρόνο απέστειλε υπόμνημα στον Αδόλφο Χίτλερ, το οποίο περιελάμβανε προτάσεις σχετικές με τη διοίκηση της Ελλάδας, γεγονός που εικάζεται ότι προκάλεσε το διορισμό του στη Διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος.

Διοικητής Τραπέζης της Ελλάδος

Στο τέλος του δεύτερου δεκαημέρου του Απριλίου 1943, αντικατέστησε το Δημήτριο Σάντη και ανέλαβε τη διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος, επί πρωθυπουργίας του Ιωάννη Ράλλη. Στο λόγο που εκφώνησε στις 19 Απριλίου 1943 προς τους υπαλλήλους της Τράπεζας της Ελλάδος παρουσία του Γερμανού Επιτρόπου, ότι η διαμονή των Γερμανών θα ήταν βραχεία και ότι η αποχώρηση τους θα σήμαινε την ελευθερία της Ελλάδας, λέγοντας, «...Η Ελλάδα θα συνεχίσει την πολιτιστικήν της αποστολήν, την οποίαν πιστεύομεν ότι ανέθηκεν εις αυτήν η θεία Πρόνοια, κατεκύρωσεν η μακρά ιστορία της και ανεγνώρισεν η παγκόσμιος συνείδησις....», ενώ τους προέτρεψε «....Αφοσιωθήτε λοιπόν εις την Τράπεζαν και κλείσατε τα ώτα σας προς κηρύγματα τα οποία είναι ξένα και αντίθετα προς τας ωραίας ελληνικάς παραδόσεις αι οποίαι συνίστανται εις την αγάπην προς την Πατρίδα, την θρησκείαν, την οικογένειαν, το καθήκον....».

Την 28η Οκτωβρίου 1943, στην αίθουσα τελετών της Τράπεζας της Ελλάδος με πρωτοβουλία και έγκριση του Τουρκοβασίλη, γιορτάστηκε η επέτειος του «ΟΧΙ», με στάση εργασίας μιας ώρας, καθώς και με σχετική τελετή και ομιλία. Στη διάρκεια της εκδηλώσεως, Γερμανικές δυνάμεις εισέβαλαν στην αίθουσα πυροβολώντας και διέκοψαν την εκδήλωση, ενώ έγιναν συλλήψεις υπαλλήλων και ανακρίσεις για να ανακαλυφθεί ο υπαίτιος. Ο Τουρκοβασίλης οδηγήθηκε στην αίθουσα όπου ανέλαβε την ευθύνη για την εκδήλωση. Οι Γερμανοί τον συνέλαβαν, μαζί του και υπαλλήλους της Τράπεζας και τον οδήγησαν αρχικά στα κρατητήρια της οδού Μέρλιν και στις 29 Οκτωβρίου τον μετέφεραν στις φυλακές Αβέρωφ. Παρά το ενδιαφέρον και τις διαμαρτυρίες επιστημονικών και επαγγελματικών οργανώσεων καθώς και του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού κρατήθηκε στην φυλακή για τρεις μήνες υπό άθλιες συνθήκες, μαζί με ποινικούς κρατουμένους.

Ως διοικητής της Τράπεζας, θέση στην οποία παρέμεινε από τις 19 Απριλίου 1943 έως τις 13 Απριλίου 1944, όταν παρέδωσε τη διοίκηση στον Σπύρο Χατζηκυριάκο, εμπόδισε τη σύλληψη υπαλλήλων της από την Ειδική Ασφάλεια γνωστοποιώντας τα ονόματά τους στον Πρόεδρο του Συλλόγου των Υπαλλήλων, ικανοποίησε θεσμικά και οικονομικά αιτήματα των εργαζομένων, έκανε προαγωγές, προσλήψεις και αυξήσεις στους μισθούς. Οι κυνηγημένοι από το Ε.Α.Μ. αξιωματικοί που είχαν καταφύγει στην Αθήνα συμπεριλήφθηκαν στα συσσίτια των εργαζομένων στην Τράπεζα, ενώ ενέκρινε δάνεια για τους πρόσφυγες της Μακεδονίας και της Θράκης που εκδιώχθηκαν από τους Βούλγαρους και ήρθε σε ρήξη με το Γερμανό επίτροπο της Τράπεζας που δεν ήθελε να τα επικυρώσει και ενίσχυε χρηματικά όλες τις αντικομμουνιστικές και εθνικιστικές οργανώσεις.

