Κόμης Ιωσήφ Λουδοβίκος Άρμανσπεργκ
O Ιωσήφ Λουδοβίκος Κόμης του Άρμανσπεργκ, [γερμανικά Joseph Ludwig Graf von Armansperg], Βαυαρός πολιτικός και πρόεδρος του συμβουλίου της Ελληνικής Αντιβασιλείας, που ορίστηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις να συνοδεύσει τον μέλλοντα Βασιλέα Όθωνα στην Ελλάδα και να ασκήσει εξ ονόματός του την εξουσία ως την ενηλικίωσή του, γεννήθηκε στις 16/28 Φεβρουαρίου 1787 στο Καίτζτινγκ, [Kötzting], της Κάτω Βαυαρίας και πέθανε στις 22 Μαρτίου/3 Απριλίου 1853 στη έπαυλή του στο Ντίγκεντορφ.
Συνοπτικές πληροφορίες αξιώματος |
---|
Έναρξη Θητείας : 20 Μαΐου 1835 |
Λήξη θητείας : 2 Φεβρουαρίου 1837 |
Προκάτοχος |
|
Διάδοχος |
|
Βιογραφία
Καταγόταν από οίκο ευγενών με μεγάλη ιστορική διαδρομή και από 26 ετών εισήλθε σε κρατικές διοικητικές υπηρεσίες όταν έσπευσε το 1813 να συναντήσει τον Βαυαρικό στρατό και να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Μετά την υπογραφή της ειρήνης στο Παρίσι, του ανατέθηκε η διοίκηση του διαμερίσματος των Βοσγίων και στη συνέχεια όλων των μεταξύ του Ρήνου και Μεύσιδας χωρών. Υπερασπίστηκε με επιτυχία τα συμφέροντα της Βαυαρίας στο συνέδριο της Βιέννης, ενώ το 1816 και 1817 μετείχε στο έργο των επιτροπών του Ρήνου και του Δούναβη. Στη συνέχεια διορίστηκε νομάρχης και ασχολήθηκε με επιτυχία με τα ζητήματα της οικονομίας, και το 1820, διορίστηκε διευθυντής του γενικού λογιστηρίου του κράτους. Εκλέχθηκε βουλευτής, απέτυχε να εκλεγεί πρόεδρος της βουλής και εκλέχθηκε στη θέση του αντιπροέδρου. Ήταν ικανός ρήτορας και ως επικεφαλής της αντιπολιτεύσεως των συντηρητικών φιλελεύθερων υποστήριξε τη δημιουργία του θεσμού των δημοτικών συμβουλίων.
Ο Λουδοβίκος Α', πατέρας του μετέπειτα Βασιλιά Όθωνα της Ελλάδος, του ανέθεσε τη θέση του Υπουργού των Εσωτερικών το 1826, και πέτυχε την αναδιοργάνωση των δημοσίων υπηρεσιών του Βαυαρικού κράτους, ενώ σταδιακά ανέλαβε τη θέση του συμβούλου Επικρατείας, του υπουργού των Οικονομικών το 1828 και πέτυχε την τελωνειακή ένωση όλων των τότε γερμανικών χωρών, καθώς και την οικονομική ανόρθωση της Βαυαρίας. Οι νεωτεριστικές του απόψεις, τον έφεραν σε αντιπαράθεση με την Καθολική εκκλησία και απομακρύνθηκε από τη θέση του Υπουργού, όμως ο Βασιλιάς τον διόρισε πρέσβη στο Λονδίνο, θέση που δεν αποδέχθηκε. Από το 1828, είχε ανακηρυχθεί ισόβιος σύμβουλος επικρατείας, καθώς και ισόβιο μέλος της Γερουσίας της Βαυαρίας.
Περίοδος της Αντιβασιλείας
Τη χρονική περίοδο Απρίλιος-Μάιος 1932, σε συνδιάσκεψη Ρωσίας-Γαλλίας-Αγγλίας και Βαυαρίας στην οποία δεν εκπροσωπήθηκε η Ελλάδα, υπογράφηκε συνθήκη στις 25 Απριλίου/7 Μαΐου, που όριζε τα ζητήματα του Ελληνικού Θρόνου και στις 5 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου με διάταγμα του βασιλιά Λουδοβίκου Α' της Βαυαρίας, ορίστηκαν τρεις αντιβασιλείς και δύο σύμβουλοι, που θα αναλάμβαναν το Βασίλειο έως την ενηλικίωση του. Πρόεδρος της επιτροπής ορίστηκε ο Κόμης Ιωσήφ Λουδοβίκος Άρμανσπεργκ, ενώ ο Προτεστάντης καθηγητής Γκέοργκ Λούντβιχ φον Μάουρερ, [Georg Ludwig von Maurer], ορίστηκε υπεύθυνος για τα θέματα της Παιδείας, της Δικαιοσύνης και της Εκκλησίας, ενώ ο αντιστράτηγος Κάρολος Γουλιέλμος Εϋντεκ, [Karl Wilhelm von Heideck], ορίστηκε υπεύθυνος για τα Στρατιωτικά και τα Ναυτικά θέματα. Σύμβουλοι ήταν ο Abel για θέματα εσωτερικής διοικήσεως και τις εξωτερικές υποθέσεις και ο Greiner για τα Οικονομικά.
Ο Όθωνας με τη συνοδεία του έφθασε στο Ναύπλιο στις 30 Ιανουαρίου 1833, με την Αγγλική φρεγάτα «Μαδαγασκάρη», μαζί του έφτασε και ο Κόμης Ιωσήφ Λουδοβίκος Άρμανσπεργκ, με την οικογένεια του, τη σύζυγο και τις κόρες του, μια από τις οποίες διατηρούσε ερωτική σχέση με τον ανήλικο βασιλιά Όθωνα, γεγονός που προκάλεσε τις αντιδράσεις των ανταγωνιστών του, οι οποίοι τον κατηγορούσαν για προσβολή του Όθωνα, καθώς υποκίνησε τον Βίτμερ, τον ιατρό του Στέμματος, να πιστοποιήσει ότι η διανοητική και οργανική ιδιοσυστασία του Όθωνα δεν επέτρεπαν γάμο, προκειμένου αυτός να παραμείνει πολιτικός κυρίαρχος της Ελλάδας. Η περίοδος της 1ης Αντιβασιλείας [1] διήρκησε από το Φεβρουάριο του 1833 έως τον Ιούλιο του 1834 και είχε έδρα το Ναύπλιο. Στις 15 Ιουλίου 1833 έγινε η ανακήρυξη του Αυτοκέφαλου της Ελληνικής Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, στις 25 Ιουλίου συνήλθε η Πρώτη Ιερά Σύνοδος της και στις 27 Ιουλίου έγινε η επίσημη εγκαθίδρυση της, με πρόεδρο τον επίσκοπο Κορίνθου Κύριλλο και γραμματέα το Θεόκλητο Φαρμακίδη, ως επίτροπο του Βασιλέως. Στις 19 Σεπτεμβρίου 1834 δημοσιεύθηκε στο φύλλο της Γενικής εφημερίδος το διάταγμα με το οποίο μεταφέρθηκε στην Αθήνα, η έδρα της πρωτεύουσας του Ελληνικού κράτους και η μεταφορά έγινε αυθημερόν, την 1η Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου. Η εγκατάσταση της πρωτεύουσας στην Αθήνα σηματοδοτεί την έναρξη της 2ης περιόδου της Αντιβασιλείας. Ο Ιωσήφ Λουδοβίκος Άρμανσπεργκ με την οικογένεια του εγκαταστάθηκε στο Μέγαρο Βλαχούτση, στην αρχή της οδού Πειραιώς στην Αθήνα και ανήκε στον πρωτοσπαθάριο της Βλαχίας Γ. Βλαχούτση, το οποίο έκτισε ο αρχιτέκτονας Σταμάτης Κλεάνθης και στις αρχές του 21ου αιώνα φιλοξενεί τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου.
Διακυβέρνησε απολυταρχικά, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις, αρχικά εντός της Ελλάδος, καθώς στράφηκε εναντίον των αγωνιστών της Ελληνικής Επαναστάσεως, φυλακίζοντας μετά από στημένη δίκη το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, αλλά και στις διπλωματικές σχέσεις της Ελλάδος, με την φιλοαγγλική πολιτική του, σε βαθμό που ο Μάουρερ να τον καταγγείλει δημόσια, ως «διδάσκαλον της ραδιουργίας». Μετά την ενηλικίωση του Όθωνα ανέλαβε στις 20 Μαΐου 1835, πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου, ως αρχικαγκελάριος, όμως στη διάρκεια της απουσίας του Όθωνα στη Βαυαρία, για το γάμο του με την Πριγκίπισσα Αμαλία, η διακυβέρνησή του ήταν αυταρχική. Έτσι όταν ο Όθωνας επέστρεψε στην Ελλάδα, τον έπαψε αυθημερόν, προκειμένου να κατευνάσει τους Έλληνες, αλλά και τις κυβερνήσεις της Γαλλίας, της Αυστρίας και της Ρωσίας, που τον κατηγορούσαν για αγγλόφιλη πολιτική. Το Μάρτιο του 1937 επέστρεψε με την οικογένεια του στη Βαυαρία και υπό τη δυσμένεια του Βαυαρού βασιλιά, ιδιώτευσε μέχρι το 1853, όταν απεβίωσε.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
- Χρονολόγιο της συγκροτήσεως του Ελληνικού Βασιλείου Αγγελική Γιαννακίδου-Εθνολογικό Μουσείο Θράκης
Παραπομπές