Μετά την απελευθέρωση

Μετά την απελευθέρωση, η επέτειος του «ΟΧΙ» της 28ης Οκτωβρίου γιορτάσθηκε επίσημα στην Τράπεζα και ο εκπρόσωπος της κομμουνιστικής οργανώσεως «Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο» [«Ε.Α.Μ.»], αναφέρθηκε στη στάση του Τουρκοβασίλη, λέγοντας ότι, «....καίτοι είχε έλθει με σκοπόν να κτυπήση το απελευθερωτικό Μέτωπο στην Τράπεζα, καίτοι ήτο Διοικητής της Κατοχής, την τραγική εκείνη ημέρα στάθηκε Έλληνας σε δύσκολες για τους υπαλλήλους στιγμές παίρνοντας μέρος της ευθύνης επάνω του, ευθύνης που δεν είχε....», αμφισβητώντας έμμεσα τον πατριωτισμό και προσπαθώντας με ύπουλο και ανέντιμο τρόπο να αμφισβητήσει την πρόθεση και την πρωτοβουλία του Τουρκοβασίλη.

Στην στάση των στελεχών, μελών και οπαδών του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος κατά της νόμιμης Ελληνικής κυβερνήσεως το Δεκέμβριο του 1944, οι κομμουνιστές απήγαγαν τον αδερφό του Γιώργο τον οποίο εκτέλεσαν, παρά τις ενέργειες του Αρχιεπισκόπου και αντιβασιλέα Δαμασκηνού, που διαβεβαίωνε με επιστολές του τον Τουρκοβασίλη περί του αντιθέτου. Το 1946, ο Τουρκοβασίλης ίδρυσε το «Κόμμα των Εθνικοφρόνων», με φιλοβασιλική, αντικομουνιστική ιδεολογία και με προφανή πολιτική αναφορά στον Ιωάννη Μεταξά, το οποίο στις πρώτες μεταπολεμικές εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946, εξέλεξε 9 βουλευτές αποσπώντας το 2,94% των ψήφων, ενώ μαζί του πολιτεύτηκε στις Κυκλάδες και ο Ιπποκράτης Παπαβασιλείου, Υπουργός των κυβερνήσεων της 4ης Αυγούστου.

Ο Τουρκοβασίλης εξελέγη υποστηρίζοντας την επιστροφή του Βασιλιά στο δημοψήφισμα, κατέκρινε την πολιτική κατευνασμού του Θεμιστοκλή Σοφούλη έναντι των κομμουνιστών, ενώ απαίτησε τον εξοπλισμό των εθνικιστών της Ελληνικής υπαίθρου, ώστε να έχουν τη δυνατότητα άμυνας έναντι των κομμουνιστών ανταρτών και στις 24 Απριλίου 1947 ζήτησε από το βήμα της Βουλής να τεθεί εκτός νόμου το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος και να συλληφθεί η ηγεσία του. Στήριξε την κυβέρνηση Θεμιστοκλή Σοφούλη και Κωνσταντίνου Τσαλδάρη, ενώ υπερψήφισε την γενική αμνηστία ζητώντας να επεκταθεί και στους εθνικιστές που κρατούνταν στις φυλακές κατηγορούμενοι για αυτοδικίες.

Κατά τη συζήτηση των προγραμματικών δηλώσεων της κυβερνήσεως του Θεμιστοκλή Σοφούλη στις 8 Σεπτεμβρίου 1947, ως αρχηγός της «Ενώσεως Εθνικοφρόνων» αναφέρθηκε στην ομιλία του Churchill στη Ζυρίχη το 1946 και τάχθηκε υπέρ της δημιουργίας των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης ως πρόταση ενώσεως της Γαλλίας και της Γερμανίας εναντίον των Σλαύων, προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο κομμουνισμός στην Ευρώπη. Συμμετείχε, μαζί με τους βουλευτές Αθηνών Ευστράτιο Κουλουμβάκη, Λακωνίας Νικόλαο Καράμπελα, και ήταν οι εκπρόσωποι της ομάδος, σε μία ολιγάριθμη αλλά ιδιαίτερα μαχητική ομάδα βουλευτών που απαιτούσε τη συνολική αποκατάσταση των ανδρών αλλά και της συνολικής μνήμης των Ταγμάτων Ασφαλείας [13] [14]. Λίγο μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας ο Τουρκοβασίλης παρέμενε αποκλεισμένος από τις συγκεντρώσεις των παλαιών πολιτικών κομμάτων που συγκαλούσε ο αντιβασιλέας, γεγονός που δεν τον πτόησε και το Φεβρουάριο του 1948, μιλώντας στη Βουλή υποστήριξε ότι, «....μεγάλο μέρος των διαπρεψάντων αξιωματικών εις τον αγώνα κατά των συμμοριτών, προέρχεται εκ των Ταγμάτων Ασφαλείας...».

Στις 14 Απριλίου 1949 η κομμουνιστική «κυβέρνηση» του Μήτσου Παρτσαλίδη με τον Σλάβο υπουργό Πασκάλ Μητρόφσκυ ανακοίνωσε ότι παραχωρεί γενική αμνηστία σε όλους τους αντιπάλους της που θα καταθέσουν τα όπλα, εκτός από τους «αρχιεγκληματίες», όπως τους χαρακτήριζε. Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο άρθρο 1 του νόμου με αριθμό 22 της κυβερνήσεως του βουνού, «Έχοντας υπ” όψη την από 23 Δεκεμβρίου 1947 ιδρυτική Πράξη της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, Αποφασίζουμε....Άρθρο 1...«Άμνηστεύονται όλα τα πολιτικά και κοινά αδικήματα που διαπράχθηκαν από οιοδήποτε πρόσωπο μέχρι σήμερα. Εξαιρούνται μόνο οι αρχιεγκληματίες: 1) Παύλος Γλύξμπουργκ, 2) Φρειδερίκη Γλύξμπουργκ, 3) Αλέξανδρος Παπάγος, 4) Θρασύβουλος Τσακαλώτος, 5) Θωμάς Πετζόπουλος, 6) Θεμιστοκλής Σοφούλης, 7) Κωνσταντίνος Τσαλδάρης, 8) Κωνσταντίνος Ρέντης, 9) Σπύρος Μαρκεζίνης, 10) Σοφοκλής Ελευθ. Βενιζέλος, 11) Παναγιώτης Κανελλόπουλος, 12) Ναπολέων Ζέρβας, 13) Στυλιανός Γονατάς, 14) Γεώργιος Παπανδρέου, 15) Θεόδωρος Τουρκοβασίλης, 16) Αλέξανδρος Διομήδης, 17) Γεώργιος Πεσματζόγλου, 18) Πρόδρομος Μποδοσάκης-Αθανασιάδης.....» ενώ το άρθρο 2 του ίδιου νόμου όριζε ότι «...Η αμνηστία δεν ισχύει για πρόσωπα, που συνεχίζουν την αντιλαϊκή εγκληματική δράση τους...».

Ο Τουρκοβασίλης τον ίδιο χρόνο σε συνεργασία με τους Κωνσταντίνο Μανιαδάκη και Κώστα Κοτζιά, δημιούργησαν την «Πολιτική Ανεξάρτητη Παράταξη», κόμμα που είχε ως ιδεολογία την πολιτική του Ιωάννη Μεταξά. Το κόμμα έλαβε μέρος στις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1950 και έλαβε 137.618 ψήφους, ποσοστό 8,15% κυρίως στην Αττική και την Πελοπόννησο, ενώ εξέλεξε 16 βουλευτές [15]. Συμμετείχαν και στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 1951 και στη συνέχεια το κόμμα τους απορροφίθηκε από τον «Εθνικό Συναγερμό» του Αλέξανδρου Παπάγου, όμως ο Τουρκοβασίλης συνέχισε να πολιτεύεται ως ανεξάρτητος και κατέγραφε μια ιδιαίτερη δύναμη στον νομό Αρκαδίας, δίχως να εκλέγεται βουλευτής.

Το 1958 με πυρήνα το «Λαϊκό Κόμμα» των Κωνσταντίνου Τσαλδάρη και Παναγιώτη Κανελλόπουλου και με τη συμμετοχή των Παναγή Παπαληγούρα και Γεωργίου Ράλλη συγκροτήθηκε τις παραμονές των εκλογών ο εκλογικός συνασπισμός «Ένωσις Λαϊκών Κομμάτων» [Ε.Λ.Κ.], στην οποία συμμετείχαν το «Δημοκρατικό Μεταρρυθμιστικό Κόμμα» του Θ. Κετσέα, το «Κόμμα Εθνικοφρόνων» του Θεόδωρου Τουρκοβασίλη, το «Μεταρρυθμιστικό Κόμμα» του Σωτήρη Γκοτζαμάνη και το «Λαϊκό Κοινωνικό Κόμμα» του Στέφανου Στεφανόπουλου, που είχαν συγκρουστεί κι είχαν αποχωρήσει από τον «Ελληνικό Συναγερμό» ή την «Ε.Ρ.Ε.». Ο σχηματισμός στις εκλογές της 11ης Μαΐου 1950, συγκέντρωσε ποσοστό 2,9% και εξέλεξε τέσσερις βουλευτές, όμως ο Τουρκοβασίλης δεν εκλέχθηκε. Στις εκλογές της 29ης Οκτωβρίου 1961, συνεργάστηκε με το κόμμα «Ένωσις Κέντρου» όμως δεν εκλέχθηκε βουλευτής, ενώ έκτοτε, δεν πολιτεύτηκε, όμως πραγματοποιούσε παρεμβάσεις με άρθρα του στον ημερήσιο και περιοδικό πολιτικό τύπο στα οποία κατέγραφε τις απόψεις του.

Πολιτικές απόψεις

Συμμετείχε ως ομιλητής στα συλλαλητήρια υπέρ της Ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα, υποστήριξε με αρθρογραφία την ενωτική πολιτική του Γεωργίου Γρίβα κατηγορώντας την πολιτική Μακαρίου ως εγωκεντρική, ενώ χαρακτήρισε τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου ως «Ανταλκίδειο ειρήνη» και το 1964 υποστήριξε την λύση του σχεδίου Άτσεσον ως εναλλακτική στο αδιέξοδο που είχε δημιουργηθεί ώστε να αποφευχθεί ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος.

Ο Τουρκοβασίλης υπήρξε μαχητικός και επίμονος, ενώ τον διέκρινε προσωπικό θάρρος και ψυχραιμία. Διατηρούσε γραφείο στην οδό Πραξιτέλους, μάλλον πολιτικό παρά δικηγορικό. Υπήρξε λάτρης του Έθνους, συνεπής και σταθερός στις ιδεολογικές του απόψεις σε όλη τη διάρκεια της δημόσιας παρουσίας του, διέθετε ικανό ρητορικό ταλέντο και διοικητικές ικανότητες. Αρνήθηκε σταθερά να συνταχθεί με τα, κατά καιρούς, κόμματα εξουσίας και υποστήριξε επίμονα την ιδέα του Ελληνικού Έθνους ως τη βασική επιλογή για το σύνολο των εκδηλώσεων του κοινωνικού βίου, καταβάλλοντας το ανάλογο πολιτικό και προσωπικό τίμημα [16]. Αν και προπολεμικά συγκρούστηκε με τον Ιωάννη Μεταξά, μεταπολεμικά αναγνώρισε και δικαίωσε την πολιτική του, ενώ δε συνεργάστηκε με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.

Βίλα Τουρκοβασίλη

Η Βίλα Τουρκοβασίλη είναι κτίριο της Τριπόλεως, το οποίο κτίστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα από Ιταλό αρχιτέκτονα για λογαριασμό του Κωνσταντίνου Αργυρόπουλου, πλούσιου Έλληνα της διασποράς και χρησιμοποιήθηκε, για μικρό χρονικό διάστημα, ως οικία της οικογένειας Αργυρόπουλου. Το οικόπεδο όπου χτίστηκε ήταν προικώο της συζύγου του Αργυροπούλου Σοφίας η οποία ήταν κόρη του Δήμαρχου Δημητρίου Γεωργίτσα. Στην κυριότητα του Τουρκοβασίλη περιήλθε μετά τον γάμο του με την κόρη του Αργυρόπουλου όταν και του δόθηκε ως προίκα. Βρίσκεται κοντά στην εκκλησία του Αγίου Τρύφωνα και είναι κτισμένη σε ρυθμό αρτ-νουβώ [Art nouveau], κίνημα που εμφανίστηκε ως αντίδραση στο πομπώδες και αυστηρό ύφος που επικρατούσε τότε στην Ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική. Ήταν μια χαρούμενη, αυθόρμητη αντίδραση στην γκρίζα ομοιομορφία του περιβάλλοντος σπιτιών, επίπλων, επιτραπέζιων σκευών και άλλων αντικειμένων. Επίκεντρα αυτού του ρυθμού ήταν οι χώρες της Κεντρικής Ευρώπης με προεξέχουσες την Γερμανία και την Αυστρία κυρίως, ως το τέλος του 1ου Παγκοσμίου πολέμου. Στην Ελλάδα εμφανίστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα και η βίλα του Τουρκοβασίλη αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά δείγματα του ρυθμού στην Ελλάδα καθώς συγκαταλέγεται ανάμεσα στα δέκα πλέον αξιόλογα κτίρια της κατηγορίας στην Ελλάδα. Ελάχιστα κτίρια έχουν διασωθεί στην Ελλάδα και η Βίλα αποτελεί ένα κομμάτι της ιστορίας της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Ο κήπος, με τις αλέες, τα μονοπάτια και τους κισσούς είναι χαρακτηριστικός για την πόλη.

Στη διάρκεια της Κατοχής στο κτίριο στεγάστηκαν το στρατηγείο και οι επικοινωνίες των Γερμανών. Το 1958, καθώς η οικογένεια Τουρκοβασίλη είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα, ο δικηγόρος–ιστοριοδίφης Δημήτριος Αθανασιάδης πρότεινε στο τότε Δήμαρχο Τριπόλεως Πολυχρονόπουλο να εξαγοράσει για λογαριασμό του Δήμου την Βίλα και να στεγάσει σ΄ αυτήν το Ιστορικό Αρχείο της. Το 1960, η βίλα προσφέρθηκε στο Δήμο έναντι τιμήματος 1.500 λιρών προς στέγαση οίκου ευγηρίας, πρόταση που δεν εισακούστηκε, και εγκαταλείφθηκε για χρόνια. Το οίκημα αποτέλεσε για χρόνια κοσμικό κόμβο της πόλεως και στο χώρο του έγιναν μερικές από τις πιο σημαντικές πολιτικές συναντήσεις του 20ου αιώνα. Στις 12 Δεκεμβρίου 2013, ο δήμος Τριπόλεως αποφάσισε την αγορά του κτιρίου με ένα στρέμμα από τον περιβάλλοντα χώρο του.

Εξωτερικές συνδέσεις

Βιβλιογραφία

  • «Θεόδωρος Τουρκοβασίλης (Ιστορική αναφορά)», Ρεβέκα Γαλανού-Τουρκοβασίλη [17], εκδόσεις «Σιδέρης», Αθήνα 2000 [18].

Διαβάστε τα λήμματα

4η ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1936 Cover-lite.jpg

Πολιτικά πρόσωπα

Πρωθυπουργός

Υπουργοί

Υποστηρικτές (1ο)

Οργανώσεις

Κανελλόπουλος Αλέξανδρος

Πολιτικά στελέχη

Αξιωματικοί

Λογοτέχνες

Καλλιτέχνες

Υποστηρικτές (2ο)
  • Θεολόγοι
  • Πανεπιστημιακοί
  • Πολιτικοί


Παραπομπές

  1. [Η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής
    Βαγενάς Αργύριος, Βογιατζής Απόστολος, Βουρδουμπάς Περικλής, Γεωργακόπουλος Νικόλαος, Δεδόπουλος Γεώργιος, Δεμερτζής Γεώργιος, Δημόπουλος Δημήτριος, Θανόπουλος Αθανάσιος, Κακατσίδης Γεώργιος, Καμήλος Άγγελος-Γεράσιμος, Καπετανόπουλος Γεώργιος, Καραΐσκος Χρήστος, Καρλαύτης Κωνσταντίνος, Καρλής Νικόλαος, Κόγκας Πιέρρος, Κουκουνάρης Γεώργιος, Κωνσταντινίδης Αθανάσιος, Λιβαθηνός Θεοδόσιος, Μακρυγιάννης Ιωάννης, Μαλεβίτης Ηλίας, Μέρμηγκας Σωκράτης, Μέρτζος Νικόλαος, Μπουρτζής Κυριάκος, Μωϋσίδης Θεοχάρης, Νικολόπουλος Εμμανουήλ, Ξανθάκος Χρήστος, Ξυδόπουλος Ιωάννης, Οικονομόπουλος Παναγιώτης, Παπαγγελής Λουκάς, Πασσαλίδης Θεοδωρος, Παύλου-Καραγεωργιάδου Αγνή, Πέτρου Χρήστος, Πιπιλής Ιωάννης, Πλουμιδάκης Κωνσταντίνος, Ρουχωτάς Δημοσθένης, Σερμπής Γεώργιος, Σπηλιόπουλος Κυριάκος, Σταυρίδης Παναγιώτης, Σύρρος Σωτήριος, Τάτσης Κωνσταντίνος, Τζαβέλας Παναγιώτης, Τζαννετάκος Χαράλαμπος, Τουρκοβασίλη Ρεβέκκα, Τσάτσος Αλέξανδρος, Τσιριβάκος Λεωνίδας, Φασουλάς Κωνσταντίνος, Φίτζος Κωνσταντίνος, Φλούδας Αχιλλέας, Φωκάς Γεώργιος, Φωτιάδης Ευάγγελος, Χανδακάς Αθανάσιος, Χαρίτος Ιωάννης, Χατζηστεφανής Παναγιώτης, Χελης Γεώργιος, Χριστόπουλος Παναγιώτης, Χωριατόπουλος Αντώνιος.] Ονομαστικός αλφαβητικός κατάλογος των μελών της 1ης Περιόδου.
  2. [«...Και επελθόντος του έαρος, 1827, εξώρμησε πάλιν, κατά Απρίλιον, επί την δυτικήν Πελοπόννησον. Αλλά τότε μετέβαλεν επί τινα χρόνον σύστημα. Αντί να εκδηοί ανηλεώς την χώραν, ήρχισε να περιποιήται οπωσούν τους κατοίκους, να φείδηται των σπαρτών, να πληρώνη όσα προς χρήσιν του στρατού ελάμβανεν. Εάν αναλογισθώμεν, ότι πεσόντος τότε του Καραϊσκάκη, εφάνη εκλιπούσα πάσα ελπίς, και ότι τρίτον ήδη έτος οι άνθρωποι αυτοί έπασχον όσα η κάλαμος δεν δύναται να περιγράψη, δεν θέλομεν απορήσει, ότι ουκ ολίγοι εν τη απογνώσει αυτών ήρχισαν να υποτάσσωνται, δελεαζόμενοι υπό των επιεικών του δορικτήτορος τρόπων. Η στιγμή υπήρξε κρίσιμος, διότι το μόλυσμα διαδιδόμενον από των δυτικών εις τας ανατολικάς επαρχίας, ηδύνατο να καταφέρη πληγήν καιρίαν εις την και άλλως πνέουσαν τα λοίσθια επανάστασιν. Τότε ο Κολοκοτρώνης προσήνεγκε τελευταίαν και μεγάλην εις την Ελλάδα εκδούλευσιν .Αδυσώπητος εξεγερθείς κατά της προδοσίας, διέταξε να δράξωσι τα όπλα πάντες από 15 μέχρις 60 ετών, ηπείλησε δια πυρός και σιδήρου τους υποτασσομένους και βαρύν κατήνεγκε τον πέλεκυν της εθνικής δικαιοσύνης κατά του επισημοτέρου εξ αυτών, του Ηλείου Νενέκου. Δεν ήτο εν τούτοις αιμοβόρος ο ανήρ και όταν είς των γενναίων αυτού υπασπιστών, ο καπετάν Βασίλης ο Αλωνιστιώτης, τον παρετήρησεν ότι ο Νενέκος δεν ήτο μόνος ,αλλά και άλλοι ήσαν άξιοι της αυτής τιμωρίας, ο Κολοκοτρώνης απεκρίθη, ότι δεν υπήρχον περί τούτων αποχρώσαι αποδείξεις. Επιμένοντος δε του υπασπιστού, "καϋμένε Βασίλη,τον είπε, Τούρκος είσαι," και έκτοτε διετέλεσεν επιλεγόμενος Τουρκοβασίλης ο Αλωνιστιώτης εκείνος μαχητής...»] Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», Βιβλίο 15ο, σελίδα 242, εκδόσεις «Γαλαξία-Ερμείας»
  3. Από την εποποιία του Μπιζανίου Εφημερίδα «Πρωινός Λόγος» Ιωαννίνων, Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014, σελίδα 11
  4. [Ο Θεόδωρος Τουρκοβασίλης καταλόγιζε ευθύνες για την εκτέλεση του Δημητρίου Γούναρη και των πέντε συγκαταδίκων του στο Βασιλιά Γεώργιο Β’, θεωρώντας ότι έπρεπε να παραιτηθεί από τον θρόνο όταν ανακοινώθηκε από το στρατοδικείο η προειλημμένη απόφαση για την εκτέλεση τους, προκαλώντας με αυτό τον τρόπο την αναβολή των εκτελέσεων.]
  5. Κυβέρνησις ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΖΑΪΜΗ Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης
  6. Κυβέρνησις ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΖΑΪΜΗ Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης
  7. Κυβέρνησις ΠΑΝΑΓΗ ΤΣΑΛΔΑΡΗ Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης
  8. [Νόμος 5802/29 Σεπτεμβρίου 1933]
  9. [Το Δικαστικό Μέγαρο Τριπόλεως άρχισε να οικοδομείται το 1911 όταν υπουργός Δικαιοσύνης ήταν ο Νικόλαος Δημητρακόπουλος από την Αρκαδία, ολοκληρώθηκε το 1934, όταν υπουργός Δικαιοσύνης ήταν ο Θεόδωρος Τουρκοβασίλης, και τα εγκαίνιά του πραγματοποιήθηκαν στις 13 Ιανουαρίου 1935. Στην περίοδο της Κατοχής στέγασε τα στρατοδικεία των Γερμανών, την έδρα των Ταγμάτων Ασφαλείας και τα υπόγειά του χρησιμοποιήθηκαν ως φυλακές. Στο κτίριο υπογράφτηκε η παράδοση της Τριπόλεως από τα Τάγματα Ασφαλείας στις δυνάμεις του Ε.Λ.Α.Σ., ενώ στέγασε το Έκτακτο Στρατοδικείο κατά το Συμμοριτοπόλεμο. Τα δύο ημιυπόγεια δωμάτια του Δικαστικού Μεγάρου, τα οποία βρίσκονται στη νοτιοδυτική πλευρά του, έχουν διαστάσεις 2,75 επί 7,05 μ. ή 19,38 τετραγωνικά μέτρα. Ο χώρος χρησιμοποιείτο σαν αποθήκη του δικαστηρίου μέχρι το 1944 όταν το Δικαστικό Μέγαρο άρχισε να χρησιμοποιείται ως αρχηγείο των Ταγμάτων Ασφαλείας και τα υπόγειά του ως φυλακές.]
  10. [Φλωρίνης Χρυσόστομος, «Ακριβής θέσις», σελίδα 35]
  11. [«...29 Αυγ. 1940: […] Περί Τουρκοβασίλη: διέταξα την σύλληψιν και εξορίαν του....»] Απόσπασμα από καταχώρηση στο ημερολόγιο του Ιωάννη Μεταξά.
  12. [«Απομνημονεύματα», Γεωργίου Τσολάκογλου, Αθήνα 1959, σελίδες 231-2]
  13. [«....Ο στρατός αυτός των λεγομένων Ταγμάτων Ασφαλείας απετέλει την μόνην Εθνικήν Αντίστασιν κατά των κομμουνιστών....τους οφείλομεν το γεγονός ότι η Ελλάς δεν υπέκυψεν εις κομμουνιστικήν επικράτησιν,.... τα Τάγματα διελύθησαν εγκληματικώς από την λεγομένην Κυβέρνησιν Απελευθερώσεως και κατά τρόπον ώστε να μη ημπορή κανείς να αναφέρη ούτε το όνομά των ακόμη και σήμερον...».] Απόσπασμα από την ομιλία του Θεόδωρου Τουρκοβασίλη στη συνεδρίαση της 27ης Οκτωβρίου 1948, στη διάρκεια της συζητήσεως του νόμου 844 για την αναγνώριση των οργανώσεων της Εθνικής Αντιστάσεως.
  14. Με σημαία την ένταση του εμφυλίου σπαραγμού ορκίστηκε η νέα κυβέρνηση Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», Πέμπτη 17 Σεπτέμβρη 1998, σελίδα 18.
  15. [Στις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1950 με τον εθνικιστικό συνασπισμό «Πολιτική Ανεξάρτητος Παράταξις» εκλέχθηκαν βουλευτές οι: Κωνσταντίνος Αποσκίτης, Αρκαδίας, 5.743 ψήφοι, Λεωνίδας Βρεττάκος, Λακωνίας, 3.523 ψήφοι, Γεώργιος Δεμενόπουλος (απεβίωσε 1/1/1951), Φλωρίνης, 1530 ψήφοι, αναπληρωτής Στέργιος Μπινόπουλος, Φλωρίνης, 1469 ψήφοι, Γεώργιος Ζάρας, Μεσσηνίας, 4.905 ψήφοι, Χρήστος Θηβαίος, Ευβοίας, 1.975 ψήφοι, Ευάγγελος Καλαντζής, Φθιωτιδοφωκίδας, 7.820 ψήφοι, Κωνσταντίνος Μανιαδάκης (παραιτήθηκε της έδρας), 11.176 ψήφοι, αναπληρωτής Κωνσταντίνος Καλαμαράς, 2.414 ψήφοι, Κωνσταντίνος Κοτζιάς (παραιτήθηκε του αξιώματος), Αθηνών, 9.612 ψήφοι, αναπληρωτής Ηλίας Αποσκίτης, 2.235 ψήφοι, Αριστείδης Κρανιάς, Φθιωτιδοφωκίδας, 5.475 ψήφοι, Κωνσταντίνος Μανιαδάκης, Αργολιδοκορινθίας, ψήφοι 5.991, Θεόδωρος Τουρκοβασίλης (παραιτήθηκε του αξιώματος), Αρκαδίας, 8.396 ψήφοι, αναπληρωτής Δημήτριος Μπαρμπαλιάς, 3.396 ψήφοι, Αθανάσιος Μπουκουβάλας, Σερρών, 1.872 ψήφοι, Νικόλαος Μπουραντάς, Αττικοβοιωτίας, 3.237 ψήφοι, Παναγιώτης Σταθόπουλος, Λακωνίας, 3.685 ψήφοι, Νικόλαος Σπέντζας, Μεσσηνίας, 5.706 ψήφοι, Θεόδωρος Τουρκοβασίλης, Θεσσαλονίκης, 3.168 ψήφοι.]
  16. [«...Την επομένη ακόμα της Απελευθέρωσης ο όρος “εθνικοφροσύνη” ήταν μάλλον αδόκιμος, ενώ ο όρος “εθνικόφρων” εξακολουθούσε να περιγράφει μια μάλλον περιθωριακή πολιτική τοποθέτηση, αυτήν της ακραίας πτέρυγας της προπολεμικής φιλοβασιλικής Δεξιάς. Βέβαια ο όρος αντλούσε την προέλευσή του από μια άλλη εμφυλιοπολεμική φάση του φιλομοναρχικού στρατοπέδου: το Κόμμα των Εθνικοφρόνων του Δημητρίου Γούναρη, προδρόμου του Λαϊκού Κόμματος του μεσοπολέμου κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού. Λίγο μετά τη Βάρκιζα, ο αρχηγός του τελευταίου κόμματος που έφερε αυτό το όνομα, ο Θεόδωρος Τουρκοβασίλης –πρώην υπουργός και διευθυντής της Τραπέζης της Ελλάδος στην Κατοχή- παρέμενε αποκλεισμένος από τις συγκεντρώσεις των παλαιών πολιτικών κομμάτων που συγκαλούσε ο αντιβασιλέας...»] Δημήτρης Κουσουρής, «Δίκες δοσιλόγων 1944-1949», σελίδες 197-198
  17. Τα ονόματα των μελών της Συμβουλευτικής Επιτροπής Η Ρεβέκα Γαλανού-Τουρκοβασίλη, κόρη του Θεόδωρου Τουρκοβασίλη, συμμετείχε στη Συμβουλευτική Επιτροπή του Γεωργίου Παπαδόπουλου, στη διάρκεια του καθεστώτος της 21ης Απριλίου 1967, και πρωτοστάτησε στις αντιδράσεις για την κατάργηση του πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων και τα άλλα μέτρα φιλελευθεροποιήσεως που έλαβε το Καθεστώς.
  18. Θεόδωρος Τουρκοβασίλης: ιστορική αναφορά στη διαδρομή ενός πολιτικού Εφημερίδα «Η Καθημερινή», 26 Αυγούστου 2003